Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Σχολικός ἐκφοβισμός

 Εβδομάδα κατά του σχολικού εκφοβισμού, 3-6 Μαρτίου
Βλέπουμε ξανά μια ταινία μικρού μήκους της Pixar 
που βάζει τα πράγματα στη θέση τους…
,
Για τον σχολικό εκφοβισμό μπορούν να γραφτούν πολλά. Είναι ένα σοβαρό θέμα που γίνονται ευτυχώς σημαντικές προσπάθειες ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και κυρίως αντιμετώπισής του. Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς τα τελευταία χρόνια συνεργάζονται στενά για να ελαττωθούν κι αισίως να εκλείψουν τα επεισόδια σχολικής βίας. Γίνονται επιστημονικές ημερίδες. Οργανώνονται καμπάνιες στα μέσα ενημέρωσης. Κυκλοφορούν πολλά παιδικά βιβλία που θίγουν και αξιοποιούν κατάλληλα και με δημιουργικό τρόπο το «πρόβλημα». Ειδικοί ψυχολόγοι, δημοσιογράφοι και συγγραφείς επισκέπτονται τα σχολεία, συζητούν με τους μαθητές και ο σχολικός εκφοβισμός παύει να είναι ένα θέμα ταμπού. Πλέον το σημαντικό στις νέες προσεγγίσεις είναι το ότι υπάρχει ενδιαφέρον και η αντιμετώπιση αφορά και στις δύο πλευρές. Και στο θύμα για την ψυχολογική του στήριξη, την αποθεραπεία του συμβάντος, την προσφορά τρόπων κι εφοδίων αντιμετώπισης και κυρίως πρόληψης τέτοιων κρουσμάτων. Αλλά και στο θύτη, όχι μόνο τιμωρητικά και αποδίδοντας ευθύνες και συνέπειες αλλά και ολιστικά, προσπαθώντας να «θεραπευτεί» και ο ίδιος από αυτή την αρνητική συμπεριφορά που δημιουργεί ψυχικό φορτίο στον εαυτό του και άσχημες ψυχικές επιπτώσεις στους άλλους.
Το σχολείο πρέπει να λειτουργεί προληπτικά. Να δημιουργεί χώρους και περιβάλλον ασφάλειας, όπου όλοι να μπορούν να έχουν δικαίωμα στη δημιουργία, την έκφραση και την κοινωνικότητα. Να νιώθουν όλα τα παιδιά ότι αγκαλιάζονται το ίδιο. Τα λάθη να οδηγούν σε συνέπειες αλλά όχι σε αποκλεισμό και περιθωριοποίηση.

Τα παιδιά μπορούν να συγχωρέσουν, μπορούν να δείξουν κατανόηση, μπορούν να διδαχθούν από ένα λάθος ή μια απρεπή συμπεριφορά – μπορούν και πρέπει να νικήσει η συνεργασία, η ομαδικότητα, η φιλία. Το σχολείο πρέπει να είναι ένας χώρος μάθησης, συνεργασίας, φιλίας, αποδοχής, σεβασμού και αγάπης – απ’ όλους προς όλους.
Με αφορμή τη σημερινή μέρα, επειδή η δύναμη της εικόνας χωράει πολλά μηνύματα και πολλές λέξεις με αποτέλεσμα που διαρκεί για καιρό και εντυπώνεται πιο εύκολα στη μνήμη, δημιουργώντας συγκινήσεις και αναμοχλεύοντας δυνατά συναισθήματα… δείτε μαζί με τα παιδιά το παρακάτω βιντεάκι. Μια ταινία μικρού μήκους της Pixar, το “Lou”, που με εύγλωττο και ευσύνοπτο τρόπο, χωρίς καν λόγια, λέει τα πράγματα με το όνομά τους και βάζει τα πάντα στη θέση τους – ή για την ακρίβεια τα επιστρέφει όλα εκεί που πρέπει ή εκεί που ανήκουν. Σε ένα παιχνίδι “lost and found” το μήνυμα που μένει είναι ότι όλοι όταν χαθούμε θέλουμε να μας ξαναβρούν ή όταν χάνουμε ή μας στερούν κάτι θέλουμε να το ξαναβρούμε!
Μια ιστορία για μικρά και μεγάλα τέρατα, για το τέρας που κρύβεται μέσα μας, για τις αιτίες που γεννάνε μέσα μας αυτά τα τέρατα και για το πώς να βρούμε το θάρρος και τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε το τέρας που βρίσκεται μέσα μας αλλά και το τέρας που βρίσκεται μέσα στους άλλους – όσο δύσκολο κι αν είναι, μπορεί να γίνει – και πρέπει να είμαστε δίπλα στα παιδιά, ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί, για να τους πείσουμε ότι μπορούν να το κάνουν γιατί σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι μόνα τους!
ΠΗΓΗ: https://childit.grΜπορείτε να το παρακολουθήσετε εδώ:

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας


Η Κυριακή της Ορθοδοξίας

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Γιορτάζουμε σήμερα, όπως κάθε χρόνο στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, την Πανήγυρη και τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Και πρέπει, κάθε χρόνο, να θυμόμαστε τι σημαίνει αυτή η ημέρα, όχι μοναχά ως ένα γεγονός ιστορικό, αλλά επίσης και για την προσωπική μας ζωή. Πρώτα απ’ όλα να θυμηθούμε ότι ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας δεν σημαίνει τον θρίαμβό της στους άλλους ανθρώπους. Αποτελεί τον θρίαμβο της Θείας Αλήθειας στις καρδιές εκείνων που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που διακηρύττουν την αποκεκαλυμμένη από τον Θεό αλήθεια, στην ακεραιότητα και στην ευθύτητά της.
Πρέπει σήμερα να ευχαριστήσουμε τον Θεό ολόψυχα που μας αποκάλυψε τον εαυτό Του, που εξοβέλισε το σκοτάδι από τον νού και την καρδιά εκατοντάδων ανθρώπων, που Αυτός που είναι η Αλήθεια μοιράστηκε με εμάς την γνώση της τέλειας Θεϊκής Αλήθειας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι δεν πρόκειται εδώ για εικόνες από ξύλο και χρώμα, αλλά για τον Θεό που φανερώνεται στον κόσμο. Ο καθένας μας, δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού. Είμαστε όλοι ζωντανές εικόνες του Θεού και αυτό το γεγονός αποτελεί για μας μία τεράστια ευθύνη, γιατί μία εικόνα ίσως να μοιάσει με παρωδία και να γίνει μέσο βλασφημίας του Θεού. Πρέπει να σκεφτούμε και να αναρωτηθούμε: αξίζουμε, είμαστε ικανοί να καλούμαστε εικόνα του Θεού ; Ένας συγγραφέας της Δύσης είπε, ότι οι άνθρωποι που συναντούν ένα Χριστιανό, θα έπρεπε να τον βλέπουν όπως ένα όραμα, σαν μία αποκάλυψη που ποτέ πριν δεν είχαν, ότι η διαφορά ανάμεσα σε ένα Χριστιανό και σε έναν μη Χριστιανό, είναι το ίδιο σπουδαία, ριζοσπαστική και εντυπωσιακή, όσο διαφέρει ένα άγαλμα από έναν ζωντανό άνθρωπο. Ένα άγαλμα ίσως να είναι όμορφο, αλλά είναι φτιαγμένο από πέτρα ή από ξύλο και είναι άψυχο. Ένας άνθρωπος, ίσως με την πρώτη εντύπωση να μην φανερώνει ότι ζει μία τέτοια ομορφιά, αλλά όσοι τον συναντούν, θα πρέπει να μπορούν να διακρίνουν σ’ εκείνον τη λάμψη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, να αναγνωρίζουν τον ίδιο τον Θεό που αποκαλύπτει τον εαυτό Του, μέσα από την ταπεινή μορφή μιάς ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτοί που προσκυνούν ευλαβικά μια εικόνα, μια εικόνα ιερή και ευλογημένη από την Εκκλησία.
Όσο δεν είμαστε για τους γύρω μας μια τέτοια εικόνα, έχουμε αποτύχει στην αποστολή μας, δεν διακηρύττουμε με την ζωή μας, τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, δίνουμε ψευδή μαρτυρία για όσα κηρύττουμε. Και για τούτο, ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί συνολικά φέρουμε την ευθύνη, επειδή ο κόσμος που συναντά χιλιάδες χριστιανών, δεν μεταστρέφεται από το όραμα της παρουσίας του Θεού, ανάμεσά τους, που με τα χοικά, αλλά δοξασμένα, άγια σώματά τους μεταμορφώνουν τον κόσμο.
Ο,τι είναι απλά αληθινό για μας, είναι αληθινό για τις εκκλησίες μας. Ο Χριστός ονόμασε τις εκκλησίες μας οικογένεια, μια κοινότητα Χριστιανών που θα γίνει ένα ανθρώπινο σώμα, όπου οι άνθρωποι είναι ενωμένοι μέσα από την ολοκληρωτική αγάπη, την αυτοθυσία, που είναι η ίδια η αγάπη του Θεού προς εμάς. Η Εκκλησία κλήθηκε και καλείται ακόμα να αποτελέσει ένα σώμα ανθρώπων που το χαρακτηρίζει η σαρκωμένη αγάπη του Θεού. Αλίμονο, αυτό που συναντούμε σε όλες τις εκκλησίες μας, δεν είναι το θαύμα της Θείας Αγάπης.
Από την αρχή, αλίμονο, η Εκκλησία οικοδομήθηκε με αυστηρό και επίσημο τρόπο, σύμφωνα με την ιεραρχία του Κράτους. Σε αυτό το σημείο, αποτύχαμε στο να μοιάσουμε στ’ αλήθεια στην πρώτη κοινότητα των Χριστιανών. Ο Τερτιλλιανός στα κείμενά του υπέρ των Χριστιανών, λέει στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα: « Όταν οι άνθρωποι μας συναντούν, στέκονται και λένε: Πόσο αγαπιούνται αυτοί οι άνθρωποι!» Δεν αποτελούμε στο σύνολο ένα σώμα ανθρώπων, για το οποίο κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει έτσι. Και πρέπει να μάθουμε αυτό που θέλει ο Θεός από εμάς, αυτό που ήταν μια φορά η Εκκλησία: να ξαναφτιάξουμε τις κοινότητες, τις εκκλησίες, τις ενορίες, τις επισκοπές, τα πατριαρχεία, ολόκληρη την Εκκλησία, έτσι που ολόκληρη η ζωή, η πραγματικότητα της ζωής θα είναι η πραγματικότητα της αγάπης. Αλίμονο, ακόμα δεν το έχουμε μάθει αυτό.
Και έτσι, όταν εορτάζουμε την γιορτή του θριάμβου της Ορθοδοξίας, ας θυμόμαστε το ότι ο Θεός είναι ο νικητής, το ότι εμείς διακηρύττουμε την αλήθεια, την αλήθεια του Θεού, ενσαρκωμένη και αποκεκαλυμμένη από τον ίδιο, και το ότι είναι μία τεράστια ευθύνη για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά το ότι δεν πρέπει να δίνουμε ψευδή μαρτυρία για όσα κηρύττουμε, με τον τρόπο της ζωής μας. Ένας δυτικός θεολόγος είχε πεί ότι πιθανόν να κηρύττουμε όλη την αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως, και ταυτόχρονα να την ακυρώνουμε, να την διαψεύδουμε με την ζωή μας, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για λόγια, και όχι για πραγματικότητα. Πρέπει να μετανοήσουμε γι’ αυτήν την κατάσταση και να αλλάξουμε. Πρέπει να γίνουμε τέτοιοι που οι άνθρωποι που μας συναντούν, θα βλέπουν σε μας την αλήθεια, το φως του Θεού, την αγάπη Του για τον καθένα χώρια και για όλους μαζί. Όσο δεν το κάνουμε, όσο δεν μετανοούμε, δεν μετέχουμε στον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ο Θεός θριάμβευσε, όμως έβαλε εμάς υπεύθυνους για να θριαμβεύσει η ζωή μέσα από τη δική Του δόξα για το καλό όλου του κόσμου.
Γι’ αυτό, ας μάθουμε να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, που είναι η Αλήθεια και η Ζωή, όχι μόνο προσωπικά, αλλά συνολικά και να οικοδομήσουμε κοινωνίες Χριστιανών που αποκαλύπτουν τον Θεό στον κόσμο, έτσι που ο κόσμος βλέποντάς μας, να πεί: « Ας αναμορφώσουμε τους θεσμούς, τις σχέσεις μας, ας ανανεώσουμε ο,τι έχει γεράσει και παραμένει παλιό και ας γίνουμε μια νέα κοινωνία, όπου ο Νόμος του Θεού, η Ζωή του Θεού να μπορεί να θριαμβεύσει και να ευημερήσει.» Αμήν.
Πηγή: www.agiazoni.gr

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Η Ελληνική εκκλησιαστική μουσική.


Οι απαρχές της διαμόρφωσής της
 ως ανεξάρτητου καλλιτεχνικού είδους



Η καταγωγή της πρώτης χριστιανικής μουσικής. Η σύνθεση Εβραϊκής και αρχαίας Ελληνικής μουσικής
Μετά τα δύο προηγούμενα σημειώματά μας, σχετικά με τα δύο  πολιτιστικά περιβάλλοντα –το Εβραϊκό και το αρχαίο Ελληνικό- που επηρέασαν  τη διαμόρφωση της πρώτης Εκκλησιαστικής μουσικής, ολοκληρώνουμε την τριλογία αυτή με το αποτέλεσμα της συνθέσεως. Όπως θα γίνει φανερό, το ποσοστό επιρροής δεν είναι ίσο, καθώς η μουσική παράδοση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού επηρέασαν καταλυτικά τη μουσική, όπως άλλωστε και όλους ρους τομείς της ζωής της νεοσύστατης Εκκλησίας, σε σημείο που ο όρος «Ελληνική Εκκλησιαστική Μουσική», αν και αφορά το σύνολο της Εκκλησίας, περά από σύνορα και επιμέρους παραδόσεις, να είναι απολύτως τεκμηριωμένος.

Με δεδομένο ότι οι πρώτοι Χριστιανοί προέρχονταν από τον λαό των Εβραίων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η πρώτη μουσική που έψελναν είχε επηρεαστεί από την μουσική της Παλαιάς Διαθήκης,  η οποία ακουγόταν στις Συναγωγές και ιδιαίτερα στον ναό του Σολομώντος. Όπως είναι γνωστό, οι Εβραίοι είχαν ως βάση της μουσικής τους τούς ψαλμούς του Δαυίδ, αλλά και άλλο ποιητικό και μουσικό υλικό από την Παλαιά Διαθήκη.  Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή ήταν η πρώτη ύλη των πρώτων ασμάτων των Χριστιανών στις ιδιαίτερες συναντήσεις τους. Αναμφίβολο είναι επίσης πως, ιδιαίτερα για τους Εβραίους που ζούσαν εκτός της Παλαιστίνης, η επίδραση της αρχαίας Ελληνικής μουσικής ήταν καταλυτική, ως αποτέλεσμα της ευρύτερης επιρροής του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού που είχε φτάσει στα μέρη εκείνα μέσω της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι Εβραίοι της διασποράς στις συναγωγές τους μεταχειρίζονταν την Ελληνική, διότι είχαν λησμονήσει την μητρική τους γλώσσα. Γίνεται έτσι εμφανές πώς αρχαία Ελληνική μουσική και Εβραϊκή μουσική παράδοση είναι τα δύο μεγάλα μουσικά ρεύματα που διαμόρφωσαν την πρώτη εκκλησιαστική μας μουσική. Ο χριστιανικός μάλιστα ύμνος της Οξυρρύγχου αποδεικνύει πως οι πρώτοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν και την αρχαία Ελληνική μουσική σημειογραφία.
Η εκκλησιαστική μουσική στη θεία λατρεία κατά τους αποστολικούς χρόνους
Πρώτος δημιουργός και θεμελιωτής της εκκλησιαστικής μουσικής πρέπει να θεωρείται ο ίδιος ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ως άνθρωπος με εβραϊκή καταγωγή, οπωσδήποτε θα έψελνε κάθε φορά που πήγαινε στην συναγωγή. Αυτό αποδεικνύεται και από την διήγηση του μυστικού δείπνου όπως περιγράφεται στα ευαγγέλια:
«Και υμνήσαντες εξήλθον εις το Όρος των Ελαιών» (Μτθ. 26,30)
Αυτή η φράση σημαίνει πώς η μουσική υπήρξε συνηθισμένη απασχόληση του Χριστού και των 12 Μαθητών του. Είναι βέβαιο πως η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε και μετά την Ανάληψη του Κυρίου εις τους ουρανούς. Άλλωστε, η μουσική αποτελούσε χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως της λατρείας όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων της εποχής. Δεν μπορούσε άλλωστε να είναι και διαφορετικά: Κατά την περίοδο των χρόνων της Καινής Διαθήκης ήταν δεδομένο πως η μουσική, είτε με τη μελωδία, είτε με τον ρυθμό, συγκινούσε την καρδιά του ανθρώπου και συνέβαλλε στην ενεργοποίηση της ευλάβειας, της κατάνυξης και της προσοχής κατά την διάρκεια της θρησκευτικής λατρείας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει:
«Αν εκπαιδεύουμε τη γλώσσα να ψάλλει, η ψυχή νιώθεις η στολή και ενισχύεται στο να επιλέγει αυτά που την ωφελούν».

Ο Απόστολος Παύλος, στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του, κάνει σαφείς αναφορές στη μουσική: Στον 7ο  στίχο χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον ήχο των μουσικών οργάνων για να υπογραμμίσει την ανάγκη να αποκτήσει η γλωσσολαλία, τάξη ανάλογη με εκείνη των μουσικών ήχων. Στον 15ο  στίχο επισημαίνει την ανάγκη, η ψαλτική να αφορά και τον νουν και την καρδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μουσική σε χριστιανικό περιβάλλον θα πρέπει να είναι μόνον μία εσωτερική υπόθεση, ούτε βέβαια ότι οι πρώτες χριστιανικές συνάξεις ήταν βουβές. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις, ομιλεί για τους Αποστόλους, οι οποίοι παρευρίσκοντο στο Ιερό «υμνούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (24,53). Σε άλλο σημείο, ο Απόστολος Παύλος ψάλλει μαζί με τον Σίλα τα μεσάνυχτα, όντες έγκλειστοι στους Φιλίππους (Πρ. 16,25). Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει:
«Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (Ιακ. 5,13).
 Οι αποστολικές διατάξεις καθορίζουν ψαλμωδίες κατά τις συνάξεις αλλά και κατά την διάρκεια του ενταφιασμού. Επιτάφιοι ύμνοι εψάλησαν στην κοίμηση της Θεοτόκου και στον ενταφιασμό του Στέφανου (Πρ. 8,2).
Οι πρώτες μορφές του εκκλησιαστικού άσματος είναι οι ψαλμοί, οι ύμνοι και οι πνευματικές ωδές, οι οποίες μάλλον δεν διασώθηκαν και χάθηκαν κατά την περίοδο των Διωγμών. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι στους διωγμούς του Διοκλητιανού, του Δεκίου και του Ιουλιανού, πολλά εκκλησιαστικά βιβλία χάθηκαν. Οι ειδωλολάτρες κατά τους διωγμούς έκαιγαν τα βιβλία των Χριστιανών όπως και οι Αρειανοί. Γνωρίζουμε ότι οι πνευματικές ωδές αναφέρονταν στην έλευση του Μεσσία, την Αγία Τριάδα, τον Κύριο, την Θεοτόκο κλπ. Γνωρίζουμε επίσης ότι είσαι μεγάλη χρήση βρισκόταν το ψαλτήρι το οποίον ο Μέγας Βασίλειος θεωρούσε ως την φωνή της Εκκλησίας.
Η μορφή της πρώτης χριστιανικής μελωδίας
Εξαιτίας των δοκιμασιών της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας και αργότερα των Διωγμών, ούτε η μουσική, ούτε η υμνολογία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα. Οι Χριστιανοί υφίσταντο μεγάλες δοκιμασίες και η λατρεία γινότανε τις περισσότερες φορές εν κρυπτώ. Είναι βέβαιο πώς εκείνη την εποχή, οι ύμνοι θα ήταν λίγοι αλλά και η μουσική θα ήτανε απλή και ανεπιτήδευτη. Οι Πατέρες μας πληροφορούν πως οι ύμνοι κατά την εποχή αυτή εκτελούντο με ταπεινή φωνή και εσωτερική κατάνυξη. Η μουσική δεν επεδίωκε να εντυπωσιάσει, η δε μελωδία θα ήταν απλή και θα μπορούσε να απομνημονευτεί με ευκολία από τους πιστούς. Πρέπει να υποθέσουμε με βεβαιότητα πώς την περίοδο αυτή είναι πολύ συνηθισμένη η μελισματικές αναγνώσεις, δηλαδή η απόδοση ενός κειμένου στηριγμένο σε λιτή μελωδική γραμμή με φθόγγους μεγάλης διάρκειας. Η μελισματική ανάγνωση αποτελεί, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, εικόνα και τύπο της ευταξίας των λογισμών και σύμβολο μιας απερίσπαστης διάνοιας. Ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Εφεσίους επιστολή του αναφέρει ότι όλοι ψάλλουν μαζί χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος ώστε να ενισχύεται η συμφωνία και η ομόνοια του πληρώματος της Εκκλησίας που, ως μία φωνή, απευθύνεται στον Πατέρα δια του Ιησού Χριστού. Φαίνεται λοιπόν από την φράση αυτή πως ήδη από την εποχή του Αγίου Ιγνατίου, είχαμε δύο χορούς, δεξιό και αριστερό, οι οποίοι έψαλλαν κατά αντιφωνία.
Από άλλες ιστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως τον συντονισμό των χορών ανελάμβαναν κάποια πρόσωπα με ιδιαίτερη εξοικείωση με τη μουσική. Αυτούς ακολουθούσε ο χορός των πιστών, είτε ακολουθώντας χαμηλόφωνα την μελωδία είτε ψέλνοντας τα ακροστίχια. Πάντως, είναι σαφής η προσπάθεια της Χριστιανικής κοινότητας να αποφύγει την κοσμική μουσική και να διαφυλάξει τη μουσική της από το να συγχέεται με αρμονίες που θύμιζαν χώρους κοσμικής διασκέδασης.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Φασολάδα ,


Χυλωμένη φασολάδα
,
Υλικά Συνταγής
500 γραμ. μέτρια ξερά φασόλια
3 καρότα κομμένα σε μικρά καρέ
2 ξερά κρεμμύδια ψιλοκομμένα
2 κλωνάρια σέλερι (με τα πράσινα φύλλα τους ψιλοκομμένα)
λίγο πράσο ψιλοκομμένο (προαιρετικά)
2 κ.σ. πελτέ ντομάτας
λίγο ψιλοκομμένο σέλινο
1 κ.γλ. μπούκοβο (προαιρετικά)
3/4 φλ. ελαιόλαδο
αλάτι
φρεσκοτριμμένο πιπέρι
Εκτέλεση
Χυλωμένη φασολάδα με πυκνό ζωμό, πλούσια σε γεύση και πάρα πολύ νόστιμη!
Δεν χρειάζεται να μουλιάσουμε από πριν τα φασόλια. Τα βάζουμε σε κατσαρόλα με μπόλικο κρύο νερό να τα σκεπάζει, και αφήνουμε να βράσουν για 35-40 λεπτά, ίσα να μισομαλακώσουν. Τα στραγγίζουμε σε σουρωτήρι.
Για να γίνει τέλεια η φασολάδα και να μην διαλύονται τα όσπρια, αλλά να χυλώσουν χωρίς όμως να λιώσουν, τα βράζουμε σε μέτρια φωτιά.
Ψιλοκόβουμε τα λαχανικά. Βάζουμε 2-3 κ.σ. ελαιόλαδο (από το συνολικό), σε βαθιά κατσαρόλα και προσθέτουμε τα κρεμμύδια, τα καρότα το πράσσο και το σέλερι. Τα ανακατεύουμε καλά, να λαδωθούν. Τα αφήνουμε για 2-3 λεπτά σε μέτρια φωτιά. Προσθέτουμε τον πελτέ και τον τρίβουμε στη βάση της κατσαρόλας.
Ο ντοματοπελτές έτσι (σοταρισμένος), βγάζει όλα τα αρώματά του και δίνει απίστευτη γεύση και νοστιμιά.
Ρίχνουμε τα μισοβρασμένα φασόλια και συμπληρώνουμε βραστό νερό να καλύπτει τα υλικά και να εξέχει 4-5 εκατοστά από την επιφάνειά τους. Σκεπάζουμε την κατσαρόλα και σιγοβράζουμε τη φασολάδα για 30-35 λεπτά. Προσθέτουμε λίγο ψιλοκομμένο σέλινο, αλατοπιπερώνουμε κι αν θέλουμε προσθέτουμε το μπούκοβο.
Για να χυλώσει η φασολάδα ρίχνουμε το ελαιόλαδο στο τέλος του βρασμού.
Τέλος προσθέτουμε το υπόλοιπο ελαιόλαδο, αφενός γιατί είναι πιο υγιεινό (το ελαιόλαδο κρατάει όλα του τα αρώματα και τα θρεπτικά συστατικά) και πιο γευστικό, αφετέρου γιατί αυτός είναι ένας τρόπος να χυλώσουν τα όσπρια. Αφήνουμε τη φασολάδα να βράσει για ακόμα λίγα λεπτά, μέχρι να χυλώσουν καλά τα φασόλια και το ζουμί τους να μοιάζει με πυκνή σάλτσα.
Σερβίρουμε τη φασολάδα αχνιστή, με ελιές και ταραμοσαλάτα.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΠΑΤΜΟΣ - Μ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

 ΠΑΤΜΟΣ Μ  ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Ταινία έγχρωμη, διαρκείας 10΄. Γυρίστηκε στην Πάτμο το 1972 από τον ζωγράφο Γιώργο Μανουσάκη. Η ταινία αυτή περιγράφει τον κύκλο των εορτών της Μεγάλης Εβδομάδας στην Πάτμο. Η Μεγάλη Εβδομάδα στην Πάτμο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ιδιοτυπίας της, που οφείλεται στην απ’ ευθείας εξάρτηση της Μονής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Χαρακτηριστική είναι η τελετή του Νιπτήρος που γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη και συμβολίζει το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών του Χριστού από τον ίδιο τον Χριστό.
Περισσότερες πληροφορίες για τον ζωγράφο Γιώργο Μανουσάκη στο Blog: www.manousakispainter.blogspot.gr

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Ο Κατανυκτικός Εσπερινός......

 ..... και η κατάνυξη της καρδιάς

Πύλη και εναρκτήρια ακολουθία για την είσοδό μας στο στάδιο των αρετών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί ο Εσπερινός της Κυριακής της Τυροφάγου, ο επονομαζόμενος και ως Α’ Κατανυκτικός Εσπερινός. Όλοι οι Εσπερινοί των Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ονομάζονται Κατανυκτικοί, διότι κατά τη διάρκειά τους ψάλλονται κατανυκτικά τροπάρια από το Τριώδιο, που το περιεχόμενο τους διαποτίζεται από τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας, του πένθους, της συντριβής, της μετάνοιας και της θερμής ικεσίας για άφεση αμαρτιών.
Από όλους αυτούς τους κυριακάτικους, σαρακοστιανούς Εσπερινούς μόνο ο σημερινός λέγεται «Εσπερινός της Συγνώμης». Η ονομασία αυτή αποδόθηκε, διότι στο τέλος της ακολουθίας ο λαός ασπάζεται το Ευαγγέλιο ζητώντας από τον ιερέα συγνώμη και στη συνέχεια και μεταξύ τους, ώστε συγχωρημένοι να αρχίσουν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αυτή η ευλαβής συνήθεια διατηρείται σε πολλές μητροπόλεις και κατά τόπους ναούς.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Εσπερινών αυτών είναι ότι μετά την Είσοδο και το «Εσπέρας Προκείμενον», αλλάζει ο διάκοσμος της Αγίας Τραπέζης και η στολή του Ιερέως, από χαρμόσυνη λόγω της Κυριακής, γίνεται πένθιμη λόγω της Σαρακοστής. Στο τέλος του Εσπερινού ψάλλονται τα τροπάρια «Θεοτόκε Παρθένε», «Βάπτισμα του Χριστού» και ακολουθεί η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου», όπου κλήρος και λαός σχηματίζουν τρεις μεγάλες και δώδεκα μικρές μετάνοιες. Τέλος, επαναλαμβάνεται η φράση της ευχής «Ναι Κύριε, Βασιλεύ», κάνοντας και τέταρτη μεγάλη μετάνοια.
Σκοπός του Εσπερινού αυτού είναι να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλο, ώστε όλοι μαζί και σε πνεύμα εν Χριστή κοινωνίας να εισέλθουμε στους πνευματικούς αγώνες της Μεγάλης Σαρακοστής. Ο ίδιος ο Κύριος είπε, όπως βλέπουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, «εάν συγχωρήσετε στους ανθρώπους, ότι κακό έχουν κάνει, θα συγχωρήσει κι εσάς ο Πατέρας σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους, τότε ούτε και ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα παραπτώματά σας» (Μτθ. 6,14). Όμως, πριν από αυτό είχε διδάξει ήδη την Κυριακή Προσευχή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» (Μτθ. 6,9), στην οποία όλα τα αιτήματα προς τον Θεό δεν έχουν προϋποθέσεις· λέμε να αγιάζεται το όνομά Του, να έλθει η βασιλεία Του, να γίνει το θέλημα Του. Από τα αιτήματα αυτά, μόνο το αίτημα «άφες ημίν τα οφειλήματα» που σημαίνει συγχώρησε ότι κακό έχουμε κάνει, το εξαρτά από το «ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέτες ημών» δηλαδή όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν βλάψει. Επομένως, όπως αναφέρει και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, το να συγχωρήσω κάποιον σημαίνει να βάλω ανάμεσα σε μένα και σε εκείνον την ακτινοβόλα συγχώρεση του ίδιου του Θεού.
Σύμφωνα με το Συναξάριο του Τριωδίου, η Κυριακή αυτή μας θυμίζει την «από του Παραδείσου της τρυφής εξορία του Πρωτόπλαστου Αδάμ». Η εξορία αυτή δεν αφορά μόνο τον Αδάμ και την Εύα, αλλά και όλους εμάς τους απογόνους τους, καθώς τις επιπτώσεις της κληρονομούμε όλοι μας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι πρωτόπλαστοι μετά την παρακοή δεν μετανοούν για την πράξη τους και δεν ζητούν συγχώρεση από τον Θεό. Όταν ο Θεός ρωτά τον Αδάμ «Μήπως έφαγες από το δέντρο που σου είχα απαγορεύσει να φας;», ο Αδάμ του λέει «Η γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα». Όταν ο Θεός ρωτά τη γυναίκα, δηλαδή την Εύα, «Γιατί το έκανες αυτό;» εκείνη του απαντά «Το φίδι με εξαπάτησε κι έφαγα» (Γεν. 3,11). Έτσι η αμαρτία τους απομάκρυνε από την ευλογημένη ζωή και έκλεισε πίσω τους την πόρτα του Παραδείσου. Η ύπαρξή τους στη γη γίνεται πλέον εξορία.

Η πολυώδυνη βιωτή στον μετά την πτώση μακρυσμένο από τον Θεό κόσμο φαίνεται απελπισμένη και αδιέξοδη. Όμως, θα έρθει ο Χριστός και θα ανοίξει πάλι την πόρτα του Παραδείσου σε όποιον Τον ακολουθεί. Έτσι, ολόκληρη η ζωή μας μεταβάλλεται από κυκλική πορεία στα κάτεργα της αμαρτίας σε μια προσκυνηματική πορεία προς την ουράνια πατρική γη, δηλαδή την επιστροφή στον Παράδεισο.
Επομένως, η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας βρίσκει στο ξεκίνημά της σαν τον Αδάμ, που όπως περιγράφουν τα τροπάρια του Εσπερινού είναι έξω από τον Παράδεισο και καθήμενος απέναντί του οδύρεται για το λάθος του. Όμως, μέσα από τη νηστεία, τη μετάνοια και τη συγχωρητικότητα, που διδάσκει και προτείνει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χορηγείται η δυνατότητα να επαναπροσανατολιστούμε προς τη Βασιλεία των Ουρανών.
Αν, λοιπόν, συγχωρέσουμε τον διπλανό μας, στην ουσία έχουμε καταφέρει να μας συγχωρέσει ο ίδιος ο Θεός· άλλωστε το αγαπημένο δημιούργημα Του δεν το άφησε ποτέ απροστάτευτο. Ακόμα και όταν ο Αδάμ κάνει λάθος και χάνει τον Παράδεισο, ο Θεός Πατέρας στέλνει τον δεύτερο Αδάμ, τον Χριστό, για να οδηγήσει τον άνθρωπο ξανά σε αυτόν. Όπως λέει και ένας σύγχρονος άγιος, η καλοσύνη του Θεού είναι τόσο μεγάλη που δεν θα μπορούσαμε να την καταγράψουμε ακόμα και αν χρησιμοποιούσαμε για μελάνι το νερό όλων των ωκεανών και το σύμπαν για χαρτί.
Ωστόσο, δεν επιβάλλει τίποτα στον άνθρωπο. Μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέγουμε εμείς από την αρχή της δημιουργίας μας. Μας εφοδιάζει με το αυτεξούσιο. Μας χορηγεί απόλυτη ελευθερία. Η επιλογή για το αν θα ξανά προσανατολιστούμε στην Βασιλεία των Ουρανών είναι δική μας. Μια στιγμή πραγματικής μετάνοιας αρκεί για να κερδίσουμε τη Βασιλεία. Μια στιγμή μετάνοιας ήταν αυτή που οδήγησε τον άσωτο υιό της παραβολής στον πατέρα του· μία στιγμή μετάνοιας ήταν αυτή που οδήγησε τον ληστή στον Παράδεισο, μία στιγμή ήταν αυτή που προσανατόλισε  την άλλοτε γυναίκα της αμαρτίας Οσία Μαρία την Αιγύπτια στην εν Χριστώ ζωή.
Στη δική μας ελεύθερη επιλογή μένει να έχουμε μια Τεσσαρακοστή γεμάτη πνευματικό αγώνα, χαρακτηριζόμενη από αισθήματα ταπείνωσης και συγχωρητικότητας. Μια Τεσσαρακοστή λουσμένη από δάκρια αυθεντικής μετάνοιας, δηλαδή μεταστροφής του νου μας από τα φθαρτά και γήινα, στα αθάνατα και επουράνια. Το ζήτημα είναι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η οποία ξεκινά με τον Κατανυκτικό Εσπερινό, να μας δωρίζει όντως κατά-νυξη. Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης αντιλαμβάνεται την κατάνυξη ως διαμπερές τρύπημα της καρδιάς του πιστού από την αγάπη του Θεού. Αυτή η ευγενική αλλοίωση της ανθρώπινης καρδιάς από τη θεία αγάπη αξίζει να γεμίσει και να «πληγώσει» την καρδιά μας, ώστε να αναρρώσει πλήρως στο τέλος της περιόδου που ανοίγεται με τον Εσπερινό της Συγνώμης, όταν λάμψει μέσα της το Αναστάσιμο φως.,

Η Αρτοκλασία


Η Αρτοκλασία και η κανονική της διάταξη: (Τελετουργικές παρατηρήσεις)*

                                              Του Εμμανουήλ Αθαν. Λουκάκη

«Η τέλεσις αρτοκλασίας εις το τέλος του όρθρου ή της θείας Λειτουργίας, ουδαμού αναφερομένη, είναι παντάπασι ξένη προς την τάξιν της Εκκλησίας. Δυστυχώς οι σημερινοί ποιμένες…ενδίδουν εις απαιτήσεις γυναικαρίων αείποτε μανθανόντων και μηδέποτε εις ευσέβειαν ελθείν δυναμένων».
Αρχιμ. Δοσίθεος
Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του Ηγιασμένου,
έκδ. Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης, Αθήνα 2006.
1. Περιπτώσεις
Σε ορισμένες Ενορίες, επικρατεί εσχάτως το φαινόμενο, να διακόπτεται η θεία Λειτουργία σε οποιοδήποτε σημείο της και να τελείται «μεγαλοπρεπώς» η ακολουθία της Αρτοκλασίας, ακόμη και σε μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πεντηκοστής, Υψώσεως του Τ. Σταυρού κ.λ.π.) ή Κυριακές και μάλιστα, πολλές φορές μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, στο Κοινωνικό ή και στο τέλος.
Αρκετές φορές, επίσης, ακούμε τον λειτουργό ιερέα μετά την εκφώνηση του «Μετά φόβου Θεού, πίστεως, και αγάπης…» να αναγγέλλει στους πιστούς ότι «θα κοινωνήσουν στο τέλος, αφού ευλογηθούν οι άρτοι» και τον βλέπουμε να αποσύρει ευθύς τα Άγια στην αγία τράπεζα.
Η πράξη αυτή βεβαίως έχει επισύρει δυσμενή σχόλια, όχι αδίκως, κυρίως από μητέρες με νήπια και γέροντες.
Συνέβη επίσης σε κάποια εορτή, λόγω καθυστερημένης προσέλευσης, να έχουμε δύο φορές ευλόγηση των άρτων: και στο τέλος του Όρθρου και στο τέλος της θείας Λειτουργίας!
Οι περιπτώσεις αυτές και άλλες παρόμοιες, έγιναν αφορμή για πληρέστερη εξέταση του θέματος προς καταγραφή και παρουσίαση της ορθής θέσεως και τελέσεως της ακολουθίας αυτής στις λατρευτικές μας συνάξεις.
Τα παραπάνω παραδείγματα σύγχρονης «λειτουργικής ευσέβειας1» εμφαίνουν τη διασάλευση της παραδεδομένης τάξεως και την ακαταστασία, που επέρχεται στη θεία Λειτουργία με την ακολουθία αυτή.
Αλλά και γενικά η ίδια η ακολουθία της Αρτοκλασίας υπό τη σημερινή της μορφή, δημιουργεί προβλήματα στις ακολουθίες, όπου εντάσσεται. Εκτός από τη θεία Λειτουργία, που αναφέραμε, δημιουργεί προβλήματα τόσο στην ακολουθία του Εσπερινού, όσο και του Όρθρου.
Διευκρινίζουμε εξ αρχής ότι αναφερόμαστε στην ακολουθία της Αρτοκλασίας καθ’ εαυτήν – με τη σημερινή δομή της για τις Ενορίες – και όχι στην προσφορά άρτων από τους πιστούς, η οποία και θεωρείται «πανηγυρικό στοιχείο στον εορτασμό μνήμης Αγίων και άλλων εορτών2» γι’ αυτό και επεκράτησε να τελείται σε κάθε εορτή.
Οι πιστοί προσφέρουν τους άρτους στους Αγίους και σε διάφορες άλλες εορτές, κυρίως της Υπεραγίας Θεοτόκου: «Προσφέρουν τα δώρα της δημιουργίας τον άρτο, τον οίνο το έλαιο…ανάλογα με την περίπτωση, ως ευχαριστία και ‘‘βαπτισμένα’’ στη Χάρη του Κυρίου, να επιστρέψουν στους προσφέροντες αυτά για τη διατροφή και τον αγιασμό τους3».
Αυτό ισχύει κατά την επικρατούσα πρακτική σήμερα, η οποία εγγίζει περισσότερο τα όρια του εθίμου.
Η Παράδοση, βέβαια, της Εκκλησίας περιφρουρούσα το νόημα και το σκοπό της ιεροτελεστίας αυτής, έχει ορίσει ειδική θέση, καθώς και ημέρες και ώρες τελέσεως και διανομής της, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω.
2. Η κανονική θέση της Αρτοκλασίας
Η Αρτοκλασία τελείται εις ανάμνηση της ευλογίας και πληθύνσεως των πέντε άρτων στην έρημο, από τον Κύριο και του χορτασμού χιλιάδων ανθρώπων, καθώς αναφέρεται στο Ευαγγέλιο (Ματθαίου ιδ΄ 13-21, ιε΄ 32-39. Μάρκου ς΄ 32-44, η΄1-10. Λουκά θ΄ 10-17 και Ιωάννου ς΄ 1-15).
Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη (+2007) «η Αρτοκλασία ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με τον μεγάλο εσπερινό, τις αγρυπνίες δηλαδή.
Ο σκοπός της ήταν (και είναι) διπλούς: για να στηρίζονται οι πατέρες διά τον κόπον της αγρυπνίας μέχρι την ώρα της θείας κοινωνίας και να αγιάζονται…4».
«Τελείται δε – καθώς αναφέρει – περί το τέλος του εσπερινού μετά τα Απολυτίκια και προ της απολύσεως εν ταις μεγάλαις εορταίς ή ταις μνήμαις εορταζομένων Αγίων, καθ’ άς, κατά τα Μοναστηριακά Τυπικά προβλέπεται ολονύκτιος αγρυπνία5».
Τα ίδια ακριβώς αναφέρει και ο Σκιαθίτης αρχιερατικός επίτροπος και τυπικολόγος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Ρήγας (1884-1960) αποπνέων την παράδοση των Κολλυβάδων Πατέρων του Αγίου Όρους, αλλά και επισημαίνων την μεταβολή, που ήδη επικρατούσε επί των ημερών του: «Η τελετή της Αρτοκλασίας είναι απαραίτητον μέρος της ολονυκτίου Αγρυπνίας…η οποία όμως υπήκουσα συν τω χρόνω εις τον νόμον της εξελίξεως, κατήντησεν ήδη, ιδίως εις τας κατά κόσμον Εκκλησίας, να θεωρήται εορταστικόν στοιχείον των πανηγύρεων, και επεκράτησε να τελήται εις πάσαν εορτήν ανεξαρτήτως αν κατά την ημέραν καθ’ ήν προτίθεται η Αρτοκλασία, τελείται ή όχι και ολονύκτιος Αγρυπνία6».
Απαρτίζεται δε από δύο διακεκριμένα μέρη: Την ευλογία των άρτων και την Αρτοκλασία, δηλαδή τον διαμερισμό των άρτων και τη διανομής του εις τεμάχια στους αγρυπνούντες αδελφούς7 ή το εκκλησίασμα.
Στο σημείο αυτό τη συναντούμε σε όλα τα Μοναστηριακά Τυπικά, ιδιαίτερα στο Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου ημών πατρός Σάββα του Ηγιασμένου όπου διασώζεται και η παλαιοτέρα μορφή της.
Εδώ π.χ. τη βρίσκουμε στη «Διάταξη του Μεγάλου Εσπερινού και της Αγρυπνίας» μετά τα Απολυτίκια: «…Και ημείς το απολυτίκιον του ήχου, ή το «Θεοτόκε Παρθένε», λέγοντες αυτό εκ γ΄.
Ο δε κελλαρίτης προτίθησιν εν τω αναλογίω άρτους ε΄ εξ ων εσθίομεν εν τη τραπέζη. Ωσαύτως και στάμνον μεστήν οίνου του καλλίστου, και ολίγον έλαιον εις άγγος τι. Ο δε ιερεύς λαβών άρτον ένα επί χείρας, και τυπώσας εν αυτώ Σταυρόν, επεύχεται την ευχήν ταύτην εκφώνως.
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ο ευλογήσας τους πέντε άρτους… Και μετά το, Αμήν, λέγομεν τον λγ΄ ψαλμόν, το, Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, έως του μέσου, άχρι του, «ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού8».
Μετά δε το «Ευλογία Κυρίου» του ιερέως συνεχίζει: «…Ο δε Κελλαρίτης διακλάσας τους άρτους επιδίδωσι τοις αδελφοίς.
Ωσαύτως και από ενός ποτηρίου οίνου, διά τον κόπον της αγρυπνίας, ώσπερ εξ αρχής παρελάβομεν από των Αγίων Πατέρων. Από δε της ώρας εκείνης, ουκ έχει τις εξουσίαν ποιείν ύδωρ διά την μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων.
Ο δε ευλογηθείς άρτος εστίν αλεξιτήριον παντοίων κακών, ει μετά πίστεως λαμβάνοιτο…»9.
Στην ίδια θέση, μετά τα Απολυτίκια και με προσθήκη σίτου, οίνου και ελαίου στα ευλογούμενα είδη, τη βρίσκουμε και στην Διάταξη της Ιεροδιακονίας, την συντεθείσαν παρά του αγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου, Κυρίου Κυρίου Φιλοθέου (του Κοκκίνου, 1300-1379), όπου διατάσσεται η Αγρυπνία, που είναι καταχωρημένη στο εν χρήσει Ευχολόγιον το Μέγα: «…Μετά το νυν απολύεις και το Τρισάγιον…Πάτερ ημών, εκφωνεί ο ιερεύς Ότι σου εστιν η Βασιλεία.
Και ψάλλεται το Απολυτίκιον της ημέρας, και το Θεοτοκίον...Ει δε Δεσποτική εορτή, ή Θεομητορική, το της εορτής, εκ τρίτου.
Ψαλλομένου ουν του τελευταίου Απολυτικίου μεγαλοφώνως και αργώς, ο Διάκονος, πρότερον ευλογίαν αιτήσας επί τω θυμιάματι παρά του ιερέως και λαβών, θυμιά κύκλωθεν τους άρτους σταυροειδώς, είτα τον Ηγούμενον, και πάλιν τους Άρτους έμπροσθεν μόνον.
Πλησιάσαντος δε του ιερέως, ίσταται παρά το δεξιόν αυτού μέρος ο Διάκονος, κρατών τη μεν αριστερά χειρί τον θυμιατόν, τοις δε τρισί δακτύλοις της δεξιάς το Ωράριον. Και πληρωθέντος του Απολυτικίου, δεικνύων μετά του Ωραρίου τους πέντε Άρτους, λέγει: Του Κυρίου δεηθώμεν.
Ο δε ιερεύς την ευχήν Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ο ευλογήσας τους πέντε άρτους…10».
Και συνεχίζει: «Ει μεν ουκ έχει Αγρυπνίαν, μετά την των Αποστίχων συμπλήρωσιν, ο μεν ιερεύς εισέρχεται εντός του αγίου Βήματος, και μετά το Τρισάγιον εκφωνεί Ότι σου εστιν η Βασιλεία...11» τουτέστιν γὶνεται ευθύς η Απόλυσις, άρα παρέλκει η Αρτοκλασία.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις Αγρυπνίες που τελούνται κατά τους θερινούς μήνες, γίνεται μεν ευλόγηση των άρτων, αλλά όχι και Αρτοκλασία, (δηλαδή κοπή και διανομή των άρτων) διότι θεωρείται μικρό το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, μέχρι τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, «διά το βραχύ της νυκτός». (Πεντηκοστάριον, Κυριακή του Θωμά, μετά τον Εσπερινόν)12.
Ο βαθύτερος λόγος είναι δηλαδή η προ της θείας Μεταλήψεως τελεία νηστεία. Οι διατάξεις του Ιεροσολυμιτικού Τυπικού είναι σαφείς: «Καίτοι ευλογούνται οι άρτοι κατά την παρούσαν ώραν, Αρτοκλασία γίνεται μόνον εν καιρώ χειμώνος.
Κατά το θέρος οι άρτοι ευλογούνται μεν νυν, διακλώνται όμως και διανέμονται μετά την θείαν Λειτουργίαν13». Ως απαραίτητο στοιχείο της αγρυπνίας, επισημαίνεται από τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης (+1429) ο οποίος αναφέρει ότι «ει ουκ έστι δε (αγρυπνία), μετά την κεφαλοκλισίαν ούτε λιτή γίνεται, ούτε ευλόγησις άρτων.
Τα αποστίχου δε μόνον ψάλλεται, και το ‘‘Νυν απολύεις’’ λέγεται…ότι αύτη εξαιρέτως δια τον κόπον διετυπώθη της αγρυπνίας, ίνα και ευλογίας Χριστού, και μικράς παρακλήσεως οι αδελφοί δια τον κόπον τυχόντες, έκτοτε προσευχήν δια την κοινωνίαν των φρικτών μυστηρίων έχωσι, και μάλιστα οι ιερωμένοι14».
3. Η νεότερη τάξη της αρτοκλασίας κατά τα Τυπικά Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου και Γεωργίου Βιολάκη (Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, ΤΜΕ).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η τάξη της Αρτοκλασίας ούσα στην αρχική της μορφή «απλουστέρα της σημερινής15» η οποία τελείται στις Ενορίες, δεν περιλάμβανε καμία από τις νυν υπάρχουσες δεήσεις, ούτε την κεφαλοκλισία, ούτε το ‘‘Θεοτόκε Παρθένε’’, αφού οι μεν είναι στοιχείο της Λιτής, το δε της απολύσεως του Εσπερινού και όχι της Αρτοκλασίας: ‘‘Το Θεοτόκε Παρθένε…’’ είναι το Θεοτοκίο των μεγάλων εσπερινών των αγρυπνιών, που ψάλλεται όταν δεν είναι δεσποτική εορτή αντί του Θεοτοκίου του ήχου του Απολυτικίου16 το οποίο, ας σημειωθεί ενταύθα για να μην επαναληφθεί, ψάλλεται από τους χορούς και όχι από τον ιερέα17.
Περιλάμβανε μόνο την ευχή της ευλογήσεως των άρτων και την ψαλμωδία στίχων του 33ου ψαλμού, όπως ανωτέρω, κατά τον οποίον αρχικά γινόταν η διανομή και μετάληψη του αγιασθέντος άρτου και του οίνου.
Αλλά και αυτή αύτη η ευχή της ευλογήσεως των άρτων έχει δεχθεί νεότερες προσθήκες παρέμβλητων στοιχείων στα σύγχρονα Ιερατικά, όπως θα φανεί κατωτέρω18.
Η μεταφορά της από τα Μοναστήρια στις Ενορίες έγινε προφανώς κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, λόγω της σκληρής δοκιμασίας των χριστιανικών λαών της Ανατολής, οπότε έγιναν πολλές απλοποιήσεις ακολουθιών και απλουστεύσεις ιεροτελεστιών, δεδομένου ότι αγρυπνίες ήταν αδύνατο να τελεστούν.
«Τότε διαμορφώθηκε μια ιδιόρρυθμη ακολουθία, μίγμα Λιτής και Εσπερινού, που κατ’ αρχάς μεν συνήπτετο στον Εσπερινό, αργότερα όμως και στον Όρθρο και σ’ αυτή τη θεία Λειτουργία ή ετελείτο και αυτοτελώς». Πρόκειται περί μιας «νεωτερικής ακολουθίας...η οποία συνετέθη σε περίοδο (λειτουργικής) παρακμής, όπως φαίνεται από τη δομή της.
Κατηρτίσθη δε από ανθολογία παλαιοτέρων στοιχείων, λίγο ή πολύ ασύνδετων μεταξύ τους, που προέρχονται κατά βάση από την ακολουθία του μεγάλου μοναχικού εσπερινού, της εκτενούς, της Λιτής και της ευλογήσεως των άρτων, που εντάσσεται στη μοναχική αγρυπνία19».
Οι δεήσεις της Λιτής τροποποιήθηκαν κατά το δοκούν (η ίδια η Λιτή άνευ αποχρώντος λόγου μετατέθηκε20 στην ακολουθία του Μεσονυκτικού, όπου και παραμένει, πιέζοντάς την ασφυκτικά, και, συνωδά αυτής και την μεγαλοπρεπή ακολουθία του Όρθρου) και έμεινε μετέωρο το «Θεοτόκε Παρθένε…» να γίνεται κατά την ψαλμωδία του η θυμίαση των άρτων, ψαλλόμενο μάλιστα από τον ιερέα καθώς διατάσσεται στο ΤΜΕ21.
Κατά τον Γ. Ρήγα, «Ομοφώνως το τε παλαιόν Τυπικόν και το Ευχολόγιον ορίζουσι να τελήται η αρτοκλασία μετά τα Απολυτίκια του Μεγ. Εσπερινού. Ουδεμίαν συνάφειαν έχει η ευλόγησις των άρτων μετά της Λιτής και των μετά την Λιτήν ειθισμένων δεήσεων22».
Η τοιαύτη όμως τροποποίηση συνετέλεσε «στην απώλεια και αλλοίωση του αρχικού της νοήματος, στήριξη δια τον κόπον της αγρυπνίας: Αποδεσμεύθηκε από τον μεγάλο Εσπερινό και τη στήριξη των πιστών “διά τον κόπον της αγρυπνίας” και απέκτησε την έννοια του αγιασμού διά μεταλήψεως του ευλογημένου άρτου, συνδεόμενη με τις εορτές (συνήθως τις οικογενειακές) και τις μνήμες των πανηγυριζομένων Αγίων.
Στη σύγχρονη ενοριακή πράξη τελείται ή στο μέσον του Εσπερινού μετά από μίαν υποτυπώδη Λιτή ή στο τέλος μετά τα Απολυτίκια, ή και στο τέλος του Όρθρου (κακώς) ή και κάκιστα στο τέλος της θείας Λειτουργίας, αν μη και τελείως ανεξάρτητα23».
Πάντως στα νεώτερα Τυπικά του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου και Γεωργίου Βιολάκη, καίτοι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των, η τέλεσή της ορίζεται αποκλειστικά στον Εσπερινό24.
Μάλιστα στο (χρονολογικώς αρχαιότερο) Τυπικόν του Κωνσταντίνου διατάσσεται το «Θεοτόκε Παρθένε...» «κατά πάσαν εορτήν, Δεσποτικήν τε και Θεομητορικήν, και παντός εορταζομένου Αγίου, ωσαύτως και εν τη Διακαινησίμω εβδομάδι25».
Εντύπωση βέβαια προκαλεί η διάταξή της ακόμη και στις πένθιμες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, (κατά τον Γ. Ρήγα όλως παραδόξως26) εντός του πλαισίου της λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων, στις εορτές των Αγίων Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου) και Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) μετά τα αναγνώσματα του Τριωδίου και το «Κατευθυνθήτω27”».
Επίσης στην «Ερμηνεία εις εγκαίνια ναού» εν Κυριακή, εις την αγρυπνίαν, διατάσσεται Αρτοκλασία μετά τα αναγνώσματα και την Εκτενή, οπότε «ψάλλεται εξ αμφοτέρων των χορών το, «Θεοτόκε Παρθένε...» Οκτάηχον, μετά δε ψάλλονται τα Απόστιχα28».
Η πλήρης διάταξή της όμως αποτυπώνεται στο Τυπικόν του Γεωργίου Βιολάκη, το εν χρήσει σήμερα Τυπικόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ΤΜΕ) όπως φαίνεται στην Προθεωρία § 11, όπου μετατίθεται από το τέλος του Εσπερινού του Μοναστικού Τυπικού, στο μεταξύ της εκφωνήσεως «Είη το κράτος της βασιλείας σου» και των Αποστίχων διάστημα και εξελίσσεται σε μια περισότερον αυτοτελή μορφή, με την οποία είναι γνωστή σήμερα, ψαλλομένου «ενός κατ’ εκλογήν Στιχηρού εκ της Λιτής».
Επίσης διευκρινίζεται ότι «εν τη Διακαινησίμω Εβδομάδι, αντί του «Θεοτόκε Παρθένε...» (εκ του Τυπικού του Κωνσταντίνου) ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη» ενώ εν Τεσσαρακοστή προβλέπεται Αρτοκλασία μόνο κατά την εορτή του Αγίου Χαραλάμπους.29».
Εις το εν χρήσει ΙΕΡΑΤΙΚΟΝ διατάσσεται ως εν τω ΤΜΕ.
Κανονικά λοιπόν, τηρουμένων των αναλογιών, το «Θεοτόκε Παρθένε» δεν έχει σχέση με την Αρτοκλασία30.
Ούτε (κατά προσωπική άποψη, με βάση τα προαναφερθέντα) και το «Χριστός ανέστη» κατά τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, αφού και τούτο ψάλλεται στην Απόλυση του εσπερινού, καίτοι διατάσσεται από το ΤΜΕ31.
Ούτε και οι λοιπές δεήσεις και ευχές – ενίοτε δε επί των ημερών μας με ατομικό αυτοσχεδιασμό και γενικό προσκλητήριο Αγίων στο «Δέσποτα Πολυέλεε…» κλπ., αφού τα αιτήματα της Αρτοκλασίας έχουν ήδη αναπεμφθεί προς Κύριον στις προηγούμενες δεήσεις και δη κατά την μεγάλη εκτενή του Εσπερινού.
Βέβαια εκεί που μοιάζει να ανατρέπονται όλα είναι στο σημείο που ένιοι ιερείς (προς ανθρωπαρέσκεια;) ταυτίζουν «τους επιτελούντες την αγίαν εορτήν και πανήγυριν ταύτην» με τους «προσφέροντες τα δώρα ταύτα» (sic) αποκλειστικά!!!
Δηλαδή οι εορτάζοντες είναι όχι το σύνολο των πιστών (όλη η Εκκλησία), αλλά μόνο οι προσφέροντες τους άρτους! Έτσι δηλ. έχουμε «εορτάζοντες» και μη εορτάζοντες!
Αλλά οι ανωτέρω παρατηρήσεις θα ήταν ελλιπείς αν δεν επεσημαίνετο ευθύς αμέσως η ζημία που έχει προκληθεί και ήδη παγιωθεί και επιτείνεται στην ίδια τη δομή των ενοριακών ακολουθιών στις οποίες συνάπτεται, του Εσπερινού, του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας, κυρίως δια του εξοβελισμού του Βιβλικού στοιχείου.
Ως επακόλουθο, κατά τον καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη, «ο πιστός στερείται ενός ουσιαστικού στοιχείου, χωρίς το οποίο η ευχαριστιακή “κοινωνία” παραμένει ελλιπής32».
Στον μεν Εσπερινό α΄) δια της οριστικής εκτοπίσεως του α΄ Καθίσματος του Ψαλτηρίου ή του Μακάριος ανήρ στις Θεομητορικές εορτές και των επισήμως εορταζομένων Αγίων, στοιχείο, το οποίο διατάσσει το ΤΜΕ33 και β΄) της μεταθέσεως της Λιτής, όπως προανεφέρθη.
Στον Όρθρο επίσης δια της οριστικής κατάργησης α΄) του Ψαλτηρίου και του Πολυελέου, διατασσομένων υπό του Τυπικού. (Γι’ αυτό και ακούμε συχνά Πολυελέους στο Κοινωνικό)! β΄) των ωδών και των αντίστοιχων βιβλικών αυτών στίχων.
Συνήθως στον Όρθρο ψάλλονται μόνο η πρώτη και τρίτη ωδή. γ΄) της αχρησίας της επιδόσεως αγίου ελαίου στους πιστούς προς το τέλος της Ακολουθίας, ως διατάσσεται στα Μηναία, τηρουμένης στο Άγιο όρος και στις σλαβικές Εκκλησίες.
Πρόκειται για σεβασμία παράδοση, την οποία τηρούσαν παλιοί ιερείς. δ΄) της Απολύσεως του Όρθρου.
Η δε μετάθεση και τέλεσή της στη θ. Λειτουργία έχει χαρακτηρισθεί «οθνεία και εκτός τόπου και χρόνου…34» καθόσον προσβάλλει την ίδια την ουσία του τελεσιουργουμένου Μυστηρίου: «Εάν πράγματι η θεία Λειτουργία καλεί τους πιστούς να μεταφέρουν εκεί τις βιοτικές ανάγκες τους35» τότε είναι παράλογο στην «τετελειωμένη θυσία όλων των θυσιών36» να συνάπτονται αμέσως μετά το «Είη το όνομα Κυρίου...» οι δεήσεις, η κεφαλοκλισία, το «Δέσποτα Πολυέλεε...» κ.λπ. της Αρτοκλασίας, ως εάν μη «ήνυσται και τετέλεσται...το της οικονομίας μυστήριον», κατά τη θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου.
Φυσικά τα ονόματα των προσφερόντων τους άρτους, είναι δυνατόν να μνημονευθούν στην Προσκομιδή, τη Μεγάλη Εκτενή, ή στα Δίπτυχα!
Κατά τον ίδιο λόγο παρέλκει η μετάθεσή της κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στον Όρθρο: «...είναι τέτοια η θεολογική και λειτουργική φύσις της εορτής αυτής, ώστε κάθε άλλη τελετή, που επισκιάζει ή που έστω τίθεται παραλλήλως προς την ύψωσι, δεν χωρεί στο λειτουργικό της πλαίσιο.
Οι ιερείς μας στο σημείο αυτό πρέπει εγκαίρως να καθοδηγούν τους πιστούς να φέρνουν τις τυχόν αρτοκλασίες των στον εσπερινό και να τις ευλογούν τότε, κατά την αρχαία ορθή τάξη.
Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και κατά την Κυριακήν της Σταυροπροσκυνήσεως…37» και της Πεντηκοστής, όπου μετά τη θεία Λειτουργία έπεται η ακολουθία του Εσπερινού.
4. Θαυματουργικές ιδιότητες του αγιασμένου άρτου
Τέλος ας σημειώσουμε εδώ, ότι τα περισσότερα των αρχαίων Τυπικών ομιλούν για «θαυματουργικές ιδιότητες της Αρτοκλασίας, του άρτου εσθιομένου μετά πίστεως: Περί ιάσεως ψυχικών παθών και σωματικών νόσων διά της λήψεως ηγιασμένου άρτου, καθόσον ούτος έχει διάφορα χαρίσματα – παύει πυρετούς, διώκει φρίκην (ρίγος) κ.λπ.».
Βεβαίως η προσφορά των άρτων δέον να συνοδεύεται επίσης από τα «έτερα είδη αρτοκλασίας, τουτέστιν τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς ευλογίαν των αντιστοίχων οικιακών αποθεμάτων και μάλιστα για την παρασκευή προσφόρου ή κολλύβων ο σίτος38».
5. Επαναφορά στη αρχική θέση
Σύμφωνα με τα παραπάνω φρονούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να επανέλθει και η ιεροτελεστία αυτή στην αρχική κανονική της θέση του Εσπερινού, κατά τη διάταξη του Μοναστικού Τυπικού, μετά δηλ. το Θεοτοκίον των Απολυτικίων – απαλλαγμένη από τα πρόσθετα νεωτερικά στοιχεία, τα οποία και την αδικούν – ψαλλομένης επακριβώς και της Λιτής στον οικείο της τόπο (έστω με ολιγότερα τροπάρια χάριν συντομίας, για τις Ενορίες39).
Επ΄αυτού ο προαναφερθείς τυπικολόγος Γ. Ρήγας αναφέρει τα εξής: «Ευχής όμως έργον είναι και εις το ζήτημα αυτό να επικρατήσει η παλαιά και κανονική διάταξις, καθ΄ήν η ευλόγησις των άρτων και η αρτοκλασία, χωρίς να εξαρτηθεί εξ άλλης τελετής, γίνεται ευθύς μετά τα απολυτίκια του Εσπερινού, αδιαφόρως αν προ των Αποστίχων της ημέρας εκείνης εψάλη ή όχι Λιτή40».
Ήδη η ευχή της ευλογήσεως περιλαμβάνει και τους προσφέροντες τους άρτους και τον αγιασμό τους (βλ. κατωτέρω).
Με την υπάρχουσα δε δομή (όπως είναι στο ΤΜΕ) ας τελεσθεί ως ατομική ακολουθία ανεξάρτητα από άλλες ακολουθίες εν τω ναώ ή εν οίκω, διότι μόνο τότε δικαιολογείται.
Αν μάλιστα κατά τον μακαριστό Ι. Φουντούλη «θεωρηθεί ως παλαιοτάτη λειτουργική πράξις και δη και υπόλειμμα των αγαπών των πρώτων χριστιανών, διασώσασα προς τοις άλλοις και το αρχαίον όνομα της θείας Ευχαριστίας (κλάσις του άρτου), ως και τον τρόπον κλάσεως και διανομής αυτής41», τότε σίγουρα αδικείται στη σύγχρονη λειτουργική μας ευσέβεια.
Σε περίπτωση δε της κατ’ οικονομίαν τελέσεώς της στο τέλος του Όρθρου, ή της θείας Λειτουργίας η ορθή πράξη, κατά τον μακαριστόν καθηγητή, είναι να διαβαστεί μόνο η ευχή της ευλογήσεως των άρτων και να γίνει θυμίαση αυτών, μετά το «Του Κυρίου δεηθώμεν».
Στη θεία Λειτουργία, μετά το «Δι’ ευχών» ή την Οπισθάμβωνο ευχή42.
Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί και με τη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου ή της φερομένης εορτής πέριξ του ναού και τη διανομή του αντιδώρου και του άρτου στον αύλειο χώρο.
Ο προαναφερθείς τυπικολόγος Γ. Ρήγας, παραθέτει την τέλεσή της κατά την «παλαιάν διατύπωσιν» ως εξής:
6. ΔΙΑΤΑΞΙΣ ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑΣ – Επίμετρο
Μετά το Νυν απολύεις και το Τρισάγιον, ψάλλονται τα Απολυτίκια της ημέρας ούτως:
α΄) Εν Κυριακή: Το αναστάσιμον Απολυτίκιον, Δόξα το αυτό, Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε» άπαξ. Εάν δε συμπέσει και Άγιος εορταζόμενος, ψάλλεται το αναστάσιμον Απολυτίκιον, Δόξα του Αγίου, Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε».
Εάν δε συμπέσει εν Κυριακή απόδοσις Δεσποτικής ή Θεομητορικής εορτής, ή μεθέορτα, ή προεόρτια, άνευ εορταζομένου Αγίου, το αναστάσιμον Απολυτίκιον, Δόξα της εορτής, Και νυν «Θεοτόκε Παρθένε».
Τέλος εάν συμπέσει μετά της αποδόσεως, ή των μεθεόρτων ή προεορτίων και εορταζόμενος Άγιος, ψάλλεται το αναστάσιμον Απολυτίκιον, της εορτής, Δόξα του Αγίου, Και νυν το Θεοτόκε Παρθένε.
β΄) Εκτός Κυριακής: Το Απολυτίκιον του εορταζομένου Αγίου, Δόξα το αυτό, Και νυν «Θεοτόκε Παρθένε». Εάν δε συμπέσωσι και μεθέορτα, ή προεόρτια, ή απόδοσις εορτής, το Απολυτίκιον της εορτής, Δόξα του Αγίου, Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε».
γ΄) Εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς παραλείπεται το «Θεοτόκε Παρθένε», και ψάλλεται μόνον το Απολυτίκιον της εορτής εκ γ΄. Εάν δε Θεομητορική εορτή συμπέση εν Κυριακή, ψάλλεται το Αναστάσιμον Απολυτίκιον άπαξ, και το της εορτής δις.
Ψαλλομένων των Απολυτικίων εξέρχεται ο ιερεύς εκ του ιερού, και ψαλλομένου του «Θεοτόκε Παρθένε», ή, κατά τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς του τρίτου Απολυτικίου της εορτής, θυμιά σταυροειδώς τους άρτους κατά την ειθισμένην τάξιν.
Και ευθύς μετά την συμπλήρωσιν του «Θεοτόκε Παρθένε», ή του τρίτου της εορτής Απολυτικίου, λαμβάνει ο ιερεύς ανά χείρας ένα των άρτων και ευλογεί αυτούς λέγων εκφώνως την ευχήν “Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω,..”
Εάν δε είναι ανάγκη να μνημονεύση και ονόματα των προσενεγκάντων τους άρτους αναφέρει αυτά εν τη ευχή μετά την φράσιν «καὶ πλήθυνον αὐτὰ ἐν τω οίκω των παρασκευασάντων (δείνος και δείνος), εν τη πόλει (ή τη αγία Μονή) ταύτῃ καὶ εἰς τὸν κόσμον σου ἄπαντα…».
Μετά την ευχήν λέγεται χύμα το Είη το όνομα Κυρίου τρις, Δόξα και νυν, και αναγινώσκεται ο Ψαλμός Ευλογήσω τον Κύριον μέχρι του «ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις αυτόν». Ακολούθως ψάλλεται ο στίχος Πλούσιοι επτώχευσαν άπαξ43. Ο ιερεύς μετά την ευχήν απέρχεται και ίσταται έμπροσθεν των αγίων θυρών βλέπων προς δυσμάς.
Μετά δε την συμπλήρωσιν του Πλούσιοι επτώχευσαν λέγει Ευλογία Κυρίου και έλεος αυτού. Είθ’ ούτως εάν μεν γίνεται Αγρυπνία, τίθεται η κατάλληλος ανάγνωσις, και μετ’ αυτήν συνεχίζεται κατά τάξιν ο Όρθρος.
Ει δε μη ευθύς ο ιερεύς ποιεί την Απόλυσιν του Εσπερινού λέγων «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα σοι. Χριστός ο αληθινός Θεός ημών..44».
Αναφέραμε όμως προηγουμένως ότι και η ίδια η ευχή της ευλογήσεως των άρτων έχει δεχθεί παρέμβλητα στοιχεία.
Παραθέτουμε εδώ την αρχική μορφή της κατά το Ιεροσολυμιτικό Τυπικό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ὁ ευλογήσας τούς πέντε άρτους, και πεντακισχιλίους χορτάσας, Αυτός ευλόγησον και τούς άρτους τούτους, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον, και πλήθυνον αυτά εν τη αγία Μονή ταύτη, και εν τω κόσμω σου άπαντι.
Και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς αγίασον. Ότι συ ει ο ευλογών και αγιάζων τα σύμπαντα Χριστέ ο Θεός και σοι την δόξαν αναπέμπομεν συν τω Πατρί…45».
Παραβάλλων την ως άνω ευχή με τη σημερινή της διάταξη στα ΙΕΡΑΤΙΚΑ, ο Αρχιμ. Δοσίθεος σχολιάζει: «Πρόσχες ω ιερεύ, εις το απλούν της ευχής και μη πρόσθετε εκ ζήλου τα περιττά «εν ερήμω – άνδρας – δούλους – τρέφων – πληθύνων – συντηρών».46
Με αυτές τις σκέψεις παραδίδομε την παρούσα διαπραγμάτευση του θέματος περί Αρτοκλασίας, ως ταπεινή λειτουργική και θεολογική μελέτη και τοποθέτηση, εις τους έχοντας την ευθύνη αρμοδίους διευθετήσεως του ζητήματος.

* Η παρούσα μελέτη αφιερώνεται στη μνήμη του μακαριστού Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας κυρού Ευγενίου.