Η Οικονομία κατά την αποδοχή
των αιρετικών στην Εκκλησία
Καισάριος Χρόνης - Διάκονος
Καισάριος Χρόνης - Διάκονος
Κατά την αποσπασματική δημοσίευση της μελέτης του
ιεροδιακόνου Καισάριου (Δημήτριου) Χρόνη για την Ποιμαντική και
τελετουργική προσέγγιση του μυστηρίου του Βαπτίσματος (προηγούμενη
δημοσίευση:www.pemptousia.gr/?p=83344), συνεχίζουμε την εξέταση του τρόπου
εισδοχής των ετεροδόξων στην Εκκλησία.
Παρά ταύτα ως προς τον τρόπο
αποδοχής των αιρετικών η Εκκλησία εφάρμοσε την οικονομία. Παραδέχεται ως άκυρο
το Βάπτισμα των αιρετικών, αλλά όμως ταυτόχρονα διευκολύνει την αποδοχή αυτών
στην Εκκλησία. Δύο είναι οι βασικοί κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν τον τρόπο
αποδοχής των αιρετικών, ο 7ος της Β’ Οικουμενικής και ο 95ος της
Πενθέκτης. Ο δεύτερος ουσιαστικά επαναλαμβάνει ότι θεσπίζει ο πρώτος με την
μόνη διαφορά ότι αναφέρεται και στους αιρετικούς που είχαν εμφανισθεί
μετά την Β’ Οικουμενική Σύνοδο, κυρίως στους Μονοφυσίτες. Και οι δύο κανόνες
προϋποθέτουν, για την αποδοχή των αιρετικών, τον τρόπο τελέσεως του Βαπτίσματος
από τους αιρετικούς και το περιεχόμενο αυτού. Αν δηλαδή αυτοί βαπτίζονταν στο
όνομα της Αγίας Τριάδος, τότε η Εκκλησία τους δεχόταν με λίβελλο και μύρο,
διαφορετικά τους βάπτιζε. Βέβαια η αρχή αυτή δεν κρατήθηκε πάντοτε πιστά,
καθόσον δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που η Εκκλησία κινήθηκε απόλυτα στα
πλαίσια της ακρίβειας, όταν μάλιστα ποιμαντικοί λόγοι το επέβαλλαν. Το ότι η
Εκκλησία προέκρινε με δύο κανόνες και μάλιστα Οικουμενικών συνόδων την οικονομία,
για να διευκολύνει την επιστροφή των αιρετικών, δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψε
την ακρίβεια[74].
Παρά το γεγονός πως η Εκκλησία
καταδικάζει με αυστηρότητα τους αιρετικούς και τον προσηλυτισμό στην αίρεση, εν
τούτοις, καταβάλλει έντονη προσπάθεια επαναευαγγελισμού αυτών με την φανέρωση
της αληθείας. Η εκκλησία θέλει και αγωνίζεται οι αιρετικοί να επιστρέψουν στο
σώμα της, γι’ αυτό και προτρέπει τους πιστούς να «εύχονται υπέρ των
ασεβών, αιρετικών τε και Ελλήνων και πάντων των αμαρτωλών και μη επάρασθαι
αυτούς[75]». Ο τρόπος αποδοχής των αιρετικών και σχισματικών στην
Εκκλησία έτσι όπως καθορίζεται από τους ιερούς κανόνες στην πραγματικότητα
εκφράζει την ποιμαντική στάση της Εκκλησίας απέναντί τους. Η ποιμαντική αυτή
στάση διαμορφώνεται ανάλογα με τα πρόσωπα, την εποχή και τις συνθήκες, υπό τις
οποίες βρίσκεται η σχέση της Εκκλησίας με τους αιρετικούς.
Η Εκκλησία, επειδή έχει και βιώνει
την αλήθεια, προσεγγίζει τους εκτός αυτής με πνεύμα φιλάνθρωπο, διακριτικό,
αρχοντικό, αληθινό, κυρίαρχο, κατά το παράδειγμα του Θεανθρώπου Χριστού, των
αποστόλων και των αγίων της εκκλησίας[76]. Εδώ πρέπει να γίνει κατανοητό ότι
έχει η Εκκλησία ως ταμειούχος της θείας Χάριτος, τη δυνατότητα να προσφέρει, να
«πληροῖ» με τη θεία Χάρη τον τύπο του μυστηρίου που έλαβε χώρα σε μια αιρετική
ή σχισματική χριστιανική παραφυάδα, εφ’ όσον αυτός που έλαβε τον τύπο του
μυστηρίου έρχεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε η ενότητα του εκκλησιαστικού
σώματος πραγματώνεται στην αλήθεια της πίστεως[77].
Κανόνες οι οποίοι αναφέρονται στον
τρόπο παραδοχής των προσερχομένων στην Ορθοδοξία αιρετικών – σχισματικών είναι
οι ζ’ και η’ κανόνες της Λαοδικείας, ο α’ κανόνας του Μ. Βασιλείου, ο ζ’
κανόνας της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και ο ε’ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής
Συνόδου.
Από τους κανόνες αυτούς προκύπτει
το συμπέρασμα ότι η Εκκλησία:
Α. Διέκρινε τους αιρετικούς σε «αναβαπτιστέους», σ’ εκείνους δλδ. Που έπρεπε
να βαπτιστούν και πάλι και σ’ εκείνους που δεν έπρεπε να βαπτισθούν και πάλι.
Η Εκκλησία, λοιπόν , απέρριπτε το
βάπτισμα των αιρετικών εκείνων, οι οποίοι δεν πίστευαν στην Αγία Τριάδα και
επομένως δεν βάπτιζαν στο όνομα των τριών προσώπων Αυτής. Αντιθέτως δεχόταν το
βάπτισμα των αιρετικών εκείνων, οι οποίοι πίστευαν στην Αγία Τριάδα και είχαν
μόνο εσφαλμένη πίστη (δοξασία) γι’ αυτήν ή για άλλη δογματική διδασκαλία της
Εκκλησίας. Από αυτούς ζητούσε μόνο να υπογράψουν λίβελλο, με το οποίο
αναθεμάτιζαν τις αιρέσεις, και τους δεχόταν με το Χρίσμα, εφ’ όσον μάλιστα
είχαν τελέσει (δεχθεί) το βάπτισμα κατά τον κανονικό τύπο της Εκκλησίας.
Β. Περισσότερο ελαστική ήταν πάντοτε η
Εκκλησία στο θέμα της αποδοχής των σχισματικών. Το βάπτισμα που «είχαν λάβει»
γινόταν δεκτό και «επληρούτο» ο τύπος αυτός της θείας Χάριτος, η οποία έλλειπε
προηγουμένως ένεκα της ελλείψεως της χριστιανικής αγάπης και ταπεινοφροσύνης
από την πλευρά του Σχίσματος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν ξαναβαπτίζονταν οι
σχισματικοί, αλλά γινόταν δεκτοί στην Ορθοδοξία κατόπιν μετανοίας και με την
υπογραφή δηλώσεως, στην οποία αποκήρυσσαν τους υπεύθυνους αρχηγούς των σχισμάτων.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω
κανονικές υποδείξεις διαμορφώθηκαν είτε με εγκυκλίους, είτε με την πράξη της
Εκκλησίας οι επόμενοι βασικοί τρόποι εισδοχής στη Ορθόδοξη Εκκλησία των
σημερινών αιρετικών-ετεροδόξων ή σχισματικών Χριστιανών:
Α) Οι Μονοφυσίτες, οι Κόπτες και οι
Αρμένιοι γίνονται δεκτοί με έγγραφη αποκήρυξη της κακοδοξίας (αιρέσεώς) τους,
με ομολογία της ορθόδοξης πίστεως και με χρίση δια του Αγίου Μύρου.
Β) Οι Ρωμαιοκαθολικοί γίνονται κατά
κανόνα δεκτοί με υπογραφή λιβέλλου με ομολογία της ορθόδοξης πίστεως (απαγγελία
του Συμβόλου της Πίστεως) και με χρίση δια του Αγίου Μύρου. Δεν αρκεί ο
λίβελλος αποκηρύξεως των αρχηγών του Σχίσματος, γιατί εκτός από το σχίσμα
προστέθηκαν και εσφαλμένες δοξασίες[78]. Στην Ιστορία της Εκκλησίας παρατηρήθηκαν
ωστόσο τρεις διαφορετικές στάσεις όσον αφορά στην επιστροφή των
Ρωμαιοκαθολικών[79]. Αρχικά η Εκκλησία τους δεχόταν με απλό λίβελλο δια του
οποίου αποκήρρυσαν τις λατινικές κακοδοξίες[80]. Αργότερα κυρίως μετά τον ΙΕ’
αιώνα και μάλιστα μετά την Ενδημούσα σύνοδο του 1484 υιοθετήθηκε η τάξη της
«δια χρίσματος» αποδοχής αυτών στις τάξεις της Εκκλησίας[81]. Η παράδοση αυτή
κρατήθηκε μέχρι τα μέσα του ΙΗ’ αιώνα οπότε η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης
δια της συνόδου του 1755 υποστήριξε ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Αρμένιοι θα
πρέπει να γίνονται δεκτοί με βάπτισμα
Γ) Οι Αγγλικανοί
προσερχόμενοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι προτιμότερο να «αναβαπτίζονται»,
γιατί υπάρχει αμφιβολία ως προς το εάν οι επίσκοποί τους έχουν την αποστολική
διαδοχή. Και στην περίπτωση αυτή πράττουμε κατ’ αναλογία προς όσα λέει ο οβ’
κανόνας Καρθαγένης. Αυτός ορίζει ότι σε περίπτωση που αμφιβάλλουμε, εάν ένα
νήπιο έχει βαπτισθεί, οφείλουμε να το βαπτίζουμε εξάπαντος.
Δ) Οι Διαμαρτυρόμενοι ή Προτεστάντες
γίνονται δεκτοί κατόπιν κανονικής κατηχήσεως και τελέσεως του βαπτίσματος και
του χρίσματος. Και τούτο, γιατί σ’ αυτούς έχει διακοπή η αποστολική διαδοχή, ή
οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα όλων των μυστηρίων. Εκτός
αυτού πολλοί απ’ αυτούς (διάφορες παραφυάδες) δεν πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό.
Ε) Για τους
Παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι όμως δεν έχουν αποδεδειγμένως την αποστολική
διαδοχή, πρέπει να ακολουθείτε η διαδικασία που αναφέρεται πιο πάνω προκειμένου
για τους σχισματικούς[83].
Η Εκκλησία για να
προσελκύσει τους χριστιανούς ή τα μέλη της που είχαν πλανηθεί παρέκαμπτε την
ακρίβεια, «εκουσίως εκενοῦτο», κατά το παράδειγμα της κενώσεως του Χριστού,
προκειμένου να διευκολύνει τη είσοδό τους στην Εκκλησία και να περιορίσει την
τυχόν εμμονή τους. Συνεχίζει να προκρίνει την αρχή της οικονομίας. Η οικονομία
είναι στάση ποιμαντική, όμως θα πρέπει να ληφθεί εξίσου υπόψη η ακρίβεια, όταν
ποιμαντικοί λόγοι επιβάλλουν την υιοθέτησή της.
Πρόκειται για μια σπουδαία
ποιμαντική αρχή που φανερώνει το μεγαλείο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εφόσον
κάποιος γίνει δεκτός με τον τρόπο της οικονομίας, ασφαλώς γίνεται πλήρες μέλος
της Εκκλησίας, μετέχει των μυστηρίων, εγκεντρίζεται στο σώμα του Χριστού, ζεί
τις δωρεές του Θεού και δεν υστερεί έναντι υπολοίπων[84].
2.1 «Τελετουργική προσέγγιση του μυστηρίου του
Βαπτίσματος».
Κάθε λειτουργικός τύπος,
εκτός από τη θεία λειτουργία, που αποτελεί το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας και
την κυριότερη λατρευτική πράξη, και τις ακολουθίες της νυχθημέρου προσευχής,
έχει και σύστημα ολόκληρο ιερών τελετών, με τις οποίες τελούνται τα μυστήρια
και οι άλλες αγιαστικές πράξεις. Οι ακολουθίες αυτές είναι το χρίσμα, οι
χειροτονίες και χειροθεσίες, τα μνήστρα και ο γάμος, τα εγκαίνια ναού, το
ευχέλαιο, η μοναχική κουρά, οι νεκρώσιμες και επιμνημόσυνες ακολουθίες, οι
αγιασμοί των υδάτων, τάξεις λιτανειών και ακολουθίες και ευχές σε διάφορες
περιστάσεις της ζωής των χριστιανών, το βάπτισμα[85], το οποίο είναι και το
επιστητό της παρούσας εργασίας.
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η ίδια η
ακολουθία, το άγιο δηλαδή βάπτισμα όπως τελείται σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει η τέλεσή του, και ο τρόπος αντιμετώπισής
τους, έτσι ώστε να τελείται η ιερή αυτή ακολουθία με την αρμόζουσα τάξη,
ευπρέπεια και ακρίβεια. Έχοντας οδηγό την ιστορία, μ’ άλλα λόγια την παράδοση,
έτσι όπως διαμορφώθηκε στους χρόνους της μεγάλης εκκλησιαστικής ακμής και όπως
εξελίχθηκε στα δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορικής της πορείας[86].
Από άποψης κειμένου, δηλαδή ευχών,
ακόμη και τυπικών διατάξεων, η ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος πρέπει να
θεωρηθεί ως μία από τις πιο ανθεκτικές στην πάροδο του χρόνου ακολουθίες του
Βυζαντινού ευχολογίου. Ενώ δηλαδή άλλες ακολουθίες παράλληλες προς το βάπτισμα,
όπως ο γάμος, το ευχέλαιο, τα εγκαίνια του ναού, οι αγιασμοί κ.λπ. εν μέρει και
η θεία λειτουργία στα περιφερειακά της στοιχεία υπέστησαν σημαντικές αλλαγές
και διαφοροποιήσεις, η ακολουθία του βαπτίσματος έμεινε σχεδόν ανεπηρέαστη από
την τριβή των αιώνων.
2.1.1: «Τελετουργία του βαπτίσματος των
ενηλίκων».
Το βάπτισμα ενηλίκου ήταν αρκετά
σπάνιο πριν από λίγα χρόνια. Τώρα με την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών στις
ορθόδοξες χώρες, έγινε συνηθέστατο. Ομοίως με την ανάπτυξη της ορθοδόξου
ιεραποστολής στην Αφρική και στην Άπω Ανατολή οι προσελεύσεις είναι με την χάρη
του Θεού πολλές και οι βαπτίσεις πολυπληθείς. Η ακολουθία του αγίου
βαπτίσματος, όπως είναι διατεταγμένη στα Ευχολόγια, κάνει μεν λόγο για νήπιο,
αλλά διατηρεί τη δομή που είχε τότε που βαπτιζόταν σε μεγάλη ηλικία. Γι’ αυτό
και στην πράξη κατ’ ανάγκη και κατ’ οικονομία γίνονται αλλαγές και μεταθέσεις,
που φθείρουν την ακολουθία. Στο βάπτισμα των ενηλίκων δεν υπάρχει λόγος
και χώρος για την οικονομία. Πρέπει να τελεστεί μ’ όλη την ακρίβεια που
απαιτεί η εν προκειμένω παράδοση της Εκκλησίας. Οι ιερείς συνηθισμένοι να
βαφτίζουν νήπια, εφαρμόζουν την ίδια πρακτική και στο βάπτισμα των μεγάλων. Γι’
αυτούς, και για την Εκκλησία ολόκληρη, το βάπτισμα είναι υπόθεση μεγάλη και
ιδιαίτερα σοβαρή. Ιστορικό γεγονός γεννήσεως «ἐν Χριστῷ», «ἀναγγενήσεως δι’
ὕδατος και Πνεύματος», που σημειώνει σταθμό στη ζωή τους. Η εφαρμογή της
οικονομίας, αναγκαία στο βάπτισμα των νηπίων, μερικές φορές απλοποιεί τόσο τα
πράγματα, που χάνουν τη σοβαρότητα και την ιεροπρέπειά τους. Παρακάτω
σημειώνουμε κάποιες παρατηρήσεις που αφορούν στο βάπτισμα των ενηλίκων:
1. Του βαπτίσματος προηγείται
συστηματική κατήχηση, που στη περίοδο της εκκλησιαστικής ακμής κρατούσε τρία
ολόκληρα χρόνια. Ο κατηχούμενος γνώριζε την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας με
συστηματική διδασκαλία, παρακολούθηση συνάξεων μέχρι των αναγνωσμάτων και των
ειδικών για τους κατηχουμένους δεήσεων. Αυτό γίνοταν όχι μόνο στη θεία
λειτουργία, αλλά κσι στην τριθέκτη. Κατά τις ειδικές για τους κατηχουμένους
συνάξεις διαβάζονταν οι εξορκισμοί. Προς το τέλος της κατηχήσεως όσοι ήταν να
βαπτισθούν εγγράφονταν στη τάξη των φωτιζομένων ή των «προς το φώτισμα
εὐτρε-πιζομένων». Προς αυτούς γινόταν συστηματικότερες κατηχήσεις και
διαβάζονταν ειδικές ευχές. Τις βρίσκουμε στις προηγιασμένες της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής από της Τετάρτης της Μέσης Εβδομάδος. Την Μεγάλη Παρασκευή
γινόταν η εξέτασή τους από τον πατριάρχη ή τον κατά τόπους επίσκοπο. Η
διαδικασία αυτή είναι για τους κατηχουμένους απαραίτητη και για την Εκκλησία
αναγκαία. Σκοπός ήταν να γνωρίσουν οι υποψήφιοι χριστιανοί τη χριστιανική πίστη
και να πιστέψουν σ’ αυτή, κάνοντας ελεύθερα την επιλογή τους. Για την Εκκλησία
δε να αποκτήσει ευσυνείδητα μέλη, που να μη κινούνται από υστεροβουλίες ή
πρόσκαιρους ενθουσιασμούς. Συνοπτικές διαδικασίες κατηχήσεως μετά το βάπτισμα,
όπως στα νήπια, είναι απαράδεκτες πρωτοβουλίες, που μόνο σε έκτακτη ανάγκη
δικαιολογούνται.
[74] Ξ. Γιάγκου, «Κανόνες και διατάξεις περί του Ιερού
Βαπτίσματος» », τομ. «ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ», εκδ. Ιερά Μητρόπολη Δράμας, Δράμα 1996,
σελ. 72-73.
[75] Βλ. PG 106, 1368B. επ. βλ. PG 62,536.[76] Βλ. Παναγιώτη Ι. Μπούμη , «Κανονικόν Δίκαιον» εκδ. Γ’ απηυξημένη , εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2008 σ. 104.
[77] Βλ. Χρ. Γιανναρά, «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας», Αθήνα 1977, σ. 57.
[78] Βλ. Παναγιώτη Ι. Μπούμη , «Κανονικόν Δίκαιον» εκδ. Γ’ απηυξημένη , εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2008 σελ. 105-106.
[79] Βλ. T. Ware, “Eustratios Argenti. “A studi of the Greek Church under Turkish rule”, Oxford 1964, σελ. 65-66.
[80] PG 118, 968B
[81] Βλ. Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Αθήναι 1953, τομ. ΙΙ, σ. 987.
[82] “Gian Domenico Mansi”, Catholic Encyclopedia, τομ 38, New York, Robert Appleton Company, 1913, σελ. 573-634.
[83] Βλ. Παναγιώτη Ι. Μπούμη , «Κανονικόν Δίκαιον» εκδ. Γ’ απηυξημένη , εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2008 σ.107.
[84] Βλ. Θεοδώρου Γιάγκου, «Το Βάπτισμα και ο τρόπος αποδοχής των αιρετικών και των σχισματικών» Πρακτικά Α’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, εκδ του Κλάδου της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΑΘΗΝΑ 2003, σελ. 180-182.
[85] Βλ. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ Α΄, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ» εκδ. δ’, εκδ. ΜΥΓΔΟΝΙΑ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004, σ. 279.
[86] Βλ. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ», τομ. «άγιον Βάπτισμα», εκδ. Ιερά Μητρόπολη Δράμας, Δράμα 1996, σ. 185.
ΠΗΓΗ:http://www.pemptousia.gr