Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Τα
λειτουργικά άμφια συνιστούν ένα από τα στοιχεία που αισθητοποιούν τη
θεία λατρεία, δηλαδή ενεργοποιούν τις αισθήσεις του ανθρώπου, ώστε να
την κατανοήσουν. Η προέλευσή τους διαφέρει στη Δυτική και την Ανατολική
Εκκλησία. Αφενός μεν, τα άμφια της πρώτης προέρχονται από τα ενδύματα
του κοσμικού βίου, καθώς παρατηρείται σε αυτά ισχυρή ρωμαϊκή επίδραση.
Αφετέρου δε, τα ιερατικά άμφια της τελευταίας επηρεάστηκαν από το
μοναχισμό, αλλά και από τα αυτοκρατορικά ενδύματα του Βυζαντίου.
Η
χρήση ιερών αμφίων στις εκκλησιαστικές συνάξεις δεν ήταν αυτονόητη στην
αρχαία Εκκλησία, αφού ο κλήρος δεν έφερε ιδιαίτερα λειτουργικά άμφια
κατά τους πρώτους αιώνες της ζωής και της δράσης της. Οι λειτουργοί δεν
φορούσαν τίποτα παραπάνω από τα κοινά ενδύματα των ανθρώπων της εποχής
και της περιοχής όπου βρίσκονταν, ακόμα και στην κατεξοχήν σύναξη του
εκκλησιαστικού σώματος, τη Θεία Ευχαριστία.
Η
εισαγωγή ειδικών αμφίων για την τέλεση της λατρείας ξεκινά τον Δ’ αι.,
με αφετηρία και επίκεντρο την Ανατολή, ενόσω η Δύση εξακολουθούσε να
αρνείται τη χρήση τους. Τον Ε’ αι. επιχειρείται μία ανεπιτυχής
προσπάθεια εισαγωγής ιερών αμφίων στη νότια Γαλλία. Η κίνηση αυτή
βρίσκει αντιμέτωπο τον πάπα Ρώμης Κελεστίνο Α’, ο οποίος αντιμαχόταν τη
χρήση τους στη λατρεία, αφού τη θεωρούσε αντίθετη προς τις παραδόσεις
της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Ο
συμβολισμός των ιερών αμφίων εμφανίζεται στην Ανατολή από τον Δ’ αι. κ.
εξ., ενώ στη Δύση εμφανίζεται τον Θ’ αι., με ενέργειες του Amalarius
του Metz, κατόπιν επιρροής της Ανατολής. Τα πρότυπα του συμβολισμού ως
προς το σχήμα τους είναι βιβλικά και εσχατολογικά. Αποτελούν σύμβολα
αγγελικών υπάρξεων και των καινών, αναστημένων εν Χριστώ σωμάτων.
Η
απόχρωση των ιερών αμφίων είναι ένα ιδιαίτερο θέμα, το οποίο
προβληματίζει την Ανατολική Εκκλησία κυρίως τους νεώτερους χρόνους. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερους χρωματικούς κανόνες για τη
λειτουργική περιβολή των κληρικών. Η Δυτική Εκκλησία, αντίθετα, ήδη από
τον Η’ αι. υιοθετεί συγκριμένο χρωματολόγιο. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (ΙΓ’
αι.) καθιερώνει πέντε χρώματα ως τα αρμόδια για την αμφίεση των
κληρικών (λευκό, κόκκινο, πράσινο, μοβ, μαύρο). Η αποκλειστικότητα της
πενταχρωμίας αυτής διατηρείται έως σήμερα, με την κατάργηση του μαύρου
και την εισαγωγή του χρυσού ως χρώματος επισήμων ημερών και εορτών από
τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965) κ. εξ.
Η
Ανατολική Εκκλησία χαρακτηρίζεται από γενικευμένη ελευθερία στις
χρωματικές επιλογές του κλήρου. Η πατερική γραμματεία δεν ασχολείται με
το ζήτημα, εκτός από μικρές αναφορές των Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Συμεών
Θεσσαλονίκης και των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία
δεν εξετάζεται το χρώμα των αμφίων, αλλά ιδίως η ενδυματολογική
ομοιομορφία των λειτουργών.
Οι
χρωματικές επιλογές στην Ανατολή είναι ελεύθερες, αλλά περιορίζονται
από τον ακόλουθο άγραφο κανόνα, τον οποίο διασώζει ο Συμεών
Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον υστεροβυζαντινό πατέρα, τα αρμόδια για τη
θεία λατρεία χρώματα είναι μόνο δύο: το λευκό και το πορφυρό.
Το
χρώμα των λειτουργικών αμφίων πρέπει να είναι, πρώτα, λευκό, καθώς η
λευκότητα δηλώνει την καθαρότητα και τη φωτεινότητα της Θείας Χάριτος,
την οποία έλαβε ο κληρικός με τη χειροτονία του. Η μετένδυση του
κληρικού από τα μαύρα ενδύματα στα λευκά λειτουργικά άμφια δηλώνει την
εσχατολογική αλλαγή της ανθρώπινης φύσης και την ένδυση με τους καινούς
και άφθαρτους χιτώνες της Βασιλείας. Η λευκότητα των λειτουργικών αμφίων
εικονίζει τη Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά και τον ενδεδυμένο με λευκά
ιμάτια άγγελο στο κενό μνημείο του Κυρίου.
Το
πορφυρό, έπειτα, χρώμα των αμφίων είναι δηλωτικό του πένθους. Η ένδυση
με πορφυρού χρώματος άμφια συμβολίζει το πένθος του ανθρώπου για τις
αμαρτίες που διαπράττει, αλλά και την ανάμνηση του Πάθους του Χριστού,
το οποίο πρέπει να είναι πρότυπο για μίμηση. Η χρήση των πορφυρών αμφίων
περιορίζεται για τους λόγους αυτούς στο πλαίσιο των ακολουθιών της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς αρμόζουν στον χαρακτήρα πένθους και
μετάνοιας, τον οποίο αποπνέει η εν λόγω εκκλησιαστική περίοδος.
Ο
Συμεών, εκτός από το λευκό και το πορφυρό, δεν καταγράφει κανένα άλλο
χρώμα, το οποίο να αρμόζει στα λειτουργικά άμφια. Η ύπαρξη πολλών
αποχρώσεων αποτελεί φαινόμενο, το οποίο ανθεί διογκούμενο στη νεώτερη
και σύγχρονη εποχή. Ο κανόνας αυτός, όσο αφοριστικός κι αν είναι, δεν
είναι απόλυτος στην εφαρμογή του. Ο λειτουργός είναι ελεύθερος να
επιλέξει το χρώμα της περιβολής του. Το χρώμα των αμφίων δεν αποτελεί
δόγμα, αλλά πρέπει να υπόκειται σε κάποιες γενικές αρχές.
Η
επιλογή του χρώματος των αμφίων οφείλει να γίνεται εντός συγκεκριμένων
πλαισίων: α) Αντιστοιχία με τις περιόδους του εκκλησιαστικού έτους. Το
σκούρο χρώμα, για την ακρίβεια το πορφυρό, είναι αρμόδιο για την περίοδο
της νηστείας και το λαμπρό – φωτεινό, το λευκό ειδικά, όλες τις
υπόλοιπες ημέρες του λειτουργικού έτους. β) Ο σεβασμός των συμβολισμών
που σχετίζονται με τα άμφια. Το στιχάριο, δηλαδή ο ποδήρης χιτώνας –
πρώτο άμφιο που ενδύεται ο κληρικός κάθε ιερατικού βαθμού - πρέπει να
είναι πάντοτε λευκό, ακόμα και κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αφού
εικονίζει τα λευκά ιμάτια του αγγέλου στο κενό μνήμα του αναστημένου
Χριστού, όπως και το φελόνιο των Κυριακών. Το αρχιερατικό ωμοφόριο,
επίσης, πρέπει να είναι πάντοτε λευκό και κατασκευασμένο από μάλλινο
ύφασμα, αφού εικονίζει το χαμένο πρόβατο της παραβολής του Χριστού. γ) Η
αισθητική. Η επιλογή αποκρουστικών και έντονων χρωμάτων και σχεδιασμών,
ο υπερβολικός αισθητικά και οικονομικά στολισμός, η παράταιρη αμφίεση
καλό θα είναι να αποφεύγονται.
Η
χρυσοποίκιλτη αμφίεση εκτός από το συμβολισμό τη λαμπρότητας του
μυστηρίου της Εκκλησίας μπορεί να θεωρηθεί και ως σημείο κακογουστιάς,
επίδειξης, ακόμα και φαιδρότητας. Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
προτιμούσε τη χρήση υφαντών και απλών στην όψη αμφίων έναντι
χρυσοποίκιλτων και οικονομικότερων υφασμάτων, αφού τα πρώτα ήταν πιο
λιτά και δεν προκαλούσαν, δεδομένου ότι η ομορφιά βρίσκεται στην
επιμελημένη, καθαρή και ανεπιτήδευτη απλότητα, ενώ η διάκριση είναι
ύψιστη αρετή.
Οι
κατά τόπους παραδόσεις έχουν διαμορφώσει ειδικότερες διατάξεις, γραπτές
ή προφορικές, οι οποίες ρυθμίζουν τους χρωματισμούς της αμφίεσης των
λειτουργών. Οι ελληνόφωνες Εκκλησίες δεν έχουν γενικεύσει τέτοιους
κανονισμούς, εκτός από τις περιπτώσεις ιερών μονών, π.χ. του Αγίου
Όρους, της Πάτμου κ.λπ., όπου τα ιδιαίτερα τυπικά ορίζουν συγκεκριμένο
χρώμα αμφίων για κάθε περίοδο και εξέχουσα εορτή. Τα μοναστηριακά τυπικά
έχουν εφαρμογή αποκλειστικά στις μονές για τις οποίες γράφηκαν, με
αφορμή τη μοναστική πρακτική και τα δεδομένα κάθε μονής και δεν υπάρχει
λόγος να τηρούνται εκτός αυτών. Ο σλαβικές, κυρίως, Εκκλησίες έχουν
αναπτύξει ιδιόμορφα χρωματολογικά συστήματα, τα οποία ποικίλουν ανά κατά
τόπον Εκκλησία και εποχή, έχουν καθολική εφαρμογή στα όρια κάθε
Εκκλησίας και διασφαλίζουν την ενδυματολογική ομοιομορφία.
Η
αποσιώπηση των περισσότερων χρωμάτων των αμφίων, αλλά και των
συμβολισμών τους στην παλαιότερη λειτουργική βιβλιογραφία δήλωνε πως το
ζήτημα ήταν: α) επουσιώδες– το χρώμα των αμφίων δεν ενδιέφερε τόσο, όσο η
λειτουργικότητα και ο συμβολισμός τους, β) αυτονόητο - οι αποχρώσεις
των αμφίων θεωρούνταν δεδομένες και δεν χρειαζόταν κανένας ιδιαίτερος
σχολιασμός, γ) πολυτέλεια για λίγους – οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες
δεν επέτρεπαν στην πλειονότητα του κλήρου να έχει περισσότερες από 2 ή 3
λειτουργικές στολές, αφού οι περισσότεροι λειτουργοί είχαν στην κατοχή
τους μία χαρμόσυνη και μία πένθιμη στολή. Η σύγχρονη ευμάρεια πολλών
κληρικών ήταν αδιανόητη έως και πριν από μερικές δεκαετίες. Η εξαθλίωση
της πλειονότητας των κληρικών της Κωνσταντινούπολης στην ακμάζουσα
μεσοβυζαντινή περίοδο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, και δ) περιττό – η
χρήση των δύο χρωμάτων (λευκού και πορφυρού), όπως μνημονεύει ο Συμεών
Θεσσαλονίκης, είναι υπεραρκετή.
Η
σύγχρονη πρακτική υπερπαραγωγής ιερατικών αμφίων είναι εξυπηρετική,
αλλά πολλές φορές εκτρέπεται σε υπερβολές και γελοιότητες. Η επιλογή των
χρωμάτων, αλλά και των υλικών των αμφίων οφείλει να γίνεται με σύνεση,
ταπείνωση και απλότητα. Ο πειρασμός της υπερπροσφοράς χρωμάτων και
ποιοτήτων είναι μεγάλος, αλλά η εγκράτεια είναι πολύ μεγαλύτερη αρετή
και ο αυτοσεβασμός αναγκαίος.
Βιβλιογραφία:
Κούρκουλα
Κ. Κ., Τα ιερατικά άμφια και ο συμβολισμός αυτών εν τη Ορθοδόξω
Ελληνική Εκκλησία, Αθήναι 1960. Παπαδόπουλου Κ. Ν., «Το χρώμα των αμφίων
της Μ. Σαρακοστής», Εκκλησία Ξ (1983), σ. 238-242. Παπά Αθανασίου, «Το
χρώμα των ιερών αμφίων και Συμεών ο Θεσσαλονίκης», Πρακτικά ΙΑ’ Διεθνούς
Επιστημονικού Συμποσίου «Χριστιανική Θεσσαλονίκη· Πόλις συναντήσεως
Ανατολής και Δύσεως», Ιερά Μονή Βλατάδων 12-18 Οκτωβρίου 1997, εκδ.
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 327-338. Στεφανίδου Β., «Η
των αυτοκρατορικών ενδυμάτων του Βυζαντίου επίδρασις επί των
αρχιερατικών αμφίων», Θεολογία, ΚΑ’ (1950), σ. 19-25. Στύλιου Ευθυμίου,
«Ιμάτια ως το φως, Θεολογική θεώρηση των Ιερών Αμφίων», Σειρά Ποιμαντική
Βιβλιοθήκη, αρ. 5: Τα ιερά Άμφια και η εξωτερική περιβολή του Ορθοδόξου
Κλήρου, εκδ. Κλάδου Εκδόσεων ΕΜΥΕΕ, Αθήναι 2002, σ. 25-37. Χρυσοστόμου
Γ. - Βλαχοπούλου Ελένης, …άμφια χάριν έχουσι θείαν…· Τα άμφια της
Ελληνορθοδόξου (sic) Εκκλησίας, εκδ. Στρατηγικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012.
Χρυσοστόμου Γ. Χ., Το χρώμα των Ιερών Αμφίων. Από τη δυτική αισθητική
στη ρωσική λειτουργική παράδοση, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2011.
ΠΗΓΗ: http://naxioimelistes.blogspot.gr/