Μεγαλυνάριο τής Θεοτόκου
Ψάλλει ο αείμνηστος Πρωτοψάλτης και Δάσκαλος τής Ψαλτικής Τέχνης τού Πατριαρχείου Αντιοχείας Μίτρι Ελ Μουρ (1881 - +1969)
Μεγαλυνάριο τής Θεοτόκου
Ψάλλει ο αείμνηστος Πρωτοψάλτης και Δάσκαλος τής Ψαλτικής Τέχνης τού Πατριαρχείου Αντιοχείας Μίτρι Ελ Μουρ (1881 - +1969)
Η παραβολή του Σπορέα, ένα αφυπνιστικό προσκλητήριο
προς αυτοκριτική και αυτογνωσία.
Πολλές φορές αναρωτιούνται οι άνθρωποι και απορούν για τη φαινομενική αποτυχία του Χριστιανισμού μέσα στον κόσμο που παρατηρείται αλλού σε μικρή και αλλού σε μεγαλύτερη έκταση. Δεν θα έπρεπε, ύστερα από το λυτρωτικό έργο του Χριστού μέσα σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο και εν συνέχεια των μαθητών του μέσα στην οικουμένη και κυρίως ύστερα από προσπάθειες και πειραματισμούς τόσων αιώνων, να βλέπαμε σήμερα μία μεγαλύτερη επίδραση του Χριστιανισμού μέσα στην ανθρωπότητα και μία πιο ενθαρρυντική εφαρμογή του; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μας δίνει η παραβολή της Δ΄ Κυριακής του Λουκά, στην όποια γίνεται λόγος για ένα σπορέα που το έργο του δεν απέδωσε παντού τον ίδιο καρπό.
Το έργο του σπορέα δεν υπήρξε ελαττωματικό. Ούτε ο σπόρος χαλασμένος. Σκορπίστηκε παντού πλουσιοπάροχα με την αφθονία που διακρίνει τον Θεό, το χορηγό κάθε αγαθού· κι ακόμη σκορπίσθηκε χωρίς διακρίσεις η προτιμήσεις. Ωστόσο το αποτέλεσμα δεν ήταν ανάλογο προς τη γενναιοδωρία της σποράς. Ενώ ο σπόρος δόθηκε πλούσια και χωρίς διακρίσεις, δεν έγινε παντού δεκτός με τον ίδιο τρόπο, την ίδια προθυμία, την ίδια ανταπόκριση. Έτσι, το αποτέλεσμα δεν ήταν παντού το ίδιο αλλ’ ανάλογο με τη δεκτικότητα και αποδοτικότητα της γης που τον δέχθηκε.
Κι ακόμη πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Πρώτα-πρώτα οι τρεις περιπτώσεις αποτυχίας της σποράς δεν σημαίνουν τοπική αναλογία σε σχέση προς την όλη επιφάνεια της γης σε τρόπο ώστε να πεί κανείς ότι κατά τα τρία τέταρτα το έργο της σποράς απέτυχε και καρποφόρησε μόνο στο ένα τέταρτο· απλώς περιγράφονται ορισμένοι λόγοι αποτυχίας που πρέπει να βάλουν σε σκέψεις τον ακροατή ως προς την τοποθέτηση του εαυτού του. Και έπειτα, κάνει εντύπωση η τεράστια και θαυμαστή επιτυχία της τέταρτης περιπτώσεως: η καλή γη αποδίδει καρπόν «εκατονταπλασίονα», δηλ. εκατό φορές περισσότερο από ο,τι θα περίμενε κανείς σε μία κανονική καρποφορία. Συχνά είμαστε έτοιμοι να τονίσουμε την αποτυχία του Χριστιανισμού σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεχνώντας τους λόγους που την προκάλεσαν και κυρίως ξεχνώντας ότι σε άλλες περιπτώσεις η επιτυχία του υπήρξε αξιοθαύμαστη και πάνω από κάθε μέτρο και κάθε προσδοκία.
Στο απαισιόδοξο, πλην όμως πραγματικό, ερώτημα με το οποίο αρχίσαμε, η παραβολή αυτή δίνει την εξής απάντηση:
Εάν ο σπόρος του Χριστιανισμού δεν βλάστησε παντού, ας μην αναζητούμε την αιτία ούτε στις διαθέσεις του σπορέα ούτε στην ποιότητα του σπόρου, αλλ’ ας στραφούμε αλλού, στο είδος του αγρού που δέχτηκε το σπόρο, στον τρόπο που ανταποκρίθηκαν οι άνθρωποι στο Ευαγγέλιο του Χριστού, στην ποιότητα της γης που αντιπροσωπεύει ο καθένας μας.
Οι τρεις κατηγορίες άγονου εδάφους που περιγράφονται στο κείμενό μας είναι δυνατό να βρεθούν σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του καθενός μας. Άλλοτε από αμέλεια, άλλοτε από επιπόλαιη και χωρίς βαθιές ρίζες αντιμετώπιση ουσιαστικών πραγμάτων που σχετίζονται με την ίδια τη ζωή μας, άλλοτε από αδυναμία να αντισταθούμε στην ευχαρίστηση της στιγμής εμποδίζουμε την καρποφορία του θείου λόγου μέσα μας.
Η παραβολή αυτή αποτελεί ένα αφυπνιστικό προσκλητήριο προς αυτοέλεγχο, αυτοκριτική και αυτογνωσία. Ενώ εμείς από τη μια μεριά είμαστε έτοιμοι να διαπιστώσουμε ότι ο Χριστιανισμός φαίνεται να απέτυχε σε πολλούς ανθρώπους, να επιρρίψουμε την ευθύνη σ’ αυτούς που κακώς τον εκπροσωπούν, να κατακρίνουμε θεσμούς και πρόσωπα, η παραβολή από την άλλη μεριά εφιστά την προσοχή μας στο έδαφος που εκπροσωπεί ο καθένας μας για το σπόρο του θείου λόγου. Πέρα δε από αυτήν την αυτοεξέταση, μας μεταδίδει κι έναν τόνο αισιοδοξίας: παρά την αποτυχία ορισμένων περιπτώσεων, ο λόγος του Θεού τελικά καρποφορεί και μάλιστα με τρόπο εκπληκτικό και θαυμαστό, αποδίδοντας καρπό εκατό φορές περισσότερο από το κανονικό. Για το αν βρίσκεται ο άνθρωπος όχι στην καρποφόρα γη αλλά στο πετρώδες και άγονο έδαφος δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν άλλον παρά μόνο τον εαυτό του.
Πηγή: www.agiazoni.gr
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:https://www.pemptousia.gr/2020/10/%e1%bd%81-sporos-to%e1%bf%a6-thiou-logou-ka%e1%bd%b6-t%e1%bd%b8-%e1%bc%94dafos/
Μακάριος Ανήρ
Ερμηνεία=Νεκτάριος Θάνος
εκ της πρωτότυπης μελοποίησης του Πέτρου Πελοποννησίου. Στο βίντεο παρατίθεται το μουσικό κείμενο από τον Εσπερινό του Ταμείου Ανθολογίας Χουρμουζίου. Ο ερμηνευτής χρησιμοποίησε και τον Εσπερινό της Μουσ.Πανδέκτης και αυτόγραφο κώδικα του Γρηγορίου.
Προτιμώ να πω “σε αγαπώ”
και “συγγνώμη”, παρά...
Δε θέλω να σου επιτρέψω να μου στερήσεις την αληθινή χαρά, δε σκοπεύω να χάσω μέσα από τα χέρια μου την ευκαιρία να κερδίσω ξανά αυτά που με κάνουν ευτυχισμένη.Δεν θέλω να σε αφήνω να κυριαρχείς επάνω μου, διότι δε θα ανυψώσεις, αλλά θα με βυθίσεις στη μοναξιά και τη δυστυχία.
Θέλω να με τιμώ με το να με βελτιώνω καθημερινά, όχι με το ταπεινώνω τους άλλους ανθρώπους προκειμένου να ανυψωθώ και να φανώ καλύτερη.
Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού
1. Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.
2. Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 κατεδίκασαν τις αποφάσεις της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή κατεδίκασε τότε και ο ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ορθοδόξου Πάπα της Ρώμης, κατεδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Όμως για πρώτη φορά ο Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ´ το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος Η´ εισήγαγε το Πιστεύω με το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3. Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο διά των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού διά της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθή.
Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, το καθαρτήριο πυρ, το πρωτείο του Πάπα κ.λπ.
4. Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι:
– το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατρός, να καταργήται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, να μειώνεται ο Υιός κατά την ιδιότητά Του να γεννά, εάν υπάρχει ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού, να υποτιμάται το Άγιον Πνεύμα ως μη ισοδύναμο και ομόδοξο με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού παρουσιάζεται ωσεί «πρόσωπο στείρο»,
– η χρησιμοποίηση αζύμου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το Μυστικό Δείπνο,
– ο καθαγιασμός των «τιμίων δώρων» που γίνεται όχι με την επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού «λάβετε φάγετε… πίετε εξ αυτού πάντες…»,
– η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση,
– η θεωρία περί της «αξιομισθίας» του Χριστού που την διαχειρίζεται ο Πάπας και η «υπερπερισσεύουσα» χάρη των αγίων,
– ο χωρισμός και η διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος και θείας Ευχαριστίας,
– η διδασκαλία περί της κληρονομήσεως της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος,
– οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιερωσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον),
– η μη μετάληψη των λαικών από το «Αίμα» του Χριστού,
– το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι «ο episcopus episcoporum και η πηγή της ιερατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεμών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γης» (Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος,
– η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις,
– το αλάθητο του Πάπα,
– το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα,
– οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που επικράτησαν στον δυτικό χώρο,
– η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας,
– η διδασκαλία περί του απολύτου προορισμού,
– η άποψη περί της ενιαίας μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισμάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.
5. Επίσης, η μεγάλη διαφοροποίηση, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην Δύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισμός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των μυστηρίων της πίστεως με την λογική (Άνσελμος Καντερβουρίας, Θωμάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νού, για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού και ουνίτη Βαρλαάμ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά.
6. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, διά της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται». Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως «συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί να βγη ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχη κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: «θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το «Πιστεύω» έλεγαν: «και εις έναν Πάπαν» παρά να λένε: «και εις μίαν… Εκκλησίαν»».
Επίσης, «η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην ρωμαική Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί». Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική «Εκκλησία» ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διιστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν μας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν μας δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και εμάς μας θεωρούν θυγατέρες Εκκλησίες.
7. Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 από τον Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου και στην εποχή μας αναγνωρίσθηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σημαντική η αιτιολογία της ανακηρύξεως του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ´: «ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους». Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους, ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ´ (1198-1216): «Αυτός που έχει τη νύμφη είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αυτή (η Εκκλησία) δε συνεζεύχθη με κενά τα χέρια, αλλά πρόσφερε σε μένα ασύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και των ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείο και την αφθονία αμφοτέρων… Σα σύμβολα των κοσμικών αγαθών μου έδωσε το Στέμμα, τη Μίτρα υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα για τη βασιλεία και με κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυμα και στο μηρό του οποίου γράφτηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων».
Επομένως, υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας». Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος – αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γη, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς.
ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/2020/10/vasika-simia-diaforas-metaxi-orthodoxou-ekklisias-ke-papismou/
Ομιλία πραγματοποίησε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπης Παυλόπουλος στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ενορία Εν Δράσει» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας της Μητρόπολης Πειραιώς.
Παρατίθενται τα κύρια σημεία της ομιλίας καθώς και το βίντεο με την ομιλία του.
«Στόχος των σκέψεων που ακολουθούν είναι η ανάδειξη της διπλής ιστορικής αλήθειας, ότι αφενός το Βυζάντιο δεν υπήρξε μέρος του Μεσαίωνα αλλά, όλως αντιθέτως, δίχως τον εν γένει Βυζαντινό Πολιτισμό δεν θα είχαμε φθάσει στην Αναγέννηση, τουλάχιστον στον χρόνο και υπό την μορφή, με την οποία συνιστά, διαχρονικώς, μια από τις βάσεις του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Και, αφετέρου, ο Βυζαντινός Πολιτισμός ήταν εκείνος, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα ώστε οι αρχές και αξίες της Χριστιανικής Διδασκαλίας να καταστούν ο τρίτος βασικός πυλώνας του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Α. Είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό -έστω και αν η εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν παρουσιάζει, ιστορικώς, ιδιαίτερη δυσκολία- ότι όταν πια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε ν’ ακολουθεί τροχιά παρακμής, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στο Βυζάντιο, μ’ επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη όπου είχαν σωρευθεί πολλά οικονομικά μέσα και είχε εγκατασταθεί πλήθος διανοουμένων, έφθασε στο επίπεδο της μέγιστης ακμής της, ουσιαστικώς στο απόγειό της.
Ήταν τότε, κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα, όταν είδαν το φως έξοχα φιλολογικά έργα, τόσο στο πεδίο της πεζογραφίας όσο και σ’ εκείνο της ποίησης. Έργα τα οποία ανέτρεχαν, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, σε όλο το φάσμα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας, με αντίστοιχη προσφυγή στα Αρχαία Ελληνικά, κυρίως μέσω πλειάδας παραπομπών στην κλασική φιλολογία της Αρχαίας Ελλάδας. Η παλιά «αντιπαλότητα» ανάμεσα στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και στον Χριστιανισμό είχε περάσει,για πάντα, στο παρελθόν.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Βυζαντινός Πολιτισμός υπήρξε η «γέφυρα» η οποία, στηριζόμενη, όπως προεκτέθηκε, και στην αντηρίδα της Αρχαίας Ρώμης -κατ’ εξοχήν ως προς την οργάνωση του Κράτους και την καλλιέργεια της Νομικής Επιστήμης- επέτρεψε στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα να διατηρηθεί ακμαίο ως την Αναγέννηση, «μπολιάζοντας» ευεργετικά τα θεμελιώδη πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. Παράλληλη -βεβαίως τηρουμένων των σχετικών αναλογιών- ήταν και η διαδρομή της Τέχνης στο Βυζάντιο, με πιο χαρακτηριστικό πλαίσιο εκείνο της ζωγραφικής: Η νατουραλιστική τεχνοτροπία ακολούθησε πιστά τα κλασικά πρότυπα, ενώ η σταδιακή της εξέλιξη έδωσε την δυνατότητα να διαμορφωθούν πολυάριθμες «τοπικές» σχολές ζωγραφικής, όπως π.χ. στην Κρήτη. Σπάνιας τέχνης ζωγραφικά έργα και ψηφιδωτά, με ολοένα και πιο έντονο τον «κοσμικό» τους χαρακτήρα, πέρασαν γρήγορα τα στενά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επηρέασαν την Τέχνη στην Δύση.
Όταν, λοιπόν, η τουρκική κατάκτηση σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ανεκτίμητη πνευματική και καλλιτεχνική συνεισφορά της είχε ήδη «μετακενωθεί» στην Δύση, θέτοντας τις βάσεις για την «ανατολή» της Αναγέννησης.
Β. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό, ότι οι ρίζες του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού φυτρώνουν πάντα στο απαράμιλλο, από πλευράς έμπνευσης και δημιουργίας, έδαφος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Όμως, πρέπει ν’ αναλογιζόμαστε και το ότι δίχως την σημαντική συμβολή της Αρχαίας Ρώμης, της κρατικής της δομής και των πολιτισμικών της προεκτάσεων, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός και το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα δεν θα είχαν βρει το όχημα, πάνω στο οποίο ταξίδεψαν για πέντε, τουλάχιστον, αιώνες.
Κι ακόμη περισσότερο, όλο αυτό το, μοναδικό στην ιστορία της Ανθρωπότητας, πολιτισμικό αμάλγαμα θα είχε σβήσει και θ’ αποτελούσε ένα -έστω και τεράστιας αξίας- «απολίθωμα» πάνω στο οικοδόμημα του Παγκόσμιου Πολιτισμού, χωρίς την τελική σφραγίδα που του εναπέθεσε το Βυζάντιο και ο δικός του Πολιτισμός. Σφραγίδα, η οποία συντέθηκε από το τρίπτυχο του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, των θεσμών και της έννομης τάξης της Αρχαίας Ρώμης και της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Δηλαδή τους «κίονες», πάνω στους οποίους στηρίζεται και σήμερα το αέτωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την προφητική «ομολογία» του PaulValéry -ιδίως στο εμβληματικό δοκίμιό του «Ποιος είναι Ευρωπαίος» (1924), ήτοι HomoEuropaeus- αλλά και την άκρως ανθρωπιστική οξυδέρκεια των Ιδρυτών της.
Μέσ’ από αυτές τις πολιτισμικές του καταβολές, το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες υπηρετεί τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στον άξονα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Είναι δε ιδίως αυτές οι αρχές και αξίες, οι οποίες δίνουν στην Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εφόδια για να διαδραματίσει τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί και που της αρμόζει, μέσα στους ταραγμένους καιρούς μας, όπου κρίνεται το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας εν γένει.
Γ. Αυτό τον Πολιτισμό πρέπει να υπερασπισθούμε ιδίως σήμερα, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, έναντι όσων επιβουλεύονται το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και τις πολιτισμικές του καταβολές. Και με βάση τις παρακαταθήκες του Πολιτισμού αυτού πρέπει να στείλουμε, urbietorbi, το μήνυμα ότι, εμείς οι Έλληνες, είμαστε κατ’ εξοχήν υπέρμαχοι της Ειρήνης και της Φιλίας μεταξύ των Λαών. Είμαστε όμως, όπως είναι αυτονόητο, εξίσου υπέρμαχοι αλλά και ανυποχώρητοι εγγυητές, έναντι πάντων, του πραγματικού θεμελίου της Ειρήνης, που δεν είναι άλλο από τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, στο σύνολό τους.
Αυτό το μήνυμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο ιδίως δε στις μέρες μας, όταν η Τουρκία παραβιάζει, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, επιβουλευόμενη ευθέως την Κυριαρχία μας και περιφρονώντας επιδεικτικώς την Διεθνή Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Τουρκία η οποία, επιπροσθέτως, καθίσταται τόσο περισσότερο επικίνδυνη για την Δημοκρατία και τον Πολιτισμό, όσο βυθίζεται, κυριολεκτικώς, στο τέλμα του σουνιτικού φονταμενταλισμού για να διεκδικήσει «ηγετικό» ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή. Ως προς το ότι ο σουνιτικός φονταμενταλισμός της Τουρκίας βάλλει ευθέως κατά του Πολιτισμού γενικώς, μαρτυρούν αψευδώς και αμαχήτως ιδίως οι πρόσφατες βάρβαρες πολιτισμικές βεβηλώσεις της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας».
ΠΗΓΗ:https://www.zougla.gr/politiki/article/omilia-tou-pr-pavlopoulou-gia-ti-diaxroniki-aksia-tou-vizantinou-politismou