(+) Mητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware
από
Στις
24 Αυγούστου συμπληρώθηκε χρόνος από την εκδημία του Μητροπολίτη Διοκλείας
Καλλίστου Ware. Oι εκδόσεις Εν Πλω έχουν ήδη προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό
μεγάλο μέρος από το τεράστιο έργο του (Ορθόδοξος Δρόμος, Επίγνωση Θεού-Η
προσευχή και το νόημα της ησυχίας, Πώς να εισέλθω στην καρδιά, Το έσχατο
Μυστήριο κ.ά) και συνεχίζουν.
Το κείμενο που ακολουθεί
θα περιλαμβάνεται ως Βιογραφικό Σχεδίασμα στον τόμο Εις νήψιν ψυχής με
θέμα την Θεία Λειτουργία.
Ο Τimothy Ware γεννήθηκε
στο Μπαθ της κομιτείας Σώμερσετ, στις 11 Σεπτεμβρίου 1934. Ήταν, όπως συχνά
έλεγε η μητέρα του, «a Bath bun» (είδος γλυκίσματος). Ο πατέρας του
υπηρετούσε στον Βρετανικό Στρατό και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταξίαρχου.
Είχε υπηρετήσει στην Ινδία, αλλά λίγο μετά τη γέννηση του Τίμοθυ επέστρεψε στην
Αγγλία και συνέχισε να υπηρετεί στον στρατό μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Ο Τίμοθυ, το δεύτερο παιδί της οικογένειας, είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό
και δύο μικρότερες αδελφές. Με γάμο από την πλευρά της μητέρας του, έγινε
συγγενής του μεγάλου φιλοσόφου και ιστορικού R. G. Collingwood, στο Κολλέγιο
του οποίου στην Οξφόρδη ο Τίμοθυ (Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος πλέον) επρόκειτο
τελικά να γίνει Μέλος. Όταν πια έφθασε στην Οξφόρδη, ο Collingwood είχε ήδη πεθάνει
και το άστρο του είχε σε μεγάλο βαθμό δύσει, αφού οι περισσότεροι φιλόσοφοι
στην Οξφόρδη, την περίοδο αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν απορρίψει
οριστικά αυτή τη μορφή του ιδεαλισμού.
Ο Τίμοθυ πήγε στο
-προσκείμενο στο Αββαείο- Westminster School, στο Λονδίνο. Εκεί μυήθηκε σε ό,τι
συχνά περιέγραφε, δανειζόμενος τη φράση του C.S. Lewis, ως την εκπαίδευση ενός
«παλαιού Δυτικού», εμβάθυνση δηλαδή στην Ελληνική και Λατινική Γραμματεία:
Έμαθε όχι μόνον να διαβάζει τις κλασικές αυτές γλώσσες με μεγάλη ευκολία, αλλά
και να συνθέτει πεζό και ποιητικό λόγο σ’ αυτές. Γνώρισε δε από πρώτο χέρι την
λογοτεχνία, την ιστορία και την φιλοσοφία που οι γλώσσες αυτές διασώζουν.
Επρόκειτο για ουσιωδώς φιλολογική μόρφωση, με πολύ λίγα έως καθόλου στοιχεία
επιστημονικών γνώσεων (πλην κάποιων στοιχειωδών για τον 20ο αιώνα Μαθηματικών). Ήδη από το σχολείο, ο νεαρός Τίμοθυ
επέδειξε ένα κάπως πρόωρο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Ο Α. Μ. (“Donald”) Alchin, ο
οποίος ήταν αρκετά χρόνια παλαιότερος στο Westminster και επρόκειτο να συνδεθεί
μαζί του με μακρά φιλία, διηγείται πώς ένα βράδυ που επέβλεπε την απογευματινή
μελέτη[2] ο Τίμοθυ σήκωσε το χέρι του και
ρώτησε αν είχε άδεια να διαβάσει, μιας είχε τελειώσει τα μαθήματά του. «Τι
διαβάζεις;», τον ρώτησε ο επιμελητής. «Την Κριτική του Καθαρού Λόγου του
Καντ», ήρθε η απάντηση. Ο ίδιος ο Επίσκοπος Κάλλιστος θα παρατηρούσε αργότερα
ότι αυτή η πραγματική αγάπη του για τη φιλοσοφία, κατά τα σχολικά χρόνια,
αφορούσε τους μεγάλους Άγγλους φιλοσόφους Λόκ, Μπέρκλεϋ και Χιούμ (‘Άγγλοι’
επειδή έγραψαν στην Αγγλική, διότι ο Μπέρκλεϋ ήταν Ιρλανδός και ο Χιουμ
Σκώτος), στην εκφραστική διαύγεια και στην κομψότητα ύφους των οποίων ασφαλώς
χρωστούσε πολλά. Μεταξύ αυτών, αγαπούσε περισσότερο τον Μπέρκλεϋ: η βαθειά
αίσθηση της πρωταρχικής προτεραιότητας του κόσμου των πνευματικών όντων απέρρεε
εν τινι μέτρω από το γεγονός ότι είχε γνώση των Ελλήνων Πατέρων και ιδιαιτέρως
του Ωριγένη. Δεν αντλούσε όμως πνευματική απόλαυση μόνο από τη μελέτη της
Φιλοσοφίας, όταν σπούδαζε στο Westminster∙ τον απορροφούσαν επίσης η
μυθιστοριογραφία και η ποίηση. Υπήρξαν και άλλα πράγματα πάντως που διαμόρφωσαν
τον νεαρό Τίμοθυ την περίοδο εκείνη. Ένα ήταν οι ακολουθίες στο ίδιο το
Αββαείο∙ τα παιδιά είχαν υποχρέωση να παρακολουθούν τον Όρθρο και ο νεαρός
Τίμοθυ χαιρόταν την λαμπρότητα της τελετής της Eυχαριστίας, ιδιαιτέρως εκείνης
που τελούνταν προς τιμήν του αγίου Εδουάρδου του Ομολογητή, ιδρυτή του
Αββαείου. Οι ακολουθίες αυτές του άφησαν αποτύπωμα βαθύ, κάτι που συνεχίστηκε
και όταν ανέβηκε στην Οξφόρδη, όπου πήγαινε συχνά στον Εσπερινό, κυρίως στο New
College. Η μεγάλη μουσική παράδοση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, με άρρενες
–αγόρια και άνδρες- χορωδούς, απέπνεαν μιαν αίσθηση του «κάλλους της
αγιότητας». Μια άλλη, βαθύτερη ακόμη, επίδραση προερχόταν από το εξωσχολικό
περιβάλλον. Κοντά στο Westminster School, στην οδό Buckingham, ήταν η Ρωσική
εκκλησία του αγίου Φιλίππου. Εκεί, λίγο πριν τελειώσει το σχολείο και ανεβεί
στην Οξφόρδη, ο Τίμοθυ βρέθηκε τυχαία (παρότι τίποτε δεν είναι τυχαίο εν
προκειμένω) στον ναό ένα Σάββατο απόγευμα, στην ακολουθία της Αγρυπνίας. Για το
γεγονός αυτό έχει μιλήσει ο ίδιος ο επίσκοπος Κάλλιστος, αφηγούμενος πως μπήκε
από το θορυβώδες και πολυάσχολο Λονδίνο «σε έναν κόσμο πολύ πιο πραγματικό –θα
έλεγα πολύ πιο στέρεο». Μαγεύτηκε από το σκοτάδι, την ησυχία, την αίσθηση
συγκλονιστικής παρουσίας, από την ματιά αυτή στο «κάλλος της αγιότητας» που δεν
ήταν φτιαχτό, αλλά μεθεκτό[3].
Την κλασική του παιδεία
συμπλήρωσε με σπουδές στο Κολλέγιο Magdalen της Οξφόρδης, όπου παρακολούθησε
Classical Moderations (δηλαδή κλασική λογοτεχνία) και Literae Humaniores
(δηλαδή αρχαία ιστορία και φιλοσοφία, κλασική και σύγχρονη), τα γνωστά ως «Mods»
και «Greats», από το 1952 έως το 1956. Αποφοίτησε με τιμητική διάκριση. Ο Ε. L.
Woodward (αργότερα πρώτος Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στην Οξφόρδη)
παρατήρησε:
«Η Σχολή Greats της
Οξφόρδης, και στο φιλοσοφικό και στο ιστορικό της σκέλος, υιοθετεί σχεδόν
επακριβώς τη στάση των τελευταίων Ρωμαίων ειδωλολατρών. Εξακολουθεί να
κυριαρχείται από σχεδόν ολόιδιες συνθήκες της Αναγεννησιακής της καταγωγής.
Όλες αυτές οι συνθήκες έχουν εκλείψει και η Σχολή αποτελεί τώρα, από λογικής
άποψης, μια χωρίς νόημα ανωμαλία. Διότι όσον αφορά αυτό που ονομάζουμε
προβλήματα της ύπαρξης –στον βαθμό που Σχολή πραγματικά τα λαμβάνει υπόψη- η
χριστιανική λύση σιωπηρώς παραμερίζεται. Δεν διαψεύδεται: ποτέ δεν έχει την
ευκαιρία να πει την άποψή της· και αυτό όχι για φιλοσοφικούς λόγους αλλά σε
μεγάλο βαθμό για λόγους φιλολογικούς και «τυχαίους»[4].
Aυτά τα παγανιστικά
κατάλοιπα (πιο συνειδητοποιημένα ίσως το 1952 παρά το 1916 που ο Woodward
έγραφε τα παραπάνω) ελάχιστα επιδρούσαν στον προπτυχιακό Τίμοθυ Ware, παρότι οι
καθηγητές του στην Οξφόρδη –ο Geoffrey Warnock στη φιλοσοφία και G.E.M de Ste
Croix στην αρχαία ιστορία- ήταν λαμπρά παραδείγματα αυτής της νοοτροπίας,
ιδιαιτέρως ο δεύτερος. Παρά ταύτα, ο Ste Croix παρέμεινε φίλος και παρακινούσε
τον νεαρό του μαθητή, όταν αυτός στράφηκε στη θεολογία, να εφαρμόζει και εκεί
τα ίδια υψηλού επιπέδου κριτήρια που διέθετε από τις κλασικές σπουδές, μια
προτροπή που ασφαλώς εκπληρώθηκε. Το 1954, ο Τίμοθυ προσφέρθηκε να χειροτονηθεί
στην Εκκλησία της Αγγλίας, πέρασε από κριτική επιτροπή, το λεγόμενο CACTM
(Συμβουλευτική Ομάδα για την Εκπαίδευση στη Διακονία της Εκκλησίας) και έγινε
δεκτός για χειροτονία. Στο Κολλέγιο Magdalen, και κυρίως δια του Αδελφού Πέτρου
του Αγγλικανικού Φραγκισκανικού τάγματος, γνώρισε και βίωσε το καλύτερο μέρος
της Αγγλικανικής παράδοσης, έναν συνδυασμό βαθειάς αφοσίωσης, τόσο προσωπικής
όσο και λειτουργικής, αίσθηση αποστολής και ενεργό ενδιαφέρον για τις ανάγκες
των φτωχών και μη προνομιούχων. Μέχρι να τελειώσει τα Greats, oι αμφιβολίες του
για τον Αγγλικανισμό είχαν αρχίσει να αυξάνονται και επέλεξε να συνεχίσει στο
Κολλέγιο Magdalen και να μελετήσει για την Honour School of Theology μάλλον
παρά να αρχίσει τις θεολογικές του σπουδές σε κάποιο Αγγλικανικό Θεολογικό
Κολλέγιο. Εξάλλου, κατά την παραμονή του στην Οξφόρδη, το ενδιαφέρον του για
την Ορθοδοξία είχε βαθύνει και εξελιχθεί. Για το ταξίδι του προς την Ορθοδοξία
ουδόλως ενθαρρύνθηκε· αντιθέτως τον αποθάρρυναν έντονα τόσο οι Άγγλοι φίλοι του
(που τον προειδοποιούσαν ότι θα καταντήσει ‘δια βίου εκκεντρικός’) όσο και ο
Ορθόδοξος επίσκοπος (Απαμείας Ιάκωβος Βίρβος) του Ελληνικού Καθεδρικού Ναού της
Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, τον οποίον είχε προσεγγίσει. Αλλά ο ίδιος
αισθανόταν ότι δεν μπορούσε άλλο να παραμένει στον Αγγλικανισμό. Αυτό που τον
προβλημάτιζε ήταν η ποικιλομορφία της Αγγλικανικής πίστης, το παράδοξο
του να επιβεβαιώνεις ως προσωπική προτίμηση αυτό που εκείνος θεωρούσε ότι
έπρεπε να γίνεται δεκτό ως Παράδοση. Η ανάμιξη της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην
Εκκλησία της Νότιας Ινδίας, η οποία ενόχλησε πολλούς ακόμη Αγγλικανούς, έμοιαζε
να υποστηρίζει το άνοιγμα αυτό στην αμφιβολία. H έλξη της Ορθοδοξίας –ο
αναμφίβολος εναγκαλισμός της με την Παράδοση, η συνεχής μαρτυρία των μαρτύρων
της, η έντονη προσευχητική ζωή της, καθώς και οι δεσμοί φιλίας που είχε
σφυρηλατήσει με ανθρώπους όπως ο Νικόλαος και η Μίλιτσα Ζερνώφ, και η επίδραση
του στοχασμού θεολόγων όπως ο Βλαδίμηρος Λόσκυ, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ και ο
π. Ιωάννης Ρωμανίδης- υπήρξε καταλυτική. Από το Πάσχα του 1957, ο Τίμοθυ έπαυσε
να κοινωνεί με την αγγλικανική Εκκλησία και, στις 14 Απριλίου 1958, Παρασκευή
της Διακαινησίμου, ο επίσκοπος Ιάκωβος τον δέχθηκε, δια Χρίσματος, στην
Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρά τους ισχυρούς δεσμούς του με την Ρωσική Ορθόδοξη
Εκκλησία (ο πνευματικός του πατέρας ανήκε στην Εκκλησία της Εξορίας), έγινε
δεκτός στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (για λόγους
που ό ίδιος έχει εξηγήσει).
Τα χρόνια που
ακολούθησαν το 1958 ο Τίμοθυ Ware πρώτα δίδαξε σε ένα προπαρασκευαστικό σχολείο
και στη συνέχεια πέρασε ένα χρόνο στην Αμερική ως υπότροφος του Πανεπιστημίου
Πρίνστον, αναρωτώμενος ταυτόχρονα αν η Ορθόδοξη κλήση του θα μπορούσε να έχει
περαιτέρω στόχους στις ΗΠΑ. Ευτυχώς για μας εδώ στην Αγγλία αντιστάθηκε στον πειρασμό.
Το 1960 επέστρεψε στην Οξφόρδη ως ερευνητής υπό την εποπτεία του Αγγλικανού
ιερέα και ειδικού στον πρώιμο μοναχισμό, π. Derwas Chitty, κάτι που τον οδήγησε
στην απόκτηση διδακτορικού τίτλου (D. Phil.). Tην περίοδο αυτή ταξίδεψε πολύ
στην Ανατολή, επισκέφθηκε τη Μονή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, το
Άγιο Όρος και την Ιερουσαλήμ, όπου έμεινε έξι μήνες (1962-63).
Οι μελέτες του την
περίοδο αυτή ήταν έντονες και ποικίλες. Το 1963 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση τoυ
βιβλίου του Η Ορθόδοξη Εκκλησία από τις εκδόσεις Pelican
Original (Penguin από το 1991 και εξής), τo οποίο έκτοτε δεν έπαψε να
επανεκδίδεται συνεχώς. Γραμμένο από έναν εκ μεταστροφής νεαρό που δεν ήταν
ακόμη τριάντα χρόνων και μόλις που διέθετε πενταετή εμπειρία Ορθοδόξου, αποτελεί
ένα εκπληκτικό βιβλίο, αξιόλογο για την επιμελημένη ακαδημαϊκή του ποιότητα και
την ζυγισμένη αντικειμενικότητά του. Μετά από σαράντα χρόνια παραμένει μακράν η
καλύτερη εισαγωγή στην ιστορία και την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην
Αγγλική γλώσσα και σε πολλές άλλες[5]. (Τριάντα χρόνια αργότερα, για την έκδοση
του 1993, αναθεώρησε εκτενώς το κείμενο, ξαναγράφοντας περίπου το ένα τρίτο
του). Την επόμενη χρονιά, το 1964, εκδόθηκε ένα εντελώς διαφορετικό έργο του,
αν και εξίσου ερευνητικό και αντικειμενικό: Eustratios Argenti: A Study of the Greek Church under Turkish Rule (Clarendon
Press, Oxford). H μελέτη αυτή, γραμμένη κατόπιν αιτήματος της οικογενείας
Αργέντη, αφορά μια περίοδο της ιστορίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, για
την οποία πολύ λίγα είχαν γραφεί την εποχή που την συνέγραψε ο Τίμοθυ Ware
(Mόλις το 1966 έδωσε ο Sir Stephen Runciman Βirbeck τις διαλέξεις επί των
οποίων βασίστηκε το βιβλίο του Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσίᾳ). Ο Ευστράτιος Αργέντης ήταν λαϊκός
θεολόγος, βαθειά αναμεμιγμένος στην πολεμική θεολογία κατά των Λατίνων,
ιδιαιτέρως αναφορικά με την εγκυρότητα του Δυτικού βαπτίσματος (και συνεπώς
κάθε άλλου μυστηρίου). Η μελέτη του Τίμοθυ Ware αποτελεί πρότυπο διαύγειας και
προσεκτικής κρίσης, μολονότι ήταν κάπως στεγνή, μιας και ήταν αναγκασμένος να
δώσει πλήρη περιγραφή των εγγράφων του Αργέντη.
Ωστόσο, παράλληλα με την
εντατική αυτή έρευνα, τόσο της Ορθόδοξης Εκκλησίας γενικά όσο και του
Ευστρατίου Αργέντη και της εποχής του ειδικότερα, ο Τίμοθυ ξεκίνησε έρευνα για
τη διδακτορική του διατριβή, την οποία υπέβαλε επιτυχώς το 1965. Στη διατριβή
μελετούσε κείμενα ασκητικής θεολογίας του αγίου Μάρκου του Ερημίτη (του
‘Ασκητή’ ή ΄Μοναχού’), ενός συγγραφέα του 5ου ή ίσως 6ου αιώνα. Δυστυχώς, ποτέ δεν εκδόθηκε, παρότι μέρος του
υλικού της διατριβής διοχετεύτηκε σε μεταγενέστερα ακαδημαϊκά άρθρα. Παρότι το
κείμενο αυτό, όντας ανέκδοτο, είναι λιγότερο γνωστό από τα βιβλία που εξέδωσε
το 1963 και 1964, είναι αυτή ακριβώς η διατριβή του 1965 που προτυπώνει ποιο
επρόκειτο να είναι αργότερα το χαρακτηριστικότερο ακαδημαϊκό εγχείρημα του
Τίμοθυ Ware. Διότι στο υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του θα επεδίωκε να γνωρίσει
την ασκητική ή «νηπτική» θεολογία.
Η σταδιοδρομία αυτή
άρχισε το 1966, όταν ορίστηκε να διαδεχθεί τον Νικόλαο Ζερνώφ ως Spalding
Lecturer στις Ανατολικές Ορθόδοξες Σπουδές, θέση που θα διατηρήσει μέχρι την συνταξιοδότησή
του το 2001: αξιοσημείωτη απόδειξη μοναστικής σταθερότητας! Τα έτη αυτά (1965
και 1966) ήταν κρίσιμα για το Τίμοθυ Ware για άλλους λόγους. Το 1965
χειροτονήθηκε διάκονος και έλαβε το όνομα Κάλλιστος από τον αρχιεπίσκοπο
Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Αθηναγόρα, ο οποίος τον χειροτόνησε. Τον επόμενο
χρόνο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έδωσε τις μοναστικές του υποσχέσεις ως
ιερομόναχος της Μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Έγινε ο πατήρ
Κάλλιστος (μετέπειτα αρχιμανδρίτης Κάλλιστος). Το όνομα αυτό έφεραν ένας πάπας
των αρχών του 2ου αιώνα και δύο πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως του 14ου αιώνα, ησυχαστές και οι δύο, ο
δεύτερος εκ των οποίων, ο Κάλλιστος ΙΙ Ξανθόπουλος, επρόκειτο να γίνει ο
προστάτης άγιός του. Οι φίλοι του στην Οξφόρδη το συντόμευσαν και με
τρυφερότητα τον αποκαλούσαν «Ο σούπερ Κ.». Παρότι πλέον ανήκει στη μονή της
Πάτμου, δημιούργησε το σπίτι του στην Οξφόρδη, στον αριθμό 15 της οδού
Staverton στα βόρεια της πόλης, όπου και ζούσε με τους γονείς του μετά την
συνταξιοδότηση του πατέρα του, έχοντας τη φροντίδα της μητέρας του Evereld, με
την οποία συνδεόταν στενά. Περνούσαν πολύ χρόνο μαζί, κυρίως μετά τον θάνατο
του πατέρα του. Σιγά σιγά η Evereld ελκύσθηκε στην Ορθοδοξία. Τελικά την
εισεδέχθη ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Maitland Moir, ένας Σκώτος μεγάλης απλότητας
και αγιότητας, ο οποίος έγινε και πνευματικός της πατέρας. Για την μεταστροφή
της στην Ορθοδοξία, συχνά την άκουγες να λέει: «Αυτό δεν έχει σχέση με τον
Τίμοθυ!».
Mε βάση τα παραπάνω, ο
πατήρ Κάλλιστος επιδίωξε, θα λέγαμε, πολλές πλήρεις σταδιοδρομίες. Ήταν
λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης επί τριάντα πέντε χρόνια· το 1970 έγινε
Μέλος και Καθηγητής στην Θεολογική σχολή του Κολλεγίου Pembroke, στην Οξφόρδη.
Με την ιδιότητα αυτή, δίδασκε προπτυχιακούς, κυρίως Ελληνική Πατρολογία, τόσο
δογματική (για πολλά χρόνια έδινε σειρά μαθημάτων Χριστολογίας [από την Έφεσσο
στην Χαλκηδόνα]) όσο και ασκητική (κυρίως μαθήματα για την θεολογία του
ανθρωπίνου προσώπου κατά τους Έλληνες Πατέρες), προσέφερε δε γενναιόδωρα από
τον χρόνο του διδάσκοντας προπτυχιακούς φοιτητές θεολογίας (κυρίως Πατέρες,
αλλά και ύστερη Βυζαντινή θεολογία: την περίοδο που δίδασκε στην Οξφόρδη,
υπήρχε η Βυζαντινή Θεολογία ως μάθημα επιλογής, το οποίο αφορούσε στον άγιο
Συμεών Νέο Θεολόγο και στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά). Ταυτοχρόνως, επέβλεπε έναν
διαρκώς αυξανόμενο αριθμό σπουδαστών στην Ελληνική και Βυζαντινή Θεολογία
(δογματική και νηπτική), αρκετοί από τους οποίους έχουν συμβάλει στον παρόντα
τόμο. Για μεγάλο διάστημα, ένας από τους συναδέλφους του στην Oξφόρδη ήταν ο
διεθνώς γνωστός λόγιος της Συριακής θεολογίας, Σεβαστιανός Brock, Λέκτωρ (και
αργότερα αναπληρωτής Καθηγητής) Συριακών και Αραμαϊκών· μαζί οργάνωσαν το
Σεμινάριο Ανατολικών Χριστιανικών Σπουδών (αργότερα δε και το αντίστοιχο M.
Phil.), το οποίο αποτέλεσε κέντρο διεξαγωγής σημαντικών συζητήσεων και μελέτης
της Χριστιανικής Ανατολής, τόσο Ελληνικής όσο και Συριακής, αλλά και Κοπτικής
και Αρμενικής (μάλιστα μετά τον διορισμό του Robert Thomson στην έδρα Αρμενικών
Σπουδών Gulbenkian). Δεν απέφυγε ούτε τον φόρτο της ακαδημαϊκής διοίκησης,
εκπληρώνοντας το λειτούργημα του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής στην Οξφόρδη,
από το 1992 έως το 1994.
Παράλληλα με την
ακαδημαϊκή αυτή σταδιοδρομία, ο πατήρ Κάλλιστος έπαιξε ηγετικό ρόλο και στην
ανάπτυξη της ζωής της Ορθόδοξης κοινότητας της Οξφόρδης. Το 1966 ίδρυσε την
Ελληνορθόδοξη ενορία της Αγίας Τριάδος, η οποία, από το 1973, μοιραζόταν τον
ενοριακό ναό με την Ρωσική Ορθόδοξη ενορία του Ευαγγελισμού, η οποία ήταν
χτισμένη σε χώρο του Οίκου των αγίων Γρηγορίου και Μακρίνας, ένα Ορθόδοξο και
οικουμενικό κέντρο που είχε ιδρύσει ο Νικόλαος Ζερνώφ. Παρέμεινε εφημέριος της
Ελληνικής ενορίας μέχρι τον Ιανουάριο του 2002, οπότε και αντικαταστάθηκε από
τον επί πολλά χρόνια βοηθό του στην ενορία, τον π. Ίαν Graham. Πέρα απ’ τα
βαριά αυτά καθήκοντα, ο πατήρ Κάλλιστος ανέλαβε ποικίλους ρόλους εκτός
Οξφόρδης. Το 1982 χειροτονήθηκε τιτουλάριος επίσκοπος Διοκλείας και διορίστηκε
βοηθός επίσκοπος της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας,
κλίματος Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επί πολλά χρόνια, αναμίχθηκε με τον Σύνδεσμο,
την διεθνή Ορθόδοξη Ομοσπονδία Νέων.
Ίσως, όμως, είναι
περισσότερο γνωστός για την μακρά ενασχόλησή του με την οικουμενική κίνηση. Από
το 1973 έως το 1984 ήταν εκπρόσωπος στις Κοινές Δογματικές Συζητήσεις
Αγγλικανών-Ορθοδόξων και από το 1992 έως το 1996 ήταν ο Ορθόδοξος συμπροεδρεύων
της Επιτροπής που προετοίμαζε τον προταθέντα διεθνή διάλογο
Ορθοδόξων-Μεθοδιστών. Ήταν, επίσης, επί πολλά χρόνια ένας από τους υποστηρικτές
του Οικουμενικού Συλλόγου της Υπερευλογημένης Παρθένου Μαρίας. Ίσως, όμως, η
ενασχόλησή του με την οικουμενική κίνηση να ήταν πιο έντονη και μακροχρόνια δια
της συμμετοχής του στην Αδελφότητα των αγίων Αλβανού και Σεργίου, η οποία
ιδρύθηκε κατά μείζονα λόγο υπό την έμπνευση του Νικολάου Ζερνώφ το 1928, ώστε
να προωθηθεί η κατανόηση μεταξύ Χριστιανών και κυρίως μεταξύ Αγγλικανικής και
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτός και ο παλιός του επιμελητής Donald Allchin,
Αγγλικανός ιερέας πλέον, διαμόρφωσαν επί πολλά χρόνια τον μόνιμο πυρήνα
ομιλητών στο ετήσιο καλοκαιρινό συνέδριο, ενώ υπήρξε συν-εκδότης του περιοδικού
της Αδελφότητας, Sobornost (από το 1979 ενσωματώθηκε και το
περιοδικό Easter Churches Review), όπου
πρωτοπαρουσιάστηκαν πολλές από τις δικές του διαλέξεις και τα άρθρα. Θα πρέπει
ακόμη να αναφερθούμε στην μακρά σχέση του επισκόπου Καλλίστου με έναν ακόμη
παλαιότερο σύλλογο αφιερωμένο στην προώθηση της κατανόησης μεταξύ Αγγλικανών
και Ορθοδόξων, τον Σύλλογο Αγγλικανικών και Ανατολικών Εκκλησιών, και κυρίως
των προσκυνημάτων του, όπου για πολλά χρόνια υπήρξε ο Ορθόδοξος αρχηγός.
Οι τρεις αυτές πτυχές
της ζωής του Επισκόπου Καλλίστου –η ακαδημαϊκή, η ποιμαντική και η οικουμενική-
στερέωσαν την ζωή του ως ιερέα, μοναχού και ανθρώπου προσευχής. Παρότι δεν
έμεινε στο νησί της Πάτμου, κάθε χρόνο συνήθιζε να περνά ένα διάστημα στο
μοναστήρι· δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί η σημασία που είχε γι’ αυτόν το γεγονός
ότι ανήκε σε μια μοναστική αδελφότητα (μια άλλη πτυχή της δέσμευσής του στον
μοναχισμό πρέπει να αναζητηθεί στη συμμετοχή του στους Φίλους του Αγίου Όρους).
H μοναστική ζωή είναι ζωή προσευχής μέσα στην οποία αναγνωρίζουμε την αλήθεια
και την πραγματικότητα του Θεού και ευφραινόμαστε μ’ αυτήν. Η αίσθηση αυτή της
θαυμαστής, πλην μυστικής, αλήθειας του Θεού αρδεύει τις τρεις
προαναφερθείσες πτυχές της κλήσης του επισκόπου Καλλίστου. Ο ακαδημαϊκός
προφανώς μεριμνά για την υπομονετική ανακάλυψη και εξερεύνηση της αλήθειας· το
ακαδημαϊκό έργο του επισκόπου Καλλίστου συνδυάζει ενδελεχώς τις
ακαδημαϊκές μεθόδους με την απόλαυση της ανακάλυψης της αλήθειας και τον
ενθουσιασμό για τη μετάδοση αυτής της αλήθειας. Η ποιμαντική του μέριμνα
πηγάζει από την επιθυμία να μεταφέρει τις αλήθειες που συνέλαβαν οι άγιοι· η
αλήθεια δεν είναι κάτι που σκεπτόμαστε, είναι η αποκάλυψη θάμβους και
μυστηρίου, κάτι που μεταβάλλει τη ζωή εκείνων που φθάνουν να τη γνωρίσουν. Η
αλήθεια αυτή μεταδίδεται δια του κηρύγματος –το κήρυγμα είναι σημαντικό μέρος
της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας στην οδό Canterbury, γίνεται αμέσως μετά το
Ευαγγελικό ανάγνωσμα και όχι άλλη στιγμή- αλλά, πιο σιωπηρά, με την ίδια την
τέλεση των μυστηρίων. Η γνώση της αληθείας είναι κάτι βαθιά προσωπικό: για τον
επίσκοπο Κάλλιστο, το ποιμαντικό ενδιαφέρον εκφράζεται και με τον ρόλο του
πνευματικού πατέρα που εκουσίως ανέλαβε, για πολλούς, στην Αγγλία και έξω απ’
αυτήν. Αλλά αν το Ευαγγέλιο μιλά για την αλήθεια, τότε η διάσπαση εκείνων που
αυτοπροσδιορίζονται ως Χριστιανοί δεν είναι απλώς ατυχής: είναι όνειδος, κάτι
που πρέπει να προσπαθήσουμε να άρουμε. Εδώ έγκειται η έμπνευση για τις
ακούραστες προσπάθειες του επισκόπου Καλλίστου, επί μισόν αιώνα, κατά τον
οποίον ο στόχος της οικουμενικότητας φαινόταν να υποχωρεί σχεδόν καθημερινά.
Η συνεκτικότητα των
κλήσεων αυτών –ως πρωτοπόρου ακαδημαϊκού, ποιμένα και οικουμενικού εργάτη- στο
πλαίσιο της θεμελιώδους κλήσεώς του ως ιερομονάχου μπορεί να μας βοηθήσει να
καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίον επιδίωξε την κάθε μια από αυτές. Ως
θεολόγος, ο επίσκοπος Κάλλιστος θα μπορούσε να είχε παίξει για την Βυζαντινή
και Ορθόδοξη Θεολογία το είδος του ρόλου που εκπλήρωσε ο Αγγλικανός (και
Οξφορδιανός) θεολόγος J.N.D. Kelly, με έργα τόσο διαυγή όσο το Early Christian Doctrines·
το πρώτο βιβλίο του επισκόπου Καλλίστου είχε, από την άποψη αυτή, άφθονα
παρόμοια χαρίσματα. Αλλά η θεολογική κλήση του ακολούθησε διαφορετική διαδρομή.
Όταν ο επίσκοπος Κάλλιστος έγινε Ορθόδοξος, το 1958, η Ορθοδοξία στη Δύση ήταν
πολύ ξένη εξωτερικά: η Θεία Λειτουργία τελούνταν σπανιότατα στα Αγγλικά, και
κάθε ένας που ήθελε να κερδίσει κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή γνωριμία
με την Ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα έπρεπε να ξεκινήσει μαθαίνοντας
Ελληνικά ή Ρωσικά και Σλαβονικά, ή και τα τρία (η κατάσταση ήταν λίγο
διαφορετική στη Γαλλία, αλλά, όπως έχει λεχθεί σε άλλη περίπτωση, «στη Γαλλία,
το τακτοποιούν καλύτερα»). Αν κάτι χαρακτηρίζει την ακαδημαϊκή δουλειά του
επισκόπου Καλλίστου γενικά είναι η αποφασιστικότητά του να κάνει τον πλούτο της
Ορθοδοξίας προσβάσιμο στα Αγγλικά. Όταν τελικά η Ορθοδοξία εδραιωθεί για τα
καλά στο Αγγλικό περιβάλλον και αισθανθεί «σαν στο σπίτι της», το χρέος της προς
το έργο ολόκληρης της ζωής του επισκόπου Καλλίστου θα είναι μεγάλο. Τούτο το
καθήκον μεταλαμπάδευσης της Ορθοδοξίας στα Αγγλικά ίσως πρέπει να θεωρηθεί από
δύο οπτικές: αυτήν της μετάφρασης και αυτήν της παρουσίασης. Δύο είναι τα
μνημειώδη έργα στον τομέα της μετάφρασης. Πρώτον, είναι ο ρόλος του στην
ετοιμασία του Εόρτιου Μηναίου (Festal Menaion), η προσφορά
δηλαδή των Ακολουθιών για τις Δώδεκα μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές
εορτές, όπως αυτές περιέχονται στα διάφορα Μηναία (αφαιρουμένων δηλαδή εκείνων
που ανήκουν στο Τριώδιο και στο Πεντηκοστάριο), και το Σαρακοστιανό
Τριώδιο (Lenten Triodion), το οποίο μετέφρασε σε
συνεργασία με την Μητέρα Μαρία της Ορθόδοξης Μονής στο Bussy-en-Othe[6].
Δεύτερον, είναι η δική του συνεισφορά στη μετάφραση της Φιλοκαλίας, της μεγάλης
Αθωνικής ανθολογίας ασκητικών κειμένων, την οποία συνέθεσαν ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης και ο άγιος Μακάριος Κορίνθου και η οποία τυπώθηκε στη Βενετία το
1782[7].
Όλες αυτές οι μεταφράσεις εκδόθηκαν στο Λονδίνο από τον εκδοτικό οίκο Faber and
Faber, κατά μία παράδοση που εδραίωσε ο G.E.H. Palmer, o oποίος είχε ήδη πείσει
τον Faber and Faber να εκδώσει δύο τόμους αγγλικών μεταφράσεων από την Ρωσική
μετάφραση της Φιλοκαλίας, την οποία πραγματοποίησε ο άγιος Θεοφάνης ο
Έγκλειστος, καθώς και μια μετάφραση δύο έργων του αγίου Νικοδήμου του
Αγιορείτου: Αόρατος Πόλεμος και Οδός προς τον
Παράδεισο, παραφρασμένων από κάποιον Lorenzo Scupoli, που και πάλι είχε
μεταφράσει στα Ρωσικά ο άγιος Θεοφάνης. Τα έργα αυτά δεν έχουν την εκτίμηση
όλων των Ορθοδόξων κύκλων, ο δε π. Λεβ Gillet τα αποκαλούσε «πνευματική
πειρατεία»[8]. Ο αρμόδιος για την επιμέλεια των
εκδόσεων Faber ήταν ο T.S.Eliot. Aπό τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο
παρουσιάστηκαν δύο ακόμη τόμοι στους οποίους είχε συμβάλει ο επίσκοπος
Κάλλιστος: The Art of Prayer,
μια συλλογή κειμένων από τον ηγούμενο του Βάλαμο, Χαρίτωνα, η οποία
επικεντρώνεται στην Προσευχή του Ιησού και αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τον άγιο
Θεοφάνη. Εδώ ο Τίμοθυ Ware συνέβαλε με μια σημαντική εισαγωγή[9]· και το Ημερολόγιο ενός Ρώσου
ιερέα, από τον π. Αλέξανδρο Elchaninov, κείμενο το οποίο ο π. Κάλλιστος
ετοίμασε από την μετάφραση της Helen Iwolsky[10].
Aπό τον κατάλογο των
εκδόσεων είναι φανερό ότι εξ αρχής η ανάμιξη του επισκόπου Καλλίστου στο
μεταφραστικό έργο προχωρεί πέρα από την ενεργό δέσμευση στην ακρίβεια (και,
εξίσου σημαντικό, στην «ιδιωματικότητα») της αγγλικής μετάφρασης. Αποτελεί
μείζον επίτευγμα το να καταστήσεις διαθέσιμα κάποια από τα περισσότερο
χρησιμοποιούμενα Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα (διότι η Μ. Τεσσαρακοστή και οι
μεγάλες εορτές είναι ευκαιρίες έντονης λειτουργικής δραστηριότητας). Αλλά πέραν
τούτου είναι και το έργο της ερμηνείας, η προσπάθεια να κάνεις τα κείμενα αυτά
προσβάσιμα στη Δύση, τόσο στους ίδιους τους Ορθοδόξους (ειδικά στον αυξανόμενο
αριθμό των εκ μεταστροφής Ορθοδόξων) όσο και σε όποιον άλλον. Ο επίσκοπος
Κάλλιστος είχε ήδη εμπλακεί στο έργο αυτό με τα προαναφερθέντα βιβλία: Το Εόρτιο
Μηναίον έχει ένα πολύτιμο προλογικό κεφάλαιο, «Οι Ορθόδοξες Ακολουθίες
και η δομή τους»[11], το οποίο
προχωρεί στο ζήτημα του νοήματος των εορτών και όχι απλώς της δομής των
Ακολουθιών. Το Σαρακοστιανό Τριώδιο έχει έναν εκτενή πρόλογο
από τον επίσκοπο Κάλλιστο για «Το νόημα των Μεγάλων Εορτών»[12] και
ασυζητητί την πιο προσιτή εισαγωγή στην Ορθόδοξη πρακτική της νηστείας, μια
πρακτική που οι Δυτικές Εκκλησίες έχουν λίγο πολύ εγκαταλείψει. Έχουμε ήδη
αναφερθεί στην εισαγωγή του στην Tέχνη της Προσευχής. Στην
Φιλοκαλία υπάρχει μια εισαγωγή στην οποία διακρίνει κανείς τη γραφή του
επισκόπου Καλλίστου (αν και περισσότερο διακρίνεται αυτή του Φίλιππου Sherrard)[13],
ενώ οι εισαγωγές του αγίου Νικοδήμου σε κάθε έναν από τους συγγραφείς
αντικαταστάθηκαν από σύντομα προλογικά κείμενα με την λογιότητα του επισκόπου
Καλλίστου. Πέραν των εισαγωγικών κειμένων σε μεταφράσεις που ίδιος είχε
εκπονήσει, υπάρχουν σημαντικά κείμενα, μερικές φορές σε έκταση σύντομης
μονογραφίας, που προλογίζουν μεταφράσεις άλλων: η εισαγωγή του στην μετάφραση
της Κλίμακος[14] την
οποία πραγματοποίησαν οι Colm Luibheid και Norman Russel και στην γαλλική
μετάφραση του αγίου Μάρκου του Μοναχού, την οποία πραγματοποίησε η αδελφή
Claire-Agnès Zirnheld[15],
καθώς και ένας συντομότερος πρόλογός του στον πρώτο τόμο της μετάφρασης του
έργου του π. Δημητρίου Στανιλοάε, Ορθόδοξη Θεολογική Δογματική[16], την οποία ολοκλήρωσαν οι Ioan Ionitӑ και Robert Barrington.
Αλλά από το 1964
εκδόθηκε μόνον ένα βιβλίο: το εξαιρετικά δημοφιλές Ο Ορθόδοξος Δρόμος[17], το οποίο συμπληρώνει την Ορθόδοξη
Εκκλησία με σκέψεις γύρω από τα δογματικά θέματα της Ορθοδοξίας. Όλα
αυτά συμπληρώνονται με πάνω από εκατό δημοσιευμένες ομιλίες και άρθρα (πολλά
ακόμη παραμένουν αδημοσίευτα). Η ισορροπία αυτή είναι σημαντική: ο επίσκοπος
Κάλλιστος δεν απομονώθηκε για να αφιερωθεί στην απαιτούμενη έρευνα ώστε να
παραχθεί το σύνολο του έργου που θα του εξασφάλιζε ακαδημαϊκές διακρίσεις∙
προσφέρεται απλόχερα σ’ εκείνους που θέλουν να μάθουν περισσότερα για την
Ορθοδοξία. Αυτό δεν απέκλεισε ούτε την ακαδημαϊκή κοινότητα –μαρτυρούν γι’ αυτό
τα πολλά άρθρα σε μείζονα έργα αναφοράς, όπως η Theologische Realenzyklopädie
και το Dictionnaire de Spiritualité[18]–
αλλά έδωσε μεγαλύτερη προσοχή σε άλλα ακροατήρια, συχνά πολύ μικρές ομάδες,
ανθρώπων που θέλουν να γνωρίσουν την Ορθοδοξία. Διότι το χάρισμα της
επικοινωνίας που διαθέτει είναι σπουδαίο, μαγεύει το ακροατήριό του αλλά και το
πληροφορεί. Το διαλεκτικό του ύφος είναι απολύτως διακριτό, είναι όντως
αμίμητο, ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνει άλλη διάσταση στον όρο
«επιτελεστική εκφορά» που επινόησε ο Καθηγητής J.L. Austin, τις φιλοσοφικές
διαλέξεις του οποίου παρακολούθησε ο επίσκοπος Κάλλιστος ως φοιτητής.
Επιπρόσθετα, το ύφος του πληροφορεί, κάτι που θα γίνει φανερό όταν τα άρθρα του
διασωθούν από τα περιοδικά (κάποια μάλιστα δεν είναι καν εύκολα προσβάσιμα σε
βιβλιοθήκες) και δημοσιευτούν υπό μορφή βιβλίου στις σειρές των συλλογικών του
έργων, όπως εμφανίζονται τώρα από το St Vladimir Seminary Press[19]. Tα ακαδημαϊκά επιτεύγματα του επισκόπου
Καλλίστου αναγνωρίστηκαν από το Πανεπιστήμιο του Bolyai-Babeş του Cluj-Napoca
στην Τρανσυλβανία, το οποίο τον τίμησε ανακηρύσσοντάς τον διδάκτορα στη
Θεολογία το 1998. Σε επίτιμο διδάκτορα τον ανακήρυξαν και πανεπιστήμια στην
Ελλάδα και την Αμερική, ενώ πρόσφατα εξελέγη μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας
Επιστημών –ο πρώτος Ορθόδοξος επίσκοπος που τιμάται κατ’ αυτόν τον τρόπο από το
1917.
Ο επίσκοπος Κάλλιστος
προσφέρθηκε γενναιόδωρα και στην επίβλεψη ερευνητών, πολλοί από τους οποίους
ήταν Ορθόδοξοι, ενώ άλλοι, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, από την
Ανατολική Ευρώπη. Όλοι μιλούν για το προσωπικό ενδιαφέρον του για τους ίδιους
και τη δουλειά τους και για την ξεχωριστή του ικανότητα να τους εμπνέει,
αποδίδοντας στην έρευνα που είχαν αναλάβει ιδιαίτερη σημασία. Ένας από τους
προηγούμενους σπουδαστές του παρατηρεί: «Πάντοτε έφευγα από το γραφείο του με
την αίσθηση ότι η δουλειά μου αξίζει τον κόπο και ότι μόλις απέκτησε νέα ζωή∙
αυτό είναι το μεγάλο και ξεχωριστό χάρισμά του ως δασκάλου». Πολλοί άλλοι, τόσο
συνάδελφοι όσο και ακαδημαϊκοί που επισκέπτονται την Οξφόρδη, καταθέτουν ότι
γεύθηκαν αυτήν την έμπνευση και την ενθάρρυνση. Μπορούμε να αποκτήσουμε μια
αίσθηση της κληρονομιάς που αφήνει στην Εκκλησία αν αναφέρουμε ότι κοντά του
έχουν μαθητεύσει ως ερευνητές ένας μητροπολίτης, δύο επίσκοποι, πολλοί
αρχιμανδρίτες, μοναχοί, μοναχές, καθηγητές, δάσκαλοι και θεολόγοι (και όχι
μόνον Ορθόδοξοι).
H προσωπική αυτή
φροντίδα για σπουδαστές και συναδέλφους δύσκολα διαχωρίζεται από την γενικότερη
ποιμαντική του μέριμνα. Όσοι είχαν το προνόμιο να είναι πνευματικά του παιδιά,
ή τον επισκέφθηκαν για να συζητήσουν θεολογικά θέματα, ή ακόμη και από
περιέργεια –σε όλες αυτές τις κατηγορίες περιλαμβάνονται τόσο Ορθόδοξοι όσο και
μη Ορθόδοξοι- δύο πράγματα σημειώνουν: πρώτον, ότι όση ώρα είναι μαζί τους,
φαίνεται να μην έχει χρόνο για τίποτε άλλο παρά μόνο γι’ αυτούς και τα
προβλήματά τους∙ δεύτερον, όμως, ότι μόλις φθάνουν (τόσο παλιά στην οδό
Staverton όσο και μετά στην οδό Northmoor), μετά από την θερμή υποδοχή,
παρακαλούνται να περιμένουν λίγο ενώ ο επίσκοπος Κάλλιστος δίνει χρόνο σε
κάποιον άλλον επισκέπτη να τελειώσει το θέμα του, καθώς και ότι μετά από μία
ώρα περίπου το κουδούνι χτυπά και πάλι, αναγγέλλοντας έναν νέον επισκέπτη.
Όπως ήδη σημειώσαμε, για
περίπου τριάντα πέντε χρόνια, ο επίσκοπος Κάλλιστος έχει την ποιμαντική ευθύνη
για την Ελληνορθόδοξη ενορία της Οξφόρδης. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη ενορία,
με την έννοια ότι τον ενοριακό ναό μοιράζονται δύο εκκλησιάσματα, ένα Ελληνορθόδοξο
και ένα Ρωσικό Ορθόδοξο, καθένα με τους κληρικούς του και το ενοριακό του
συμβούλιο. Η παρουσία και των δύο βασικών Ορθόδοξων παραδόσεων στην Αγγλία
είναι κάτι που ο επίσκοπος Κάλλιστος εκτιμά βαθιά: και οι δικές του πνευματικές
ρίζες είναι τόσο Ρωσικές όσο και Ελληνικές, και οραματίζεται για την Αγγλία μια
Ορθόδοξη Εκκλησία που δεν θα είναι ούτε Ελληνική ούτε Ρωσική-παρά το μεγάλο
χρέος της και προς τις δύο καθώς και προς άλλους, π.χ. Σέρβους και Ρουμάνους-
αλλά Αγγλική. Το όραμα, όμως αυτό απέχει πολύ από την πραγμάτωσή του, και ο
επίσκοπός μας συχνά θα απογοητεύθηκε, όταν η επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού δεν
παρουσίαζε πρόοδο. Για να δώσει ώθηση στο όραμα αυτό ίδρυσε την Αδελφότητα του
αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, το 1979, μια ομάδα που καλωσόριζε κάθε Ορθόδοξο
–Έλληνα, Ρώσο, Σέρβο, Ρουμάνο, Βούλγαρο, αλλά και Άγγλο, πόσο μάλλον που οι εκ
μεταστροφής Ορθόδοξοι Άγγλοι φαίνεται ότι προσκολλώνται ακόμη περισσότερο στον
εθνικό χαρακτήρα της Εκκλησίας που υιοθέτησαν από οποιονδήποτε προερχόμενο από
την Διασπορά! Με συνέδρια και ημέρες μελέτης, ένα περιοδικό (The Forerunner),
την έκδοση ημερολογίου και ενός καταλόγου Ορθοδόξων ενοριών και τόπων λατρείας,
η Αδελφότητα προσπάθησε να ενθαρρύνει μια αίσθηση Ορθοδοξίας στη Βρετανία,
υπερβαίνοντας τις εθνικές διαιρέσεις, οι οποίες συχνά φαίνονται παγιωμένες στις
χωριστές (και όχι πάντα συνεργάσιμες) δικαιοδοσίες τους.
Ένα άλλο στοιχείο που
επίσης ευνοούσε μιαν αίσθηση Βρετανικής Ορθοδοξίας φαίνεται στην αφοσίωση του
επισκόπου Καλλίστου στο χριστιανικό παρελθόν των Νήσων αυτών –Βρετανικό,
Κελτικό και Αγγλο-Σαξονικό-όταν αποτελούσαν μέρος της ενιαίας Οικουμένης.
Οι άγιοι της εποχής εκείνης απεικονίζονται στο ημερολόγιο που τύπωσε η
Αδελφότητα συντηρώντας την μνήμη τους ως αγίων της Ορθοδοξίας, ως δικών μας
αγίων. Ο επίσκοπος Κάλλιστος προώθησε έτι περαιτέρω την οφειλόμενη σ’ αυτούς
τιμή οργανώνοντας συχνά προσκυνήματα σε μέρη σχετιζόμενα με αυτούς τους αγίους.
Περιγράψαμε τα εξωτερικά
στοιχεία του οικουμενικού του έργου. Από αυτό φαίνεται ότι για τον επίσκοπο
Κάλλιστο, ο οικουμενισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από διομολογιακές
θεολογικές επιτροπές: η σημαντικότερη ίσως συμβολή του στον οικουμενισμό ήταν η
στήριξη που προσέφερε στην Αδελφότητα των αγίων Αλβανού και Σεργίου, η οποία
ασφαλώς έφθανε πιο πέρα από τον κόσμο του θεολόγου και εκκλησιαστικού ανδρός.
Στους κύκλους αυτούς, ο επίσκοπος Κάλλιστος έδινε τη μαρτυρία της Ορθόδοξης
παράδοσης, ασυμβίβαστα, χωρίς όμως σκληροκαρδία. Αποτελεί ίσως έκπληξη το
γεγονός ότι κάποιος που από τον Αγγλικανισμό μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία έχει
παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στην προαγωγή των οικουμενικών σχέσεων, και
μάλιστα μεταξύ Αγγλικανών και Ορθοδόξων. Ο λόγος γι’ αυτό είναι, σε μεγάλο
βαθμό, ότι η κίνηση του επισκόπου Καλλίστου από τον Αγγλικανισμό στην Ορθοδοξία
δεν περιείχε μεγάλη αρνητικότητα προς τον πρώτο∙ συνέχισε να εκτιμά βαθιά ό,τι
άξιζε στον Αγγλικανισμό και είδε την μεταστροφή του ως κίνηση προς μεγαλύτερη
πληρότητα αληθείας. Όσοι τον ακολούθησαν στην οδό προς την Ορθοδοξία μαρτυρούν
ότι η έγνοια του επισκόπου Καλλίστου ήταν το βήμα αυτό να γίνει με θεμελιωδώς
θετικό πνεύμα. Συχνά παρατηρούσε ότι η συνάντηση με την Ορθοδοξία κάποτε οδηγεί
τους ανθρώπους να προσχωρήσουν σ’ αυτήν, ίσως όμως συχνότερα να στραφούν στις
δικές τους παραδόσεις και εκεί να ανακαλύψουν τα Ορθόδοξα στοιχεία που απηχούν
και τα οποία τους δανείζουν μεγαλύτερο βάθος και νόημα. Και είναι πάντα έτοιμος
να βρει παρόμοιες απηχήσεις, κυρίως στον ποιητικό λόγο –και όχι μόνον απλώς σε
ποιητές που αυτό θα φαινόταν προφανές, όπως στον George Herbert, αλλά ακόμη
περισσότερο σε εμφανώς λιγότερο οραματιστές, όπως ο William Blake.
Aν η ενασχόληση του
επισκόπου Καλλίστου με την μετάφραση, επικεντρωμένη, όπως την ξέρουμε, στα
λειτουργικά και ασκητικά κείμενα, φανερώνει την μοναστική του κλήση, ο κύριος
όγκος των άρθρων του, συχνά βασισμένος σε διαλέξεις του, ομιλίες και κηρύγματα,
φανερώνει την κλήση του ως επισκόπου, κλήση η οποία βρίσκει την πλήρη πραγμάτωσή
της στην αγάπη προς την διδασκαλία και την επικοινωνία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
η χειροτονία στους διαφόρους βαθμούς της ιερωσύνης τελείται σε διαφορετικά
χρονικά σημεία της Θείας Λειτουργίας, σημεία που ορίζονται από τον ρόλο τον
οποίον αναλαμβάνει ο χειροτονούμενος. Έτσι οι διάκονοι χειροτονούνται στο τέλος
της ευχής της Ευχαριστίας, έτσι ώστε να μετάσχουν στην προσφορά των Τιμίων
Δώρων στον λαό. Οι πρεσβύτεροι χειροτονούνται στη Μεγάλη Είσοδο, ώστε μαζί με
τον επίσκοπο να μετάσχουν στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Οι επίσκοποι, όμως,
χειροτονούνται πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, διότι θεμελιώδες
λειτούργημά τους είναι να διακηρύσσουν το Ευαγγέλιο, να κηρύττουν και να
διδάσκουν∙ ο επίσκοπος είναι πρωτίστως ένας διδάσκαλος. Και είναι αυτή η διακονία
του κηρύγματος που ο επίσκοπος Κάλλιστος αγαπά βαθιά και στην οποία ίσως
βρίσκει την μεγαλύτερη πληρότητα της αποστολής του.
Η λαχτάρα αυτή να
διδάξει και να επικοινωνήσει βρήκε την έκφρασή της στη σειρά διαλέξεων που
έδινε κάθε φθινόπωρο στον ναό της οδού Canterbury, στα τέλη της δεκετίας του
’80 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στις σειρές αυτές των πέντε ή έξι
διαλέξεων, ο επίσκοπος Κάλλιστος έπαιρνε ένα θέμα –για παράδειγμα «Ουρανός επί
γης: η Ορθόδοξη εμπειρία της Ευχαριστίας»- και προέβαλλε με σαφήνεια την
Ορθόδοξη κατανόηση του θέματος, ερευνώντας και το νόημα και τις συνδηλώσεις της
κατά ποικίλους τρόπους, αντλώντας παραδείγματα από την τέχνη και την
λογοτεχνία, κυρίως την ποίηση, αλλά και, όπως πάντα, συνδυάζοντας τον στοχασμό
επί θεμάτων μεγάλου βάθους με στιγμές ευχάριστου κάποτε δε και ξεκαρδιστικού
χιούμορ. Οι διαλέξεις αυτές αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο, προσέλκυαν δε
ακροατήριο Ορθοδόξων και μη. Πολλοί από εκείνους που τις παρακολουθούσαν έζησαν
αξέχαστες εμπειρίες.
Το βιογραφικό αυτό
σχεδίασμα είναι ατελές: εν μέρει λόγω της δικής μου ανεπάρκειας (ένας
μελλοντικός βιογράφος θα βρει περισσότερα να πει για κάθε τι που αναφέραμε πιο
πάνω, αλλά θα πρέπει και να ερευνήσει την σημασία που είχαν για τον επίσκοπο
Κάλλιστο οι πολλές του φιλίες, κυρίως ο Νικόλαος Ζερνώφ, ο Ντόναλντ Άλτσιν, ο
Φίλιπ Σέρραρντ, καθώς και Έλληνες θεολόγοι όπως ο Παναγιώτης Νέλλας. Θα πρέπει
να αναδειχθεί η ανάμιξή του στο οικολογικό κίνημα, η οποία θεμελιώνεται στον
τρόπο με τον οποίον κατανοεί τον Ορθόδοξο ασκητισμό. Κυρίως όμως είναι
ανεπαρκής επειδή το υποκείμενό της είναι ακόμη εν ζωή και υγιής. Έχει αποσυρθεί
από την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στην Οξφόρδη και από τα άμεσα ποιμαντικά
του καθήκοντα της εδώ ενορίας. Αλλά η κλήση του ως επισκόπου και μοναχού, ως διδασκάλου
και πνευματικού πατέρα, παραμένει. Ίσως στην επόμενη δεκαετία, αν ο Θεός μάς
τον χαρίσει, να περιμένουμε τους καρπούς της μακράς του γνωριμίας και εμπειρίας
από την Ορθόδοξη παράδοση, ιστορία, θεολογία και πνευματικότητα: ίσως την προ
πολλού υπεσχημένη Ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας επί Τουρκοκρατίας, μια μελέτη
για την Ορθόδοξη κατανόηση της Ευχαριστιακής Θυσίας και συνάξεως, με περαιτέρω
σκέψεις, κάποια βιογραφικά σχεδιάσματα όλων εκείνων που υπήρξαν σημαντικότατοι
για την Ορθοδοξία στη Δύση (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας,
αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Αθηναγόρας, Νικόλαος και Μίλιτσα Ζερνώφ, Δημήτριος
Κουτρουμπής, Αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών Βασίλειος, π. Λεβ Ζιλέ, π. Δημήτριος
Στανιλοάε, Τζέραλντ Πάλμερ, Φίλιππος Σέραντ, και πολλών που είναι εν ζωή). Πάνω
απ’ όλα, όμως, προσδοκούμε να απολαύσουμε για πολλά χρόνια τα διανοητικά του
χαρίσματα, την σοφία και την προς όλους αγάπη του. Αποτελεί χαρακτηριστικό
παράδειγμα «ανθρωπίνου προσώπου» -θέμα για το οποίο έχει μιλήσει με ενορατικό
βάθος το οποίο ενέπνευσε γενιές σπουδαστών.
[1] Το
κείμενο αυτό περιέχεται στον τιμητικό τόμο Abba που εκδόθηκε
επί τη αφυπηρετήσει του μακαριστού Καλλίστου από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
[2] Σε
σχολεία με εσωτερικούς μαθητές, όπως το Westminster, οι σπουδαστές προετοίμαζαν
τα μαθήματα της επομένης υπό την επίβλεψη επιμελητή.
[3] Βλ.
Επ. Κάλλιστος, «Το ταξίδι μου στην Ορθόδοξη Εκκλησία», στο Η εντός ημών
Βασιλεία, Eκδ. Ακρίτας.
[4] Ε.L.
Woodward, Christianity and Nationalism in the Later Roman Empire (London:
Longmans, Green and Co., 1916), 12-13n.
[5] H
αρχική έκδοση δημοσιεύθηκε σε σειρά που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα περί
Ρωμαιοκαθολικισμού (ένα σημαντικό βιβλίο του Sebastian Bullough, OP),
Aγγλικανισμού και Μεθοδισμού (βιβλία κατ’ άλλες έννοιες σημαντικά) καθώς και
περί Μυστικισμού και Βουδισμού. Το βιβλίο του Τίμοθυ Wear είναι το μόνο επί
Χριστιανικού θέματος που αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου (και το μόνο το οποίο
δεν παρουσιάζει θέμα που λήγει σε –ism ή έστω -y!).
[6] Festal Menaion:
μετάφραση από το αρχικό Ελληνικό κείμενο, Μητέρα Μαρία και αρχιμανδρίτης
ΚάλλιστοςΓουέαρ, με εισαγωγή του Καθηγητού π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (London: Faber
and Faber, 1969)· Lenten Triodion: μετάφραση από το αρχικό
ελληνικό κείμενο, Μητέρα Μαρία και αρχιμανδρίτης Κάλλιστος Γουέαρ (London,
Faber and Faber, 1978). Aμφότερα εξακολουθούν να εκδίδονται χαρτόδετα.
Επιπλέον, υπάρχει μια συμπληρωματική ιδιωτική έκδοση για το Lenten Triodion,
την οποία εξέδωσε η Μονή της Αγίας Σκέπης (1979), και η οποία περιέχει όλα τα
κείμενα (κυρίως εκείνα των ημερών της εβδομάδος εκτός της Καθαράς και της
Μεγάλης Εβδομάδος) που λόγω έκτασης δεν περιλαμβάνονται στον τόμο των Faber.
[7] Το
πλήρες κείμενο της Φιλοκαλίας ανθολογήθηκε από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη
και τον άγιο Μακάριο Κορίνθου. Μετάφραση από τα ελληνικά και επιμέλεια G.E.H.
Palmer, Philip Sherrard και Kάλλιστος Ware, 4 τόμοι (εκ των 5), London: Faber
and Faber, 1979- 95. Όλα επίσης χαρτόδετα.
[8] Writings from the Philokalia on Prayer of the Heart, Early Fathers from the Philokalia, Unseen Warfare,
όλα μεταφρασμένα από το Ρωσικό κείμενο του αγίου Θεοφάνους, από τους G.E.H.
Palmer και E. Kadloubovsky (London: Faber and Faber, 1951, 1954, 1952).
[9] The Art of Prayer: an Orthodox Anthology,
συγκέντρωση κειμένων από τον ηγούμενο του Βάλαμο, Χαρίτωνα, μετάφραση E.M.
Palmer, εισαγωγή Τίμοθυ Ware (London: Faber and Faber, 1966).
[10] Alexander
Elchaninov, The Diary of a Russian Priest,
μετάφραση Helen Iswolsky, Αγγλική Μετάφραση Κάλλιστος Ware, εισαγωγή Tamara
Elchaninov, πρόλογος Dimitri Obolensky (London: Faber and Faber, 1967).
[11] The
Festal Menaion, 38-97.
[12] The
Lenten Triodion, 13-68.
[13] The Philokalia,
I, 11-18.
[14] John
Climacus, The Ladder of Divine Ascent, μετ., Colm Luibheid and
Norman Russell (London: SPCK, 1982), 1-70.
[15] Marc
le Moine, μετ. Soeur Claire-Agnès Zirnheld, Spiritualité Orientale 41
(Abbaye de Bellefontaine, 1985) ix-li.
[16] Dumitru
Stӑniloae, The
experience of God (Brookline MA:
Holly Cross Orthodox Press, 1994).
[17] The
Orthodox Way, Oxford: Mowbrays, 1979, (μτφ σε πολλές γλώσσες).
[18] “Diadochus
von Photice”, “Gottesdienst: Orthodoxe Kirche” στο Theologische
Realenzyklopädie VIII (1981), 617- 20, XIV (1985), 46-51∙ “Philocalie” στο
Dictionnaire de Spiritualité (1984), cols. 1336-52.
[19] Mέχρι στιγμής έχει εκδοθεί μόνον ένας τόμος (από τους προβλεπόμενους 8, μετά το τελευταίο μέτρημα!): Βishop Kallistos Ware, The Inner Kingdom (Crestwood NY: St Vladimir’s Seminary Press, 2000). Παρά τον τίτλο, δεν πρόκειται για αγγλική έκδοχή (ή έστω πρωταρχικά) μιας κάπως συντομότερης συλλογής που εκδόθηκε στη Γαλλία (και στην Ελλάδα) μερικά χρόνια πριν, με τίτλο Le royaume intérieure, στην συλλογή “Le sel de la terre” (Pully, Switzerland, 1993).
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/kallistos-ware/?fbclid=IwAR1Tk2h-TY1i6aG7lRlS21cOc9mGLEoRh1AUJxM7M3ETts88EcXeqDBTEI0