Πρίν ἀπό .... 46 χρόνια...
Τὸ παρακάτω
κείμενο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ 46 χρόνια καὶ ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη
ἐργασία (πολυγραφημένο ἀντίτυπο) τοῦ τότε μαθητὴ τῆς Β΄ Λυκείου τοῦ
Πειραματικοῦ Σχολείου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Βασίλη Καψαμπέλη, μὲ τίτλο Περιπλάνησι στὰ 45 τετρ. χιλμ. τῆς Πάτμου,
Φεβρουάριος 1973.
Κεφάλαιο 5. Οἱ
μοναχοί
«Πολλοὶ ἄνθρωποι
εἶναι σπουδαῖοι. Εἶναι μεγάλοι
ἔτσι ποὺ κανεὶς
δὲν στοχάζεται ποτὲ πὼς εἶναι μεγάλοι»
(Οὐίλιαμ Σαρόγιαν,
Ἀνθρώπινη Κωμωδία)
Ἴσως κάποτε κάνω
τόσα ταξίδια, ὥστε ἡ Πάτμος νὰ μὴν εἶναι παρὰ μιὰ μακρινὴ ἀνάμνησι· ἴσως κάποτε
οἱ ξένοι τόποι ποὺ ποθῶ νὰ δῶ μὲ κάνουν νὰ ξεχάσω τὸ μικρὸ ἱερὸ νησί· ὅμως καὶ
τότε ἀκόμα ξέρω σίγουρα πὼς δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσω ποτὲ τὶς ἕξι μέρες ποὺ
ἔζησα στὸ Μοναστήρι τοῦ Θεολόγου· κι αὐτὸ χάρις στὴ φιλοξενία τῶν μοναχῶν.
Ὅταν
ἔφθασα στὴν Πάτμο ἦταν πολὺ πρωί· ὡστόσο ἀνέβηκα στὸ Μοναστήρι κι ἐκεῖ περίμενα
νὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ μὲ δεχθῆ ὁ Ἡγούμενος. Κατὰ τὶς 9 μπόρεσα νὰ τὸν δῶ. Μὲ δέχθηκε
μὲ νησιώτικη εὐγένεια. Ὥσπου νἄρθη τὸ πατροπαράδοτο σπιτίσιο ποτὸ καὶ τὰ
μπισκότα ἐξήγησα ποιὸς εἶμαι· ἔδειξα τὸ συστατικό μου γράμμα καὶ παρακάλεσα νὰ
μείνω λίγο καιρὸ στὸ Μοναστήρι. Ὑπῆρχε ὁπωσδήποτε τὸ πρόβλημα τοῦ φαγητοῦ. Τὸ Μοναστήρι
δὲν ἦταν κοινόβιο κι ἔτσι δὲν ἑτοιμαζόταν φαγητὸ μέσα σ' αὐτό. Ἔπρεπε νὰ βγαίνω
τὸ μεσημέρι καὶ νὰ τρώω ἔξω, ὅπως κι ὅσοι μοναχοὶ δὲν μαγειρεύουν μόνοι τους.
Τὸ βράδι ἦταν πιὸ εὔκολο γιατὶ μποροῦσε νὰ μοῦ ἑτοιμάζη κάτι ὁ ξενοδόχος τῆς Μονῆς.
Φυσικὰ δὲ εἶχα καμμιὰ ἀντίρρησι νὰ τρώω ἔξω, ἀφοῦ μάλιστα οἱ πόρτες εἶναι ἀπὸ
τὸ πρωὶ ὡς τὸ δείλι ἀνοικτές, κι ἔτσι μὲ παρέπεμψαν στὸν ξενοδόχο τῆς Μονῆς.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄκουσα μιὰ χαρούμενη
φωνὴ ἀπὸ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ταράτσες τῆς Μονῆς. Μέσα ἀπὸ ἕνα δαίδαλο ἀπὸ
ἐσωτερικοὺς διαδρόμους καὶ στενὲς σκάλες ἀνεβήκαμε στὸν ξενῶνα, μὲ τὴ φιλόξενη
ἐπιγραφὴ στὴν πόρτα (=«Ξένους ξένιζε μὴ Θεοῦ ξένος γένῃς») καὶ μπήκαμε στὸ
μικρὸ καὶ κάπως ἀνεξάρτητο συγκρότημα. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα μεγάλο χὼλ κι ἕνα
διάδρομο βρεθήκαμε στὴν κουζίνα, ἐξοπλισμένη μὲ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα, κι ἀπὸ 'κεῖ
στὰ δύο ὑπνοδωμάτια καὶ στὶς τουαλέττες. Ὅλα ἔλαμπαν ἀπὸ καθαριότητα. Πράγματι
ἡ καθαριότης εἶναι αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖ ὁ ἐπισκέπτης ἀμέσως στὸ Μοναστήρι. Ἐπίσης
οἱ μοναχοὶ εἶναι σχολαστικὰ καθαροί, κι ὄχι λίγοι μοῦ μίλησαν μὲ θλίψη γιὰ τὴν
βρῶμα τῶν ἀδελφῶν τους τοῦ Ἄθω, ποὺ ἐπισκέφθηκαν στὸ «ἱερὸ», γιὰ τὸν ἕλληνα
μοναχό, ταξίδι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ ὑπνοδωμάτιό μου στὸ μέγεθος ἑνὸς εὐρύχωρου κελλιοῦ,
μὲ δυὸ κρεββάτια σιδερένια. Στοὺς τοίχους μία ἢ δύο θρησκευτικὲς εἰκόνες· δυὸ
καρέκλες· ἕνα τραπέζι μ' ἕνα βαρὺ κεντητὸ τραπεζομάντηλο. Πηγαίνω στὸ κλασσικὸ
χωριάτικο παράθυρο, μὲ τὰ τζάμια ἀπ' ἔξω καὶ παντζούρια ἀπὸ μέσα, μονοκόμματα,
ποὺ κλείνοντας ἐπιτυγχάνουν τέλεια συσκότησι. Τὸ ἄνοιξα· ὁλόκληρη ἡ δυτικὴ
πλευρὰ τῆς Χώρας φαινόταν ἀπὸ 'κεῖ καὶ πιὸ πέρα τὸ ἥσυχο κοιμητήριο πάνω ἀπὸ τὴ
θάλασσα, ποὺ ἁπλωνόταν γαλήνια ὣς πέρα στὸ Ἰκάριο καὶ στὴν Σάμο. «Ἐλπίζω νὰ σᾶς
ἀρέσει», μοῦ εἶπε ὁ ξενοδόχος. Ἃν μ' ἄρεσε! Ἔτσι ἄρχισε ἡ διαμονή μου στὴ Μονὴ
τοῦ Θεολόγου.
Ὀργάνωσα στὰ γρήγορα τὴν ζωή μου:
Ξύπνημα ἀρκετὰ πρωί. Μέχρι τὸ μεσημέρι μελέτη στὴ βιβλιοθήκη, συζήτησι μὲ τοὺς
μοναχοὺς στὰ κελλιά τους, ἐπισκέψεις στὸ Μουσεῖο. Τὸ μεσημέρι βγαίνω γιὰ
φαγητό. Τὸ ἀπόγευμα ἀνάπαυσι, διάβασμα, γράψιμο. Κατὰ τὶς ἑπτὰ ἀνεβαίνει ὁ
ξενοδόχος γιὰ τὰ τηγανιτά μου αὐγά, τὴ σαλάτα καὶ τὸ γιαούρτι. Στὸ μεταξὺ ἔρχονται
καὶ δυὸ τρεῖς ἄλλοι νέοι μοναχοὶ ἢ δόκιμοι καὶ μοῦ κάνουν παρέα. Περνᾶμε τὴν
ὥρα μέχρι τὸν ὕπνο συζητώντας καὶ λέγοντας ἀστεῖα. Κοιμᾶμαι συνήθως νωρίς.
Καλύτερη ὥρα γιὰ νὰ δῆ κανεὶς τοὺς
μοναχοὺς καὶ νὰ συζητήση μαζί τους εἶναι τὸ πρωί, ἀπὸ 9 μέχρι 12. Τότε οἱ πολὺ
γέροι βρίσκονται ἐλεύθεροι στὰ κελλιά τους ἐνῶ οἱ περισσότεροι στὶς διακονίες ὅπου
συνήθως μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς πιάση κουβέντα. Ἄλλωστε εἶναι κι ἡ πιὸ «κοσμικὴ»
ὥρα τῆς ἡμέρας τους, ποὺ ξεκινάει μὲ ὄρθρο στὶς 3 τὸ πρωί, ὕστερα ἀναπαύσι
μέχρι τὶς 8 καὶ μετὰ διακονίες στὴν ἐκκλησία, στὰ γραφεῖα, στὴ βιβλιοθήκη. Τὸ
μεσημέρι οἱ μοναχοὶ τρῶνε κατὰ τὶς δώδεκα καὶ μετὰ λίγη ἀνάπαυσι, ἑσπερινὸς 3-4
τὸ ἀπόγευμα, διακονίες, κι ἀπ' τὶς 7,30-8,30 (ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κίνησι τῶν
ξένων) μαζεύονται στὰ κελλιά τους, ὅπου τέσσερις-τέσσερις ἢ πέντε-πέντε
συζητᾶνε τὰ προβλήματα τῆς Μονῆς καὶ θυμοῦνται τὰ παλιά. Ἂν εἶναι Πέμπτη,
Σάββατο ἢ Κυριακή, τὸ πρωί, μετὰ τὸν ἑσπερινὸ ἀκολουθεῖ λειτουργία.
Ἡ ἐπίσκεψι στὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν καὶ ἡ
συζήτησι μαζί τους εἶναι μιὰ σπάνια ὀπτικοακουστικὴ ἐμπειρία, γιὰ τὴν γραφικὴ
εἰκόνα τῶν κελλιῶν καὶ τὴν συνομιλία μ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τόσο
ξεχωριστοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, ἀπὸ τὸ πιὸ ἐξωτερικὸ στοιχεῖο, τὴν ἐνδυμασία, ὣς τὸ πιὸ
μύχιο, τὸ πιὸ σημαντικό: τὴν φιλοσοφία ζωῆς. Οἱ συναντήσεις μαζί τους ἄρχιζαν
μὲ τὸ κλασσικὸ νησιώτικο κέρασμα, πρῶτο δεῖγμα μιᾶς ἐγκάρδιας φιλοξενίας.
Συνήθως μοῦ φτιάχνουνε καφὲ ἢ ποτό. Ὁ πατὴρ Θεόκλητος τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ μὲ
ρώτησε ἦταν: «θὲς ἕνα καφεδάκι;». Ὁ πατὴρ Νικόδημος μοῦ πρόσφερε ἕνα ἀπὸ τὰ
θαυμάσια τοπικὰ ποτά. Ὁ νεαρὸς Ἀρτέμιος, λουκούμι. Πουθενὰ δὲν πῆγα χωρὶς να μ'
ἀκολουθήση ὁ δίσκος γιὰ νὰ μὲ φιλέψουν.
Ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ
εἶδα. Μὲ δέχτηκε μὲ μεγάλη προθυμία στὸ λιτὸ κελλί του. Ἀνοίγοντας τὴν παλιὰ
ξύλινη πόρτα βρέθηκα σ' ἕνα πολὺ μικρὸ θάλαμο. Ἀριστερὰ ἦταν μιὰ πολὺ μικρὴ
κουζίνα-ἀποθήκη καὶ στὸν ἀπέναντι τοῖχο ἡ πόρτα γιὰ τὸ κυρίως δωμάτιο, μιὰ
αἴθουσα 4x5 μέτρα. Σ' ἕνα τοῖχο τὸ σιδερένιο κρεββάτι, ὅμοιο μὲ
τὸ δικό μου. Ἀπὸ πάνω μιὰ παλιὰ ὄμορφη σύνθεσι ταπισσερί: σκλαβοπάζαρο στὴν
Ἀνατολή. Ἕνας καναπές, ἕνα μπαοῦλο, τὸ εἰκονοστάσι. Δίπλα στὸ κρεββάτι ἕνα
κομοδίνο κι ἀπέναντι ἕνα τραπέζι μὲ πολλὰ μπουκάλια, ποτήρια, βιβλία, ἕνα
κομπολόϊ, ἕνα τρανζίστορ. Σὲ μιὰ γωνιὰ μιὰ ὀμπρέλλα καὶ κρεμασμένα ράσα. Στοὺς
τοίχους πλῆθος φωτογραφίες ἀπὸ τὸ '20 ὣς τὰ σήμερα. Κάπου μιὰ μικρὴ ξύλινη
σκάλα ποὺ ὁδηγεῖ σ' ἕνα ὑπερυψωμένο τμῆμα τοῦ κελλιοῦ σχηματίζοντας ἕνα μικρὸ
ὀντά.
Ὁ πατὴρ Θεόκλητος εἶναι πάνω ἀπὸ 75
χρονῶν. Στὴν Μονὴ εἶναι ὁ ἀρχαιότερος, μένει ἐδῶ 50-55 χρόνια τώρα. Ὅταν ἦταν
μικρὸς δὲν πολυήθελε νὰ γίνει μοναχός, μὰ ἦταν ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ τελικὰ
πῆγε στὴ Μονή: ἕνα στόμα λιγότερο. Μὲ δυσκολία συζητάω μὲ τὸν τόσο εὐγενικό,
ἀλλὰ ἀσυνήθιστο μοναχό. Καταγράφω τὰ λόγια του: «Ἐγὼ δοκιμάστηκα γιὰ νὰ γίνω
μοναχὸς 2 χρόνια. Ὁ μοναχὸς ἔπρεπε νὰ μαθαίνει νὰ εἶναι ταπεινός, ὑπάκουος:
ὅ,τι πεῖ ὁ Ἡγούμενος. Κι ὕστερα μ' ἔκαναν. Δὲν ἔμαθα καὶ γράμματα. Ποιὸς
νοιαζόταν τότε γιὰ γράμματα… Ἄλλαξε ὁ κόσμος σήμερα. Ὅλοι οἱ καλοὶ φύγανε, κι
ἀπομείναμε ἐμεῖς… καὶ σακατεμένοι: Ὁ ἕνας τοῦ πονάει ἐτοῦτο, ὁ ἄλλος ἐκεῖνο.
Ἐγὼ πρόφθασα πενῆντα μοναχούς. Πόσοι μείναμε τώρα; Καὶ θὰ φύγουμε κι ἐμεῖς σὲ
λίγο… Νἄρθη ἡ ὥρα μας νὰ φύγουμε… (γελᾶ). Ὅλοι θὰ φύγουμε. Κανένας δὲν θ'
ἀπομείνει… Ἂν φοβάμαι τὸν θάνατο; Τὸν θάνατο τώρα πιά…».
Ὁ πατὴρ Θωμᾶς εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπ'
τοὺς πιὸ γηραιοὺς μοναχούς. Τὸν συνάντησα στὸ σπίτι του, χτισμένο ἀπὸ τὸν παπποῦ
του, ἕναν ἀπ' ἐκείνους τοὺς παλιοὺς ἀρχιτέκτονες-τεχνίτες τῆς νησιώτικης
οἰκοδομικῆς. Ὅλα ἐκεῖ μέσα θυμίζουν τὰ περασμένα: οἱ ξύλινες σανίδες ποὺ εἶναι
στρωμένο τὸ δάπεδο, ὁ τεράστιος μπρούτζινος πολυέλαιος (κάπου ἑνάμισι μέτρο)
ποὺ κρέμεται ἀπ' τὸ ταβάνι, τὸ θαυμάσιο «ἰνδιάνικο» ντουλάπι ἀπ' τὴν Αἴγυπτο,
οἱ ἀτέλειωτες φωτογραφίες καὶ τυπωμένες ζωγραφιὲς παλαιοῦ τύπου ποὺ βρίσκονται
στοὺς τοίχους, ἀκόμη κι ἡ πελώρια γκριζωπὴ γάτα ποὺ τρίβεται στὰ πόδια του. Ὁ
πατὴρ Θωμᾶς μοῦ φέρνει ἕνα φωτογραφικὸ ἄλμπουμ… Ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ Ἰταλοῦ
μαρκήσιου στὸ Μοναστήρι… Τὸ '20. Ἐδῶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ '35. Φαίνεται κι ὁ
Μακάριος Ἀντωνιάδης, ὁ τελευταῖος ἀσκητὴς στὴν Πάτμο… Ἐδῶ… Ἐδῶ… Ἡ ἀτμόσφαιρα
πυκνώνει, μιὰ βαριὰ μυρουδιὰ παρελθόντος ξεχύνεται στὸ δωμάτιο, τὰ γαλάζια
μάτια τοῦ γέρου γίνονται ὀνειροπόλα. Τὸν κοιτάζω νὰ δείχνει ἥρεμα τὸ φορτίο ποὺ
κουβαλάει, ἀνύποπτος ἴσως κι ὁ ἴδιος γιὰ τὸ πόσο συντριπτικὸ εἶναι. Ὁ καιρὸς
περνάει καμμιὰ φορὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης… Τοῦ παίρνω μιὰ φωτογραφία, τοῦ
ὑπόσχομαι νὰ τοῦ τὴν στείλω. Μοῦ χαρίζει ἄλλες δυὸ ἔγχρωμες ποὺ τοῦ τὶς πῆραν
ἄλλοι ταξιδιῶτες. Καὶ φεύγω.
Ὁ μόνος μοναχὸς ποὺ ἀποσύρεται ποὺ καὶ
ποὺ σὲ σκῆτες εἶναι ὁ πατὴρ Νικόδημος. Τὸν
βρῆκα στὸ Μοναστήρι, ὅπου ἔμενε ἐκεῖνο τὸν καιρό. «Καλὸς δουλευτής», ὅπως μοῦ
εἶπε ἕνας ντόπιος, ἀποσύρεται πότε-πότε στὴν Παναγιὰ τοῦ Γερανοῦ ἢ στὸ Κουβάρι
γιὰ νὰ δουλέψη τὴ γῆ, νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ ἡσυχάση. Αὐτὴ ἡ συχνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ φύσι
καὶ ἡ περισυλλογὴ ποὺ πέφτει, μιὰ καὶ σπάνια χρησιμοποιεῖ τὰ λιγοστά του
γράμματα, τὸν ἔχουν κάνει ἥρεμο καὶ καλοσυνάτο. Μιλάει ἀργὰ καὶ σιγά,
χαμογελάει μὲ εὐγένεια, προτιμάει τὴν σιωπὴ ἀντὶ νὰ λέγη ὁτιδήποτε. Τὰ ἐλάχιστα
βιβλία ποὺ ἔχει διαβάσει τοῦ ἔχουν χαρίσει μιὰ τεράστια γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
κι ὅ,τι λέει τὸ συνοδεύει κατάλληλα μὲ μιὰ σχετικὴ φράσι. Ὅταν τὸν ρώτησα ἂν
φοβᾶται τὸν θάνατο, μοῦ ἀπάντησε: «ὅταν δὲν εἶσαι ἔτοιμος τὸν φοβᾶσαι». Ἀπὸ
αὐτὸν ἄκουσα καὶ κάτι, ποὺ ὅσοι τὸ λένε θεωροῦνται ἐπικίνδυνοι ἐπαναστάτες καὶ
θεομάχοι: πὼς οἱ νέοι δὲν πρέπει νὰ πηγαίνουν γιὰ μοναχοί, «νὰ μένουνε στὸν
κόσμο, νὰ δουλεύουν, κι ὕστερα, ὅταν γεράσουν, νὰ πηγαίνουν στὰ μοναστήρια νὰ
ἡσυχάσουν».
Ὡστόσο δὲν εἶναι οἱ γέροι αὐτοὶ ποὺ
ἐπικρατοῦν στὸ Μοναστήρι. Οἱ δύο δόκιμοι, κάπου 17 χρονῶν, κι ἄλλοι πέντε ἢ
ἕξι, ἡλικίας κάτω ἀπ' τὰ 30, κάνουν τὸ Μοναστήρι κατ' ἐξοχὴν νεανικό. Αὐτὸ τὸ
γεγονός, σὲ συνάρτησι καὶ μὲ τὸ ὅτι στὴ Μονὴ ὁ Ἡγούμενος δὲν εἶναι ἰσόβιος, κι
ἔτσι ὑπάρχουν τώρα δυὸ ἢ τρεῖς ποὺ ἔχουν διατελέσει ἤδη ἡγούμενοι, κάνει τὸ
κλῖμα τῆς Μονῆς φιλικό, ἀδελφικό. Ποτὲ ἐδῶ δὲν ἔχει δημιουργηθεῖ πρόβλημα, ποτὲ
δὲν διατυπώθηκε παράπονο. Οἱ μοναχοὶ εἶναι τυχεροὶ ἂν στὶς διακονίες τους
(μουσεῖο κλπ.), ὑπάρχει καὶ ἄλλος, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀλλάξουν καμμιὰ κουβέντα.
Τὰ κοινὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα (γενικὰ ἡ μορφωτικὴ στάθμη ἀρκετὰ ὑψηλή)
ἀποτελοῦν ἀκόμη ἕναν κρῖκο μεταξύ τους. Ὅλοι ἀναλαμβάνουν τὶς ἐργασίες κατὰ τὶς
δυνατότητές τους. Ἄλλοι φροντίζουν τὴν ἐκκλησία, ἄλλοι εἶναι στὸ μουσεῖο, ἄλλοι
στὰ γραφεῖα. Οἱ πιὸ γέροι δὲν ἔχουν πιὰ ὑπηρεσία, ἂν καὶ ἔχει ἡ Μονὴ ἔλλειψι
ἀνθρώπων, κυρίως τὸ καλοκαίρι. Οἱ πιὸ μορφωμένοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν βιβλιοθήκη.
Ὅλοι ζοῦν ἀγαπημένοι, στὸ ὁποῖο συντελεῖ
ἴσως καὶ τὸ ὅτι ὅλοι εἶναι Πάτμιοι, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπ' τὴ Χώρα. Ἀλλὰ κι
ὅσοι ἀκόμη δὲν εἶναι ντόπιοι, γρήγορα προσαρμόζονται στὸ φιλελεύθερο Μοναστήρι
καὶ νιώθουν τὴν οἰκογειακή του ἀτμόσφαιρα. Ὁ πατὴρ Κάλλιστος π.χ., ἂν καὶ
Ἄγγλος, βρῆκε σ' αὐτὸν τὸν τόπο τὸ πιὸ ἀσφαλὲς λιμάνι, τὸ καταφύγιό του. «Στὴν
ἀρχὴ ἔλεγα πὼς θάρθω ἐδῶ ἀφοῦ πάρω τὴν σύνταξίν μου», μοῦ εἶπε, «τώρα δὲν βλέπω
τὴν ὥρα νὰ ἀποσυρθῶ ἀπ' τὴ δουλειά μου καὶ νὰ ἔρθω ἐδῶ· καὶ μοῦ φαίνεται πὼς
τελικὰ θὰ παραιτηθῶ γιὰ νὰ ἔρθω πιὸ γρήγορα». Ὁ πατὴρ Κάλλιστος ἦταν
προτεστάντης ποὺ ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔγινε ἱερεύς. Ταυτόχρονα ἔγινε
ἀδελφὸς τῆς Μονῆς καὶ ἔρχεται ὅποτε βρῆ καιρό. Τώρα ὑπηρετεῖ σὰν καθηγητὴς στὴν
Ὀξφόρδη καὶ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόλογες μορφὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀξίζει νὰ δῆ κανεὶς τοὺς μοναχοὺς μετὰ
τὸν ἑσπερινό. Ἡ ἀπογευματινὴ τελετή, σύντομη κι ἀπίστευτα ἀπαλὴ στὴν σιγαλιὰ
τοῦ ἀπομεσήμερου, ἔχει μόλις τελειώσει κι ὅλοι μαζεύονται στὴν κεντρικὴ αὐλὴ
τοῦ Μοναστηριοῦ. Καθισμένοι στὰ στασίδια τοῦ ἐξωνάρθηκα, στὰ πεζούλια ἢ στὰ
χείλη τοῦ μεγάλου πηγαδιοῦ, συζητοῦν κι ἀστειεύονται μεταξύ τους, χωρισμένοι σὲ
μικρὲς ὁμάδες. Λένε τὶς δυσκολίες τῆς ἡμέρας, συζητᾶνε τὰ προβλήματά τους στὴν
ἐκτέλεσι τῶν καθηκόντων τους ποὺ ὁ καταπληκτικός, μερικὲς φορές, ἀριθμὸς
τουριστῶν ἀναγκάζει νὰ παραμελοῦν καμμιὰ φορά. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἡγούμενος
κουβεντιάζει κι αὐτὸς καὶ ἀστειεύεται μαζί τους. Καὶ μοιάζουν σὰν μιὰ μεγάλη
οἰκογένεια, σὰν μιὰ ὄμορφη κοινότητα ποὺ βασίζει τὴν σταθερότητα τῶν σχέσεων
ἀνάμεσα στὰ μέλη της στὴν ἀγάπη καὶ στὸν ἀλληλοσεβασμό.
Τὴν τελευταία νύχτα μου στὸ Μοναστήρι
παρακάλεσα τὸν δόκιμο, τὸν Νικόλα, νὰ μὲ ξυπνήσει γιὰ τὸν ὄρθρο. Ὅταν κατέβηκα,
ἡ πρωινὴ ἱεροτελεστία εἶχε ἤδη ἀρχίσει. Σκοτεινὲς μορφὲς κάθονταν στὰ στασίδια,
μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἢ στὸν νάρθηκα, καὶ ἄκουγαν, μὲ τὸ
κεφάλι μέσα στὰ χέρια, τὶς ψαλμωδίες, καθὼς ἄλλοι ὄρθιοι, ὑμνοῦσαν ἢ διάβαζαν.
Στὸ μισόφωτο τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ φωτιζόταν ἀπὸ δυὸ χρωματιστὰ λαμπατὲρ πάνω ἀπὸ τὰ
δύο ἀναλόγια, ἡ ὅλη τελετουργία ἔπαιρνε, μέσα στὴν νυχτερινὴ σιγαλιά, μιὰ
ἀπροσδόκητη μορφή, ποὺ γέμιζε τὶς ψυχὲς μὲ μιὰ πρωτόγνωρη, γιὰ τὴν πλούσια
συνήθως σὲ ἤχους καὶ κίνησι, ὀρθόδοξη λειτουργία, μυστικοπάθεια. Αὐτὸ ποὺ σ'
ὅλη τὴν παραμονή μου εἶδα στὸ Μοναστήρι, τὸ πρόσεχα ἐδῶ πιότερο: ἡ θαυμαστὴ
γαλήνη, ἡ ἡρεμία, ἡ ἡσυχία. Θἄλεγε κανεὶς πῶς ἀπ' αὐτὴ τὴν πρωινὴ μυσταγωγία
ἀντλοῦν οἱ μοναχοὶ τὴν γαλήνη καὶ τὴν ὑπομονὴ μιᾶς ὁλόκληρης ἡμέρας.
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου ἀνέβηκα στὴν
ταράτσα νὰ δῶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου. Καλημέρισα χαρούμενα αὐτὸν τὸν παπποῦ τῶν
Θεῶν καθὼς φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὸν καλημέρισα καὶ
μαζί του μοῦ φάνηκε πὼς χαιρέτησα κι ὅλα τὰ πλάσματα ποὺ πρωτοεἶδαν σήμερα τὸ
φῶς του κι ὅλα ὅσα βγῆκαν σὰν κι ἐμένα νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Ἦταν αὐτὸ μιὰ
ἥρεμη παραδοχὴ τοῦ κόσμου, μιὰ σιωπηλὴ κατάφασι στὴν ἀπέραντη ἀδελφότητα τῶν
ἀνθρώπων, ἕνα εἶδος μυστικοῦ σύνδεσμου μ΄ ὅλη τὴν πλάσι, ποὺ ἔνιωσα μέσα μου
γιὰ πρώτη φορὰ νὰ γεννιέται. Καὶ θἄθελα νὰ μείνω κολλημένος σ' αὐτὴ τὴν
πολεμίστρα γιὰ πάντα, ἀπὸ φόβο μήπως ξεχάσω κάποτε αὐτὴ τὴν πρωινὴ συμφωνία ποὺ
ἔκανα ἐδῶ στὸ ἀρχαῖο Μοναστήρι. Μὰ δὲν γινόταν· αὔριο-σήμερα ἔπρεπε νὰ φροντίσω
γιὰ τὴν μετακόμησί μου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν ἐγκατάστασή μου στὴν Σκάλα καὶ
αὐτὸς ἦταν ὁ μικρὸς, πολὺ μικρὸς ἀγῶνας ποὺ ἔπρεπε νὰ κερδίσω αὐτὴ τὴ μέρα,
γιατὶ αὔριο θὰ ὑπῆρχε κάποιος ἄλλος καὶ μεθαύριο κάποιος ἄλλος, ὅπως γιὰ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους κάθε μέρα κλείνει μέσα της ἕνα μικρὸν ἀγῶνα, ποὺ πρέπει νὰ κερδηθῆ.
Γι' αὐτὸ εὐχήθηκα δύναμι σ' ὅλους, στὰ ἑκατομμύρια τῶν ἄγνωστων συναγωνιστῶν
καὶ κατέβηκα στὸν ξενῶνα νὰ ἐκμεταλευτῶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς θαυμαστῆς
αὐτῆς νύχτας.
[ΣτΕ. Ἡγούμενος
τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοδώρητος (Μπουρνῆς), ὁ ὁποῖος διετέλεσε
Καθηγούμενος ἐπὶ πολλὰ ἔτη (1963-1975, 1981-1986), καὶ ἀπεβίωσε (ἐνῶ ἡγουμένευε)
τὸ 1986, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν. Ὁ μοναχὸς Θεόκλητος (Καραμανώλης) ἀπεβίωσε ἐπίσης τὸ
1986, σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, ὁ μοναχὸς Θωμᾶς (Κάππος) τὸ 1985, σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν,
ἐνῶ ὁ μοναχὸς Νικόδημος (Γρύλλης) πρόσφατα, τὴν Καθαρὰ Δευτέρα τοῦ 2019, σὲ
ἡλικία 98 ἐτῶν, ἀκάματος μέχρι τὴν ὕστατη ὥρα. Ὁ πατὴρ Κάλλιστος Γουέαρ, ὁ
ὁποῖος εἶχε καρεῖ μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Πάτμου τὸ 1966, ἐνῶ ταυτόχρονα
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ Ἀρχιμανδρίτης, ἀναδείχθηκε τὸ 1982 βοηθὸς Ἐπίσκοπος
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας καὶ τὸ 2007 Μητροπολίτης
Διοκλείας· σήμερα εἶναι 85 ἐτῶν καὶ ἐπισκέπτεται τακτικὰ τὴν Πάτμο καὶ τὴ Μονή.
Ὁ «νεαρὸς» μοναχὸς Ἀρτέμιος (Καμίτσης) εἶναι ὁ μετέπειτα Ἱερομόναχος καὶ Ἀρχιμανδρίτης
Ἀμφιλόχιος, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Ἐκκλησιάρχης καὶ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς (1997-2000)·
σήμερα εἶναι 66 ἐτῶν καὶ πλέον ἐγκαταβιεῖ στὴν
Ἀθήνα. Ὁ δόκιμος Νικόλας (Σιφουνιός), μετονομασθεὶς σὲ Δωρόθεος, ἐκάρη μοναχὸς
τὸ ἴδιο ἔτος καὶ στὴ συνέχεια προχειρίσθηκε σὲ διάκονο, ἀργότερα ὅμως ἔπαψε νὰ
ἀνῆκει στὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς· σήμερα εἶναι 64 ἐτῶν καὶ ἐγκαταβιεῖ στὴν
Ἀθήνα].
Γιὰ τὴν μεταγραφὴ
τοῦ κειμένου ἀπὸ πολυγραφημένο ἀντίτυπο τῆς ἐργασίας τοῦ Β. Καψαμπέλη καὶ τὴν
σημείωση γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτό.
Ι. Μ. Μελιανός, Πάτμος
13/10/2019
Υ.Γ. Ἐπικοινωνήσαμε
μέσω e-mail μὲ τὸν κ.
Καψαμπέλη στὶς 18/10/2019 καὶ λάβαμε ἐκ μέρους του τὸ ἀκόλουθο μήνυμα:
Αγαπητέ κ. Μελιανέ,
Το γράμμα σας ανακάλεσε πολύτιμες
αναμνήσεις μέσα μου. Σάς περιγράφω τα καθέκαστα αυτής της μονογραφίας γύρω από
την Πάτμο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η
Ελλάδα ήταν ακόμη όπως ξέρετε βασίλειο, «Βασίλειο της Ελλάδος», βασιλευομένη
δημοκρατία· περίπου «βασιλευομένη» βέβαια, διότι ο βασιλιάς ήταν ήδη
αυτοεξόριστος στο εξωτερικό από χρόνια, και καθόλου «δημοκρατία», διότι την
κυβερνούσαν οι συνταγματάρχες τού πραξικοπήματος του 1967. Σ’ αυτή την
βασιλευομένη δημοκρατία λοιπόν υπήρχε ένα ίδρυμα, το «Ίδρυμα Βασιλεύς Παύλος»,
πού έδινε υποτροφίες σε μαθητές λυκείου, με τον εξής τρόπο. Κατά την διάρκεια
της Πέμπτης γυμνασίου (Β Λυκείου) οργανωνόταν ένας πανελλαδικός (προαιρετικός)
διαγωνισμός εκθέσεως ιδεών, από τον οποίο επιλέγονταν καμμιά τριανταριά ή
σαρανταριά μαθητές. Στους μαθητές αυτούς απονεμόταν μία υποτροφία 2000 δραχμών
με αποστολή να επισκεφθούν το καλοκαίρι κάποια σχετικά άγνωστη ή παραμεθόρια
περιοχή της Ελλάδας και να συντάξουν μια μονογραφία, κάτι σαν οδοιπορικό. Τα
κείμενα υποβάλλονταν κάποιους μήνες μετά, και πέντε από αυτά βραβεύονταν, με
αποστολή να γράψουν μια δεύτερη μελέτη, αυτή τη φορά θεωρητικού περιεχομένου.
Πέρασα αυτό τον διαγωνισμό κατά το σχολικό
έτος 1971-1972 (ήμουν λοιπόν τότε στην Β Λυκείου τού Πειραματικού Αθηνών), πήρα
την υποτροφία, και πήγα στην Πάτμο το καλοκαίρι τού 1972. Συνέταξα την
μονογραφία μου και την υπέβαλα αρχές 1973 (και μάλιστα ήταν μεταξύ των πέντε
πού βραβεύτηκαν).
Τα καθέκαστα της παραμονής μου στην Πάτμο,
τα περιγράφω στο κείμενο, τουλάχιστον τα πιο δημόσια· όπως είδατε, το μοναστήρι
μού παρείχε φιλοξενία για κάποιες μέρες, και στην συνέχεια έμεινα σε ένα
ξενοδοχείο στην Σκάλα. Συνάντησα τούς μοναχούς πού αναφέρω, συνδέθηκα πολύ μαζί
τους, και τούς ξαναείδα στην συνέχεια, πηγαίνοντας διακοπές στην Πάτμο, όταν
είχα πιά ήδη τελειώσει την Ιατρική της Αθήνας και ήμουν στην Γαλλία για την
ειδικότητα της ψυχιατρικής (του «ψυχής ιατρείου», όπως αναγράφεται και στην
βιβλιοθήκη της οποίας είστε γραμματέας). Στο κείμενο πού μού στείλατε διάβασα
με πολύ συγκίνηση τι απέγιναν οι μοναχοί των οποίων είχα κάνει τότε την
γνωριμία, και με τούς οποίους είχαμε ατέλειωτες ολονύκτιες μεταφυσικές
συζητήσεις, από αυτές πού διαπλάθουν την εφηβεία.
Μπορείτε βέβαια να χρησιμοποιήσετε για
αναδημοσίευση όσα αποσπάσματα θέλετε από την μονογραφία μου, θα είναι χαρά και
τιμή μου.
Με τούς θερμούς μου χαιρετισμούς,
Βασίλης Καψαμπέλης