«Τὰ ξωκλήσια δίπλα στὰ καΐκια ἢ ἀπάνω στὰ βράχια τῶν νησιῶν μας, πῶς ἐξηγοῦν οἱ φωτισμένοι μας τὴν παρουσία τους; Διακοσμητικὴ μήπως;» Ζήσιμος Λορεντζάτος
Ἡ γιαγιὰ ἡ Κυριακούλα ἡ Μικρασιάτισσα, σὰν ἀποδημητικὴ χελιδόνα, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα, τὰ μαλλιά της τά’ χε μιὰ δετὴ φωλιὰ στὴν κεφαλή της, πάντοτε ἤτανε συγυρισμένη μὰ καὶ πάντοτε σιωπηλή. Γιὰ τὸν ξεριζωμὸ μέσα στοὺς τόσους μύθους ποὺ μᾶς κουβάλησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, οὔτε λέξη. Μεσάνυχτα ξέκλεψα τὴ μυστικὴ θωριά της. Ἔστεκε εὐθυτενὴς μὲ λυτὰ τὰ μακριὰ λευκὰ μαλλιά της καὶ σὰν νὰ εἶχε ἀποτινάξει τὸ σκοτάδι δίχως τὰ μαῦρα της, μέσα σὲ ἕνα κατάλευκο μακρὺ νυχτικὸ φάνταζε δωρικὴ καὶ μυστηριακὰ ψηλότερη. Γυρισμένη πρὸς τὸν Τίμιο Σταυρό προσευχόταν λέγοντας:
«Ποιός εἶμαι;
Ἀπό ποῦ ἔρχομαι;
Ποῦ πάω;
Ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου;
Καί ποῦ θά καταλήξω;»
Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα της –ἐνῷ πάντα τὴν τρόμαζε ὁ θάνατος καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ καλοῦσε τὸν γιατρό– σηκώθηκε, νίφτηκε καὶ μᾶς κάλεσε νὰ μᾶς δείξει ποῦ ἔχει τὰ ροῦχα τῆς ταφῆς ποὺ τά’ χε φερμένα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους. «Τὴν Δευτέρα θά φύγω», εἶπε. Σὰ ξημέρωσε ἡ Πέμπτη φώναξε τὴ μητέρα καὶ ζήτησε νερό. Καὶ ἔφερε νερὸ ἡ μητέρα. «Ὄχι τέτοιο νερὸ κόρη μου. Ψωμί». Καὶ ἔφερε ψωμὶ ἡ μητέρα. «Ὄχι τέτοιο ψωμί, κόρη μου». Κατάλαβε ἡ μητέρα πὼς κάτι συνέβαινε καὶ κάλεσε τὸν ἱερέα. «Αὐτὸ τὸ νερό, αὐτὸ τὸ ψωμί, ζήτησα» εἶπε καὶ κοινώνησε. Ἔφυγε τὴν Δευτέρα, ὅπως τῆς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ.
Μνῆμες ἁπλὲς μεταθέτουν τὸ μυστήριο μέσα μας. Τὸ Κατερνάκι τοῦ Γιαλοῦ –ἡ ἄλλη γιαγιὰ ποὺ ζοῦσε στὸ νησί– εἶχε στὰ κάντρα κολλημένες τὶς φωτογραφίες μὲ τὰ ἐγγονάκια της.
«Τὰ βλέπετε; Κάθε πρωὶ σὰ κάνω τὸν καφὲ τῆς Παναγιᾶς –ἔτσι ἔλεγε τὸ θύμιασμα– ἔρχομαι καὶ σᾶς καλημερίζω. Ἕναν ἕναν μὲ τὸ ὄνομά σας». Μὰ τί λέει ἡ γιαγιά, ἀκοῦν οἱ φωτογραφίες; ἀναρωτιόμουν. Νὰ περάσουν ἔπρεπε, χρόνοι πολλοὶ μὲ διακονία καὶ στέρηση γιὰ νὰ ἀνοίξει ἡ ψυχὴ καὶ νὰ δεῖ πὼς ὁ Θεός εἶναι ποὺ ἀκούει στὴν Ἅγια Πρόθεση τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ ποὺ σπεύδω τώρα μὲ τὸ πρόσφορο καὶ ἕναν ἕναν μέ τ’ ὄνομά σας, σᾶς καλημερίζω μὲ αἰωνιότητα ζῶσα. Καὶ δὲν εἶμαι ἐγώ, ἀλλὰ ἐσεῖς ποὺ συνεχίζετε μέσα μου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Νῦν καὶ Ἀεὶ προσευχόμενος μέσα μας.
Οἱ χρόνοι κύλησαν, μεγάλωσα, σπούδασα, εἰσῆλθα στὴν ἀγορὰ ἐργασίας, σὲ ἕναν τρόπο ἀλλότριο ποὺ ἀκόμα πασχίζει νὰ κατασπαράξει τούτη τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη τῆς προγονικῆς μνήμης. Ἐκτιθέμενη καθημερινὰ σὲ στεγανοποιημένο βιοπορισμὸ καὶ ἀνελέητο βομβαρδισμὸ ἀπὸ ὀρμέφυτα πάθη. Μὰ κάτι λυτρωτικό, σὰν τὸν μίτο τῆς Ἀριάδνης, σφιχτὰ μὲ κρατοῦσε δεμένη στὸ κατάρτι τῆς μνήμης. Καὶ συγκρατοῦσε τὸ ἴσο τῆς βαθύτερης καρδιᾶς σὲ ἄλλη ἀξιοπρέπεια: «Ἡ ἀνταπόδοση τῆς ἀδικίας εἶναι ἀδικία». (Σωκράτης). Ἀντὶ νὰ βλαστημῶ τὸ σκοτάδι ποὺ μοῦ ἔλαχε, ἀνάβω κερὶ στὴν ἐκκλησία καὶ κάνω τὴν ὕπαρξη κοινωνὸ χάριτος μὲ «τρόπον εὐσυμπάθητον, εὐπροσήγορον λόγον, γνώμην θεοπειθῆ», ἀσκητικὴ φιλαλήθειας καὶ εὐσεβείας, καθὼς οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες τῶν δικῶν μας γραμμάτων διδάσκουν. Μετουσιώνεται, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ σὲ Κυριακοδρόμιο ὁ βίος μὲ τὸ μυστικὸ σήμαντρο τῆς καρδιᾶς, «λᾶλον ὕδωρ» τῆς νήψης. Διότι «κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός» (Σεφέρης), διότι πάντα «τὸ σκοτάδι μὲ χρωστάει στὸ φῶς» (Ἐλύτης), διότι ἡ μόνη αὐτογνωσία ποὺ μοῦ κληροδοτήθηκε εἶναι ὅτι: «ἐτάχτηκα παιδαγωγὸς καὶ πρέπει νὰ ἐκφράσω τὸ αἰώνιο συνολικὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς» (Πεντζίκης). Γιατὶ δέν εἶναι ἡ ρίζα μας τόπος. Δὲν εἶναι ἡ ρίζα μας χρόνος. Ἡ ρίζα μας εἶναι κόσμος. Ὑψιπετὴς κόσμος: ἀναλισκόμενος ἱλασμός.
Ὄχι δέν στέκω «πρόστυχα ντυμένη μέ ἀπομιμήσεις νοημάτων ζωῆς» (Πεντζίκης). Ἡ δική μου μητέρα σταύρωνε τό ρουχαλάκι πρίν μοῦ τό φορέσει. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» ἔλεγε καί ξόρκιζε τά μοδάτα ἀλλότρια κελεύσματα τῆς φιλαυτίας κρατώντας «πάντα ἀνοιχτὰ πάντα ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου» (Σολωμός).
Ψυχή, λαμπάδα ἀναστάσιμου φωτὸς ποὺ δὲν ἐπιτρέπει στὸν θάνατο ποὺ κατάντησε καθημερινὴ συνθήκη λήθης, νὰ ἁλώσει τὴν ὕπαρξη. «Συναισθάνομαι τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς προσβολὴ ἀπέναντι στὸ ἀθάνατο μέγεθος ποὺ ἀντιπροσωπεύω» (Πεντζίκης). Μόνο μία εἶναι ἡ ἀπόκριση ποὺ γυρεύω: «Τί ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος, τί θέλει καὶ πῶς θά δικαιολογήσει τὴν ὕπαρξή του στὴν Δευτέρα Παρουσία;» (Σεφέρης).
Δὲν εἶναι λοιπὸν διακοσμητικὰ τὰ ξωκλήσια μας. Εἶναι τῆς «πονεμένης Ρωμιοσύνης» (Κόντογλου) τὰ κάστρα. Μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ φυλάσσεται τὸ σῶμα τοῦ Ἔθνους. Τὸ «ὁμόγλωσσον, ὁμότροπον, ὁμόθρησκον» (Ἠρόδοτος) ἔδαφος τοῦ πολιτισμοῦ μας. «Γιατὶ, καθὼς ἕνας ἀητός, κάθε φορὰ ποὺ θὰ θελήσει νὰ σηκωθεῖ πάνω ἀπ’ τὴ γῆ, ὀφείλει πρῶτα νὰ διανύσει μὲ τὰ πόδια ἕνα διάστημα ἀπόλυτα ὡρισμένο, ποὺ ἂν δὲν τὄχει… μένει αἰχμάλωτος τῶν ἴδιων του φτερῶν, ἀπαράλλαχτα τὸ Πνεῦμα,… ἂν δὲν νιώσει μὲ ἕναν τρόπο κάτουθέ του κάποιο ἔξαρμα ἱστορίας πνευματικῆς ἀντάξιό του, κινδυνεύει ἀκόμα πάλι,… νὰ ὑποκύψει στὴ στενότητα τῶν στίβων, ὅθε πάσχει μέρα νύχτα νὰ σωθεῖ» (Σικελιανός). Ἡ δική μας ἱστορία εἶναι δάδα ἀναστάσιμη. «Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν ἑλλήνων τὰ ἱερά». Κοινωνία Λειτουγικὴ καὶ Εὐχαριστιακή. Μὲ τὴν δυναμικὴ τοῦ ἐλαχίστου. Μὲ τὸν μικρὸ λίθο τῆς πίστης. Κάποτε εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ὕβρη. Τώρα ὅμως περάσαμε στὴν ἀσέλγεια τῆς ὕβρης. Στὸν Γολιάθ ποὺ μὲ τὸν «διονυσιασμὸ τῆς τεχνολογίας» (Καροῦζος) παραγιγάντωσε.
«Τὸ ἔθνος νὰ θεωρεῖ ἐθνικὸν ὅ,τι εἶναι ἀληθές» (Σολωμός).
«Τὸ ἀληθὲς δὲν εἶναι χάρισμα φυλετικὸ ἤ ἐθνικό. Ἡ ἀλήθεια ἐκπορεύεται κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» διευκρίνιζε ἕνας ἑλληνιστὴς ποὺ ἔζησε στήν Λίμνη Εὐβοίας, ὁ Φίλιππος Σέρραρντ, ποὺ πάει νὰ πεῖ πὼς ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ δίψα της γιὰ ἁγιότητα.
«Ἕνα καὶ δυό: τὴ μοίρα μας δὲν θὰ τὴν πεῖ κανείς.
Ἕνα καὶ δυό: τὴ μοίρα τοῦ ἥλιου θὰ τὴν ποῦμε ἐμεῖς.
Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά» (Ἐλύτης).
Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Αυτοπροσωπογραφία”) είναι έργο της Αγγελικής Χατζημιχάλη.
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/