Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

θεραπευτική μουσική για την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία - Απαλή μουσικ...

Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης

«Ο Επίσκοπος που έδωσε την ψυχή του στον Μακεδονικό Αγώνα»

Από μητροπολίτης Καστοριάς εξελίχθηκε σε πολεμιστή-ιεράρχη, δίνοντας την ψυχή του στον Μακεδονικό Αγώνα. Λίγα χρόνια μετά, το τέκνο της Λέσβου, θα βρισκόταν ως μητροπολίτης Αμασείας στο πλευρό του Ποντιακού Ελληνισμού, στα δύσκολα χρόνια του διωγμού από τους Τούρκους.


«Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών» (Γεν. 49,10).

Μ’ αυτόν τον προφητικό, για την έλευση του Λυτρωτή, λόγο του Πατριάρχη Ιακώβ, αρχίζει τον επικήδειο λόγο του, στον μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, τον δολοφονηθέντα απ’ τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης.

«Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα…» επανέλαβε πολλές φορές στον «εκ του προχείρου» λόγο του ο Καστορίας, όπως σημειώνει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, δείχνοντας συγχρόνως με το χέρι του προς την Ελλάδα και τονίζοντας εμφαντικά, για να εμψυχώσει τον κατατυραννισμένο Ελληνισμό της Μακεδονίας πως «στην θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερον, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν, θα στείλουμε άλλον ακόμα καλύτερον… Αυτή είναι η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του».

«Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα…». Ναι, δεν έλειψε, δεν λείπει και ούτε ποτέ θα λείψει εκείνος ο απεσταλμένος του Θεού που θα επωμιστεί την βαριά ευθύνη της λυτρωτικής, πνευματικής και εθνικής καθοδήγησης του λαού του Θεού σε καιρούς χαλεπούς. Στα μάτια των υπόδουλων Ελλήνων της Μακεδονίας ο Γερμανός Καραβαγγέλης φαντάζει ως άλλος νέος Κριτής ενός νέου Ισραήλ. Δίκαια λοιπόν, χαρακτηρίστηκε «Ο Αρχάγγελος των Κορεστίων» (Κορέστια είναι η Καστοριά).

Από την Λέσβο στην Πόλη

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στην Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, όμως μεγαλώνει στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Σπουδάζει στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοιτά το 1888, χειροτονείται διάκονος και φεύγει στην Λειψία και την Βόννη της Γερμανίας, όπου σπουδάζει Φιλοσοφία και Θεολογία. Το 1891, επιστρέφει στην Πόλη και διορίζεται καθηγητής στην Σχολή της Χάλκης. Πέντε χρόνια αργότερα, ψηφίζεται χωρεπίσκοπος του Πέραν και από εκεί αρχίζει πλέον την μεγάλη εθνική του δράση.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ως ιεροσπουδαστής.

Η επισκοπή του ήταν μία περιοχή έντονης προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών, μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσηλυτισμό των ελληνοπαίδων, αφού πρώτα τα μεταβάλλουν «σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στις παραδόσεις τους». Ο Καραβαγγέλης ενισχύει την ελληνική εκπαίδευση, ιδρύει ελληνικό σχολείο και βάζει τέρμα σ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση.

Ο Γερμανός εκλέγεται μητροπολίτης Καστοριάς

Το 1900 ο Γερμανός εκλέγεται μητροπολίτης Καστοριάς σε ηλικία μόλις 34 ετών. Τα έξοδα της μετάβασης στον προσωπικό του Γολγοθά εξοικονομεί από την υποθήκευση των πολύτιμων αμφίων του.

Ναι, ήταν αληθινός Γολγοθάς τότε η διαποίμανση οποιασδήποτε μητρόπολης της Μακεδονίας διότι όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα του Βούλγαρου κομιτατζή και τα πλάκωνε η σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή. Γι’ αυτό και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντίνος ο Ε  καί στην συνέχεια Ιωακείμ ο Γ  διαλέγουν και στέλνουν στην Μακεδονία μητροπολίτες νέους, ηλικίας 35-40 ετών, μορφωμένους αλλά και πατριώτες αποφασισμένους για κάθε θυσία, όπως τον Καστορίας Γερμανό, τον Πελαγονίας Ιωακείμ, τον Εδέσσης Στέφανο, τους εθνομάρτυρες Κορυτσάς Φώτιο, Γρεβενών Αιμιλιανό, Ελευθερουπόλεως Γερμανό και τους μετέπειτα εθνομάρτυρες Σμύρνης και Κυδωνιών, τον Δράμας Χρυσόστομο και τον Στρωμνίτσης Γρηγόριο αντίστοιχα, καθώς και πολλούς άλλους.

Πάντοτε η Εκκλησία αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Έτσι και στο λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Από τον Μέγα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ , τον πνευματικό αλλά και πραγματικό αρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα, μέχρι και τον απλό παπά του χωριού, όλοι διέκριναν την κρισιμότητα του αγώνα. Πίστευαν ακράδαντα ότι: «Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει», όπως είπε ο Ίων Δραγούμης και έπρατταν εκείνο που όφειλαν.

Όμως οι Βούλγαροι, υποκινημένοι απ’ τα πανσλαβιστικά ρωσικά οράματα που υπηρετούσαν τον στόχο της εξόδου των Ρώσων στην Μεσόγειο, οραματίζονται και αγωνίζονται για μία μεγάλη και ανεξάρτητη Βουλγαρία. Οργανώνουν έτσι, στον χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, ανταρτικά σώματα, τα Κομιτάτα, και ιδρύουν βουλγαρικά σχολεία και ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, την επονομαζόμενη «Βουλγαρική Εξαρχία».

Το Πατριαρχείο αντιδρά άμεσα, χαρακτηρίζοντας σχισματική την «Βουλγαρική Εξαρχία» και ως αίρεση το Βουλγαρικό και γενικά κάθε εθνικισμό που διασπά την ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία απορρίπτει τον εθνικισμό, αποδέχεται όμως τον πατριωτισμό και την φιλοπατρία, καθώς θεωρεί τα έθνη, ως ένα μέρος του σχεδίου της Θείας Οικονομίας και άρα ως τον «πλούτο της ανθρωπότητας, τα συλλογικά πρόσωπα. Και το μικρότερο από αυτά φοράει τα δικά του χρώματα και φέρει μέσα του μια ιδιαίτερη όψη της θεϊκής ευδοκίας» (Αλεξ. Σολζενίτσιν). Γι’ αυτό και επιδοκιμάζει και ευλογεί τις υπέρ του έθνους θυσίες.

Η εθνικιστική έξαψη των Βουλγάρων, όμως, συνεχίζεται. Επωφελούμενοι από την αδυναμία των Τούρκων, ενθαρρυνόμενοι απ’ την Ρωσία και με την εκκωφαντική σιωπή των Παπικών, επιχειρούν τον εκσλαβισμό όλης της Μακεδονίας.

Το σύνθημα των Βουλγάρων είναι «Εξαρχία η θάνατος», γράφει ο Καραβαγγέλης. Δηλαδή, θάνατος σ’ όποιον δεν υποτασσόταν στην αυτόνομη, εξαρχική, Βουλγαρική Εκκλησία, αλλά αναγνώριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως κανονική εκκλησιαστική Άρχή. Για να πλήξουν το γένος μας, πλήττουν την ζωοποιό δύναμή του, την ρίζα του, που είναι η θρησκεία και η αγία παράδοσή μας, και για να συμβεί αυτό, πρέπει η Εκκλησία να χάσει την αίγλη της και την επιρροή της. Είναι πια πασίγνωστη αυτή η πρακτική, και με διαχρονική μάλιστα εφαρμογή.

Το ελληνικό κράτος της «αψόγου στάσεως» αργεί να ξυπνήσει και να προστέξει σε βοήθεια.

Η δραστηριότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα

Αυτή την απελπιστικά επικίνδυνη κατάσταση βρήκε ο Γερμανός, πηγαίνοντας στην έδρα του. Δεν καθυστερεί, λοιπόν, ούτε στιγμή. Δίνει την ψυχή του και γίνεται η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν ο εμπνευστής και ο οργανωτής του. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» και αναπτύσσει μία πρωτοφανή δραστηριότητα, συνεπικουρούμενος από τον Ίωνα Δραγούμη και τον πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη, Λάμπρο Κορομηλά.

Δημιουργεί τα πρώτα ανταρτικά σώματα αυτοάμυνας με αρχηγούς τον Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και τον καπετάν-Κώττα. Πετυχαίνει την εξάρθρωση των ληστοσυμμοριών της περιοχής. Βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τα προξενεία μας, τους μητροπολίτες, τους ντόπιους οπλαρχηγούς, τους Έλληνες αξιωματικούς, τις κοινότητες, τους ιερείς, τους δασκάλους, τον λαό.

Αλληλογραφεί με τον Παύλο Μελά. Κι όταν αυτός ανεβαίνει στην Μακεδονία, του στέλνει μία εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου, που πάνω της είχε χαράξει τα εξής: «Τω πολυφιλήτω και φιλοστόργω τέκνω. Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε και κατακυρίευε  εν μέσω των εχθρών σου». Επίσης, του στέλνει την σφραγίδα με το όνομα που θα χρησιμοποιούσε στον Αγώνα: «Μίκης Ζέζας».

Μετά δε τον τραγικό θάνατο του ήρωα, ο ίδιος τον κηδεύει, και όπως αναφέρει: «Μετέφερα απ  τόν Μητροπολιτικό Ναό εις το παρακείμενον περίβολον του Βυζαντινού  Ναού των Ταξιαρχών το σεπτό σκήνος του, το κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα».

Ο Αγώνας, όμως, συνεχίζεται. Ο Πολεμιστής-Ιεράρχης καβάλα στ’ άλογό του, με το Μάνλιχερ στο χέρι, οργώνει τα χωριά, εμψυχώνει τους Έλληνες. Ντυμένος αστυνομικός διασχίζει τα βουλγαρικά χωριά, αποφεύγει τις δολοφονικές ενέδρες των εχθρών του, αλλάζοντας δρομολόγια και ξεγελώντας τους. Ανοίγει εκκλησιές που είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, σπάζοντας τις πόρτες, μπαίνει μέσα με το Ρεβόλβερ στο χέρι  και λειτουργεί με το Μάνλιχερ «παρά πόδα». «Έτσι επεβλήθηκα», θα πει, αυτός ο Παπαφλέσσας της Λέσβου.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά.

Αυτός ήταν ο Γερμανός: «Ένας λεβέντης που έμοιαζε με Θεό», όπως θα τον χαρακτηρίσει ένας πληρωμένος, παρ’ ολίγον φονιάς του, που όμως -εντυπωσιασμένος από το παράστημα του Δεσπότη- δεν εξετέλεσε το δολοφονικό του έργο.

Τελικά, Βούλγαροι και Τούρκοι πετυχαίνουν την ανάκληση από το Πατριαρχείο του «Αρχικομιτατζή», όπως αποκαλούσαν τον Γερμανό. «Η απομάκρυνσή μου από την Καστοριά», γράφει ο ίδιος, «θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στον Μακεδονικό Αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του».

Εκλέγεται μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου

Ο Καραβαγγέλης αρχίζει να γράφει ένα νέο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του, καθώς τώρα, το 1908, το Πατριαρχείο τον τοποθετεί μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου.

Παραμένει μητροπολίτης Αμασείας μέχρι το 1922, εφαρμόζοντας ένα λεπτομερές πρόγραμμα ανάπτυξης της επαρχίας του. Ιδρύει σχολές, σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, ανεγείρει ναούς, νέο μητροπολιτικό μέγαρο και επισκέπτεται όλα τα χωριά της επαρχίας του, δίνοντας παντού όπου περνούσε μία εθνική πνοή.

Σώζει τον Πόντο, το 1914, από την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης Τούρκων προσφύγων στα ελληνικά χωριά. Το 1915 διασώζει αρκετά Αρμενόπουλα και το 1916 πέτυχε να σωθεί η Αμισός από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Ζει από κοντά όλο το δράμα, πρώτα της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων και έπειτα 350.000 Ποντίων από τους δήθεν προοδευτικούς και εκσυγχρονιστές Νεότουρκους, οι οποίοι διακηρύττουν: «Η Τουρκία στους Τούρκους».

Ο εμπνευστής της Γενοκτονίας των χριστιανών της Μικράς Ασίας, Γερμανός αξιωματικός Λίμαν Φον Σάντερς, δηλώνει: «Η μισητή και άτιμη αυτή ράτσα θα ξεκληρισθεί και θα χαθεί για πάντα…». Ως μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιούνται η επιστράτευση των νέων, τα τάγματα εργασίας-τάγματα θανάτου (amele taburu), οι εκτοπίσεις πληθυσμών, που έμειναν στην ιστορία ως η λευκή σφαγή (le massacre blanc), οι εξορίες, οι φυλακές, οι σφαγές, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις, οι βιασμοί, οι εξισλαμισμοί, τα παιδομαζώματα, οι αρρώστιες, η ψείρα, η πείνα και η δίψα.

Όλη αυτή η θηριώδης τουρκική τακτική της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών προκαλεί την αυτοάμυνα των Ποντίων, το αντάρτικο του Πόντου, το οποίο ο Κεμάλ, ως άριστος γνώστης της κατάστασης, το χαρακτηρίζει «έργο και όργανο» του Καραβαγγέλη, ο οποίος τώρα αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αυτοάμυνα και την σωτηρία του Πόντου, τρέχοντας ένα διπλωματικό μαραθώνιο, σε χρόνο αγώνα ταχύτητας εκατό μέτρων! Γι’ αυτή την πατριωτική του δράση συλλαμβάνεται και φυλακίζεται το 1917.

Μετά την αποφυλάκισή του, συνεχίζει την εθνική και χριστιανική του δράση, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από τον Κεμάλ ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της εξουσίας του και να καταδικασθεί το 1922 σε θάνατο, όπως και οι συνεργάτες του, ο επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο εκ Παρακοίλων της Λέσβου και ο πρωτοσύγκελλός του, Πλάτων Αϊβαζίδης, οι οποίοι και πεθαίνουν μαρτυρικά. Ο Γερμανός όμως διασώζεται, καθώς το Πατριαρχείο τον εκλέγει μητροπολίτη Ιωαννίνων και τον φυγαδεύει στην Αθήνα. Εκεί προτείνεται για αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά δεν τον εκλέγουν, όπως παλαιότερα δύο φορές, το 1913 (είχε εκλεγεί, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ του Γ , τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου) και το 1921, οπότε του είχαν αρνηθεί και τον Πατριαρχικό Θρόνο. Ο Γερμανός δεν επεδίωξε τίποτα απ’ όλα αυτά, διότι είχε τάξει ως σκοπό του την εξυπηρέτηση του έθνους και όχι του εαυτού του.

Ως Ιωαννίνων πηγαίνει στην Ήπειρο, αποφασισμένος να δώσει «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν  ἀναχαιτιστεῖ το ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών».

Ως μητροπολίτης στην Βιέννη, τον «τόπο της εξορίας»

Αλλά το 1924, δηλαδή ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξή του στα Γιάννενα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο του κοινοποιεί ως «κεραυνό εν αιθρία» την μετάθεσή του στην νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη Ουγγαρίας και Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης και έπειτα από λίγους μήνες τον εκλέγει μητροπολίτη Αμασείας και τον τοποθετεί έξαρχο στην Μητρόπολη Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα τη Βιέννη, τον «τόπο της εξορίας» του, όπως έλεγε. Κάποιοι θεωρούν πως έτσι υποτιμούν και παροπλίζουν τον ηρωικό αλλά μάλλον ενοχλητικό γι’ αυτούς ιεράρχη. Του περικόπτουν επίσης στο μισό τον μισθό και τον αφήνουν απλήρωτο επί μήνες. «Αυτή ήταν η αμοιβή των θυσιών και των εθνικών αγώνων ενός κληρικού που υπηρέτησε με αυταπάρνηση την Ελλάδα για 40 ολόκληρα χρόνια».

Εξόριστος από την πατρίδα του και με «περίλυπη έως θανάτου την ψυχή», τελειώνει ειρηνικά την επίγεια ζωή του στις 11 Φεβρουαρίου 1935 . Πρόφτασε όμως και είδε να πραγματοποιείται το όνειρό του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, για το οποίο τόσο σκληρά εργάστηκε.

Το Ελληνικό Κράτος αρνήθηκε ακόμη και τα έξοδα της κηδείας του να πληρώσει. Η δε μετακομιδή των λειψάνων του, από την Βιέννη στην Καστοριά, μόλις το 1959 κατέστη δυνατή.

Στην διαθήκη του, ο ξεχασμένος Ήρωας-Επίσκοπος γράφει: «Δεν χρεωστώ εις ουδένα ούτε οβολόν. Εις το έθνος προσέφερα ο,τι ήτο δυνατόν, ως Ιεράρχης του ’21».

Πραγματικά, δεν οφείλεις σε κανέναν τίποτε, Γερμανέ, μα ούτε κι εμείς σου χρωστάμε τίποτε, καθότι κανείς δεν χρωστάει σε κάποιον που δεν γνωρίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν νιώθει να του βαραίνει την ψυχή το χρέος προς την προγονική παρακαταθήκη.

Ως εκ τούτου, αξίζει στ’ αλήθεια να αναλαμβάνονται δυναμικές πρωτοβουλίες που να μας υπενθυμίζουν το χρέος της διατήρησης στην καρδιά του λαού μας -και ιδιαίτερα των νέων μας- της μνήμης ηρώων, όπως του θρυλικού και ηρωικού Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, ενός εκ των κορυφαίων, αν όχι η κορυφαία προσωπικότητα, του Μακεδονικού Αγώνα και του Ποντιακού Δράματος που διακρινόταν για την αλύγιστη ψυχή και την οργανωτικότητα, την ρητορική δεινότητα και την πειθώ, την εκκλησιαστική συνείδηση και την αφιέρωση μέχρι θανάτου στο Γένος και την Εκκλησία.

Αξίζει πραγματικά τον κόπο να θυμόμαστε τους ήρωες και το προς αυτούς χρέος μας, διότι «αυτά που θεωρούνται χαμένα στην ζωή, δεν χάνονται όταν διατηρηθεί στις επερχόμενες γενιές ζωντανή η μνήμη, η συνειδητή μνήμη, ζωντανή η γνώση, ζωντανό το αίσθημα του χρέους, ζωντανός ο δεσμός που σαν ομφάλιος λώρος θα κάμνει τους απογόνους, όχι φίλους, αλλά οικείους και κατόχους των χαμένων» (μητροπολίτου Εφέσου κ. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη). Γένοιτο!

ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2022/02/germanos-karavangelis/

π. Καλλίνικος Μαυρολέων: Μεγαλώνοντας έναν άγιο! 01

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, Σχολάρχης Θεολογικής Σχολής Χάλκης

Η βαρυσήμαντη ομιλία του Σεβ. Φιλαδελφείας κ.Μελίτωνος στο     διήμερο συνέδριο για τα 50 χρόνια διακοπής λειτουργίας της            Σχολής Χάλκης και για τα 30 χρόνια από την Κοίμηση του                   τελευταίου Σχολάρχη Σταυρουπόλεως Μαξίμου

  • Post published:6 Φεβρουαρίου 2022

ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βιωματικά τινα περί Σχολῆς καί Σχολάρχου1
Ὑπό Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Μελίτωνος

 


«Πᾶσα παιδεία πρός μέν τό παρόν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλά λύπης. Πᾶσα. Καί ἡ ἀνθρωπίνη καί ἡ πνευματική. Γυμνασία ἡ παιδεία, τόν ἀθλητήν ἰσχυρόν ἐργαζομένη καί ἀκαταγώνιστον ἐν τοῖς ἀγῶσι καί ἄμαχον ἐν τοῖς πολέμοις»2.

 

Παναγιώτατε,
Σεβάσμιοι ἀδελφοί ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Θεοφιλέστατε Καθηγούμενε ἀδελφέ ἅγιε Ἀραβισσοῦ,
Πατέρες καί ἀδελφοί,
Φιλογενές καί φιλότιμον ἀκροατήριον,

Πρίν ἤ ἐκθέσω τάς ταπεινάς μου σκέψεις ἐπί τοῦ ἀνατεθέντος τῇ ἐλα-χιστότητί μου ἐπί μέρους θέματος, χρέος ἡγοῦμαι τήν ἔκφρασιν ὀφειλετικῶν εὐχαριστιῶν πρός τήν Ὀργανωτικήν Ἐπιτροπήν τῆς Διημερίδος ταύτης διά τήν γενομένην μοι τιμήν∙ καί μάλιστα διά τήν διάθεσιν ἀπεριορίστου χρόνου πρός διατύπωσιν τῶν ταπεινῶν βιωματικῶν ἐμπειριῶν ἐκ τῆς φοιτήσεως μου εἰς τό Παλλάδιον τοῦτο τῶν παρ΄ ἡμῖν Θεολογικῶν Γραμμάτων καί ἰδιαιτέρως διά τήν ἱεράν μορφήν τοῦ Σχολάρχου μας, τοῦ Σταυρουπόλεως Μαξίμου,

Ὅταν, λοιπόν, κανείς καλῆται νά ὁμιλήσῃ διά Παιδείαν, διά Σχολήν, διά Φυτώριον Γραμμάτων, διά Διδάσκαλον, διά Παιδαγωγόν, διά Σχολάρχην, καί μάλιστα διά τήν τροφόν ταύτην Ἱεράν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Χάλκης, τήν θεοπρεπῶς γαλουχήσασαν ἑκατοντάδας μακαρίων Πατριαρχῶν, σεπτῶν Ἱεραρχῶν, ἀξίων λευϊτῶν τῆς Χάριτος καί σοφῶν μυστῶν τῆς ἱερᾶς θεολογικῆς ἐπιστήμης∙ νά ὁμιλἠσῃ καί διά τόν τελευταῖον Σχολάρχην της, τόν θεοτερπῆ καί ἀνθρωποτερπῆ μακαριστόν Μητροπολίτην Σταυρουπόλεως Μάξιμον, τόν λογισάμενον «τρυφήν τήν ἐγκράτειαν», «εὐδοξίαν τήν μετριότητα», τόν «πικραίνοντα τήν αἴσθησιν ἐγκρατείας πόνοις… ὑπομονῇ τε πειρασμῶν καί καρτερίᾳ περιστάσεων»3, καταλαμβάνεται ἀσφαλῶς ὑπό δέους καί φόβου ἐνώπιον τοῦ ἀποκαλυπτομένου μυστηρίου τῆς διδασκαλίας ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ταύτῃ Σχολῇ τῶν θεολογικῶν γραμμάτων, εἰς τά ὁποῖα ἐμυσταγωγήθησαν γενεαί γενεῶν καί μετεποίησαν τήν διδαχήν είς «ὁδόν ζωῆς ἀμετρεπτί»4, διηκόνησαν τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, τό Γένος, σύνολον τήν Ὀρθοδοξίαν, καί ἐφώτισαν τόν νεφελώδη ἐνίοτε -διά νά μή λεχθῇ σχεδόν πάντοτε- ὁρίζοντα τῶν καθ᾽ ἡμᾶς ἐνταῦθα, διά τοῦ Φωτός τοῦ Ἀληθινοῦ, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον5, κατά τό θεῖον ρῆμα, τό γεγονός, «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου»6, τό μένον εἰς τόν αἰῶνα.

Ὑπό δέους καί δειλίας ἐνώπιον τοῦ γνόφου τοῦ μυστηρίου τῆς Σχολῆς μας καί τοῦ τελευταίου Σχολάρχου της, τοῦ Σταυρουπόλεως Μαξίμου Ρεπανέλλη, καταλαμβανομένη καί ἡ ταπεινότης μου, θά καταβάλῃ πενιχράν προσπάθειαν νά λαλήσῃ λόγον ἀτελῆ, βιωματικόν ὅμως, ὡς ἀξιωθεῖσα νά φοιτήσῃ ἐπί τετραετίαν ὅλην ἐν τῷ Λυκειακῷ Τμήματι καί ἐν τῷ Α´ ἔτει Θεολογίας τῆς Σχολῆς.

Πρός τοῦτο ἐπέλεξα τό τόσον περιεκτικόν χωρίον τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου περί Παιδείας, καί μάλιστα θεολογικῆς-πνευματικῆς ἀξίας, ἀκαταλήπτου ἐν πολλοῖς, καθότι πρόκειται περί Θεο-Λογίας, καί περί Παιδαγωγοῦ, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἐναντιοῦται τῷ διδασκάλῳ, ἀλλά καί συμπράττει πάσης κακίας ἀπαλλάττων τούς νέους καί μετά πάσης σχολῆς τά μαθήματα παρά τοῦ διδασκάλου δέχεσθαι παρασκευάζων»7.

Xρέος ἀγάπης καί εὐαισθησία εὐθύνης τόσον διά τόν χῶρον τοῦ τεμένους τούτου τῶν Γραμμάτων, τοῦ ὁποίου ἕκαστος λίθος καί χῶρος μαρτυρεῖ καί ἀναβλύζει ζωήν καί φῶς καί καλεῖ πάντας, ζῶντας καί ἀναπαυομένους ἐν τοῖς οὐρανίοις θαλάμοις: «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»8· ὅσον καί διά τόν μαρτυρικόν, ἄς ἐπιτραπῇ ἡ ἔκφρασις, τελευταῖον καί ἀνεπανάληπτον Σχολάρχην της, τόν διαδεχθέντα ἱεράς μορφάς: ὡς τῶν Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνου Τυπάλδου, Σερρῶν Ἀποστόλου Χριστοδούλου τοῦ Ἰμβρίου, Φιλαδελφείας Αἰμιλιανοῦ καί, τέλος, Ἰκονίου Ἰακώβου∙ χρέος ἀγάπης καί εὐαισθησία εὐθύνης, λοιπόν, κινοῦν τόν νοῦν καί τήν γραφῖδα τοῦ ὁμιλοῦντος.

Θά προσπαθήσω, κατά ταῦτα, πενιχρῶς καί ἀτελῶς, νά ἀποκαλύψω τό καθαρόν ἐκμαγεῖον τῆς διελεύσεως ἐκ τῆς Σχολῆς μας καί τῶν ἱστορικῶν πατημάτων τοῦ Σχολάρχου μας, ὁ ὁποῖος -ὁμιλῶ βιωματικά- ἐνεσάρκωσε τό ἀνωτέρω ἀπόφθεγμα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου περί Παιδείας καί Παιδαγωγοῦ-Διδασκάλου.

Τά τῆς βιοτῆς τοῦ μακαριστοῦ Σχολάρχου εἶναι εἰς τούς περισσοτέρους γνωστά. Γεννηθείς ἐν Λέσβῳ, μετῴκησεν εἰς τήν Πόλιν καί ἐφοίτησεν ἀργότερον ἐν τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ ταύτῃ. Μετά τό πέρας τῶν ἐν αὐτῇ σπουδῶν του, χειροτονηθείς διάκονος, ἀπεστάλη εἰς Λουβαίν διά εὐρυτέρας σπουδάς καί εἰδίκευσιν εἰς τήν Φιλοσοφίαν. Ἅμα τῇ ἐπανόδῳ του διωρίσθη Καθηγητής Φιλοσοφίας τῆς Τροφοῦ Σχολῆς καί μετά τρία ἔτη, τό 1955, Σχολάρχης αὐτῆς, θέσιν τήν ὁποίαν διετήρησε μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐκλεγείς ἐν ἔτει 1961 Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως.

«Ρομφαία αὐτοῦ τήν ψυχήν διῆλθεν»9, ὅπως καί ὅλης τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ὅταν τό 1971, λόγῳ τῆς ἀδίκου ἀποφάσεως τῶν ἐφ᾽ ἡμᾶς τεταγμένων ἀρχῶν, ἀνεστάλη ἡ λειτουργία τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος τῆς Σχολῆς. Ὁ Σχολάρχης μας παρέμεινεν ἐνταῦθα μέχρι τῆς μετοικήσεώς του εἰς τάς οὐρανίους μονάς τήν δι᾽ ὅλους μας ἀλησμόνητον πρωΐαν τῆς 4ης Ἰανουαρίου 1991∙ ὅταν ἐν ἡμέραις χαρμοσύναις τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου, ἐξῆλθεν οὗτος εἰς συνάντησιν μετά τοῦ σαρκί τεχθέντος Χριστοῦ, ὑπέρ τοῦ Ὁποίου καί τῆς Ἐκκλησίας Του ἠνάλωσεν ἑαυτόν.

***

Ἡ παρουσία του συνέπεσε μέ μίαν ἰδιαιτέραν περίοδον ἀκμῆς τῆς Σχολῆς, εἰς τήν ὁποίαν προσέθεσε, ὁμοῦ μετά τῶν συναδέλφων του πολιῶν Καθηγητῶν, Μεγάλου Οἰκονόμου Γεωργίου Ἀναστασιάδου, τοῦ μύστου τῆς παραδοσιακῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί τάξεως τοῦ Φαναρίου, Ἐμμανουήλ Φωτιάδου, τοῦ ὀξέος τούτου καλάμου τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀπολογητικῆς καί τῆς Συμβολικῆς καί συντάκτου καιρίων Ἐγκυκλίων καί Πατριαρχικῶν Γραμμάτων, καί ἄλλων διδασκάλων, -ὡς τοῦ Ἐφέσου Χρυσοστόμου καί τοῦ πρό ἔτους περίπου κοιμηθέντος πολιοῦ Μητροπολίτου Νικαίας Κωνσταντίνου-, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα παραλείπονται λόγῳ στενότητος χρόνου, -προσέθεσε, λέγω, ὁ Σχολάρχης- λιθάριον καί βηματισμόν μηνύματος ἀγάπης καί ἀνοίγματος ἀληθείας καί ζωῆς, διδάξας τούς ἱεροσπουδαστάς διδαχήν Πνεύματος καί ἀληθείας καί ἐπαιδαγώγησεν αὐτούς ἐν λόγοις ἀλλά κυρίως ἐν τῇ πράξει, κατά τό δοθέν αὐτῷ «μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ»·10 ἐδίδαξε τήν πορείαν πρός τά κελεύσματα τοῦ «ὅλον συγκροτοῦντος τόν θεσμόν τῆς Ἑκκλησίας» Παναγίου Πνεύματος. Ἐδίδασκε, δηλαδή, καί ἀπεκάλυπτε πρός τούς ἐφιεμένους τάς δωρεάς τοῦ «πάντα χορηγοῦντος Ἁγίου Πνεύματος, βρύοντος προφητείας, ἱερέας τελειοῦντος, ἀγραμμάτοις σοφίαν διδάσκοντος, ἁλιεῖς θεολόγους ἀναδεικνύοντος»11, ἤτοι, «τάς διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων, διακονιῶν, ἐνεργημάτων». Προέτρεπε τούς ἱεροσπουδαστάς, ἐπικαλούμενος καί πάλιν τό Παύλειον, ὅτι «ἑκάστῳ δέδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρός τό συμφέρον […] ᾧ μέν δίδοται λόγος, ἄλλῳ δέ λόγος σοφίας, ἑτέρῳ δέ πίστις, χαρίσματα ἰαμάτων, ἐνεργήματα δυνάμεων, προφητεία, διακρίσεις πνευμάτων, γένη γλωσσῶν, ἑρμηνεία γλωσσῶν»12. Ἀρτύων τήν διδαχήν διά τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου, ἐμνημόνευε Ἡράκλειτον τόν Ἐφέσιον, διδάσκοντα ὅτι «τά πάντα ρεῖ καί οὐδέν διαμένει»13 εἰς τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν, εἰ μή μόνον μένει «τό ρῆμα τοῦ Κυρίου, τό γεγονός», τό ρῆμα τοῦ τά πάντα ἐνεργοῦντος ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ διαιροῦντος «ἑκάστῳ καθώς βούλεται»14.

Διά τῆς περινουστάτου ἐμπύρου διδαχῆς ταύτης, τοῦ κράματος φιλοσοφίας καί θεολογίας, προσεπάθει ὁ Διδάσκαλος νά μυσταγωγήσῃ τούς ἀκροατάς του εἰς τό Θεανθρώπινον δόγμα, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος. Κατ᾽ ἐπέκτασιν δέ καί ὁ ὑπό τοῦ Θεοῦ καί διά μόνου τοῦ διαλογικοῦ λόγου μετά τῶν δύο ἑτέρων προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος πλασθείς ἄνθρωπος «κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾽ ὁμοίωσιν»15, ἤτοι τοῦ Πλαστουργοῦ Θεοῦ16.

Καί προσέθετεν ὁ Σχολάρχης, συνεχίζων ἐπί τῆς γραμμῆς τοῦ Γέροντος Μελίτωνος ὅτι, ὅπως τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχουν κεχωρισμένα ἰδιώματα καί ἰδιότητας, ὅμως εἰς Αὐτὰ «μία ἐστίν ἡ θεότης, ἓν τό κράτος, μία ἐξουσία, μία βασιλεία»17, ὡς ἀπεικονίζονται καί ἐν τῇ Ἱερᾷ Εἰκόνι τοῦ Τέμπλου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς μας, ἔτσι καί εἰς ἕκαστον θνητόν ἄνθρωπον δίδονται διάφορα χαρίσματα, ὑπό τοῦ ἐνεργοῦντος ἑνί ἑκάστῳ ἀνθρώπῳ τά πάντα, τά καλά καί τά περιττά, ἤτοι λογισμούς καί ἐννοίας καί πειρασμούς καί θλίψεις καί μή ἁρμοζούσας ἐνεργείας, ὡς σάρκα φοροῦντι καί τόν κόσμον οἰκοῦντι18∙ καί κυρίως δωρεάς φανεράς καί ἀφανεῖς, τάς ὁποίας ψηλαφῶμεν ἀλλά συγχρόνως ἀγνοοῦμεν, ὡς ἔχοντες ψυχήν ἀθάνατον, ἠμαυρωμένην ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι διά τῶν προσαμαρτούντων τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει παθῶν, ἁγνήν δέ καί ἄσπιλον καί ἀμίαντον καί ἄμωμον ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, βεβαίως κατά τά ἔργα καί κατά τήν δικαιοσύνην ἑκάστου19 καί τήν κρίσιν τοῦ καί πάλιν μέλλοντος ἔρχεσθαι κρίναι ζῶντας καί τούς ἀπό αἰῶνος νεκρούς.

Διήνθιζε δέ τόν λόγον ὁ Σχολάρχης μας ἐπικαλούμενος τό «οἰκεῖον καί ἀψευδές κριτήριον» τοῦ καθενός, τήν συνείδησιν20, πρός τήν ὁποίαν συνείδησιν ἔρχεται ἐν διαλόγῳ ὁ θνητός ἄνθρωπος, διαλεγόμενος μέ τά ἐσώτατα τοῦ θνητοῦ εἶναί του καί ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει μετά τοῦ «ἐρευνῶντος καρδίας καί νεφρούς»21 καί γνωρίζοντος διαλογισμούς, σκέψεις καί ἄρρητα καί ἀνέκφραστα, Κυρίου τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν καί πάσης παρακλήσεως22∙ ἑστιάζων ὁ Σχολάρχης τήν διδαχήν εἰς τό ἔλεος καί τούς οἰκτιρμούς τοῦ Κυρίου καί εἰς τήν διά τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος παράκλησιν καί ἀνάπαυσιν τῶν καρδιῶν καί τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Σχεδόν πάντοτε συνεδύαζε ὁ Σχολάρχης τήν Ὀρθόδοξον Χριστιανικήν διδαχήν μέ τόν σπερματικόν φιλοσοφικόν λόγον, ὡς προπομπόν εἰς τήν φανέρωσιν τοῦ «μυστηρίου τοῦ Θεοῦ», ὡς ἀποκαλύπτεται θεοπρεπῶς ἐν τῇ φρικτῇ Ἀποκαλύψει τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου, διακηρύττοντος διά τοῦ «καταβαίνοντος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἰσχυροῦ ἑβδόμου Ἀγγέλου, τοῦ περιβεβλημένου νεφέλην», καί «σαλπίζοντος∙ καί ἐγένοντο φωναί μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι∙ ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, καί βασιλεύσει εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»23.

***

Καθώς ταξινομῶ εἰς τήν μνήμην μου γεγονότα, ἀναμνήσεις, δράσεις καί ἀντιδράσεις, συνειδητοποιῶ ὅτι δέν ἐπιχειρῶ ἀσφαλῶς μιά ἁπλῆ ἱστορική παρουσίασι ἐνώπιόν Σας, Παναγιώτατε, Πατέρες καί Ἀδελφοί, ἀλλά τήν κατάθεσιν εἰς τό θησαυροφυλάκιον τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Δυνάμεως καί Εἰρήνης, μιᾶς μαρτυρίας περί τῆς τροφοῦ ταύτης Σχολῆς καί τῆς ἱερᾶς Μορφῆς τοῦ τελευταίου Σχολάρχου της.

Καί διά μέν τήν ἱστορίαν καί τήν ὑπερεκατονταετῆ προσφοράν της (ἑκατόν εἴκοσι καί ἑπτά ἐτῶν ἀκριβέστερον) θά ὁμιλήσουν ἄλλοι ἐκλεκτοί ὁμιληταί τῆς παρούσης Διημερίδος. Διά τήν Σχολήν μας αὐτήν, ἡ ὁποία ἐπί πεντήκοντα ἔτη καρτερεῖ δικαιοσύνην καί ἀνάστασιν.

***

Θά περιορισθῶ μόνον εἰς προσωπικήν βιωματικήν, κατά τό δυνατόν, περιγραφήν τῆς Μορφῆς τοῦ Σταυρουπόλεως Μαξίμου, ὅπως τόν ἔζησα κατά τήν τετραετῆ μου φοίτησιν (τριετῆ Λυκειακήν καί ἐτήσιον εἰς τό Α´ ἔτος τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος) εἰς τήν γεραράν Χαλκίτιδα Σχολήν τοῦ Λόφου τῆς Ἐλπίδος.

Πρόκειται περί μιᾶς προσωπικότητος διαφανοῦς κρυστάλλου ὁλοκαθάρου ἤχου, μιᾶς ζώσης ἁγιογραφίας -ἄς ἐπιτραπῇ καί πάλιν ἡ ἀνθρωπόμορφος παρομοίωσις- ἐκφραζούσης τήν ἀνησυχίαν τοῦ Ἱεράρχου, τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Παιδαγωγοῦ, τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ Σχολάρχου.

Ἐν τῇ ἐπιγείῳ ζωῇ του ὁ μακαριστός Σταυρουπόλεως Μάξιμος οὐδέποτε ἐκινήθη ὡς ὁραματιστής ἀνθρωπίνων ἐπιδόσεων, μήτε ὡς τυπικός εὔστροφος ἀξιωματοῦχος. Ὁ σαρκωθείς, σταυρωθείς καί ἀναστάς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦτο τό Πρόσωπον τῆς ὑπερτάτης ἀγάπης τοῦ Σχολάρχου μας, τοῦ «ὀρθρίσαντος πρός τήν Σοφίαν Κυρίου καί ἐραστοῦ γενομένου τοῦ κάλλους αὐτῆς»24.

Ἡ ψηλάφησις τῶν μυστικῶν πτυχῶν καί τῶν ἁγιοπατερικῶν διαστάσεων, συνδυαζομένων πρός τήν φιλοσοφικήν ἀναζήτησιν, τῆς μορφῆς τοῦ Σχολάρχου προκαλεῖ δέος. Αἰσθάνεται κανείς ὅτι εἰσχωρεῖ εἰς τά ἄδυτα, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς Σχολῆς μας καί τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, εἰς μίαν Εὐχαριστιακήν τελετουργίαν. Ἑνός ἀδόλου καί ἀτέρμονος διαλόγου ἀγάπης μέ τόν Κύριον καί Θεόν του, καί μιᾶς διακριτικῆς προσφορᾶς διακονίας πρός τά ἱερά καί τά ὅσιά μας: τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς κιβωτοῦ τοῦ Γένους καί ἡγέτιδος τῆς Ὀρθοδοξίας, καί τῆς κλεινῆς ταύτης Θεολογικῆς Σχολῆς, τῆς ὁποίας ἐπί ἥμισυ αἰῶνος περίπου ὑπῆρξε «στῦλος καί ἑδραίωμα»∙25 καί ἐν γένει πρός τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, τήν ἐδῶ πονεμένην καί ταλαίπωρον Ὁμογένειάν μας καί εὐρύτερον· ἰδιαιτέρως ὅμως πρός τόν ἀγέραστον Ἄθωνα, τό ἐντρύφημα καί τήν ζωήν του, εἰς τόν ὁποῖον μετέβαινεν εἴτε ὡς Πρόεδρος Πατριαρχικῶν Ἐξαρχιῶν, πρός μελέτην καί διευθέτησιν ἀπασχολουσῶν κατά καιρούς τόν Ἱερόν Τόπον ὑποθέσεων, εἴτε ὡς ἁπλοῦς προσκυνητής τοῦ Περιβολίου τῆς Παναγίας, ὑμνῶν πρωτίστως «τήν κοσμοχαρμόσυνον Κόρην, τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον προστάτιν» τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων26.

Ἄς σημειωθῇ, ὅτι ἡ ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ Σχολάρχου ἑκάστοτε Πατριαρχική Ἐξαρχία ἐπεσκέπτετο προσκυνηματικῶς, πλήν τῆς ἕδρας τῆς ἐφεστίου τοῦ Ὄρους θαυματουργοῦ Εἰκόνος τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν», καί πάσας τάς 19 Ἱεράς Μονάς. Ἄς ὑπομνησθῇ ἀκόμη, ὅτι ἐπεχείρησε νά μεταβῇ προσκυνηματικῶς καί εἰς τήν ἐν ἀποκοπῇ ἀπό τοῦ σώματος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τελοῦσαν τότε Ἱεράν Μονήν τοῦ Ἐσφιγμένου, ἐλθών εἰς ἐπικοινωνίαν τό ἔτος 1973 (κατά τάς ἐργασίας τῆς τότε ἐπισκεφθείσης τό Ἱερόν Τόπον Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας) πρός τόν τότε ἡγούμενον αὐτῆς μακ. Ἀθανάσιον, ζητήσας νά τήν ἐπισκεφθῇ προσκυνηματικῶς, πρόθεσιν τήν ὁποίαν ἀπέρριψεν ἡ τότε ἀδελφότης αὐτῆς. Ἐπεσκέπτετο ἀκόμη καί Σκήτας καί Καλύβας καί ταπεινά καταφύγια ἁπλῶν καί ὁσίων μοναχῶν τοῦ Ἱεροῦ Τόπου, ἐνισχύων τούς «ἀποταξαμένους τόν κόσμον καί τά τοῦ κόσμου»27 πατέρας καί ἀσκητάς∙ κατέθετε δέ τήν εὐλάβειαν καί τούς ἀλαλήτους στεναγμούς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ ἰδίου προσωπικῶς ἐνώπιον τῶν σεπτῶν Θεομητορικῶν Εἰκόνων τῆς Πορταϊτίσσης, ψελλίζων ἐν εὐλαβείᾳ βαθείᾳ τήν ἀκροστιχίδα τοῦ κανόνος Νεοφύτου τοῦ Ἰβηρίτου, ὄντος «ἐν τῇ μεγαλουπόλει καί βασιλευούσῃ τῶν πόλεων Κωνσταντίνου»: «Δέχου τόν ὕμνον, ὅν πλέκω Σοι τῇ Κόρῃ»∙ καί ψάλλων διατόρως τό ἀπολυτίκιόν Της: «Τήν θείαν Σου Εἰκόνα δεδεγμένοι ἐν θαύματι Πυλωρόν καί Σκέπην καί Προστάτιδα ἔχομεν…»∙ τῶν θαυματουργῶν εἰκόνων τῆς Γεροντίσσης, τῆς Τριχερούσης, τῆς Φοβερᾶς Προστασίας, τῆς Κουκουζελίσσης, τῆς Βηματαρίσσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Παραμυθίας, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Ἀντιφωνητρίας, τῆς Γαλακτοτροφούσης, τῆς Οἰκονομίσσης, κ.ἄ.· καί ὁμιλῶν πρός τούς πατέρας ζωήρρυτα ρήματα ἀληθείας καί θαύματος τοῦ Θεομητορικοῦ Τόπου, ἀλλά καί τῆς διαχρονικῆς μαρτυρίας τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τελευτῶν σχεδόν πάντοτε τόν λόγον διά τοῦ ἐμπειρικοῦ βιώματος τῶν Ἁγιορειτῶν: «τόν Ἱερόν Ἄθωνα καί τήν Κωνσταντινουπολίτιδα Ἐκκλησίαν συνδέει ὑπόγειός τις θαλάσσιος διάδρομος, πού ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ᾠκοδόμησεν, ἵνα εἰς τόν αἰῶνα ὑμνῆται καί παρακαλῆται τόσον ἐδῶ ὅσον καί εἰς τήν Πόλιν ἡ Κυρία Θεοτόκος». Διατηρῶ ἐν τῇ καρδίᾳ μου πολλά ἀνεξάλειπτα βιώματα ἐκ τῆς διακονίας μου παρά τῇ ὑπό τήν ἡγεσίαν του Πατριαρχικῇ Ἐξαρχίᾳ τοῦ ἔτους 1986, ὡς γραμματέως αὐτῆς.

***

Εἰς τούς φοιτήσαντας εἰς τήν Σχολήν μας αὐτήν, εἰς τήν σημερινήν καί τήν αὐριανήν καί τάς ἑπομένας γενεάς, καταθέτω, λοιπόν, τήν προσωπικήν μαρτυρίαν μου διά μίαν μορφήν, ἀνταξίαν τῶν παρελθουσῶν γενεῶν, τήν ἀλησμόνητον μορφήν τοῦ Σχολάρχου μας Σταυρουπόλεως Μαξίμου, πεποιθώς ὅτι «ἐραστής ἐγένετο τοῦ κάλλους τῆς (Σοφίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς θύραθεν φιλοσοφίας) καί ἐφίλησε (καί ἐδίδαξεν αὐτήν) καί ἐζήτησεν αὐτήν ἐκ νεότητος αὐτοῦ καί ἐζήτησε νύμφην ἀγαγέσθαι αὐτῷ»28.

Ἡ προσπάθειά μου ἀποβλέπει εἰς τό νά μή προσθέσω ἤ νά ἀφαιρέσω τι ἐξ ὅσων ἐμπειρικῶς ἔζησα καθ’ ὅλα τά ἔτη τῆς μαθητείας μου, ὡς Δημήτριος Καρᾶς, ἀλλά καί ὡς διάκονος, Ἱερομόναχος καί Ἐπίσκοπος Μελίτων, παρακολουθῶν πολλάκις μακρόθεν αὐτόν. Θά προσπαθήσω νά μή ἀλλοιώσω θετικά ἤ ἀρνητικά τήν Μορφήν, ἀλλά νά διαζωγραφήσω ἐν ἀδραῖς γραμμαῖς ἐκ μιᾶς ἀποστάσεως – ὅσης ἀποστάσεως δύναται νά κρατήσῃ ἄνθρωπος τῆς γενιᾶς μας καί τοῦ ἰδίου στίβου- τήν προσωπικότητα καί τήν προσφοράν τοῦ Σχολάρχου μας.

Ἡ προσωπική μου ἐμπειρία με πληροφορεῖ, ὅτι ἡ Σχολαρχία τοῦ Σταυρουπόλεως Μαξίμου ἐν τῷ συνόλῳ καί ἐν ταῖς λεπτομερείαις της ὑπῆρξεν ἕνα ποίημα. Μιά ὑμνῳδία, ἡ ὁποία προσηνέχθη ὡς θυμίαμα εὔοσμο∙ καί δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο, παρά μόνον νά ἀγγίξῃ κανείς τό θυμίαμα διά νά λάβῃ τήν εὐῳδίαν του∙ ἀρκεῖ νά πλησιάσωμεν τόν Ἀρχιερέα -τόν Θύτην- τόν Σχολάρχην μας, διά νά λάβωμεν τήν χάριν τῆς προσφορᾶς του, τοῦ ἀπολογισμοῦ του: «Ψάρεψα στά λασπόνερα τῆς λίμνης τό φεγγάρι καί στῶν ἀνθρώπων τήν μιζέρια τήν γενναιοδωρία τοῦ Ἀσκητῆ», θά προσέθετα μέ στίχους τοῦ Αὐστραλίας Στυλιανοῦ29.

***

Τόν Σχολάρχην μας, Σταυρουπόλεως Μάξιμο, θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω ἐνώπιόν Σας ὡς Φαναριώτην Ἱεράρχην, ὡς Διδάσκαλον, ὡς Παιδαγωγόν, ὡς Ἱερουργόν, ὡς Ἄνθρωπον, ὡς Φιλαγιορείτην, ὡς μαρτυρικόν Σχολάρχην.

***

Ὡς Ἱεράρχης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος, ἀπό τοῦ ἔτους 1961 μέχρι τῆς αἰφνιδίου τελευτῆς του, κατεφάνη «Ἐκκλησίας κόσμος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας ἐχθρός», διά νά χρησιμοποιήσω ἀπόφθεγμα Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου30, ἀναλόγως προσαρμοζόμενον εἰς τήν μορφήν τοῦ Σχολάρχου μας.

Ἀληθῶς, ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος, διά τῆς ὅλης βιοτῆς καί πολιτείας του, ἀνεδείχθη κόσμημα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ κλεινοῦ Φαναρίου, «τήν γνῶσιν τῶν γηΐνων συναθροίσας καί οὐρανίων ἐνδίκως φιλόσοφος […] εὗρεν ὁ μακάριος τόν Ἰησοῦν παραμύθιον»31.

Στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος, μηδαμῶς τῶν πατρῴων δοξασιῶν ἔστω καί κατά κεραίαν ἀφιστάμενος, δι᾽ ἐνθέου παρρησίας καί ἐνθέου ἀγάπης τόν Ἱεραρχικόν δόλιχον διήνυσε, «φιλοσοφίᾳ κοσμήσας τόν βίον, θεοσοφίᾳ σαυτόν κατελάμπρυνε∙ ἐν ἀμφοτέραις (τῇ φιλοσοφίᾳ καί τῇ θεοσοφίᾳ δηλαδή) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισεν ἀμφότερα»32, ὡς ὁ οὐράνιος προστάτης του Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Οἰκείοις ἀσφάλεια κατεδείχθη διά τοῦ φωτεινοῦ παραδείγματός του καί διά τῆς ἐνθέου παρρησίας του, ὑποστηρίζων πάντοτε τό δίκαιον καί τό ἀσφαλές τῶν οἰκείων του, τῶν σπουδαστῶν καί τῶν πιστῶν εὐρύτερον, οἱ ὁποῖοι ὡς δρόσον Ἀερμών33 ἐδέχοντο τόν πάντοτε ἅλατι ἠρτυμένον λόγον του.

Δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, δηλαδή τῷ «ἐξώλης καί προώλης»34 μισοκάλῳ καί τοῖς φθονεροῖς καί κακοτρόποις καί ὑποκριταῖς ἀνθρώποις, ὡς ἀναφέρεται καί ἐν τῇ κοινῇ ἀναφορᾷ του μετά τοῦ μακαριστοῦ Σάρδεων Μαξίμου πρός τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν ἐπί τῇ ἄρσει τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς τοιαύτης.

Φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, οὕς ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν καί ἡ μακρά ἅλυσις Πατριαρχῶν καί Ἱεραρχῶν τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, οὐδέ κατά κεραίαν ἀφιστάμενος τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως καί Πατριαρχικῆς λειτουργικῆς τάξεως, τήν ὁποίαν ἐδιδάχθη καί παρέλαβε καί ἐτήρησε μέχρι τέλους. Καί, τέλος,

Νεωτεροποιΐας ἐχθρός, ἀποκρούων καί ἀποβάλλων πᾶν ὀθνεῖον καί ξένον τῇ βιωθείσῃ ἀπό αἰώνων τάξει καί παραδόσει τοῦ Φαναρίου, αὐστηρῶς ἐπιπλήττων τούς ἱεροσπουδαστάς ὅταν παρέλιπον τροπάριά τινα ἤ, παρασυρόμενοι, ἐπεχείρουν τήν εἰσαγωγήν ὀθνείων τινῶν στοιχείων ἐν τῇ παραδεδομένῃ τάξει καί πράξει καί τῆ ἐκκλησιαστικῇ μουσικῇ Φαναριωτικῇ παραδόσει.

Ἄς ἐπιτραπῇ ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ καί μία προσωπική ἐμπειρία, ἐνδεικτική τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος τοῦ Σχολάρχου μας. Ὅταν κάποτε ἤμην ἀπηλπισμένος εἰς τό Γραφεῖον τοῦ Ἀρχιγραμματέως ἐνώπιον μεγάλου ὄγκου ἐργασίας, εἰσῆλθε ὁ Σχολάρχης καί μετά τήν «καλημέρα» μέ ἠρώτησε «Σέ βλέπω στενοχωρημένο. Τί ἔχεις;»∙ τοῦ ἀπήντησα ὅτι «δέν τά προφθαίνω καί στενοχωροῦμαι». Ἐκεῖνος, ἀντί πάσης ἄλλης συμβουλῆς, μέ ἐνουθέτησε διά τῆς ἑξῆς ἐνδεικτικῆς τοῦ ἤθους καί τῆς πίστεώς του προτροπῆς, τήν ὁποίαν καί καταθέτω ἐν εὐγνωμοσύνῃ εἰς τήν μνήμην του, ὡς τήν ἐνθυμοῦμαι: «Παιδί μου», μοῦ εἶπε, «κάποιος ἡγούμενος ἔδωσε εἰς μοναχόν τήν ἐντολήν νά καθαρίσῃ ἕνα χωράφι από τά χόρτα. Ὁ ὑποτακτικός ἤρχισε ἐργαζόμενος μετά ζήλου. Βλέπων ὅμως τήν ἔκτασιν τοῦ χωραφιοῦ μεγάλην κατελήφθη ὑπό δισταγμοῦ. Ἀπελπισθείς δέ παρετήρει περίλυπος μύρμηκα προσπαθοῦντα νά διαπεράσῃ κοκκίδα σιταριοῦ. Ἐπέτυχεν ὁ μύρμηξ κατά τήν ἑξηκοστήν τετάρτην προσπάθειαν. Ἔκρινε τότε ὁ μοναχός τήν ἀπελπισίαν του ἀδικαιολόγητον πρό τῆς ἐπιμονῆς τοῦ μύρμηκος καί συνάξας τάς δυνάμεις του ἐκαθάρισε τό χωράφι». Καί συνέχισε: «Παιδί μου, γνωρίζεις ὅτι τά μεγαλύτερα τῶν κτηρίων ἀπαρτίζονται ἀπό μικρά πετραδάκια, κτισθέντα ἀνά ἕνα. Καί τά ἔργα τά ὁποῖα προγραμματίζεις θά γίνουν, ἐάν ὁ Θεός θέλῃ».

Αὐτό ᾖταν τό ἦθος καί ἡ διδαχή τοῦ Σχολάρχου μας, τήν ὁποίαν ἔκτοτε, ἀπό τοῦ ἔτους 1995, προσπαθῶ νά ἐφαρμόσω καί προσωπικά ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ μου μαρτυρίᾳ.

***

Ἡ τῶν Θεολόγων Σχολή αὕτη, τό Διδασκαλεῖον τῆς μυστιπόλου Ὀρθοδόξου Θεολογίας, καί τῶν ἀξιῶν καί τιμαλφῶν τοῦ Γένους, «ἐπαίδευε (τούς ἱεροσπουδαστάς) φιλοσοφίαν πνευματικήν»∙ ὁ δέ Σχολάρχης Μάξιμος, διά τῆς διατόρου φωνῆς του κατά τήν διδασκαλίαν, ἀπεκάλυπτεν ἀπνευστί διά παραστάσεων καί εἰκόνων ὅτι «τό μέν διδάξαι εὔκολον, τό δέ καί ὁδόν τινα δεῖξαι, δι᾽ ἧς μετ᾽ εὐκολίας ταῦτα ἐγίνετο, τοῦτο ἐστι τό θαυμαστόν», καθ᾽ ἅ φθέγγεται καί ὁ Χρυσορρήμων τῆς Ἐκκλησίας Πατήρ35.

Ὁ Σχολάρχης μας καί δι᾽ εὐχερείας καί δι᾽ εὐκολίας λόγου ἐδίδασκεν, ἀλλά καί τήν ὁδόν τῆς ἐφαρμογῆς τῶν διδασκομένων ὑπ᾽ αὐτοῦ φιλοσοφικῶν λογίων ἐδείκνυε∙ καί κατώρθωνε τοιουτοτρόπως τό θαυμαστόν καί ἄριστον. Διότι ἐδίδασκε διά τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἀναστροφῆς του, δηλαδή διά τῆς μέσῳ παραδειγμάτων ἀρίστης διδασκαλίας, διά τῆς ὁποίας ὁ νοῦς τοῦ ἱεροσπουδαστοῦ ἀνήγετο εἰς τόν Θεόν καί τά θαυμάσιά Του, ὑπογραμμίζων ὅτι «σοφίας οὐ μή κατισχύσῃ ποτέ κακία, οὐδ᾽ οὐ παρελεύσεται πονηρούς ἐλέγχουσα ἡ δίκη»36. Ἦτο ἡ διδασκαλία τοῦ Σχολάρχου μιά πραγματική μυσταγωγία· εἰς τά μαθήματα τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Χριστιανικῆς καί Φιλοσοφικῆς Ἠθικῆς, ἕνας χείμαρρος θείων ἐννοιῶν ἐνδεδυμένος τόν χιτῶνα τῆς Φιλοσοφίας, ἐξετυλίσσετο ἔμπροσθεν ἡμῶν τῶν σπουδαστῶν, ἐπιχειρούντων νά ἀντλήσωμεν, ὅσον τό ἐφ’ ἡμῖν δυνατόν, ἐκ τῆς ἀνεξαντλήτου ταύτης πηγῆς τῆς κατά Θεόν καί τῆς θύραθεν γνώσεως καί σοφίας. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, οἱ νεώτεροι στοχασταί, Λάϊμπνιτς καί Κάντ, συνεδυάζοντο μέ τήν διδασκαλίαν τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί κατέληγον καί ἀνακεφαλαιοῦντο εἰς τόν Σωτῆρα Χριστόν, ὁ Ὁποῖος διά τόν Σχολάρχην μας καί διά τήν διδασκαλίαν του ὑπῆρξεν «τό Α καί τό Ω, ἀρχή καί τέλος, ὁ Ὤν, ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ»37.

Κατά τάς συνδιδασκαλίας, ἑσπερινάς συνήθως, ὁ Σχολάρχης μας ἀνέλυε τό τῆς ἱερωσύνης καί τό διδασκαλικόν ἀξίωμα, χαρακτηρίζων ἀμφότερα μεγάλα καί θαυμαστά, καί ὄντως τῆς τοῦ Θεοῦ δεόμενα ψήφου, διανθίζων τόν λόγον του διά σεμνῶν πειραγμάτων καί εἰρωνικῶν ἐνίοτε παρατηρήσεων.

Ἐνθυμοῦμαι, ὅτι εἰς συνδιδασκαλίαν τινά, ἀνεφέρθη εἰς τόν αἰωνίως ἀτημέλητον ὁμιλοῦντα καί μέ ἐχαρακτήρισε «χωριάτην», ἐρωτῶν με «ποῦ εἶναι τά καλάθια καί τά τσαρούχια πού μᾶς ἔφερες ἀπό τήν Ἴμβρο;». Διέκρινε τήν εὐαισθησίαν μου καί τό δάκρυ τοῦ παραπόνου μου. Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ διδασκαλία, μοῦ εἶπε «Καρᾶ, ἔλα στό γραφεῖό μου». Μοῦ εἶπε δέ ἐν τῷ γραφείῳ του: «σέ ἐστενοχώρησα, παιδί μου. Καί ἐγώ χωριάτης εἶμαι, ἐσύ ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἴμβρου καί ἐγώ ἀπό ἕνα ἀνάλογο τῆς γειτονικῆς σας Μυτιλήνης». Αὐτός μέ μίαν φράσιν ἦταν ὀ Διδάσκαλος – Σχολάρχης τῆς κλεινῆς ταύτης Σχολῆς μας, καταδεινκύων ἐν τῇ πράξει τό Χρυσοστομικόν: «θαυμαστός διδασκαλίας νόμος, μή μόνον ἐπιτιμᾷν, ἀλλά καί παρακαλεῖν καί παραμυθεῖσθαι»38.

***

Ὁ Σχολάρχης, διδάσκων εἶχε πάντοτε ὑπ᾽ ὄψιν τό Βασιλειανόν «τήν νεότητα παιδαγώγησον»39. Ὑπῆρξεν αὐστηρός Παιδαγωγός τῶν σπουδαστῶν ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος. Ἐνίοτε βλοσυρός καί ἀπρόσιτος, ἄλλοτε ὀξύς καί ἀπρόβλεπτος, ἐμπνέων τόν φόβον, ἀλλά συγχρόνως καί πλήρης ἀγάπης καί κατανοήσεως πνευματικός πατήρ. Ἀκόμη καί ὅταν ἤσκει τήν ἀρχαίαν κλασσικήν μέθοδον τοῦ «χαστουκιοῦ», τῆς παιδευτικῆς τιμωρίας, τῆς νουθεσίας τῶν ἀτάκτων, ἐδίδασκε πῶς πρέπει ὁ Χαλκίτης ἱεροσπουδαστής νά ζῇ ὄχι τόσον διά τῆς εὐταξίας μόνον, ὅσον διά τοῦ καθημερινοῦ παραδείγματος, καθιστάμενος ὑπόδειγμα τοῖς ἐκτός τῆς θείας παρεμβολῆς τῆς Σχολῆς.

Τόν ἐνθυμοῦμαι ὡς μία ἡμέρα, ἥτις διῆλθε ὡς ἡ ἐχθές40, νά περιφέρεται εἰς ἀνυπόπτους ὥρας: τῆς διδασκαλίας, τοῦ περιπάτου, τοῦ «μικροῦ γύρου», ὅπως ἐχαρακτηρίζετο, τῆς ἑσπερινῆς μελέτης, τῆς νυκτερινῆς ἀναπαύσεως, τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἑσπερινοῦ, παρακολουθῶν ἀνυστάκτως, ἐνίοτε παιδεύων, ἄλλοτε συμβουλεύων, πότε νουθετῶν∙ ἱερουργῶν ὅμως πάντοτε καί ἐν πᾶσι τό λειτούργημα τοῦ Παιδαγωγοῦ, παιδεύων «οὐ διά ρημάτων μόνον, ἀλλά καί διά πραγμάτων»41.

Τό συνεχές καί ἀνύστακτον ἐνδιαφέρον του, τό ὁποῖον δέν ἐγνώριζεν ἡμέραν καί ὥρας, δέν ἦτο ἐστραμμένον μόνον εἰς τήν κατά πάντα ἀρτίαν λειτουργίαν τῆς Σχολῆς μας καί εἰς τὴν ἀποφοίτησιν ἐξ αὐτῆς ἀξίων στελεχῶν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἀλλά καί εἰς τήν προαγωγήν ἐν αὐτῇ τῶν θεολογικῶν γραμμάτων καί εἰς τήν ἀπό πάσης ἀπόψεως ἀναβάθμισιν τῆς Σχολῆς. Πρός τοῦτο, ἐφρόντισε νά ἀποσταλῇ εἰς Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ διά εὐρυτέρας σπουδάς πλῆθος ἀποφοίτων τῆς Σχολῆς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί φιλομαθεῖς Ἴμβροι, ὡς ὁ φιλοσοφῶν Ἄρχων καί Καθηγητής Κωνσταντῖνος Δεληκωσταντῆς, ὁ Γεώργιος Νταμπαντζῆς, ὁ Χριστοφόρος Παπακωνσταντίνου, ὁ Δημήτριος Μαρίνης, κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι προωρίζοντο νά ἀναλάβουν ἐν συνεχείᾳ θέσεις Καθηγητικάς ἐν τῇ τροφῷ Σχολῇ. Κατέστησε τόν ὑπό τήν προεδρίαν του Καθηγητικόν Σύλλογον τῆς Σχολῆς «ἐπιτελικόν διεργαστήριον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», κατά τήν εὔστοχον ρῆσιν τοῦ μακαριστοῦ διδασκάλου ἐν τῇ Σχολῇ Ἐφέσου Χρυσοστόμου42∙ ἀληθῶς αἱ σπουδαιόταται εἰσηγήσεις πρός τόν Πατριάρχην καί τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον ἐπί σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων διαχρονικῶς προήρχοντο ἐκ τοῦ Καθηγητικοῦ Συλλόγου τῆς Σχολῆς. Ἀκόμη ἐξεδαπάνησε ἑαυτόν ὁ Σχολάρχης διά τήν βελτίωσιν τοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος τῆς Σχολῆς, διά τῆς προσθήκης νέων χώρων, ἀνακαινίσεως τῶν ἤδη ὑπαρχόντων καί ἐγκαταστάσεως συστήματος θερμάνσεως συνόλου τοῦ κτηρίου.

Τό πλέον ὅμως σημαντικόν ὑπῆρξεν ἡ τῷ ὄντι ἀδιάλειπτος μέριμνα περί τῶν ἱεροσπουδαστῶν τῆς Σχολῆς καί τῶν ἐν Ἑσπερίᾳ μετεκπαιδευομένων ἀποφοίτων της. Ὡς Σχολάρχης ἐμερίμνα διά τήν πρόοδον τῶν σπουδαστῶν· ὡς κληρικός καί Ἱεράρχης ἐπόθει νά καταρτίσῃ ἀρτίως τήν προσωπικότητά μας καί νά μᾶς ἐμφυτεύσῃ τήν ἀγάπην πρός τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας· ὡς πατήρ φιλόστοργος πολλάκις ἐν τῷ κρυπτῷ ἐστήριζε τούς ἱεροσπουδαστάς εἰς πᾶσαν πνευματικήν ἤ ὑλικήν των ἀνάγκην.

Ἐπιτραπήτω μοι ἡ ἀναφορά ἀκόμη μιᾶς προσωπικῆς ἐμπειρίας· οἱ σπουδασταί τῆς Σχολῆς πρός συντήρησίν των ἐλάμβανον ὑλικήν τινα βοήθειαν, ἄλλοτε ἐνδυμασίαν καί ὑποδήματα, ἄλλοτε χρηματικόν τι ποσόν· μεταξύ δέ αὐτῶν καί ἡ ἐλαχιστότης μου, προερχομένη ἐκ τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης τότε μαρτυρικῆς καί εὐλογημένης Ἴμβρου, τῆς νῦν ἀναγεννωμένης ἀπό τῆς τέφρας της, προσπαθείαις ἀόκνοις τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος. Γνωρίζων ὁ Σχολάρχης τήν δεινήν κατάστασίν μου, καί τάς πολλάς ἀνάγκας καί τάς ποικίλας ταλαιπωρίας πού ὑπέφερον ἤδη ἐκ νεότητός μου, λόγῳ τῆς ἄκρας πτωχείας τῶν μακαριστῶν πολυτέκνων γονέων μου Κωνσταντίνου καί Στυλιανῆς, πέραν τοῦ νενομισμένου βοηθήματος, καλέσας με εἰς τό γραφεῖον του, ἐξ ἰδίων του μοί ἔδωκεν 100 λίρας διά τάς προσωπικάς μου ἀνάγκας. Αὐτός ἦταν ὁ μέγας ἐν τῇ ἀφανείᾳ του Σταυρουπόλεως Μάξιμος· ὁ αὐστηρός Σχολάρχης, ὁ προκαλῶν πολλάκις φόβον, ὁ χειμαρρώδης διδάσκαλος, ὁ καθηλῶν τό ἀκροατήριόν του διά τῶν γνώσεων καί τῆς βιωματικῆς σοφίας του, ὁ Ἱεράρχης, ὁ ἐπιβαλλόμενος εἰς τούς πιστούς διά τοῦ παραστήματος καί τῆς μεγαλοπρεπείας του, διά τῆς κρυσταλλίνου καί ἡδυλάλου φωνῆς του, διά τῆς μυσταγωγικῆς καί κατανυκτικῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν· περισσότερον ὅμως ὡς γνήσιος καί στοργικός πατήρ, ὁ ἀγαπῶν τά τέκνα του καί ἀγαπώμενος ὑπ’ αὐτῶν, ὁ ἐναγκαλιζόμενος καὶ ἐπισυνάγων αὐτά «ὅν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς»43.

***

Ὡς Ἱερουργός τῶν Φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος ὑπῆρξε συνεχιστής τῆς παραδόσεως καί τοῦ τρόπου τῶν παλαιῶν Φαναριωτῶν Ἱεραρχῶν, ἐμπειρικῶς βιώνων τό μυστήριον καί ἔχων «ἀγγέλους συλλειτουργοῦντας»44, ὡς κατεδείκνυεν ἡ ἠρεμία του καί ἡ προσήλωσίς του εἰς τά τελούμενα. Ἐνθυμοῦμαι τήν μελίρρυτόν του φωνήν, ὅταν ἔψαλλε τό «Χριστός γεννᾶται» ἤ τῶν «Ἁγίων Πατέρων ὁ Χορός» ἤ τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει» ἤ ἀκόμη τό θεσπέσιο καί συγχρόνως συγκλονιστικό «Θεοτόκε ἡ ἐλπίς πάντων τῶν Χριστιανῶν».

Πρῶτος εἰς τούς Ὄρθρους καί τούς Ἑσπερινούς ἀπό τοῦ ἔτους 1955, ἱστάμενος εἰς τό μέσον τῆς εἰσόδου τῆς Σχολῆς. Καί ἀπ᾽ ἐκεῖ παρηκολούθει τούς διερχομένους μετ᾽ ἐλαφρᾶς ἐνώπιον αὐτοῦ ὑποκλίσεως ἱεροσπουδαστάς καί μαθητάς, τούς ὁποίους ἐγνώριζε κατ᾽ ὄνομα. Παρηκολούθει δέ τήν συμπεριφοράν τοῦ καθενός ἐντός τοῦ Ναοῦ· πῶς ἵσταται, πότε σταυροκοπεῖται, πότε κάνει μετανοίας, ἐάν γελᾷ, ἐάν ἀστειεύεται, ὅταν ὁ μακαριστός Λυκειάρχης μας, Κλαυδιουπόλεως Ἀνδρέας, ἐκτελῶν συνήθως καί χρέη ἐφημερίου, μᾶς ἐθυμίαζε∙ ὅταν ἀποφεύγαμε ἐξερχόμενοι τῆς Σχολῆς νά φέρωμεν τό πηλίκιον μέ τό ἀκρωνύμιον ΙΘΣΧ∙ καί ἀναλόγως ἐξετίμα καί ἠξιολόγει κάθε ἱεροσπουδαστήν καί μαθητήν τοῦ Λυκείου.

Οὐδέποτε θά λησμονήσω τό περιστατικόν τό ὁποῖον συνέβη, ὅταν ἱερούργει ἐν τῷ Ναϋδρίῳ τῆς Σχολῆς μας ὁ Σχολάρχης καί ἐγώ ἐξετέλουν τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιάρχου. Μοῦ ἐζήτησε τήν μίτραν του καί ἐγώ ἐν ἀμηχανίᾳ τήν ἀναζητοῦσα «στίς τσέπες μου», περιστατικόν τό ὁποῖον ἐν συνεχείᾳ ἐπανελάμβανε συχνάκις. Ὡς Ἱερουργόν τον Σχολάρχην, τόν περιγράφει τό Χρυσοστομικόν: «Στρατιώτου ἀνδρείαν ἐκέκτητο καί γεωργοῦ ἐπιμέλειαν καί ποιμένος κηδεμονίαν»45, ἀνδρείως γεωργῶν ὡς καλός ποιμήν καί τιθέμενος τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τοῦ Παλλαδίου τούτου τῶν Γραμμάτων καί τῆς ἱερᾶς ὁλκάδος τῶν φοιτώντων ἐν αὐτῷ.

Ἠγάπα τήν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας ὁ Σχολάρχης· ἠγάπα καί τό κατανυκτικόν Ναΰδριον τῆς Σχολῆς μας· ὁ ἴδιος γράφει σχετικῶς: «Πόσο διαφορετική θά ἦτο πράγματι ἡ διακονία καί ἡ προσφορά μας ἔξω ἀπό τόν ναό τῆς Σχολῆς, ἐάν δέν προηγεῖτο τό πνευματικό αὐτό βάπτισμα μέσα στά ἱερά νάματα τοῦ Ναοῦ τῆς Σχολῆς καί δέν ἠσκεῖτο τό πνεῦμα στήν ἰδεολογική αὐτή καλλιέργεια, τό ἀντίβαρο αὐτό, τό ἀπαραίτητο γιά τήν ἀναμέτρησι πρός τά ἀγωνίσματα τά ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί παλαίσματα στήν διακονία τῆς εὐθύνης καί τοῦ χρέους τῆς εἰδικῆς ἀποστολῆς μας… Καί δέν ὑπῆρξε γιά τόν καθένα μας τό ἐκκλησάκι τῆς Σχολῆς μόνο πνευματική κολυμβήθρα, οὔτε ἀφετηρία γιά ὁραματισμούς καί πτήσεις, οὔτε χῶρος ἰδεολογικῶν ἐξάρσεων καί σταθερῶν ἀποφάσεων γιά μελλοντική προσφορά καί θυσία, ἀλλά ὑπῆρξε χῶρος δοκιμασίας καί ἀγωνίας, διότι ἐκεῖ εἴχαμε γευθεῖ καί τάς πρώτας ἐμπειρίας πού δημιουργεῖ ἡ ὑπεύθυνη ἐμφάνισι στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας»46.

***

Ὁ Σχολάρχης μας ὑπῆρξεν ἕνας θεοτερπής Ἄνθρωπος μέ ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως: εὐθύς, αὐστηρός, διανθίζων πάντοτε τόν λόγον μέ «ἀνέκδοτα», ἄκακος, δίκαιος, ἀληθής, διακονῶν τό καλόν καί τό ἀγαθόν, πλήρης ἱερῶν ἐπιθυμιῶν διά τά κράτιστα καί τά βέλτιστα διά τήν Σχολήν μας αὐτήν καί διά τούς σπουδάζοντας ἐν αὐτῇ τά ἱερά γράμματα. Ἄνθρωπος, τόν ὁποῖον ἀναζητοῦν οἱ ἀπέραντοι χῶροι τοῦ Σχολαρχείου τούτου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἀντηχοῦν καί κροταλίζουν εἰς τάς ἀκοάς μας καί σήμερα τά βήματά του, ἡ φωνή του, ἡ διδασκαλία του καί τό φωτεινό παράδειγμά του, ὡς ἄλλο φῶς φωταγωγοῦν «τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους»47. Εἶναι ἀληθῶς δι᾽ ἡμᾶς ὅλους ἔντονος ἡ παρουσία του, ἀοράτως ἀσφαλῶς, μεθ᾽ ἡμῶν συνόντος48 καί σήμερα.

Οὐδέποτε θά λησμονήσω τήν εἰκόνα, ὅταν, ὀλίγον πρὸ τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας του, ἦλθεν εἰς τό Πατριαρχεῖον τήν ἑπομένην τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1990 διά τήν καθιερωμένην ὑποβολήν ἑορτίων προσρήσεων εἰς τόν ἀοίδιμον Πατριάρχην Δημήτριον. Μέ τό κλασσικόν καπέλλον του εἰσῆλθεν εἰς τό Γραφεῖον τοῦ Ἀρχιγραμματέως καί ἐκάθισε ἐπ᾽ ὀλίγον. Μέ ἐκάλεσε πλησίον του καί μοῦ εἶπε, παρουσίᾳ ἀδελφοῦ |Ἱεράρχου: «παιδί μου, παρασυρθείς σέ ἠδίκησα. Συγγνώμη». Κατώρθωσα ἁπλῶς νά ψελλίσω, δακρυσμένος, τήν ἔκπληξι καί τήν ἀπορία μου: «Παρακαλῶ, ἅγιε Σχολάρχα, ἐγώ συγγνώμην». Μετά μίαν ἑβδομάδα περίπου παρέδωκε τό πνεῦμα εἰς τόν Πλάστην του.

Αὐτός ἦταν ὁ Ἄνθρωπος Σχολάρχης μας, τόν ὁποῖον ἀναζητοῦν τά πλακάκια καί οἱ γωνιές τῆς Σχολῆς, περισσότερο ὅμως ἡμεῖς ὅλοι οἱ ζῶντες καί περιλειπόμενοι. Ἀναζητοῦμε τόν σοβαρόν Σχολάρχην, τόν ἐπιστήμονα καὶ διδάσκαλον, τόν λειτουργόν Ἱεράρχην· περισσότερον ὅμως ἀναζητοῦμε τόν πατρικῶς μορφώσαντα ἡμᾶς ἐν τῇ τροφῷ Σχολῇ· τόν διά τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς του νουθετοῦντα ἡμᾶς, ἄλλοτε μέ τό χαρακτηριστικόν χιοῦμορ του καί τήν λεπτή εἰρωνεία πού τόν διέκρινε, ἄλλοτε μέ λόγια σοφῶν καί χωρία τῆς Γραφῆς, διαλεγόμενον μέ ἡμᾶς ὡς σπουδαστάς καί ἀργότερον ὡς κληρικούς τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς.

***

Ὡς γνήσιος Φιλαγιορείτης ὁ Σχολάρχης μας, ἄφησε ἐποχήν ὡς Πρόεδρος τῶν Πατριαρχικῶν Ἐξαρχιῶν τῶν ἐτῶν 1973, 1984 καί 1986, ἀντιμετωπίσας καιρίας προκλήσεις, ἀπασχολούσας τόν Ἱερόν Τόπον καί τούς δεσμούς του μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ὡς ἐπί παραδείγματι τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας καί τό ζήτημα τῆς ἐπανδρώσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἡ ὁποία λειψανδρία ἦτο ἐκ τῶν σοβαρωτέρων προβλημάτων τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους μέχρι τῆς δεκαετίας τοῦ 1970.Ἐπίσης ἠσχολήθη μέ τό ζήτημα τοῦ ζηλωτισμοῦ, μέ σκοπόν τήν προσέγγισιν τῶν πεπλανημένων ἀδελφῶν, τῆς ἐπανόδου τῶν ἰδιορρύθμων Ἱερῶν Μονῶν εἰς τήν βασιλικήν ὁδόν τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, κ. ἄ. Ἄς λεχθῇ διά τήν ἱστορικήν ἀκρίβειαν, ὅτι ἐν τῆ ἀντιμετωπίσει τῶν ζητημάτων τῆς λειψανδρίας καί τοῦ ζηλωτισμοῦ ἔσχεν ὁ Σχολάρχης δεξιόν βραχίονα καί συμπαραστάτην τόν ἐκ τῶν ἀρίστων μαθητῶν του ἐν τῆ Σχολῇ Ἐπίσκοπον Ἀρίστης Βασίλειον

Ὁ ἴδιος ὅμως ἔδιδε πάντοτε τό στίγμα τῆς παρουσίας του ὡς Προέδρου τῶν Ἐξαρχιῶν τούτων, λέγων τά ἑξῆς χαρακτηριστικά κατά τήν προσφώνησίν του πρός τήν Ἔκτακτον Διπλῆν Ἱεράν Σύναξιν τοῦ ἔτους 1973: «Φέρει [ἡ Πατριαρχική Ἐξαρχία] τόν κλάδον τῆς ἐλαίας ἐκ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πρός τόν Ἁγιώνυμον τοῦτον Τόπον, καί τό σύμβολον τοῦτο τῆς εἰρήνης καί καταλλαγῆς μετατρέπεται διά τοῦ καρποῦ αὐτῆς εἰς ἔλαιον ἰάσεως καί θεραπείας τῶν τραυμάτων τοῦ πνεύματος καί τῆς ψυχῆς, φέρει τό μήνυμα τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργῆς τῆς Μητρός Μεγάλης Ἐκκλησίας πρός τούς ἐνταῦθα ἐν σεμνῇ βιοτῇ καί πολιτείᾳ ἀσκουμένους. Καί ἡ ἀγάπη αὕτη ἡ μεγάλη τῆς Οἰκουμενικῆς Καθέδρας, δέν εἶναι μία ἁπλῆ στοργή, δηλωτική οἴκτου καί συμπαθείας μόνον, ἀλλά πολύ ἐπέκεινα αὐτῆς ἀγάπη ἑκουσία, ἐνδόμυχος καί ἀνιδιοτελής, ὡς πλήρης οἰκείωσις τῶν ἠθικῶν καί πνευματικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀγαπωμένου»49.

Πέραν τούτων ὅλων, ὑπῆρξε κατά τάς διατριβάς του ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχός, περιβεβλημένος τό μέλαν τριβώνιον, διδάσκων καί γενόμενος ὑπόδειγμα καί παράδειγμα τῶν μοναζόντων, -ὡς καί ὁ μακαριστός ἁπλοῦς καί ἀπέριττος Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ὁ διατελέσας καί ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης-, διά τῶν λόγων, τῶν εἰσηγήσεων, τῶν προτροπῶν καί νουθεσιῶν του, διά τῆς τακτικῆς ἱερουργίας τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἐνθυμοῦμαι τό προσκύνημά μας εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Φιλοθέου, ὅπου μᾶς ὑπεδέχθη ὁ ἀλήστου μνήμης Γέρων Εὐγένιος, ἀντιπρόσωπος τότε τῆς Ἱ. Μονῆς εἰς τήν Ἱεράν Κοινότητα, ὁ ὁποῖος ἐχαρακτήρισε τόν Σχολάρχην «ἄγγελον φωτός τῆς Μητρός Ἐκκλησίας […] ἱστάμενον εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ, […] ἀστέρα ἐκπρόσωπον τοῦ σεπτοῦ Πατριάρχου μας Δημητρίου […], προστάτην καί κηδεμόνα τοῦ Ἱεροῦ Περιβολίου τῆς Παναγίας μας».

Ἄλλοτε δέ πάλιν ἐπαρουσίαζε πρός τούς Ἁγιορείτας Πατέρας λίαν συνοπτικῶς καί εὐγλώττως τί σημαίνει τό Ἅγιον Ὄρος διά τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν. Ἔλεγε: «Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία παρακολουθεῖ μετά πολλῆς στοργῆς καί ἐνδιαφέροντος τήν φωνήν καί τήν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Χαίρει καί ἔχει πολλήν τήν ἐγκαύχησιν διά τά αἰώνια πρότυπα τοῦ παρελθόντος, διά τά σεμνώματα καί ἐγκαλλωπίσματα τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς, τά ὁποῖα ὡς μετέωρα φωτεινά καί πολικοί ἀστέρες διέλαμψαν εἰς τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ἐγεώργησαν τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ταῖς ροαῖς τῶν δακρύων αὐτῶν, ἔζησαν τό χαροποιόν πένθος καί τήν χαρμολύπην τοῦ Σταυροῦ καί ἐγεύθησαν τούς γλυκασμούς τοῦ πνεύματος καί τάς ἀναβάσεις τῆς καρδίας. Ἀνύψωσαν εἰς ἐπίβασιν θεωρίας τήν πρᾶξιν, συνδυάσαντες τό κοινωνικόν ἔργον μετά τῆς φιλοσοφίας τῆς φυγῆς, τῆς ἀναχωρήσεως καί ξενιτείας. Ἐνώπιον αὐτῶν τῶν ἀειμνήστων πατέρων, τῶν πάλαι τε καί νῦν, κλίνομεν εὐλαβῶς τό γόνυ τοῦ πνεύματος καί τῆς καρδίας, γεραίροντες καί προβάλλοντες τά ἰδανικά αὐτῶν πρότυπα ὡς ἀληθῆ ἐκμαγεῖα πρός ἐνίσχυσιν, ἀλλά καί μίμησιν πάντων ὑμῶν, ὅσοι τόν δρόμον αὐτῶν βαδίζετε καί τοῖς ἴχνεσιν αὐτῶν ἀκολουθεῖτε. Ἡ μνήμη καί τό μνημόσυνον αὐτῶν εἰς τόν αἰῶνα»50.

***

Ὁ Σχολάρχης τῆς δικῆς μας γενιᾶς, Σταυρουπόλεως Μάξιμος, ὑπῆρξεν ἀληθῶς μία χαρίεσσα Μορφή, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας»51. Διηκόνησε πιστῶς καί θεαρέστως τό μυστήριον τῆς Σχολῆς μας ταύτης. Προσήνεγκε πολλάς ὑπηρεσίας. Ἐγαλούχησε δύο γενεάς περίπου κληρικῶν καί λαϊκῶν ἀποφοίτων τῆς Σχολῆς. Τούς ἐπροίκισε μέ τά ἱερά φῶτα τῆς γνώσεως. Τούς ἀνέδειξε διά τῆς ἱερωσύνης λευΐτας τῆς Χάριτος. Τούς κατέστησε φρυκτωρούς καί κήρυκας τῶν μυστηρίων Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς μαρτυρικῆς ἀληθῶς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ πνευματικοῦ ἐργαστηρίου της, τῆς Σχολῆς μας.

Τόν ἐνθυμοῦμαι προεξάρχοντα τῆς τελετῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 1971, ἔχοντα πλησίον του τόν ἀοίδιμον Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, ὅταν, ἀφοῦ ἐψάλη τό πρῶτον «Χριστός Ἀνέστη» ἐπί τῆς ἐξέδρας τοῦ ἄνθεν τοῦ μαγειρείου τῆς Σχολῆς χώρου, ἔσκυψε νά ἀσπασθῇ τήν χεῖρα τοῦ κρατοῦντος τήν λευκήν ἀναστάσιμον λαμπάδα Πατριάρχου, ψελλίζων τόν χαρμόσυνον παιᾶνα τῆς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου. Αὐθορμήτως, ὁ Πατριάρχης τόν ἠσπάσθη ἐπί τοῦ μετώπου, ἐνῷ ὅλοι μας, μέ ἐπικεφαλῆς τήν χορῳδίαν τῶν ἱεροσπουδαστῶν, ἐψάλλαμε τό «Χριστός Ἀνέστη» καί ἀντιφωνούσαμε τό «Ἀληθῶς Ἀνέστη».

***

Ἦταν τότε πού εἶχαν ἀρχίσει ἤδη αἱ ἀκριτομύθιαι καί ψιθυρισμοί περί ἐπικειμένης ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας τῆς Σχολῆς μας, πρό ἡμίσεος ἀκριβῶς αἰῶνος. Ἤταν τότε πού ἐψηφίσθη ὑπό τῆς Μεγάλης Τουρκικῆς Ἐθνοσυνελεύσεως νόμος περί ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας τῶν ἀνωτάτων ἰδιωτικῶν Πανεπιστημιακῶν Σχολῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων, παρά πᾶσαν ἔννοιαν δικαίου, περιελήφθη καί ἡ μέχρι τότε μή ἀναγνωριζομένη ὑπό τῶν ἐνταῦθα Ἀρχῶν ὡς Πανεπιστημιακή Σχολή μας. Ὁ ἀληθῶς τραγικός Σχολάρχης μας ἐβάστασεν ὅλον τόν πόνον καί τήν ἀγωνίαν, ἐπεστράτευσε ὅλην τήν ἐπιχειρηματολογίαν καί δεινότητα, ἐδοκίμασε πειρασμούς καί περιφρονήσεις ἐν τῇ προσπαθείᾳ του νά πείσῃ διά τό δίκαιον τοῦ αἰτήματος. Ἐβάστασεν ἀγογγύστως ἐπί 20 σχεδόν ἔτη τόν σταυρόν τοῦ μαρτυρίου, προσδοκῶν τήν ἐπαναλειτουργίαν της, καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνήσκων52 ὑπέρ τῆς Σχολῆς, ποτιζόμενος χολήν καὶ ὄξος καί «τῆς Μερρᾶς τά πικρότατα νάματα»53 βλέπων αὐτήν ἄνευ σπουδαστῶν, δεδεμένην βαρεῖαν ἅλυσιν, ἀδυνατοῦσαν νά ἐπιτελέσῃ τό ὑψηλόν ἐκκλησιαστικόν, παιδευτικόν καί πνευματικόν ἔργον της. Ἔκτοτε, ὅλοι ἡμεῖς οἱ φοιτήσαντες ἐν αὐτῆ, γεγηρακότες πλέον, προσδοκῶμεν τήν ἀπόδοσιν δικαιοσύνης…

Καί ἄν ὁ μακαριστός ἁπλοῦς καί ἀγαθός Καππαδόκης Κουλακσίζογλου ἔγραφε «τό Σχολειό Σου σχόλασε, Μάξιμε Σχολάρχα», ἡμεῖς πιστεύομεν ὅτι δυνατός ὁ Θεός, ἡ Παναγία Τριάς, ἐξαγαγεῖν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν54.

***

Παναγιώτατε,

Πατέρες καί ἀδελφοί,

Ὅταν ὁ μακαριστός Γέροντας Μελίτων ὁ Χατζῆς εἶχε χαρακτηρίσει τό Φανάριον Σχολήν55, ἀσφαλῶς ἠννόει καί τήν προπαρασκευάζουσαν τά στελέχη τῆς Σχολῆς αὐτῆς τοῦ Φαναρίου ἡμετέραν ταύτην ἐν Χάλκῃ Σχολήν, εἰς τήν ὁποίαν ἐφοίτησε και ὁ ἴδιος, τήν προσδοκῶσαν ἀνάστασιν ἐκ τῆς τέφρας της, ἡ ὁποία Σχολή ὑπῆρξε τό φυτώριον τῶν στελεχῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ρῆσιν καί πάλιν τοῦ Γέροντος Μελίτωνος, τῆς Φῶς καί Ἀνάστασιν κηρυττούσης τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν εἰς καιρούς εὐημερίας καί εἰς ἐποχάς δυσχειμέρους, ὅταν «νύκτες ἀσέληνοι καί ζοφώδεις»56 ἐκάλυπτον τόν Ἱερώτατον Θεσμόν, ὅταν τά πάντα ἐσκοτίζοντο ὑπό τῶν νεφῶν καί διερρήγνυτο τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ εἰς πολλά μέρη καί ἀναδενδράδας. Καί μήπως, ἀλληγορικῶς, τό ρῆμα τοῦτο, τό γεγονός, δέν συνεχίζεται μέχρι σήμερα; Ὅμως, ὁ Ἅδης καί τό κακόν «βασιλεύει, ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει»57.

Ἡ Μεγάλη ὅμως Ἐκκλησία καί ἡ Σχολή μας αὐτή τῆς Χάλκης, ἀλαλήτως καί ἐν σιωπῇ, κρατοῦν δι᾽ ἑαυτάς καί διά τούς φύλακάς των τούς ποικίλους σταυρούς καί τά βέλη τά ἠκονημένα58 και τά σκότη καί τά ἐρέβη, οὐδέποτε παύουσαι νά κηρύττουν Φῶς καί Ἀνάστασιν καί ἀπ᾽ αὐτοῦ τούτου τοῦ Τεμένους τῆς Σοφίας59, τοῦ προσδοκῶντος νά ἴδῃ ἀνεῳγμένας τάς πύλας καί νά ὑποδεχθῇ καί πάλιν τά νοσσία του ὑπό τάς στοργικάς πτέρυγάς του καί νά τά καταστήσῃ ἄνδρας τελείους, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ60.

***

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Ὁ περιπαθῶς ἀγαπήσας τήν Σχολήν μας, Σταυρουπόλεως Μάξιμος, ὁ βεβαιώσας κατά τήν φρικτήν ὥραν τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του, ὅτι «οὐδέν καί οὐδένα ἠγάπησα περισσότερον τῆς Τροφοῦ Σχολῆς», ὡς λίαν προσφυῶς γράφει καί ὁ ἀδελφός Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων Δημήτριος61, «ὁ πλήρης χάριτος γενόμενος», ἐφάνη ἀληθῶς ὡς διάττων ἀστήρ -ἀτυχῶς ὁ τελευταῖος μέχρι στιγμῆς- ἐν τῷ στερεώματι τοῦ περιπύστου τούτου Πανδιδακτηρίου τῶν Θεολογικῶν Γραμμάτων, τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῶν ἀκαταλύτων ἀξιῶν τοῦ Γένους μας, τῆς ἐλπίδος καί τῆς προσδοκίας.

Πράγματι, ὁ ἔσχατος καί ἴσως καί λαμπρότερος καί ἀσφαλῶς τραγικώτερος ἀστήρ τῆς Σχολῆς μας καί λόγῳ τῶν περιπετειῶν της ὑπῆρξεν ὁ Σχολάρχης μας. Δι’ ἡμᾶς καὶ δι’ ὅσους τόν ἐγνώρισαν δέν ὑπῆρξεν εἷς τῶν Σχολαρχῶν τῶν διακονησάντων ἐν τῇ Σχολῇ∙ ἀλλά ὁ Σχολάρχης, ὁ ταυτίσας ἑαυτόν μετά τῆς Τροφοῦ Σχολῆς καί θύσας τήν ψυχήν καί τήν ζωήν αὐτοῦ ὑπέρ αὐτῆς∙ ὡσάν νά ἦτο ἀνοικτή ἡ Σχολή μας, ὅσον χρόνον ἐπάλλετο ἡ καρδία τοῦ Σχολάρχου μας, ὅσον ἡ ἐλπίς ἐζυμοῦτο ἐν τῇ μεγάλῃ ὄντως ψυχῇ του. Ἀντιθέτως, τόν πῆρε μαζί του τόν τίτλον τοῦ Σχολάρχου εἰς ἀνάπαυσιν καί ἐν ἀναμονῇ «τῶν θυμηδεστέρων»62· καί ἐγράφη χρυσέοις γράμμασιν ἐν τῇ ἱστορίᾳ ὡς ὁ τραγικός Σχολάρχης τῆς Χαλκίτιδος Σχολῆς.

Ὅπως προσφυῶς ἐγράφη διά τόν Σχολάρχην μας, «τήν ἀγαποῦσε μέ περιπάθεια τή Σχολή. Ἦταν ἡ μητέρα του, ἦταν ὅ,τι πολυτιμὀτερο εἶχε καί γι’ αὐτό τήν λάτρευε», ὡς ἔγραφε ὁ Ἀμερικῆς Ἰάκωβος Κουκούζης63. Τόν ἐνθυμοῦμαι κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του μόνον ἐν τῇ Σχολῇ, μέ τή συντροφιά κάποτε τοῦ Σάρδεων Μαξίμου καί ἐνίων ἐκ τῶν παλαιῶν μας Καθηγητῶν, νά ψελλίζῃ μέ πικρία καί ἴσως μέ κάποια κρυφή ἐλπίδα τούς στίχους τοῦ Παλαμᾶ: «ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο τοῦ Χάρου δέ σέ δίνω»64. Πράγματι, δέν τήν ἔδωσε τοῦ Χάρου τήν Σχολή μας. Τήν πρόσεξε, τήν περιποιήθηκε μέ στοργή καί ἀγάπη μέχρι τήν τελευτή του. Αὐτή εἶναι καί ἡ παρακαταθήκη του δι’ ἡμᾶς τούς ἐπιγενομένους εἰς τήν διακονίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας.

***

Σήμερα, Σεῖς, Παναγιώτατε, ἡ Ἱεραρχία, οἱ ὅπου γῆς ἐπιζῶντες ἀπόφοιτοι τῶν δύο Τμημάτων τῆς Σχολῆς, τοῦ Θεολογικοῦ καί τοῦ Λυκειακοῦ, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Πόλεως καί εὐρύτερον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Πρόεδρος καί τά μέλη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, ἀλλά καί αὐτοί οἱ κεκοιμημένοι διδάσκαλοι καί φοιτήσαντες ἐν τῇ Σχολῆ, πού συνεχίζουν μαζί του τήν ἀένναο δοξολογική λιτανεία∙ ὅλοι ὅσοι εἴχαμε τό προνόμιο νά ζήσωμεν τόν Σχολάρχην καί νά διδαχθῶμεν καί νά εὐεργετηθῶμεν παρ᾽ αὐτοῦ, ὕμνον πλέκομεν αὐτῷ εὐχαριστίας, ὅτι ἦλθε καί ἐφάνη «ἐν τῇ ἀφανείᾳ τετιμημένος»65 πλέον.

«Στῶμεν», λοιπόν, «καλῶς, στῶμεν μετά φόβου»66, «περιζωσάμενοι τήν ὀσφύν ἡμῶν ἐν ἀληθείᾳ»67, στοιχοῦντες τῷ παραδείγματι τῶν πατέρων μας καί τοῦ τιμωμένου Σχολάρχου μας. Καί αὐτό ἀρκεῖ διά νά νικήσωμεν. Διότι «ὑπέρ πάντα νικᾷ ἡ ἀλήθεια»68.

Ἐν πίστει καί ἐν ἐλπίδι καί ἐν τῇ προσδοκίᾳ, ὅτι τό «αὔριον ἔσεται ἄμεινον»69, κατά τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα καί τήν βουλήν τῆς Ἐλπίδος πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπαναλαμβάνομεν τό ἀπολυτίκιον τοῦ (ἀποψινοῦ) Ἑσπερινοῦ πού εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑπομένης (τῆς αὐριανῆς)»70: Δι᾽ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Σχολάρχου ἡμῶν, τοῦ σεπτοῦ ἡμῶν Πατριάρχου, κλήρου καί λαοῦ, Κύριε, Κύριε, Παναγία Τριάς, ταῖς πρεσβείαις τῆς Παναγίας τῆς Παυσολύπης, τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Μεγάλου Φωτίου καί Ὁμολογητοῦ Γερμανοῦ καί τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, Ἐπισκόπου Σμύρνης, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἴδε τήν ἀγωνίαν, τόν πόνον, τήν θλίψιν καί τήν προσδοκίαν μας, καί διάνοιξον καί πάλιν τάς κεκλεισμένας πύλας τῆς Σχολῆς μας. Ἀμήν.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:

1 Εἰσήγησις κατά τό ἐν τῇ Ἱερᾶ Θεολογικῆ Σχολῇ Χάλκης ὀργανωθέν ἐν συνεργασίᾳ μετά τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν Συνέδριον ἐπί τῆ συμπλη-ρώσει ἡμίσεος αἰῶνος ἀπό τῆς ἀναστολῆς τῆς λειτουργίας τῆς Σχολῆς καί τριακονταετίας ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ τελευταίου Σχολάρχου αὐτῆς, ἀειμνήστου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως κυροῦ Μαξίμου Ρεπανέλλῃ, 6 Φεβρουαρίου 2022, Μνήμη τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, ἀνιδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης. 2 Ἰ. Χρυσόστομος, «In Epistulam ad Hebraeos», P.G. 63,209.3 Ἀσματική Ἀκολουθία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. 4 Ἀσματική Ἀκολουθία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. 5 Πρβλ. Ἰωάν. 1:9. 6 Ἰωάν. 8:12. 7 Ἱ. Χρυσόστομος, «In Epistulam ad Galatas Commentarius». P.G. 61,656. 8 Ἁγία καί Μεγάλη Κυριακή τοῦ Πάσχα, Ἡ τελετή τῆς Ἀναστάσεως. 9 Λουκ. 2:35. 10 Ἐφ. 4:7.11 Ἑσπέριον Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς. 12 Α΄ Κορ. 12:7-10. 13 Πρβλ. Πλάτων, Κρατύλος, 402a: «Λέγει που Ἡράκλειτος ὅτι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, καὶ ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα λέγει ὡς δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης». 14 Α´ Κορ. 12:4-11. Πρβλ. ἰδιοχείρους σημειώσεις διδασκαλίας ἀειμν. Σχολάρχου Μαξίμου πρός ἱεροσπουδαστάς τοῦ Γ´ ἔτους Θεολογικοῦ Τμήματος. 15 Γεν. 1:26. 16 «Μία Ἐξήγησις». Ἐν τῷ Τόμῳ Χαλκηδόνια, Μνήμη Μελίτωνος Χατζῆ, σσ. 11-13. 17 Θηκαρᾶς [Μοναχός], Λόγοι περὶ πίστεως, Β. Ἅγιον Ὄρος: Ἱερᾶ Μονὴ Παντοκράτορος, 2008, σ.42. 18 «Εὐχή συγχωρητική ἐπί τούς μέλλοντας μεταλαβεῖν».19 Πρβλ. Ψαλμ. 61 (62):13, «καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». 20 Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Λόγος ΙΣΤ´, Εἰς τόν πατέρα σιωπῶντα διά τήν πληγήν τῆς χαλά-ζης», P.G. 35,941A. 21 Ψαλμ. 7:10. 22 Β´ Κορ. 1:3. 23 Ἀποκ. 10-11.24 Σοφ. Σολ. 8:2-4. 25 Α´ Τιμ. 3:15. 26 Ἀκροστιχίς Κανόνος Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ πρός τήν Θεοτόκον.27 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, «Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καὶ Ἀγγελικοῦ Σχήματος». Πρβλ. Συμεών τοῦ Νέου θεολόγου, Κατηχήσεις καί Εὐχαριστίαι, Λόγος Β´: «Φύγωμεν οὖν τόν κόσμον καί τά ἐν κόσμῳ, ἀγαπητοί ἀδελφοί». 28 Σοφ. Σολ. 8:2.29 Χαρκιανάκις Στ., Θολά Ποτάμια. Ἀθήνα: Δόμος, 2008. 30 Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Ἐπιστολή Νεκταρίῳ», P.G. 32, 497A. 31 Ἀσματική Ἀκολουθία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. 32 Ἀσματική Ἀκολουθία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.33 Ψαλμ. 132 (133):3. 34 Κανών εἰς τήν Πορταΐτισσαν Παναγίαν.35 Ἰ. Χρυσόστομος, «In Epistulam ad Romanos», P.G. 60,489· 514. 36 Σημειώσεις διδασκαλίας Σταυρουπόλεως Μαξίμου ἔτους Θεολογίας Γ΄. 37 Ἀποκ. Ἰωάν. 1:8.38 Ἰ. Χρυσόστομος, P.G. 49,79. 39 Μ. Βασίλειος, Θεία Λειτουργία, Δέησις μετά τόν καθαγιασμόν τῶν Τιμίων Δώρων. 40 Ψαλμ. 89:4. 41 Ἰ. Χρυσόστομος, «Εἰς Ἰωάννην», P.G. 59,433.42 Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, «Τό Καθηγητικόν σῶμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλ-κης». Ἐν τῷ Τόμῳ Ἐπιστημονικὴ Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης. Ἀθῆναι, 1994, σ. 677. 43 Ματθ. 23:37.44 Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Σπυρίδωνος. 45 Ἰ. Χρυσοστόμου. «In Epistulam I ad Corinthios», P.G. 61,173.46 Μάξιμος, Μητρ. Σταυρουπόλεως, «Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Ἱεράν Θεολογικήν Σχολήν Χάλ-κης», Ἐν τῷ Τόμῳ Ἐπετηρίς Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης. Ἀθῆναι, 1980, σ.235-236. 47 Ματθ. 4:16. 48 Πρβλ. Ἰ. Χρυσόστομος, Θεία Λειτουργία.49 Εἰσήγησις πρός τήν ΕΔΙΣ, 1973.50 Προσφώνησις εἰς ΕΔΙΣ, 1984. 51 Ἰωάν. 1:14.52 Α´ Κορ. 13:31. 53 Ὀκτώηχος. Ἀναστάσιμος Κανών πλ. α΄ ἤχου. 54 Ψαλμ. 65 (66):12. 55 Χαλκηδόνια, ἔνθ.ἀν., σ. 74. 56 Ὄρθρος Μεγάλης Τετάρτης, Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων. 57 Τροπάριον στ´ ᾠδῆς κανόνος Μεγ. Σαββάτου.58 Πρβλ. Ψαλμ. 119 (120):4 59 Χαλκηδόνια, Φῶς καί Ἀνάστασις, ἡ προσφορά τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἔνθ.ἀν., σελ.482. 60 Ἐφ. 4:13. 61 Κομματᾶς, Δημήτριος, Μητρ. Γέρων Πριγκηποννήσων, Ἐνθύμιοι Λόγοι. Πρίγκηπος, 2021, σ.210. 62 Εὐχή γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς. 63 Κουκούζης, Ἰάκωβος, «Ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος: καί ἀναπεσών ἐκοιμήθη». Ἐν τῷ Τόμῳ Ἐπιστημονική Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης. Ἀθῆναι: 1997, σ.302.64 Παλαμάς, Κ. «Τάφος», στ.174­175. Ἀνεκτήθη 2 Φεβρουαρίου 2022 ἀπό https://www.greek-language.gr. 65 Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Funebris in Laudem Basilii Magni, 69,2». Στό Gregoire de Nazianze. Discours Funèbres en l’honneur de son frère Césaire et le Basile de Césarée. Paris: Picard, 1908. 66 Ἰ. Χρυσόστομος, «Θεία Λειτουργία», ἀρχή τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. 67 Ἐφεσ. 6:14. 68 Α´ Ἔσδρ. 3:12. 69 Θεόκριτος, Εἰδύλλια, 4,41. Στο Gow, A.S.F. Theocritus vol. 1. Cambridge: University Press, 1965. 70 Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου, Ἀπολυτίκιον, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων, σσ.8-9.

ΠΗΓΗ: https://www.exapsalmos.gr/2022/02/06/i-varysimanti-omilia-tou-sev-filadelfeias-k-melitonos-sto-diimero-synedrio-gia-ta-50-chronia-diakopis-leitourgias-tis-scholis-chalkis-kai-gia-ta-30-chronia-apo-tin-koimisi-tou-teleftaiou-scholarchi/