Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Ιωάννης Φουντούλης

Ιωάννης Φουντούλης και Ομιλητική

Τρύφων Τσομπάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Αναμφίβολα ο Καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης υπήρξε η κορυφαία προσωπικότητα του αιώνα μας στον κλάδο της Λειτουργικής επιστήμης και όχι μόνο, δεδομένου ότι οι σπουδές του αλλά και το όλο συγγραφικό του έργο αποκαλύπτουν ένα άνθρωπο που σπούδασε, μελέτησε και ασχολήθηκε συγχρόνως με την Υμνολογία, την Αγιολογία αλλά και την Ομιλητική, το ίδιο δραστήρια όπως και με το αντικείμενο της Λειτουργικής, και γι αυτό επαξίως αποκλήθηκε ο Πρύτανης των Λειτουργιολόγων. Αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου τα λόγια του δασκάλου τον οποίο διαδέχτηκε στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, καθηγητού Ευάγγελου Θεοδώρου, όταν σε ένα συνέδριο της Θεολογικής Σχολής επ’ ευκαιρία των 1200 χρόνων από την εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, τόνισε ότι «ὁ Ἰωάννης Φουντούλης, ἐξεπέρασε κατά πολύ τούς διδασκάλους του στήν καλλιέργεια τῆς Λειτουργικῆς ἐπιστήμης καί οἱ δάσκαλοί του χαιρόμεθα δι᾽ αὐτόν».

Βεβαίως η πληθώρα των λειτουργικών του συγγραμμάτων επιβεβαιώνει την ρήση του δασκάλου του, παρά τους πόδας του οποίου μαθήτευσε ως επιστημονικός του συνεργάτης και στη συνέχεια διάδοχός του στην έδρα της Λειτουργικής και Ομιλητικής στην ενιαία τότε Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Αλλά και η μαθητεία του δίπλα στον Παναγιώτη Τρεμπέλα και τον Γεώργιο Σωτηρίου, του οποίου υπήρξε και επιστημονικός βοηθός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτέλεσαν την βαριά κληρονομιά που ανέλαβε να σηκώσει στους νεανικούς του ώμους ο νεαρός τότε Ιωάννης Φουντούλης.

Η άποψη που διατυπώθηκε κάποτε, ότι ο Καθηγητής Φουντούλης ναι μεν υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο της Λειτουργικής διεθνώς, αλλά ασχολήθηκε μόνο με αυτό, και «δημοσίευσε μόνο ένα βιβλίο για την Ομιλητική, κι αυτό είναι απλά ένα διδακτικό εγχειρίδιο», αδικεί τον Ιωάννη Φουντούλη και η θέση αυτή καταρρίπτεται από το σύνολο του επιστημονικού και συγγραφικού του έργου, το οποίο ανέρχεται σε χιλιάδες σελίδες και με ποικιλία θεμάτων που άπτονται της Λειτουργικής, αλλά εφάπτονται και της Αγιολογίας, της Υμνολογίας και βεβαίως και της Ομιλητικής.

Ας μη λησμονούμε ότι ο Φουντούλης δεν θεωρούσε τη Λατρεία και το επιστημονικό του αντικείμενο ένα θεωρητικό-επιστημονικό πεδίο, αλλά μια διαρκή ενέργεια και πράξη που μεταβιβάζει στους ανθρώπους ενέργεια και δύναμη ζωής. Πίστευε μετ᾽ επιτάσεως ότι το κήρυγμα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της Λατρείας και για τον λόγο αυτόν οι Πατέρες το τοποθέτησαν στην καρδιά της θείας λειτουργίας, δηλαδή αμέσως μετά τα αναγνώσματα, και τούτο για λόγους πνευματικούς, ώστε οι κατηχούμενοι να μπορούν να «κοινωνούν του λόγου» προς της μεταβάσεώς τους στον χώρο των κατηχουμένων στο νάρθηκα, αλλά και σαφείς παιδαγωγικούς λόγους, σύμφωνα με τους οποίους του αναγνώσματος ακολουθεί η διερμηνεία.

Διοργάνωσε με πολύ μεράκι και πραγματική αγάπη το πρώτο ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΩΝ στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, επί της αρχιερατείας του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Λεωνίδου και με την αγαστή συνεργασία των καθηγητών του ερμηνευτικού κλάδου, τους Καινοδιαθηκολόγους Καθηγητές, Αγουρίδη, Καραβιδόπουλο, Στογιάννο, Σάκκο, αλλά και τη συνεργασία των περισσοτέρων νέων βοηθών τότε της σχολής, που ανελάμβαναν τα μεταφραστικά ζητήματα ή ακόμα και των δακτυλογραφήσεων, ωφέλησε τα μέγιστα τους ιεροκήρυκες της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε η προσπάθεια αυτή πρότυπο και για άλλες Μητροπόλεις να διοργανώσουν κατά καιρούς σεμινάρια Ιεροκηρύκων προς επιμόρφωση των κληρικών τους. Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν η έκδοση δύο τόμων με ερμηνείες στα Ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών καθώς και στην έκδοση εσπερινών ομιλιών, με τη συνεργασία των καθηγητών Καραβιδόπουλου και Στογιάννου.

Η προσπάθεια αυτή πέρα από την επιτυχή έκβασή της, αποτέλεσε το παράδειγμα, όπως προείπαμε και για άλλες μητροπόλεις, που οργάνωσαν παρόμοια σεμινάρια ιεροκηρύκων προς επιμόρφωση των κληρικών τους και βέβαια συχνότατα με ομιλητή και διδάσκοντα τον Ιωάννη Φουντούλη.

Το ίδιο έκανε και στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια των φροντιστηριακών μαθημάτων της Λειτουργικής και της Ομιλητικής, στα οποία οργάνωσε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εκπαίδευση των φοιτητών του, τόσο στην εμπειρία της λειτουργικής πράξης και της τελετουργικής, όσο και στην προετοιμασία των αυριανών –όπως έλεγε– ιεροκηρύκων και δασκάλων του λαού του Θεού.

Στα φροντιστήρια αυτά δίδασκε με ξεχωριστή επιμέλεια το ΤΙ και το πως της Λατρείας, αλλά και του κηρύγματος, όχι μόνο ως μια εποπτική διαδικασία, αλλά ως έναν οραματισμό για το μέλλον της εκκλησίας για την ορθή πράξη και τον εκσυγχρονισμένο της λόγο, που να οδηγεί σε δρόμους και «εἰς νομάς σωτηρίους».

Στον τομέα της αισθητικής του λόγου και του κηρύγματος, συχνά μετέφερε τον προβληματισμό και την αγωνία του ο Ιωάννης Φουντούλης, διότι θεωρούσε ότι ο λόγος δεν είναι απλά μια ακόμα μορφή επικοινωνίας, ιερέα και λαού, αλλά ουσιαστικό στοιχείο του μυστηρίου της ευχαριστίας, που ή θα σώσει τον λαό ή θα χαθεί μια ακόμη ευκαιρία σωτηρίας. Η φράση που ακούγεται σήμερα από πολλούς «σταμάτα να μου κάνεις κήρυγμα», δείχνει την δυσφήμηση του κηρύγματος από τους κάποιους «δασκάλους» του λαού. «Ο ιερέας επιβάλλεται να καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε ο λόγος του να είναι κατανοητός από όλους τους ακροατές του. Η γλώσσα να είναι η απλή ομιλουμένη, απαλλαγμένη από δύσκολες λέξεις και τεχνικούς όρους, μακρές προτάσεις και γραμματικούς ή συντακτικούς αρχαϊσμούς2. Η αρχαΐζουσα γλώσσα καλό είναι να αποφεύγεται, διότι δεν είναι καταληπτή, αλλά και δεν παύει να δημιουργεί μια ψυχολογική απόσταση ιεροκήρυκα και λαού. Το ίδιο και η εξεζητημένη δημοτική ή μια λαϊκή ξύλινη γλώσσα που θυμίζει τον πολιτικό λόγο. Ο ιεροκήρυκας δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ούτε ενός ανθρώπου που κάνει επίδειξη γλωσσοπλαστικής ικανότητας και φιλολογικής επάρκειας, ούτε αγράμματου, αλλά ούτε και λόγιου του παρελθόντος. Γλώσσα απλή και όσο κατά το δυνατόν καθαρή και αμιγής, είναι η ενδεδειγμένη για τον άμβωνα3.

Στον τομέα της ομιλητικής, είχε μια ιδιαίτερη φροντίδα και ενδιαφέρον, στο να εκπαιδεύσει τους φοιτητές και αυριανούς κληρικούς και θεολόγους, γι’ αυτό και στα πλαίσια των μαθημάτων λειτουργικής και ομιλητικής και στα φροντιστηριακά μαθήματα που γινόταν στο ναό της σχολής, ανέθετε σε φοιτητές να λειτουργούν και να κηρύττουν, για να αποκτούν εμπειρία και γνώση του θέματος. Οι συμβουλές του, απλές και πρακτικές, ακόμα και για την αισθητική παρουσία των ομιλητών, που έπρεπε να φορούν ράσο, αλλά και για τη γλώσσα του σώματος, όπως έλεγε : «η σεμνότητα και η ιεροπρέπεια του κηρύγματος επιβάλλει μετριασμό των χειρονομιών και κοσμιότητα των κινήσεων. Χειρονομίες λίγες, σεμνές, εκφραστικές και σύμφωνες προς τις εκφραζόμενες έννοιες, ούτε μονότονες ούτε περιδεείς, αλλά ούτε και υπερβολικές και θεατρικές»4. Ο δε τόνος της φωνής των ιεροκηρύκων καλό θα είναι να μη είναι ενοχλητικός, απότομος και υψηλός, σαν να μαλώνει τους ακροατές, αλλά ούτε και κακόμοιρο τραγουδιστικό ύφος που κάποιοι νομίζουν ότι είναι ιεροπρεπές5. Προτιμούσε πάντα και ο ίδιος όταν κήρυττε, τον απλό και ανεπιτήδευτο φυσικό τρόπο ομιλίας, που δίνει έναν προσωπικό τόνο στον λόγο. Βεβαίως το απέφευγε συχνά, διότι εφάρμοζε αυτά που δίδασκε, ότι το έργο της διδαχής, είναι κυρίως και αποκλειστικά έργο και διακονία του Επισκόπου και του Πρεσβυτέρου. Κάθε φορά που το έκανε, για λόγους υπακοής σε κάποιον επίσκοπο, θεωρούσε ότι παρέβαινε την θέση του Γέροντά του, όπως έλεγε, του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ο οποίος δίδασκε ότι μόνο οι έχοντες ιερατική αξία μπορούν να διδάσκουν στην εκκλησία, και πάντως να έχουν τουλάχιστον την ιεράν σφραγίδα του ἀναγνώστου 6

 αναγνώστου6.

Για τον Ιωάννη Φουντούλη, η λειτουργική πράξη είναι «μία ἀναγωγή στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, μία διαρκής μείξη τοῦ λειτουργικοῦ σήμερον τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας, πρός τήν αἰώνια ζωή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πάντοτε ζῶντος ἐν αὐτῇ καί σώζοντος τόν λαόν Του καί εὐλογοῦντος τήν κληρονομίαν Του, διά τῆς χειρός τῶν ἱερέων»7.

Όσο κι αν φανεί παράδοξο λέγει « η θεία λειτουργία δεν είναι μόνο ένα κείμενο. Είναι μια συλλογική πράξη, ένα δημόσιο έργο, στο οποίο μετέχει ολόκληρη η εκκλησία, ορατή και αόρατη, άγγελοι και άνθρωποι, ζώντες και πνεύματα δικαίων κι ολόκληρος ο κόσμος λογικός και άλογος. Είναι δυναμική συνισταμένη που ενώνει την κτίση με τον κτίστη, σε κοινωνία λόγου και σαρκός και αίματος. Ναός ,εικόνα, σύμβολο, θυμίαμα, σκεύη, άμφια, κινήσεις, δοξολογική ψαλμωδία, ευχετικός λόγος, σύνοδος λαού, ιερατική διακονία, όλα αυτά σε μια ζωντανή οργανική ενότητα και φορά προς το υπερουράνιο θυσιαστήριο του Τριαδικού Θεού, με μια αντίστοιχη κένωση του Χριστού, αόρατα και ορατά (με τα ευχαριστιακά είδη) για τη σωτηρία και ανακαίνιση του κόσμου»8.

Κάθε λειτουργία, κατά τον αείμνηστο Καθηγητή, μοιάζει με το Σινά ή το Θαβώρ. Έχει πρόποδες, ανάβαση, κορυφή, και κατάβαση. Ιερή σύναξη του λαού του Θεού, ιεραρχικά διαρθρωμένου και συντεταγμένου9. Αν κάτι από αυτά λείψει, ματαιώνεται το ταξίδι στα έσχατα, στη βασιλεία του Θεού.

Στην ακαδημαϊκή και θεολογική του διαδρομή, ο Ιωάννης Φουντούλης, έγραψε πολλά, δίδαξε πολλά και άφησε παρακαταθήκη. Μένει σε μας να την κρατήσουμε με σεβασμό στα χέρια μας και να την παραδώσουμε όταν μας ζητηθεί, ακεραία. Για τον σοφό δάσκαλο, όλα αυτά δεν ήταν μόνο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και γνώσης, αλλά κυρίως τρόπος ζωής και έργο ζωής, γιατί είχε πάντα στο νου του, τα λόγια του γέροντά του, του αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης:

– «Ἄνθρωπε , μικρά ταῦτα λογίζη; Καί τούς τῶν πατέρων ὅρους παραλογίζη, τούς ἄνωθεν παραδεδομένους;

Οὐδέν μικρόν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Οὐδέν δίχα λόγου, ὅτι αὐτοῦ τοῦ ζῶντος Λόγου ἡ Ἐκκλησία, διό μετά λόγου πάντα μεγίστου. Πῶς οὖν τις τολμᾶ τά μετά λόγου καί τά τοῦ Θεοῦ, ἰδίαις ὁρμαῖς παρορᾶν καί εαὑτόν εἰσάγειν τῆς τούτων καταλύσεως νομοθέτην;

Οὐκ οἶδας ὅτι τάξις συνέχει πάντα… καί ὅτι οὐκ ἔστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός…ἀλλ’ εἰρήνης καί τάξεως καί ὅτι ἡ ἐν οὐρανοῖς εὐταξία καί ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐστί;

Ὑπερμάχει οὖν τῶν ἱερῶν τάξεων, ἵνα μισθούς παλλαπλούς κομίση παρά Θεοῦ, ὡς ἀγαπών εὐπρέπειαν οἴκου Κυρίου καί τήν ἱεράν τηρῶν τάξιν»10.

Οι θέσεις του αγίου Συμεών παρουσιάζονται με ενάργεια και στο κείμενο που δημοσίευσε ο Φουντούλης στον Γ΄ τόμο των «Λειτουργικών Θεμάτων» όπου αναλύονται οι συμβουλές του Συμεώνος προς τον Πρωτόπαπα της εκκλησίας του Χάνδακα. Εκεί συμπερασματικά ο Καθηγητής υπογραμμίζει τις θέσεις του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης περί του τι είναι το κήρυγμα, το οποίο ο Συμεών ονομάζει «θείο λόγο», «διδασκαλία», «θείο σπόρο», και «αγγελία αγαθού». Το θεωρούσε δε χαρισματική διδασκαλία που συνεχίζει το έργο του Κυρίου και ασκείται ως διακονία στους κόλπους της Εκκλησίας ως «αναγκαία και απαραίτητη απαίτηση». Ο ομιλητής είναι η γλώσσα που λαλεί τα ρήματα του Θεού και των Αποστόλων. Ακόμα παρουσιάζει τις θέσεις του για πώς πρέπει να είναι το κήρυγμα, δηλαδή να πηγάζει από την αγία Γραφή και να ερμηνεύει αυτήν «εν σοφία αγίου Πνεύματος», και βέβαια δεν παραλείπει να υπογραμμίσει και το ποιόν του Ιεροκήρυκα, ο οποίος πρέπει να έχει την ταπείνωση και την υπακοή ως βασικά στοιχεία της διακονίας του, να ενεργεί με εντολή του Επισκόπου και να διαθέτει το είναι του ως ταπεινό όργανο της θείας χάριτος, υποτασσόμενος στην πνευματική και ιερατική δομή της εκκλησίας. Αναγκαίες επίσης προϋποθέσεις η πνευματική ζωή και το προσωπικό βίωμα, όπως η σεμνότητα, η ευλάβεια, η δικαιοσύνη και η εγκράτεια11.

Ενδιαφέρον έχει και ο προβληματισμός του Φουντούλη σε ένα κείμενο που δημοσίευσε και παρουσίασε ως εισήγηση στο Σεμινάριο των Θεολόγων της Θεσσαλονίκης στα 1963,με τίτλο: ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, όπου αναδεικνύει τα θέματα που απασχολούν τη διακονία του λόγου, την Αγία Γραφή ως βασική πηγή του κηρύγματος και κυρίως τη χρήση της Αγίας Γραφής στα λειτουργικά δρώμενα και τις ακολουθίες, όπου παρατηρείται μια περιθωροποίηση της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά δίνει λύσεις και για άλλες πηγές που μπορούν να εμπλουτίσουν τον κηρυκτικό λόγο, όπως είναι η υμνολογία, τα λειτουργικά κείμενα που χρήζουν ανάλυσης και προβολής. «Δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι ἡ Βίβλος εἴτε αὐτούσια, εἴτε ἐν τῇ ποιητικῇ ἤ τῆς εὐχολογικῆς αὐτῆς ἐπεξεργασία, ἐξακολουθεῖ νά παραμένει καί σήμερον ὡς βάσις τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ὁ ἐν Γραφῇ λόγος, διαποτίζει καί τό πλέον μικρόν αὐτῆς κύτταρον»12.

Το βιβλικό στοιχείο ενέπνευσε την λειτουργική και υμνογραφική παραγωγή και οι ειρμοί των ωδών των κανόνων αποτελούν ποιητική επεξεργασία των βιβλικών κειμένων. Έχει επομένως ο ιεροκήρυκας την δυνατότητα να κάνει τους ανθρώπους κοινωνούς αυτής της εκπληκτικής από κάθε άποψη ποιήσεως και προσφέρει λόγο, βιβλικό αλλά συνάμα και ποιητικό με πλούσιο αισθητικό αποτέλεσμα.

Στο κείμενό του για τον Ευαγγελισμό του λαού, γράφει χαρακτηριστικά: «Εὐαγγέλιον καί χριστιανισμός εἶναι συνώνυμα. Εὐαγγελίζεσθαι, κηρύττειν τό Εὐαγγέλιον, πιστεύειν εἰς τό Εὐαγγέλιον, ὑπακούειν εἰς τό Εὐαγγέλιον, πάσχειν διά τό Εὐαγγέλιον, ταυτίζονται μέ τήν ἀποστολή καί τήν ἰδιότητα τοῦ μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς ἰδιας τῆς  Ἐκκλησίας»13. Μέσα από τον όρο Ευαγγελισμός πρέπει να δούμε όλη τη δυναμική της Εκκλησίας, έγραφε, που συνεχίζοντας το έργο του Χριστού στο διηνεκές, εργάζεται τα έργα του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Δεν είναι με άλλα λόγια ο Ευαγγελισμός ούτε νέο, ούτε παλαιό, ούτε μελλοντικό μόνο έργο της Εκκλησίας, αλλά και παλαιό, και νέο και μελλοντικό14. Ο Ιωάννης Φουντούλης ζούσε με την αίσθηση ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού, δεν ήταν μόνο λόγος καλής αγγελίας, αλλά και έργο σωτηρίας, παρηγοριά των φτωχών, άνοιγμα στα μάτια των τυφλών, απελευθέρωση των αιχμαλώτων, στήριγμα των χωλών, καθάρισμα των λεπρών, ανάσταση των νεκρών, κόπος, πόνος, πάθος, ανάσταση, έκχυση Πνεύματος αγίου. Έτσι και το έργο που ασκεί η Εκκλησία είναι συνέχεια όλων αυτών. Η ίδια η ζωή της Εκκλησίας και η παρουσία της είναι ευαγγελισμός, ως ενσάρκωση της ζωής, ως παράταση του μυστηρίου της επίγειας ζωής του Χριστού15.

Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που πίστευε ότι το έργο της διακονίας του λόγου είναι έργο βαρύ και πολυεύθυνο και δεν μπορεί να το βαστάει ένας λαϊκός χωρίς την ιεροσύνη. Γι᾽ αυτό και δεν αναλάμβανε να κηρύττει, ενώ στην ουσία προετοίμαζε μέσα στα εργαστήρια της σχολής και στα φροντιστήρια τους μελλοντικούς ιεροκήρυκες. Απλά καθοδηγούσε και μετέφερε τη γνώση και τον φωτισμό των κειμένων και των πατερικών πηγών, ώστε να μεταλαμπαδεύσει στους νέους θεολόγους την εμπειρία της Εκκλησίας ανά τους αιώνες.

Το πλούσιο έργο του καταγράφεται στον αφιερωματικό Α΄ τόμο ΓΗΘΟΣΥΝΟΝ ΣΕΒΑΣΜΑ, που εξεδόθη από τις εκδόσεις ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ το 2013. Εκεί λοιπόν βλέπουμε ότι ο Ιωάννης Φουντούλης άφησε ως κληρονομιά στους νεότερους 200 βιβλία-μελέτες, λειτουργικού και ομιλητικού περιεχομένου, από τις οποίες οι 30 περίπου ασχολούνται αποκλειστικά με το κήρυγμα, 75 μελέτες αγιολογικού ενδιαφέροντος, 51 προλογισμούς βιβλίων και προσφωνήσεις, 63 βιβλιοκρισίες και δεκάδες άλλα άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά μητροπόλεων και φορέων.

Στην όλη λοιπόν αυτή προσπάθεια, μέσα στην πληθώρα των συγγραμμάτων και των δημοσιεύσεών του, εντοπίζουμε και τις παρακάτω δημοσιεύσεις που αποτελούν τον καρπό της αγωνίας του, της αγάπης του και του ανύστακτου ενδιαφέροντός του για τη διακονία του λόγου.

1.    Ο λόγος του Θεού εν τη θεία Λατρεία (ΕΕΘΣΠΘ 9 (1964) 355-376.

2.    Βυζαντιναί λειτουργικαί κατηχήσεις. Συμβολή εις την ιστορίαν της Ορθοδόξου Ομιλητικής (ΕΕΘΣΠΘ) 12 (1967) 371-430.

3.    Λογική Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1974.

4.    Παράδοσις και ανανέωσις εις το κήρυγμα (Λ.Θ τ. Γ΄) Θεσσαλονίκη 1977.

5.    Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί θείου κηρύγματος (Λ.Θ. τ. Γ΄) Θεσσαλονίκη 1977.

6.    Απόστολος Παύλος και Φίλιπποι (Λ.Θ. ,τ. Ε´, σσ. 37-48).

7.    Ο ομιλητής από τον άμβωνα. «Τιμή και μνήμη Βασίλη Στογιάννου», Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 34-39.

8.    Η εορτή και η ακολουθία των Τριών Ιεραρχών, Θεσσαλονίκη 1992.

9.    Περί των περικοπών του κατά Λουκάν Ευαγγελίου (Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1996, σσ. πγ´-ργ´).

10. Ορθόδοξη γυναίκα και Λατρεία, 1998.

11. Η αναγκαιότης του κηρύγματος εν τη θεία Λατρεία κατά τον άγιον Νεκτάριον.Πρακτικά διορθοδόξου συνεδρίου «Ο άγιος Νεκτάριος ο πνευματικός, ο μοναστικός, ο εκκλησιαστικός ηγέτης», Αθήνα 2000, σσ. 249-263.

12. Λειτουργικά στοιχεία στο ομιλητικό έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμ. (Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν», Ανάτυπον, Άγιον Όρος 2000.

13. Παράδοση και ανανέωση στο κήρυγμα (Λειτουργικά θέματα τ. Γ´, 11-15), Θεσσαλονίκη 1977.

14. Το σύστημα των αγιογραφικών αναγνωσμάτων στην ορθόδοξη Λατρεία. Πλεο-νεκτήματα, μειονεκτήματα, δυνατότητες βελτιώσεως ΠΠΛΣ(Ε) Ιερουργείν το Ευαγγέλιον, Η Αγία Γραφή στην Ορθόδοξη Λατρεία, Αθήνα 2007, σσ. 159-171.

15. Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 20044.

16. Οι λαϊκοί στην πράξη της Εκκλησίας, (Λειτουργικά θέματα, τ. Ι´, υπό έκδοσιν).

17. Γεωργίου αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης, Λόγος τη αγία και μεγάλη Παρασκευή (κωδ. Καρακάλου, στο Θεολογία 3 2(1961) 645-650.

18. Μητροπολίτου Μυτιλήνης Δωροθέου (†1444), «Διδασκαλία» στο ΛΕΣΒΙΑΚΑ 20 (2004) 238-244.

19. Ο σύγχρονος ευαγγελισμός των πιστών (Λειτουργικά θέματα, τ. Γ΄), Θεσσαλονίκη 1977.

Επιμέλειες-χρονικά

20. Ερμηνεία των Ευαγγελίων των Κυριακών, (πρόλογος-εισαγωγή), τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1972.

21. Ερμηνεία των Ευαγγελίων των Κυριακών, (πρόλογος-εισαγωγή), τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1973.

22. Εσπεριναί ερμηνευτικαί ομιλίαι, τ. Α´, «Ελπίς ζώσα» (Α´ Πέτρου), Θεσσαλονίκη 1973.

23. Εσπεριναί ερμηνευτικαί ομιλίαι, (πρόλογος), τ. Β´, «Το σωτήριον πάθος», Θεσσαλονίκη 1974.

Σε πολλές επίσης απαντήσεις εντοπίζονται θέσεις περί του κηρύγματος.

24. Απαντήσεις εις λειτουργικά απορίας, τ. Α´

25. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας τ. Β´

26. Απαντήσει εις λειτουργικάς απορίας, τ. Γ´

27. Απαντήσεις εις λειτουργικά απορίας, τ. Δ´

Σημειώσεις

1     Βλ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ιωάννης Φουντούλης και εργαστήριο Λειτουργικής, στο Γηθόσυνον Σέβασμα, τ. Α΄, εκδ. Κυριακίδη, σσ. 120-122, και στον ίδιο τόμο

Παναγιώτη Σκαλτσή, Ιωάννης Φουντούλης 1927-2007, σσ. 34-37.

2     Ιωάννη Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 203.

3     Όπ.π.

4     Όπ.π,, σ. 212,

5     Όπ.π.

6     Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί θείου κηρύγματος, PG 155, 473 και Ιωάννου Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 242.

7     Όπ.π., Ομιλητική, σ. 212.

8     Ιωάννη Φουντούλη, Λειτουργικά θέματα, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 15.

9     Όπ.π., σ. 46.

10   Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, κεφ. ΤΞΕ΄, PG 680.

11   Ιωάννη Φουντούλη, Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Περί του θείου κηρύγματος, στο Λειτουργικά θέματα, τ. Γ΄, σσ. 73-74.

12   Ιωάννη Φουντούλη, Ο λόγος του Θεού εν τη θεία λατρεία, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, τ. Θ΄, σσ. 355-376, Θεσσαλονίκη 1965.

13   Λειτουργικά θέματα, τ. Γ΄, σ. 24.

14   Όπ.π.

15          Όπ.π., σ. 25.

ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/2023/06/ioannis-fountoulis-ke-omilitiki/