Η Αρτοκλασία και η κανονική της διάταξη: (Τελετουργικές
παρατηρήσεις)*
Του Εμμανουήλ Αθαν. Λουκάκη
«Η τέλεσις αρτοκλασίας εις το τέλος του όρθρου ή της θείας
Λειτουργίας, ουδαμού αναφερομένη, είναι παντάπασι ξένη προς την τάξιν της
Εκκλησίας. Δυστυχώς οι σημερινοί ποιμένες…ενδίδουν εις απαιτήσεις γυναικαρίων
αείποτε μανθανόντων και μηδέποτε εις ευσέβειαν ελθείν δυναμένων».
Αρχιμ. Δοσίθεος
Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του
Ηγιασμένου,
έκδ. Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης, Αθήνα
2006.
1. Περιπτώσεις
Σε ορισμένες Ενορίες, επικρατεί εσχάτως το φαινόμενο, να
διακόπτεται η θεία Λειτουργία σε οποιοδήποτε σημείο της και να τελείται
«μεγαλοπρεπώς» η ακολουθία της Αρτοκλασίας, ακόμη και σε μεγάλες Δεσποτικές και
Θεομητορικές εορτές (Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πεντηκοστής, Υψώσεως του Τ.
Σταυρού κ.λ.π.) ή Κυριακές και μάλιστα, πολλές φορές μετά την ανάγνωση του
Ευαγγελίου, στο Κοινωνικό ή και στο τέλος.
Αρκετές φορές, επίσης, ακούμε τον λειτουργό ιερέα μετά την
εκφώνηση του «Μετά φόβου Θεού, πίστεως, και αγάπης…» να αναγγέλλει στους
πιστούς ότι «θα κοινωνήσουν στο τέλος, αφού ευλογηθούν οι άρτοι» και τον
βλέπουμε να αποσύρει ευθύς τα Άγια στην αγία τράπεζα.
Η πράξη αυτή βεβαίως έχει επισύρει δυσμενή σχόλια, όχι
αδίκως, κυρίως από μητέρες με νήπια και γέροντες.
Συνέβη επίσης σε κάποια εορτή, λόγω καθυστερημένης
προσέλευσης, να έχουμε δύο φορές ευλόγηση των άρτων: και στο τέλος του Όρθρου
και στο τέλος της θείας Λειτουργίας!
Οι περιπτώσεις αυτές και άλλες παρόμοιες, έγιναν αφορμή για
πληρέστερη εξέταση του θέματος προς καταγραφή και παρουσίαση της ορθής θέσεως
και τελέσεως της ακολουθίας αυτής στις λατρευτικές μας συνάξεις.
Τα παραπάνω παραδείγματα σύγχρονης «λειτουργικής
ευσέβειας1» εμφαίνουν τη διασάλευση της παραδεδομένης τάξεως και την
ακαταστασία, που επέρχεται στη θεία Λειτουργία με την ακολουθία αυτή.
Αλλά και γενικά η ίδια η ακολουθία της Αρτοκλασίας υπό τη
σημερινή της μορφή, δημιουργεί προβλήματα στις ακολουθίες, όπου εντάσσεται.
Εκτός από τη θεία Λειτουργία, που αναφέραμε, δημιουργεί προβλήματα τόσο στην
ακολουθία του Εσπερινού, όσο και του Όρθρου.
Διευκρινίζουμε εξ αρχής ότι αναφερόμαστε στην ακολουθία της
Αρτοκλασίας καθ’ εαυτήν – με τη σημερινή δομή της για τις Ενορίες – και όχι
στην προσφορά άρτων από τους πιστούς, η οποία και θεωρείται «πανηγυρικό
στοιχείο στον εορτασμό μνήμης Αγίων και άλλων εορτών2» γι’ αυτό και επεκράτησε
να τελείται σε κάθε εορτή.
Οι πιστοί προσφέρουν τους άρτους στους Αγίους και σε
διάφορες άλλες εορτές, κυρίως της Υπεραγίας Θεοτόκου: «Προσφέρουν τα δώρα της
δημιουργίας τον άρτο, τον οίνο το έλαιο…ανάλογα με την περίπτωση, ως ευχαριστία
και ‘‘βαπτισμένα’’ στη Χάρη του Κυρίου, να επιστρέψουν στους προσφέροντες αυτά
για τη διατροφή και τον αγιασμό τους3».
Αυτό ισχύει κατά την επικρατούσα πρακτική σήμερα, η οποία
εγγίζει περισσότερο τα όρια του εθίμου.
Η Παράδοση, βέβαια, της Εκκλησίας περιφρουρούσα το νόημα
και το σκοπό της ιεροτελεστίας αυτής, έχει ορίσει ειδική θέση, καθώς και ημέρες
και ώρες τελέσεως και διανομής της, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω.
2. Η κανονική θέση της Αρτοκλασίας
Η Αρτοκλασία τελείται εις ανάμνηση της ευλογίας και
πληθύνσεως των πέντε άρτων στην έρημο, από τον Κύριο και του χορτασμού χιλιάδων
ανθρώπων, καθώς αναφέρεται στο Ευαγγέλιο (Ματθαίου ιδ΄ 13-21, ιε΄ 32-39. Μάρκου
ς΄ 32-44, η΄1-10. Λουκά θ΄ 10-17 και Ιωάννου ς΄ 1-15).
Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη (+2007) «η
Αρτοκλασία ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με τον μεγάλο εσπερινό, τις αγρυπνίες
δηλαδή.
Ο σκοπός της ήταν (και είναι) διπλούς: για να στηρίζονται
οι πατέρες διά τον κόπον της αγρυπνίας μέχρι την ώρα της θείας κοινωνίας και να
αγιάζονται…4».
«Τελείται δε – καθώς αναφέρει – περί το τέλος του εσπερινού
μετά τα Απολυτίκια και προ της απολύσεως εν ταις μεγάλαις εορταίς ή ταις
μνήμαις εορταζομένων Αγίων, καθ’ άς, κατά τα Μοναστηριακά Τυπικά προβλέπεται
ολονύκτιος αγρυπνία5».
Τα ίδια ακριβώς αναφέρει και ο Σκιαθίτης αρχιερατικός
επίτροπος και τυπικολόγος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Ρήγας (1884-1960) αποπνέων
την παράδοση των Κολλυβάδων Πατέρων του Αγίου Όρους, αλλά και επισημαίνων την
μεταβολή, που ήδη επικρατούσε επί των ημερών του: «Η τελετή της Αρτοκλασίας
είναι απαραίτητον μέρος της ολονυκτίου Αγρυπνίας…η οποία όμως υπήκουσα συν τω
χρόνω εις τον νόμον της εξελίξεως, κατήντησεν ήδη, ιδίως εις τας κατά κόσμον
Εκκλησίας, να θεωρήται εορταστικόν στοιχείον των πανηγύρεων, και επεκράτησε να
τελήται εις πάσαν εορτήν ανεξαρτήτως αν κατά την ημέραν καθ’ ήν προτίθεται η
Αρτοκλασία, τελείται ή όχι και ολονύκτιος Αγρυπνία6».
Απαρτίζεται δε από δύο διακεκριμένα μέρη: Την ευλογία των
άρτων και την Αρτοκλασία, δηλαδή τον διαμερισμό των άρτων και τη διανομής του
εις τεμάχια στους αγρυπνούντες αδελφούς7 ή το εκκλησίασμα.
Στο σημείο αυτό τη συναντούμε σε όλα τα Μοναστηριακά
Τυπικά, ιδιαίτερα στο Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου ημών πατρός Σάββα του
Ηγιασμένου όπου διασώζεται και η παλαιοτέρα μορφή της.
Εδώ π.χ. τη βρίσκουμε στη «Διάταξη του Μεγάλου Εσπερινού
και της Αγρυπνίας» μετά τα Απολυτίκια: «…Και ημείς το απολυτίκιον του ήχου, ή
το «Θεοτόκε Παρθένε», λέγοντες αυτό εκ γ΄.
Ο δε κελλαρίτης προτίθησιν εν τω αναλογίω άρτους ε΄ εξ ων
εσθίομεν εν τη τραπέζη. Ωσαύτως και στάμνον μεστήν οίνου του καλλίστου, και
ολίγον έλαιον εις άγγος τι. Ο δε ιερεύς λαβών άρτον ένα επί χείρας, και τυπώσας
εν αυτώ Σταυρόν, επεύχεται την ευχήν ταύτην εκφώνως.
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ο ευλογήσας τους πέντε
άρτους… Και μετά το, Αμήν, λέγομεν τον λγ΄ ψαλμόν, το, Ευλογήσω τον Κύριον εν
παντί καιρώ, έως του μέσου, άχρι του, «ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού8».
Μετά δε το «Ευλογία Κυρίου» του ιερέως συνεχίζει: «…Ο δε
Κελλαρίτης διακλάσας τους άρτους επιδίδωσι τοις αδελφοίς.
Ωσαύτως και από ενός ποτηρίου οίνου, διά τον κόπον της
αγρυπνίας, ώσπερ εξ αρχής παρελάβομεν από των Αγίων Πατέρων. Από δε της ώρας
εκείνης, ουκ έχει τις εξουσίαν ποιείν ύδωρ διά την μετάληψιν των αχράντων
Μυστηρίων.
Ο δε ευλογηθείς άρτος εστίν αλεξιτήριον παντοίων κακών, ει
μετά πίστεως λαμβάνοιτο…»9.
Στην ίδια θέση, μετά τα Απολυτίκια και με προσθήκη σίτου,
οίνου και ελαίου στα ευλογούμενα είδη, τη βρίσκουμε και στην Διάταξη της
Ιεροδιακονίας, την συντεθείσαν παρά του αγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου,
Κυρίου Κυρίου Φιλοθέου (του Κοκκίνου, 1300-1379), όπου διατάσσεται η Αγρυπνία,
που είναι καταχωρημένη στο εν χρήσει Ευχολόγιον το Μέγα: «…Μετά το νυν απολύεις
και το Τρισάγιον…Πάτερ ημών, εκφωνεί ο ιερεύς Ότι σου εστιν η Βασιλεία.
Και ψάλλεται το Απολυτίκιον της ημέρας, και το
Θεοτοκίον...Ει δε Δεσποτική εορτή, ή Θεομητορική, το της εορτής, εκ τρίτου.
Ψαλλομένου ουν του τελευταίου Απολυτικίου μεγαλοφώνως και
αργώς, ο Διάκονος, πρότερον ευλογίαν αιτήσας επί τω θυμιάματι παρά του ιερέως
και λαβών, θυμιά κύκλωθεν τους άρτους σταυροειδώς, είτα τον Ηγούμενον, και
πάλιν τους Άρτους έμπροσθεν μόνον.
Πλησιάσαντος δε του ιερέως, ίσταται παρά το δεξιόν αυτού
μέρος ο Διάκονος, κρατών τη μεν αριστερά χειρί τον θυμιατόν, τοις δε τρισί
δακτύλοις της δεξιάς το Ωράριον. Και πληρωθέντος του Απολυτικίου, δεικνύων μετά
του Ωραρίου τους πέντε Άρτους, λέγει: Του Κυρίου δεηθώμεν.
Ο δε ιερεύς την ευχήν Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ο
ευλογήσας τους πέντε άρτους…10».
Και συνεχίζει: «Ει μεν ουκ έχει Αγρυπνίαν, μετά την των
Αποστίχων συμπλήρωσιν, ο μεν ιερεύς εισέρχεται εντός του αγίου Βήματος, και
μετά το Τρισάγιον εκφωνεί Ότι σου εστιν η Βασιλεία...11» τουτέστιν γὶνεται
ευθύς η Απόλυσις, άρα παρέλκει η Αρτοκλασία.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις Αγρυπνίες που τελούνται
κατά τους θερινούς μήνες, γίνεται μεν ευλόγηση των άρτων, αλλά όχι και
Αρτοκλασία, (δηλαδή κοπή και διανομή των άρτων) διότι θεωρείται μικρό το
χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, μέχρι τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, «διά
το βραχύ της νυκτός». (Πεντηκοστάριον, Κυριακή του Θωμά, μετά τον Εσπερινόν)12.
Ο βαθύτερος λόγος είναι δηλαδή η προ της θείας Μεταλήψεως
τελεία νηστεία. Οι διατάξεις του Ιεροσολυμιτικού Τυπικού είναι σαφείς: «Καίτοι
ευλογούνται οι άρτοι κατά την παρούσαν ώραν, Αρτοκλασία γίνεται μόνον εν καιρώ
χειμώνος.
Κατά το θέρος οι άρτοι ευλογούνται μεν νυν, διακλώνται όμως
και διανέμονται μετά την θείαν Λειτουργίαν13». Ως απαραίτητο στοιχείο της
αγρυπνίας, επισημαίνεται από τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης (+1429) ο οποίος
αναφέρει ότι «ει ουκ έστι δε (αγρυπνία), μετά την κεφαλοκλισίαν ούτε λιτή
γίνεται, ούτε ευλόγησις άρτων.
Τα αποστίχου δε μόνον ψάλλεται, και το ‘‘Νυν απολύεις’’
λέγεται…ότι αύτη εξαιρέτως δια τον κόπον διετυπώθη της αγρυπνίας, ίνα και
ευλογίας Χριστού, και μικράς παρακλήσεως οι αδελφοί δια τον κόπον τυχόντες,
έκτοτε προσευχήν δια την κοινωνίαν των φρικτών μυστηρίων έχωσι, και μάλιστα οι
ιερωμένοι14».
3. Η νεότερη τάξη της αρτοκλασίας κατά τα Τυπικά
Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου και Γεωργίου Βιολάκη (Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας,
ΤΜΕ).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η τάξη της Αρτοκλασίας
ούσα στην αρχική της μορφή «απλουστέρα της σημερινής15» η οποία τελείται στις
Ενορίες, δεν περιλάμβανε καμία από τις νυν υπάρχουσες δεήσεις, ούτε την
κεφαλοκλισία, ούτε το ‘‘Θεοτόκε Παρθένε’’, αφού οι μεν είναι στοιχείο της
Λιτής, το δε της απολύσεως του Εσπερινού και όχι της Αρτοκλασίας: ‘‘Το Θεοτόκε
Παρθένε…’’ είναι το Θεοτοκίο των μεγάλων εσπερινών των αγρυπνιών, που ψάλλεται
όταν δεν είναι δεσποτική εορτή αντί του Θεοτοκίου του ήχου του Απολυτικίου16 το
οποίο, ας σημειωθεί ενταύθα για να μην επαναληφθεί, ψάλλεται από τους χορούς
και όχι από τον ιερέα17.
Περιλάμβανε μόνο την ευχή της ευλογήσεως των άρτων και την
ψαλμωδία στίχων του 33ου ψαλμού, όπως ανωτέρω, κατά τον οποίον αρχικά γινόταν η
διανομή και μετάληψη του αγιασθέντος άρτου και του οίνου.
Αλλά και αυτή αύτη η ευχή της ευλογήσεως των άρτων έχει
δεχθεί νεότερες προσθήκες παρέμβλητων στοιχείων στα σύγχρονα Ιερατικά, όπως θα
φανεί κατωτέρω18.
Η μεταφορά της από τα Μοναστήρια στις Ενορίες έγινε
προφανώς κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, λόγω της σκληρής δοκιμασίας των
χριστιανικών λαών της Ανατολής, οπότε έγιναν πολλές απλοποιήσεις ακολουθιών και
απλουστεύσεις ιεροτελεστιών, δεδομένου ότι αγρυπνίες ήταν αδύνατο να τελεστούν.
«Τότε διαμορφώθηκε μια ιδιόρρυθμη ακολουθία, μίγμα Λιτής
και Εσπερινού, που κατ’ αρχάς μεν συνήπτετο στον Εσπερινό, αργότερα όμως και
στον Όρθρο και σ’ αυτή τη θεία Λειτουργία ή ετελείτο και αυτοτελώς». Πρόκειται
περί μιας «νεωτερικής ακολουθίας...η οποία συνετέθη σε περίοδο (λειτουργικής)
παρακμής, όπως φαίνεται από τη δομή της.
Κατηρτίσθη δε από ανθολογία παλαιοτέρων στοιχείων, λίγο ή
πολύ ασύνδετων μεταξύ τους, που προέρχονται κατά βάση από την ακολουθία του
μεγάλου μοναχικού εσπερινού, της εκτενούς, της Λιτής και της ευλογήσεως των
άρτων, που εντάσσεται στη μοναχική αγρυπνία19».
Οι δεήσεις της Λιτής τροποποιήθηκαν κατά το δοκούν (η ίδια
η Λιτή άνευ αποχρώντος λόγου μετατέθηκε20 στην ακολουθία του Μεσονυκτικού, όπου
και παραμένει, πιέζοντάς την ασφυκτικά, και, συνωδά αυτής και την μεγαλοπρεπή
ακολουθία του Όρθρου) και έμεινε μετέωρο το «Θεοτόκε Παρθένε…» να γίνεται κατά
την ψαλμωδία του η θυμίαση των άρτων, ψαλλόμενο μάλιστα από τον ιερέα καθώς
διατάσσεται στο ΤΜΕ21.
Κατά τον Γ. Ρήγα, «Ομοφώνως το τε παλαιόν Τυπικόν και το
Ευχολόγιον ορίζουσι να τελήται η αρτοκλασία μετά τα Απολυτίκια του Μεγ.
Εσπερινού. Ουδεμίαν συνάφειαν έχει η ευλόγησις των άρτων μετά της Λιτής και των
μετά την Λιτήν ειθισμένων δεήσεων22».
Η τοιαύτη όμως τροποποίηση συνετέλεσε «στην απώλεια και
αλλοίωση του αρχικού της νοήματος, στήριξη δια τον κόπον της αγρυπνίας:
Αποδεσμεύθηκε από τον μεγάλο Εσπερινό και τη στήριξη των πιστών “διά τον κόπον
της αγρυπνίας” και απέκτησε την έννοια του αγιασμού διά μεταλήψεως του
ευλογημένου άρτου, συνδεόμενη με τις εορτές (συνήθως τις οικογενειακές) και τις
μνήμες των πανηγυριζομένων Αγίων.
Στη σύγχρονη ενοριακή πράξη τελείται ή στο μέσον του
Εσπερινού μετά από μίαν υποτυπώδη Λιτή ή στο τέλος μετά τα Απολυτίκια, ή και
στο τέλος του Όρθρου (κακώς) ή και κάκιστα στο τέλος της θείας Λειτουργίας, αν
μη και τελείως ανεξάρτητα23».
Πάντως στα νεώτερα Τυπικά του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου και
Γεωργίου Βιολάκη, καίτοι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των, η τέλεσή της ορίζεται
αποκλειστικά στον Εσπερινό24.
Μάλιστα στο (χρονολογικώς αρχαιότερο) Τυπικόν του
Κωνσταντίνου διατάσσεται το «Θεοτόκε Παρθένε...» «κατά πάσαν εορτήν, Δεσποτικήν
τε και Θεομητορικήν, και παντός εορταζομένου Αγίου, ωσαύτως και εν τη
Διακαινησίμω εβδομάδι25».
Εντύπωση βέβαια προκαλεί η διάταξή της ακόμη και στις
πένθιμες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, (κατά τον Γ. Ρήγα όλως παραδόξως26)
εντός του πλαισίου της λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων, στις εορτές των
Αγίων Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου) και Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) μετά
τα αναγνώσματα του Τριωδίου και το «Κατευθυνθήτω27”».
Επίσης στην «Ερμηνεία εις εγκαίνια ναού» εν Κυριακή, εις
την αγρυπνίαν, διατάσσεται Αρτοκλασία μετά τα αναγνώσματα και την Εκτενή, οπότε
«ψάλλεται εξ αμφοτέρων των χορών το, «Θεοτόκε Παρθένε...» Οκτάηχον, μετά δε
ψάλλονται τα Απόστιχα28».
Η πλήρης διάταξή της όμως αποτυπώνεται στο Τυπικόν του
Γεωργίου Βιολάκη, το εν χρήσει σήμερα Τυπικόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου
(ΤΜΕ) όπως φαίνεται στην Προθεωρία § 11, όπου μετατίθεται από το τέλος του
Εσπερινού του Μοναστικού Τυπικού, στο μεταξύ της εκφωνήσεως «Είη το κράτος της
βασιλείας σου» και των Αποστίχων διάστημα και εξελίσσεται σε μια περισότερον
αυτοτελή μορφή, με την οποία είναι γνωστή σήμερα, ψαλλομένου «ενός κατ’ εκλογήν
Στιχηρού εκ της Λιτής».
Επίσης διευκρινίζεται ότι «εν τη Διακαινησίμω Εβδομάδι,
αντί του «Θεοτόκε Παρθένε...» (εκ του Τυπικού του Κωνσταντίνου) ψάλλεται το
«Χριστός Ανέστη» ενώ εν Τεσσαρακοστή προβλέπεται Αρτοκλασία μόνο κατά την εορτή
του Αγίου Χαραλάμπους.29».
Εις το εν χρήσει ΙΕΡΑΤΙΚΟΝ διατάσσεται ως εν τω ΤΜΕ.
Κανονικά λοιπόν, τηρουμένων των αναλογιών, το «Θεοτόκε
Παρθένε» δεν έχει σχέση με την Αρτοκλασία30.
Ούτε (κατά προσωπική άποψη, με βάση τα προαναφερθέντα) και
το «Χριστός ανέστη» κατά τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, αφού και τούτο ψάλλεται στην
Απόλυση του εσπερινού, καίτοι διατάσσεται από το ΤΜΕ31.
Ούτε και οι λοιπές δεήσεις και ευχές – ενίοτε δε επί των
ημερών μας με ατομικό αυτοσχεδιασμό και γενικό προσκλητήριο Αγίων στο «Δέσποτα
Πολυέλεε…» κλπ., αφού τα αιτήματα της Αρτοκλασίας έχουν ήδη αναπεμφθεί προς
Κύριον στις προηγούμενες δεήσεις και δη κατά την μεγάλη εκτενή του Εσπερινού.
Βέβαια εκεί που μοιάζει να ανατρέπονται όλα είναι στο
σημείο που ένιοι ιερείς (προς ανθρωπαρέσκεια;) ταυτίζουν «τους επιτελούντες την
αγίαν εορτήν και πανήγυριν ταύτην» με τους «προσφέροντες τα δώρα ταύτα» (sic)
αποκλειστικά!!!
Δηλαδή οι εορτάζοντες είναι όχι το σύνολο των πιστών (όλη η
Εκκλησία), αλλά μόνο οι προσφέροντες τους άρτους! Έτσι δηλ. έχουμε
«εορτάζοντες» και μη εορτάζοντες!
Αλλά οι ανωτέρω παρατηρήσεις θα ήταν ελλιπείς αν δεν
επεσημαίνετο ευθύς αμέσως η ζημία που έχει προκληθεί και ήδη παγιωθεί και επιτείνεται
στην ίδια τη δομή των ενοριακών ακολουθιών στις οποίες συνάπτεται, του
Εσπερινού, του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας, κυρίως δια του εξοβελισμού του
Βιβλικού στοιχείου.
Ως επακόλουθο, κατά τον καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη, «ο
πιστός στερείται ενός ουσιαστικού στοιχείου, χωρίς το οποίο η ευχαριστιακή
“κοινωνία” παραμένει ελλιπής32».
Στον μεν Εσπερινό α΄) δια της οριστικής εκτοπίσεως του α΄
Καθίσματος του Ψαλτηρίου ή του Μακάριος ανήρ στις Θεομητορικές εορτές και των
επισήμως εορταζομένων Αγίων, στοιχείο, το οποίο διατάσσει το ΤΜΕ33 και β΄) της
μεταθέσεως της Λιτής, όπως προανεφέρθη.
Στον Όρθρο επίσης δια της οριστικής κατάργησης α΄) του
Ψαλτηρίου και του Πολυελέου, διατασσομένων υπό του Τυπικού. (Γι’ αυτό και
ακούμε συχνά Πολυελέους στο Κοινωνικό)! β΄) των ωδών και των αντίστοιχων
βιβλικών αυτών στίχων.
Συνήθως στον Όρθρο ψάλλονται μόνο η πρώτη και τρίτη ωδή.
γ΄) της αχρησίας της επιδόσεως αγίου ελαίου στους πιστούς προς το τέλος της
Ακολουθίας, ως διατάσσεται στα Μηναία, τηρουμένης στο Άγιο όρος και στις
σλαβικές Εκκλησίες.
Πρόκειται για σεβασμία παράδοση, την οποία τηρούσαν παλιοί
ιερείς. δ΄) της Απολύσεως του Όρθρου.
Η δε μετάθεση και τέλεσή της στη θ. Λειτουργία έχει
χαρακτηρισθεί «οθνεία και εκτός τόπου και χρόνου…34» καθόσον προσβάλλει την
ίδια την ουσία του τελεσιουργουμένου Μυστηρίου: «Εάν πράγματι η θεία Λειτουργία
καλεί τους πιστούς να μεταφέρουν εκεί τις βιοτικές ανάγκες τους35» τότε είναι
παράλογο στην «τετελειωμένη θυσία όλων των θυσιών36» να συνάπτονται αμέσως μετά
το «Είη το όνομα Κυρίου...» οι δεήσεις, η κεφαλοκλισία, το «Δέσποτα
Πολυέλεε...» κ.λπ. της Αρτοκλασίας, ως εάν μη «ήνυσται και τετέλεσται...το της
οικονομίας μυστήριον», κατά τη θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου.
Φυσικά τα ονόματα των προσφερόντων τους άρτους, είναι
δυνατόν να μνημονευθούν στην Προσκομιδή, τη Μεγάλη Εκτενή, ή στα Δίπτυχα!
Κατά τον ίδιο λόγο παρέλκει η μετάθεσή της κατά την εορτή
της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στον Όρθρο: «...είναι τέτοια η θεολογική και
λειτουργική φύσις της εορτής αυτής, ώστε κάθε άλλη τελετή, που επισκιάζει ή που
έστω τίθεται παραλλήλως προς την ύψωσι, δεν χωρεί στο λειτουργικό της πλαίσιο.
Οι ιερείς μας στο σημείο αυτό πρέπει εγκαίρως να καθοδηγούν
τους πιστούς να φέρνουν τις τυχόν αρτοκλασίες των στον εσπερινό και να τις
ευλογούν τότε, κατά την αρχαία ορθή τάξη.
Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και κατά την Κυριακήν της
Σταυροπροσκυνήσεως…37» και της Πεντηκοστής, όπου μετά τη θεία Λειτουργία έπεται
η ακολουθία του Εσπερινού.
4. Θαυματουργικές ιδιότητες του αγιασμένου άρτου
Τέλος ας σημειώσουμε εδώ, ότι τα περισσότερα των αρχαίων
Τυπικών ομιλούν για «θαυματουργικές ιδιότητες της Αρτοκλασίας, του άρτου
εσθιομένου μετά πίστεως: Περί ιάσεως ψυχικών παθών και σωματικών νόσων διά της
λήψεως ηγιασμένου άρτου, καθόσον ούτος έχει διάφορα χαρίσματα – παύει πυρετούς,
διώκει φρίκην (ρίγος) κ.λπ.».
Βεβαίως η προσφορά των άρτων δέον να συνοδεύεται επίσης από
τα «έτερα είδη αρτοκλασίας, τουτέστιν τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον, τα
οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς ευλογίαν των αντιστοίχων οικιακών
αποθεμάτων και μάλιστα για την παρασκευή προσφόρου ή κολλύβων ο σίτος38».
5. Επαναφορά στη αρχική θέση
Σύμφωνα με τα παραπάνω φρονούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη
να επανέλθει και η ιεροτελεστία αυτή στην αρχική κανονική της θέση του
Εσπερινού, κατά τη διάταξη του Μοναστικού Τυπικού, μετά δηλ. το Θεοτοκίον των
Απολυτικίων – απαλλαγμένη από τα πρόσθετα νεωτερικά στοιχεία, τα οποία και την
αδικούν – ψαλλομένης επακριβώς και της Λιτής στον οικείο της τόπο (έστω με
ολιγότερα τροπάρια χάριν συντομίας, για τις Ενορίες39).
Επ΄αυτού ο προαναφερθείς τυπικολόγος Γ. Ρήγας αναφέρει τα
εξής: «Ευχής όμως έργον είναι και εις το ζήτημα αυτό να επικρατήσει η παλαιά
και κανονική διάταξις, καθ΄ήν η ευλόγησις των άρτων και η αρτοκλασία, χωρίς να
εξαρτηθεί εξ άλλης τελετής, γίνεται ευθύς μετά τα απολυτίκια του Εσπερινού,
αδιαφόρως αν προ των Αποστίχων της ημέρας εκείνης εψάλη ή όχι Λιτή40».
Ήδη η ευχή της ευλογήσεως περιλαμβάνει και τους
προσφέροντες τους άρτους και τον αγιασμό τους (βλ. κατωτέρω).
Με την υπάρχουσα δε δομή (όπως είναι στο ΤΜΕ) ας τελεσθεί
ως ατομική ακολουθία ανεξάρτητα από άλλες ακολουθίες εν τω ναώ ή εν οίκω, διότι
μόνο τότε δικαιολογείται.
Αν μάλιστα κατά τον μακαριστό Ι. Φουντούλη «θεωρηθεί ως
παλαιοτάτη λειτουργική πράξις και δη και υπόλειμμα των αγαπών των πρώτων
χριστιανών, διασώσασα προς τοις άλλοις και το αρχαίον όνομα της θείας
Ευχαριστίας (κλάσις του άρτου), ως και τον τρόπον κλάσεως και διανομής
αυτής41», τότε σίγουρα αδικείται στη σύγχρονη λειτουργική μας ευσέβεια.
Σε περίπτωση δε της κατ’ οικονομίαν τελέσεώς της στο τέλος
του Όρθρου, ή της θείας Λειτουργίας η ορθή πράξη, κατά τον μακαριστόν καθηγητή,
είναι να διαβαστεί μόνο η ευχή της ευλογήσεως των άρτων και να γίνει θυμίαση
αυτών, μετά το «Του Κυρίου δεηθώμεν».
Στη θεία Λειτουργία, μετά το «Δι’ ευχών» ή την Οπισθάμβωνο
ευχή42.
Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί και με
τη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου ή της φερομένης εορτής πέριξ του ναού και τη
διανομή του αντιδώρου και του άρτου στον αύλειο χώρο.
Ο προαναφερθείς τυπικολόγος Γ. Ρήγας, παραθέτει την τέλεσή
της κατά την «παλαιάν διατύπωσιν» ως εξής:
6. ΔΙΑΤΑΞΙΣ ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑΣ – Επίμετρο
Μετά το Νυν απολύεις και το Τρισάγιον, ψάλλονται τα
Απολυτίκια της ημέρας ούτως:
α΄) Εν Κυριακή: Το αναστάσιμον
Απολυτίκιον, Δόξα το αυτό, Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε» άπαξ. Εάν δε συμπέσει
και Άγιος εορταζόμενος, ψάλλεται το αναστάσιμον Απολυτίκιον, Δόξα του Αγίου,
Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε».
Εάν δε συμπέσει εν Κυριακή απόδοσις Δεσποτικής ή
Θεομητορικής εορτής, ή μεθέορτα, ή προεόρτια, άνευ εορταζομένου Αγίου, το
αναστάσιμον Απολυτίκιον, Δόξα της εορτής, Και νυν «Θεοτόκε Παρθένε».
Τέλος εάν συμπέσει μετά της αποδόσεως, ή των μεθεόρτων ή
προεορτίων και εορταζόμενος Άγιος, ψάλλεται το αναστάσιμον Απολυτίκιον, της
εορτής, Δόξα του Αγίου, Και νυν το Θεοτόκε Παρθένε.
β΄) Εκτός Κυριακής: Το Απολυτίκιον
του εορταζομένου Αγίου, Δόξα το αυτό, Και νυν «Θεοτόκε Παρθένε». Εάν δε
συμπέσωσι και μεθέορτα, ή προεόρτια, ή απόδοσις εορτής, το Απολυτίκιον της
εορτής, Δόξα του Αγίου, Και νυν το «Θεοτόκε Παρθένε».
γ΄) Εις τας Δεσποτικάς και
Θεομητορικάς εορτάς παραλείπεται το «Θεοτόκε Παρθένε», και ψάλλεται μόνον το
Απολυτίκιον της εορτής εκ γ΄. Εάν δε Θεομητορική εορτή συμπέση εν Κυριακή,
ψάλλεται το Αναστάσιμον Απολυτίκιον άπαξ, και το της εορτής δις.
Ψαλλομένων των Απολυτικίων εξέρχεται ο ιερεύς εκ του ιερού,
και ψαλλομένου του «Θεοτόκε Παρθένε», ή, κατά τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς
εορτάς του τρίτου Απολυτικίου της εορτής, θυμιά σταυροειδώς τους άρτους κατά
την ειθισμένην τάξιν.
Και ευθύς μετά την συμπλήρωσιν του «Θεοτόκε Παρθένε», ή του
τρίτου της εορτής Απολυτικίου, λαμβάνει ο ιερεύς ανά χείρας ένα των άρτων και
ευλογεί αυτούς λέγων εκφώνως την ευχήν “Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο
ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω,..”
Εάν δε είναι ανάγκη να μνημονεύση και ονόματα των
προσενεγκάντων τους άρτους αναφέρει αυτά εν τη ευχή μετά την φράσιν «καὶ
πλήθυνον αὐτὰ ἐν τω οίκω των παρασκευασάντων (δείνος και δείνος), εν τη πόλει
(ή τη αγία Μονή) ταύτῃ καὶ εἰς τὸν κόσμον σου ἄπαντα…».
Μετά την ευχήν λέγεται χύμα το Είη το όνομα Κυρίου τρις,
Δόξα και νυν, και αναγινώσκεται ο Ψαλμός Ευλογήσω τον Κύριον μέχρι του «ότι ουκ
έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις αυτόν». Ακολούθως ψάλλεται ο στίχος Πλούσιοι
επτώχευσαν άπαξ43. Ο ιερεύς μετά την ευχήν απέρχεται και ίσταται έμπροσθεν των
αγίων θυρών βλέπων προς δυσμάς.
Μετά δε την συμπλήρωσιν του Πλούσιοι επτώχευσαν λέγει
Ευλογία Κυρίου και έλεος αυτού. Είθ’ ούτως εάν μεν γίνεται Αγρυπνία, τίθεται η
κατάλληλος ανάγνωσις, και μετ’ αυτήν συνεχίζεται κατά τάξιν ο Όρθρος.
Ει δε μη ευθύς ο ιερεύς ποιεί την Απόλυσιν του Εσπερινού
λέγων «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα σοι. Χριστός ο αληθινός Θεός
ημών..44».
Αναφέραμε όμως προηγουμένως ότι και η ίδια η ευχή της
ευλογήσεως των άρτων έχει δεχθεί παρέμβλητα στοιχεία.
Παραθέτουμε εδώ την αρχική μορφή της κατά το Ιεροσολυμιτικό
Τυπικό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ὁ ευλογήσας τούς πέντε άρτους, και
πεντακισχιλίους χορτάσας, Αυτός ευλόγησον και τούς άρτους τούτους, τον σίτον,
τον οίνον και το έλαιον, και πλήθυνον αυτά εν τη αγία Μονή ταύτη, και εν τω
κόσμω σου άπαντι.
Και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς αγίασον. Ότι συ
ει ο ευλογών και αγιάζων τα σύμπαντα Χριστέ ο Θεός και σοι την δόξαν
αναπέμπομεν συν τω Πατρί…45».
Παραβάλλων την ως άνω ευχή με τη σημερινή της διάταξη στα
ΙΕΡΑΤΙΚΑ, ο Αρχιμ. Δοσίθεος σχολιάζει: «Πρόσχες ω ιερεύ, εις το απλούν της
ευχής και μη πρόσθετε εκ ζήλου τα περιττά «εν ερήμω – άνδρας – δούλους – τρέφων
– πληθύνων – συντηρών».46
Με αυτές τις σκέψεις παραδίδομε την παρούσα διαπραγμάτευση
του θέματος περί Αρτοκλασίας, ως ταπεινή λειτουργική και θεολογική μελέτη και
τοποθέτηση, εις τους έχοντας την ευθύνη αρμοδίους διευθετήσεως του ζητήματος.
* Η παρούσα μελέτη αφιερώνεται στη μνήμη του μακαριστού
Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας κυρού Ευγενίου.