Ἡ Σταύρωση νικᾶ τὸν θάνατο
Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ δὲν εἶναι μία ἀποτυχία ποὺ ἀποκαταστάθηκε κάπως μετὰ τὴν Ἀνάστασή του. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πάνω στὸ Σταυρὸ εἶναι μία νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μία ἀπάντηση μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: Ἡ νίκη τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης. «Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη... ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην» (Ἆσμα Ἀσμ. 8, 6-7).
Ὁ Σταυρὸς μᾶς δείχνει μίαν ἀγάπη ποὺ εἶναι δυνατὴ σὰν τὸ θάνατο, μίαν ἀγάπη ἀκόμη πιὸ δυνατή.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης κάνει τὴν εἰσαγωγὴ τῆς διήγησής του γιὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὸ Πάθος μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «..ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» ( Ἰω. 13, 1). Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο λέει εἰς τέλος, ποὺ σημαίνει «ὣς τὸ τέλος», «ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο». Κι αὐτὴ ἡ λέξη τέλος ἐπαναλαμβάνεται ἀργότερα στὴν τελευταία κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρό:
«Τετέλεσται» ( Ἰω. 19, 30). Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐννοηθεῖ ὄχι σὰν κραυγὴ αὐτοεγκατάλειψης ἢ ἀπόγνωσης, ἀλλὰ σὰν κραυγὴ νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, ἐκπληρώθηκε!
Τί ἐκπληρώθηκε; Ἀπαντᾶμε: Τὸ ἔργο τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης, ἡ νίκη τῆς ἀγάπης πάνω στὸ μίσος. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεός μας, ἀγάπησε τοὺς δικούς του ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο. Ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε τὸν κόσμο, ἀπὸ ἀγάπη γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ ἀγάπη πῆρε πάνω του τὴ διασπασμένη ἀνθρώπινη φύση μας καὶ τὴν ἔκανε δική του. Ἀπὸ ἀγάπη ταυτίστηκε μ’ ὅλη μας τὴν ἀπελπισία. Ἀπὸ ἀγάπη πρόσφερε τὸν ἑαυτό του θυσία, διαλέγοντας στὴ Γεθσημανῆ νὰ πάει ἑκούσια πρὸς τὸ Πάθος του: «...τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων... οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ» ( Ἰω. 10: 15, 18).
Ἦταν θεληματικὴ ἀγάπη κι ὄχι καταναγκασμὸς αὐτὸ ποὺ ἔφερε τὸν Ἰησοῦ στὸ θάνατό του. Στὴν ἀγωνία του μέσα στὸν κῆπο καὶ στὴ Σταύρωσή του οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ ἐπιτίθενται μ’ ὅλη τους τὴν ὁρμή, ἀλλὰ δὲν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν τὴ συμπόνια του σὲ μίσος﮲ δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀγάπη του νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι ἡ ἴδια.
Ἡ ἀγάπη του δοκιμάζε ται ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο, ἀλλὰ δὲν καταπνίγεται. «Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» ( Ἰω. 1, 5). Στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ κάποιο Ρῶσο ἱερέα, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ὁ πόνος ἔχει καταστρέψει τὰ πάντα. Ἕνα μόνο πράγμα ἔχει μείνει σταθερό, ἡ ἀγάπη.»
Ὁ Σταυρὸς σὰν νίκη μᾶς θέτει τὸ παράδοξο τῆς παντοδυναμίας τῆς ἀγάπης. Ὁ Dostoevsky πλησιάζει τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ μὲ μερικὰ λόγια, ποὺ βάζει στὸ στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ:
Μπροστὰ σὲ μερικὲς σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστὰ στὴ θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀναρωτιέται ἂν θὰ τὴν πολεμήσει μὲ βία ἢ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη.
Πάντα ν’ ἀποφασίζεις: «Θὰ τὴν πολεμήσω μὲ ταπεινὴ ἀγάπη». Ἂν ἀποφασίσεις πάνω σ’ αὐτὸ μιὰ γιὰ πάντα, μπορεῖς νὰ κατακτήσεις ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μία τρομερὴ δύναμη: εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σὰν κι αὐτή.
Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μία τρομερὴ δύναμη﮲ ὅποτε θυσιάζουμε κάτι ἢ ὑποφέρουμε ὄχι μ’ αἴσθηση ἐπαναστατικῆς πίκρας, ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή μας καὶ ἀπὸ ἀγάπη, αὐτὸ μᾶς κάνει πιὸ δυνατοὺς κι ὄχι πιὸ ἀδύνατους. Αὐτὸ σημαίνει προπάντων στὴν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀδυναμία του ἦταν ἀπὸ δύναμη», λέει ὁ ἅγ. Αὐγουστίνος. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὄχι τόσο πολὺ μέσα στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἢ μέσα στὰ θαύματά του, ὅσο στὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ἀγάπη ὁ Θεὸς «ἐκένωσεν ἑαυτόν» (Φιλ. 2, 7), πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, μὲ γενναιόδωρη αὐτοδιάθεση, μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη ἐκλογὴ συγκατανεύοντας νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ πεθάνει. Κι αὐτὸ τὸ ἄδειασμα τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι συνάμα μία πλήρωση:
ἡ κένωση εἶναι πλήρωση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ποτὲ τόσο δυνατός, ὅσο ὅταν βρίσκεται στὴν ἔσχατη ἀδυναμία. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑποκειμενικὰ συναισθήματα ποὺ ἐπηρεάζουν τὸ ἐσωτερικὸ σύμπαν αὐτῶν ποὺ τὰ αἰσθάνονται, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀντικειμενικὲς δυνάμεις ποὺ ἀλλάζουν τὸν κόσμο ἔξω ἀπὸ μᾶς.
Ἀγαπώντας ἢ μισώντας τὸν ἄλλο, τὸν κάνω, ὣς ἕνα σημεῖο, νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἐγὼ βλέπω μέσα του. Ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ζωὲς ὅλων γύρω μου, ἡ ἀγάπη μου εἶναι δημιουργική, ἔτσι ὅπως τὸ μίσος μου εἶναι καταστροφικό. Κι ἂν αὐτὸ ἀληθεύει γιὰ τὴ δική μου ἀγάπη, ἀληθεύει σὲ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἔκταση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ νίκη τῆς γεμάτης πόνο ἀγάπης του πάνω στὸ Σταυρὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παράδειγμα γιὰ μένα ποὺ μοῦ δείχνει τί θὰ μποροῦσα νὰ πετύχω ἐγὼ ὁ ἴδιος ἂν μποροῦσα νὰ τὸν μιμηθῶ μὲ τὶς δικές μου δυνάμεις.
Πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτό, ἡ πονεμένη του ἀγάπη ἔχει πάνω μου ἕνα δημιουργικὸ ἀποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας τὴν καρδιά μου καὶ τὴ θέλησή μου, ἐλευθερώνοντάς με ἀπὸ τὰ δεσμά, ὁλοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατὸ γιὰ μένα ν’ ἀγαπῶ μ’ ἕνα τρόπο ποὺ θὰ ἦταν τελείως πέρ’ ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου, ἂν πρῶτα δὲν εἶχ’ ἀγαπηθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Γιατὶ μέσα στὴν ἀγάπη ταυτίστηκε μαζί μου﮲ καὶἡνίκη του εἶναι νίκη μου. Κι ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ εἶναι πράγματι, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἕνας «ζωοποιὸς θάνατος». Ἑπομένως ἡ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ θάνατος ἔχουν ἀντικειμενικὴ ἀξία﮲ ἔκανε γιὰ μᾶς κάτι ποὺ θὰ ἤμασταν τελείως ἀνίκανοι νὰ κάνουμε δίχως αὐτόν. Ταυτόχρονα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπέφερε «ἀντὶ γιὰ μᾶς», ἀλλ’ ὅτι ὑπέφερε γιὰ χάρη μας. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπ’ τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μας σὰν τὴ δική του. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει ἕνα δρόμο ποὺ παρακάμπτει τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ ἕνα δρόμο μέσα ἀπ’ αὐτήν﮲ ὄχι ὑποκατάσταση, ἀλλὰ λυτρωτικὴ συμπόρευση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ γιὰ μᾶς. Ἂν τὴ συνδέσουμε μὲ τὴν Ἐνσάρκωση καὶ τὴ Μεταμόρφωση ποὺ προηγήθηκε, καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ –γιατὶ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀχώριστα μέρη μιᾶς μοναδικῆς πράξης ἢ «δράματος»– ἡ Σταύρωση πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὰν ὕψιστη καὶ τέλεια νίκη, θυσία καὶ πρότυπο.
Καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἡ νίκη, ἡ θυσία καὶ τὸ πρότυπο εἶναι τῆς ἀγάπης ποὺ πάσχει.
Ἔτσι βλέπουμε τὸ Σταυρό: Τὴν τέλεια νίκη τῆς ταπείνωσης ποὺ ξέρει ν’ ἀγαπάει πάνω στὸ μίσος καὶ τὸ φόβο﮲ τὴν τελεία θυσία ἢ τὴν ἑκούσια αὐτοπροσφορὰ τῆς συμπόνιας ποὺ ξέρει ν’ ἀγαπάει﮲ τὸ τέλειο πρότυπο τῆς δημιουργικῆς δύναμης τῆς ἀγάπης.
Μὲ τὰ λόγια τῆς Julian τοῦ Norwich: Θά ’θελες νὰ μάθεις τὸ νόημα τοῦ Κυρίου σου πάνω σ’ αὐτὸ τὸ πράγμα;
Μάθε το καλά: Ἡ ἀγάπη ἦταν τὸ νόημά του. Ποιός στὸ ἔδειξε; Ἡ ἀγάπη. Τί σοῦ ἔδειξε ἐκεῖνος; Ἀγάπη. Γιατί στὸ ἔδειξε; Ἀπὸ ἀγάπη. Κρατήσου ἀπ’ αὐτὸ καὶ θὰ μάθεις περισσότερα. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ξέρεις οὔτε θὰ μάθεις μέσα σ’ αὐτὸ τίποτ’ ἄλλο. Τότε εἶπε ὁ καλός μας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός: Εἶσαι εὐχαριστημένος ποὺ ὑπέφερα γιὰ σένα; Εἶπα: Ναί, Κύριέ μου, σ’ εὐχαριστῶ﮲ ναί, Κύριέ μου, ἂς εἶσαι εὐλογημένος. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριος: Ἂν ἐσὺ εἶσαι εὐχαριστημένος, εἶμαι κι ἐγὼ εὐχαριστημένος: εἶναι μιὰ χαρά, μιὰ εὐδαιμονία, μιὰ ἀτέλειωτη ἱκανοποίηση γιὰ μένα τὸ ὅτι κάτι ὑπέφερα γιὰ σένα﮲ κι ἂν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω περισσότερο, θὰ ὑπέφερα περισσότερο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὀρθόδοξος δρόμος» , ἐκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν.
Ἀναδημοσιευμένο στὸ τχ 225 (Ἀπρίλιος 2011) τοῦ περιοδικοῦ Πειραϊκὴ Ἐκκλησία