Παρασκευή 23 Απριλίου 2021
Πέμπτη 22 Απριλίου 2021
Τετάρτη 21 Απριλίου 2021
Όσιος Γρηγόριος ο Γραβανός
Τη 22α του αυτού μηνός μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών
Γρηγορίου του Γραβανού († 1812).
Γεννήθηκε στο νησί του Αιγαίου πέλαγους Νίσυρο. Υπήρξε και αυτός μέλος των αγίων Κολλυβάδων. Από το Άγιον Όρος, που ασκήθηκε επί έτη, ακολούθησε τον Γέροντά του όσιο Νήφωνα († 1809) και μέσα από τα νησιά Νάξο, Σάμο και Πάτμο κατέληξε στο νησί Λειψώ των Δωδεκανήσων. Εκεί ίδρυσαν ησυχαστήριο προς τιμή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Λόγω επιδρομών των πειρατών καταφεύγουν στους Φούρνους και κατόπιν στην Ικαρία.
Αναχωρεί και από εκεί ο Γρηγόριος και μεταβαίνει στην Πάτμο. Εκεί συναντάται με τον άγιο Μακάριο τον Νοταρά και συνασκείται επί έτη στο Κάθισμα της Παναγίας της Κουμάνας. Αργότερα μετώκησε στην θέσι Γραβά, από όπου και το προσωνύμιό του Γραβανός, και έκτισε Κάθισμα με ναό προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η φήμη του ως ασκητή και πνευματικού δεν άργησε να διαδοθή έξω από την Πάτμο. Πολλοί έφθασαν έως εκεί, για να καταθέσουν στο πετραχήλι του το βάρος των αμαρτιών τους. Μεταξύ των εξομολογουμένων του ήταν και ένας μεγάλος ληστής.
Σε μεγάλη ηλικία από διάφορες περιστάσεις αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Ικαρία. Στην εκεί μονή του Ευαγγελισμού αναπαύθηκε και τάφηκε στις 22 Απριλίου 1812. Στο μοναχολόγιο της ιεράς μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου αναφέρεται: «1812 Απριλίου 22 ετελεύτησεν ο συνάδελφος ημών εν Ιερομονάχοις κυρ Γρηγόριος ο και ασκητής, όστις του Γραβά τα κτήρια έκτισεν, εκ της νήσου Νισύρου, θανάτω φυσικώ, εν τη νήσω Ικαρία. Εις τους 1815 έγινεν η ανακομιδή του άνωθεν, όστις και ηγίασεν, ποιούντα θαύματα εις πολλούς τα ιερά αυτού λείψανα».
Η μνήμη του τιμάται τη Β΄ Κυριακή Ματθαίου μετά των εν Πάτμω Αγίων.
ΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/
Φωτο: Ὁ ΠΑΤΜΙΟΣ"
Δευτέρα 19 Απριλίου 2021
Χιόνης Σπύρος
Ἦταν πολὺ κουραστικὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Εἶχε, ἐξάλλου, πολὺ καιρὸ νὰ τὸ κάνει. Θυμόταν τὸν ἑαυτό του στὸ Λύκειο, ὅταν πῆγε νὰ ἐπισκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ γιαγιά του, τὴν κυρὰ-Θοδόσαινα στὰ Τρόπαια τῆς Γορτυνίας.
Καὶ τώρα, τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς, νὰ ποὺ ξαναπαίρνει τὸν ἴδιο δρόμο. Τί τὸν ἔκανε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ «Βαβυλώνα τὴ μεγάλη»; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε.
Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο, πὼς πνιγόταν. Πνιγόταν ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα, τοὺς γονεῖς, ἀπ’ ὅλους. Ἔνιωθε πὼς κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει κοινωνὸς στὴν ἀναζήτησή του γιὰ πλέρια ἀλήθεια καὶ γνησιότητα.
Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ χριστιανική του παρέα τὸν ἔπνιγε. Ὅλοι τους ἦταν τακτοποιημένοι, ὅλοι τους εἶχαν ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπὸ κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ ‘κεῖ. Μὰ αὐτός… Αὐτὸς ἦταν διαφορετικός.
Δὲν βολευόταν σὲ σχήματα καὶ σὲ κουτάκια. Ἤθελε νὰ βιώσει τὸν Χριστιανισμὸ ἀληθινά, ὄχι κίβδηλα. Νὰ μπεῖ στὸ νόημα παρευθὺς καὶ ὄχι νὰ καμαρώνεται τὸν εὐσεβῆ.
Ἐξάλλου, τοῦ φαινόταν τόσο ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνόητο νὰ υἱοθετήσει μιὰ τυποκρατικὴ καὶ εὐσεβιστικὴ χριστιανικὴ βιωτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια του ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμφυτη τάση του γι’ ἀναζήτηση, γιὰ ψάξιμο καὶ ψηλάφηση τοῦ ἀληθινοῦ τὸν ὠθοῦσε πρὸς μιὰ ἄλλη ζωή.
Μά, πόσο δύσκολο ἦταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε πὼς εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Τὸ κεφάλι του πήγαινε νὰ σπάσει…
Πάω στὴ γιαγιά μου στὰ Τρόπαια, φώναξε μιὰ μέρα στὸ σπίτι καὶ ἀφήνοντας πίσω του φωνὲς γιὰ μαθήματα καὶ ἐξετάσεις, μήτε ὁ ἴδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στὸ λεωφορεῖο.
Καὶ νὰ ποὺ ζύγωνε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Ντάλα ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἀπὸ παντοῦ νὰ ‘ρχονται χίλιες εὐωδιὲς ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη, ἀρκαδικὴ φύση.
Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἄμοιρος νὰ ρουφήξει λίγο βουνίσιο ἀέρα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ γνώριμη τσιριχτὴ φωνὴ τῆς γειτόνισσας:
– Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ἦρθε ὁ Ἀλέκος!
Τὴν
ἑπόμενη στιγμὴ εἶδε νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ πλινθόκτιστο σπιτάκι ἡ γιαγιὰ
του σκουπίζοντας τὰ παχουλά της χέρια στὴν ποδιά της καὶ λέγοντας:
– Καλῶς τὸν πασά μου, καλῶς τὸν γιόκα μου, καλῶς ἦρθες, Ἀλέκο μου! Κι ἀμέσως βρέθηκε στὴν ἀγκαλιά της.
Τί ἦταν αὐτό; Σὰ νὰ μπῆκε σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, σὰ νὰ τοῦ ‘φύγε ὅλη ἡ
ἀντάρα τοῦ μυαλοῦ του. Ξαφνικὰ ἀδείασε καὶ τὴν ἀγκαλίασε κι αὐτός.
– Καλῶς σὲ βρῆκα, γιαγιά.
– Κοπίασε, γιέ μου, νὰ ξαποστάσεις.
Μόλις μπῆκε στὸ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τὸν συνεπῆρε ἡ μυρωδιὰ τῆς σπανακόπιτας καὶ τοῦ λιβανιοῦ. Σίγουρα ἡ γιαγιὰ εἶχε φουρνίσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀκόμη καὶ εἶχε λιβανίσει τὸ σπίτι τρεῖς- τέσσερις φορές.
– Πάλι λιβάνι γιαγιά;
– Ἄ! Ὅλα κι ὅλα, ἅμα δὲν κάνω τὰ θεοτικά μου τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
– Καὶ σὰν τί λές;
– Μνήσθητί μου, Κύριε! Ὅ,τι λέει ἡ Σύνοψη.
– Καὶ τὰ ἐννοεῖς;
–
Γιέ μου, αὐτὰ εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς νὰ τὰ ἐννοήσει; Ἀλλὰ μὴ
γνοιάζεσαι, σὰ δὲν καταλαβαίνω ἐγώ, νογᾶ ὁ Θεὸς καὶ βλέπει τὸν κόπο μου,
νογᾶ κι ὁ Διάολος καὶ καίγεται.
– Χμ, καλὰ τὰ λές, εἶπε συγκαταβατικά.
– Στάσου, νὰ σοῦ φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὴν κουζίνα, τὸ βασίλειό της.
Ὁ Ἀλέκος ἔμεινε μόνος του στὸ καθιστικό. Αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ζεστὰ ἐκεῖ, μολονότι ἤξερε πώς, ἐὰν ἔκανε τὴ ζωὴ τῆς γιαγιᾶς του σὲ τοῦτο τὸ χωριό, σίγουρα θὰ τρελαινόταν.
Ἡ καημένη! Δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια της. Μέρα – νύχτα τὸ διάβαζε. Ὅταν λέει «γιαγιὰ Μαριγῶ» τοῦ ‘ρχεται πάντα ἡ ἴδια εἰκόνα στὸ μυαλό: Μιὰ γριούλα παχουλή, μὲ σφιχτοδεμένο κότσο νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα καὶ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ψιθυριστά.
Δυστυχῶς, ἡ γιαγιὰ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ Φιλοσοφία. Θυμᾶται μιὰ φορὰ ποὺ τῆς ἀνέφερε τὸν Heidegger. Τὸν κοίταξε μὲ τρόμο στὰ μάτια καὶ εἶπε:
– Παναγιά μου, οἱ Γερμανοί, ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν Ἑλλάδα μας!
Ἡ καημένη ἦταν ἀδαής. Δὲν ἀναζητοῦσε καμιὰ ἀλήθεια. Δὲν σκοτιζόταν γιὰ καμιὰ ψυχολογικὴ σχολή.
Ὁ Ἀλέκος ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοῖχο, ἀμέτρητες εἰκόνες. Ἡ γιαγιὰ εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς οἰκογένειας.
– Γιαγιά, τί τὶς θὲς τόσες εἰκόνες;
– Μνήσθητί μου, Κύριε! Καὶ πῶς θὰ παρακαλέσω τὸν Ἁγιαλέξανδρο, σὰν δὲν ἔχω τὴν εἰκόνα του;
Ἄσε τὸ ἄλλο, κάθε φορὰ ποὺ γιορτάζει Ἅγιος μὲ εἰκόνα, τὸ σπίτι ἔχει πανηγύρι .Ἄσε ὅμως αὐτά, πές μου τὰ δικά σου, παλικάρι μου.
Καὶ τότε, ἄγνωστο γιατί, ὁ Ἀλέκος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ του ὅπως δὲν τὴν εἶχε ἀνοίξει ποτέ, οὔτε στὸν πνευματικό του, οὔτε καὶ στοὺς γέροντες στὸ Ἅγιο Ὅρος ὅπου βρισκόταν συχνὰ – πυκνά.
Τῆς εἶπε γιὰ τὶς ἀγωνίες του, τὴ βασανιστική του πορεία γιὰ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, τὴν προσπάθεια ἐλευθερώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς συμβατικότητας καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ, ὥστε νὰ ‘ρθεῖ σὲ κοινωνία ἀληθινὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον.
Τῆς εἶπε ἀκόμη γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβῆ ποὺ τὸν στοιχειώνει ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Τῆς εἶπε, τῆς εἶπε, τῆς εἶπε … καὶ τί δὲν τῆς εἶπε. Ἀκολούθησε μία μεγάλη παύση.
Ἡ κυρὰ-Θοδόδαινα ἔκανε τὸν σταυρὸ της ἀργὰ – ἀργὰ καὶ εἶπε:
–
Μνήσθητί μου, Κύριε! Δὲν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μοῦ τὰ λές, ματάκια
μου. Καὶ θαρρῶ πὼς τὰ ‘χεις καὶ στὸ μυαλό σου μπερδεμένα. Εὐαγγέλιο
διαβάζεις;
– Ὁρίστε;
– Ἐκκλησία πᾶς;
– Δὲν καταλαβαίνω …
– Τὴν προσευχή σου τὴν κάμεις;
– Τί ἐννοεῖς, γιαγιά;
– Τὸν πλησίον σου τὸν συντρέχεις;
– Θαρρῶ πὼς δὲ μὲ κατάλαβες.
– Ἂχ παιδάκι μου, ἐσὺ ἐννοεῖς νὰ καταλάβεις πὼς τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά. Δὲ χρειάζονται πολλὲς θεωρίες μήτε ἀξημέρωτες συζητήσεις.
Μονάχα τοῦτο χρειάζεται, νὰ ξαστερώσεις ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες καὶ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ σὰν ἐκείνη τὴ γυναίκα στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ δεῖς πῶς τή λένε … τὴν ξέχασα, δὲν πειράζει.
Τὰ ἄλλα ὅλα θὰ τὰ κανονίσει ὁ Χριστός. Εἶναι δικές του δουλειές. Ἄσε Τον. Ξέρει τί κάνει.
Δὲν κάθισε πολὺ στὰ Τρόπαια, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Μιὰ – δυὸ μέρες. Ἦταν ἀρκετές. Εἶδε πράγματα ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν γιὰ πολὺ καιρό. Εἶδε τὴ γιαγιά του νὰ κάνει ἀτελείωτες μετάνοιες.
Τὴν εἶδε νὰ συντρέχει τὴ χήρα μὲ τὰ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τὴν εἶδε νὰ μαζεύει στὸ σπίτι τῆς κάθε λογῆς κουρασμένο στρατοκόπο καὶ νὰ ἀποθέτει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ὁλάκερη τὴ σύνταξη τοῦ μακαρίτη.
Τὴν εἶδε νὰ κοινωνᾶ τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο ὅλη τὴ μέρα. Μυστήρια τοῦ Θεοῦ!
Σὰν ἔφυγε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Ἀθήνα στριμωγμένος σ’ ἕνα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τῆς γιαγιᾶς) σκεφτόταν ὅσα ἔζησε τοῦτες τὶς λίγες μέρες.
Μία μυρωδιὰ λιβανιοῦ τοῦ ‘ρθε στὴ μύτη καὶ μία φωνὴ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει: «Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά».
– Λὲς νὰ ‘ναι ἔτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!
Πηγή: Αγία Ζώνη
Εικόνα από: logoslovo.ru
Κυριακή 18 Απριλίου 2021
Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς
Μια από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες που κοσμούν το αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διδάσκουν με τη ζωή και το έργο τους, είναι και ο εκλεκτός γόνος της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων, ο θαυματουργός άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805). Αναδείχθηκε ταπεινός και ευκλεής ιεράρχης, φωτεινός ασκητής και ουρανόσταλτος οδηγός ψυχών, πολύτιμος συγγραφέας και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού,ενώ τα πάμπολλα θαύματά του σ’αυτούς που με πίστη και ευλάβεια επικαλούνται τις πρεσβείες του,τον κατέστησαν ιατρό και θεραπευτή των νοσούντων.Ο ακλινής και αμετακίνητος στην ορθόδοξη πίστη και εκκλησιαστική παράδοση άγιος Μακάριος ο Νοταράς έζησε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική εποχή, η οποία είχε ανάγκη από μεγάλα πνευματικά αναστήματα που να διακρίνονται για την αγωνιστικότητα, την τόλμη και την αγάπη τους στην Εκκλησία,αλλά και για την πρόθεσή τους να στηρίξουν και να αφυπνίσουν πνευματικά τον ορθόδοξο λαό.
Γεννημένος το 1731 στα ιστορικά και ελατόφυτα Τρίκαλα Κορινθίας και έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, άγιο Γεράσιμο Νοταρά (1509 – 1579), δείχνει από νωρίς ιδιαίτερη κλίση στη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό και καταφεύγει στην παλαίφατο Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να γίνει μοναχός. Η έλλειψη συγκατάθεσης του πατρός του, τον αναγκάζει όμως να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Εκεί ο πατέρας του τον διορίζει επιστάτη των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Ο άγιος όμως μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου, αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου, εργαζόμενος επί έξι χρόνια αμισθί για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. Σε ηλικία μόλις 34 ετών καλείται να ποιμάνει ως επίσκοπος την ιστορική και ευλογημένη Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου, η οποία τιμήθηκε, δοξάστηκε και ευεργετήθηκε από το πλούσιο και ανεπανάληπτο αναγεννητικό του έργο. Όμως η κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768 διακόπτει την πλούσια δράση και το πολύτιμο έργο του ταπεινού και χαρισματικού ιεράρχη της Κορίνθου. Έτσι μετά από την αυθαίρετη και αντικανονική εκθρόνισή του, συνεχίζει το κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο σε διάφορα νησιά της πατρίδος μας, τα οποία τιμήθηκαν και αγιάστηκαν από το πνευματικό του έργο και την ασκητική του ζωή. Σταθμοί της θεοφιλούς ιεραποστολικής του πορείας υπήρξαν η Ζάκυνθος, η Κεφαλληνία, η Ύδρα, η Πάτμος, οι Λειψοί, η Σάμος, η Ικαρία, όπου συνέδραμε τον όσιο Νήφωνα τον Χίο (1736 -1809) στην ανέγερση και αποπεράτωση της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου στην τοποθεσία Λευκάδα του Αγίου Κηρύκου και η μυροβόλος και αγιοτόκος Χίος, όπου ασκήτευσε πλησίον του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βροντάδου τα τελευταία δώδεκα έτη της επίγειας βιοτής του (1793 – 1805) και εκοιμήθη οσιακώς στις 17 Απριλίου 1805.Την ημέρα αυτή τιμάται και γεραίρεται η πανίερη μνήμη του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1808 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών και θαυματουργών του λειψάνων και το 1815, δηλαδή μόλις δέκα έτη μετά την οσιακή του κοίμηση, ανεγέρθηκε από τον μοναχό Κωνστάντιο, πνευματικό τέκνο του αγίου Μακαρίου, στην περιοχή του χωριού Ελάτα της Χίου ο πρώτος ιερός ναός επ’ ονόματί του.
Πολύτιμη υπήρξε η παρουσία του και στο Άγιο Όρος, όπου εκεί μαζί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749 -1809) και τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721 -1813), κατέστη ο σταυροφόρος και πρωτεργάτης του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, της περίφημης φιλοκαλικής αναγέννησης, η οποία σκοπό είχε να προβάλει το ασκητικό πνεύμα και την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση,τονίζοντας ιδιαίτερα τον αναστάσιμο χαρακτήρα της Κυριακής και τη συχνή Θεία Μετάληψη. Ο ιεραπόστολος του Αιγαίου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού άγιος Μακάριος αναδείχθηκε και ένθερμος αλείπτης νεομαρτύρων, αφού προετοίμασε με την πνευματική του καθοδήγηση πολλούς νεομάρτυρες προς το ένδοξο μαρτύριο, όπως τον άγιο Πολύδωρο τον Κύπριο (+ 3 Σεπτεμβρίου 1794), τον πολιούχο της Μυτιλήνης, άγιο Θεόδωρο τον Βυζάντιο (+ 17 Φεβρουαρίου 1795) και τον πολιούχο της Τριπόλεως, άγιο Δημήτριο τον Πελοποννήσιο(+ 14 Απριλίου 1803).Σημαντική υπήρξε και η συγγραφική του δραστηριότητα , αφού πλούτισε την Ορθόδοξη Εκκλησία με ανεπανάληπτα έργα, όπως η πεντάτομη Φιλοκαλία που εκδόθηκε το 1782 και αποτελεί μια ανθολογία από έργα ασκητικών και νηπτικών πατέρων. Αναρίθμητα είναι και τα θαύματα, τα οποία με τη χάρη του Θεού έχει τελέσει ο άγιος στην πορεία των διακοσίων και πλέον ετών από την οσιακή του κοίμηση στις 17 Απριλίου 1805 μέχρι τις ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των ορθοδόξων ως ο ενάρετος και φιλόστοργος ποιμενάρχης, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο ταπεινός διάκονος Χριστού, ο πολύτιμος συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων, ο θαυματουργός άγιος.
Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς συναριθμείται στη σεπτή χορεία των τοπικών αγίων της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών, αφού διέλαμψε με τη θεοφιλή και ευεργετική του παρουσία στην Ικαρία, συνδράμοντας τον επιστήθιο φίλο του, όσιο Νήφωνα τον Χίο, στο έργο της ανεγέρσεως και αποπερατώσεως της ιστορικής κολλυβαδικής Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Λευκάδος της νήσου Ικαρίας, ενώ διέμεινε στη Μονή για αρκετό χρονικό διάστημα. Ως έτος ανεγέρσεως της Μονής θεωρείται το 1775, αφού σύμφωνα με επιγραφή που υπήρχε στο υπέρθυρο της εξωτερικής πύλης του καθολικού, αναγραφόταν το ακόλουθο: «Ἐκτίσθη ἡ παροῦσα ἱερά Μονή ὑπό τοῦ πανοσιωτάτου ἱερομονάχου Νήφωνος, 1775». Στην περιώνυμη αυτή Μονή της Ικαρίας ο άγιος Μακάριος τιμάται με ομώνυμο παλαιό παρεκκλήσιο, στο οποίο φυλάσσεται η αριστουργηματική εφέστια εικόνα (19ου αιώνα) του θαυματουργού αγίου,η οποία απεικονίζει αριστοτεχνικά τη μορφή του.Η εφέστια αυτή εικόνα της ιστορικής Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Ικαρίας, η οποία το 1955 μετατράπηκε διά βασιλικού διατάγματος σε γυναικεία μονή, αποτέλεσε το εικονογραφικό πρότυπο για την ιστόρηση εικόνος του αγίου Μακαρίου στην ιδρυθείσα το 1968 γυναικεία Ιερά Μονή των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου,αλλά και για τη φιλοτέχνηση σύγχρονων τοιχογραφιών του αγίου στη Σάμο και συγκεκριμένα στον ιερό ενοριακό ναό Αγίου Χαραλάμπους πόλεως Σάμου και στο καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Βροντιανής.
Στη νεοσυσταθείσα Μονή του Σιδηροκάστρου εγκαταστάθηκε η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Λευκάδος Ικαρίας υπό την πνευματική καθοδήγηση του αοιδίμου Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου κυρού Ιωάννου Παπάλη (1967-2001), ο οποίος είχε διατελέσει ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας επί δεκαέξι συναπτά έτη (1951-1967). Η αδελφότητα της Μονής από ευλάβεια στον άγιο Μακάριο, τον και συνιδρυτή της Μονής της Ικαρίας, αφιέρωσε ιερό ναό επ’ ονόματί του, ο οποίος εγκαινιάσθηκε με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα την Κυριακή του Παραλύτου 22 Μαΐου 2005 επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως διακοσίων ετών από την οσιακή του κοίμηση (1805-2005). Σήμερα η εκ της κολλυβαδικής Μονής της Ικαρίας προερχομένη γυναικεία αδελφότητα της Ιεράς Μονής Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου εγκαταβιώνει στην Ιερά Μονή Παναγίας Παντανάσσης Κερατέας Αττικής, όπου ο άγιος Μακάριος τιμάται και γεραίρεται ως προστάτης και έφορος της Μονής. Μέλη της αδελφότητος της Ιεράς Μονής Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης έχουν επανδρώσει και την ιδρυθείσα το 1756 ιστορική Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Σάμου, η οποία το 2002 μετατράπηκε διά προεδρικού διατάγματος σε γυναικεία μονή.
Όμως και στην ιστορική και εύανδρο νήσο Σάμο με τις επτά παλαίφατες ιερές μονές ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια, αφού κατά τη δεύτερη δεκαπενταετία του 19ου αιώνα ανεγέρθηκε ιερός ναός επ’ ονόματί του σε θελκτική εξοχική τοποθεσία πλησίον του χωριού Μύλοι. Παράλληλα καθιερώθηκε η τέλεση ετήσιας πανηγύρεως προς τιμήν του στο συγκεκριμένο χωριό, το οποίο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού και αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα της Σάμου μεταξύ των ετών 1550 – 1600. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση ο άγιος Μακάριος διήλθε περί τα μέσα του 18ου αιώνα από την περιοχή του ιστορικού χωριού Μύλοι της Σάμου και διέμεινε σ’ αυτή για κάποιο χρονικό διάστημα. Πλησίον του χωριού βρίσκεται ο ιστορικός ναός του αγίου, ο οποίος ανεγέρθηκε περί το 1825 από τον μοναχό Κωνστάντιο που υπήρξε πνευματικό τέκνο του αγίου Μακαρίου και ανήγειρε τον πρώτο ναό επ’ονόματί του στην περιοχή του χωριού Ελάτα της Χίου. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την επιγραφή «ΚΟΝCTATIΩΝ ΚΩSΑΝΤΙΟ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 1822» που φέρει το ασημένιο πουκάμισο της εφέστιας και θαυματουργής εικόνος του αγίου Μακαρίου, η οποία φυλάσσεται στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Χαραλάμπους Μύλων. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1830 σε απογραφή των κληρικών της Σάμου αναφέρεται ο μοναχός Κωνστάντιος ως κτίτωρ και κάτοικος του πλησίον των Μύλων εξωκκλησίου «ο Άγιος Μακάριος». Το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Μακαρίου στους Μύλους της νήσου Σάμου είναι ο δεύτερος παλαιότερος ναός του αγίου στην Ελλάδα και αποτελεί τόπο ευλαβικής αναφοράς και προσκύνησης για τους κατοίκους της περιοχής.Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ιστορικός αυτός ναός έχει μεγάλη θαυματουργική παράδοση,σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων των Μύλων,αλλά και των χωριών της ευρύτερης περιοχής. Προς τιμήν του αγίου έχει καθιερωθεί από παλαιοτάτων χρόνων να τελείται κατ’έτος στις 16 Μαΐου λαμπρά πανσαμιακή πανήγυρη με τη συμμετοχή του οικείου επισκόπου, ενώ λίγα χρόνια πριν το 1940 υπήρχε δίπλα στον ναό το αγίασμα του αγίου.
Η φωταυγής και ευεργετική παρουσία του αγίου Μακαρίου του Νοταρά στη Σάμο και την Ικαρία, αλλά και οι επιρροές του κολλυβαδικού κινήματος από τα γειτονικά νησιά της Πάτμου και της Χίου, δημιούργησαν στα ακριτικά αιγαιοπελαγίτικα νησιά της Σάμου, της Ικαρίας και των Φούρνων μια πλούσια κολλυβαδική παράδοση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την ίδρυση στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κολλυβαδικής Ιεράς Μονής επ’ονόματι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην περιοχή του Μαραθοκάμπου της νήσου Σάμου.Άλλωστε η Ιερά Μητρόπολη Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών αφιέρωσε το 2009 το εγκόλπιο ημερολόγιό της στους θεοφόρους Κολλυβάδες Πατέρες με ιδιαίτερη μνεία στον άγιο Μακάριο τον Νοταρά και στον όσιο Νήφωνα τον Χίο, δεδομένου ότι στις 28 Δεκεμβρίου 2009 συμπληρώθηκαν διακόσια έτη από την οσιακή κοίμηση του οσίου Νήφωνος του Χίου (1809-2009). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί και η δράση Σαμίων ιερομονάχων, οι οποίοι ακολούθησαν την αυστηρή κολλυβαδική παράδοση και ενίσχυσαν τον σαμιακό μοναχισμό, όπως ήταν οι εκ της κωμοπόλεως του Μαραθοκάμπου ιερομόναχοι Ισίδωρος Κυριακόπουλος (1819 -1882) και Μακάριος Αντωνιάδης (1841-1935). Ο Ισίδωρος, ο οποίος είναι και ο συντάκτης της Ακολουθίας των Χαιρετισμών του αγίου Μακαρίου, αλλά και ο βιογράφος του οσίου Νήφωνος του Χίου, υπήρξε υποτακτικός του Γέροντος Απολλώ στην Πάτμο και επί δέκα έτη (1857-1867) διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Λευκάδος Ικαρίας.
Στη συνέχεια επέστρεψε στη Σάμο και ίδρυσε το Κάθισμα του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στην περιοχή του Μαραθοκάμπου που αποτελεί σήμερα μετόχιο του Παναγίου Τάφου, ενώ το 1871 ανέλαβε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Σάμου. Το 1880 ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Μεγάλης Παναγίας Σάμου, όπου και εκοιμήθη στις 7 Σεπτεμβρίου 1882. Αλλά και ο Μακάριος Αντωνιάδης, ο οποίος υπήρξε υποτακτικός του Ισιδώρου, μόνασε μαζί με τον πνευματικό του πατέρα στην παλαίφατο κολλυβαδική Μονή της Ικαρίας. Αργότερα ήρθε στην πατρίδα του, τη Σάμο, και εγκαταβίωσε αρχικά στην Ιερά Μονή Μεγάλης Παναγίας και κατόπιν στην Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού, όπου από το 1880 μέχρι και το 1884 ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής. Στη συνέχεια αναχώρησε για την Πάτμο, όπου και διέμεινε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι την κοίμησή του, στις 14 Νοεμβρίου 1935.
Βιβλιογραφία
* Άγιος Μακάριος Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, Βίος και Θαύματα, Ασματική Ακολουθία, Χαιρετισμοί, Παρακλητικός Κανών, Εκδόσεις Μυγδονία, Β΄ Έκδοσις, Θεσσαλονίκη 2011.
* Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 -1805), Εφημερίδα «Ο Εκκλησιολόγος», αρ. φυλ. 195, Πάτρα 16-04-2011.
* Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Άγιος Μακάριος Μύλων – Ένα ιστορικό εκκλησάκι της Σάμου με θαυματουργική παράδοση, Εφημερίδα «Σαμιακόν Βήμα», αρ. φυλ. 3830, Σάμος 28-05-2012.