Η έννοια της φύσης
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
«Η μητέρα φύση είναι ο μεγαλύτερος ισοσταθμιστής.
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό».
(Christopher Heyerdahl)
Κάποια
πράγματα φαντάζουν αυτονόητα. Τόσο, που τα προσπερνάς χωρίς ν’
απαιτείται να τα ορίσεις, να τα προσδιορίσεις, ούτε καν να τα
ερμηνεύσεις. Κι όμως, είναι πράγματα βασικά για την ύπαρξη, για το Είναι
του ανθρώπου και το ζην στον κόσμο, για την όμορφη περιπέτεια της γης
και της ζωής σε αυτήν. Το τι είναι φύση είναι ένα κορυφαίο ρώτημα που
προσπερνιέται, καθώς το αυτονόητο της εννόησής της, καθιστά περιττή τη
διερεύνηση και την απάντηση. Μάλιστα, λόγω της πολυσημίας που τη
χαρακτηρίζει έχει διάφορη θεώρηση, γι’ αυτό και δε δηλώνεται ως έννοια
επιστημονική, παρά φιλοσοφική, έννοια που σχετίζεται περισσότερο με το
νοείν παρά με το θεωρείν. Η έννοια μετά τούτων της φύσης δεν έχει
επιστητό χαρακτήρα, παρά εμπειρικό, δεν αποτελεί συνθήκη, παρά Ιδέα.
Μολοντούτο,
σε καιρούς αλλοτινούς, της πρώιμης επιστήμης, ο Δαρβίνος «τόλμησε» στο
έργο του «Η καταγωγή των ειδών» κι όρισε επιστημονικά τη φύση, μιλώντας
ως διαλεκτικός εμπειριστής γι’ αυτήν. Είπε: «Φύση είναι η συνδυασμένη
δράση και το προϊόν πολλών φυσικών νόμων, και με τη λέξη νόμοι εννοούμε
τη σειρά των γεγονότων όπως τη διαπιστώνουμε». Μετέπειτα η επιστήμη δεν
ασχολήθηκε με την έννοια της φύσης, παραδίδοντάς την στη φιλοσοφία,
υποκαθιστώντας την μ’ έννοιες αρμοστές στην επιστημονική θεώρηση και
στην κανονιστική αντίληψη του (περί του ανθρώπου) ζην, μιλώντας για
περιβάλλον, για βιόσφαιρα, για φυσικό (οικο)σύστημα κ.λπ.
Η
φύση έτσι απέμεινε έννοια αντιληπτική, διαισθητική, λυρική, ποιητική.
Έγινε Ιδέα! Κατά τον ιδεαλιστή φιλόσοφο Γκέοργκ Χέγκελ, φύση είναι η
εξωτερίκευση της Ιδέας, η έκφραση, το δυνάμενο σε μορφή.[1]
Φύση είναι το εννοούμενο κι όχι το θεωρούμενο, είναι το όλον ως Ιδέα κι
όχι το μέρος ως αρχή, είναι το οργανικό σύστημα ως αξία κι όχι ως φόρμα
και μηχανισμός ζωής. Η επιστήμη μιλά για περιβάλλον, για οικοσύστημα,
για βιοκοινότητα κ.λπ., εξηγώντας μ’ έννοιες τέτοιες τη φύση,
καθιστώντας την σύστημα, καθόσον η φύση ως φύση αποτελεί μια γενίκευση,
ένα ιδεολόγημα της προσπάθειας (της ανάγκης αν θέλετε…) του ανθρώπου ν’
αποδώσει το γύρω του, τη ζωή στην ιδεατή της διάσταση, ως νόημα και ως
ανάγκη, με τη σημειολογία της Ιδέας και το «βάρος» του σκοπού. Σύμφωνα
με τον Γάλλο φιλόσοφο M. Merleau – Ponty, «…όπου υπάρχει φύση, υπάρχει
ζωή που έχει νόημα, χωρίς όμως σκέψη (αυτή αποτελεί προνόμιο του
ανθρώπου, ως απόρροια της νόησης). Η φύση λοιπόν έχει νόημα, χωρίς το
νόημά της να έχει τεθεί από τη σκέψη. Είναι αυτοπαραγωγή νοήματος».[2]
Το
πνεύμα επομένως, η σκέψη, η εντρύφηση στην Ιδέα, είναι τρόπος εννόησης
της ύλης, κι ως τέτοια αναφέρεται στη φύση. Το πνεύμα έχει τη δυνατότητα
να κυριαρχεί στη φύση, πρέπει όμως να κυριαρχεί μετρημένα, να υπάρχει
«τυπική κυριαρχία» για το ρέον και ζέον της κοινωνίας, ειδαλλιώς
υποπίπτουμε στην πλάνη της ασυμβατότητας λόγω έλλειψης μέτρου και
ισορροπίας. Ο γενικός κανόνας της λογικής τότε καταστρατηγείται, κι έτσι
το πνεύμα αποδυναμώνεται και σπαταλιέται, αφού ανατρέπεται ο κανόνας
που λέγει ότι το μερικό προσαρμόζεται στο γενικό, το μέρος στο όλον, κι
εν προκειμένω ο άνθρωπος στη φύση. Το αντίθετο –ο άνθρωπος να καθίσταται
απροσάρμοστος και να επιβάλλεται στη φύση– συνιστά ανωμαλία κι οδηγεί
σε ανισορροπία, κάτι που διαπιστώνεται ως άλογο κι ανυπόστατο για το
ζην˙ παρόλα ταύτα είναι σήμερα το κοινώς ενεργούμενο!
Φύση,
μετά τούτων, είναι το παράγωγο του Νου, που ως νόημα απαιτήθηκε από την
αίσθηση και την εξήγηση στη συνέχεια των φυσικών πραγμάτων, αφού,
σύμφωνα με τον Αναξαγόρα: «…στην αρχή όλα τα πράγματα ήταν μπερδεμένα,
μετά ήλθε ο Νους και τα ‘βαλε σε τάξη». Ο άνθρωπος δηλαδή, βάζει τάξη
στο φυσικό υλικό, που άναρχα διασπείρεται, και με το Νου, με τη λογική,
γίνεται διαχειριστής της φύσης. Η εξήγησή της οδηγεί στη διαχείρισή της,
η οποία όμως θάχει το νόημά της ως οδηγό. Λέγει αλλού ο αρχαίος
Έλληνας: «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»[3],
που σημαίνει ότι πράττουμε με καλαισθησία, κυριαρχούμενοι από το μέτρο
και την απλότητα, ταυτόχρονα δε φιλοσοφούμε, δηλαδή καλλιεργούμαστε με
τις επιστήμες, τις τέχνες και τα γράμματα, χωρίς όμως να γινόμαστε
νωθροί και μαλθακοί.
Πρέπει
δηλαδή στο σύμπαν να λειτουργούμε ως σοφοί διαχειριστές, σύμφωνα με τις
ποιότητες και τις αξίες της φύσης μας, χωρίς να υπερβαίνουμε τις
δυνάμεις μας και τις δυνατότητες του φυσικού συστήματος, καλλιεργούμενοι
δε εν αυτώ, ώστε να το εξελίσσουμε όντας ενεργοί και ξυπνοί, πονητές
αλλά και θεωροί του. Είναι συνεπώς η εν τη φύσει ζωή του ανθρώπου μια
πορεία πολιτισμού, που διαμορφώνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αυτός
αντιλαμβάνεται κι αντιμετωπίζει τη φύση.
Φύση
συνηθίζεται να εννοείται το μη τεχνητό, ακόμα και το δημιουργημένο ως
φυσικό (κατ’ απομίμηση της φύσης ή σύμφωνα με τα δεδομένα της), που μας
περιβάλλει˙ ό,τι λαμβάνεται ως «μη ανθρώπινο», μη αντικειμενοποιημένο,
που αποτελεί κάτι εξωγενές, στ’ οποίο όμως ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα
να «εισβάλλει» για να το εκμεταλλευτεί ή να το απολαύσει. Έτσι
εννοημένος ο φυσικός κόσμος βρίσκεται αποσυνδεδεμένος από τον άνθρωπο,
όντας αποστασιοποιημένος ο τελευταίος από τη φύση, συμμετέχοντας στο
φυσικό δρώμενο κανονιστικά/διαδικαστικά κι όχι ουσιαστικά. Η τέτοια
αντίληψη της φύσης, ως πλαίσιο, ως σκηνικό αλλά και ως πεδίο της
ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι αφιλοσόφητη κι αστόχαστη, απροσδιόριστη
δε σε σχέση με το ίδιο το σύστημα ζωής, στ’ οποίο ο άνθρωπος έχει
ευθύνη κι αποστολή. Και τούτο διότι εν προκειμένω η φύση δεν αποτελεί
Ιδέα αλλά σκοπό, έχοντας ο άνθρωπος αίσθηση κηδεμονευτική και
δικαιωματική στο φυσικό αντικείμενο, αποτελώντας αυτό το εργαλειακό και
ιδιοκτησιακό πεδίο της ανθρώπινης πράξης.
Η
βιοθεωρία στη βάση τούτη του ανθρώπου είναι προσανατολισμένη στην
κυριαρχία του στη φύση, κάτι που τον κάμνει να μην αντιλαμβάνεται ότι η
φύση δεν αποτελεί την περί αυτόν κτήση, αλλά την συν αυτόν κτίση, ότι
δεν είναι σύστημα της λειτουργίας του, αλλά υποστασιακή λειτουργία με
βιωματικό περιεχόμενο. Είναι η φύσει σχέση εμψύχων κι αψύχων στοιχείων,
έμβιων κι άβιων, διά των οποίων παράγεται, συντηρείται και προάγεται η
ζωή. Είναι συνεπώς κάτι πολύ παραπέρα από το δήλον, από αυτό που
θεωρείται στο στενό αντιληπτικό ορίζοντα του ανθρώπου ως το περι-βάλλον
(με την ανθρωποκεντρική διάσταση της έννοιας –ως ότι περιβάλλει κι
εξυπηρετεί τον άνθρωπο), αλλά είναι το περιβάλλον (με την
οικοσυστηματική έννοια –ως οργανική ολότητα). Αντίστοιχα η Οικολογία, ως
η επιστήμη της φύσης, είναι αυτή που ασχολείται με τις σχέσεις των
οργανισμών με το περιβάλλον τους, δίνοντας ουσιαστική διάσταση στο
περιεχόμενο των φυσικών σχέσεων, ως οργανικές.[4]
Από
την ετυμολογία της ίδιας της λέξης «φύση» δηλώνεται το νόημά της, το
βαθύτερο της έννοιας της, ως σχέση και ουσία ζωής. Κατά τον Αριστοτέλη,
«λέγεται φύσις η των φύσει όντων ουσία».[5]
Ο ίδιος ο φιλόσοφος δίνει αλλού τη θεώρησή του για τη φύση ως εξής:
«Φύσις λέγεται ένα μεν τρόπον ή των φυομένων γένεσις…, ένα δε εξ ου
φύεται πρώτου το φυόμενον ενυπάρχοντος».[6]
Η φύση προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «φύω», που σημαίνει
φυτρώνω˙ και στην παραπέρα εννόησή του: αναπτύσσομαι, παράγω, γεννώ.[7]
Υποδηλώνει την ουσία των πραγμάτων στη γη, απ’ όπου προέρχεται ο
βασικός λόγος της ύπαρξης, δηλαδή των ιδιοτήτων και της δομής τους,
αποτελώντας το πρωταρχικό υλικό, την πηγή της κίνησης, το ένδον που
αντανακλάται στο φαίνον.[8] Έχει το λοιπόν η φύση διεργασία ως προς το νόημά της, και τούτο εμφαίνεται στο φυσικό δημιούργημα ως σύνθεση ζωής.
Φύση
είναι το πολυσύνθετο όλον, που όμως συνθέτεται από το ουσιαστικό
μερικόν, τις λειτουργικές μικρομονάδες που φτιάχνουν τη φύση στη μεγάλη
της κλίμακα και χωρίς αυτές δε νοείται το φυσικό όλον. Το μερικόν είναι
ένα λειτουργικό σύστημα από μόνο του, αυτοδύναμο, όχι όμως αυτόνομο,
αφού χρειάζεται το γύρω κι αυτό το παραπέρα του, για να δημιουργηθεί το
οικοδόμημα της φυσικής ολότητας, που φτιάχνει το οργανικό σύνολο που
νοούμε ως φύση. Η παρέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό σύστημα είναι
διαχειριστική, αφού αποτελεί μέρος του όλου κι αυτός, ούτως ώστε τούτο
να εξυπηρετείται στο λειτουργικό ρόλο του, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και
τις ανάγκες του ανθρώπου ως οντότητα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν
(πρέπει να) είναι εξουσιαστική κι ανατρεπτική, αφού στην περίπτωση τούτη
οδηγούμαστε στη στρέβλωση και την ανωμαλία, σε σύστημα ζωής ανάρμοστο
με τη φύση του κι αντίθετο με τον προορισμό του.
Γιατί
έχουμε ανάγκη τη φύση; Γιατί είναι η πηγή της ζωής˙ και η αξία της, από
τούτη τη θεώρηση κατά πρώτον απορρέει. Ο καθηγητής φυσιολογίας των
φυτών Γιάννης Μανέτας προσδιορίζει τη σημασία της μέσα από τη σημασία
των φυτών, που αποτελούν τη βασική οργανική μονάδα του φυσικού
συστήματος, ως εξής: «Πρώτον, επειδή (τα φυτά) είναι οργανισμοί τόσο
διαφορετικοί από εμάς, ώστε χρειαζόμαστε μια πρόσθετη καθοδήγηση για ν’
αντιληφθούμε την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά τους. Δεύτερον, επειδή διαθέτουν
τον μοναδικό, ευρείας κλίμακας μηχανισμό για την εκμετάλλευση μιας
πρακτικά ανεξάντλητης, εξωγήινης ενεργειακής πηγής. Τρίτον, επειδή
αποτελούν το 99% της ζωντανής μάζας στον πλανήτη. Τέταρτον, επειδή
διαμόρφωσαν, διαμορφώνουν και θα εξακολουθήσουν να διαμορφώνουν την
ατμοσφαιρική σύσταση και τον υδρολογικό κύκλο με τρόπο συμβατό κι
απαραίτητο για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Επειδή αν δεν υπήρχαν
τα φυτά, η ζωή στη χέρσο, αλλά και εμμέσως στους ωκεανούς, θα ήταν
αδύνατη, τουλάχιστον με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα. Επειδή, ως οι
ανθεκτικότεροι των οργανισμών, τα φυτά προϋπήρχαν και θα εξακολουθήσουν
να υπάρχουν μετά από εμάς. Επειδή η ενεργειακή και μεταβολική κατάσταση
των πραγμάτων εξαρτάται από αυτά. Επειδή όχι μόνον η κοινή γνώμη, αλλά
και πολλοί επαγγελματίες βιολόγοι τα θεωρούν –αδίκως– κατώτερους και
απλοϊκούς οργανισμούς, χωρίς ορατή συμπεριφορά και ευφυΐα. Επειδή,
τέλος, τα φαινόμενα συνήθως απατούν.[9]
Πέραν
όμως των φυσικών διεργασιών και σχέσεων, που ενυπάρχουν στο φυσικό
σύστημα και σε τούτες κατά βάσιν παραπέμπουμε αναφερόμενοι στη φύση,
υπάρχει και η αξιακή διάσταση στη θεώρησή της, μια διάσταση που
προκύπτει από την απόδοση σε αυτήν του χαρακτήρα του αγαθού και του
καλού. Η φύση είναι αγαθή, αποσκοπεί στο καλό, δε θέλει να βλάψει˙
ανεξαρτήτως εάν οι άνθρωποι τής αποδίδουν εκδίκηση και βίαιη αντίδραση,
όταν «ξεσπά» φορές ή επειδή φοβίζει με το ανεξερεύνητο ή απροσδιόριστό
της. Πράγματι, η φύση έχει προσανατολισμό στην πραγμάτωση καταστάσεων
στα πλαίσια λειτουργίας του φυσικού όλου, που οδηγεί στην ολοκλήρωση,
στην τελείωση ενός σκοπού –παραδείγματος χάριν, το φυτό επιδιώκει να
φτιάξει άνθος και καρπό, για τη διαιώνιση και την αναπαραγωγή του, το
δένδρο να υψωθεί στο μέγιστο δυνατό του, σύμφωνα και με τις συνθήκες του
τόπου.
Στην
παραπάνω κατάσταση της φύσης ενυπάρχει το θετικό στοιχείο, το στοιχείο
της δημιουργίας, που χαρακτηρίζεται από την αγαθότητα κι ορθότητα του
σκοπού. Επομένως, όλη η ενέργεια της φύσης αποδίδει την καλοσύνη του
φυσικού συστήματος αναδεικνύοντας αξίες από τις οποίες ο άνθρωπος πρέπει
να παραδειγματιστεί στο ρόλο του ως λειτουργός και διαχειριστής του
συστήματος. Η αξιακή θεώρηση της φύσης προσδίδει ρόλο ιδεατό σε αυτήν,
για το οδήγημα του ανθρώπου στο δρόμο του με τη φύση. Η φύση, όπως λέγει
ο Πλούταρχος, «εστίν αφ’ εαυτής προς το καλόν»[10],
και τούτο την καθιστά πρότυπο για την ενέργεια του ανθρώπου, έχοντας,
υπό αυτή την έννοια, ρόλο σημαντικό σε σχέση με τον άνθρωπο και τον
προσανατολισμό του.
Η
φύση εμπερικλείει την έννοια της γέννησης, της ζωής, της υπόστασης. Ως
τέτοια απαιτεί ένα σύστημα βιοτικών λειτουργιών για την υποστήριξη του
κύκλου της ζωής. Αν και έννοια θηλυκή, προσανατολισμένη ως τέτοια να
δώσει γέννηση (γονιμότητα), εντούτοις απαιτεί μια θηλυκή Αρχή για να
πραγματωθεί, και τούτη είναι η Γη: η Μητέρα Γη. Αυτή σηματοδοτεί την
ύπαρξη, αποτελεί τη μήτρα Ιδέα, τη μεγάλη Μήτηρ που δίνει τη ζωή, η
οποία πραγματώνεται ως φύση. Αποτελεί τη «Μεγάλη Μητέρα» («Magna
Mater»), η οποία καρπώνει και ιδεώνει τη ζωή, συνιστώντας το ιδεολογικό
πλαίσιο, την ιδεατή προφάνεια προσδιορισμού της θεμελιακής αξίας του ζην
και της βάσης της ζωής. Λέγει ο Αριστοτέλης: «Η φερέσβιος είληχε γη,
παντοδαπών ζώων εστία τε ούσα και μήτηρ».[11] Αντίστοιχα λέγει και ο Μένανδρος: «Μήτηρ απάντων γαία και κοινή τροφός.[12]
Με
τούτα η φύση νοηματοδοτείται, ουσιώνεται και βλέπεται ως Ιδέα, ως
λειτουργία ζωής κι αίσθησης. Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Martin Heidegger:
«Η γη είναι αυτό μέσα στο οποίο το “ανα-φύεστε” επαναφέρει και
σιγουρεύει το καθετί αναφυόμενο και μάλιστα ως τέτοιο. Μέσα στο
αναφυόμενο κρύβεται η γη ως αυτό που τα σιγουρεύει. Από το νόημα τής εδώ
χρησιμοποιούμενης λέξης πρέπει ν’ απομακρυνθεί τόσο η παράσταση μιας
στοιβαγμένης κατά στρώματα υλικής μάζας, όσο και η απλώς αστρονομική
κατονομασία ενός πλανήτη».[13]
Η «Προσευχή στη Γη» του λυρικού, τραγικού ποιητή Ορφέα (1350 π.Χ.), αποδίδει μεγαλόπνοα τη θεώρηση της γης ως Μεγάλη Μήτηρ:
«Γη, Θεά, Μητέρα των θεών και των θνητών ανθρώπων
που όλα τα δίνεις κι εις καλό τέλος το καλό φέρνεις,
ω πάνγονη, ω πάνκαρπη, πάντροφη Γη, γεμάτη
ωραίους καρπούς, του αιώνιου κόσμου θεμέλιο, ω κόρη
πολύμορφη, που πολύμορφους από πολλούς πόνους γέννας
γεννάς καρπούς, πανσέβαστη, βαθύκλωνη, αιώνια,
καλότυχη που σ’ απαλόπνοο τέρπεσαι γρασίδι,
ω Πνεύμα πάνανθο που εξαίσια αγαπάς τις βροχοστάλες
ω Θεά, που μέγας κυκεώνας κόσμων και άστρων
ολόγυρά σου ολογυρνά με τρομερή δίνη
τις ολολόγιομες χαρά ας μεγαλώσει οπώρες,
σ’ ευτυχισμένες εποχές, η ευνοϊκή καρδιά σου
σ’ όλους εμάς που σου είμαστε και λάτρες σου και Μύστες».[14]
που όλα τα δίνεις κι εις καλό τέλος το καλό φέρνεις,
ω πάνγονη, ω πάνκαρπη, πάντροφη Γη, γεμάτη
ωραίους καρπούς, του αιώνιου κόσμου θεμέλιο, ω κόρη
πολύμορφη, που πολύμορφους από πολλούς πόνους γέννας
γεννάς καρπούς, πανσέβαστη, βαθύκλωνη, αιώνια,
καλότυχη που σ’ απαλόπνοο τέρπεσαι γρασίδι,
ω Πνεύμα πάνανθο που εξαίσια αγαπάς τις βροχοστάλες
ω Θεά, που μέγας κυκεώνας κόσμων και άστρων
ολόγυρά σου ολογυρνά με τρομερή δίνη
τις ολολόγιομες χαρά ας μεγαλώσει οπώρες,
σ’ ευτυχισμένες εποχές, η ευνοϊκή καρδιά σου
σ’ όλους εμάς που σου είμαστε και λάτρες σου και Μύστες».[14]
Εάν
αντίστοιχα διερευνήσουμε τη λατινική λέξη «natura» (αντίστοιχα,
«nature» εις την αγγλικήν), που αποτελεί απόδοση της λέξης «φύση» στη
λατινική γλώσσα, θα διαπιστώσουμε ότι οι Λατίνοι αποδίδουν εγγενή
χαρακτηριστικά στη φύση, έχοντας περιλάβει στο περιεχόμενό της όλο το
φυσικό σύμπαν –αντίστοιχα, όπως προείπαμε, ο Martin Heidegger, ο οποίος
επηρεάστηκε από τους αρχαίους Έλληνες στο φιλοσοφικό στοχασμό του,
αναφέρεται στο φύειν στη γη, εξαιρώντας τη στοιβαγμένη κατά στρώματα
υλική μάζα, καθώς και το αστρονομικό περιεχόμενο του πλανήτη.
Είναι
το λοιπόν «φύση» η ύλη της πρωταρχικής ουσίας (φυσική ύλη), χωρίς την
ανθρώπινη κατασκευή (τεχνητή ύλη); Κι αν η τεχνητή ύλη ενσωματωθεί στη
φυσική ύλη συγκροτώντας μιαν αμιγή αναβαθμισμένη ουσία, τότε αυτό δεν
είναι φύση; Φύση είναι ότι το γεννά (το παράγει) η γης, κι όχι ο
άνθρωπος;
Σήμερα
καταλήγουμε να θεωρούμε ως φύση το άμεσο φυσικό περιβάλλον μας, που
προσδιορίζεται με όρους της επιστήμης (της οικολογίας), ως κατηγορία
περιβάλλοντος που εντάσσεται στο οικοσύστημα της βιόσφαιρας και είναι
ένα σύστημα που καλύπτει την επιφάνεια του πλανήτη και βρίσκεται σε
δυναμική ισορροπία. Σε κλίμακα δεκαετιών ή αιώνων κρατά μια σχετικά
σταθερή κατάσταση, Ενώχ, σε κλίμακα χιλιάδων ή εκατομμυρίων ετών,
υφίσταται μια αργή εξέλιξη. Είναι ευσταθές, δηλαδή ικανό να διασώζει την
ισορροπία του όταν διαταράσσεται, αρκεί οι διαταραχές να μην είναι
υπερβολικές. Η διατήρηση αυτής της φυσικής σταθερότητας έχει καθοριστική
σημασία για τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και για την ανθρώπινη
κοινωνία. Η φύση μετά τούτων ιδώνεται ως σύστημα. Ως τέτοιο όμως, έχει
αδυναμία νοηματοδότησής του, καθώς δεν αποδίδεται σύμφωνα με τη σημασία
του και τον τρόπο λειτουργίας του. Κατανοώντας ο θεωρός τούτη την
αδυναμία, της ολοκληρωμένης απόδοσής του, έδωσε επιθετικό προσδιορισμό
στο σύστημα με βάση τη φύση του (τ’ ονόμασε φυσικό οικοσύστημα ή φυσικό
περιβάλλον, κι όχι φύση), ούτως ώστε να το προσδιορίσει ως σύστημα πώχει
φυσική διάσταση και τέτοιο προορισμό˙ χωρίς μολοντούτο, στα πλαίσια της
επιστήμης της οικολογίας, να μπορεί ν’ αποδώσει τη συνολική έννοια της
φύσης, στην οποία εμπεριέχονται συνδηλώσεις και θεωρήσεις που ξεπερνούν
την ίδια τούτη την επιστήμη.
Βλέπουμε
μετά τούτων ότι η έννοια της φύσης καθίσταται εξαρχής «δύσκολη» στην
εξήγησή της, καθότι σε αυτήν εμπλέκεται ο άνθρωπος, που τη διαμορφώνει
και της δίδει πολύμορφο χαρακτήρα˙ ή καλλίτερα διττό χαρακτήρα: τεχνητό
(επιστημονικό) και φιλοσοφικό. Στην αρχή, φύση ήταν η Αρχή, η αιτία, η
δύναμη, που γεννά και κινεί. Στη συνέχεια συναρτήθηκε με την τάξη των
πραγμάτων, που βασίζεται σε νόμους και σε σχέσεις, που αποτελούν τη
φυσική νομοτέλεια, δηλαδή την κανονικότητα στο γίγνεσθαι. Όμως η θεώρησή
της στα πλαίσια μιας φιλοσοφίας για το γενόμενο και της Ιδέας για τη
γη, ποτέ δεν έπαψε να συγκινεί και να ιντριγκάρει τον άνθρωπο.
Μολοντούτο, το ζήτημα εξήγησης της φύσης αποτελεί μη αξιολογημένη
ανάγκη, που παραβλέπεται για το απλό και χρηστικό του πράγματος, την
απόδοση δηλαδή ενός σκοπού σε αυτήν, με αποτέλεσμα, με τη μετουσίωση της
ουσίας της, να οδηγούμαστε στο «παρά φύσιν» λειτουργείν του κόσμου μας.
Και τούτο διότι, πέραν του ορισμού του πράγματος, που αποσκοπεί στη
χρήση του, απαιτείται η διερεύνηση της έννοιας του, για τη θεώρησή του.
Μιλώντας βάσει συνθηκών και κανόνων, μαθηματικοποιημένοι και
τεχνοκρατημένοι, με όρους κι έννοιες που απολιθώνουν το νόημα,
προκειμένου να ορίσουμε τη φύση, έχουμε χάσει το βάθος της θεώρησης, την
ουσία που προκύπτει από τη διεύρυνσή της, από το εσώτατο και το
δυνάμενό της.
Μιλούμε
για την ουσία του πράγματος, αγνοώντας το ουσιαστικό του περιεχόμενο,
καθώς και τη διαδικασία προς αυτό, που είναι η ουσίωσή του. Και τούτα
είναι τα σημαντικότερα ζητήματα των εννοιών που προσδιορίζονται μεν ως
ορισμοί κι αποκτούν κανονιστική διάσταση, όμως χάνουν την αξία τους εάν
ως θεωροί μείνουμε ανεξερεύνητοι στην ιδέα μας για τον τόπο, για τη γη,
για τον κόσμο, για το βάθος της φύσης (μας)!..
Η
φύση μάς ξεπερνά. Παλιά ο άνθρωπος τη φοβούνταν και τη σεβόταν
ταυτόχρονα. Στην αρχή δεν τη γνώριζε και την εξηγούσε με μύθους (εξ ου
και η πλούσια ελληνική μυθολογία!) Έπαιρνε νοήματα από αυτήν και
αποκωδικοποιώντας τα εξέπεμπε άλλοτε ως φόβο και άλλοτε ως θαλπωρή. Ένας
τρόπος απόδοσης αυτής της κατάστασής του ήταν να προσωποποιεί τα
στοιχεία της φύσης αποδίδοντάς τα στο πρόσωπο ενός θεού. Κατόπιν,
λειτουργώντας ως κυρίαρχος, θεώρησε ότι έχει εξουσία πάνω της κι ότι
μπορεί να μην την υπολογίζει, εκμεταλλευόμενος αυτήν χωρίς όριο. Η φύση
όμως πάντα εκπλήσσει και συναρπάζει, καθότι αποτελεί την πηγή, από την
οποία όλα ξεκινούν και δι’ αυτής κινούνται. Πέρα από το δέος που
προκαλεί, δημιουργεί και την ψευδαίσθηση του διαρκούς κι ανεξάντλητου
πεδίου παροχής ζωής. Ότι, δηλαδή, μπορεί να δίνει συνεχώς, μην
εξαντλούμενη! Η απεραντοσύνη της μάς υποβάλλει και δημιουργεί το «μύθο
της», ο οποίος όμως, παρά τη σημασία του, καταρρίπτεται συνεχώς από τον
κυρίαρχο άνθρωπο, που ενεργεί σε βάρος της και για το όφελός του.
Μολαταύτα διατηρείται ως μυθοπλασία η εικόνα της, ως το απροσδιόριστο κι
απροσδόκητο γενόμενο, ως το άγνωστο που όσο κι αν ερευνάται δε
φανερώνεται στο δυνατό του.
Εκπλήσσει
μετά τούτων η φύση με τον τρόπο της κάθε φορά˙ ευχάριστα (ως ομορφιά) ή
δυσάρεστα (ως βίαιη εκδήλωση των φαινομένων της). Είναι σύστημα και
τέχνη ταυτόχρονα, το δυνατό και το δυνάμενο, που προκαλεί έλξη, ως
μυστήριο και ως ομορφιά, καθιστάμενη ταυτόχρονα ανάγκη˙ ανάγκη ζωής. Η
ανάγκη αυτή δηλώνεται είτε ως ψυχολογική είτε ως πρακτική απαίτηση.
Αναγκαιοί μετά τούτων η φύση να υπάρχει, με τον άνθρωπο να τη λογίζει
κατά το σκοπό του σύμφωνα με τον προορισμό της. Η φυσική διαδικασία
είναι τα γύρα εν ενεργεία, όπως βιώνεται από τους ανθρώπους˙ με τον
τρόπο που βιώνεται, ως λειτουργική αίσθηση. Αναλόγως της θεώρησής της
και του τρόπου αντιμετώπισής της, η φύση εμφανίζεται στην ιστορία και
την κοινωνία του ανθρώπου με δυναμική και μεταβλητότητα, που προέρχεται
από το ανθρώπινο πράττειν στο φυσικό σύστημα −είναι φύσει δυναμικό
σύστημα, που το συμπληρώνει ο άνθρωπος με την ενέργειά του, όταν αυτή (η
ανθρώπινη ενέργεια) δεν το βλάπτει, κάμνοντάς το πολυσύνθετο και
πολυδύναμο ως προς το ρόλο του.
Ερωτήματα
βασικά που ανακύπτουν είναι: Φύση είναι ότι φύεται, ή (και) ότι
ανα-φύεται ως εκδήλωση της γέννησης ή της δημιουργίας στη γη; Ποιος ο
ρόλος του ανθρώπου στη φυσική διαδικασία; Φύση είναι η πρώτη ύλη οπού
θεμελιώνεται η ζωή ή το συνεχές παραγόμενο, με τον άνθρωπο γεννήτορα και
ενεργό της ζωής; Ποια τα όρια του φυσικού και του ημιφυσικού, ώστε, σε
αντιδιαστολή με το μη-φυσικό (το τεχνητό), να υπεισέρχεται στη θεώρηση
των πραγμάτων η έννοια της φύσης;
Ζητήματα
προφανώς ουσιώδη, που σε ιστορικές στιγμές της ανθρωπότητας εξηγήθηκαν
διαφόρως, αναλόγως των καταστάσεων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών
κ.ά.), της γνώσης (επιστημονικής, ιστορικής, κοινωνιολογικής κ.ά.), και
του φιλοσοφικού και πολιτιστικού status της κοινωνίας. Πάντοτε όμως
καθίστατο απαιτητή η ανάγκη της εξήγησής τους με το διάφορο τρόπο της
κάθε φοράς, καθώς, αντιστοίχως της θεώρησης της φύσης ήταν και ο τρόπος
λειτουργίας του ανθρώπου στη γη, συναρτώμενη η αντιμετώπισή της με τη
ζωή στη γη. Κατά τον Άγγλο μελετητή της ελληνικής φιλοσοφίας Τζον
Μπάρνετ (John Burnet), «Φύσις είναι αρχικώς η μόνιμος, πρωταρχική και
δεδομένη γήινη ουσία (προκαταρκτική, βασική και διαρκής, εν αντιθέσει
προς τα επιμέρους ιδιαίτερα πράγματα, τα οποία είναι δευτερεύοντα,
παράγωγα και μεταβατικά), στην οποία αναφέρονται οι κοσμογονιστές του
5ου και 6ου αιώνος, που της αφιέρωσαν πάμπολλα “Περί Φύσεως” έργα».[15]
Ο
ρομαντικός Γερμανός ποιητής Φρήντριχ Χαίλντερλιν τοποθετεί τη φύση στο
ιδανικό αττικό περιβάλλον σε ρόλο ιέρειας, που υπηρετεί το θεό –
δημιουργό, που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος με τον τρόπο που λειτουργεί,
διαμορφώνει αντίστοιχα και κατευθύνει τον κόσμο. Λέγει: «Η φύση ήταν
ιέρεια και ο άνθρωπος ο θεός της, και κάθε ζωή μέσα της και κάθε μορφή
και κάθε ήχος της μόνο μια ενθουσιαστική ηχώ εκείνου, του εξαίσιου, στον
οποίον ανήκε».[16]
Ιστορικά
λοιπόν, η ανάγνωση της φύσης ήταν συναρτημένη με τον άνθρωπο, με την
πορεία της ζωής του στη γη, καθιστάμενη βασικό και πρωταρχικό στοιχείο
της ύπαρξης. Με τη διαφορά ότι, ενώ παλιά έψαχναν την αρχή του κόσμου,
αναζητώντας το οντολογικό θεμέλιό του, με τον άνθρωπο ουσιαστικά να μη
διαχωρίζεται από το όλον, σήμερα αναζητείται η σχέση του ανθρώπου με τη
φύση, σαν αυτός να ήταν (και να είναι) απροσδιόριστος σε αυτήν και
ξέχωρός της, σα νάναι ξένος στον κόσμο του, κι απαιτείται στους
σύγχρονους καιρούς να ιδωθεί στο φυσικό σύστημα και να προσδιοριστεί ο
ρόλος του. Η πολυσημία της έννοιας «φύση» μέσα από την αντιδιαστολή
«φυσικό κι ανθρώπινο», και τις συνδηλώσεις τους (φυσικό – τεχνητό,
φυσικό – ημιφυσικό, φυσικό – υπερφυσικό / μεταφυσικό, φυσικό /
φυσιολογικό – αφύσικο / παρά φύσιν, δημιουργία-κατασκευή
γέννηση-παραγωγή κ.ά.), απορρέει ακριβώς από την παραπάνω
απροσδιοριστία, που δείχνει ότι ο άνθρωπος –τουλάχιστον από ένα σημείο
κι έπειτα στην πορεία του– λειτούργησε αφιλοσόφητα και μονοδιάστατα στον
κόσμο του, ως κυρίαρχο σε αυτόν ον.
Με
την πολυσημία της φύσης δηλώνεται επιπροσθέτως και η αναζήτησή της από
τον άνθρωπο, ο οποίος την ένοιωθε μέρος της ολότητάς του. Δεικνύεται δε η
πολυπλοκότητα της έννοιας «φύση», που ανακύπτει λόγω της διαφορετικής
θεώρησής της από τον άνθρωπο, σύμφωνα με την ερμηνεία της, αναλόγως της
αντίληψης που διαμορφώνεται για τα γύρα. Στο πλαίσιο αυτό ο Αμερικανός
ιστορικός και φιλόσοφος Λίο Μαρξ (Leo Marx) δίνει τρεις εκδοχές της
έννοιας φύση, που χαρακτηρίζουν ιστορικά τον κόσμο: την ωφελιμιστική,
την πριμιτιβιτική και τη βουκολική. Με την πρώτη ο άνθρωπος λαμβάνει τη
φύση σαν ένα απόθεμα πόρων προς εκμετάλλευση, λειτουργώντας ως κυρίαρχος
στο φυσικό σύστημα, νοώντας τη φύση ως αγαθό προς κατανάλωση,
ικανοποιώντας έτσι τις ανάγκες του υλικού πολιτισμού του. Με τη δεύτερη ο
άνθρωπος προάγει την προστασία της φύσης, θεωρώντας την ως αγαθό ζωής,
λαμβάνοντάς την ως καταφύγιο. Με την τρίτη ο άνθρωπος συνυπάρχει με τη
φύση, λογίζοντάς την ως το πεδίο ένταξής του, εναρμονιζόμενος στο ζην
φυσικώς. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, κυρίως από τις αρχές του 19ου
αιώνα και μετά, επικράτησε η ωφελιμιστική εκδοχή θεώρησης της φύσης που
την έφθειρε ανεπανόρθωτα κι οδήγησε στη δραματική σημερινή κατάσταση,
που θα επιδεινωθεί στη συνέχεια και θα καταστεί αμφίβολο το μέλλον στη
γη εάν άμεσα δεν αφυπνιστούμε.[17]
Η
ερμηνεία της φύσης και η απόδοση της έννοιας της απασχόλησε πολύ τον
άνθρωπο και, ξεκινώντας από τον αρχαίο Έλληνα, έφτασε στο σημείο ν’
αναπτύξει ένα ευρύ πεδίο σκέψης για το φυσικό γενόμενο, με συγκεκριμένη
σε κάθε εποχή αντίληψη, αναλόγως των πεποιθήσεων και των απόψεων που
επικρατούσαν, καθώς και της κοινωνικής, πολιτιστικής και επιστημονικής
εξέλιξης που υπήρξε –κι ένας ιστορικός απολογισμός με θέμα το φυσικό
ζητούμενο, είναι πάντοτε εξόχως ενδιαφέρων και διδακτικός!.. Η αναζήτηση
της φύσης αποτέλεσε, θα λέγαμε, μιαν υποχρέωση και μιαν ευθύνη για τον
άνθρωπο, καθώς διέγνωσε εξαρχής –μάλλον η φύση του τον ωθούσε προς αυτό–
την αναγκαιότητα να καθορίσει τον τρόπο λειτουργίας του σε σχέση με τα
γύρα, μέσα από τον προσδιορισμό τους και τη στοιχειοθέτησή τους
αναφορικά με τον ίδιο, ώστε θεωρώντας να θεωρηθεί (ή ν’ αναθεωρηθεί όταν
έπρεπε), αντιλαμβανόμενος ότι το φυσικό όλον αποτελεί μέρος του
συστήματος στο οποίο ο ίδιος ενυπάρχει.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «…η ύλη γίνεται μορφή, η μορφή υλοποιείται» και «η φύση είναι η Ιδέα κάτω από τη μορφή του άλλως Είναι», είπε.
[2] M. Merleau – Ponty, «La nature, cours du College de France», Ed. du Seuil, 1995, σελ. 19.
[3] Θουκυδίδης, «Περικλέους Επιτάφιος», Κεφ. 40ο.
[4]
Η Οικολογία καθιερώθηκε ως επιστήμη το έτος 1866 από τον Χέκελ (Ernst
Haeckel) στο έργο του «Generelle morphologie der organismen».
[5] «Λέγεται φύση η ουσία των φυσικών όντων» («Μεταφυσικά», 1014b, 36).
[6]
«Φύση λέγεται αφενός η γένεση των όντων που φύονται, αφετέρου εκείνο το
οποίο, ενυπάρχοντος ως πρώτο, κάνει δυνατό το να φύεται και να
μεγαλώνει αυτό που φύεται», («Μεταφυσικά», 1014b, 16).
[7]
βλπ. στο λήμμα «φύω», στο «Νεώτατον λεξικόν όλων των ρημάτων της
αρχαίας ελληνικής γλώσσης», του Κωνσταντίνου Δ. Παπανικολάου, εκδόσεις
Κένταυρος, Αθήναι 1971.
[8]
Στους Όμηρο, Θέογνι και Πίνδαρο, ο όρος «φυή» ή «φυά» δηλώνει την
εξωτερική ομορφιά, την ευγενή εμφάνιση, το επιβλητικό παράστημα, που
αποτελούν απότοκο της ουσίας, της εσωτερικής λειτουργίας και
καλλιέργειας του ανθρώπου.
[9] Μανέτας Γ., «Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη χώρα των φυτών», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σελ. 16.
[10] «Η φύση οδηγεί από μόνη της προς το καλό», («Ηθικά», 333 Β).
[11] «H ζωοδότρα γη είναι η ουσία και μητέρα όλων των ζωντανών οργανισμών», («Περί κόσμου», 2 – 391b, 13 – 14).
[12] «Η γη είναι μητέρα όλων και κοινή τροφός», (Γν. μον. 617).
[13] Λέφας Π., «Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas», εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 92.
[14] Ορφεύς, «Προσευχή στη Γη», από τους «Ύμνους», απόδοση: Λεωνίδας Πολυδεύκης.
[15] Burnet J., «Early Greek Philosophy», London and Edinburgh: A. and C. Black, 1892, 4th edition, 1930.
[16] Χαίλντερλιν Φρ., «Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκεμερέϋ, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 1996, σελ. 123.
[17]
Marx L., «The american ideology of space», in Adams William Howard,
Wrede Stuart, «Denatured visions: Landscape and culture in the twentieth
century», The Museum of Modern Art, New York 1991.
.
(από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. Νοώντας για τη φύση…”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885)
.
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 13.09.201
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 13.09.201