Νικόλαος Α. Κοντόπουλος

῾Η Ἁγία Σοφία εἱς τὴν Κωνσταντινούπολιν, δηλαδή ὁ ναός της Σοφίας του Θεοῦ, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καὶ ἡ πλέον φημισμένη ἐκκλησία, ποὺ οἰκοδόμησαν οἱ βυζαντινοὶ πρόγονοί μας.

Τὴν ἀνεγερσίν της τὴν ἥρχισεν, ὁ αὐτοκράτωρ ᾽Ιουστινιανὸς εἰς τὰ 532 μ.Χ. καὶ, διὰ νὰ ἀποπερατωθῆ, ἐχρειάσθησαν ἓξ ὁλόκληρα ἔτη, ἂν ἀφαιρέσῃ κανεὶς μόνον εἴκοσιν ἡμέρας.

῾Ο ἐξαίρετος αὐτὸς βασιλεὺς ἐφιλοτιμήθη νὰ τὴν κοσμήσῃ μὲ ὅ,τι πολυτελὲς ναὶ πολύτιμον ὑπῆρχε τότε εἰς τὸν κόσμον καὶ ἐδαπάνησε μυθικὰ ποσὰ διὰ τὴν ἐποχήν του χάριν τούτου.

Τὸ μεγάλον ἔργον ἐξετέλεσαν δύο σπουδαῖοι ἀρχιτέκτονες, ὁ Ἀνθέμιος καὶ ὁ ᾽Ισίδωρος, τέκνα καὶ οἱ δύο τῆς ἑλληνικῆς ᾽Ιωνίας.

Οὗτοι ὑπελόγισαν καὶ τὴν τελευταίαν ἀρχιτεκτονικὴν λεπτομέρειαν μὲ τολμηροὺς καὶ σοφοὺς ὑπολογισμοὺς καὶ τῆς ἐδώρισαν εἰς κομψότητα καὶ τέχνην τὴν χάριν τῆς ωραίας πατρίδος των.

῾Η Μεγάλη ᾽Εκκλησία, ὅπως ἔλεγον οἱ βυζαντινοὶ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, εἶναι ὡραῖος καὶ μεγαλοπρεπὴς ναός, πραγματικὸν καλλιτέχνημα καὶ τὸ τελειότερον οἰκοδόμημα τῆς τέχνης τοῦ Βυζαντίου.

᾽Επὶ χίλια ἔτη ἦτο ἡ Μητρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὸ θρησκευτικὸν κέντρον τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἡ ζωή της εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἱστορίαν τοῦ ῾Ελληνισμοῦ.

᾽Εκεῖ μέσα ἤρχιζε κάθε θρησκευτικόν, πολιτικὸν καὶ πολεμικὸν γεγονὸς καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔπαιρνε τέλος. Εἰς αὐτὴν ἔγινε καὶ ἡ ἀλησμόνητος τελευταία λειτουργία ὀλίγας ὥρας πρὸ τῆς ἁλώσεως, ποὺ ἤναψε τὴν λαμπάδα τῆς ἐλπίδος διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ ῎Εθνους.

Τέχνη καὶ κάλλος

Τὸ ἐξωτερικὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας δὲν φανερώνει τίποτε ἀπό τὸ κάλος τὴν τέχνην της. Εἶναι κτίριον φορτωμένον μὲ τοίχους, ποὺ τὸ περιτριγυρίζουν, καὶ εἰς τὴν κορυφήν του κάθεται βαρὺς ὁ τροῦλλος, εἰς ὕψος 50 μέτρων ἀπὸ τὴν γῆν.

Ἀλλὰ μία βυζαντινὴ ἐκκλησία δὲν κρίνεται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν ὃπως ὁ ἀρχαῖος ναός. Ὅλοι οἱ θησαυροὶ εἶναι ἐντὸς αὐτῆς· διότι ἐκεῖ μέσα συγκεντρώνονται οἱ χριστιανοί, ἐκεῖ γίνεται ἀπὸ τὸν ἱερέα ἡ λειτουργία. Δι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν τέχνην της, διὰ νὰ χαρῇς τὴν μαγείαν τῆς εὐμορφιᾶς της.

Ἄς κάμωμεν λοιπὸν ἕως ἐκεῖ μίαν εὐσεβῆ ἐπίσκεψιν.

᾽Επάνω ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν θύραν τοῦ νάρθηκος ἔβλεπες ὡραιοτάτην ψηφιδωτὴν εἰκόνα.

῾Ο Λυτρωτὴς μὲ κατάλευκον μετάξινον μανδύαν κάθεται μεγαλειωδῶς εἰς τὸν θρόνον του· εἰς τὰ πόδια του γονατισμένος ὁ αὐτοκράτωρ μὲ τὴν βασιλικὴν πορφύραν προσεύχεται ταπεινός. Ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμὴν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν θείαν δύναμιν καὶ αἰωνιότητα.

Ὅταν ἐπερνοῦσες τὴν θύραν, θὰ ἔμενες θαμβωμένος ἀπὸ τὰς μακρὰς σειρὰς τῶν κιόνων· ὑψώνονται ἄλλοι ἀπὸ πράσινα καὶ ἄλλοι ἀπὸ πορφυρένια μάρμαρα καὶ ἦσαν στεφανωμένοι μὲ λευκὰ κιονόκρανα, ποὺ εἶχον δαντελωτὰ σκαλίσματα,

Καμπυλόγραμμοι ἁψῖδες ἣνωνον ἀνὰ δύο τοὺς κίονας μὲ πολλὴν χάριν.

Εἰς τὸ μέσον ἀκριβῶς τοῦ ναοῦ τέσσαρες μεγάλοι στῦλοι, μὲ τὰς ἁρμονικὰς ποὺ τοὺς ἥνωνον ἁψῖδας, δέχονται τὸν μεγάλον καὶ βαρὺν θόλον, τὸν τροῦλλον. Καὶ ὅμως αὐτὸς φαίνεται ὡσὰν νὰ κρέμεται ἐλαφρὰ ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ ἀόρατον χρυσῆν ἅλυσιν!

Φῶς, πολὺ φῶς, περιχύνεται ἀπὸ παντοῦ. ῾Ο κολοσσιαῖος ναὸς παρὰ τὸν ὄγκον του φαίνεται ἐλαφρὸς μὲ τὴν ἁρμονίαν τοῦ φωτὸς καὶ τῶν χρωμάτων, τὴν χάριν τῶν γραμμῶν καὶ τὸν ἀπαστράπτοντα πλούσιον στολισμόν.

Κάτω ἀπὸ τὸν θόλον ὑψωμένος ὡς πύργος ἀπὸ πολύχρωμα μάρμαρα λάμπει χρυσοποίκιλτος ὁ ἄμβων, τὸν ὁποῖον ἐδόξασεν ἕνας Φώτιος· λάμπει καὶ ὁ βασιλικὸς θρόνος, τὸν ὁποῖον ἐτίμησαν ὁ ῾Ηράκλειος, ὁ Βουλγαροκτόνος καὶ τόσοι ἄλλοι αὐτοκράτορες.

Ἀντικρὺ ἀπὸ τὴν εἴσοδον, εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, λαμποκοποῦν τὰ ὁλόχρυσα Εὐαγγέλια μὲ τὰ πολύτιμα πετράδια καὶ τὰ χρυσᾶ σκεύη· λάμπουν καὶ τὰ πολύχρωμα μάρμαρα τοῦ τέμπλου καὶ τὰ κρεμασμένα εἰς αὐτὸ πολύτιμα ἀφιερώματα τῶν πιστῶν.

Ὅπου καὶ νὰ στρέψῃς τὰ μάτια σου, θὰ ἴδῃς παντοῦ ὡραίας ψηφιδωτὰς εἰκόνας τῆς πίστεως ἀπὸ μωσαϊκὰ χρυσᾶ ἢ βαθυγάλαζα ποὺ φεγγοβολοῦν.

Σειραὶ ἀπὸ πολυελαίους μὲ ἀργυροδεμένα κρύσταλλα ἥνωνον κάτω ἀπὸ τὰς τολμηρὰς ἁψῖδας τοὺς κίονας, τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλον, καὶ ἔχυνον τὸ φῶς των, ποὺ ἡνώνετο μὲ τὸ φῶς τῶν ἀναριθμήτων χρυσῶν κανδηλῶν.

Καὶ τὰ πολύχρωμα μάρμαρα μὲ τὰ ὡραῖα κυματιστὰ νερὰ ἀποτελοῦν μίαν ἔγχρωμον ἁρμονίαν καὶ ἀστράπτουν ἄλλα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς κίονας καὶ ἄλλα κάτω εἰς τὸ δάπεδον.

Γαλάζια, πράσινα, σμαράγδινα, κόκκινα, κίτρινα, ροδόχροα, λευκὰ μάρμαρα ἀπὸ χίλιους, τόπους καὶ χίλια λατομεῖα ἀποτελοῦν πολυανθισμένον κῆπον ναὶ λαμποκοποῦν τὰ χρώματά των καὶ φέγγει ὅλος ὁ ναός.

Καὶ ἀπὸ τὰ εἴκοσι τέσσαρα μεγάλα παράθυρα τοῦ θόλου καὶ τὰ ἄλλα ἀδέλφια των τοῦ κτιρίου καταβαίνει τὴν ἡμέραν καὶ περιχύνεται εἰς ὅλ,ον τὸν ναὸν ἄφθονον τὸ φῶς· φωτίζει τὴν λαμπρὰν καὶ ὡραίαν διακόσμησιν, ποὺ νομίζεις ότι ἡ Ἁγία Σοφία εἷναι εἷς ὁλοφώτεινος ἥλιος, ποὺ ἐκπέμπει μυρίας ἀκτῖνας καὶ μυρίας λάμψεις!

Κατοικία ῾Υψίστου

Τί μεγαλεῖον δὲν ἐνέπνεεν ὁ χῶρος του ναοῦ!

Ὁ ἐπισκέπτης τῆς Μεγάλης, ᾽Εκκλησίας μὲ τὴν φαντασίαν του ἄς ἀνάψῃ τώρα τοὺς μεγάλους πολύελαιους καὶ τὰς ἀναρυθμήτους κανδήλας, ἄς ἐνθυμηθῇ τὰς θαυμασίας πομπὰς καὶ λειτουργίας, τὰς στέψεις, τὰς συνόδους καὶ τοτε θα εννοήσῃ;τὶ ἦτο ἡ Ἁγία Σοφια!

Ὁ χριστιανός, λέγει κάποιος βυζαντινός χρονογράφος, ᾐσθάνετο ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κάπου ἐκεῖ πλησίον καὶ ὅτι εὐχαρίστως παραμένει εἰς τὸν ναὸν τοῦτον, τὸν ὁποῖον ὁ ἂνθρωπος οἰκοδόμησεν ὡς κατοικίαν τοῦ Ὑψίστου…

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Ἀναγνωστικό Ε’ Δημοτικοῦ
Γ. Καλαματιανοῦ, Θ. Γιαννοπούλου,Δ.Δούκα, Δ.Δεληπέτρου , Ν. Κοντόπουλου
1957

Εἰκόνα ἀπὸ: Hagia Sophia History

τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»