Ἡ ὁδός
Χρήστος Μποκόρος
Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις·
καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;
Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή…
ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς·
ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
Κατά Ιωάννην Ιδ’
Μεµνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανοµένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει.
Ηράκλειτος
Χρόνια πίστευα πὼς ξέπεσα στὴ ζωγραφική ναυαγός. Δὲν
μποροῦσα νὰ ἐμπιστευτῶ τὸ χάρισμα χωρὶς μικρόβουλες καὶ παλίνδρομες,
δαιδαλώδεις ἀντιρρήσεις.
Ἐντέλει ἡ ζωγραφικὴ ὑπῆρξε γιὰ μένα ὁδὸς αὐτογνωσίας.
Γεννήθηκα στ᾽ Ἀγρίνιο. Kαὶ ‘κεῖ μεγάλωσα. Θυμᾶμαι τὸν
ἐαυτό μου πάντα μὲ ἀνθρώπους, μέσα σὲ σπίτια ἢ ἔξω στὴν ὕπαιθρο. Θυμᾶμαι τὸ
χαμόγελό τους καὶ ἕνα βάρος ποὺ πολὺ ἀργότερα συνειδητοποίησα ὅτι ἦταν
συσσωρευμένος κόπος καὶ δυσκολίες. Ἔμπα ψυχή, ἔβγα ψυχή. Ἡ πόλη κι ὁ κόσμος
ἄλλαζαν γρήγορα. Ντόπιοι, ὀρφανὰ τσελιγκάδων καὶ κτηματιῶν τ᾽ ἀδέλφια τοῦ
πατέρα μου, ποὺ εἶχαν πιὰ χάσει τὰ πολλὰ σὲ θανάτους, ἐξορίες καὶ κατατρεγμοὺς
μετὰ τὸν Ἐμφύλιο. Καπνεργάτες τὸ σόι τῆς μητέρας μου, πρόσφυγες ἀπὸ τὸ
Erenköy—Ὀφρύνιον, τὸ ἑλληνικό του ὄνομα, παρὰ τὴν ὀφρὺν τοῦ λόφου τῆς ἀρχαίας
Tροίας. Μεγάλωνα μὲ μιὰ μικρότερη ἀδερφή. Ὁ παπποὺς κι ἡ γιαγιά, πολύτεκνοι
στὸν συνοικισμὸ τῶν προσφύγων, μᾶς ἔλεγαν ἱστορίες τῆς Ἀνατολῆς ἀπ’ τὴ
Mικρασία. Ὁ πατέρας μου, ὁ Θωμᾶς Μποκόρος, ἀντὶ γιὰ παραμύθια, μοῦ ἀπάγγειλε
Ὅμηρο ἀπὸ στήθους. Μὲ ταξίδευε στὴ μυθολογία καὶ τὴν ἱστορία τῆς σκέψης καὶ τοῦ
πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Nὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε «ποῦθε κρατᾶμε»
ἔλεγε. Μὲ ξεκούμπωτο τὸ πουκάμισο τῶν ἀτάκτων τῆς πληγωμένης ἀριστερᾶς, μοῦ
ἀποκάλυπτε κρυμμένα κι ἐγκαταλελειμένα ξέφωτα βαθιᾶς ἱστορίας, καὶ μὲ οδηγούσε
ἀκούραστος παντοῦ ὅπου μποροῦσε ν᾽ ἀναστήσει ἕνα βαθύτερο νόημα στὴν ἀγάπη τῶν
ἀνθρώπων γιὰ τὸν τόπο τους. Ὁ ἀδελφός του, δάσκαλος κι αὐτὸς κι ἡ γυναίκα του,
μὲ μάθανε γράμματα, μοῦ ‘δειχνε νὰ ζωγραφίζω, μὲ σπούδασε στὴ Nομική.
«Διάβασμα!» ἦταν ἡ πρώτη του κουβέντα μὲ τὸ ποὺ μ᾽ ἔβλεπε. Ἡ μητέρα μου ἤθελε
νὰ δουλεύω σκληρὰ καὶ νὰ ἐπιμένω γιὰ τὸ ἀνέφικτο. «Δὲν ὑπάρχει δὲν μπορῶ, δὲν
θέλω μόνο», ἔλεγε, μπὰς καὶ σπρώξουμε λίγο μὲ τὴν ἐπιθυμία τὰ ὅρια τῆς ὑλικῆς
μας ζωῆς ποὺ ἦταν στενὰ καὶ στριμόχωρα. Kαθένας μὲ τὸν τρόπο του, πίστευαν ὅτι
τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἀρετή, ὄχι τὸ κέρδος. Τὰ καλοκαίρια καλλιεργούσαμε τὰ κτήματα.
῞Οταν ἤμουνα μόνος ὀνειρευόμουνα. Πρὶν καλὰ καλὰ ξεκινήσω καὶ σπουδὲς
ζωγραφικῆς, ἄρχισαν νὰ φεύγουν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπ’ τὴ μητέρα μου. Ἔμεινε ζωντανὸ τὸ
πρότυπο τῆς ἐπιμονῆς καὶ ἡ μνήμη ἀναζήτησης τῆς ἀρετῆς. Σὲ τέτοιο κλίμα εἶναι
ἐνταγμένες οἱ εἰκόνες ποὺ ἀναγνωρίζω σὰν παιδικές. Ὑπῆρχε βέβαια καὶ ζόφος μέσα
μου καὶ γύρω. Χάος μὲ χίλια πρόσωπα, ἕνας κακὸς σωρός. Ἀλλὰ εἶπα τίποτε ἀπ΄ τὰ
κακὰ δὲν φέρνω μπρός μου. Κρατῶ μόνο τὸ φῶς κι ἂς σείεται ἀκόμα τὸ σκοτάδι
ἀνάστατο.
Τὸ πατρικὸ σπίτι ποὺ μεγάλωνα τὰ 19 χρόνια ποὺ ἔμεινα
στὸ Ἀγρίνιο, δίπατο, χτισμένο στὰ 1910, εἶχε πίσω μιὰν αὐλὴ καὶ πιὸ πίσω ἕνα
ἰσόγειο μονόχωρο κτίσμα. Πολύ παλιά, πρὶν γεννηθῶ, ἦτανε σταῦλοι. Ἐκεῖ ὁ
πατέρας μου ἔστησε ἀργότερα ἕνα μικρὸ ὑφαντουργεῖο κι ἐκεῖ γνώρισε τὴ μητέρα
μου, προσφυγοπούλα, ποὺ δούλευε ὑφάντρα. Ὅταν γεννήθηκα ἦταν βαφεῖα καὶ
πλυντήρια. Ὑπῆρχαν ὅμως παραπεταμένα πιά, ἄχρηστα κουβαρέτα τοῦ ὑφαντουργείου
μὲ τὶς κλωστὲς καὶ τὰ νήματα πολύχρωμα καὶ λαμπερὰ ἀκόμα πάνω τους. Ἔπαιζα μ’
αὐτὰ καὶ ὀνειρευόμουνα, ταίριαζα ἁρμονίες ξετυλίγωντάς τα. Χανόμουν στὰ
χρωματολόγια τοῦ βαφείου, κάποια μυθικὰ γιὰ μένα τότε πολύπτυχα μὲ ἄπειρα
δείγματα χρωματισμένων κλωστῶν. Ἄνοιγα κρυφὰ τὰ τσίγκινα κουτιὰ μὲ τὶς
χρωστικὲς σκόνες κι ἀνάσαινα τὶς βαριὲς μεταλλικές τους μυρωδιές, νὰ ἰδῶ τὰ
μυστικά τους χρώματα. Ρωτοῦσα καὶ τὰ μάθαινα ὅλα, καθένα μὲ τ᾽ ὄνομά του, κι
ὅσα δὲν εἶχαν ὄνομα τὰ λέγαμε μὲ τὰ ὀνόματα καρπῶν καὶ λουλουδιῶν καὶ ἀγαθῶν
τοῦ κόσμου. Σχεδὸν κάθε μέρα ἡ αὐλὴ ἔξω ἀπὸ τὸ πλυντήριο ἦταν γεμάτη κρεμασμένα
ἄσπρα σεντόνια καὶ πετσέτες νὰ στεγνώνουν καὶ τὰ βράδια, ὅταν ἔμπαινα στὸ σπίτι
μετὰ τὸ παιχνίδι στοὺς δρόμους, μύριζα στὸν ἀτμὸ τὸ πράσινο σαπούνι ἀπ’ τὰ
φρεσκοσιδερωμένα ἀσπρόρουχα ποὺ δίπλωνε ἡ μητέρα. Σ’ αὐτὴν χρωστάω τὴν
προσήλωση καὶ τὴν ἄκρα ἐπιμέλεια, τὴν δεξιότητα καὶ τὴν ὑπομονή. Θυμᾶμαι τὶς
ἀνθισμένες χλωρασιὲς στὰ χωράφια, τὸ ἀρμάθιασμα τοῦ καπνοῦ κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα,
τὰ νερά, τὰ πηγάδια, τὸ ρέμα, τὸ πέτρινο σπίτι στὴν πόλη, τὸ μαντεμένιο
μπαλκόνι, τὸ δρόμο, τὴν πίσω αὐλή. Ἀσπρόρουχα φρεσκοπλυμένα, καθαρά, ζεστὰ σιδερωμένα
τὸ Σάββατο. Ὅλοι μαζὶ στὸ τραπέζι. Μαγειρέματα καὶ γλυκὰ στὴν κουζίνα. Φρέσκο
ψωμὶ νὰ μοσχοβολάει καὶ καμμένα χαμόκλαδα νὰ καπνίζουν.
Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀκόμη ζωγραφίζω, μὲ ὅ,τι νόημα κι ἂν
τοὺς ἀποδίδω τώρα πιά. Ὅλα ἔμοιαζαν ἕτοιμα ἀπὸ τότε· ἀπὸ παιδὶ τὰ κουβαλάω.
Νύχτα, θυμᾶμαι, φεύγαμε πρὶν ξημερώσει, πεζοί, ἀπ’ τὴν ὁδὸ Μεγάλης Χώρας γιὰ τὸ
Ψηλογέφυρο. Χωματόδρομος. Ἠλεκτρισμὸς δὲν ἔφτανε στὰ καπνοχώραφα. Δέντρα ὕψωναν
τεράστιες κι ἀπροσδιόριστες τὶς σκοτεινὲς σκιές τους στὸν ξάστερο καλοκαιρινὸ
οὐρανὸ τριγυρισμένα νυχτερινοὺς ἤχους, θροΐσματα πουλιῶν ἢ μικρῶν ζώων στὶς
φυλλωσιὲς καὶ στὰ χορτάρια. Βατράχια καὶ καλαμιὲς ἔτριζαν στὸ ρέμμα κι
ἀναβοσβῆναν φωτεινὲς πυγολαμπίδες. Τριζόνια, κουκουβάγιες, νυχτερίδες,
γκιώνηδες κι ἄλλα ἀδιάγνωστα ἀνάμεσα στὰ βήματα καὶ στὰ σκοντάματά μας. Σκυλιὰ
ποὺ ἀγριεύονταν καὶ μακρινὰ κοκόρια. Κάποιες φορὲς μᾶς ἔκλειναν τὸ δρόμο
ἀργοκίνητα γαϊδούρια ἢ μουλάρια ἀμολυτὰ ποὺ ἔσερναν τὰ σκοινιά τους βόσκωντας
στὸ σκοτάδι. Στὰ παρακείμενα χωράφια, πίσω ἀπὸ καπνόπανα κι ἀσβεστωμένους
τοίχους χάνονταν καὶ θεριεύαν σκιὲς ἀπὸ λάμπες θυέλλης, ἥρωες μυθικοί. Σούρσιμο
ποδιῶν καὶ ψεκαστῆρες χάλκινοι ν᾽ ἁπλώνουν σύννεφα δροσιᾶς στὰ ξεραμένα φύλλα
τοῦ καπνοῦ ποὺ κροτάλιζαν στὸ γύρισμα ἢ τὸ βαντάκιασμα στὶς ‘λιάστρες. Οἱ
μοσχοβολιὲς τοῦ κάμπου ἀνάσταιναν τὰ νυσταγμένα κορμιά. ᾽Αρετή τους ἡ ἐργασία
καὶ ἡ εὐθύνη. Στὰ μισὰ τῆς διαδρομῆς, πρὶν διασχίσουμε τὴν ἐθνικὴ ἄσφαλτο,
δεξιά μας, ἕνα ἀσβεστωμένο εἰκόνισμα. Ἀνάβαμε καμμιὰ φορὰ τὸ σβησμένο καντῆλι.
Ἄστραφτε ἡ ἀψάδα τοῦ σπίρτου στὸ σκοτάδι κι ὕστερα γλύστραγε μαλακὰ στὸ λάδι ἡ
φλόγα κι ἔμενε ἕνα φέγγος γλυκὸ στὸ πουθενὰ τῆς νύχτας.
Ἀπὸ 19 χρόνων ποὺ ἐγκατέλειψα τὸ Ἀγρίνιο, ὅλα αὐτὰ
ἀναλήφθηκαν σὰν μυθικὸ παρελθόν.
Μετὰ τὶς σπουδές μου στὴ Νομική καὶ τὸ ἀδιέξοδο τῆς
ἀρχόμενης μεταπολίτευσης, ἡ κυριαρχία τῆς κοινῆς λογικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς
κριτικῆς ἐξέπεσε σὲ ἐκσυγχρονισμὸ κι ἀσημαντότητα. Τὸ γενικότερο κλίμα τῆς
αὐτοπραγμάτωσης ἐδῶ καὶ τώρα ποὺ ἀπαιτοῦσαν οἱ καιροὶ καὶ ὁ καιρός μου, τὸ
περιβάλλον δηλαδὴ καὶ ἡ ἡλικία μου, μὲ ἀπώθησαν ἀπ’ τὴν ἀνοιχτὴ πολιτικὴ καὶ
ἀποσύρθηκα στὰ ἡμίφωτα τῆς τέχνης καὶ τῆς φιλοσοφίας. Δὲν φαινόταν—τουλάχιστον
ἐγὼ δὲν τὸ ἔβλεπα τότε—τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ καιροῦ, ἡ ἐκτροπὴ στὴν
ἀπόρριψη καὶ τὸν μηδενισμό, ἡ οἰκουμενικὴ ἐνημέρωση καὶ ἡ ἐπέλαση τοῦ
καταπιεστικὰ καταναλωτικοῦ καπιταλισμοῦ. ῾Η μεταμφίεση τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ σὲ
δημοκρατία. Δὲν καταλάβαινα τὴν οὐσία τοῦ κόσμου. Ἐνημερωνόμουν ἐπειγόντως γιὰ
τὶς ἐξελίξεις, τὴν πρόοδο, τὰ σύγχρονα ρεύματα. Μὲ ἔπαιρνε ἀσυναίσθητα τὸ
ποτάμι κι ἐγὼ νόμιζα πὼς τὸ κοιτῶ ἀπ’ τὴν ὄχθη. Ζητοῦσα νὰ καταλάβω τὸ νόημα
τῶν καιρῶν. Λὲς κι ὁ καιρὸς μπορεῖ νὰ εἶναι καινοτόμος. Τότε ἦταν ποὺ ἔχασα καὶ
τὸν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε ἤδη ἀνοίξει πολύτιμους δρόμους στὴ σκέψη καὶ
στὴ διερώτηση τοῦ ὄντως ὄντος. Πορεύτηκα πιὰ στὰ ξέφωτα καὶ στὶς κακοτοπιὲς
δίχως τὴ βοήθειά του. Ἔτσι νόμιζα μέχρι πολὺ πρόσφατα, ὁπότε κατάλαβα τὸ εὗρος
τῆς προστασίας καὶ τῆς βοήθειας ποὺ μοῦ ἐξασφάλιζε ἡ ἀνελλιπὴς συνείδηση τῆς
ἀπουσίας του καὶ τὰ κλαδάκια μνήμης ποὺ μοῦ ‘στελνε ἡ ἔγνοια του γιὰ νὰ τ’
ἀρπάξω, ὅταν κρεμόμουν στὸ κενό, νὰ κρατηθῶ.
Καιρὸς νὰ μιλήσω γιὰ τὶς ὀφειλές μου, σὲ ποιοὺς καὶ σὲ
τὶ δηλαδὴ χρωστάω αὐτὸ ποὺ ἐντέλει ἀντιλαμβάνομαι σὰν ζωγραφική, κι ἂς μὴν
μπορῶ νὰ τὶς ἐξοφλήσω μὲ λόγια.
Στὸν πατέρα μου γιὰ τὴν ἐπιμονή του στὸ μέτρο, ποὺ ἡ
κλασσικὴ τέχνη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἀνέδειξε ὡς οἰκουμενικὴ ἀξία τελειότητας καὶ
πρότυπο ἀρετῆς. Γιὰ τὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὡς κατακτητὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ
ὡς ποιητή, δημιουργὸ πολιτισμοῦ ποὺ ἐξανθρωπίζει τὶς κοινωνίες καὶ δίνει
ὑψηλότερο νόημα στὴν ἀγάπη μας γιὰ τὴ ζωή. Μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀκαταπόνητη
ἅμιλλα τῶν ἀρχαίων δημιουργῶν νὰ παραστήσουν τὸ ἀνέφικτο, τὸ καλό κ’ ἀγαθόν.
Μοῦ ἔδειχνε, μὲ κάθε εὐκαιρία, σὲ κάθε μικρὸ μνημεῖο ποὺ ὑπῆρχε κοντά μας, τὴν
βαθειὰ ἱστορία τοῦ ὕψους ποὺ ἀναζήτησε ὁ ἄνθρωπος στὴν τέχνη του. Μοῦ ἀπήγγειλε
Ὅμηρο περπατώντας στὰ ἀφύλακτα ἐρείπια τῆς Πλευρώνας καὶ τῆς Καλυδώνας. Μοῦ
ἔδειχνε ἐκεῖ τὸ εὗρος τῆς θέας καὶ τοῦ ἐλέγχου ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα τείχη, τὰ
ὑδραγωγεῖα ποὺ ἐξασφαλίζαν τὸ νερό, τὴ διάταξη τῆς ἀρχαίας πόλης καὶ τὶς
ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων της. Μοῦ διηγιόταν ἱστορίες τοῦ Θουκιδίδη κοιτάζοντας ἀπὸ
τὸν ναὸ τοῦ Στράτιου Δία τὰ κυκλώπεια τείχη στὸ πέρασμα τοῦ Ἀχελώου. Μοῦ
μιλοῦσε γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀνάγκη ποὺ κατέκλυζε τὶς ἀρχαῖες τραγωδίες ἐνῶ
ψάχναμε τὸ θέατρο καὶ τὸ νεώριο τῶν Οἰνιαδῶν, χαμένα κάτω ἀπὸ βελανιδιές,
ἀνάμεσα σ’ ἀγκάθια καὶ γουρούνια. Άκουσα ἀπ’ τὰ χείλη του στὸ Θέρμο, τὸ κοινό
τῶν Αἰτωλῶν, τὸν προφητικὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε ἐκεῖ εἴκοσι δύο αἰῶνες πρὶν ὁ
Ἀγέλαος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἑνότητας τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στὰ ἐξ ἑσπερίας νέφη. Μοῦ
μιλοῦσε γιὰ τὶς ὀπτικὲς διορθώσεις, γιὰ τὴν καλήν ἀλλοίωση, γιὰ τὴν ἐν δόξῃ
παράσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν
τόπων λατρείας, ὅταν διέκρινε στὴν τοιχοποιΐα τῶν βυζαντινῶν μέλη ἀρχαιότερων
«παγανιστικῶν» μνημείων. Ἕνα ἀπόγευμα εἴχαμε τελειώσει νωρὶς τὴ δουλειὰ στὰ
καπνοχώραφα καὶ μὲ πῆρε μαζί του μιὰ βόλτα λίγο πιὸ κάτω ἀπ’ τὰ κτήματά μας σὲ
μιὰ μικρὴ βασιλικὴ χωμένη πίσω ἀπὸ βατομουριὲς καὶ κυπαρίσια, τὴν Παναγιὰ τῆς
Μεγάλης Χώρας. Θυμᾶμαι τὴν πρώτη ἔκπληξη μπροστὰ στὶς ἀσβεστωμένες ἀρχαῖες
τοιχογραφίες ποὺ μοῦ ἀποκάλυψε πίσω ἀπὸ τὸ ξύλινο τέμπλο της. Μιὰν ἄλλη φορὰ
στὸ μοναστήρι τῆς Μυρτιᾶς, τὸν ἄκουγα νὰ μοῦ ἐξηγεῖ χαμηλόφωνα τὴ βυζαντινὴ
εἰκονογραφία μπροστὰ στὶς τοιχογραφίες τοῦ Ξένου Διγενῆ καὶ τοῦ Φράγκου
Κατελάνου. Καὶ μετά, ἔξω στὸ πεζούλι μέχρι νὰ βραδυάσει, μὲ τὸν ἀπόηχο τοῦ
ἑσπερινοῦ, μοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ἀνατατικὴ καὶ ἀπελευθερωτικὴ ἀπὸ τὴ βιωτικὴ
μέριμνα ἀξία τῆς ὑμνογραφίας καὶ τῆς ψαλτικῆς. Μὲ ἀνέβασε στὰ βουνὰ τοῦ
Κατσαντώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ μοῦ ‘δειξε ποῦ ζήσανε κλαρίτες ὅσοι ἀρνήθηκαν
τὴν ὑποταγή. Μοῦ ‘πε γιὰ τὰ διαβάσματα τῆς ἐξορίας. Μ’ ἔμαθε νὰ νιώθω τὸν
καιρό, νὰ καλλιεργῶ τὴ γῆ, ν᾽ ἀναγνωρίζω καὶ νὰ φροντίζω δέντρα καὶ φυτά. Νά’
χω τὸ νοῦ μου, ἔλεγε, στὸ φῶς, νὰ μὴν τὸ χάνω ἀπὸ τὰ μάτια μου ἀλλὰ νὰ κρατάω
μιὰν ἀπόσταση ἀπ’ αὐτό, μὴ μὲ τυφλώσει καὶ καῶ.
Στὸν ἀδελφό τοῦ πατέρα μου δάσκαλο Κωνσταντῖνο Μποκόρο
ποὺ μοῦ ἔδειχνε ἀπο τὰ πρῶτα παιδικά μου χρόνια—μὲ ὑπομονὴ καὶ χαμόγελο—πῶς νὰ
ζωγραφίζω, καὶ στὴ γυναίκα του δασκάλα Γεωργία Παπαγεωργίου ποὺ ἀναγνώρισαν
ἔγκαιρα τὸ χάρισμα καὶ ἐπιμελήθηκαν μὲ ἀφοσίωση τὶς πρῶτες μου ζωγραφιές. Ὁ
θεῖος ὁ δάσκαλος—ἔτσι τὸν λέγαμε—σκάρωνε καὶ διηγιότανε μ’ ἕναν ἰδιαίτερο,
γλυκύτατο τρόπο τὶς διδακτικές του ἱστορίες. Μὲ πήγαινε στὰ βιβλιοχαρτοπωλεῖα τῆς
πόλης καὶ μοῦ ἔπαιρνε χρώματα, μολύβια καὶ χαρτιά. Μαγευόμουν ἐκεῖ μέσα ἀπὸ ὅλα
αὐτὰ τὰ ὑλικά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὴ μυρωδιὰ τοῦ κέδρινου ξύλου στὶς κασετίνες καὶ
στὰ χρωματιστὰ μολύβια ἢ τὴ χαρὰ ὅταν μοῦ χάρισε τοὺς πρώτους γυάλινους
μαρκαδόρους μὲ τὴν λοξὰ κομμένη ὀρθογώνια μύτη καὶ μὲ μάθαινε νὰ καλλιγραφῶ.
Μύριζαν κάτι δυνατὸ σὰν οἰνόπνευμα καὶ εἶχα ἀγωνία γιατὶ δὲν ἔσβυναν καὶ δὲν
μποροῦσα νὰ διορθώνω τὰ λάθη. Ἄκρα προσήλωση λοιπὸν στὴν ἀκρίβεια. Ἡ θεία, ἡ
δασκάλα μου, αὐστηρὴ κι ἀπαιτητικὴ ἐπιτηροῦσε καὶ διόρθωνε τὶς ζωγραφιές.
Πέρασα πολλὰ διαλείμματα χωρὶς παιχνίδι στὸ προαύλιο γιατὶ μὲ κράταγε μέσα στὴν
αἴθουσα τοῦ σχολείου νὰ ζωγραφίσω στὸν πίνακα, μὲ λευκὲς ἢ χρωματιστὲς
κιμωλίες, τὸ θέμα ἀπὸ τὸ μάθημα τῆς ἑπόμενης ὥρας.
Στοὺς ἁγιογράφους τοῦ Ἀγρινίου καὶ κυρίως στὸ Λευτέρη
Χατζάρα ποὺ μοῦ ὑπέδειξε τρόπους καὶ τεχνικὲς τῶν παλαιῶν μαστόρων. Στὸν
ζωγράφο Κώστα Παπαντωνίου πού, σὲ καιροὺς ἀδιέξοδους μετὰ τὶς σπουδὲς τῆς
Νομικῆς, μὲ περιέβαλε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του, ὥστε ν’ ἀρχίσω νὰ
λογαριάζω τὸν ἑαυτό μου ζωγράφο. Στὸν γλύπτη Θύμιο Πανουργιᾶ ποὺ μερίμνησε νὰ
δώσω ἐξετάσεις στὴν Σχολὴ τῶν Καλῶν Τεχνῶν καὶ ἔτσι νὰ παραμείνω ζωγράφος.
Νοέμβριο τοῦ 1981, ἕνας ἀλλούτερος φίλος ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια
καὶ τὸν φοιτητικὸ ὅμιλο θεάτρου καὶ κινηματογράφου, ὁ Κώστας Καμαριάρης, μ’
εἶχε πάρει μαζί του ἕνα ταξείδι, τὸ μοναδικό μου, στὸ Ὄρος. Πρώτη μέρα, τ’
ἀπόγευμα, ἀπὸ τὸ Κουτλουμούσι περπατήσαμε τὸ μονοπάτι ὣς τὴν Παναγούδα, ἕνα
χαμόσπιτο. Μὲ πῆγε σ’ ἕναν κυρτωμένο γέροντα, τοῦ εἶπε ὅτι εἶμαι ζωγράφος κι
ἐκείνος μὲ ρώτησε ἂν κάνω εἰκόνες. Τοῦ ἔγνεψα καταφατικά. Μὲ ρώτησε ἂν
προσεύχομαι, τοῦ ἀπάντησα ὄχι. Μοῦ ἔπιασε τὸ χέρι μέσ’ στὰ δυό του χέρια καὶ μὲ
παρότρυνε μὲ ἐπίμονο βλέμμα καὶ γλυκὸ χαμόγελο: Ἄσε τὶς εἰκόνες, ζωγραφικὴ νὰ
κάνεις. Ὣς τότε ὅλοι οἱ θρησκευόμενοι μοῦ λέγανε τὸ ἀντίθετο. Μπερδεύτηκα.
Βγαίνοντας ἔξω καθάρισε μ᾽ ἕνα φαλκίδι δυὸ βέργες χοντρούτσικες ἀπὸ μιὰ μεγάλη
δάφνη καὶ μᾶς τὶς ἔδωσε, μπαστούνια γιὰ τὸ δρόμο. Ἀργότερα ἔμαθα τὶ ἦταν ὁ
γέροντας Παΐσιος. Τὸ βράδυ φτάσαμε περπατώντας στὴ Σταυρονικήτα. Μοῦ ἔκανε
ἐντύπωση ὁ ἡγούμενος, στὴν εἴσοδο τῆς τράπεζας, μὲ τὸ χέρι ψηλὰ καὶ τὰ μάτια
χαμηλά, εὐλογοῦσε μὲ προσήλωση τοὺς εἰσερχόμενους καὶ ἐξερχόμενους. Νύχτα στὸ
ἀπέριττο κελί του ἄκουγα ἀμίλητος νὰ συζητάει μὲ τὸ βλέμμα πάλι χαμηλά, γιὰ τὴν
ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ὑπερβαίνουν σὲ δύναμη τὴ μανία καταστροφῆς τῶν
ἀπελπισμένων. Βασίλειος Γοντικάκης, Σταυρονικητιανός, τότε. Ἀρκετὲς μέρες μετά,
περιμένοντας τὸ καραβάκι τῆς ἐπιστροφῆς στὸ λιμανάκι τῆς Δάφνης, εἶδα στὴν
προθήκη τοῦ βιβλιοπωλείου ἕνα βιβλίο του: «Εἰσοδικόν». Τὸ πῆρα. Κι ἔμεινα
ἔκτοτε στὴν ἀντίληψή του γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ πατημένου θανάτου στὴν εἰκόνα,
ὡς εἰκαστικὴ φανέρωση λειτουργικοῦ ἤθους. Ἔβρισκα σ’ αὐτὴ τὴν πρόταση μιὰ
λυτρωτικὴ ἑρμηνευτικὴ τῆς ζωγραφικῆς ποὺ ὅμοιά της δὲν εἶχα ξανασυναντήσει στὶς
ἕως τότε ἀναγνώσεις μου. Ἀνεξαιρέτως οἱ προηγούμενες δοξολογοῦσαν τὸν
ἀδιαμφισβήτητο ἐκφρασισμό τοῦ ὑποκειμένου καλλιτέχνη. Ἄλλη ἀντίληψη.
Μεγαλωμένος στὴν ἐπαρχία, ἦρθα στὸν χῶρο τῶν «Καλῶν
Τεχνῶν» μετὰ ἀπὸ σπουδὲς Νομικῆς, ἐπίσης στὴν ἐπαρχία (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Θράκης, Κομοτινή). Θεωρητικὴ ὑποδομὴ ἀναλυτικῆς σκέψης, χωρὶς ἐκείνη τὴν
εὑρύτερη «καλλιτεχνικὴ» παιδεία ποὺ θεωρεῖ δεδομένη τὴν ἀξία καὶ τὴν
λειτουργική χρησιμότητα τῆς τέχνης. Ἔπρεπε νὰ τὰ ἀνακαλύψω μόνος μου. Ὅπως ὅλα
ἐκεῖνα τὰ στοιχειώδη ἀρχέγονα πράγματα τῶν ὁποίων ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ ἐμπέδωση
ἐπαφίενται στὸν προσωπικό μας μόχθο, δὲν διδάσκονται καὶ ἔτσι, ἐντέχνως,
περιπίπτουν στὴ λήθη καὶ τὴν περιφρόνηση, ὡς αὐτονόητα.
Ἤθελα νὰ παρακολουθήσω ζωγραφικὴ στὸ ἐργαστήριο τοῦ
Μόραλη ἀλλὰ ἐκεῖνος βγῆκε στὴ σύνταξη τὴ χρονιὰ ποὺ μπῆκα στὴ σχολή. Ἐκεῖ
δίδασκαν ἀκόμη μετεμπρεσσιονισμό, μᾶς σπρώχνανε πρὸς τὸ μοντέρνο, τὶς
κατασκευές, τὶς νέες τεχνολογίες καὶ τέτοια. Δὲν εὕρισκα ἐπαφή, μοῦ
φαινόντουσαν ξένα. Αὐτὰ ποὺ ζωγράφιζα ἀντιμετωπίζονταν σὰν παλιομοδίτικα, καλὰ
ἀλλὰ συντηρητικά, σχεδὸν κορνιζάδικα. Ἐπαρχιώτικα, χωρὶς νόημα καὶ προοπτική.
Δὲν ὁμιλοῦσαν, ἔλεγαν, μὲ τὸ διεθνές λεξιλόγιο ποὺ κυριαρχοῦσε στὶς ἀγορὲς τῶν
μουσείων τοῦ προοδευμένου κόσμου. Ἡ σχολὴ εῖχε ἀποδεχτεῖ τὸ ρόλο της σὰν
ἀκαδημία ἐκσυγχρονισμοῦ. Τίποτε ἐντόπιο δὲν φαινόταν νὰ ἔχει θέση στὸ μέλλον.
Εἶχα γοητευτεί ἢδη ἀπὸ τὰ κείμενα καὶ τὴ ζωγραφική του
Γιάννη Τσαρούχη. Διέκρινα ἐκεῖ τὸ νῆμα μιᾶς ἀδιατάρακτης ἑνότητας στὴν ἱστορία
τῆς ζωγραφικῆς. Κάτι ποὺ μέσα του χωροῦσε περισσότερα ἀπὸ τὴν μετὰ τὸν Ὄθωνα
Ἑλληνικὴ ζωγραφικὴ καὶ τὰ κεντροευρωπαϊκά της πρότυπα. Ἀντλοῦσε τὴν καταγωγή
του πολὺ πρὶν τὴν Ἀναγέννηση. Συζητοῦσα τότε μὲ κάποιους συμφοιτητὲς τῆς σχολῆς
Καλῶν Τεχνῶν. Μὲ τὸν Κώστα Παπανικολάου, τὸν Μαντζαβίνο, τὸν Σακαγιάν, τὸν
Φειδάκη, τὸν Μανουσάκη, τὸν Σπηλιόπουλο, τὸν πατριώτη μου τὸν Χαραλάμπους.
Ἄκουγα μὲ ἀμήχανο θαυμασμὸ τὰ μαθήματα ἱστορίας τέχνης τῆς Μαρίνας Λαμπράκη,
ἔψαχνα ἕνα βαθύτερο νόημα στὰ σεμινάρια φιλοσοφίας τοῦ Παύλου Χριστοδουλίδη.
Αἰσθανόμουν ἀκόμη ἐπαρχιώτης, ἀμόρφωτος καὶ ξεροκέφαλος, ἀνεπαρκὴς κι ἐπίμονος.
Τὰ μοντέλα καὶ οἱ συνθέσεις τῆς Σχολῆς μοῦ φαινόντουσαν ἄψυχα κι ἀνούσια. Δὲν
μποροῦσα νὰ καταλάβω τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ζωγραφίσω. Ἀπὸ μόνη
της ἡ σπουδή μοῦ φαινόταν ἀδιάφορη γιὰ τοὺς ἄλλους, ἂν δὲν εἶχε κάτι νὰ
ἀπευθύνει στὸν θεατή της πέρα ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν μαθητεία τοῦ δημιουργοῦ
της. Δὲν μὲ ἔπειθαν οὔτε οἱ ἀσκήσεις, οὔτε οἱ προσωπικοὶ ἐκφρασισμοί, οὔτε οἱ
ἀπαντήσεις στὴν ἱστορία τῆς τέχνης, ποὺ ἀφοροῦσαν ἐνδεχομένως τοὺς δασκάλους ἢ
τοὺς συμμαθητές ἢ τοὺς ἐρευνητὲς τοῦ μέλλοντος. Ζωγράφιζα ἀνθρώπους κι
ἀντικείμενα τοῦ ἄμεσου περιβάλλοντός μου. Δὲν ἤξερα πῶς νὰ τὰ τοποθετήσω στὴν
ἐπιφάνεια τῆς ζωγραφικῆς ὥστε ν᾽ ἀποκτήσουν πλαστικὸ ἐνδιαφέρον· τὰ ἔβαζα στὸ
κέντρο καὶ κατενώπιον, νὰ τὰ κοιτάζω καὶ νὰ μοῦ ἀποκριθοῦν. Ὑπέθετα ὅτι ἡ
ζωγραφικὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ δειχτεῖ ὅταν εἶχε κάτι προσωπικὸ ν’ ἀπευθύνει. Ἤθελα
νὰ ‘χει ἐμφανὲς νόημα γιὰ τὴν εὑρύτερη κοινότητα. Ἀναρωτιόμουν τὶ θὰ ἦταν
ἐνδιαφέρον νὰ ἀναπαρασταθεῖ καὶ δὲν τὸ ‘βρισκα. Αἰσθανόμουν νὰ ἀναλώνομαι
ἄσκοπα, ἀνήμπορος νὰ ἐξασκήσω αἰτιολογημένη πειστικὰ τήν, ὁμολογημένη ἀπ’ τὸν
περίγυρο, ἀναπαραστατική μου ἱκανότητα.
Kαλοκαίρι στὸ σπίτι τῆς Kαλλιδρομίου, καθάριζα μὲ
ὑπομονὴ ἕνα παλιό ξύλο ποὺ εἶχα βρεῖ πεταμένο στὰ σκουπίδια, ἀσβεστωμένο,
παλίμψηστο χρήσεων ἀπὸ κάρυνη κασέλα. Πάντα μὲ γοήτευαν τὰ παλιὰ
χρησιμοποιημένα ξύλινα ἀντικείμενα καὶ τὰ μάζευα ἀπ’ ὅπου τὰ ἔβρισκα. Ἕνα
ποτήρι νεροῦ ποὺ ἤπια καὶ ἀκούμπησα ἐκεῖ πάνω, τὸ εἶδα ξαφνικὰ νὰ λάμπει
σκονισμένο, στὸν ἥλιο ποὺ ἔμπαινε ἀπ᾽ τὸ παράθυρο. Ἄρχισα νὰ ζωγραφίζω πάνω στὸ
ξύλο αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα, τὴ σκόνη καὶ τὸ φῶς, τὸ αὐτονόητο. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ
πραγματικὸ ὑλικὸ αὔξησε τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀναπαραστατικῆς μου ἐπίδοσης. Ξέχασα
τοὺς ζωγράφους κι ἀφοσιώθηκα στὸ ποτήρι καὶ στὸ ξύλο. Μέρες πολλὲς
δυσκολευόμουνα. Ὕστερα, ἀντὶ νὰ προσθέτω, ἄρχισα ν᾽ ἀφαιρῶ χρώματα. Mὲ τὶς
ἄκρες τῶν δακτύλων δούλευα. Μὲ τὸ ἐλάχιστο νὰ γίνει. Κάποια στιγμή, σὰν
ἀντίδωρο στὴν ἐπιμονή, τὰ ἴχνη τῶν προσπαθειῶν μου φάνηκαν σὰν ἀφομοιωμένα πάνω
στὴ βιωμένη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου μαζὶ μὲ τὰ σημάδια τῆς ἀρχικῆς κατεργασίας καὶ
τῶν μεταγενέστερων χρήσεών του. Σὰν νὰ εἶχε ἐνταχθεῖ στὴν κατατεθειμένη
συλλογικὴ μνήμη. Ὕστερα ζωγράφισα σ’ ἕνα ἄλλο ξύλο μιὰ διπλωμένη πετσέτα κι ἕνα
σαπούνι. Ἕνα κόκαλο ζώου μετά. Ἕνα ψάρι. Κι ἄλλα. Ὅταν ἀργότερα ἐξέθετα τὰ ἔργα
ἀπ᾽ τὰ χρόνια τῆς σχολῆς, στὴν Ὥρα τοῦ Mπαχαριάν, ἔγραφα: χρόνια ζωγράφιζα γιὰ
νὰ μάθω τὸ πῶς μὰ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ βεβαιώνομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπ᾽
τὸ ν᾽ ἀγαπήσεις καὶ νὰ δεῖς. Ὕστερα ὅ,τι εἶναι νὰ κάνεις θὰ κάνεις κι ὅ,τι
εἶναι νὰ φανεῖ θὰ φανεῖ. Ἄλλωστε ἡ ἀμφιβολία κι ἂν δὲν τὴν κουβαλάς, σ’
ἀκολουθεί αὐτή μονάχη της.
Δὲν μοῦ ἦταν τὸ θέμα καὶ ἡ δεξιότητα ἀρκετά. Kάτι ἄλλο
αἰσθανόμουνα, πιὸ σημαντικό, νὰ μοῦ λείπει. Zωγράφισα ἕνα αὐγὸ πάνω σ’ ἕνα
ξύλινο βάκο ποὺ χρησιμοποιοῦσαν σὰν σκαλοπάτι στὴν ἀποθήκη τοῦ σπιτιοῦ ποὺ
παραθέριζα τὸ 1990 στὸν Mόλυβο, στὴ Mυτιλήνη. Ἕνα κλειστὸ λευκὸ σχῆμα. Τίποτε
ἰδιαίτερο. Ἂν ἡ ζωγραφικὴ ἔχει κάποια ἀξία θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἔχει σ᾽ ἕνα μόνο
αὐγό. Δίχως πολύχρωμα καὶ πολύπλοκα σχήματα. Ἡ ἀπόθεση τῆς ἀναπαραστατικῆς
δεξιότητας πάνω στὴν ταλαίπωρη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου ἀρκεῖ ἄραγε ἀπὸ μόνη της γιὰ
νὰ ἔχει ἡ ζωγραφικὴ κάποιο νόημα; Ἡ ἑπόμενη ἔκθεση εἶχε μόνον αὐγὰ
ζωγραφισμένα. Κρεμασμένα, ταπεινὰ ἀναθήματα στὴν ἀλαζονεία τοῦ δημιουργοῦ τους.
Mετὰ ζωγράφισα τὰ «φυλάκια», τὶς «κλίνες», τὴν «ἐλιά».
Ὕστερα τὰ «πρόσφορα» καὶ ἀναγνωρίσιμα σύμβολα κοινότητας, τὴν κοινή μας μνήμη.
Βλέποντας ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα μου, πρώτη φορὰ στὴν ἀναδρομικὴ τοῦ Ἀγρινίου—μιὰ
μεγάλη ἔκθεση ποὺ σκάρωσα γιὰ νὰ δείξω στοὺς πατριῶτες μου τὶ ἔκανα ὅλα αὐτὰ τὰ
χρόνια ποὺ εἶχα φευγάτος ἀπὸ τὸν τόπο μου—κατάλαβα κάτι σὰν νῆμα νὰ τὰ
διαπερνᾶ. Τότε ἔστησα ἐκεῖ τὴν «ἀνάληψη» καὶ ἔφτιαξα τὸν «ἀρχαῖο τρόπο νὰ
φωτίζεις μαύρα τετράγωνα», γιὰ τὴν ἑπόμενη ἀναδρομικὴ στὸ Ἵδρυμα Κυδωνιέως στὴν
Ἄνδρο. Ἀνέβηκα στὴ Βίνιανη καὶ ἔφτιαξα τὸ «ἀδιάβαστο δάσος», νὰ ἐλευθερώσω ἀπὸ
τὴ θλίψη τῆς ἧττας τὴ μνήμη τῶν νικημένων τῆς Ἀντίστασης καὶ τοῦ Ἐμφυλίου. Μὲ
τὴν ἔλευση τῶν παιδιῶν φώτιζα συχνὰ πολύχρωμα πιὰ ξύλα καὶ κουρελάκια ἀνάκατα.
Ἔκανα τὶς «σημαῖες» καὶ την «ἀνακομιδή». Τὰ χαρακωμένα ἔργα τῆς Κύπρου καὶ τὸ
«κυπαρίσσι-δέντρο μνήμης». Χαζεύοντας τόσον καιρό τὸ φῶς, βρίσκομαι
γονατισμένος ἀκόμη στὸ σκοτάδι. Καὶ νά ‘μαστε στὰ «στοιχειώδη».
Ἀκόμη δυσκολεύομαι νὰ ζωγραφίσω. Ἀναρωτιέμαι κάθε φορά
ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρχίσω, πῶς νὰ σχεδιάσω, τὶ χρώματα νὰ βάλω, σὰν νὰ μὴν ἔμαθα τίποτε
ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Κι ἂς χρωστάω τόση γνώση καὶ θαυμασμὸ κι εὐγνωμοσύνη σὲ
ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ βοηθήσανε νὰ καταλάβω κάτι ἀπ᾽ τὸ τί, τὸ πῶς καὶ τὸ γιατὶ
τῆς τέχνης.
Πρίν ἀρκεστῶ στὰ ὑπάρχοντά μου, στὸν καιρὸ τῆς
μαθητείας, μετὰ τὶς πρῶτες ἀφελεῖς ἀντιγραφές, ἔψαχνα μυστικὰ τῆς ἀναπαράστασης
στὴ ζωγραφικὴ ποὺ μὲ γοήτευε. Ὁ ντα Bίντσι, ὁ Τισιανός, ὁ Bερμέερ, τὰ πορτραῖτα
τοῦ Φαγιούμ, οἱ εἰκόνες, ὁ Tσαρούχης, ὁ Λόπεζ, ὁ Kιούπερ. Ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ
᾽Αντόνιο Γκαρσία Λόπεζ κρατήθηκα στὴ ζωγραφικὴ ὅταν γύρω μου οἱ πολλοὶ τὴ
θεωροῦσαν πεθαμένη, κι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Γιούρι Κιούπερ κρατήθηκα στὴ μνήμη ὅταν
τὴν ἀπέρριπταν σὰν στεῖρο ἀναχρονισμό. Aὐτὸ ἴσως νὰ φαίνεται προφανές. Kαὶ κάτι
ἄλλο ὅμως, πιὸ δυσπρόσιτο ἀλλὰ καὶ ἐπιτακτικὸ ἀναγκάζει τὸ ἀποτέλεσμα. Ἁρμονίη
ἀφανὴς φανερῆς κρείτων. Ὁ Tζιακομέτι, παραδείγματος χάρη, πού, μὲ τὸ πρόσχημα
τοῦ μοντέλου του, ἐπαναλάμβανε κάθε φορὰ τὸ κοινὸ σχῆμα τῆς ἀνθρώπινης
παρουσίας. Ἢ ὁ Ἄντονι Τάπιες μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς ὕλης καὶ ὁ Μάρκ Ρόθκο μὲ τὴν
βαθύτητα τοῦ χρώματος, ποὺ μοῦ ὑπέδειξαν, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, τὸ μέτρο
στὴν ἀναπαραστατικὴ ζωγραφική, πῶς μποροῦν οἱ σιωπὲς ν᾽ ἀποκτοῦν νόημα στὴν
εἰκόνα. Ἢ τὰ λείψανα τοῦ πολιτισμοῦ μὲ συσσωματωμένο παλίμψηστο τὸ χρόνο τῆς
χρήσης πάνω τους. Ἢ ὁ Zεῦξις κι ὁ Παράσιος ποὺ ποτὲ δὲν εἴδαμε τὴν ζωγραφική
τους κι ἴσως γι’ αὐτὸ ἡ ἅμιλλά τους θεμελιώνει ὡς ἀέναο ζητούμενο τὴν
πειστικότητα τῆς ἀναπαράστασης. Ἢ ἡ βυζαντινὴ ἐξαντλητικὴ ἄσκηση τῆς ἐπανάληψης
τελετουργικῶν, ὥστε χειρὶ ἀναξίων ν᾽ ἀποδοθεῖ πνεῦμα ἐκ σαρκός. Ἢ ἐκεῖνο τὸ
«μαῦρο τετράγωνο» τοῦ Mάλεβιτς ποὺ ἐκτέθηκε ψηλὰ στὴν κόκκινη γωνία, στὸ
εἰκονοστάσι τῆς νεωτερικότητας, ὀρθογωνισμένο πρόσωπο, τὸ σκοτεινὸ κενὸ τῆς
ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ ἀντὶ γιὰ τὴ θεωμένη σάρκα τῶν λατρευτικῶν ἀγαλμάτων στὸ
σκοτεινὸ ἱερὸ τῶν ἀρχαίων ναῶν. Τὸ πνεῦμα τῆς εἰκόνας, τὸ καλό κ’ ἀγαθόν, οἱ
ὀπτικὲς διορθώσεις, ἡ καλὴ ἀλλοίωσις, ἡ ὑπανταλλαγὴ τῶν αἰσθήσεων, ἡ ἐν δόξῃ
παράστασις, τὸ πανταχοῦ παρὸν ἀναναπαράστατο, ἡ παρουσία τοῦ σύμπαντος χρόνου,
τὸ ἀχειροποίητο τῆς χειροτεχνίας, τὸ βλέμμα τῆς ζωῆς μπροστὰ ἀπ’ τὸν θάνατο, τὸ
φῶς στὸ σκοτάδι, τὸ θάμβος. Σ’ αὐτό ποὺ ἀντιλαμβάνομαι σὰν τέχνη, ὅλος ὁ κόπος
κάθε φορὰ εἶναι νὰ διαπραγματευτοῦμε τὰ ἴδια προβλήματα ποὺ ἀπασχόλησαν τὸν
ἄνθρωπο ποὺ βραχογραφοῦσε στὰ σπήλαια ἢ ἔφτιαχνε ἀνθρώπους καὶ θεοὺς στὸν
Παρθενῶνα ἢ ἔβλεπε τὸ πνεῦμα τῶν προσώπων στὴν ἀνθρώπινη ἔρημο ἢ μηχανευόταν
πτητικὲς μηχανὲς ζωγραφίζοντας ἐπίγειους ἀγγέλους, ἢ ἁπλῶς ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπό
του ἀπ’ τὴν εἰκόνα γιὰ νὰ τὴ ‘δεῖ ἀλλοῦ. Τὸ οὐσιῶδες παραμένει ἀπαράλλακτο. Νὰ
ζήσουμε κι ἐμεῖς, στὴ ζωὴ ποὺ μᾶς ἀναλογεῖ, τὴν πολυπόθητη, μοναδικὴ κάθε φορά,
ἐπανάληψη. N᾽ ἀξιωθοῦμε στὸ ἀσύλληπτο. Φτιάχνοντας ἔτσι κι ἀλλιῶς τὸ ἄφτιαγο,
ὅταν φτιάχνουμε κάτι.
Ἀπὸ τὴν συσσώρευση περιττῶν, ἀπορριμμάτων κι
ἀποβλήτων—ἀναγκαία συνέπεια τοῦ καταναλωτισμοῦ ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη
ἀπόκτησης συνεχῶς νέων πραγμάτων—κρατοῦσα κάποια παλιά, ἄχρηστα, ὑπολείμματα,
ἀμελητέα. Ξύλα καὶ ὑφάσματα κυρίως. Τὰ φρόντιζα μὲ ἐπιμονὴ καὶ ἐπιμέλεια ποὺ θ᾽
ἀναλογοῦσαν σὲ ἀντικείμενα πολύτιμα, ζωγράφιζα πάνω τους κάτι ἀπὸ τὴ μνήμη τῆς
χρήσης ἢ τῆς προσδοκίας καὶ τὰ ἐνέτασα ξανὰ στὸν χρηστικό μας κόσμο. Δὲν ξέρω
ἂν εἶναι οἰκολογικὴ συνείδηση ἢ συνείδηση καταγωγῆς τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου
τῆς ὑπόστασής μας ἢ ἐνσάρκωση τῆς ἀνάγκης μας νὰ διαστέλλουμε στὴν αἰωνιότητα
τὸ πρόσκαιρο καὶ τὸ φθαρτό τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, νιώθω πάντως παρήγορο καὶ
ἀναζωογονητικὸ νὰ ἐργάζομαι ἔτσι ὥστε τίποτε νὰ μὴν εἶναι γιὰ πέταμα. Τὸ
ἐλάχιστο καὶ τὸ ἀσήμαντο, ἂν σκοντάψεις μπροστά τους, πιστοποιοῦν τὴ συνέχεια
τοῦ κόσμου καὶ ἀνακαλοῦν τὸ μέγιστο καὶ τὸ σημαντικὸ τοῦ νοήματος τῆς ζωής μας,
τὸ ἄφατο, τὸ ἄπειρο, τὸ οὔτε ἀκριβῶς κατανοητὸ οὔτε ἀκριβῶς χρήσιμο, πλὴν ἐγερτικὸ
καὶ ἀναστάσιμο τῆς πεπερασμένης μας ψυχῆς.
Ἡ βαθύτερη ἀνακούφιση ποὺ μοῦ παρεῖχε ἡ ζωγραφικὴ ὅλα
αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι ὅταν ἕνα ἔργο ἀποκαλύπτεται σὰν θαῦμα, ἀπρόβλεπτα, σὰν νὰ
ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἀναγκαῖο χρόνο, τὴν ἀναγκαία προετοιμασία, τὴν ἀναγκαία σκέψη
ἢ τὴν ἀναγκαία ἐπιμέλεια. Ἔρχεται ἀβίαστα, μὲ τὴ δική του ἀνάγκη. Λέω τώρα μὲ
βεβαιότητα πὼς αὐτὰ τὰ ἔργα μου εἶναι χαρισμένα. Ἀντίδωρο σὲ ἄλλους κόπους καὶ
πόνους, ἐνδότερους, σὲ ἄλλες καταποντίσεις καὶ κατακρημνισμούς. Ἀντίδωρο σὲ
συντριβὴ καὶ κένωση εἶναι ἡ χάρη. Αὐτὴ ἀναδίδει τὸ κάλλος, τὴν ὀμορφιά, τὴν
ὡραιότητα. Αὐτὴ ὁρίζει τὴν ὁδό. Αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ φῶς ἀπ’ τὸ σκοτάδι. Ἀλλιῶς
πρὸς τὶ ἡ ὁδός ; Πρὸς τὸ σκοτάδι ;
Ἕνα φωτεινὸ παραπέτασμα στὸ χάος εἶν’ ἡ ζωγραφική...
Tο κείμενο βρίσκεται στον αριστουργηματικό κατάλογο
από την τελευταία έκθεση του κ. Χρήστου Μποκόρου " Τα Στοιχειώδη"