Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Ιωάννης Φουντούλης

Ιωάννης Φουντούλης και Ομιλητική

Τρύφων Τσομπάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Αναμφίβολα ο Καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης υπήρξε η κορυφαία προσωπικότητα του αιώνα μας στον κλάδο της Λειτουργικής επιστήμης και όχι μόνο, δεδομένου ότι οι σπουδές του αλλά και το όλο συγγραφικό του έργο αποκαλύπτουν ένα άνθρωπο που σπούδασε, μελέτησε και ασχολήθηκε συγχρόνως με την Υμνολογία, την Αγιολογία αλλά και την Ομιλητική, το ίδιο δραστήρια όπως και με το αντικείμενο της Λειτουργικής, και γι αυτό επαξίως αποκλήθηκε ο Πρύτανης των Λειτουργιολόγων. Αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου τα λόγια του δασκάλου τον οποίο διαδέχτηκε στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, καθηγητού Ευάγγελου Θεοδώρου, όταν σε ένα συνέδριο της Θεολογικής Σχολής επ’ ευκαιρία των 1200 χρόνων από την εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, τόνισε ότι «ὁ Ἰωάννης Φουντούλης, ἐξεπέρασε κατά πολύ τούς διδασκάλους του στήν καλλιέργεια τῆς Λειτουργικῆς ἐπιστήμης καί οἱ δάσκαλοί του χαιρόμεθα δι᾽ αὐτόν».

Βεβαίως η πληθώρα των λειτουργικών του συγγραμμάτων επιβεβαιώνει την ρήση του δασκάλου του, παρά τους πόδας του οποίου μαθήτευσε ως επιστημονικός του συνεργάτης και στη συνέχεια διάδοχός του στην έδρα της Λειτουργικής και Ομιλητικής στην ενιαία τότε Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Αλλά και η μαθητεία του δίπλα στον Παναγιώτη Τρεμπέλα και τον Γεώργιο Σωτηρίου, του οποίου υπήρξε και επιστημονικός βοηθός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτέλεσαν την βαριά κληρονομιά που ανέλαβε να σηκώσει στους νεανικούς του ώμους ο νεαρός τότε Ιωάννης Φουντούλης.

Η άποψη που διατυπώθηκε κάποτε, ότι ο Καθηγητής Φουντούλης ναι μεν υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο της Λειτουργικής διεθνώς, αλλά ασχολήθηκε μόνο με αυτό, και «δημοσίευσε μόνο ένα βιβλίο για την Ομιλητική, κι αυτό είναι απλά ένα διδακτικό εγχειρίδιο», αδικεί τον Ιωάννη Φουντούλη και η θέση αυτή καταρρίπτεται από το σύνολο του επιστημονικού και συγγραφικού του έργου, το οποίο ανέρχεται σε χιλιάδες σελίδες και με ποικιλία θεμάτων που άπτονται της Λειτουργικής, αλλά εφάπτονται και της Αγιολογίας, της Υμνολογίας και βεβαίως και της Ομιλητικής.

Ας μη λησμονούμε ότι ο Φουντούλης δεν θεωρούσε τη Λατρεία και το επιστημονικό του αντικείμενο ένα θεωρητικό-επιστημονικό πεδίο, αλλά μια διαρκή ενέργεια και πράξη που μεταβιβάζει στους ανθρώπους ενέργεια και δύναμη ζωής. Πίστευε μετ᾽ επιτάσεως ότι το κήρυγμα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της Λατρείας και για τον λόγο αυτόν οι Πατέρες το τοποθέτησαν στην καρδιά της θείας λειτουργίας, δηλαδή αμέσως μετά τα αναγνώσματα, και τούτο για λόγους πνευματικούς, ώστε οι κατηχούμενοι να μπορούν να «κοινωνούν του λόγου» προς της μεταβάσεώς τους στον χώρο των κατηχουμένων στο νάρθηκα, αλλά και σαφείς παιδαγωγικούς λόγους, σύμφωνα με τους οποίους του αναγνώσματος ακολουθεί η διερμηνεία.

Διοργάνωσε με πολύ μεράκι και πραγματική αγάπη το πρώτο ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΩΝ στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, επί της αρχιερατείας του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Λεωνίδου και με την αγαστή συνεργασία των καθηγητών του ερμηνευτικού κλάδου, τους Καινοδιαθηκολόγους Καθηγητές, Αγουρίδη, Καραβιδόπουλο, Στογιάννο, Σάκκο, αλλά και τη συνεργασία των περισσοτέρων νέων βοηθών τότε της σχολής, που ανελάμβαναν τα μεταφραστικά ζητήματα ή ακόμα και των δακτυλογραφήσεων, ωφέλησε τα μέγιστα τους ιεροκήρυκες της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε η προσπάθεια αυτή πρότυπο και για άλλες Μητροπόλεις να διοργανώσουν κατά καιρούς σεμινάρια Ιεροκηρύκων προς επιμόρφωση των κληρικών τους. Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν η έκδοση δύο τόμων με ερμηνείες στα Ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών καθώς και στην έκδοση εσπερινών ομιλιών, με τη συνεργασία των καθηγητών Καραβιδόπουλου και Στογιάννου.

Η προσπάθεια αυτή πέρα από την επιτυχή έκβασή της, αποτέλεσε το παράδειγμα, όπως προείπαμε και για άλλες μητροπόλεις, που οργάνωσαν παρόμοια σεμινάρια ιεροκηρύκων προς επιμόρφωση των κληρικών τους και βέβαια συχνότατα με ομιλητή και διδάσκοντα τον Ιωάννη Φουντούλη.

Το ίδιο έκανε και στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια των φροντιστηριακών μαθημάτων της Λειτουργικής και της Ομιλητικής, στα οποία οργάνωσε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εκπαίδευση των φοιτητών του, τόσο στην εμπειρία της λειτουργικής πράξης και της τελετουργικής, όσο και στην προετοιμασία των αυριανών –όπως έλεγε– ιεροκηρύκων και δασκάλων του λαού του Θεού.

Στα φροντιστήρια αυτά δίδασκε με ξεχωριστή επιμέλεια το ΤΙ και το πως της Λατρείας, αλλά και του κηρύγματος, όχι μόνο ως μια εποπτική διαδικασία, αλλά ως έναν οραματισμό για το μέλλον της εκκλησίας για την ορθή πράξη και τον εκσυγχρονισμένο της λόγο, που να οδηγεί σε δρόμους και «εἰς νομάς σωτηρίους».

Στον τομέα της αισθητικής του λόγου και του κηρύγματος, συχνά μετέφερε τον προβληματισμό και την αγωνία του ο Ιωάννης Φουντούλης, διότι θεωρούσε ότι ο λόγος δεν είναι απλά μια ακόμα μορφή επικοινωνίας, ιερέα και λαού, αλλά ουσιαστικό στοιχείο του μυστηρίου της ευχαριστίας, που ή θα σώσει τον λαό ή θα χαθεί μια ακόμη ευκαιρία σωτηρίας. Η φράση που ακούγεται σήμερα από πολλούς «σταμάτα να μου κάνεις κήρυγμα», δείχνει την δυσφήμηση του κηρύγματος από τους κάποιους «δασκάλους» του λαού. «Ο ιερέας επιβάλλεται να καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε ο λόγος του να είναι κατανοητός από όλους τους ακροατές του. Η γλώσσα να είναι η απλή ομιλουμένη, απαλλαγμένη από δύσκολες λέξεις και τεχνικούς όρους, μακρές προτάσεις και γραμματικούς ή συντακτικούς αρχαϊσμούς2. Η αρχαΐζουσα γλώσσα καλό είναι να αποφεύγεται, διότι δεν είναι καταληπτή, αλλά και δεν παύει να δημιουργεί μια ψυχολογική απόσταση ιεροκήρυκα και λαού. Το ίδιο και η εξεζητημένη δημοτική ή μια λαϊκή ξύλινη γλώσσα που θυμίζει τον πολιτικό λόγο. Ο ιεροκήρυκας δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ούτε ενός ανθρώπου που κάνει επίδειξη γλωσσοπλαστικής ικανότητας και φιλολογικής επάρκειας, ούτε αγράμματου, αλλά ούτε και λόγιου του παρελθόντος. Γλώσσα απλή και όσο κατά το δυνατόν καθαρή και αμιγής, είναι η ενδεδειγμένη για τον άμβωνα3.

Στον τομέα της ομιλητικής, είχε μια ιδιαίτερη φροντίδα και ενδιαφέρον, στο να εκπαιδεύσει τους φοιτητές και αυριανούς κληρικούς και θεολόγους, γι’ αυτό και στα πλαίσια των μαθημάτων λειτουργικής και ομιλητικής και στα φροντιστηριακά μαθήματα που γινόταν στο ναό της σχολής, ανέθετε σε φοιτητές να λειτουργούν και να κηρύττουν, για να αποκτούν εμπειρία και γνώση του θέματος. Οι συμβουλές του, απλές και πρακτικές, ακόμα και για την αισθητική παρουσία των ομιλητών, που έπρεπε να φορούν ράσο, αλλά και για τη γλώσσα του σώματος, όπως έλεγε : «η σεμνότητα και η ιεροπρέπεια του κηρύγματος επιβάλλει μετριασμό των χειρονομιών και κοσμιότητα των κινήσεων. Χειρονομίες λίγες, σεμνές, εκφραστικές και σύμφωνες προς τις εκφραζόμενες έννοιες, ούτε μονότονες ούτε περιδεείς, αλλά ούτε και υπερβολικές και θεατρικές»4. Ο δε τόνος της φωνής των ιεροκηρύκων καλό θα είναι να μη είναι ενοχλητικός, απότομος και υψηλός, σαν να μαλώνει τους ακροατές, αλλά ούτε και κακόμοιρο τραγουδιστικό ύφος που κάποιοι νομίζουν ότι είναι ιεροπρεπές5. Προτιμούσε πάντα και ο ίδιος όταν κήρυττε, τον απλό και ανεπιτήδευτο φυσικό τρόπο ομιλίας, που δίνει έναν προσωπικό τόνο στον λόγο. Βεβαίως το απέφευγε συχνά, διότι εφάρμοζε αυτά που δίδασκε, ότι το έργο της διδαχής, είναι κυρίως και αποκλειστικά έργο και διακονία του Επισκόπου και του Πρεσβυτέρου. Κάθε φορά που το έκανε, για λόγους υπακοής σε κάποιον επίσκοπο, θεωρούσε ότι παρέβαινε την θέση του Γέροντά του, όπως έλεγε, του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ο οποίος δίδασκε ότι μόνο οι έχοντες ιερατική αξία μπορούν να διδάσκουν στην εκκλησία, και πάντως να έχουν τουλάχιστον την ιεράν σφραγίδα του ἀναγνώστου 6