Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν
μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο
αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι” αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ” όλες τις εποχές.
Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή
χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν
τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής
τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.
Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση,
γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή
εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι
των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται
μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.
Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο
ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και
ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει
εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί
σωστά.
Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις,
από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες
επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας».
Μ” ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε
φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται
στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε
όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;
Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι
μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το
επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν
ολόκληρη πρόταση;
Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά
μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ” αυτή
τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα,
τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν
λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;
Αυτά είναι ακατανόητα και γι” αυτόν που τα γράφει και γι” αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και
σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν
τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν
καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη
«ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους
άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει
καλά αυτό που λένε.
Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό.
Πάντως μ” αυτά και μ” αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και
καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.
θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών,
γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των
κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε
τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να
μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την
οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα
κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού
δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;
Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του,
αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται
ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην
πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές
της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή
δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η
συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν
τους μοντέρνους ποιητές.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας,
ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο
εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η
ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής
που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;
Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους.
Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ” όσο
μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ” όσο γράφουν, και να περνούν κάθε
πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να
είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος.
Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα
συναφή.Μέσα σ” αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε
αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και
νεο-ορθόδοξοι.
Το κείμενο είναι του συγγραφέα Ντίνου Χριστιανόπουλου και αποτελεί
διασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον επίσης συγγραφέα Περικλή
Σφυρίδη («Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων»,
πρώτη έκδοση 1990).
Ένα εξαιρετικό κείμενο, με τη μοναδική γραφή του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Πηγή:
penna.gr
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: https://www.newsitamea.gr/