Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ.

Αίμα και πυρ, Κωνσταντίνου Πρίγγου, Ήχος Πλ δ΄ | Στυλιανός Κοντακιώτης (...

Σήμερον ο Χριστός, Ήχος Β΄ | Άγγελος Σέφκας (26.12.2018)

Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων

Η Σύναξη προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)

Μπορεί να ειπωθεί δίχως υπερβολή ότι η ευλάβεια της Εκκλησίας προς την Παναγία, από μικρός σπόρος που ήταν αναπτύχθηκε σε μεγάλο δένδρο, ξεκινώντας από τη φάτνη της Βηθλεέμ. Σ’ αυτή την απόλυτα μοναδική νύχτα για τους Χριστιανούς, τότε που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, η εικόνα της Μη­τέρας και του Παιδιού έγινε – και παραμένει για πάντα – η σπουδαιότερη, η βαθύτερη και η πλέον χαρμόσυνη εικόνα της πίστεώς μας… Όλες οι εορ­τές, οι προσευχές και η αγάπη, που η Εκκλησία α­πευθύνει στη Θεοτόκο, ριζώνουν στον εορτασμό της Γεννήσεως του Χριστού.

Στην αρχαία εποχή, όταν δεν είχε εξελιχθεί ακόμη το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, η μόνη εορτή που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία ήταν η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η 26η Δεκεμβρίου, γνωστή με τον αρχαίο τίτλο ως “Σύναξη προς τιμήν της Υπερ­αγίας Θεοτόκου”. Ακριβώς εδώ, στην εορτή της Εκκλησίας για τη Γέννηση του Χρίστου, στις ευχές και στους ύμνους των Χριστουγέννων, βρίσκουμε το βαθύτερο επίπεδο της Χριστιανικής σκέψεως όσον αφορά τη Θεοτόκο, τη σχέση μας μαζί της, την κα­τανόηση του παραδείγματός της, το πρόσωπό της και τη θέση της στη θρησκευτική μας ζωή.

Ένα θέμα ή μοτίβο που συνυφαίνεται με όλες τις γιορτές των Χριστουγέννων είναι το ότι η Εκκλησία βιώνει τη Θεοτόκο ως δώρο του κόσμου προς τον Θεό, ως δώρο του ανθρώπου σ’ Αυτόν που εισέρχε­ται στον κόσμο, ως δώρο στον άνθρωπο. Ένας από τους ύμνους των Χριστουγέννων ερωτά, “Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς”.Και κατόπιν έρχεται η απάντηση: “Έκα­στον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει, οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον”!

Η βαθιά σημασία αυτού του αξιόλογου ύμνου είναι ότι ο κόσμος και όλη η δημιουργία δεν διψά απλώς για ένωση με τον Θεό, ούτε περιμένει τον ερχομό Του: έχει προετοιμαστεί γι’ αυτό, έτσι ώστε η συνάντηση, ακριβώς, του Θεού με τον άνθρωπο, να βρίσκεται στην καρδιά της Χριστιανικής πίστεως, με ελευθερία κι αγάπη. Το σύγχρονο αυτί, μαραμένο και ξερό από τον επιφανειακό ορθολογισμό, ακούει φράσεις όπως “συνάντηση του ουρανού με τον Θεό μέσω της δωρεάς ενός άστρου”, ή για τη γη που προσφέρει ως δώρα το σπήλαιο και τη φάτνη, και τις θεωρεί “απλώς” ως ποιητικές μεταφορές – επειδή η ποίηση, “όπως όλοι γνωρίζουν”, δεν διαθέτει κανένα “αντικειμενικό” νόημα και είναι εντελώς άσχετη προς την πραγματικότητα. Αυτό που το ορθολογικό μας μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει είναι όσα μπορεί η ποίηση, και μόνο αυτή, να δει, ν’ ακούσει, να μας προσφέρει και να μας αποκαλύψει: το βαθύτερο νό­ημα, ή καλύτερα, το μεγάλο βάθος που βρίσκεται σε κάθε φαινόμενο, σε κάθε πραγματικότητα, αυτόν τον μυστικό πυρήνα δυνάμεως και αλήθειας που είναι κρυμμένος από τον αξιολύπητο και αυτοϊκανοποιούμενο νου που τον διακατέχουν αποκλειστικά τα εξωτερικά φαινόμενα. Ο ουρανός προσφέρει στον Χριστό ως δώρο το αστέρι! Αυτό μπορεί φυσικά να σημαίνει πως το καθετί, αρχίζοντας από τον ίδιο τον κόσμο σε όλη την καθολικότητα και αρμονία του, έ­χει σχεδιαστεί για να αποκαλύπτει ένα ανώτερο νό­ημα, ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι ένα παράλογο ατύχημα της ιστορίας, αλλά, αντίθετα, είναι σύμβο­λο του Θεού, μια νοσταλγία για τον Θεό, μια προει­κόνιση του Θεού.

“Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού”! (Ψαλμ. 19, 1). Η ποίηση το γνωρίζει, όπως και η πίστη. Γι’ αυτό, στη Γέννηση του Χριστού, η ποίηση και η πίστη βλέπει τον Χριστό όχι μόνο να έρχεται στον κόσμο, αλλά και τον κόσμο να βγαίνει έξω για να Τον συναντήσει: το αστέρι, την έρημο, το σπήλαιο, τη φάτνη, τους αγγέλους, τους ποιμένες, τους μάγους. Και στη φωτει­νή καρδιά αυτής της λιτανείας, ως κέντρο και ως εκπλήρωση, βρίσκεται η Παναγία, ο καλύτερος και πιο όμορφος καρπός της κτίσεως. Είναι σαν η πίστη να λέει στον Θεό: “Μέσα στην αγάπη Σου για μας, έδωσες τον Υιό Σου. Και εμείς, στην αγάπη μας για Σένα, σου προσφέρουμε τη Μαρία, τη Θεοτόκο”. Στο πρόσωπο της Παναγίας, σαν να λέμε, ο κόσμος μνηστεύθηκε τον Θεό, ως ολοκλήρωση της αμοιβαίας αγάπης τους. Το Ευαγγέλιο λέγει: “Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν…” (Ίωάν. 3, 16). Και η Εκκλησία απαντά με παρόμοιο τρόπο: “Ο κόσμος τόσο πολύ αγάπησε τον Θεό, ώστε Του έδωσε αυτήν που η ομορφιά και η καθαρότητά της αποκαλύπτει το βα­θύτερο νόημα και περιεχόμενο του κόσμου…”. Ο Υιός του Θεού, μέσω αυτής, γίνεται Υιός του Ανθρώπου, ένας από μας, για να μας ενώσει με τον Εαυτό του, και μέσω Αυτού να μας ενώσει με τον Θεό. Γι’ αυτό, πριν η πίστη φθάσει να γνωρίσει τη Μαρία ως Θεο­τόκο και Μεσίτρια, πριν η ευλάβεια προς την Πανα­γία ωριμάσει πλήρως μέσα σε αναρίθμητες προσευ­χές, εορτές και εικόνες, αυτό που αρχικά αποκαλύφθηκε ως θεμέλιο και πηγή όλων όσα ακολούθησαν ήταν η Θεία πληρότητα και ωραιότητα της νύχτας των Χριστουγέννων. Στην καρδιά δε της Χριστου­γεννιάτικης νύχτας βρίσκεται η εικόνα της Μητέρας και του Παιδιού που χύνει ένα εκτυφλωτικό φως. Εδώ, ξαναενώνεται ό,τιδήποτε είχε χωριστεί από την αμαρτία, την εχθρότητα και την αλαζονεία του ανθρώπου: ο ουρανός και η γη, ο Θεός και ο άνθρω­πος, η φύση και το πνεύμα. Ο κόσμος γίνεται ένας ύμνος δοξολογίας, οι λέξεις μετατρέπονται σ’ ένα τραγούδι αγάπης, η ύλη μεταμορφώνεται σε δώρο, και όλη η φύση γίνεται μια φάτνη. Σ’ αυτή την εικό­να της Μητέρας και του Παιδιού, η αιώνια αγάπη του Θεού για τον κόσμο και η αιώνια αγάπη του κόσμου για τον Θεό – στον εσώτατο εαυτό του – ενώ­νονται, ολοκληρώνονται και νικούν. Και κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ξεριζώσει αυτήν την εικόνα από τη μνήμη ή τη συνείδηση του ανθρώπου.

Ατενίζοντας αυτή την εικόνα και νιώθοντας ευ­φροσύνη γι’ αυτή, παρατηρούμε σ’ αυτή τη μόνη αυθεντική εικόνα του αληθινού κόσμου, της αληθινής ζωής, του αληθινού ανθρώπου. Και υμνώντας την Παρθένο Μαρία, χαιρόμαστε πάνω απ’ όλα με όσα μας αποκαλύπτει για τον ίδιο τον εαυτό μας και για το θεϊκό βάθος, την ομορφιά, τη σοφία και το φως του κόσμου, όταν αυτά ενώνονται με τον αγαπημένο τους Κτίστη.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία, εκδ. Ακρίτας,  σ. 42-46

ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2020/12/defteri-mera-ton-christougennon-i-sinaxi-pros-timin-tis-iperagias-theotokou-26-dekemvriou/

Η Εικόνα της Γεννήσεως του Κυρίου

Ἡ Γέννηση στὴν Ἁγιογραφία

Τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου 


Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο.

Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι᾿ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα γαϊδούρι εἴτε ἄλογο.

Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της ἀπάνω σ᾿ ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή.

Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾶ μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση.

Στο κάτω μέρος απὸ τὰ δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ καθισμένος σ᾿ ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ᾿ ὅσον δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί.

Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾶ σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν παρηγορήσει.

Στὰ ἀριστερὰ εἶναι καθισμένη μιὰ γρηὰ ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῶ μιὰ μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ κολυμπήσουνε τὸ μωρό.

Γύρω τους κι᾿ ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ τρία μαντρόσκυλα. Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει.

Πίσω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φαίνουνται μέσα στὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικεμένοι στἄλογα, ὁ ἕνας σὲ ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι᾿ ὁ ἄλλος σε κόκκινο.

Ἡ Παναγία ζωγραφίζεται καὶ γονατιστὴ, μὰ αὐτὸ θαρρῶ πὼς φραγκοφέρνει. Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τ᾿ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια.

Εἶναι παράξενο πῶς οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι ποὺ ἤτανε ὀρθοδοξώτατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους κάποιες σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν εἶναι Κανονικά.

Στὸ Μυστρᾶ, στὸ Καχριὲ Τζαμὶ κι᾿ ἀλλοῦ εἶναι ζωγραφισμένα ἐπεισόδια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας παρμένα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ποὺ δὲν εἶναι Κανονικό. Ἀλλὰ τέτοια καθέκαστα εἶναι ζωγραφισμένα στὰ Εἰσόδια, στὸν Εὐαγγελισμό, στὴν ζωὴ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, κλπ.

Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμμιὰ μαμή, καὶ βρῆκε μιὰ γρηὰ ποὺ τὴ λέγανε Σαλώμη, κι᾿ αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί.

Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι γραμμένο καὶ τὄνομα τῆς Σαλώμης. Στὰ πιὸ ὡραῖα εἰκονίσματα ἡ Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ᾿ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι της στὸ χέρι της, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι γλυκειὰ καὶ μελαγχολική, ἕνα πρᾶγμα πολὺ κατανυχτικό.

Σὲ λιγοστὲς εἰκόνες εἶδα ζωγραφισμένα μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό, ὅπως ζωγραφίζουνε πάλι σὲ σχέδιο ἀητοῦ, τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Ἀποστόλους στὴν Κοίμηση, στὴ Βάπτιση τὸν Ἰορδάνη σὰν γέρο καὶ τὴ θάλασσα σὰν νεράϊδα, τὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ σὰν ἕναν πέτρινον ἄνθρωπο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ νερό, κ.ἄ.

Ἡ Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, γράφει γιὰ τὸν τύπο τῆς Γεννήσεως:

«Σπήλαιον, καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τὸ βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατιστὸς ἔχων τὰ χέρια ἐσταυρωμένα (1)· καὶ ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα ἄλογον βλέποντα τὸν Χριστὸν καὶ ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καὶ βλέποντες μετὰ θάμβους τὸν Χριστόν.

Καὶ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καὶ ποιμένες, ὁ ἕνας λαλῶν αὐλὸν καὶ ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετὰ φόβου.

Καὶ ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετὰ βάσιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καὶ δεικνύοντες ἀλλήλοις τὸν ἀστέρα. Καὶ ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων…».

Οἱ πιὸ ὡραῖες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως ποὺ ἀφήσανε οἱ παληοὶ εὐσεβεῖς ἁγιογράφοι μας εἶναι κατὰ πρῶτον οἱ ψηφιδωτές τοῦ Δαφνιοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ἔργα ἐξαίσια γιὰ ὅποιον νοιώθει τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ δὲν θέλει σκηνοθεσίες καὶ ἐπιδείξεις κούφιες.

Ἄλλη ὡραία εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ, ἴσως ἡ ὡραιότερη, καθὼς καὶ ἄλλη στὴν Παντάνασσα.

Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ Γέννηση στὸ Καχριὲ Τζαμὶ τῆς Πόλης (ἀρχαία Μονὴ τῆς Χώρας), τῆς Ὑπαπαντῆς στὰ Μετέωρα, στὰ μοναστήρια τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Δοχειαρίου στ᾿ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὰ Μετέωρα, καθὼς καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ Φράγκου Κατελλάνου.

Ὑπάρχουνε κι᾿ ἄλλες ἔμορφες Γεννήσεις σὲ ἀρχαῖα ἐξωκκλήσια, ὅλες στὸν ἴδιο τύπο ποὺ ἱστορήσαμε. Πλῆθος Γεννήσεις στολίζουνε τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ὅπως εἶναι δυὸ ποὺ βρίσκουνται στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.

Τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου ἀξιώθηκε νὰ ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σὲ σανίδι, καὶ δυὸ σὲ τοιχογραφία, τὴ μιὰ στὸ οἰκογενειακὸ παρεκκλῆσι τοῦ Γ. Πεσμαζόγλου στὴν Κηφισιά, τὴν ἄλλη, σὲ πολὺ μεγάλο σχῆμα, στὴν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Λιόπεσι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Στά χρόνια τοῦ Διονυσίου (18ος αἰώνας) εἶχε ἀρχίσει νὰ φραγκεύει ἡ ἁγιογραφία μας, γιαὐτὸ γράφει πὼς ὁ Ἰωσὴφ εἶναι γονατιστός, καθὼς καὶ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ», ἔτος β´, τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949.

Πηγή: Nektarios

Εικόνα: Τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου στο παρεκκλήσιο Οικ.Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

«Μάγους οδηγήσας εις προσκύνησίν σου…»

 Η σπάνια εικόνα των τριών Μάγων

 του αγιογράφου, 

Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου (1880-1961).

Η απεικόνιση των τριών μάγων είναι από τις πρώτες εικόνες αφηγηματικού τύπου που κάνουν την εμφάνισή τους στην πρωτοχριστιανική τέχνη. Την εικόνα αυτή την βρίσκουμε από τα μέσα του 3ου μ. Χ. πάνω σε μια αψίδα στην Κατακόμβη της Πρισκίλλης, στην Ρώμη. Αρκετές παραστάσεις των μάγων βρέθηκαν στις ρωμαϊκές κατακόμβες και σχεδόν όλες χρονολογούνται από την εποχή του Μέγα Κωνσταντίνου μέχρι και τα μέσα του 5ουαι. μ.Χ. Έτσι, η σκηνή της προσκύνησης των μάγων αποτέλεσε από πολύ νωρίς αγαπητό θέμα, αφού η παρουσία των μάγων στη διήγηση της γέννησης του Ιησού προσέφερε έναν εξωτικό και μυστηριώδη αέρα, η οποία προκάλεσε την έξαψη της φαντασίας των χριστιανών από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Στο βυζάντιο έχουμε πάμπολλες απεικονίσεις (φορητή εικόνα, τοιχογραφία, και ψηφιδωτό) τόσο ως μεμονωμένο θέμα όσο και ως επιμέρους θεματική στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Στην αναγεννησιακή τέχνη με το θέμα καταπιάστηκαν επιφανείς ζωγράφοι της δύσης όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Αντρέα Μαντένια,ο Ελ Γκρέκο, ο Λορέντζο Μόνακο και πολλοί άλλοι.

Στην μετά το βυζάντιο εποχή, οι αγιογράφοι στην πλειοψηφία τους, δεν ζωγράφισαν την προσκύνηση των μάγων στα εικονογραφικά τους σύνολα ως μεμονωμένο θέμα, αλλά συνεχίζουν την παράδοση της απεικόνισής τους στην εικόνα της Γέννησης ως επιμέρους σκηνής με διηγηματικό χαρακτήρα.

Η εικόνα της προσκύνησης των τριών μάγων του αγιογράφου Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου[1] αποτελεί μια σπάνια απεικόνιση αφού δεν την συναντάμε σε άλλο δυτικότροπο αγιογράφο της εποχής του στην Κύπρο (αρχές 20ου αι.). Επιπρόσθετα, το εικονογραφικό πρότυπο αποτελεί μια δική του σχεδιαστική εκτέλεση του θέματος, εμπνευσμένη, βέβαια, από την πλούσια εικονογραφία της δύσης και  εμπλουτισμένη με μεταβυζαντινά και λαϊκά στοιχεία. Οι άλλοι δυτικότροποι αγιογράφοι ή τα αγιογραφικά εργαστήρια στην Κύπρο δεν φαίνεται να καταπιάνονται με το θέμα αυτό, αφού δεν εντοπίστηκε παρόμοιο έργο. Ο Όθων Γιαβόπουλλος[2] σε έργο του  στον ναό του Τιμίου Προδρόμου στο Βουνί, απεικονίζει τη Γέννηση του Χριστού προσθέτοντας τον όμιλο των ποιμένων μόνο. Το ίδιο κάνει και ο Σταυροβουνιώτης μοναχός Στέφανος[3] σε εικόνα της Γέννησης στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας στο Σταυροβούνι. Παρόμοια εικόνα φτιάχνει και ο Σ. Φραγκουλίδης[4] στον ναό της Παναγίας του Αγρού.

Εικ. 1 Νεόφυτος Ν. Ζωγράφος, (32Χ45,5 εκ.)Η Προσκύνηση των Μάγων, 1911, Ιδιωτική συλλογή.

Η εικόνα, η οποία ανήκει σε ιδιωτική συλλογή, είναι μικρή σε μέγεθος (32Χ45,5 εκ.) και προοριζόταν ίσως, για κάποιο εικονοστάσιο ναού στη σειρά των εικόνων του δωδεκαόρτου. Η σύνθεση είναι γεμάτη ζωτικότητα και κίνηση, έχει σκηνογραφική διάθεση και θεατρική απόδοση. Ενδεικτική είναι η ζωντάνια των χρωμάτων ειδικότερα στο φόντο αλλά και στα ενδύματα των μορφών. Το πορφυρό χρώμα του φορέματος της Παναγίας και τα λαμπερά ενδύματα με τις χρυσίζουσες πτυχώσεις τους το αποδεικνύουν. Επίσης, τα φωτοστέφανα με τη χρυσή χρωματική τους ένταση.

Η εικόνα αναπαριστά τη στιγμή που οι τρείς μάγοι φτάνουν μετά από το κοπιώδες ταξίδι τους στην Βηθλεέμ «και ελθόντες εις την οικίανείδον το  παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (Ματθ. 2,11).Η Θεοτόκος είναι καθήμενη σε πολυτελή καρέκλα βαστάζοντας τον Ιησού γυμνό όχι ως σπαργανωμένο βρέφος, αλλά σε μικρή ηλικία με σταυρωμένα τα πόδια και ευλογώντας με το δεξί του χέρι. Η Θεοτόκος φορεί κόκκινο μαφόριο και στο κεφάλι έχει ριγμένο ένα άσπρο μαντήλι, το οποίο πέφτει πίσω από τον ώμο της. Ο Ιωσήφ, με λευκή γενειάδα και μαλλιά, της παραστέκεται από δίπλα έχοντας περάσει το δεξί του χέρι στο πίσω μέρος της καρέκλας ενώ το αριστερό χέρι  το ακουμπάει στο στήθος του.

Οι τρεις μάγοι εικονίζονται γονατιστοί και με σκυμμένα τα κεφάλια τους, κατά το αγιογραφικό χωρίο «και πεσόντες προσεκύνησαν αυτόν» (Ματθ. 2,11). Ο πρώτος μάγος αναπαρίσταται με πλούσια μαύρη κόμη στην οποία έχει δέσει άσπρη κορδέλαμε καφετιές κάθετες γραμμές. Η γενειάδα του είναι επίσης μαύρη και μυτερή.

Ο Ζωγράφος επηρεασμένος από τη χρήση του Λιβάνου στις ακολουθίες της εκκλησίας ως θυμιάματος, προσθέτει ένα καινούργιο εικονογραφικό στοιχείο. Προσδίδει στην μορφή του πρώτου μάγου μία ιερατική συμπεριφορά. Με το δεξί χέρι κρατάει θυμιατήρι με αλυσίδα, με το οποίο θυμιατίζει το νεογέννητο Χριστό. Το κιβώτιο που βρίσκεται μπροστά του περιείχε το λιβάνι. Φορεί πρασινωπό ιμάτιο και κόκκινο μανδύα. Ο επόμενος μάγος εικονίζεται κατά παρόμοιο τρόπο,  ενώ ο τρίτος μάγος φέρει στο κεφάλι λευκό διάδημα. Τα μαλλιά και η γενειάδα του είναι λευκά θέλοντας να δηλώσει τη διαφορά στην ηλικία.  Κρατεί με τα δυο του χέρια το δώρο του.

Στο πίσω μέρος της εικόνας, οι συνοδοιπόροι του μεγάλου ταξιδίου των μάγων συνωστίζονται για να χωρέσουν στο σανίδι.  Δυο από αυτούς, οι ριπιδοφόροι, κρατούν ριπίδια σε μορφή βεντάλιας πάνω στα οποία είναι ζωγραφισμένα φτερά παγωνιού. Η σκηνή είναι επηρεασμένη από την αρχαία Αίγυπτο όπου ο ριπιδοφόρος ήταν ένας από τους αυλικούς του Φαραώ. Σε διάφορες αναπαραστάσεις, όπως τοιχογραφίες, οι ριπιδοφόροι απεικονίζονται κρατώντας έναν ανεμιστήρα – ριπίδιο που αποτελείται από μία λαβή επάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα μακρύ φτερό. Τα υπόλοιπα μέλη της συνοδείας φέρουν άσπρο μαντήλι στο κεφάλι με κορδέλα,κατά τη συνήθη ενδυμασία των ανατολικών λαών,και πλούσιο στριφτό μύστακα. Ο τελευταίος στη σειρά απεικονίζεται ημίγυμνος και κρατάει μεγάλο αμφορέα ωοειδούς σχήματος με τοξωτές λαβές.

Όπως οι κλειστοί χώροι, έτσι και το υπαίθριο τοπίο της εικόνας αναπαρίσταται από τους αγιογράφους της εποχής με την ίδια διάθεση νατουραλιστικής απόδοσης του χώρου. Όμως, συνειδητά επιλέγουν να δομήσουν το ζωγραφικό χώρο στα όρια της δυτικής αισθητικής, διατηρώντας και κάποιους δεσμούς με την παράδοση.

Στο φόντο της εικόνας αποδίδεται η πόλη της Βηθλεέμ σε λευκή απόχρωση και πίσω από αυτήν ορεινός όγκος σε καφέ αποχρώσεις. Κάποια δένδρα, με ψιλόλιγνο κορμό, ζωγραφίζονται ανάμεσα στις πράσινες κουρτίνες που καταλαμβάνουν το πάνω μέρος της εικόνας και ενώνονται με τον τοίχο της οικίας ούτως ώστε να δηλώνεται ότι το σκηνικό λαμβάνει χώρα σε εσωτερικό σπιτιού κατά τη βυζαντινή παράδοσηκαι «δια το πανηγυρικότερον και συμβολικόν της επισκιάσεως»κατά τον Κόντογλου[5]. Στ’ αριστερά διακρίνεται τοίχος με παράθυρο και χιαστί κιγκλίδωμα.

Εικ. 2.Η προσκύνηση των Μάγων, Καππαδοκία 12ος αιώνας

Στο κάτω μέρος της εικόνας ο Ζωγράφος δεν παρέλειψε να φτιάξει και το βρεφικό λίκνο του Χριστού με τρισδιάστατη προοπτική αποτυπώνοντας σ’ αυτό και την υπογραφή του, Ν.Ν. ΖΩΓΡΑΦΟΥ και δίπλα την χρονολογία 1911. Στο πάνω μέρος επίσης, είναι και η επιγραφή της εικόνας με κεφαλαία μαύρα γράμματα, Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ. Από την όλη σύνθεση απουσιάζει ο Αστέρας τον οποίον είδαν στην Ανατολή και ο οποίος συνοδεύει συχνά παρόμοια εικονογραφικά πρότυπα. Τρία χρόνια αργότερα, σε ομόθεμη εικόνα που έφτιαξε για το ναό των Αγίων Τριμιθιάς, στο φόντο της εικόνας πρόσθεσε και τη σκηνή της Φυγής στην Αίγυπτο σε μικρογραφία.

Εικ. 3 Giotto, Η προσκύνηση των Μάγων, Παρεκκλήσιο Σκροβένι στη Πάδοβα, 1303 .

Αξιοσημείωτο για την εικόνα αυτή είναι το γεγονός ότι, ο Ζωγράφος αποδίδει με φωτοστέφανο, εκτός από τις κύριες μορφές της εικόνας, δηλ. την Παναγία και τον Ιωσήφ, και τους τρείq μάγους. Πράγμα παράδοξο για την εικονογραφία των τριών αυτών προσώπων που συνήθως δεν φέρουν φωτοστέφανο αφού εικονίζονται είτε έφιπποι είτε οδοιπόροι. Η  καινοτομία αυτή μπορεί να ξεφεύγει από τα παραδεδομένα πλαίσια αφού απαντάται σπάνια σε άλλες εικόνες ή τοιχογραφίες. Σε  τοιχογραφία στην Καππαδοκία οι «Μάγοι Αστρολογούντες» εικονίζονται με κάποιου είδους φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι τους, αλλά όχι στην χρυσή απόχρωση της Παναγίας ή του Ιωσήφ. Επίσης, ο γνωστός δυτικός ζωγράφος Giotto, σε τοιχογραφίες του στον Αγ. Φραγκίσκο της Ασίζης και στη Πάδοβα, αποδίδει τους Μάγους με φωτοστέφανο. Στην εκκλησία της Παναγίας του Άρακα, ο ζωγράφος του ναού απεικονίζει την Γέννηση του Χριστού με τους μάγους σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, επίσης με φωτοστέφανο.

Οι μάγοι, «οι Λύχνοι της Ανατολής», επειδή αναζητούσαν να μάθουν και να δουν τον Χριστό, ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται σ’ αυτούς και τους καταξιώνει να γίνουν μέτοχοι του παγκοσμίου αυτού γεγονότος. Πολλοί θα ήθελαν να είναι παρόντες στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Η χαρά αυτή δεν δόθηκε στους άρχοντες της Ιουδαίας, ούτε στους Γραμματείς και Φαρισαίους που αποτελούσαν το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής. Αποκαλύφθηκε σ’ αυτούς που ερευνούσαν και μελετούσαν τις γραφές, αναγνώρισαν τον Χριστό και τον προσκύνησαν «δια της του νοός γνώσεως».Κατά τον Ρωμανό το Μελωδό«ο Ηρώδης πρώτα και μετά οι άρχοντες του Ιουδαϊκού έθνους προσπάθησαν να εξακριβώσουν από τους μάγους τον χρόνο του άστρου, και αφού το διαπίστωσαν, χωρίς να καταλάβουν το θαύμα, δεν λαχτάρησαν να δουν Αυτόν που ψάξανε να μάθουν, γιατί σε όσους ερευνούν φανερώνεται[6]».

Εικ. 4 Η Γέννηση του Χριστού, Παναγία του Αρακα, Λαγουδερά, 1192 .

Ενώ οι  μάγοι έβλεπαν με τα μάτια του σώματος ένα βρέφος, δια της οράσεως του νου έβλεπαν «τον Άχρονον Θεόν εναθρωπήσαντα». Ενώ κοίταζαν με τα μάτια του σώματος ένα ουράνιο αστέρι, δια της οράσεως του νου, έβλεπαν Άγγελο Κυρίου να διακονεί το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι, κατάφεραν να φτάσουν στην κατάλληλη πνευματική κατάσταση, στην εσωτερική νοερά καθαρότητα, αφού κατά τον υμνωδό «επιγνώντες σαφώς, τον επιγήςτεχθέντα, Βασιλέα Ουράνιον… πεσόντες προσεκύνησαν[7]». Οι μάγοι ήταν Θεολόγοι με την ορθόδοξη σημασία του όρου, αφού είχαν φθάσει στηνέλλαμψη και απέκτησαν την γνώση του Θεού[8].

Ο Χριστός υποδέχεται το τριπλό δώρο των μάγων, όπως τον Τρισάγιο Ύμνο των Σεραφείμ και δεν περιφρονείται όπως το δώρο του Κάιν αναφωνεί ο Ρωμανός ο Μελωδός, υποκινώντας την μητέρα του Θεού να ζητήσει τρεις χάρες από τον Υιό της. «Τριάδα δώρων, τέκνον, δεξάμενος, τρεῖς αἰτήσεις δὸς τῇγ εννησάσῃ σε· ὑπὲρ ἀέρων παρακαλῶ σε καὶ ὑπὲρ τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ· διαλλάγηθι πᾶσι, δι᾿ ἐμοῦ ὅτι ἐτέχθης, παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός[9]».

Πολλοί σήμερα, διερωτούνται ακόμα αν υπήρξαν στ’ αλήθεια τα τρία αυτά πρόσωπα, αν τα ονόματα που τους αποδίδονται είναι αληθινά, από ποια χώρα ήλθαν;. Δεν έχει σημασία ακόμα το πότε έγινε αυτό το γεγονός αλλά το ότι ανακάλυψαν τον Χριστό. Η εικόνα ως λειτουργικό και λατρευτικό μέσο βοηθάει τον πιστό να προσευχηθεί και να μιμηθεί τον τρόπο και τη ζωή του εικονιζόμενου προσώπου. Οι τρεις μάγοι μας καλούν σήμερα να μιμηθούμε την πίστη τους, αφού εγκατέλειψαν την χώρα των Χαλδαίων όπου λάτρευαν την φωτιά που όλα τα εξαφανίζει, και ήρθαν να αντικρύσουν την φωτιά που δροσίζει. Μας καλούν να αφήσουμε τον παλαιό εαυτό μας, όπως άφησαν πίσω την πλάνη τους και ελεύθεροι πια, διέτρεξαν πολλές χώρες και έθνη βάρβαρα και ψάχνοντας με λυχνάρι τον αστέρα, ζητούσαν να μάθουν που γεννήθηκε ο νοητός ήλιος, ο Χριστός. Μας προκαλούν να εγκαταλείψουμε κάθε τι το γήινο, όπως αυτοί κατάφεραν να ξεγελάσουν τον παιδοκτόνο Ηρώδη που δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά τη εγκόσμια Βασιλεία του. Διήνυσαν τόσο δρόμο χωρίς να υπολογίσουν τα βήματα και την κούρασή τους όπως ο Αβακούμ δεν κουράστηκε που πήγε στον προφήτη Δανιήλ. Είχαν τον αστέρα για οδηγό όπως τότε ο Ισραήλ τον Μωυσή με το ραβδί στο χέρι και όπως το μάννα χόρτασε τον ισραηλιτικό λαό τώρα το αστέρι τους εμψυχώνει και η χαρά της όψης του τους χορταίνει[10].

Η εικόνα της Προσκύνησης των Μάγων, του Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου, παρόλη την τόλμη της να αποδώσει εικονογραφικά ένα θέμα που οι σύγχρονοί του αγιογράφοι δεν καταπιάνονται, και τις όποιες σχεδιαστικές της αδυναμίες, δεν παύει να μας εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της, την ιεροπρέπειά της, το πλούσιο θεολογικό περιεχόμενο που την διέπει, αναδεικνύοντας παράλληλα την πολυσχιδή προσωπικότητα του Ζωγράφου, τις προσωπικές του ανησυχίες αλλά και  το πηγαίο ταλέντο του. Η πολυσυλλεκτικότητα της σύνθεσης και η συνύπαρξη μορφοτεχνικών στοιχείων τόσο από τη πλούσια δυτική εικαστική αποτύπωση του θέματος αυτού, όσο και η πρόσμιξη παραδοσιακών στοιχείων αποδεικνύει ακόμη μια φορά τον έντονο εικαστικό προβληματισμό της εποχής του.

Ο Ζωγράφος επιλέγοντας το θέμα αυτό, θέλει να προκαλέσει τον θεατή, ο οποίος την περίοδο αυτή διακατέχεται από την αγάπη για το καινούργιο, το διαφορετικό, και το αισθητικά ελκυστικό. Παράλληλα, μας διαβεβαιώνει ότι μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, να αφομοιώνει αβίαστα και φυσιολογικά τα όποια νεωτεριστικά στοιχεία με έντονο όμως το προσωπικό του ύφος, τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος.

 

Παραπομπές:

[1] Βασικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του δόθηκαν στον κ. Κώστα Παπαγεωργίου όπου και δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο βιβλίο του,  Η αναγεννησιακή αγιογραφία στη Κύπρο τέλη 19ου και 20ος αιώνας, 2010 σελ. 96-97. Βλέπε επίσης, Κουδουνάρη, Βιογραφικό λεξικό, 2018, σελ. 617, και στην ιστοσελίδα,http://www.pemptousia.gr/2016/02/nikolaos-papastefanou-neofitos-n-zografou/

[2]Μάρω Θ. Σωφρονίου, ΌθωνΓιαβόπουλος Ζωγράφος Αθηναίος 1862 -1936: Η ζωή και το έργο του στη Κύπρο, Εκδόσεις Εν τύποις, Λευκωσία 2011. σελ. 49

[3]Κ. Παπαγεωργίου, Η αναγεννησιακή αγιογραφία στη Κύπρο τέλη 19ου  και 20ος αιώνας, Λευκωσία, 2010. σελ. 119

[4]Ζωγραφίζοντας το Θείον. Τάσεις και Επιδράσεις στην Εκκλησιαστική Ζωγραφική της Κύπρου κατά τον 19ονκαι 20ον αιώνα και ο Ρόλος του Νεοελληνικού κράτους. Κατάλογος Έκθεσης 30/6 – 25/10 2014, Λευκωσία 2014. σελ. 75

[5]Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τόμ. Α΄, εκδ. γ΄, Αθήνα, 1993, σελ. 36.

[6]ῬωμανοῦΜελωδοῦ,Ὕμνοι, Ἀπόδοσηστὰ νέα ἑλληνικὰἈρχιμ. ἈνανίαΚουστένη, Τόμος 2ος, Β´ ἔκδοση, Ἐκδόσεις Χ. Μπούρα, Ἀθήνα, σελ. 32 -51.

[7] Δοξαστικό Λιτής, της Εορτής Χριστουγέννων

[8] Ιεροθέου Μητροπολίτου, Οι Δεσποτικές εορτές,  1998, σελ. 45

[9]ΑνανίαΚουστένη, ο.π. σελ. 29

[10]ΑνανίαΚουστένη, ο.π. σελ. 26-29

ΠΗΓΗ https://www.pemptousia.gr/2020/12/magous-odigisas-is-proskinisin-sou-i-spania-ikona-ton-trion-magon-tou-agiografou-neofitou-n-zografou-1880-1961/

Οι Υμνοι των Χριστουγέννων

Υμνογραφική ερμηνεία της Γέννησης του Χριστού

Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Μιχαήλ Τρίτος μας δίνει μια ερμηνευτική προσέγγιση των ύμνων των Χριστουγέννων:

«Αναμφίβολα οι ύμνοι των Χριστουγέννων, οι οποίοι γοητεύουν με την ομορφιά τους, πείθουν με το πνευματικό τους περιεχόμενο και εντυπωσιάζουν με τον πλούτο των εξαίσιων εικόνων τους, εντάσσονται στα υψηλής ποιοτικής στάθμης ποιητικά κείμενα της ανθρωπότητας. Διαθέτουν έξοχο συμβολισμό, βαθύτατη υποβλητικότητα και αποτελούν δείγματα αφθάστου θεολογικού βάθους, δογματικής ακριβολογίας και μετρικής τελειότητας. Υπέροχες ποιητικές εκφράσεις, επιλογή των πλέον εντυπωσιακών λέξεων από το πλούσιο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας, θερμή πνοή πίστεως και ελπίδας και κυρίως ξεχείλισμα δυνατών βιωματικών καταστάσεων είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν τη μεγαλοσύνη της ανεπανάληπτης αυτής υμνολογίας». Ας ακούσουμε πρώτα ένα χριστουγεννιάτικο τροπάριο του Όρθρου των Χριστουγέννων και ύστερα ας το σχολιάσουμε:

 

«Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;
ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;
πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν·
ἄσαρκος γάρ ὢν, ἐσαρκώθη ἑκών·
καί γέγονεν ὁ Ὢν ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς·
καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος.
Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστός τόν ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι».

Στο τροπάριο αυτό ο άγνωστος υμνογράφος εκφράζει την απορία του για το πώς εκείνος που είναι έξω από το χώρο χώρεσε στην κοιλιά της Θεοτόκου και πώς εκείνος που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα βρέθηκε σε αγκαλιά μητέρας. Την απάντηση δίνει ο ίδιος επικαλούμενος τη θεία παντοδυναμία: «πάντως ως είδε, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησε».

Στη συνέχεια στο τροπάριο περιγράφεται πολύ συνοπτικά και περιεκτικά όλο το Χριστολογικό πρόβλημα, δηλαδή το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Χριστού, στο οποίο επιτυγχάνεται η αρμονική σύνθεση των αντιθέσεων δύο διαφορετικών κόσμων, του ορατού και του αόρατου. Κοιτάξτε αυτή την αρμονική σύνθεση των αντιθέσεων: Ο Χριστός ήταν άσαρκος και θέλησε να λάβει σάρκα και οστά, για τη σωτηρία του ανθρώπου, ήρθε στην «εν χρόνω» ανθρώπινη ύπαρξη ο «αχρόνως» υπάρχων Θεός εξαιτίας μας.

Από την άλλη μεριά χωρίς να πάψει να είναι ως προς τη φύση του Θεός, έγινε μέτοχος του ανθρωπίνου φυράματος κι έτσι έγινε διπλός, Θεός και άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, θέλοντας να αναπληρώσει τον άνω κόσμο, τον πνευματικό κόσμο, να τον συμπληρώσει δηλαδή και με την ανθρώπινη παρουσία των αγίων του. Αυτό είναι όλο το θεολογικό περιεχόμενο της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το οποίο τονίζει το τροπάριο με αυτήν την λιτή και πυκνή διατύπωση.

Ας ακούσουμε τώρα και μερικά από τα ανεπανάληπτα χριστουγεννιάτικα τροπάρια του Εσπερινού και του Όρθρου των Χριστουγέννων:

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Εὐφράνθητι Ἱερουσαλήμ καί πανηγυρίσατε πάντες οἱ ἀγαπῶντες Σιών.
Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ, ὁ Παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη, ὁ ὄφις κατηργήθη … Ὢ βάθος πλούτου, καί σοφίας, καί γνώσεως Θεοῦ… Χορευέτω τοίνυν πᾶσα ἡ κτίσις καί σκιρτάτω.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΌΡΘΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τεκοῦσα τόν Σωτῆρα, ἀνέτρεψας τήν πρώτην κατάραν τῆς Εὔας, ὅτι Μήτηρ γέγονας τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός βαστάζουσα ἐν κόλποις Θεόν Λόγον σαρκωθέντα. Οὐ φέρει το μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν, κράζοντες μετά σοῦ καί λέγοντες· Ἀνερμήνευτε Κύριε, Δόξα σοι.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΖΗ ΚΑΤΑΒΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ.

Ὠδή θ΄

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον!
οὐρανόν τό σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν τήν Παρθένον·
τήν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος,
Χριστός ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν.

Καθώς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, «την Μητρόπολιν των εορτών», καλούμαστε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη αυτή γιορτή βιωματικά. Να προσέλθουμε στο νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον πόθο και τη νοσταλγία των Μάγων, με την ταπείνωση και την απλότητα των Ποιμένων και με την καθαρότητα των αγγέλων, για να επαναλάβουμε κι εμείς τον αγγελικό ύμνο «δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», για να συναντήσουμε τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου, τον Χριστό, αφού «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία μας» (Πρ.4,12), παρά μόνο σ’ Αυτόν.

Καλά και αναγεννημένα Χριστούγεννα!

ΠΗΓΗhttps://www.pemptousia.gr/2020/12/imnografiki-erminia-tis-gennisis-tou-christou/

Χριστούγεννα, 2020

Πατριαρχικὴ Ἀπόδειξις ἐπί τοῖς Χριστουγέννοις 

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Ο Αρχιμ. Θεολόγος Αλεξανδράκης στη «Μουσική των Ελλήνων»


p.theologos mousiki

Λίγες ημέρες πριν την εορτή των Χριστουγέννων και η Εκκλησία μας προετοιμάζει το πιστό ποίμνιό της, μέσω της Θεολογίας των εκκλησιαστικών ύμνων, προσφέροντας απλόχερα, μια διακαώς αναγκαία πνευματική διάσταση πέραν οποιασδήποτε υλικής πραγματικότητας.

Στην σημερινή εκπομπή, καλεσμένος μας είναι ο Αρχιμανδρίτης Π. Θεολόγος Αλεξανδράκης, υποψ. Δρ. του τμήματος Λειτουργικής του Ε.Κ.Π.Α. και αναπληρωτής διευθυντής του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Η Ψαλτική εκτός από τέχνη είναι και λειτούργημα, μας τονίζει ο Π. Θεολόγος.

«Οι ύμνοι δίδουν την δυνατότητα στον πιστό να αναζητήσει όλα όσα διαδραματίζονται αυτές τις άγιες ημέρες, ακόμα και αν δεν τους γνωρίζει καλά. Ο Ιεροψάλτης πρέπει να μελετά τους ύμνους, όχι μόνο μέσα από την μουσική και φιλολογική διάσταση, αλλά και την θεολογική. Εκπροσωπεί τον λαό και οφείλει να αποδίδει με ευκρίνεια, την γλώσσα, της λέξεις και τα σημεία στίξης, βοηθώντας στην καλύτερη νοηματική απόδοση των ύμνων.» (Π. Θεολόγος Αλεξανδράκης).

ΠΗΓΗ: https://www.romfea.gr/psaltiki-kai-politismos/41169-arxim-theologos-i-psaltiki-ektos-apo-texni-einai-kai-leitourgima

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Μ. Ώρες Χριστουγέννων, Λεωνίδας Αστέρης, Βασίλειος Εμμανουηλίδης (Χριστο...

Κυρμελής Γεώργιος Σήμερον ο Χριστός εν Βηθλεέμ

Χριστούγεννα!


Η Γέννηση του Χριστού στην Αγιογραφία

 

Επόμενος σταθμός στην εικαστική μας περιήγηση, είναι η αναβίωση της αγιογραφίας. Η τάση για υιοθέτηση νέων τεχνοτροπιών από τα νέα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα, δεν μπόρεσε να καταργήσει τη βυζαντινή τέχνη. Οι αγιογράφοι δε σταμάτησαν να κοσμούν τις εκκλησίες με βυζαντινές τοιχογραφίες, ενώ παράλληλα υπήρχαν και οι λαϊκοί ζωγράφοι. Οι λειτουργικές ανάγκες για τη “Μητέρα του Θεού”, συνέχισαν να δίνουν έμπνευση στους αγιογράφους.

Η ορθόδοξη Εκκλησία κράτησε την παράδοση της αγιογραφικής τέχνης, διατηρώντας τον πνευματικό χαρακτήρα της. Σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου, «η Γέννηση του Χριστού αποδίδεται στα βυζαντινά εικονίσματα με την πνευματική αγιότητα που είναι ιστορημένη μέσα στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σαν μυστήριο, χωρίς επιτηδευμένα στολίσματα» Ο Κόντογλου επισημαίνει την ιδιαιτερότητα αυτής της τέχνης: «Η βυζαντινή ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι απλά μια “τέχνη”, είναι ιερή τέχνη. Δεν είναι απλή “ζωγραφική”, είναι θεολογία και προσδοκία σωτηρίας. Δεν είναι “στολίδι”, είναι συνάντηση με το θείο, υπέρβαση, παρηγοριά και ανάπαυση της ψυχής». Για τον λόγο αυτό, ο χαρακτήρας της είναι σεμνός και κατανυκτικός, με πνευματικό κάλλος. Τα άγια πρόσωπα εικονίζονται “εν αφθαρσία”. Η εικόνα διατηρεί τα ιστορικά στοιχεία και πλαίσια αλλά δε δεσμεύεται από αυτά, ενώ καταργείται η προοπτική και οι σκιές. Όλα είναι φωτεινά και ευδιάκριτα, επειδή φωτίζονται πνευματικά.  Ο σημαντικότερος αγιογράφος της εποχής, ο Φώτης Κόντογλου φιλοτέχνησε ωραίες εικόνες της Γέννησης. Όπως λέει και ο ίδιος: «Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δύο σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι». Στις τοιχογραφίες αυτές είναι φανερή η επίδραση που δέχθηκε ο Κόντογλου από τις τοιχογραφίες των μονών ή των ναών του Μυστρά, που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα.

Τοιχογραφία Φ.Κόντογλου, παρεκκλήσιο Οικ.Πεσμαζόγλου Κηφισιά

Ο Κόντογλου ακολούθησε στις τοιχογραφίες του τον τύπο της Γεννήσεως όπως στους βυζαντινούς: Ο ίδιος την περιγράφει ως ακολούθως:

«Στη μέση στέκεται ένα σπήλαιο σαν από κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μια φάτνη και μέσα βρίσκεται ένα μωρό φασκιωμένο, ο Χριστός, κι από πάνω του τον αχνίζουνε με το χνώτο τους ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι είτε άλογο. Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο τέκνο της απάνω σ’ ένα στρωσίδι, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. Στο απάνω μέρος, είναι χορός Αγγέλων σε στάση δεήσεως, ενώ από τ’ αριστερά ένας άλλος άγγελος με φτερά ανοιχτά, μιλά με τους τσομπάνηδες σαν να τους λέγει τη χαροποιά την είδηση.

Στο κάτω μέρος από τα δεξιά παριστάνεται ο γέρο Ιωσήφ καθισμένος σ’ ένα κοτρόνι και συλλογίζεται με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του. Μπροστά του στέκεται ένας γέρος τσομπάνης ακουμπισμένος στο ραβδί του, ντυμένος με προβιά, και του μιλά σα να θέλει να τον παρηγορήσει. Στα αριστερά είναι καθισμένη μία γρηά που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο γυμνό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμπήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα ρίχνει νερό για να κολυμπήσουνε το μωρό. Γύρω τους κι’ απάνω στις ραχούλες βοσκάνε πρόβατα, ενώ φαίνουνται μέσα στα βουνά οι τρεις μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ άλογα».

Γέννηση Χριστού, έργο του Νίκου Εγγονόπουλου

Χάρη στον Κόντογλου καλλιεργήθηκε ένα κλίμα αναβίωσης της βυζαντινής αγιογραφίας, καθώς συνέχισε, σε αυστηρό ύφος, τη μεταβυζαντινή παράδοση, χωρίς αποκλίσεις. Με τους μαθητές του δημιούργησε μεγάλο αριθμό εικόνων κι έντυσε με τοιχογραφίες του δεκαπέντε περίπου ναούς. Ο Κόντογλου είχε πολλούς μαθητές, μεταξύ αυτών και δύο κορυφαίους ζωγράφους, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, που ανήκουν στην καλλιτεχνική Γενιά του 1930. Ο Εγγονόπουλος γράφει για τον Κόντογλου: «Ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος Ελληνισμού και Βυζαντινής ζωγραφικής. Η Βυζαντινή ζωγραφική, σε τελευταία ανάλυση είναι η Ελληνική ζωγραφική».

Ο Εγγονόπουλος έκανε βυζαντινότροπες Παναγίες, διατηρώντας το αυστηρό ύφος του Κόντογλου. Τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη του τη δουλειά. Αντιθέτως, τη σκηνή της Γέννησης, με λαμπερά χρώματα, φιλοτέχνησε ο άλλος του μαθητής, ο Γιάννης Τσαρούχης που γράφει για το δάσκαλό του: «Ο Σεζάν ήταν απαγορευμένος σε τούτο το μοναστήρι (εννοώντας το ατελιέ του Κόντογλου). Όμως ο Γκρέκο κι ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν σε τιμή. Την εποχή εκείνη χρειαζότανε φοβερό κουράγιο για να κάνεις αυτά που έκανε ο Κόντογλου. Η επιστροφή στην παράδοση ήταν κάτι το παρακινδυνευμένο» […] «Βλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η μεγάλη ελευθερία, πολλές φορές αισθάνθηκα την ανάγκη στη ζωή μου να μελετήσω, πειθαρχώντας σε μια παράδοση. Μπορεί να έχει κανείς όσες αντιρρήσεις θέλει σ’ αυτή τη σκέψη μου, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένα φαινόμενο φυσικό το να συνδέεσαι με το παρελθόν ».

Γέννηση του Χριστού, Γιάννη Τσαρούχη, 1946

Στη “Γέννηση του Χριστού”, ο Τσαρούχης κρατάει το εικονιστικό μεταβυζαντινό πρότυπο. Το έργο επίσης φανερώνει την εκτίμηση, αφομοίωση και δημιουργική ανάδειξη των τεχνικών της Βυζαντινής Τέχνης εκ μέρους του δημιουργού. Ενδιαφέροντα στοιχεία είναι: το ξεκάθαρο και αυστηρό σχέδιο, ο λιτός προπλασμός, τα λαμπερά γήινα χρώματα, και ο καθαρός – απέριττος φωτισμός που κάνουν τη ζωγραφική αυτή να λάμπει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ξυλόγλυπτο δείγμα της Γέννησης του Χριστού που φιλοτέχνησε, το 1931, ο Νικόλαος Ανδραβιδιώτης, για να εκτεθεί στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, του ιδίου έτους, όπου ο καλλιτέχνης έλαβε το χρυσό μετάλλιο. Στο έργο απεικονίζονται το Θείο Βρέφος, η Παναγία, ο Ιωσήφ, οι Μάγοι, οι Αγγελοι, το Αστρο της Βηθλεέμ, ένας μικρός βοσκός και ζώα της φάτνης. Για την κατασκευή του ξυλόγλυπτου χρησιμοποιήθηκε τσίρμουλο, (είδος κυπαρισσιού).

Ο Ανδραβιδιώτης επενδύει τη σκηνή της Γέννησης με άρτια αισθητική μορφή. Η παράσταση έχει οργανωθεί συμβολικά, συνθέτοντας στοιχεία γήινα και πνευματικά: το σπήλαιο, η φάτνη, τα ζώα συνυπάρχουν με τον πνευματικό χώρο του ουρανού και των αγγέλων.

Η εικόνα παρουσιάζει τη σύνθεση του γήινου και του ουράνιου, του ανθρώπινου και του θείου. Η Παναγία εικονίζεται γονατισμένη, με σταυρωμένα τα χέρια, σε άμεση σχέση με το Τέκνο της, ενώ ο Ιωσήφ προσεύχεται, έχοντας επίγνωση της θεότητας του βρέφους. Οι Μάγοι, οι σοφοί και διαβασμένοι, οι ανά τους αιώνες αναζητητές της αλήθειας, προσκυνούν, ενώ αγγελικές δυνάμεις προσφέρουν δοξολογία. Από τον ουρανό εξέρχεται μια ακτίνα που καταλήγει πάνω από το βρέφος. Θαυμάζουμε την δεξιότητα του δημιουργού που απέδωσε σε τρισδιάστατη απεικόνιση την ιερή σκηνή της Γέννησης υιοθετώντας αριστοτεχνικά τις αρχές σχεδιασμού και σαφώς τη δεινότητα του στην τεχνική επεξεργασία του ξύλου και της μετατροπής του σε έργο τέχνης.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2020/12/i-gennisi-tou-christou-stin-agiografia/

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Χριστούγεννα!

Χριστούγεννα ἀγάπης

Νιράκης Ἐμμανουήλ (Πρεσβύτερος)

Τοῦτες τὶς κρύες μέρες, ποὺ ὅλοι κλεινόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὸ σπίτι μας, ἀναζητώντας ζεστασιὰ καὶ θαλπωρή, ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ φύση βρίσκεται σὲ λήθαργο, ἀναμένοντας τὸ ἁπαλὸ χάδι τῆς Ἄνοιξης νὰ τὴν ζωντανέψει, ἡ ἐκκλησία μας διάλεξε νὰ ἑορτάζουμε τὴν πιὸ «θερμὴ» γιορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης, τὰ Χριστούγεννα.

Ὅλοι αὐτὲς τὶς μέρες ἀναμοχλεύουμε εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἐνθυμούμενοι τὰ παιδικά μας χρόνια, στὸ χωριό, τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ λέμε τὰ κάλαντα σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ ἄνοιγαν τὰ σπίτια τους μὲ χαρά.

Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ψάλλομε ὅλοι μαζὶ «Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε…», νὰ ἀνταλλάξουμε εὐχὲς ἀγάπης μὲ ὅλους καὶ νὰ εὐχηθοῦμε Χρόνια Πολλὰ καὶ Εὐλογημένα.

Σήμερα ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ «θέρμη» τῶν Χριστουγέννων ἔχει χαθεῖ.

Εἰδικὰ στὶς μεγαλουπόλεις βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους, νὰ περπατοῦν βιαστικά, ἄλλοι νὰ μονολογοῦν, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, νὰ ἀντικρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀμίλητοι, ἀφοσιωμένοι σὲ καθημερινὲς βιοτικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες, ποὺ ἀπορροφοῦν κάθε σκέψη γιὰ γιορτή, πανηγύρι, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη, ὅ,τι δηλαδὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.

Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὴν ἐνσάρκωσης – ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός.

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε φορέας τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο. Ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ θεία, ἐλευθέρωσε καὶ λύτρωσε τῶν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας.

Ἡ γέννησή Του ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἀφοῦ «πάνω του» ἀνάπλασε, ἀναμόρφωσε, ἁγίασε καὶ ἀπολύτρωσε τὴν ἀμαυρωμένη καὶ κατεστραμμένη ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ καταστήσει τὸν μεγάλο μας ἐχθρό, τὸν διάβολο, ἀνίσχυρο καὶ νὰ καταργήσει τὸ κράτος ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἀνάμεσά μας.

Ἔλαβε σάρκα καὶ αἷμα διότι ὅλοι ἐμεῖς δὲν διαφυλάξαμε ὅπως πρέπει (λόγω τῆς παράβασης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου) τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ντύθηκε τὸν ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει χάριν ὅλων. Ἔτσι διαλύθηκε τὸ σκοτάδι ποὺ μέχρι τότε περιέβαλε τὸν κόσμο.

Ἀπαλλαχθήκαμε ἀπ’ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ τὴν κακία, καὶ λυτρωθήκαμε ἀπ’ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ταυτόχρονα ἁγιασθήκαμε, ἀποκτήσαμε υἱοθεσία, καὶ δικαιωθήκαμε, γιατί γίναμε ἀδελφοί, συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοι Χριστοῦ.

Νὰ γιατί ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς ψάλλει στὸν ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι παράδοξα καὶ ἀντιφατικά, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος.

Ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄνδρα κυοφορεῖ στὰ σπλάχνα του τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Φεύγει ἀπ’ τὸν τόπο της γιὰ νὰ γεννήσει σ’ ἕνα μέρος ξένο καὶ μᾶλλον ἐχθρικό. Τὸ βρέφος ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο.

Ἄλλοι σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν καὶ ἄλλοι μηχανεύονται καὶ ἐξυφαίνουν συνωμοσίες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τίποτε ὅμως γιὰ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι παράδοξο καὶ ἀντιφατικό. Τὰ πάντα ἔγιναν, γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του ποὺ δὲν δίστασε νὰ «προσφέρει» τὸν Υἱό Του ὡς λύτρο σωτηρίας.

Ἂν λοιπὸν ἐπιζητοῦμε τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μᾶλλον στὴν ἀγάπη θὰ τὸ βροῦμε. Στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὰ περιττὰ ἔξοδα, τοὺς ξέφρενους χορούς, τὰ ἀνούσια στολίδια καὶ λαμπιόνια καὶ ἂς κοιτάξουμε γύρω μας.

Φέτος τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἑορτὴ ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καὶ ἀδελφοσύνης· γι’ αὐτὸ τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσουμε, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσουμε, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξουμε, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθοῦμε, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσουμε, τοὺς θλιβομένους ἂς παρηγορήσουμε καὶ τότε ναί, θὰ βροῦμε ξανὰ τὸ πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.

Τὸ «ξένο καὶ παράδοξο» ποὺ ζοῦμε καὶ βιώνουμε σήμερα θὰ γίνει τόσο ζεστό, ἀνθρώπινο καὶ οἰκεῖο.

Καλὰ Χριστούγεννα. Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

Πηγή: Αγία Ζώνη

το «σπιτάκι της Μέλιας»

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ  "ΠΑΤΜΙΟ":  Ὁ π. Ἐμμανουήλ Νιράκης, εἶναί ἀπόφοιτος τῆς Πατμιάδας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς