Κοράκιασα από τη δίψα.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια
μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν
μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το
χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε
λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και
ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή
από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να
αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι
ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας
και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό»
αυτό νερό.Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την
άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας
έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και
λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα,
και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την
αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο
ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή
θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να
σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της
πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο
φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον
οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω
την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το
νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους
είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε
και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και
σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα. Όμως, το φίδι αυτό ήταν του
θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον
κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας
προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το
μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον
έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «
Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας...
Ο κλέψας του κλέψαντος.
Αρχαία ελληνική έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν
για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε
να εξαπατήσει άλλον απατεώνα.
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.
Φράση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα. Κατά την διάρκεια του
Τρωικού πολέμου, O Λαοκόων ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα,
προειδοποίησε τους συμπατριώτες του Τρώες, (μάταια) να μη δεχθούν το δώρο που
πρόσφεραν οι Έλληνες -οι Δαναοί- στους Τρώες, όταν υποτίθεται ότι αποφάσισαν να
τερματίσουν την πολιορκία τους. To προκείμενο δώρο ήταν, εννοείται, ο Δούρειος
ίππος. Δώρο που αποδείχθηκε θανάσιμο και καταστροφικό για τους Τρώες, και την
αγαπημένη τους πόλη, την Τροία.
ο Αχιλλέας περιφέρει το άψυχο κορμί του Έκτωρα
Καβάλησε το καλάμι.
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το
έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του
και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι.
Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον
παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του
και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις
μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για
κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
Σε τρώει ή μύτη σου, ξύλο θα φας.
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος,
ήταν προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα
στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη,
θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρωει το χέρι μου
χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι
όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα
αφτιά και στη μύτη. Κάποτε για παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ
έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς
να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το
συμβούλιο.- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον
Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία...Οι Σπαρτιάτες πίστευαν
ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί
πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν,
για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση : «η
μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
Πράσσειν άλογα.
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λεει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας
ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: « Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά
είναι αηδίες και πράσσειν άλογα»...Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι
πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία ελληνική
έκφραση...Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και
«πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το
«πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό
«λόγος» που σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό
μπροστά. Α-λογο το παράλογο, δηλαδή ,Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς
παράλογα πράγματα...
Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη.
Σ' έναν από τους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος
νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο
καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε
ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε
περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο.
Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο
τσουχτερό. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: « μία χελιδών
έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία
ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ' ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει,
ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ' ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».
Κροκοδείλια δάκρυα.
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται και βγάζει κάτι
παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Έτσι, αυτοί
που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κάποιο παιδάκι και τρέχουν να το
βοηθήσουν... Ο κροκόδειλος τότε επιτίθεται ξαφνικά και σκοτώνει το θύμα του.
Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος, οι Έλληνες όμως έμαθαν για
αυτόν από τους Φοίνικες εμπόρους, που τους γέμιζε με τρόμο και θαυμασμό για την
δύναμη και την πανουργία του κροκόδειλου . Έτσι λοιπόν, παρόλο που στην Ελλάδα
δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι' αυτούς
που ψευτόκλαινε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
Άρες μάρες κουκουνάρες.
Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι
Κατάρα Κατ-άρα Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο
προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε
-αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες
(κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;)και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την
λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!
Ο 'Υλας και οι Νύμφες John William Waterhouse
Αναγκαίο κακό.
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ' ένα στίχο του Μένανδρου (342-291
π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «...εάν τις την
Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ' αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να
το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον
κακόν». Σ' ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για
τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος
εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι
το αιώνιο αναγκαίο κακό