Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Άσπιλε Παναμώμητε, Θεοτοκίο Πολυελέου, Πέτρου Μπερεκέτου Ήχος Α΄, Δοχεια...

Εις το Όρος, Εωθινό Α΄, Γεωργίου Ραιδεστηνού, Ήχος Α΄ | Στυλιανός Κοντακ...

ΠΑΣΑΠΝΟΑΡΙΑ Α ΗΧΟΥ ΣΠ. ΥΦΑΝΤΗΣ ΜΙΧ. ΜΠΙΣΤΑΣ

Κυριακή του Ζακχαίου (Λουκ.19, 1—1)

Η νοσταλγία  

Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν (†)0)

Η Ορθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πριν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ο άνθρωπος πως πέρα από την αφοσίωσή του στις αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.

Αν ήμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημαντική, ουσιαστική και θεμελιώδης είναι η φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό και μυστηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρίζουμε φυσικά το νόημα που έχει η τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές και θρεπτικές, άλλες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλίσουμε πως η τροφή που τρώμε είναι καλή για μας.

Και είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητορικό σχήμα όταν λέμε πως και η ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πως «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Όλοι μας ξέρουμε πως χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση, για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζουμε πολύ λίγο, τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη και από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελαφρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.


Δεν καταλαβαίνουμε πως η ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα απ’ ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, και πως οι συνέπειες μιάς δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, και πολύ λίγος στην εσωτερική ζωή. Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους που η Εκκλησία μας κάλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου και να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον οποίο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου που μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη και μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.

Η Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, και μετάνοια είναι η επανεξέταση, η επανεκτίμηση, το να βαθύνει κανείς και να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκέπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου «εσωτερικού» ανθρώπου.

Η πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, η πρώτη υπενθύμιση προέρχεται από μία μικρή ευαγγελική ιστορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, «μικρόν τω δέμας», που το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα που εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την εποχή εκείνη και σ’ εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο και ανέντιμο.

Ο Ζακχαίος ήθελε να δεί τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε η επιθυμία του τράβηξε την προσοχή του Ιησού. Η επιθυμία είναι η αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. 6,21). Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ο,τι επιθυμούμε είναι και αυτό που αγαπούμε, αυτό που μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο οποίο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πως ο Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, και κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πως για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ο Ζακχαίος ήταν πλούσιος και αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μια άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, και αυτή η επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.

Αυτή η ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τι αγαπάμε, τι επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. Δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος που να περπατά στην πόλη σας, που να περιβάλλεται από το πλήθος. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση που περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· και κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αισθάνεσθε κάποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό απ’ αυτό που γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας, αφουγκραστείτε το εσωτερικό σας, και θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώς παράξενη και όμορφη επιθυμία.

Ο Ζακχαίος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζήσει, είναι κάτι όμως που σχεδόν όλοι μας φοβούμαστε και το καταπιέζουμε με το θόρυβο και τη ματαιότητα όλων αυτών που μας περιστοιχίζουν. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3,20). Ακούς το σιγανό κτύπημα; Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας, του Ευαγγελίου, και του Χριστού: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά αναπνοή από κάτι άλλο, θυμήσου κάτι άλλο. Και τη στιγμή ακριβώς που σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο και ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, και αρχίζει έτσι η αργή επιστροφή.

Επιθυμία. Η ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Όλα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ο ανθρωπάκος, με τα ματιά του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυμίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχίζει η νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται η αρχή, το πρώτο βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αυτή τη μυστηριώδη πατρίδα που όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν και επιθυμούν.

Πηγή: www.agiazoni.gr

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://www.pemptousia.gr/2021/01/i-nostalgia-kiriaki-tou-zakcheou-louk-19-1-10/

Ο αμαρτωλός...

Ο αμαρτωλός είναι πληγωμένος κι’ οχι παλιάνθρωπος

Πρωτ. Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος

Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να παιδεύεται στα πάθη και τις αμαρτίες, είναι σημαντικό πριν σηκώσουμε το δάκτυλο και τον καταδείξουμε ως αμαρτωλό ή παλιάνθρωπο, να δούμε βαθύτερα τι κρύβει αυτή η πάλη κι αγωνία του.

Τότε εάν η Χάρις επιτρέψει την θέα της ψυχής του, θα δούμε ότι πίσω από κάθε αμαρτία ζει μια δίψα ελευθερίας. Διότι κάθε πάθος κρύβει μια κραυγή ελευθερίας.

Δεν χωράει ο άνθρωπος στα στενά του χώρο και του χρόνου, δεν αντέχει στην σκιά του θανάτου, διψάει την ελευθερία και επειδή τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζει τον τρόπο να την βρει δημιουργεί υποκατάστατα.

Αυτά είναι τα πάθη μας, τα υποκατάστατα μιας μεγάλης απουσίας. Λείπει ο Θεός και με τις αμαρτίες γεμίζουμε τα κενά.

Είναι κι κάτι άλλο. Ότι πολλά λάθη, αμαρτίες και πάθη γίνονται μόνο και μόνο για να αισθανθούμε ότι καταργούμε τα όρια, τους νόμους και κανόνες. Θέλουμε να πούμε με όλη την ύπαρξη μας, σωματικά, ψυχικά και νοητικά, ότι δεν αντέχω άλλο τα πρέπει και τις συμβάσεις.

Τι είναι αυτό; Δίψα ελευθερίας. Οπότε όταν ο Χριστός μας ζητάει να μην κατακρίνουμε τον συνάνθρωπο μας, δεν το κάνει για λόγους ηθικής. Δηλαδή ως μια πράξη σωστής συμπεριφοράς και κοινωνικής αρμονίας. Αλλά για λόγους οντολογίας.

Δεν μπορείς να κρίνεις γιατί δεν μπορείς να ξέρεις. Αγνοείς. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άλλος είναι ένα τραύμα, το μέγα τραύμα κατά τους πατέρες της εκκλησίας.

Ο αμαρτωλός είναι πληγωμένος όχι παλιάνθρωπος. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο που έχει παρελθόν αλλά συγχρόνως και μέλλον. Το παρελθόν του δεν μπορείς να το κρίνεις γιατί αγνοείς τις αιτίες των πράξεων του.

Το μέλλον του δεν το γνωρίζεις γιατί δεν μπορείς να δεις την μετάνοια του. Ο άνθρωπος ακόμη και στο μεγαλύτερο σκοτάδι του έχει μια λάμψη.

Ένα φως ζει στην κόλαση μας και φωνάζει ηχηρά ότι είμαστε πλασμένοι για τον παράδεισο.

Πηγή: π.Λίβυος

το «σπιτάκι της Μέλιας»

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Το κρανίο,

 ο Άγιος Μακάριος και η Εκκλησία…

π. Χαρ. (Λίβυος) Παπαδόπουλος


Σε ένα από τα κείμενα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου, σώζεται η εξής ιστορία, την οποία διηγήθηκε ο ίδιος ο Άγιος, και αφορά τις συνθήκες της κόλασης:

«Περπατώντας κάποια φορά στην έρημο, βρήκε παραπεταμένο πάνω στο χώμα ένα κρανίο νεκρού. Το κούνησε λίγο με το φοινικένιο ραβδί του, λέγοντάς του:

-Συ, ποιος είσαι; Αποκρίσου με.

Το κρανίο του μίλησε και είπε:

-Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδωλολατρών που παρέμειναν σ’ αυτόν τον τόπο, κι εσύ είσαι ο αββάς Μακάριος που έχεις μέσα σου το Άγιο Πνεύμα.

Όποια ώρα λοιπόν σπλαχνίζεσαι αυτούς που είναι στην κόλαση, παρηγορούνται λίγο.

Τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος:

-Και τί λογής παρηγοριά έχουν;

Και απαντά το κρανίο:

-Όση είναι η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας. 

Καθώς λοιπόν στεκόμαστε μέσα στη φωτιά από το κεφάλι ως τα πόδια, δεν είναι δυνατόν ο ένας να δει το πρόσωπο του άλλου, γιατί η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. 

Όταν όμως προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή.

Έκλαψε τότε ο Γέροντας και είπε:

-Αλίμονο στην ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος, εάν αυτή είναι η παρηγοριά της κόλασης».

Είναι φανερό από την παραπάνω διήγηση του Αγίου Μακαρίου, ότι η κόλαση φανερώνεται ως αιώνια μοναξιά. Δηλαδή αδυναμία να συναντηθώ με τον άλλον, να κοινωνήσω του προσώπου και της παρουσίας του. Όποιος στην ζωή αυτή έχει έστω και ελάχιστα βιώσει την μοναξιά γνωρίζει ότι αυτή έχει την γεύση της κόλασης. Άνθρωποι μονάχοι, τόσο από την σκληροκαρδία και αδιαφορία των συνανθρώπων τους, όσο κι από την δική τους εγωιστική στάση ζωής που απομάκρυνε όσους με αγαθές προθέσεις θέλησαν να τους πλησιάσουν, ομολογούν ότι η έλλειψη του άλλου στην ζωή τους υπήρξε η πιο φρικτή κόλαση.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί ολοκληρωθεί έξω από την κοινωνία και την επαφή με τον άλλον. Και τούτο διότι είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού». Δηλαδή φέρει μέσα του τον τρόπο της Αγίας Τριάδος. Στην κοινωνία της Αγ. Τριάδος κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει δίχως της παρουσία του άλλου. Διότι είναι η σχέση εκείνη που διαμορφώνει τα πρόσωπα. Δηλαδή ο Πατήρ είναι πατέρας σε σχέση με τον Υιό, το ίδιο και το Άγιον Πνεύμα. Αυτό σημαίνει για όλους εμάς τους ανθρώπους ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε έξω από σχέση. Είμαστε υπάρξεις και όντα σε σχεσιακά,  κοινωνικά, με δίψα για την παρουσία του άλλου και του Άλλου. Στην μοναξιά αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε.

Η μοναξιά όμως δεν αναφέρεται μονάχα στην σωματική απουσία του άλλου. Η πιο φρικτή μοναξιά είναι με τους πολλούς. Μπορεί γύρω μας να είναι δεκάδες άνθρωποι κι όμως εμείς να αισθανόμαστε βαθιά μόνοι. Γιατί η παρουσία των πολλών δεν σημαίνει αυτομάτως επαφή, άγγιγμα, κατανόηση και κοινωνία. 

Στην Αγία Τριάδα, της οποίας όπως είπαμε είμαστε εικόνα, η ενότητα διατηρείται εν ελευθερία και αγάπη. Αυτό σημαίνει για εμάς τους ανθρώπους, ότι η μοναξιά συντρίβεται όχι εκεί που απλά υπάρχουν πολλοί, αλλά εκεί που υπάρχει αγάπη, ελευθερία, σχέση και κοινωνία με απόλυτο σεβασμό στην ετερότητα. Διότι αυτό είναι το πρότυπο ζωής της Αγ. Τριάδος, η κοινωνία που δεν συντρίβει την μοναδικότητα των προσώπων.

Θα πω ένα απλό παράδειγμα από την εκκλησιαστική ζωή. Σε ένα ναό όπου τελείται η Θ. Λειτουργία μπορεί να υπάρχουν εκατό άνθρωποι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτομάτως ή μαγικώ τω τρόπω, επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι μέσα στο ναό, πραγματώνουν και το γεγονός της Εκκλησίας. Διότι αυτό για να συμβεί πρέπει να υπάρξει μεταξύ τους κοινωνία αγάπης και ελευθερίας. Η Θ. Λειτουργία σαφέστατα και δημιουργεί ενότητα μεταξύ των πιστών αλλά και την προϋποθέτει. Δε μπορούν άνθρωποι, οι οποίοι αδιαφορούν και δεν μετέχουν με κάποιο τρόπο ο ένας στην ζωή του άλλου, να αποτελέσουν σώμα Χριστού και εκκλησιαστική κοινότητα. Αντιθέτως, για να μετέχουμε στην Θ. Ευχαριστία θα πρέπει να προηγηθεί η διάθεση, η πρόθεση, η μετοχή στη ζωή του άλλου, ώστε το Άγιον Πνεύμα ερχόμενο στο Μυστήριο να καταστήσει δυνατή και ζωντανή την ένωση μεταξύ μας.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Θ. Λειτουργία είναι πρόγευση της μελλούσης ζωής, των εσχάτων της Βασιλείας Του Θεού. Δηλαδή της κατάστασης εκείνη όπου πάντες θα είμαστε αγαπητικά ενωμένοι με κέντρο τον Χριστό. Στην Θεία Λειτουργία που είναι η ταυτότητα της Εκκλησίας, δεν χωράει κανενός είδους διαίρεση και μοναξιά. Άλλωστε ας μην μας διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό, ότι η παρουσία του Άγιου Πνεύματος, το οποίο και συγκροτεί το θεσμό, το σώμα της Εκκλησίας, όπου φανερώνεται διαμορφώνει υπαρκτικές καταστάσεις: 1) Δημιουργεί κοινότητα διαρρηγνύοντας τον ατομικισμό, 2) φέρει ελευθερία, 3) τα έσχατα στην ιστορία, και 4) ενώνει τους πολλούς και διαιρεμένους σε ένα, σε σώμα Χριστού.

Άρα κάθε μορφή διαίρεσης και ατομοκρατίας, εντός της εκκλησίας, δεν μπορεί να είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Με απλά λόγια δεν είναι Εκκλησία.

Συμπερασματικά η διήγηση με το κρανίο του ειδωλολάτρη από την ζωή του Αγίου Μακαρίου, φανερώνει ότι η κόλαση και ο παράδεισος δεν είναι απλά ένας τόπος, αλλά κυρίως ένας τρόπος υπάρξεως. Η κόλαση είναι η απουσία του άλλου και του Άλλου από τη ζωή μου. Η αδυναμία μου να ελευθερωθώ από το φόβο που μου προκαλεί ο άλλος. Αναφέρει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης: «η ουσία της αμαρτίας είναι ο φόβος του Άλλου, πράγμα που αποτελεί μέρος της απόρριψης του Θεού. Εφόσον η επιβεβαίωση του «εαυτού» μας πραγματοποιείται μέσω της απόρριψης και όχι της αποδοχής του Άλλου- αυτό επέλεξε ελεύθερα να κάνει ο Αδάμ- δεν είναι πάρα  φυσιολογικό και αναπόφευκτο ο άλλος να γίνει ο εχθρός και απειλή. Η συμφιλίωση με τον Θεό είναι αναγκαία προϋπόθεση με την συμφιλίωση με οποιανδήποτε άλλον…Το γεγονός ότι ο φόβος του άλλου ενυπάρχει παθολογικά στην ύπαρξή μας καταλήγει στον φόβο όχι μόνο του άλλου, αλλά και κάθε ετερότητας».

Οπότε ο παράδεισος είναι η δυνατότητα να αγαπώ, να κοινωνώ, να μοιράζομαι τον βίο μου, τις χαρές και λύπες, τα βάσανα και δοκιμασίες, τις ευλογίες ή χαρίσματα μου, με τον συνάνθρωπο και τον Θεό μου. Όταν αγαπώ, κοινωνώ και ενώνομαι, τότε γεύομαι τον παράδεισο. Αυτό βέβαια στην παρούσα φάση ζωής δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Χρειάζεται άσκηση και άρση του Σταυρού, ως πάλη με το κακό που ελλοχεύει μέσα μας και στη ζωή γενικότερα. Η άσκηση με τη μετοχή στην Θεία Ευχαριστία, στο σώμα της Εκκλησίας, διαμορφώνει μια ζωή που προγεύεται την δόξα και θέα της Βασιλείας του Θεού. Η Βασιλεία δεν είναι ακόμη εδώ, γι’ αυτό και δεν παύουμε ούτε στιγμή να την ζητάμε, να την περιμένουμε, ως όντα που διψάνε τα έσχατα. Όμως, γευόμαστε τους ιριδισμούς αυτής, λάμψεις μικρές αλλά μεταμορφωτικές για την ύπαρξή μας. Βλέπουμε, βιώνουμε και προγευόμαστε αυτό που είναι εδώ και συγχρόνως έρχεται. Αυτή ήταν η αρχαία στάση ζωής των Χριστιανών, μια βαθιά δίψα του Ερχόμενου. 

ΠΗΓΗ:  https://antifono.gr

Τί γίνεται πατριώτες;

  Γενέθλια έχουμε ή γιορτή;

Χρήστος Μποκόρος



Τί γίνεται πατριώτες; Γενέθλια έχουμε ή γιορτή; Γιορτάζουμε 200 χρόνια εμείς ή τιμούμε 200 χρόνια μετά, αυτό που έκαναν εκείνοι; Οι πρόγονοι μας πέφτουνε λειψοί, δεν ήταν, λέει, σωστοί, δεν ήταν καθώς πρέπει, σαν κι εμάς. Να τους ξεγράψουμε; Τι λένε αυτοί οι σοφοί, οι γραμματικοί με τα πτυχία, οι μορφωμένοι, οι πολιτισμικοί επίτροποι, οι εκ Δυσμών ανατέλλοντες πεφωτισμένοι; Ότι γιορτάζουμε κράτος και συντάγματα, και μέλλον κι ευτυχία; ή τον αγώνα και τον θάνατο για την ελευθερία; Κρύβεται τόσο αίμα με λόγια, με χαρές και πανηγύρια;
Δεν ήτανε ιδέες οι πρόγονοί μας και θεωρίες, άνθρωποι ήταν ζωντανοί, είχανε σώμα και ψυχή κι αφήσαν κόκαλα παντού σπαρμένα, αίμα χυμένο, θαμμένον πόνο, σφαγές και σκοτωμούς είχε ο ξεσηκωμός, θρήνους κι οδύνες και χαμούς και βιασμούς και μοιρολόγια. Απ’ όλα δώσανε! Και το έχειν και το είναι τους.
Μην ντρέπεστε που είχαν κι ελαττώματα και πάθη σαν κι εμάς, είχανε κι άλλα που δεν έχουμε, είχαν ανδρεία, αποκοτιά, και στη μαυρίλα της σκλαβιάς είχανε τόση λαχτάρα λευτεριάς που ξεπεράσαν και τον φόβο του θανάτου, αυτά που λείπουνε σ’ εμάς. Τόλμα να πεις ελευθερία ή θάνατος και να το εννοείς! και να’ναι πράξη!
Να ’στε περήφανοι γι αυτούς! Γι αυτούς που βάλαν το κεφάλι τους σε βόλια και μαχαίρια και σπαθιά και πήραν τα βουνά κι αντισταθήκαν στα δεσμά, γι’ αυτούς που χαραμίσανε το αίμα τους για μας, κι ας χάσαν τη ζωή τους και το μέλλον τους –τι μέλλον;- κι ας φαγωθήκαν μεταξύ τους, κι ας ήταν ξεροκέφαλοι και θρήσκοι και φτωχοί κι αμόρφωτοι οι πολλοί, είχαν άλλα προσόντα, σπάνια, σκύψτε και προσκυνήστε να τα δείτε στα κόκαλά τους τα ιερά και μη τους κρύβετε στα σκοτεινά κι αζήτητα.
Να ’στε περήφανοι που τους τιμάτε και μη τους κρίνετε άκαιρα, εκ των υστέρων, άκαπνοι βολεμένοι μ’ αγορασμένα αγαθά που επικερδώς και επ’αμοιβή μας προμηθεύουν με χαμόγελα εργασίας προστάτες τοκογλύφοι, ακόμα ξεπληρώνουμε τα δάνεια, τουλάχιστο ας μη γίνουμε τσογλάνια. Ντροπή να τους ζητάμε να αλλαξοπιστήσουν! Ιδέα δεν έχουμε τί πέρασαν και τί μας περιμένει.
Δεν είμαστε απόγονοι μονάχα συγκυριών και επιδομάτων βοηθείας εξ Εσπερίας, κυρίως είμαστε γεννήματα πάθους κι επιθυμίας, μη το ξεχνάμε!

ΠΗΓΗ: https://antifono.gr

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩΣ

 (25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

 


«Χριστν βισας μχρι κα τλους βον,

θραει πονηρο πν πολλς τ θρσος»

(Έζησε τον Χριστό μέχρι τέλους της ζωής του ο Απολλώς, οπότε και διέλυσε όλη τη θρασύτητα του πονηρού).

«Ο βίος του Οσίου Απολλώ γράφτηκε από τον Άγιο Ιερώνυμο. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.) και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο στην περιοχή της Αιγύπτου. Ασκήτεψε στην έρημο και ο Θεός τον αξίωσε να φθάσει σε μεγάλα ύψη αγιότητας, χαρίζοντάς του το προορατικό χάρισμα και αυτό της θαυματουργίας.

Ο Όσιος Απολλώ κοιμήθηκε με ειρήνη».

Μπορεί να μην υπάρχουν πολλά λόγια και περιστατικά στα Αποφθέγματα Γερόντων (Γεροντικόν) για τον αββά Απολλώ, παρ’ όλα αυτά όμως και τα τρία που παρατίθενται είναι ικανά να μας αποκαλύψουν το μεγαλείο της ψυχής του και το ύψος της αγιότητάς του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός τον χαρίτωσε με τα χαρίσματα της προόρασης και της θαυματουργίας.

Το πρώτο καταγράφει το τι θεωρούσε ο όσιος αββάς κύρια καθημερινή του εργασία: τη διακονία και την εξυπηρέτηση του πλησίον. Το δεύτερο που φανερώνει τη διορατικότητά του σχετίζεται με έναν άξεστο βοσκό, ο οποίος μετάνιωσε βαθιά για ένα μεγάλο έγκλημα που έκανε:  έσκισε την κοιλιά μιας εγκύου γυναίκας για να δει πώς είναι το έμβρυο μέσα. Και στον εναγώνιο προβληματισμό του μετά από δεκαετίες πένθους για την πράξη του αν τον συγχώρησε ο Θεός, αφού είχε γίνει πια μοναχός, έλαβε τη θετική γι’ αυτόν απάντηση από τον άγιο Απολλώ: ο Θεός πράγματι σε συγχώρησε, αλλά δεν σου παίρνει από την ψυχή τον πόνο για να ταπεινώνεσαι, πράγμα που είναι συμφέρον στην ψυχή σου. Και το τρίτο που αποτελεί ερμηνευτικό στοιχείο στην καθημερινή του εργασία:  η στάση του απέναντι στον όποιον συνάνθρωπό του ήταν στάση έναντι του ίδιου του Θεού:  να τον προσκυνά και να τον αναπαύει.

Μία μικρή προσέγγιση ειδικά στο πρώτο νομίζουμε ότι θα ήταν πολύ επωφελές και για τη δική μας ζωή.

«Ήταν στα Κελλία ένας γέροντας που ονομαζόταν Απολλώς. Και όσες φορές ερχόταν κάποιος ζητώντας τον για οποιοδήποτε έργο, πήγαινε με χαρά λέγοντας: Πρόκειται σήμερα να εργαστώ μαζί με τον Χριστό για χάρη της ψυχής μου. Διότι αυτός είναι ο μισθός μου».

Ο όσιος αββάς αποτελεί υπομνηματισμό της επισήμανσης πολλών αγίων ασκητών, και του Γεροντικού και της μετέπειτα εποχής, ότι οι μοναχοί έχουν ως κύριο έργο τους την προσευχή και τη διακονία εν αγάπη των συνανθρώπων τους. Την αλήθεια αυτή εξέφραζαν βεβαίως και με αρνητικό τρόπο: οι μοναχοί ξεπέσαμε, γιατί αφήσαμε το κύριο έργο μας, την προσευχή, και ασχολούμαστε πρωτίστως με τα διακονήματα και με άλλα χειρωνακτικά έργα. Ο αββάς Απολλώς λοιπόν συνιστούσε ορόσημο για την εποχή του και για κάθε εποχή: η εργασία του ήταν η διαρκής αναφορά του στον Θεό, η αγάπη του προς Αυτόν που εκφραζόταν με την αγάπη του προς τον κάθε συνάνθρωπό του.

Ο άγιος στην πραγματικότητα κινείτο πάνω στην οδό του Κυρίου, δηλαδή αγωνιζόταν διαρκώς να υλοποιεί στη ζωή του τον λόγο του Ίδιου του Χριστού που καταγράφει ιδίως ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του και κάθε άνθρωπο βεβαίως να εργάζεται εκείνη την εργασία που οδηγεί στην αιώνια ζωή και δεν εξαντλείται στην κάλυψη μόνο των βιοτικών αγαθών. «ργάζεσθε μή τήν βρσιν τήν πολλυμένην, λλά τήν βρσιν τήν μένουσαν ες ζωήν αώνιον» (Ιωάν. 6, 27). Και στην ερώτηση πολλών Ιουδαίων τι πρέπει να κάνουν για να εργάζονται αυτό που θέλει ο Θεός απαντούσε: «Τοτό στιν τό ργον το Θεο, να πιστεύσητε ες ν πέστειλεν κενος» (Ιωάν. 6, 28-29).

Να λοιπόν κατά τον Κύριο το πρώτο έργο του ανθρώπου: να πιστεύει στον Χριστό, αλλά με τον τρόπο που ο Κύριος εξηγεί την πίστη αυτή˙ ως τήρηση των αγίων Του εντολών, κυρίως δε την τήρηση της αγάπης που δίδαξε και έζησε – αυτό που και ο απόστολος Παύλος (και οι άλλοι απόστολοι βεβαίως) σημείωνε: «πίστις δι’ γάπης νεργουμένη»(Γαλ. 5, 6). Έτσι εργασία Θεού είναι ο άνθρωπος να αποδύεται στον αγώνα της αγάπης του προς τον Θεό και της αγάπης του προς τον συνάνθρωπό του - εργασία που συνιστά, λέει ο ίδιος ο Κύριος, και την αληθινή τροφή του. Κι ο  Κύριος βεβαίως, προκειμένου να καταστήσει σαφή την αλήθεια αυτή και την προτεραιότητα που έχει στη ζωή του ανθρώπου, την τόνιζε και με πολλούς άλλους τρόπους. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνουν επίσης τα λόγια Του «ζητετε πρτον τήν βασιλείαν το Θεο καί τήν δικαιοσύνην Ατο καί τατα πάντα (όσα σχετίζονται με την καθημερινότητα του ανθρώπου και τις ανάγκες του) προστεθήσεται μν;» (Ματθ. 6, 33). Ή τις συγκλονιστικές και παράδοξες θεωρούμενες το λιγότερο προτροπές Του « φιλν πατέρα μητέρα γυνακα τέκνα γρούς, τι δέ καί τήν αυτο ψυχήν, π έ ρ    μ έ, οκ στι μου ξιος;» (πρβλ. Ματθ. 10,3).

Πρόκειται ασφαλώς για την κύρια εντολή που ο Θεός έδωσε απαρχής στον άνθρωπο, δηλαδή «να αγαπήσει Κύριο τον Θεό του με όλη την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια, τη δύναμή του, και τον πλησίον του σαν τον εαυτόν του» (βλ. Μάρκ. 12, 29-31), εντολή που στηρίζεται στην κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργήθηκε με την προοπτική να "επαναλαμβάνει" τον Θεό (όσιος Σωφρόνιος), γι’ αυτό και η ζωή του Θεού πρέπει  να γίνεται ζωή και του ανθρώπου – ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού για τον Ίδιο αποτελεί και την προοπτική του ξεχωριστού αυτού πλάσματός Του. Μπορεί ο άνθρωπος να έχασε την προοπτική, λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία, αλλά ο ερχομός του Χριστού που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση έδωσε και πάλι στον άνθρωπο τη μεγαλειώδη αυτή δυνατότητα μέσα στο πλαίσιο της ζωής αυτής – κάτι που βιώνεται πια χαρισματικά στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Όταν για παράδειγμα ο Ίδιος πάλι ο Κύριος αποκαλύπτει ότι ο πιστός άνθρωπος είναι «κλήμα στο αμπέλι που είναι ο Ίδιος» (Ιωάν. 15, 5): «γώ εμι μπελος καί μες τά κλήματα»), όταν ο απόστολος Παύλος διερμηνεύοντας την αλήθεια αυτή τονίζει ότι ο πιστός είναι μέλος Χριστού, αφότου μάλιστα βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Εκκλησία, και μάλιστα ότι με το βάπτισμα αυτό «ντύθηκε τον Χριστό» (βλ. Γαλ. 3, 27) και στην ψυχή και στο σώμα του, τι άλλο μας λέει ο λόγος του Θεού ει μη ότι ο πιστός χάριτι Θεού έγινε κι αυτός ένας Χριστός, συνεπώς η ζωή του αποτελεί προέκταση Εκείνου;

Γιατί όλα αυτά; Μα για να φανερωθεί τι σημαίνει το θεωρούμενο «απλούστατο» του λόγου του Γεροντικού για τον αββά Απολλώ, ότι ανταποκρινόταν αμέσως σε οποιονδήποτε του ζητούσε κάτι, με την εξήγηση που έδινε: σήμερα θα εργαστώ με τον Χριστό υπέρ της ψυχής μου – αυτός είναι ο μισθός μου. Οπότε έτσι αποκαλύπτεται σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του, όπως είπαμε, το μεγαλείο της ψυχής του οσίου: βρισκόταν διαρκώς στην «ένταση» του πνευματικού αγώνα να πορεύεται αδιάκοπα πάνω στις εντολές του Κυρίου, «βιάζοντας» το φυσικό – παρά φύσιν στην πραγματικότητα – θέλημά του. Γιατί στην πραγματικότητα μετά την πτώση του ανθρώπου ο άνθρωπος ρέπει από τη νεότητά του «πιμελς πί τά πονηρά». Και πρέπει, κι εδώ είναι η χάρη του βαπτίσματος που του δίνει τη δύναμη, να στρέψει το θέλημά του αυτό σε εκ διαμέτρου αντίθετη εντελώς κατεύθυνση.

Να το πούμε όπως το λέει ο μεγάλος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος σε μία από τις τελευταίες ομιλίες του: «Μέ τήν πτώση το δάμ χάσαμε τήν ληθινή δέα τς Βασιλείας τς γάπης το Πατρός. Στήν ντολή το Χριστο, στή διδασκαλία τν Πατέρων καί τν μεγάλων σκητν, βρίσκουμε κφράσεις πού εναι ντίθετες πρός τίς φυσικές μας κινήσεις – φυσικές στήν κατάσταση τς πτώσεώς μας. ,τι μς χει δοθε ς ντολή ρχεται σέ ντίθεση πρός τά πάθη πού ποτελον συνέπεια τς πτώσεως». Για να συνεχίσει παρακάτω: «ν δέν φθάσουμε στό νά γαπ νας τόν λλον, ζωή μας θά καταστραφε καί δέν θά λάβουμε κανένα φελος πό τόν μοναχισμό, πό τόν ληθινό μοναχισμό… ν δέν φομοιώσουμε ατή τή διάθεση νά διακονομε τούς λλους, λα θά εναι χρηστα… διακονία τν λλων χει μια σωτηριώδη δύναμη, πιό μεγάλη πό τή θεωρητική θεολογία» (Οκοδομώντας τόν Ναό το Θεο», τόμ. Β΄, σελ. 15-16).

Και βεβαίως τα λόγια αυτά του οσίου Σωφρονίου βρίσκονταν σε ακριβή αντιστοιχία με τα λόγια του άλλου μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος Πορφυρίου (για τον οποίο ο ίδιος ο Γέρων Σωφρόνιος έλεγε ότι δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν κατανοήσει πόσο μεγάλος όσιος είναι, τόσο που πουθενά στον κόσμο δεν βρίσκεται παρόμοιός του). Τι έλεγε ο άγιος Πορφύριος; Την πεμπτουσία ακριβώς του Ευαγγελίου: ότι όλους τους ανθρώπους πρέπει ο χριστιανός να τους βλέπει ως εικόνες Θεού και ως Χριστούς. Και να είναι έτοιμος και τη ζωή του να δώσει για χάρη τους. Γιατί; Διότι αν δεν αγαπά κανείς τον άνθρωπο που τον βλέπει πώς θα αγαπήσει τον Θεό που δεν Τον βλέπει; - ό,τι τόνιζε ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής (Α΄ Ιωάν. 4, 20).

Κατανυσσόμαστε μπροστά στον άγιο Απολλώ. Απλός αββάς του Γεροντικού, χωρίς μεγάλες «περγαμηνές», μα τόσο βαθύς, τόσο άγιος, τόσο μεγαλοπρεπής. Διότι πίστεψε στο αληθινό έργο του ανθρώπου, όπως το καθόρισε καθώς είπαμε ο Χριστός: την κάθε στιγμή του να την ζει με τρόπο που να διακρατεί την παρουσία του Θεού – μία διαρκή θεοκοινωνία! Πώς; «Βλέποντας» τον άλλον με τα πνευματικά μάτια που δίνει η αληθινή πίστη και η χάρη του Θεού: ως τον ίδιο τον Κύριο (Ματθ. 25, 40). Όντως, ποιος μεγαλύτερος μισθός από αυτόν υπάρχει; Να υπηρετείς τον Χριστό, άρα να υπηρετείσαι από Εκείνον, κατά την υπόσχεσή Του (Λουκ. 12, 37).  

ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ