Τη δοξολογητική εκφώνηση του ιερουργού
στην αρχή της Θείας Λειτουργίας με το:
«Ευλογημένη η Βασιλεία του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας
των αιώνων», έρχεται στη συνέχεια
ο λαός δια του ιεροψάλτου να την επιβεβαιώσει και να την επικυρώσει με το «αμήν».
Η λέξη αυτή είναι εβραϊκή και αμετάφραστη
συχνά απαντάται στα αγιογραφικά και λατρευτικά κείμενα. Στον ευαγγελικό λόγο ο
Κύριος Ιησούς κάμνει χρήση αυτής της λέξης στην επικοινωνία που έχει με το λαό.
Αρχίζει συχνά τη διδαχή Του με
το «αμήν» στη φράση: «αμήν λέγω υμίν» με τη
σημασία του επιρρήματος «αληθώς», που ισοδυναμεί με τη
φράση «σας διαβεβαιώ».
Όταν πάλιν ήθελε να βγάλει κάθε
δισταγμό και αμφιβολία από τους ακροατές Του και να ενισχύσει την επιβεβαίωσή
Του, το επαναλαμβάνει το «αμήν» στη φράση: «αμήν αμήν
λέγω υμίν».
Συνοδευόμενο με το ρήμα «λέγω» αποτελεί
έντονη επιβεβαίωση: «αληθινά σας διαβεβαιώ».
Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγραψε την ιστορία του αυτοκράτορα πατέρα της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού
Γράφει η Αλεξία Π. Ιωαννίδου
Η Άννα Κομνηνή υπαγορεύει την «Αλεξιάδα» στο μοναστήρι της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη. Λιθογραφία του William Spencer Bagdatopoulos για την έκδοση «Hutchinson's History of the Nations», 1915 (πηγή: chilonas.com)
«Ακάθεκτος κυλά ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας…», μας λέει ηΆννα η Κομνηνήστον πρόλογο τηςΑλεξιάδος. Φαίνεται όμως πως η ίδια κατάφερε να βγάλει τον εαυτό της από τον «βυθό της αφάνειας», αφού μετά από μια χιλιετία το έργο της αποτελεί σταθμό τόσο για τα ελληνικά γράμματα όσο και για την παγκόσμια ιστορία.
Η Άννα Κομνηνή ήταν πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας.
Μέχρι να γεννηθεί ο αδελφός της Ιωάννης, υπήρξε «συναυτοκράτειρα».
Η μόρφωση που έλαβε ως πορφυρογέννητη πρωτότοκη πριγκίπισσα ήταν πλούσια καιη ανατροφή που της δόθηκε επιμελέστερη από αυτήν κάθε άρρενα επίδοξου διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. Το θάρρος που επεδείκνυε επισκίαζε εκείνο πολλών ανδρών και ειδικά τουσυζύγου της Βρυέννιου, ο οποίος ήταν απρόθυμος να της συμπαρασταθεί στην προσπάθειά της να ανατρέψει τον αδερφό της από την εξουσία και να αναλάβει ο ίδιος αυτοκράτορας. Σύμφωνα με τον ιστορικόΝικήτα Χωνιάτη, αφενός μεν μεμφόταν την φύση της που την γέννησε γυναίκα (και έχασε το θρόνο από τον δευτερότοκο αδελφό της), αφετέρου δε την τύχη της που βρέθηκε δίπλα σε ένα άντρα άτολμο όπως ο Βρυέννιος.
Λόγω της κοινωνικής της θέσης συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει. Η πριγκιπική της ιδιότητα εξάλλου της εξασφάλιζε άμεση πρόσβαση σε εγκυρότατες πηγές όπως επίσημες επιστολές και εμπιστευτικά κρατικά αρχεία.Δε δίστασε μάλιστα προκειμένου να ενισχύσει την αλήθεια όλων όσων ισχυριζόταν, να ενσωματώσει στο έργο της ένα χρυσόβουλο του πατέρα της Αλεξίου Α΄.Το γεγονός αυτό βρίσκει την βυζαντινή πριγκίπισσα πλήρως εναρμονισμένη με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας, εφόσον οΗρόδοτοςκαι ο Θουκυδίδης χρησιμοποιούσαν εκτός από γεωγραφικές και εθνολογικές παρατηρήσεις και τμήματα από λόγους και δημηγορίες, αρχεία πόλεων, διοικητικές πράξεις και άλλα ντοκουμέντα για να ενισχύσουν την αλήθεια των γραφομένων .
Εκτός όμως από την άμεση πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και τα προσωπικά της βιώματα, η Κομνηνήείχε αναπτύξει ως προς την συγγραφή της ιστορίας επαρκή επιστημονική μέθοδο, κάνοντας διασταυρώσεις με διαπρεπείς ιστορικούς της αυτοκρατορίας, όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης. Συγχρόνως μελετούσε και έκανε χρήση των υπομνημάτων των συμπολεμιστών του πατέρα της στις μάχες και φυσικά χρησιμοποιούσε τις κατά γενική ομολογία αξιόπιστες γραπτές μαρτυρίες του ανδρός της Βρυέννιου, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια αξιοπρεπή ιστορική μελέτη.
Όσον αφορά στη γλώσσα,ηΑλεξιάδαθεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Η εύστροφη συγγραφέας της κάνει την σύνδεση με την αρχαιότητα όχι μόνο μέσω της γλώσσας, αλλά επιπλέον χρησιμοποιώντας τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες και αναφέρεται. Ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου,η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί συχνότερα, ευκαιρίας δοθείσης, χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ιστοριογράφους (τον Θουκυδίδη που προσπαθεί να μιμηθεί με επανάληψη δικών του στερεότυπων φράσεων) και τον αγαπημένο της Όμηρο. Είναι εξάλλου ηλίου φαεινότερον πως ο τίτλος της ιστορίαςΑλεξιάςπου έγραψε καλύπτοντας τη χρονική περίοδο 1069-1118 με πρωταγωνιστή τον Αυτοκράτορα και πατέρα της Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, παραπέμπει στο «Ιλιάς» του αρχαίου Έλληνα επικού ποιητή Ομήρου.
Σε όλο το έργο της η Κομνηνή κάνει σαφή στον αναγνώστη τα αντιβαρβαρικά της αισθήματα, ένα άλλο κοινό σημείο, συνέχεια θα λέγαμε των αρχαίων Ελλήνων ιστοριογράφων που αποστρέφονταν ό,τι αφορούσε τους μη Έλληνες-βάρβαρους εχθρούς. Έτσιη οξύνους βυζαντινή πριγκίπισσα, διαφοροποιεί πλήρως τη θέση της από την «δυτικολατρεία» του ανιψιού της Μιχαήλ, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Ιωάννη και, με την αφέλεια που τον διέκρινε, έφτασε στο σημείο να συμβουλεύεται αστρολόγους για τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας (συνήθεια εισαγόμενη από τη Δύση), αλλά και να επιφυλάσσει θερμές υποδοχές σε απεσταλμένους του Πάπα.
Η Άννα Κομνηνή είχε την άποψη πως οι βάρβαροι ήταν αλαζόνες, άξεστοι, φιλοχρήματοι και ο όρκος τους δεν είχε καμιά απολύτως αξία (γιατί προφανώς τον πατούσαν με την πρώτη ευκαιρία).
Έφτασε δε σε σημείο, για να μην μιάνει το κείμενό της με βαρβαρικά ονόματα, να αποφεύγει να τα χρησιμοποιεί.
Έτσι μπορούμε να εξαγάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής ιστοριογραφίας ηΑλεξιάςήταν και ως προς τη γλώσσα (αττικίζουσα) αλλά και ως προς το ύφος (ελληνοπρεπές) και τις μεθόδους της ιστοριογραφίας (πηγές, αναφορές σε αρχαιοελληνικά κείμενα κ.τλ.) αντιπροσωπευτικό της κείμενο. Παρόλα αυτά όμως, λόγω της απόκρυψης των μειονεκτημάτων και των λαθών του πατέρα της, και της εγκωμιαστικής της διάθεσης για το βίο και τις πράξεις του (βαρβαρότητες εναντίον των αιρετικών Παυλικιανών), της έλλειψης ουδετερότητας, των έντονων αρνητικών (που άγγιζαν την εμπάθεια) συναισθημάτων της για εχθρικά της πρόσωπα1και του συναισθηματισμού της2, η Κομνηνή δεν επιτέλεσε τελικά με ευλάβεια το στόχο που είχε θέσει στο προοίμιο τηςΑλεξιάδοςνα γράψει δηλαδή αντικειμενικά ιστορία. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του έργου της. Τουναντίον χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως κείμενο ξεχωριστό ανάμεσα στην πληθώρα των σύγχρονών του ιστορικών κειμένων και έχει ιδιαίτερη αξία.
Σύντομη γλωσσική ανάλυση του προοιμίου τηςΑλεξιάδος
Στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου τηςΑλεξιάδος, παρατηρείται μια προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης της έννοιας του χρόνου, ενώ παράλληλα εξαίρεται η σημασία της καταγραφής της ιστορίας και ο ανασχετικός ρόλος που μπορεί αυτή να διαδραματίσει σε ό,τι αφορά την «επέλασή» του.
Παρόλο πουείναι εμφανής σε αυτό το χωρίο η τάση μίμησης αρχαίων προτύπων και ιδιαίτερα του Θουκυδίδη, διαφαίνεται επίσης και ένα είδος λαϊκής θυμοσοφίαςόσον αφορά το ύφος και το περιεχόμενό του. Παράλληλα, είναι εμφανές πως παρά την αρχαιοπρέπεια, δεν εφαρμόζονται άκαμπτα οι κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μορφολογία και το τυπικό.
Ανατρέχοντας στο κείμενο διαπιστώνουμε πως δύο φορές απαντάται η πρόθεση «εις», την πρώτη φορά με τον τύπο που εμφανίζεται στο έργο του Θουκυδίδη, δηλαδή «ες». Η εμφάνιση της ίδιας λέξης σε δύο διαφορετικές εκδοχές μέσα σε λίγες αράδες, δείχνει την βαθιά αντινομία που προκύπτει από την ενσωμάτωση παλαιότερων γλωσσικών μορφών στο ιδιόλεκτο των λογίων συγγραφέων.Μίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί και η περιστασιακή μάλλον υιοθέτηση της πρόθεσης «συν» ως «ξυν» στο ρήμα «ξυνέχει», αλλά και το επίρρημα «ακάθεκτα», αντί «ακαθέκτως», κατά τη συνήθεια του αρχαίου ιστοριογράφου να χρησιμοποιεί το ουδέτερο πληθυντικού αντί για το επίρρημα εις –ως. Δεν υπάρχει όμως μετατροπή του «αεί» σε «αιεί» ούτε και άλλες διαφοροποιήσεις στη σύνταξη και τη γραμματική σύμφωνες με την γλώσσα του Θουκυδίδη.
Συναντάμε ακόμη μετοχές της αρχαίας ελληνικής π.χ. «ρέων», «φύων» «τα φανέντα», «αποκρυπτόμενος», αρχαίους ρηματικούς τύπους π.χ. «υπερείληφε», ίστησι» και κάποιες δοτικές, όπως «γενέσει», «ρεύματι». Συναντάμε την αντιθετική σύνδεση «μεν…δε», και απαρεμφατική σύνταξη (ουκ εά διολισθαίνειν). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση του αρχαϊκού συνηρημένου τύπου καταποντοί (από το καταποντόω, ω) αντί για το συνηθέστερο «καταποντίζει». Το ρήμα συνηρημένο απαντάται στον Αρχίλοχο, αλλά και στον Ηρόδοτο.
Τα παραπάνω είναι στοιχεία που δείχνουν την τάση μίμησης αρχαίων προτύπων. Από την άλλη όμως πλευρά παρατηρούμε μία προτίμηση στην παρατακτική σύνταξη και την αναλυτική γλώσσα με συχνή επανάληψη του συνδέσμου «και», αλλά και νεότερες μορφές σύνταξης, όπως τη χρήση του τοπικού επιρρήματος «όπου» εις διπλούν αντί για το διαζευκτικό «είτε.. είτε», κάτι ανάλογο με τη σημερινή χρήση του «πότε.. πότε» (και ες βυθόν αφανείας καταποντοί όπου μεν ουκ άξια λόγου πράγματα όπου δε μεγάλα τε και άξια μνήμης).. Πρόκειται για επιρροή που πιθανότατα δέχτηκε η συγγραφέας από τη σύγχρονή της γλώσσα.
Το έργο της Άννας Κομνηνής, παρά την εξόφθαλμη «αγιοποίηση» του πατέρα της αποτελεί πολύτιμο εντρύφημα κάθε ερευνητή που σκοπό τουδεν έχει μόνο την στείρα ανάγνωση γεγονότωντα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο,μας κάνει κοινωνούς της κουλτούρας μιας από τις πιο λαμπρές εποχές της ρωμιοσύνηςκατά την οποία έζησεη πορφυρογέννητη πριγκίπισσα η οποία εκοιμήθη ως μοναχή3στηνΙερά Μονή της Κεχαριτωμένηςστην Κωνσταντινούπολη και ετάφη σύμφωνα με την επιθυμία της δίπλα στον τάφο του πατέρα της, στην Παμμακάριστο.
1. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της Κομνηνής για το πρόσωπο του νεογέννητου αδελφού της, που αυτόματα της αφαίρεσε τον τίτλο της συναυτοκράτειρας (τον παρουσιάζει ως τέρας της φύσης) αλλά και της στάσης του όταν ψυχορραγούσε ο πατέρας τους (έσπευσε να καταλάβει το παλάτι όταν η μητέρα του και η μεγάλη του αδελφή βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του πόνου). 2. Όταν περιγράφει τον θάνατο αγαπημένων της προσώπων όπως του πατέρα της και του συζύγου της. 3. Δεν φόρεσε όμως το μοναχικό «μαντήλι» παρά μόνο λίγες ημέρες πριν το τέλος της που προφανώς είχε προαισθανθεί.
Βιβλιογραφία
• Απόστολος Καρπόζηλος,Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α’, Κανάκης, Αθήνα 1997. • Απόστολος Καρπόζηλος,Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Γ’, Κανάκης, Αθήνα 2009. • H. Hunger,Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τομ. Β΄, Αθήνα 2005. • Γιασμίνα Μωυσείδου,Γράμματα Ι: Αρχαία ελληνική και βυζαντινή φιλολογία, τόμ. Γ΄Βυζαντινή περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001. • Henry G. Scott / Robert Liddell,Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. B’, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2000.
Φως ιλαρόν άγίας δόξης
αθανάτου Πατρός, ουρανίου, άγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ήλίου
δύσιν, ίδόντες φως εσπερινόν υμνούμεν Πατέρα, Υίόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.
Άξιον σε εν πάσι καιροίς
υμνείσΘαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς διό ο κόσμος σε δοξάζει.
Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, πού
είσαι το γλυκό φως τής αγίας δόξας του αθανάτου, του ουρανίου, του αγίου, του
μακάριου Πατέρα σου, τώρα πού φτάσαμε στη δύση του ήλιου και είδαμε το εσπερινό
φως, υμνούμε τον Πατέρα, εσένα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα Θεό.
Πρέπει σε κάθε ώρα και
στιγμή να σε υμνούμε με καθαρές ψυχές και χαρούμενες φωνές, Υιέ Θεού, γιατί εσύ
δίνεις τη ζωή και γι’ αυτό ο κόσμος σε δοξάζει.
Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως
Ιλαρόν)
Η Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν)
είναι αρχαίος ύμνος, που συνδέθηκε με την ακολουθία του Εσπερινού από τους
πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Η ύπαρξη του ύμνου αυτού μαρτυρείται ήδη από τον
4ο μ.Χ. αιώνα.
Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται
στην ύπαρξή του και τον χαρακτηρίζει ως «αρχαίαν φωνήν». Από τη μαρτυρία αυτή
συνάγεται, ότι η Επιλύχνιος Ευχαριστία απηχεί λατρευτική παράδοση πολύ
αρχαιότερη του 4ου μ.Χ. αιώνος.
Η σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον μάρτυρα
Αθηνογένη, ο οποίος, κατά την παράδοση, τον εκφώνησε, την ώρα που τον οδηγούσαν
στο μαρτύριο. Ο ύμνος, με ποιητική γλώσσα, απευθύνεται προς το Χριστό, τον
οποίο και ονομάζει Φως Ιλαρόν.
Το Ιλαρόν, όμως, αυτό Φως, είναι
διαφορετικό, ως προς τη φύση Του, από το κτιστό φως του ήλιου, γιατί είναι
το «(Φως) της Αγίας Δόξης του Αθανάτου, Ουρανίου και Μάκαρος Θεού
Πατρός».
Σε αυτό το Άκτιστο Φως της Αγίας
Δόξης, που είναι ο Χριστός, ανάγουν οι χριστιανοί λατρευτικά το νου και την
καρδιά τους, κάθε φορά, που, «επί την ηλίου δύσιν», βλέπουν
το «εσπερινόν φως» του φυσικού ήλιου, και μέσα από αυτή τη
μυσταγωγική αναγωγή αισθάνονται την ανάγκη να υμνήσουν «Πατέρα, Υιόν
και Άγιον Πνεύμα, Θεόν».
Ο επίλογος του ύμνου, απευθυνόμενος,
όπως και ο υπόλοιπος ύμνος, προς το Χριστό, δικαιολογεί την πνευματική αυτή
αντίδραση των χριστιανών στη θέα του εσπερινού φωτός, γιατί «…Άξιον Σε
εν πάσι καιροίς υμνήσθαι φωναίς οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος
Σε δοξάζει».