Κυριακή τῆς Τυρινῆς ....
Ἀπόψε
ἠνοστάλγησα τά παλιά. Μέ παρασύρει ἡ μνήμη πολλά χρόνια πίσω· πόσα; καμιά ἑβδομηνταριά καί ... βάλε. ... Κυριακή
τῆς Τυρινῆς λοιπόν τοῦ 1951, 52; Ὅπως ἠσυνηθιζότανε ἠμαζευτήκαμε νωρίς, νωρίς ὅλοι
μας· ὁ πάπους ὁ Μανουήλης, ἡ γλυκειά ἡ
Γληόρα, οἱ θεῖοι καί οἱ θεῖες μας καί φυσικά οἱ γονεῖς μας, οἱ τρεῖς ἀδελφές
μου καί ὁ γάτης μας, ὁ γάτης τοῦ Πατέρα
μας ὁ Φίκος.. πού στά κρυφά ἤτρωε καί καμιά .... κλωτσά ἀπό τή Μάνα. Ἠμαζευτήκαμε νωρίς, γιατί ἠπεριμέναμε τίς
μουσκάρες, πού ἠκάνανε τίς ἐπισκέψεις τους νυκτερινές ὧρες κιʾ ἐμεῖς ἠφοβουμαστόνε γιατί τά πειράγματά τους καί τά ἀστεῖα
τους, ἦταν πολλές φορές ... βάρβαρα.. Νωρίς τό βραδυνό μας, λοιπονί, γιά νά μή
μᾶς φᾶνε καί τά φαγιά μας. Τό μαερειό μας γεμάτο. Στρωμμένο τό τραπέζι μέ τό ὁλοκάθαρο
φρεσκοπλυμένο (μπουγάδα στό κοφίνη μέ θολόστακτο) τραπεζομάντηλο καί
σερβιρισμένη ἡ μοναδική μακαρονάδα μέ μπόλικο ντόπιο τυρί, κατευθεία ἀπό τή
μάντρα τοῦ Γιαγκάκι. Δέν ἔλειπαν ἡ φρέσκια μηζύθρα, τά ἁρμυρά, ἡ ὁλόχρυση καί
παχειά, παχειά ρέγγα καί βέβαια τά βραστά αὐγά. Γιά τούς μεγάλους ἦταν ἀπαραίτητο
καί τό γνήσιο κεχριμπαρένιο κρασάκι πού τό φτιάχνε ὀ πατέρας μου. Νά μήν ξεχάσω
καί τό ὁλόγλυκο σταρένιο ψωμί πού τό ζυμώνανε καί τό φουρνίζανε ἡ γλυκειά μου
μέ τή μάνα μου καί τή θεία μου στό φοῦρνο μας, μέσα στό μαερειό μας (ἄλλη ἱεροτελεστία...).
Ἡ
μάνα μου μᾶς παρότρυνε συνέχεια: «Μωρέ, φᾶτε, μήν ἀφήσετε τίποτα, γιατί ἀπό αὔριο,
Καθαρή Δευτέρα, ἀρχίζει ἡ μεγάλη νηστεία τῆς Σαρακοστῆς, καί δέν τρῶμε ἁρτίσημα.
Εἶναι ἁμαρτία νά πετάξουμε τά φαγιά..». Τότε,
ὅπως μᾶς ἔκανε κάθε χρόνο, μᾶς μπούκωσε
στό στόμα, ἕνα βραστό αὐγό, κιʾ αὐτό ἀπό τίς ὄρνιθες πού ἠτρέφαμε
στήν αὐλή μας. Τό αὐγό αὐτό εἶχε τόν συμβολισμό του. Μέ τό ἄσπρο αὐγό ἡποκριώναμε,
μέ τό κόκκινο αὐγό ἠκαταλύαμε τή Νηστεία καί ὑποδεχόμασταν τό Πάσχα. Μάλιστα, ἡ φοβέρα ἦταν ὅτι, ὅ,ποιος φάει αὐγό,
ἤ ἄλλο μή νηστίσιμο φαΐ, «θάρθει ἡ
κουρούνα νά τοῦ βγάλει τό μάτι. Ἠφάαμε τοῦ σκασμοῦ! Ἠπριστήκαμε! Δέν ἠπήαινε πιά, τίτοτα κάτω. Ἠποφάαμε καί ἠπήαμε
νά σηκωθοῦμε γιά νά πέσουμε νά κοιμηθοῦμε..
«Ποῦ πᾶτε; τό κεφάλι τῆς ρέγγας κανείς δέν τό θέλει; εἶναι ἁμαρτία νά τό
πετάξουμε· κάποιος πρέπει νά τό φάει».
Κανένας δέν ἤπλωσε τό χέρι του νά τό πάρει (ποῦ ἄλλες φορές). Παρά τίς
διαμαρτυρίες της, κανείς μας δέν ἤθελε νά τό ξεκοκκαλίσει. Ἀφοῦ ἠφήανε οἱ
καλεσμένοι ἠπέσαμε γιά ὕπνο στόν τεράστιο κρέββαθο πού ἦταν κατασκευασμένος άπό
σανίδες στηριγμένης πάνω σέ δυό στρίποδα. Τό στρῶμα φτιαγμένο ἀπό σακκούλια τοῦ
ρυζιοῦ, γεμάτα μέ ἕνα εἰδικό χόρτο, τό στρωσόχορτο, πού φύτρωνε στό Τραουνήσι.
Στόν ἴδιο χῶρο ἦταν καί τό κρεββάτι τῶν
γονιῶν μας. Ὅλα σέ ἕνα χῶρο· κρεββάτια, ἕνα τραπέζι πού διαβάζαμε μέ τή
λάμπα πετρελαίου, ἕνας σουφρᾶς πού ἠτρώαμε καθισμένοι στά σκαμνάκια, λίγες
καρέκλες, μιά κασέλα, ἡ παραστιά, ὁ φοῦρνος, ἡ πιατόγουρνα, ἡ πιατοθήκη, τό
καφάσι, δηλαδή τό ψυγεῖο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (ἀλλοῦ τό λέγανε Φανάρι) κρεμασμένο
ἀπό ἕνα σκάλεθρο, κατασκευασμένο ἀπό διάτρητη (γιά νά πέρνουν ἀέρα τά
φαγιά) μέ σχήματα καί μέ ὡραῖες
ζωγραφιές λαμαρίνα, ἕνα ντουλάπι πού ἔκρυβε ἡ Μάνα τά γλυκά γιά τούς πουσαφίριδες
(σταφύλι, νεράτζι κ.λ.π. πού πολλές φορές κλέβαμε καί ἀπό μιά κουταλιά), ἡ
λαΐνα μέ τό νερό ἀπό τόν Κοσκινᾶ, ἡ γαζέρα, τά λακανίδια, τά τσουκάλια ἀπό τό
διπλανό μας καμίνι τοῦ Γιακουμή καί τοῦ Φίλιππα
Κωνσταντᾶ καί ἕνα σωρό ἄλλα χρειώδη τρυπωμένα κυρίως κάτω ἀπό τό
κρέβαθο. Φυσικά δέν ἔλλειπε καί τό πιό ἀπαραίτητο, τό ἀγγειό!
Λοιπονί,
ἠφάαμε καί ἠπέσαμε ξεροί γιά ὕπνο. Μέσα στό βαθύ μας τό ὕπνο, κοντά στά
μεσάνυχτα, ἠκούσαμε θόρυβο. Ἠτρομάξαμε. Ἠθαρούσαμε πώς ἦταν μουσκάρες. Ἠνεσηκωθήκαμε
καί τότε εἴδαμε μιά σκιά κοντά στό καφάσι. «Μή φοβᾶστε, σωπᾶτε, κοιμηθεῖτε· ἐγὠ
εἶμαι». Ξύπνησε καί ὁ πατέρας: «Τί ἔπαθες;» «Νά μωρέ Γιαννιό, ἁμαρτία δέν εἶναι
νά πετάξουμε τό κεφάλι; αὔριο ξημερώνει Καθαρή Δευτέρα, δέν θά μποροῦμε νά τό φᾶμε.
Καί μιά πού μετάπνησα, εἶπα νά τό φάω, νά μήν πάει χαμένο».
Αἰωνία σου ἡ μνήμη Μάνα! Ἤσουν αὐστηρή, ἀλλά γεμάτη ἀπό
θυσιαστική ἀγάπη!
Τήν εὐχή σου νἄχουμε.
Καλή Σαρακοστή! Καί προσοχή ἡ κουρούνα ....
παραμονεύει!!