Βλέποντας τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ παίζουν μπροστά μου ἀμέριμνα καὶ στὶς συναναστροφές τους νὰ εἶναι ἀνεπιτήδευτα θαυμάζω
τὴν ἁπλότητα τῶν τρόπων τους καὶ μοῦ ἔρχονται στὸ νοῦ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: " Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν" (Ματθ. ιη΄ 3). Γιατὶ ἐμεῖς οἱ μεγάλοι νὰ μὴν μοιάζουμε μὲ τὰ
μικρὰ
παιδιὰ καὶ γιατὶ νὰ μὴν προσπαθοῦμε νὰ βιώνουμε τὴν ἁπλότητά τους; Ἡ ζωή μας εἶναι
μικρὴ καὶ ἁπλή. Ἐμεῖς μὲ τὶς συμπεριφορές μας καὶ τὶς ἐπιδιώξεις μας τὴν κάνουμε πολυσύνθετη.
Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Πῶς ζοῦσαν; Τί ἐπιθυμίες εἶχαν; Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: "Εἶχον ἅπαντα κοινὰ καὶ τὴν ψυχὴν μίαν". Δηλαδή, ὡς πρὸς τὰ συμβατικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα, ἦσαν ἀνώτεροι καὶ ἀνέμελοι καὶ μὲ χαρὰ μοιραζόνταν τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν, ὡς πρὸς δὲ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ αἰσθήματα
συνταυτίζονταν. Καὶ «ἦσαν ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. β´ 46) δηλαδὴ ζοῦσαν, θὰ λέγαμε σήμερα,
κοινοβιακά, μὲ
πλούσια αἰσθήματα
ἀγάπης,
προσανατολισμένα ὁλοκάρδια
στὴν ἐπικοινωνία, «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας» (Πράξ. β´ 46).
Βλέπετε τί γράφει ὁ Εὐαγγελιστής; Ζοῦσαν μὲ ἀφελότητα καρδίας, δηλαδὴ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ περνᾶ ἀπὸ τὶς σκέψεις τους δεύτερος πονηρὸς λογισμὸς γιὰ τὰ λεγόμενα τῶν ἄλλων. Ἦσαν ἄδολοι, ἁγνοί, δοσμένοι σ᾿αὐτὸ τὸ παραδείσιο βίωμα τῆς εἰλικρίνειας, τῆς ἀθωότητος, τῆς αὐτοπροσφορᾶς. Ζοῦσαν, λοιπόν, μὲ ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ ἦταν "προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου
καὶ ταῖς προσευχαῖς (Πράξ. β´ 42). Προσκαρτεροῦντες σημαίνει, ὅτι ἔστεκαν μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ἐπιμονή, ἀφοσιωμένοι σὲ τέσσερα πράγματα, τὰ ὁποῖα τοὺς γέμιζαν τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν κοντὰ στὸ Χριστό μας, τὴ χαρά, τὸ φῶς, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνάσταση ὅλων μας.
Πού, λοιπόν, προσκαρτεροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ καὶ ποὺ πρέπει νὰ προσκαρτεροῦμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ ζοῦμε εἰρηνικὰ καὶ χαρούμενα; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος
Εὐαγγελιστής.
Πρῶτον
στὴ
διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ στὴν ἐμβάθυνσή μας στὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ "πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος
πρὸς
διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ" (Β΄ Τιμόθ. γ΄ 16). Δεύτερον
στὴν
κοινωνία τῶν
προσώπων, δηλαδὴ στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ὡς κοινωνικὸ ὢν ἔχει ἀνάγκη πνευματικῆς ἐπικοινωνίας. Ἐπικοινωνίας, ὅμως, πνευματικῆς, ποὺ δὲν σκορπίζει τὸ νοῦ οὔτε σπαταλᾶ σὲ ἄσκοπα πράγματα τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του, γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὁποίου γνωρίζει ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸ Θεό μας. Ἡ ἐπικοινωνία μας
πρέπει νὰ
στηρίζεται στὸ
"ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει ἢ φεῦγε", κατὰ τὴ ρήση τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰωάννου τοῦ Δομβοΐτου. Τρίτον στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, δηλαδὴ στὴν ἱκανοποίηση τῶν τροφικῶν ἀναγκῶν μας. Ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ σύγκειται ἀπὸ σάρκα καὶ πνεῦμα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δύο τροφές· πνευματικὴ καὶ σωματική. Γι' αὐτὸ καὶ πάντοτε οἱ
πνευματικὲς
συνάξεις συνδεύονται καὶ ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ τράπεζα ποὺ παρατίθεται εἶναι εὐλογημένη καὶ στὴν κορυφή της κάθεται πάντοτε ὁ Κύριός μας εὐλογώντας καὶ ἁγιάζοντάς την. Καὶ τέταρτον στὴν προσευχή, ἀφοῦ αὐτὴ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ δωρεοδότη μας Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχεται "πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον" (Ἰάκ. α΄ 17). Ἡ προσευχή, βέβαια, εἶναι δύσκολο πράγμα, ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται εὔκολο. Δύσκολο γιατὶ ξεφεύγει ὁ νοῦς. Δὲν συγκεντρώνεται
σὲ αὐτή. Προσέξτε, ὅμως, νὰ μὴν ἀποκάμνουμε, ὅσο καὶ ἂν ξεφεύγει ὁ νοῦς μας.
Κυκλοφορεῖ τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο:
«Μιὰ μέρα ἐνῶ ἔμπαινε μὲ τὸ ἄλογό του σὲ κάποιο χωριὸ ἕνας Ἐπίσκοπος, συνάντησε ἕνα χωρικὸ ποὺ τοῦ εἶπε:
– Καλημέρα Δέσποτα. Εἶμαι πολὺ χαρούμενος γιατὶ μπορῶ νὰ προσεύχομαι
χωρὶς περισπασμούς.
– Θαῦμα! ἀπάντησε ὁ Ἐπίσκοπος. Μέχρι τώρα δὲν συνάντησα κανέναν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ προσεύχεται χωρὶς νά ἀφαιρεῖται. Γι’ αὐτὸ σοῦ ὑπόσχομαι ἕνα βραβεῖο. Ἐὰν μπορέσεις νὰ πεῖς τό "Πάτερ ἡμῶν" χωρὶς νὰ ἀφαιρεθεῖς, θὰ σοῦ χαρίσω τὸ ἄλογό μου!
Ὁ χωρικὸς χάρηκε πολὺ καὶ ἄρχισε
νὰ τὸ ἀπαγγέλλει:
"Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά
σου…" Ξαφνικὰ σταματᾶ καὶ ρωτᾶ τὸν Ἐπίσκοπο:
- Θά μοῦ δώσεις, Δέσποτα, καὶ τὴ σέλλα ἤ μόνο τὸ ἄλογο;
Ὁ ἐπίσκοπος
γέλασε.
– Δυστυχῶς, δὲν θὰ πάρεις οὔτε τὸ ἄλογο οὔτε τὴ σέλλα.
Ὁ ἀγρότης
κατάλαβε ὅτι
εἶχε
χάσει τὸ στοίχημα. Οὔτε αὐτὴ τὴ σύντομη προσευχὴ μπόρεσε νὰ πεῖ χωρὶς νὰ ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀλλοῦ.
Ἐπειδή, βέβαια, ξεφεύγει ὁ νοῦς μας δὲν σημαίνει ὅτι παύουμε νὰ προσευχόμαστε.
-"Γέροντα, εἶπε κάποιος στὸν π. Παΐσιο, τὸ βράδυ ποὺ ἔρχομαι ἀπὸ τὴ δουλειὰ νυστάζω καὶ δὲν ἔχω ὄρεξη νὰ κάνω τίποτα…Τί νὰ κάνω";
Ἐκεῖνος
τοῦ ἀπάντησε:
– Οἱ στρατιῶτες στὰ χαρακώματα ὅταν εἶναι κουρασμένοι κοιμοῦνται. Ὅμως πρὶν κοιμηθοῦν, ρίχνουν
μερικές τουφεκιὲς στὰν ἀέρα, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει
ὁ ἐχθρὸς ὅτι βρίσκονται κοντὰ καὶ δὲν ἀστειεύονται. Ἀφοῦ ρίξουν μερικὲς ριπές, πέφτουν
γιὰ ὕπνο. Τὸ ἴδιο νὰ κάνεις καὶ σύ. Νά λὲς λίγο τὴν εὐχὴ καὶ νὰ ξαπλώνεις μετά.
Ἀδελφοί μου, ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν ὀρθό, τὸν Χριστιανικό, τὸν κοινωνικό τρόπο ζωῆς. Μιὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὀφείλουμε νὰ πορευθοῦμε
γιὰ νὰ νοιώσουμε πάλι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία σ' αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ νὰ χαροῦμε καὶ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἁπλότητα!
Ἡ ἑξῆς μικρὴ ἱστορίας ἂς μᾶς δείξει αὐτὸ τὸ δρόμο.
Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ποὺ τὸ ἔλεγαν Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε
τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας, ἀφοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔφυγαν γρήγορα στὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ γιὰ τὸν οὐρανό. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη.
Ὅταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μιὰ καλὴ κοπέλλα καὶ ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε δύο παιδιά. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Συμεὼν ἔμενε στὴ Νίκαια, ἀπὸ τὴν ὁποία κάθε πρωῒ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Εἶχε ὅμως τὴν καλὴ συνήθεια κάθε πρωῒ νὰ
περνᾶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, νὰ μπαίνει μέσα, νὰ στέκεται μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ βγαζοντας τὸ καπελάκι του νὰ λέει:
-Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου!
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του περνοῦσε πάλι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
-Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα!
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου
Συμεών.
Περίπου τὸ ἔτος 1950 καὶ ἡ σύζυγος καὶ τὰ
παιδιά του ἀρρώστησαν
ἀπὸ φυματίωση καὶ κοιμήθηκαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό,
ζητώντας τὴν
βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ
Νοσοκομεῖο
καὶ
νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ εὐσεβὴς
προϊσταμένη τὸν ρώτησε
κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωῒ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ;
-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή! Καλησπέρα
Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή!
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικὸ τοῦ νοσοκομείου νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν νομίζοντας ὅτι αὐτὸς ἔχασε τὰ λογικά του. Ὁ πνευματικὸς τὸν ἐπισκέφθηκε
καὶ σὲ ἐρώτησή του πῆρε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες ὧρες πρωῒ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν
πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸ Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι.
-Νά, ἦρθε καὶ σήμερα;
-Καὶ τί σου εἶπε;
- Μοῦ εἶπε, Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κᾶνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ὁ Πνευματικὸς ἔκτοτε
κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωῒ-πρωῒ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν
Συμεὼν
καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει.
Πράγματι ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά:
-Ἦρθε ὁ Χριστός!
Καὶ κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Ἡ ἁπλότητα
τοῦ
παπποὺ
Συμεὼν ἂς μᾶς γίνει τρόπος ζωῆς, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του, αὐτῆς ποὺ ζοῦν ἐδῶ στὴ γῆ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἀφελεῖς στὴν καρδιά.
Δρ
Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου