Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Πατμιάς!!!

 Ἐπέτειος 28ης Ὀκτωβρίου 1940
Κατάθεση στεφάνων στήν προτομή τοῦ Ξάνθου,
στήν πλατεία Ξάνθου στή Χώρα
κατά τήν παρομονή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1988.
Σημαιοφόρος ὁ Δημήτρης Σωπασουδάκης 
(τώρα καταξιωμένος Κληρικός ἔγγαμος-'Εφημέριος 
στό χωριό τουΡουμελῆ,
 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου).

"Δύναμις"

 "Δύναμις" του Γεωργίου Κρητός Ήχος Β'
Ψάλλει ο π.Στρατής Γιουσμάς

Δοξαστικό Αίνων Αγίου Δημητρίου

 "Ταῖς λόγχαις κληρωσάμενον"

Η Εκκλησία...

 «Ενοριακό Αρχονταρίκι»
«Δύο παλιοί φίλοι συζητούν»
Συμμετέχουν:
• Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος Ράντοβιτς
• Χρήστος Γιανναράς, Ομ. Καθηγητής Φιλοσοφίας Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας
• Συντονίζει ο Πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Τσιμούρης, Θεολόγος.
Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019 στα πλαίσια του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει… 2019» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.

Πίννα (Pinna nobilis)


Άλλο ένα θαλάσσιο είδος κοντά στον αφανισμό
Πίννα (Pinna nobilis) – Άλλο ένα θαλάσσιο είδος κοντά στον αφανισμό
Γράφει η Αναστασία Μήλιου
Διευθύντρια Έρευνας 
Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος»


Τους τελευταίους μήνες καταγράφεται στις ελληνικές θάλασσες μία νέα σημαντική απειλή, που αυτή τη φορά κινδυνεύει να αφανίσει άλλο ένα προστατευόμενο θαλάσσιο είδος – την Πίννα (Pinna nobilis): το μεγαλύτερο δίθυρο στη Μεσόγειο που φτάνει και τα 1,20 μέτρα σε μήκος.
Καθώς η Πίννα αντιμετωπίζει πολυάριθμες ανθρωπογενείς απειλές (παράνομη αλιεία, καταστροφή οικοτόπων κ.α.), πρόσφατα ήρθε να προστεθεί και μία νέα, ακόμα μεγαλύτερη απειλή: η έξαρση του παράσιτου Haplosporidum pinnae. Το παράσιτο αυτό εντοπίστηκε για πρώτη φορά στις ακτές της Ισπανίας το 2016 και έχει ήδη εξαλείψει ολόκληρους πληθυσμούς Πίννας στη δυτική Μεσόγειο.
Στις ελληνικές θάλασσες η μαζική θνησιμότητα πληθυσμών Πίννας ξεκίνησε να παρατηρείται το φετινό καλοκαίρι. Σε περιοχές του βορείου Αιγαίου έχει ήδη αφανιστεί περισσότερο από το 90% πληθυσμού, ενώ αναφορές για μαζική θνησιμότητα υπάρχουν σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ευτυχώς μέχρι στιγμής εντοπίζονται ακόμα υγιείς πληθυσμοί του είδους στα βόρεια Δωδεκάνησα.
Αν και δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη το πώς εμφανίστηκε το Haplosporidum pinnae, πιθανολογείται ότι η παρουσία κάποιου ξενικού είδους μπορεί να μετέδωσε το παράσιτο στο νερό. Η Πίννα δεν διαθέτει κάποια φυσική προστασία εναντίον του οπότε είναι πλήρως εκτεθειμένη σε αυτό το παράσιτο.
Η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) έχει χαρακτηρίσει ως επείγουσα την παρακολούθηση και καταγραφή της εξάπλωσης του παρασίτου και συντονίζει τη συγκέντρωση των σχετικών δεδομένων στο σύνολο της Μεσογείου. Πέραν από την παρακολούθηση, προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη όποιων μέτρων είναι δυνατόν να ανακόψουν αυτό το φαινόμενο.
Με στόχο την εκτίμηση της έκτασης του φαινομένου μαζικής θνησιμότητας Πίννας στις ελληνικές θάλασσες, το Ινστιτούτο “Αρχιπέλαγος” υλοποιεί έρευνα σε συνεργασία με το University of the West of England, Bristol, τα αποτελέσματα της οποίας καταχωρούνται στη διαμεσογειακή βάση δεδομένων της IUCN.
Πέραν από τις καταγραφές των επιστημόνων, πολύτιμες είναι και οι αναφορές παρατηρήσεων θνησιμότητας Πίννας που αποστέλλονται από πολίτες (δύτες, αλιείς, λουόμενους κ.λπ.) από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Κάθε νέα αναφορά από πολίτες αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική πληροφορία και μπορεί να αποστέλλεται στο observations@archipelago.gr, συνοδευόμενη από στοιχεία όπως η τοποθεσία, η ημερομηνία, ο αριθμός και το μέγεθος των νεκρών Πιννών, το βάθος, καθώς και σχετικές φωτογραφίες.
Αυτή η νέα απειλή που κινδυνεύει να εξαφανίσει για πάντα ένα ακόμα προστατευόμενο θαλάσσιο είδος, είναι ενδεικτική της έντονης ανθρωπογενούς πίεσης που προκαλούμε στις θάλασσες και τους ωκεανούς. Τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ δεν μπορούμε να λύσουμε ούτε ένα από τα προβλήματα που έχουμε προκαλέσει στα θαλάσσια οικοσυστήματα, δημιουργούμε ολοένα και περισσότερα.
Είναι προφανές ότι οι θάλασσές μας δεν είναι δυνατόν να διαχειριστούν τον καταιγισμό απορριμμάτων και λυμάτων, που γίνεται σε συνδυασμό με την καταστροφή των οικοτόπων, την εντατική αλίευση των ιχθυαποθεμάτων και πολυάριθμες άλλες επιβαρύνσεις και καταστροφές. Είναι πλέον καιρός να σταματήσουμε να αγνοούμε το γεγονός ότι οι θάλασσές μας είναι ο τελικός αποδέκτης όλων των προβληματικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων που προκαλούμε όλοι μας σε στεριά και θάλασσα.
 Πίννα (Pinna nobilis)
H Πίννα (Pinna nobilis) είναι το μεγαλύτερο δίθυρο στη Μεσόγειο – φτάνει τα 1,20 μέτρα σε μήκος. Είναι είδος εδραίο στον θαλάσσιο πυθμένα (δεν μπορεί να κινηθεί) και καθώς τρέφεται φιλτράροντας το θαλασσινό νερό, συμβάλλει στη διατήρηση της καθαρότητας του παράκτιων νερών. Η μέση διάρκεια ζωής της είναι τα 20 χρόνια. Συναντάται σε βάθη από 0,50 έως 60 μέτρα, μέσα ή κοντά σε λιβάδια Ποσειδωνίας. Αναπαράγεται μόνο μία φορά το χρόνο κατά τη διάρκεια λίγων εβδομάδων στο τέλος του καλοκαιριού.
Η Πίννα προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία Οικοτόπων 92/43, από τη Συνθήκη της Βαρκελώνης, καθώς και από την Ελληνική Νομοθεσία. Κύριοι παράγοντες απειλής της Πίννας είναι η παράνομη αλιεία, αλλά και η καταστροφή των οικοσυστημάτων όπου ζει λόγω αγκυροβολίας ή παράνομης αλιείας με συρόμενα εργαλεία.
Καταπολέμηση της παράνομης αλιείας
Οι πληθυσμοί της Πίννας στην Ελλάδα έχουν μειωθεί ανησυχητικά λόγω της παράνομης αλιείας, κυρίως από μη-επαγγελματίες ψαράδες, αλλά και της ευρείας προώθησής τους ως έδεσμα gourmet από πολλά εστιατόρια.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας “Αρχιπέλαγος” έχει κάνει μία μεγάλη προσπάθεια τα τελευταία χρόνια για να αποδείξει την έκταση αυτών των πρακτικών παράνομης αλιείας και εμπορίας προστατευόμενων ειδών. Αυτή η δράση στοχεύει να ενεργοποιήσει διεθνείς οργανισμούς και μηχανισμούς από τη Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιων Υποθέσεων της ΕΕ και τη Συνθήκη της Βέρνης, με στόχο να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την παράνομη και παράλογη αλιεία.

ΠΗΓΗ: https://www.rodiaki.gr/

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Η Φύση


Κάλεσμα απ’ την άγρια φύση


 
Tα μαυρόφιδα, οι χελώνες, οι σκατζόχοιροι, τα κουνέλια και τα βατράχια ήταν τακτικοί επισκέπτες στο σπίτι μας, όταν είχαμε τα παιδιά μικρά. Μια χρονιά, το βράδυ της 4ης Ιουλίου, αντί για τα πυροτεχνήματα της Εθνικής γιορτής, «αφήσαμε» στον κήπο μας καμιά δεκαριά πυγολαμπίδες και παρακολουθούσαμε το θέαμα που δημιουργούσαν τα τρεμουλιαστά τους φωτάκια. Ἡ ἐπαφή με ό,τι ανέγγιχτο απ’ τον ανθρώπινο σχεδιασμό εκτρέφουν οι δυνάμεις της άγριας φύσης ἔχει ζωτική σημασία. Τα παιδιά το ξέρουν αυτό μ’ έναν τρόπο που οι μεγάλοι συχνά έχουμε ξεχάσει. Είμαστε ενσώματες ψυχές, ένσαρκα όντα.
H γλυκόστιφη γεύση των βατόμουρων, στις παρυφές του δάσους όπου κάναν τις εξερευνήσεις τους τα παιδιά μας, παραμένει ακόμη στη μνήμη τους τώρα που μεγάλωσαν. Τώρα η γιαγιά και ο παππούς καλλιεργούν τέτοια στην αυλή και ο δίχρονος εγγονός τους, ο Κόλλιν, ανακάλυψε ότι είναι πιο γλυκά από κείνα που αγοράζουμε. Και έμαθε γρήγορα, μ’ ένα μικρό γελάκι, ότι τα μπλε είναι λιγάκι πιο γλυκά από τα πράσινα και πολύ πιο δροσερά από ο,τιδήποτε υπάρχει στο ψυγείο.
Όταν τα παιδιά ήταν μικρά είχαμε κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής, πηγαίναμε συχνά στη κοντινότερη αγροικία για να προμηθευτούμε κοπριά. Στο παλιό ξυλουργείο του Χάρυ Κρός βρίσκαμε πριονίδι για τὸ δικό μας κομπόστ του δικού μας κήπου. Ο συνδυασμὸς των απόβλητων με το φως του ήλιου έδιναν πλούσιο τρυφερό σπανάκι ακόμη και με χιόνι. Η γη από κάτω ήταν τόσο θερμή που άχνιζε ακόμη και τον χειμώνα. Στο γραφείο μου κρέμεται μια κορνίζα με τον δίχρονο γιό μου να παρατηρεῖ όλος μάτια τον μπαμπά να πελεκάει και να στοιβάζει τα κλαδιά της βελανιδιάς. Πολύ θα ήθελε να σηκώσει το παλιό σουηδέζικο τσεκούρι και να μιμηθεί τον πατέρα του. Μάθαινε χωρίς εγώ να λέω λέξη, αντίθετα με τον λόγο του Ιησού προς τους μαθητές Του για τους Φαρισαίους: «Να κάνετε ό,τι λένε ὄχι ό,τι κάνουν». Ο γιος μου, στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές φορές θα έκανε ό,τι έκανα και θα αντιστεκόταν σε ό,τι έλεγα. Εγώ μάθαινα αργά. Ο πραγματικός ρόλος του γονιού δεν έγκειται στο τι διδάσκει, αλλά σ’ αυτό που συμβούλευε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ όλους τους κάθε λογής επίδοξους ευαγγελιστές: «Απόκτησε πρώτα το Άγιο Πνεύμα και την ειρήνη μέσα σου και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν» -ανάμεσα σ’ αυτούς και τα παιδιά σου. Άλλαξε εσύ αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο. Αν θέλουμε τα παιδιά μας να αγαπήσουν την εκκλησία, να εξομολογούνται, να προσεύχονται με δάκρυα και να ζητούν πρώτα απ’ όλα τον Χριστό, μαντέψτε: Τι προειδοποίησε ο Ιησούς τους μαθητές του σχετικά με τους Φαρισαίους; «Κάντε αυτό που λένε, όχι αυτό που κάνουν». Σωστά, γιατί ήθελε να τους προφυλάξει από την υποκρισία, αλλά τα παιδιά που μας παρακολουθούν και ξέρουν ποιον και τι πραγματικά αγαπάμε, μαθαίνουν γρήγορα το γιατί δεν είναι ανάγκη να ακούνε τι λέμε όταν δεν συμφωνεί με αυτό που κάνουμε.
Μεγάλη πρόκληση, σίγουρα, να δίνουμε στα παιδιά μας την ελευθερία ενώ εμείς βάζουμε στόχο τη δική μας μετάνοια, σύμφωνα με τὸν λόγο του αγίου Σεραφείμ. Θυμάμαι ακόμη την κουβέντα πού είχαμε με την Κλώντια, δίπλα στον Γκρέγκορυ που στεκόταν δίπλα στην αναμμένη ξυλόσομπα γοητευμένος από τὴν λαμπερή ζεστασιά που ανάδινε και αγνοώντας τις προτροπές μας να προσέχει. Η έγνοια μας ήταν πώς να τον προστατέψουμε από τη φωτιά (και άλλους κινδύνους) ενώ ταυτόχρονα θα τον αφήσουμε να κάνει τα δικά του λάθη στην πορεία χωρίς να τον φορτώνουμε με άχρηστη γονεϊκή ανησυχία και χωρίς να πάθει κάτι σοβαρό. Πώς να είσαι και αρκετά κοντά, σε περίπτωση ανάγκης, και αρκετά μακριά, ώστε να μην ανακόψεις τη φυσική του περιέργεια. Δύσκολη ισορροπία και περισσότερη δουλειά για μας, αλλά γι’ αυτό δεν είναι οι γονείς;
Ο Γκρέγκορυ έμαθε να κολυμπά κάτω από έναν μικρό καταρράκτη. Το ρεύμα τον παράσερνε, οι αφρισμένες ριπές και η αδρεναλίνη τον κρατούσαν στην επιφάνεια και η μαμά τον περίμενε με ανοιχτή αγκαλιά λίγο παρακάτω. Κι αυτός κι η αδελφή του σκαρφάλωναν στα δέντρα και, όπως μας ενημέρωσε ο γείτονας που έτυχε να περνά, τουλάχιστον μία φορά τους είδε «πάνω στη στέγη να τριγυρνούν χωρίς τα ρούχα τους». Ακόμη δεν είμαι σίγουρος τι τον ανησύχησε περισσότερο, ότι περιδιάβαιναν τη στέγη ή ότι δεν φορούσαν το φύλλο συκής.
Μη σας περάσει απ’ τον νου ότι δεν προσέχαμε τα παιδιά μας. Τα παιδιά είναι σαν τη χλόη που ακόμη και στις πιο καλοκουρεμένες βραγιές θα βρεί πάντα τρόπο να ξεμυτίσει από χαραμάδες του τσιμέντου. Μήπως και οι Απόστολοι, έτσι δεν συμπεριφέρονταν κάποιες φορές στη ζωή τους με τον Ιησού; Η ελευθερία είναι απαραίτητο συστατικό της πνευματικής ζωής και της ανατροφής των παιδιών. Απ’ την αντίπερα ὄχθη, το Πνεύμα μάς γνέφει διαρκώς δημιουργώντας   αμέτρητες δυνατότητες συνάντησης με τον Θεό που περιμένουν να τις ανακαλύψουμε εδώ και τώρα. Όπως και στον κήπο, χρειάζεται ισορροπία. Όταν τα πράγματα είναι πολύ τακτοποιημένα, ελεγχόμενα και αφορούν όλα την εργασία και την παραγωγικότητα, τότε ἡ διάθεση για παιχνίδι, η χαρά και η γοητεία της καινούργιας ανακάλυψης γίνεται είδος υπό εξαφάνιση. Η δημιουργικότητα στεγνώνει. Αν τα μόνα ζώα που βλέπει το παιδί είναι στην οθόνη του i pad, είναι καιρός να φέρει ο μπαμπάς το τοπικό μαυρόφιδο στο σπίτι για να το παρατηρήσουν από κοντά. (Ναι, το έκανα. Η Μαμά δεν ενθουσιάστηκε καθόλου. Αλλά για τα παιδιά ήταν σαν να λέει ο διάκονος «Πρόσχωμεν!»)
Διαβάζαμε ιστορίες στα παιδιά μας κάθε βράδυ. Δεν υπήρχαν τότε βιντεοπαιχνίδια ούτε τάμπλετ. Οι ιστορίες είναι ουσιαστική τροφή  και μάλιστα εκείνες από την Βίβλο εξακολουθούν να είναι από τις καλύτερες, ειδικά δε αν δραματοποιηθούν και διανθιστούν με δημιουργικό ήχο και κινήσεις –με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο μπαμπάς, με τον δικό της μοναδικό τρόπο η μαμά- στο μίγμα προστίθεται επιπλέον ζωτική τροφή. Η τελετουργία του διαβάσματος την ώρα της βραδινής κατάκλισης πρέπει να περιλαμβάνεται μαζί με τις βιταμίνες στο καθημερινό διατροφικό πρόγραμμα και αφορά και τους δύο γονείς. Οι ιστορίες που διαλέγει ο μπαμπάς και ο τρόπος που τις ζωντανεύει είναι αλλιώτικες από εκείνες της μαμάς. Είναι μεγάλη ευκαιρία να είσαι φίδι που ανοίγει δρόμο στο χορτάρι, ελάφι, νάνος, δέντρο που μιλάει, Γολιάθ που απειλεί ή οποιοδήποτε άλλο πλάσμα που δεν είναι εκεί για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την αγνή χαρά μιας γνωριμίας που δεν έχει συμβεί ποτέ πριν, όσες φορές κι αν έχει ειπωθεί η ιστορία. Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη των παιδιών για τους γονείς είναι ικανή να τους επιδαψιλεύσει τη δύναμη να μεταμορφωθούν σε ο,τιδήποτε γνωστό ή άγνωστο προκειμένου να τα διασκεδάσουν και να τα βοηθήσουν να μεγαλώσουν. Αυτό τα βοηθάει να προσεγγίσουν τον Θεό με την ίδια εμπιστοσύνη και προσδοκία και όχι σαν ένα ακόμη «πρέπει». Απορούμε γιατί η  πλειονότητα των παιδιών μας εγκαταλείπουν την εκκλησία μόλις ξεφύγουν από την εμβέλεια των γονέων;
Το παιχνίδι δεν είναι απλή διασκέδαση. Είναι συνάντηση εν ελευθερία, παιδεία και θεολογία καί έχει επιπτώσεις στην υγεία τόσο των παιδιών όσο και των γονέων: H μαγεία της διήγησης, το γέλιο και το παιχνίδι επενεργούν θαυματουργικά πάνω στο άγχος και στα επίπεδα κορτιζόλης των ενηλίκων. Ένα τρανταχτό γέλιο τονώνει το ανοσοποιητικό για πάνω από 48 ώρες. Ο μπαμπάς μπορεί έτσι να διώξει από πάνω του το στρες από την ολοήμερη εργασία πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι με ένα «Χanax» ἤ με πολύωρο ζάππινγκ μπροστά στην Τηλεόραση –συνήθη πανάκεια, παντελώς άχρηστη για το ζωντάνεμα του πνεύματος.
Τα παιδιά είναι κάλεσμα απ’ την άγρια φύση, αγγελιαφόροι του Θεού. Μην τα χάσουμε!

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, αμερικανού, Winslow Homer.
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/

Έλληνες .....


....... και Τούρκοι
Τον καιρό που φανερωθήκανε οι Τούρκοι στη Μικρά Ασία ήτανε μια μικρή φυλή. Για να πληθύνουνε πιάσανε και αλλαξοπιστούσανε τους ντόπιους, που οι περισσότεροι ήτανε Έλληνες. Μ’ αυτόν τον διαβολικό τρόπο, που λένε πως τον σοφίστηκε ένα ιμάμης, γινήκανε ένα μεγάλο έθνος. Αλλά αυτός ο τεχνητός τρόπος για να πληθαίνουνε έπαψε κάποτε και πιάσανε πάλι να λιγοστεύουνε. Ο Γερμανός καθηγητής Krumbacher γράφει πως όσον καιρό η Τουρκία θρεφότανε από τους λαούς που είχε σκλαβώσει κι από τα πλούτη που ήτανε μαζεμένα επί αιώνες, μεγάλωνε και δυνάμωνε, ως που έγινε ο φόβος της Ευρώπης. Αλλά σαν περάσανε πια εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια άρχισε να πίνει το δικό της αίμα, που δεν μπαίνει στη θέση του με τίποτα.
Μ’ όλο που είχανε χαρέμια με πολλές γυναίκες και μ’ όλο που ήταν αφέντες σ’ αυτή τη χώρα, ολοένα κατρακυλούσανε, αντί να πάνε μπροστά, Σ’ αυτό συνέργησε πολύ η αδιάκοπη και πολύχρονη στρατολογία, μα περισσότερο η παρά φύση ασωτεία κι ο εκφυλισμός ήταν η αιτία που αραίωνε ολοένα ο τούρκικος πληθυσμός, βάλε και
την κακή διοίκηση, μ’ όλο που την ίδια διοίκηση είχανε και οι Έλληνες ραγιάδες και μάλιστα πολύ χειρότερη.
Ο Έλληνας αντέχει πολύ περισσότερο από τον Τούρκο, γιατί έχει περισσότερη ζωή μέσα του κι η εξυπνάδα του τον δυναμώνει, το πνεύμα του τον στερεώνει, η εργατικότητά του κάνει τη ζωή του πιο ευχάριστη κι αυτόν ανοιχτόκαρδο και αισιόδοξο. Ενώ ο Τούρκος έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός και φιλόξενος, σαν δεν τον έχει πιάσει ο φανατισμός, που τον κάνει από πρόβατο θεριό, αλλά είναι βαρύς και αδιάφορος, δεν αγαπά τη δουλειά, δεν έχει το κέφι που έχει ο Έλληνας, κι αυτή η φυσική νωθρότητά του χειροτερεύει από την πίστη που έχει στο «κισμέτ», στο γραφτό κι έτσι κι η λίγη δραστηριότητά του χάνεται ολότελα.
Οι Τούρκοι δεν αγαπούνε τη θάλασσα, τη θαλασσινή ζωή και το εμπόριο, γι αυτό φεύγουνε από τη ακροθαλασσιά και τραβάνε παραμέσα στη στεριά. Ενώ οι Έλληνες κατοικούσανε οι περισσότεροι κοντά στη θάλασσα και κάνανε το εμπόριο με τα καράβια, πηγαίνοντας μέχρι το Μισίρι, τη Ρουμανία, τη Ρουσία, το Τριέστι και τη Μαρσίλια. Κοντά στο εμπόριο οι Έλληνες είχανε στα χέρια τους όλες τις τέχνες και κάθε επιχείρηση.
Μετά το 1800 ο τούρκικος πληθυσμός της Μικράς Ασίας αραίωσε πολύ κι η κυβέρνηση για να τον δυναμώσει έφερε στην Ανατολή πολλούς Τούρκους από τις χώρες που είχανε λευτερωθεί, όπως από την Παλιά Ελλάδα, από τη Μποσνία, από τη Αυστρία, από τη Βουλγαρία καθώς και πολλούς Τσερκέζους από τη Ρωσία, ως τα 1900. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι μουατζίρηδες. Αλλά και πάλι δε μπορέσανε οι μετανάστες να δυναμώσουνε τον τούρκικο πληθυσμό. Μάλιστα φέρανε στην Ανατολή μεγάλη αναστάτωση. Τελευταία πήγανε στη Μικρά Ασία κι οι πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά και από την Κρήτη κι έτσι οι δυσκολίες πληθύνανε, μ’ όλη την απέραντη γή που έχουνε οι Τούρκοι στη εξουσία τους.
Πολλοί ευρωπαίοι επιστήμονες, δημοσιογράφοι και άλλοι που ταξιδέψανε στην Ανατολή κατά τα τελευταία χρόνια, προ πάντων πριν από τα 1900, έχουνε γράψει γι αυτή την κατάσταση της Μικράς Ασίας και μάλιστα θαυμάσανε, πως μπορέσανε οι Έλληνες να μην εξοντωθούνε ύστερ’ από τόσα που πάθανε επί αιώνες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε ο σπουδαίος Γάλλος Γεωγράφος Reclus, o Quinet, που γράφει πως οι Έλληνες φαίνουνται καθαρά πως είναι απόγονοι των Αρχαίων, ο Αυστριακός Αρχαιολόγος Benndorf, ο Duetemple, ο Perrot, ο Henri Mathieu, ο Γερμανός Βυζαντινολόγος Gelzer, o Γερμανός Philippson, που ήταν ένας από τους πιο ενθουσιώδεις, ο Rath, ο Αρχαιολόγος Humann, ο Deschamps, ο Schwinitz και πολλοί άλλοι. Ο Εγγλέζος Ramsay, που ταξίδευε στη Μικρά Ασία δώδεκα ολάκερα χρόνια γράφει :
«Στα τούρκικα χωριά οι γυναίκες, απ’ όσα είδα κι άκουσα, είναι πιο αδύνατες και στο σώμα και στο πνεύμα, γιατί στην παιδική ηλικία τους ζήσανε άσχημα. Οι Ελληνίδες όμως μου κάμανε μεγάλη εντύπωση, γιατί είναι πιο καλές και ηθικές κι από τους άντρες τους, καλωκανωμένες κι έξυπνες. Από τούτη τη διαφορά πρέπει κανένας να κρίνει το μέλλον για τις δυο φυλές. Οι Ελληνίδες είναι η πλούσια γη που θα ξεπεταχτούνε οι μέλλουσες γενεές με δύναμη. Ενώ οι Τουρκάλες όπως είναι ελαττωματικές κι εξαντλημένες θα γεννήσουνε παιδιά φτωχά και στο σώμα και στο πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία που εκφυλίζεται ολοένα ο τουρκικός λαός»
Και παρακάτω λέγει : «Ο καμηλαρτζής (ο καμηλάτης) είναι πάντα Τούρκος ή Τουρκομάνος. Αλλά αυτός που έχει δικές του τις καμήλες και τα εμπορεύματα είναι χριστιανός».
Τα πιο σπουδαία κέντρα του Μικρασιατικού πολιτισμού ήτανε οι παρακάτω Πολιτείες :
Η Σμύρνη, το πιο εμπορικό λιμάνι της Ανατολής, το Αϊβαλί (Κυδωνίες), το πιο ελληνικό μέρος της Μικράς Ασίας, τα Βουρλά, το Αϊδίνι με τα μεγάλα παζάρια, η Μαγνησία, μέσα σ έναν μεγάλο κάμπο, η Πέργαμος, η παλιά και η νέα Φώκαια, πολιτείες ελληνικότατες, το Αδραμύτι, πολιτεία πολύ αρχαία, η Προύσα, η ξακουστή πολιτεία, πρώτη πρωτεύουσα των Τούρκων και πολλές άλλες. Το άσπρο χαρτί που μου απομένει είναι πολύ λίγο για να γράψω όλες τις ελληνικές πολιτείες της Μικράς Ασίας ή τουλάχιστον όσες είχανε ζωντανούς Έλληνες, όπως ήτανε τα Σώκια, ο Τσεσμές, τα Αλάτσατα, το Φρένελι, τα Μοσκονήσια, το Κέμερι, τα Μουντανιά, η Κίος, το Μιχαλίτσι, η Αρτάκη, η Πάνορμος, ο Μαρμαράς, το Εσκί Σεχίρ, η Κιουτάχεια, το Αξάρι, η Φιλαδέλφεια, ο Κασαμπάς, το Ναζλί, το Ντενιζλί, η Αττάλεια, η Μάκρη και πλήθος άλλες. Και ποιός να μετρήσει και να ιστορήσει τις ελληνικές πολιτείες του Πόντου, αρχαιότατα κάστρα του Ελληνισμού, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, τη Σινώπη, τα Κοτύωρα ή τις πολιτείες της Καππαδοκίας, που στάθηκε η Αγία Τράπεζα της Ορθοδοξίας, την Καισάρεια, το Μουταλάσκι, τη Σινασό και τόσες άλλες;
Όλοι οι Έλληνες, σε κάθε χώρα, αγαπούνε τη θρησκεία τους. Οι Μικρασιάτες όμως την αγαπούνε ακόμη περισσότερο. Η Μικρά Ασία ήτανε Βυζάντιο. Οι εκκλησιές ήτανε ακαταμέτρητες. Κι όλοι, μικροί μεγάλοι, ακόμη κι οι γυναίκες ξέρανε να ψέλνουνε. Η παράδοση ήτανε ολοζώντανη μέσα στις καρδιές τους. Κατά τα χρόνια της σκλαβιάς πλήθος Χριστιανοί μαρτυρήσανε κι αγιάσανε. Είναι γραμμένοι σε ένα βιβλίο λεγόμενο «Μέγα Μαρτυρολόγιο». Για τους Έλληνες η θρησκεία είναι τόσο σπουδαία όσο σε κανέναν άλλο λαό. Θρησκεία και Πατρίδα είναι μαζί. Όσο είχε πίστη ο Έλληνας, οι διάφορες προπαγάνδες δεν κάνανε τίποτα. Τώρα μονάχα, που μπήκε η απιστία σε πολλές ελληνικές ψυχές, κι ο υλισμός κι η καλοπέραση καταστρέψανε την πνευματική ευαισθησία του, τώρα οι διάφορες προπαγάνδες απλώσανε στο έθνος μας.
Σα χριστιανός ποθώ να βλέπω να ζούνε σαν αδέρφια όλοι οι άνθρωποι, να μην οχτρεύονται ο ένας τον άλλον. Οι Έλληνες κι οι Τούρκοι ζήσανε αιώνες ο ένας κοντά στον άλλον. Αν δεν κάνω λάθος οι Έλληνες είναι πιο βολικοί για μια τέτοια ειρηνική ζωή. Δεν το λέγω επειδή είμαι Έλληνας, αλλά γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Ο φλογερός πατριωτισμός που έχουμε δεν εκφυλίζεται ποτέ σε σιχαμερό σωβινισμό. Κι ούτε οχτρεύονται οι Έλληνες τους ξένους, μάλιστα τους αγαπάνε τόσο, που το παρακάνουνε. Οι αιχμάλωτοι που πιάσανε στους πολέμους, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Τούρκοι, οι ίδιοι μαρτυρούνε πως ο Έλληνας είναι μεγαλόψυχος στους οχτρούς του, πως ξεχνά γρήγορα το κακό που του έκανε ο άλλος. Οι Εβραίοι, που κακοπαθήσανε και μαρτυρήσανε σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα ζήσανε και ζούνε σα να ‘ναι στον τόπο τους κι αυτό το λένε με ευγνωμοσύνη. Το ίδιο και οι Αρμένηδες. Και
τούτο το φαινόμενο έχει μεγαλύτερη σημασία αν συλλογιστεί κανένας τα στενά σύνορά μας και τη φτώχεια μας, σε καιρό που άλλες χώρες, πλούσιες κι απέραντες, δε χωνεύουνε τον ξένο που πάτησε στο χώμα τους. Σε καμιά χώρα ο ξένος, όποιος και να’ ναι, δε ζει με τόση ελευθερία και τόσο ευχάριστα όσο στην Ελλάδα – στη μικρή, στη φτωχή και στη χιλιοαδικημένη Ελλάδα.
Από το βιβλίο του «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» (1963)

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η κοιλάδα του κλαυθμώνος”) είναι έργο του Φώτη Κόντογλου.
ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/%

Η Εικόνα...!


«Συγκατάμιξις θείου κάλλους»· 
Ἁγία Γραφή καί Ἐκκλησιαστική Τέχνη
Στὴν Ἑλληνικὴ παράδοση, ἀρχαία καὶ χριστιανική, τὸ κάλλος δὲν εἶναι μία ἔννοια ποὺ χαρακτηρίζει τὴν τέρψη τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ ἔχει ὀντολογικὸ πε­ριεχόμενο καὶ χαρακτηρίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιον τὰ πράγματα ἀληθεύουν, δηλαδὴ ὑπάρχουν πραγματικά1. Τὸ κάλλος δὲν θέλει ἁπλὰ νὰ μᾶς ἀρέσει, νὰ μᾶς διδάξει ἢ νὰ μᾶς ὑποβάλει συναισθηματικά, ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς ἀποκαλύ­ψει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ γήινη πραγματικότητα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸν θά­νατο καὶ τὴ φθορὰ καὶ μετέχει μιᾶς ἄλλης, ἀθάνατης καὶ οὐράνιας πραγματι­κότητας, ἄφθαρτης καὶ χαρισματικῆς, ποὺ εἶναι μετοχὴ στὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα μπορεῖ καὶ συνοψίζεται σὲ ἕνα ἔργο ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καὶ κυρίως σὲ μιὰ εἰκόνα, ποὺ λειτουργημένη μέ­σα στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ ἀληθινὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν πιστὸ καὶ στὸ μυστήριο ποὺ εἰκονίζει2. Ἂς μὴ λησμονοῦμε πὼς στὴ ζωντανὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκόνα εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τὸν ὁποῖον ἐκφράζει, πέρα ἀπὸ λέξεις, μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κάλλους καὶ τοῦ φωτός3. Κατὰ τὴ διάρκεια μίας ἀκολουθίας τὰ λει­τουργικὰ κείμενα καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀκοῦμε, συγκρο­τοῦνται γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται καὶ τὸ σχολιάζουν. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ εἰκόνα, σχολιάζοντας μέσα ἀπὸ σχήματα καὶ χρώματα τὰ δρώμενα καὶ ἑορταζόμενα καὶ ὑπομνηματίζοντας μὲ τὸν δικό της τρόπο τὸ λειτουργικὸ γεγονός4. Κάθε τέχνη εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ λειτουργικὴ τέχνη, γιατὶ προϋποθέτει ἕνα πλαίσιο λατρείας καὶ πίστης γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Πολὺ περισσότερο ἡ εἰκόνα στὴν ὀρθό­δοξη παράδοση εἶναι τέχνη λειτουργική, γιατὶ ἀφ’ ἑνὸς ἡ φύση της βρίσκεται στὴ βάση τῆς λατρείας καὶ ἀφ’ ἕτερου ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ μέρος τῆς λατρείας, ἰσότιμο καὶ ἰσόκυρο μὲ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύει μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κάλλους. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι κείμενο πρὸς ἑρμηνεία, ὄχι γλωσσολογικὴ ἀλλὰ βιωματική, ἐμπειρία μετοχῆς στὴ ζωὴ τῶν λόγων τοῦ Κυ­ρίου. Πρέπει τὸ κείμενό της νὰ φωτισθεῖ, νὰ τονιστεῖ καὶ νὰ ἐξαρθεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ κειμένου καὶ βέβαια ἕνας τρόπος γιὰ νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ μετοχὴ στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ «φωτισθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἴτα φωτίσαι…»5.
Στὰ μάτια τῶν Πατέρων ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ ἡ εἰκόνα εἶναι καὶ οἱ δύο ἐξαγγελίες μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς Θείας ἀποκαλύψεως. Καὶ οἱ δύο ἔχουν τὸ ἴδιο θέμα καὶ οἱ δύο ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα «καὶ θείαις γραφὲς ἐντυχάνοντες καὶ βίους ἀνδρῶν ἁγίων ἀναγινώσκοντες καὶ εἰκονικὲς ἀναζωγραφίσεις ὀρῶντες, τῶν κατὰ Θεὸν αὐτῶν ἔργων ἐν ἀναμνήσει γινόμεθα. Ἃ γὰρ ὁ λόγος διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσιν»6, λένε τὰ πρακτικὰ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ συμπληρώνουν οἱ ἴδιοι Πατέρες: «Τὰ γὰρ ἀλλήλων δηλωτικὰ καὶ τὰς ἀλλήλων ἔχουσι ἐμφάνσεις»7. Συνεπῶς τόσο ἡ εἰκόνα ὅσο καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας ἕνα ἰστο­ρικὸ γεγονός, ἀποκαλύπτουν τὴ σημασία του καὶ δείχνουν πῶς μὲ αὐτὸ φανε­ρώνεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει τὴν εἰκόνα ἀλλὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διακρίνονται ἀπὸ κάθε ἄλλο φιλολογικὸ κείμενο καὶ κάθε καλλιτεχνικὴ ἔκφραση. Καὶ τὰ δύο, Εἰκόνα καὶ Εὐαγγέλιο, βιώνονται ἐμπειρικὰ καὶ γίνονται δεκτὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται νὰ καταστήσει κατὰ χάριν Θεούς. Οἱ Πατέρες τῆς Συνό­δου ὁριοθετοῦν καὶ τὴ σχέση ζωγράφου καὶ τέχνης λέγοντας πώς: «Οὐ τῶν ζω­γράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις… Τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον. Ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δημαμένων ἁγίων Πατέρων»8. Ἡ εἰκόνα γίνεται μαρτυ­ρία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ τῆς θείας ἑνότητος καὶ δὲν μαρτυρᾶ τὴν καλλι­τεχνικὴ δημιουργία ἢ τὸν αὐτοσχεδιασμὸ μιᾶς καλλιτεχνικῆς ἰδιοφυΐας, οὔτε ἀκόμα ὑπηρετεῖ ἰδιοτελεῖς καλλιτεχνικοὺς σκοπούς, δὲν ἐκφράζει τὸν κατακερματισμὸ τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ λειτουργεῖ ἑνοποιητικὰ μέσα στὴ θεία λατρεία9. Γιὰ τὸν πιστὸ λαὸ ἡ γνωριμία του μὲ τὸν Χριστὸ δὲν γίνεται μέσα ἀπὸ ἀναπολήσεις καὶ ἱστορικὲς ἀναδρομές, ἀλλὰ ὑπάρχει πάντα ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ ἁγία Εἰκόνα ποὺ ἀποτελεῖ πάντα τὸ μέτρο καὶ τὸ κριτήριο τοῦ Ὀρθοδόξου φρονή­ματος καὶ ἡ ἄμεση καὶ ἁπτὴ ἐμπειρία τῆς πίστης τῶν Ὀρθόδοξων περὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτήριάς του κόσμου10.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει τὴν εἰκόνα «ὑπόμνημα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὑπόμνημά ἐστι ἡ εἰκὼν καὶ ὅπερ τῇ ἀκοῇ ὃ λόγος, τοῦτο τῇ ὀράσει ἡ εἰκών, νοητῶς δὲ αὐτῇ ἑνούμεθα»11.
Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ε΄ αἰῶνος ὁ Νεῖλος ὁ ἀναχωρητὴς σὲ ἐπιστολή του «Πρὸς Ὀλυμπιόδωρον Ἔπαρχον» σημειώνει τὴν πηγὴ τῆς ἀντλήσεως τῶν εἰκονογραφικῶν θεμάτων καὶ τὸν σκοπὸ τῆς εἰκόνας λέγοντας: «Ἱστοριῶν δὲ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἔνθεν καὶ ἔνθεν χειρὶ καλλίστου ζωγράφου τὸν ναὸν τὸν ἅγιον πληρῶσαι, ὅπως ἂν καὶ οἱ μὴ εἰδότες γράμματα μηδὲ δυνάμενοι τὰς θείας ἀναγινώσκειν Γραφὰς τῇ θεωρίᾳ τῆς ζωγραφίας, μνήμην τε λαμβάνωσιν τῆς γνησίως τῷ ἀληθινῷ Θεῷ δεδουλευκότων ἀνδραγαθίας, καὶ πρὸς ἅμιλλαν διαγείρονται τῶν εὐκλεῶν καὶ ἀοιδίμων ἀριστευμάτων, δι’ ὧν τῆς γῆς τὸν οὐρανὸν ἀντηλλάξαντο, τῶν βλεπομένων τὰ μὴ ὁρώμενα προτιμήσαντες»12.
Ἐκεῖ ποὺ ἀναμφίβολα στέκεται κανεὶς στοχαστικὰ γιὰ τὴν παρουσία τῆς εἰκόνας καὶ τῆς τέχνης γενικότερα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὅλη συζήτη­ση καὶ οἱ ἀντιπαλότητες ποὺ δημιουργήθηκαν τοὺς πρώτους αἰῶνες, μὲ τὴν ἐπι­κρατοῦσα ἄποψη περὶ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς τέχνης καὶ τῆς εἰκόνας, ὡς στοιχεί­ων ποὺ ἡ Παλαιοδιαθηκικὴ παράδοση ἀπαγορεύει. Τὰ γεγονότα τῆς Εἰκονο­μαχίας ἐπίσης πλήγωσαν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δίχασαν γιὰ χρόνια τὸν πιστὸ λαό, ὅμως οἱ Πατέρες ποὺ ὑπερμάχησαν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῆς τέχνης γενικότερα, ἔδωσαν σαφεῖς καὶ ξεκάθαρες ἀπαντήσεις σχετικὰ μὲ τὶς ἀπαγορευτικὲς διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Θε­ολόγος τῆς περιόδου αὐτῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τοποθέτησε μὲ τὸν σοφώτερο καὶ σαφέστερο τρόπο τὸ ζήτημα τῆς ἀπαγόρευσης καὶ τὸν σκοπὸ αὐτῆς: «Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς Παλαιᾶς, οὔτε ναοὺς ἐπ’ ὀνόματι ἀνθρώπων ἤγειρεν ὁ Ἰσραήλ, οὔτε μνημόσυνον ἀνθρώπου ἐορτάζετο. Ἔτι γὰρ ὑπὸ κατάραν ἢν ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις καὶ ὁ θάνατος κατάκρισις ἤν, διὸ καὶ ἐπενθεῖτο καὶ τὸ σῶμα τοῦ τεθνηκότος ἀκάθαρτον ἐλογίζετο, καὶ ὁ ἁπτόμενος αὐτοῦ. Νῦν δέ, ἀφ’ οὗ ἡ Θεότης τῇ ἡμετέρᾳ φύσει συνενεκράθη, οἶόν τι ζωοποιὸν καὶ σωτήριον φάρμαρκον, ἐδοξάσθη ἡ φύσις ἡμῶν, καὶ πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχειώθη. Διὸ καὶ ὁ τῶν ἁγίων θάνατος ἑορτάζεται καὶ ναοὶ αὐτοῖς ἐγείρονται καὶ εἰκόνες ἀναγράφονται… Ἡ γὰρ εἰκὼν θρίαμβός ἐστιν καὶ φανέρωσις καὶ στηλογραφία εἰς μνήμην τῆς νίκης τῶν ἀριστευσάντων καὶ διαπρεψάντων καὶ τῆς αἰσχύνης τῶν ἡττηθέντων καὶ καταβληθέντων δαιμόνων»13.
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἴδιος ὃ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θέτει τὰ ὅρια καὶ τὶς προϋποθέσεις ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ κατασκευά­σει ναὸ ἢ εἰκόνα, διότι θεωρεῖται ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ καθαρότητα τοῦ προσώπου, λέγοντας «οὐκ οἰκοδομήσεις μοι σὺ οἶκον ἐπεῖ ἀνὴρ αἱμάτων σὺ εἶ…»14 καὶ βέβαια ὅλο τὸ κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνα κείμενο ποὺ ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν κα­λύτερη κατασκευὴ τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης μὲ προτάσεις γιὰ τὴν αἰσθητικὴ τοῦ ἔργου καὶ μὲ τὶς παραμικρότερες κατασκευαστικὲς λεπτομέρειες. Ἐπομέ­νως, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ βασικὸς λόγος ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀπαγορευτικὴ διάταξη γιὰ τὴν κατασκευὴ εἰκόνων, ἦταν «διὰ τὸ πρὸς τὴν εἰδωλολατρείαν εὐόλισθον»15, καὶ πρωτίστως ὁ ἀσταθὴς χαρακτήρας τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ συχνὰ ξεχνοῦσε τὸν εὐεργέτη του καὶ παρεκτρέπονταν σὲ προσκύνηση τῶν εἰδώλων. «Ὁρᾶς ὡς τῆς εἴδωλολατρειας ἕνεκα ἀπαγορεύει τὴν εἰκονογραφίαν καὶ ὅτι ἀδύνατον εἰκονίζεσθαι Θεόν, τὸν ἄποσον, καὶ ἀπερίγραπτον, καὶ ἀόρατον, οὐδεὶς γὰρ εἶδος αὐτοῦ φησὶν ἐωράκατε… πῶς εἰκονισθήσεται τὸ ἀόρατον; πῶς εἰκασθήσεται τὸ ἀνείκαστον; Πῶς γραφήσεται τὸ ἄποσον; καὶ ἀμέγεθες καὶ ἀόριστον; πῶς ποιωθήσεται τὸ ἀνείδεον; πῶς χρωματουργηθήσεται τὸ ἀσώματον; Δῆλον ὡς, ὅταν ἴδῃς διὰ σὲ γενόμενον ἄνθρωπον τὸν ἀσώματον, τό­τε δράσης τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, ὅταν ὁρατὸς σαρκὶ ὁ ἀόρα­τος γένηται, τότε εἰκονίσεις τὸ τοῦ ὀραθέντος ὁμοίωμα»16. «Οἱ Ἑβδομήκοντα (Ὀ’) ἀπέδωσαν ὡς εἰκόνα τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «τσέλεμ», ποὺ ἑρμηνεύεται μὲ βά­ση παλαιοϊουδαϊκὲς καὶ Βαβυλωνιακὲς πηγὲς ὡς «ἐμφάνιση», «ἀντιπροσώπευση», «ἰσοτιμία», «ὑποκατάστατο». Ταυτόχρονα ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς πλαστικῆς ἀπεικονίσεως τῆς διαστατικῆς ἀντιπροσωπευτικῆς παρουσίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ χωρία τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνος ταυτίζεται ἢ ἑρμηνεύεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς «δόξης», τὸ Ἑβραϊκὸ «καβὸντ Γιαχβέ», ποὺ σημαίνει κάτι τὸ ἀντικειμενικὰ μέγιστο ποὺ προσφέρε­ται στὸν ἄνθρωπο σὰν ἄμεση ἐμπειρία καὶ αἴσθηση»17. Εἶναι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἁγιότητος τοῦ Γιαχβέ, ποὺ γίνεται συνήθως αἰσθητὴ σὰν «φῶς» καὶ σὰν «δύναμη». Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι καὶ ὁ Χριστὸς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», δηλαδὴ ἐμφάνιση καὶ φανέρωση τοῦ Θεού18 καὶ ἡ κλήση τῶν πι­στῶν εἶναι νὰ γίνουν «σύμμορφοι τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»19. Ἀναμφίβο­λα ἡ ἀπαγόρευση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τῆς κατασκευῆς εἰκόνος, εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸν φόβο τῆς προσβολῆς τῆς καθαρότητος τῆς λατρείας, δεδομένου ὅτι ὁ Ἰσ­ραὴλ εἶχε πολλὲς φορὲς φανερώσει μιὰ τάση εἰδωλολατρικῆς προσέγγισης τῆς εἰκόνος, ὅπως λέει ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης20, ὅμως σημειώνει ὁ ἴδιος πατὴρ «εἰ σὺν ὁ νόμος εἰκόνας ἀπαγορεύει, αὐτὸς δὲ εἰκόνος ἐστὶ προχάραγμα, τί φήσομεν; Εἰ ἡ σκηνὴ σκιὰ καὶ τύπου τύπος, πῶς μὴ εἰκονογραφεὶν ὁ νόμος διακελεύεται; Ἀλλ’ οὐκ ἔστιν οὕτω ταῦτα, οὐκ ἔστι. Καιρὸς δὲ μᾶλλον τῷ παντὶ πράγμα­τι. Πάλαι μὲν ὁ Θεός, ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος, οὐδαμῶς εἰκονίζετο. Νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος Θεοῦ καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω Θε­οῦ τὸ ὁρώμενον»21.
Ἡ μανιχαϊστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ σχέση κόσμου καὶ ὕλης δὲν βρῆκε ἔδαφος στὸν Νέο Ἰσραήλ, ὅπου ὁ Θεὸς πλέον τοῦ διδάσκει τὸ μέτρο καὶ τὴν αἰσθητικὴ τελειότητα, ὡς στοιχεῖα κοινωνίας καὶ σωτηρίας. «Ὅρα τί φησὶν ἡ Γραφὴ» λέ­ει ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς «ἰδοὺ ἀνακεκληκα ἐξ ὀνόματος Βεσελεὴλ τὸν τοῦ Ὤρ, ἐκ φυλῆς Ἰούδα. Καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα θεῖον, σοφίας καὶ συνέ­σεως καὶ ἐπιστήμης ἐν παντὶ ἔργῳ διανοεῖσθαι καὶ ἀρχιτεκτονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι τὸ χρυσίον καὶ τὸν ἄργυρον καὶ τὸν χαλκόν, καὶ τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον τὸ νηστὸν καὶ τὴν βύσσον τὴν κεκλωσμένην καὶ τὰ λιθουργικὰ εἰς τὰ ἔργα καὶ τὰ τεκτονικὰ εἰς τὰ ξύλα, ἐργάζεσθαι κατὰ πάντα τὰ ἔργα. Καὶ ἐγὼ δεδωκα αὐτὸν καὶ τὸν Ἐλιὰβ τὸν τοῦ Ἀχισαμάχ, ἐκ φυλῆς Δὰν καὶ παντὶ συνετῷ καρδίᾳ ἐγὼ δέδωκα σύνεσιν καὶ ποιήσουσιν πάντα ὅσα σοὶ συνέταξα»22. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ποὺ μὲ τόση λεπτομέρεια παραγγέλ­λει ὁ Θεός, ὁ χαλκός, ὁ χρυσός, ὁ ἄργυρος, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἀκόμη εὐτελέστε­ρα ὡς πρὸς τὴν ἀξία, μὲ τὴν δωρεὰ τῆς χάριτός Του καὶ τὴν σύνεση ποὺ δίδει στὸ λαὸ γίνονται στοιχεῖα δοξολογικά, ἀλλὰ καὶ προσανατολιστικὰ τῆς νέας πορείας τοῦ νέου Ἰσραήλ. «Ἐὰν τὸν νόμον τηρεῖτε, Χριστὸς οὐδὲν ὑμᾶς ὠφε­λήσει. Οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε. Οὐχ ἐώρα Θεὸν ὁ πάλαι Ἰσραήλ, ἡμεῖς δὲ ἀνακεκαλυμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα»23. Πολὺ εὔστοχα σχολιάζει ὁ μέγας Πατὴρ Δαμασκηνὸς «καλὸς ὁ νόμος, ὡς λύχνος φαίνων ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἀλλ’ ἕως ἡ ἡμέρα διαυγάζῃ. Ἤδη δὲ ἀνέτειλε φωσφόρος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν καὶ ὕδωρ ζῶν τῆς θεογνωσίας, θαλάσσας ἐθνῶν ἐκάλυψε καὶ πάντες Κύριον ἔγνωμεν. Παρῆλθε τὰ παλαιά, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά. Φησὶ γοῦν ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Πέτρον, τὴν κορυφαίαν ἀκρότητα τῶν ἀποστόλων: Εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὤν, ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ Ἰουδαϊκῶς, πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν;» Καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας γρά­φει: «Μαρτύρομαι παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ, ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον πληρῶσαι»24. Αὐτὸ ποὺ ἴσως πρέπει νὰ τονιστεῖ εἶναι ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ ἡ στροφή του πρὸς τὴν ἀνεικονικότητα (π.χ. στὸ Ἰσλὰμ ἢ καὶ τὸν ἀρχαῖο Ἰσραήλ) φανερώνει τὴν ἀπομάκρυνσή του κυρίως ἀπὸ τὴν ἀρχική του ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἑπομένως μέσα στὴν πτωχεία του ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπείρου μὲ γεωμετρικὰ σχή­ματα καὶ ἀραβουργήματα ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἐνισχύουν τὴν ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα ἡ τάξη τῶν ἀγγέλων ποὺ φύλαξε ἀνέπαφή τη φύση της καὶ ἐξα­κολούθησε νὰ εἶναι δοχεῖο θείας δόξας, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κατασκευάστηκαν τὰ ὁμοιώματά της καὶ τοποθετήθηκαν στὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ βιβλικὴ βάση τῆς εἰκόνος ἀνατρέχει στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καὶ κυρίως ἐντοπίζεται στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς ὁ πρῶτος ποιητὴς εἰκόνος, τῆς εἰκόνος Του. Ὁ πατερικὸς λόγος εἶναι ἐνδεικτικὸς τῆς θέσεως αὐτῆς καὶ μᾶς τὴν παραθέτει ὁ Δαμασκη­νός: «Αὐτὸς ὁ Θεὸς πρῶτος ἐγέννησε τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον Αὐτοῦ, εἰκόνα Αὐτοῦ ζῶσαν, φυσικήν, ἀπαράλλακτον, χαρακτήρα τῆς Αὐτοῦ ἀϊδιότητος. Ἐποίησέ τε τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»25.
Ἔτσι δημιουργημένος ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργοῦ, εἶναι ἐπίσης δημιουργός, καλλιτέχνης καὶ ποιητής. Ὁ Θεὸς εὐχαριστεῖται μὲ κάθε ἔργο τέχνης ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ εἰκόνα τῆς δόξης Του καὶ τῆς λαμπρότητάς Του. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς του τὴν ὡραιότη­τα, τότε εἶναι σὰν νὰ περιποιεῖ τὸν χαρακτήρα τῆς ὁμοιώσεώς του26.

 1.Γιανναρά Χ., Δεισίμων μορφή, περ. ΑΝΤΙ Αθήνα 1984, σ. 101.
BOBRINSKOY B., Προλεγόμενα στὸ M. QENOT, Εἰκόνα ἡ θέα τῆς Βασιλείας, μτφρ. Στ. Γιαγκάζογλου, εκδ. Τέρτιος, 1993.
  1. Ὅπ.π. 49.
  2. Τσομπανη Τ., Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος στὴν εἰκονογραφία, Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 21.
  3. Γρηγοριου Θεολόγου, Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, PG 35,480.
  4. Mansi XIII 300 α
  5. Mansi XIII 377 C-380.
  6. Mansi XIII 252 C.
  7. Ἀρχιμ. Βασίλειου, Εἰσοδικόν, σ. 125.
  8. Γιανναρά Χ., Εἰκονοκλάστες, περ. Σύνορο, τ. 36, σ. 99.
  9. Ιω. Δαμασκηνού, Λόγος Α’ Ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τς ἁγίας εἰκόνας,
    Migne
    PG, 94,1232, ιζ’.
  10. PG. 79,577.
  11. Λόγος β’ PG 94,1296.
  12. βλ. Παραλειπομένων Α’, κβ’ 8 καὶ PG 94,1296.
  13. PG 94,1237.
  14. PG 94,1240.
  15. Γιανναρά Χ., ὅπ.π. σ. 95 π.χ. Ψαλμ. 8,6: «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλοις, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αύτόν…», ἢ Α’ Κορ. 11,7: «εἰκὼν καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου».
18.Β’ Κορ. 4,4.
  1. Ρωμ. 8,29.
  2. PG 94,1237.
  3. PG 94,1245.
  4. PG 94, 245-248.
  5. PG 94,1248.
  6. Ὅπ.π., 1253.
  7. Ὅπ.π. PG 94,1317.
  8. Π. Ευδοκιμωφ, Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας, θεολογία τῆς ὡραιότητος, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
    Θεσσαλονίκη 1980, σ. 23.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Θεολογία», τεῦχος δεύτερο τοῦ 2014.Ὁ Τρύφων Τσομπάνης εἶναι Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολής Α.Π.Θ. Εικόνα: Ο Θεός και οι άγγελοί Του στον ουρανό. Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο.
ΠΗΓΗhttps://antifono.gr

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Μητρόπολις Ν. Ζηλανδίας

Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας κ  Μύρων

'Ἡ Ἀποκάλυψη|.


 «ΠΡΟΤΥΠΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ»
Ὁ Ἱερός Κλῆρος τῆς Μητροπόλεώς μας, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ, συνῆλθε σήμερα στό Μητροπολιτικό Μέγαρο τῆς Ἀρναίας γιά νά συζητήση καί νά ἀναζητήση ἁγνά πρότυπα Ἱερωσύνης βγαλμένα μέσα ἀπό τόν ἁγιογραφικό κάλαμο. 
Καλεσμένος ὁ Ὁμότιμος Ἐπίκουρος Καθηγητής στό Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. στόν Τομέα Βιβλικῆς Γραμματείας καί Θρησκειολογίας μέ εἰδίκευση στήν Κ.Δ., Αἰδ. Πρωτ. π. Ἰωάννης Σκιαδαρέσης.

Μέ γλαφυρότητα, ἀλλά καί μέ θεολογική ἐνάργεια ὀ Ὁμιλητής παρουσίασε τό θέμα του: «Πρότυπα Ἱερωσύνης ἀπό τήν Ἀποκάλυψη», ἐντυπωσιάζοντας τόσο τόν Σεβασμιώτατο, ὃσο καί τόν Ἱερό μας Κλῆρο μέ τήν πληθώρα τῶν ἀναφορῶν στήν Καινή καί Παλαιά Διαθήκη καί συγκεκριμένως στό Ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου. Ὁμολογουμένως ἡ εὐχέρεια τῆς κινήσεως τῆς σκέψεώς του στήν Ἀποκάλυψη ἦταν μοναδική. Τούς δέ Κληρικούς μας ἱκανοποίησε ἀπόλυτα τό γεγονός ὃτι ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης, φωτισμένος ἁγιοπνευματικά καί ὂντας θεόπνευστος, μπορεῖ καί σήμερα μέ τά ἲδια ἀκριβῶς λόγια καί τά ἲδια θέματα νά μιλήση στόν σημερινό Διάκονο τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, τόν Ἱερωμένο!
Τά κύρια σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Ἰωάννου ἒχουν ὡς ἑξῆς:
Ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι βιβλίο καί γιά τό παρόν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἓνα Προφητικό Βιβλίο πού ἀναφέρεται καί στό “νῦν”.
Ὁ Ὁμιλητής ἒκανε ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς ἑπτά ἐπιστολές τῶν Α΄καί Γ΄κεφαλαίων τῆς Ἀποκαλύψεως πρός τούς ἀντιστοίχους Πρεσβυτέρους τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλά καί στόν ἲδιο τόν συγγραφέα της, τόν Ἰωάννη.
Γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου ὁ Ἰωάννης παρατηρεῖ ὃτι ἐργάζεται ἱεραποστολικῶς, ἀπορρίπτοντας ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοπροφῆτες, ὃμως ἡ προοδός της δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά στόχος της ἠ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί τόν πλησίον. Μήνυμα τῆς ἐπιστολῆς πρός τούς Ἐφεσίους εἶναι νά ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπῃ καί νά ἀγαποῦμε ἐν ἀληθείᾳ. Ἡ σταυρωμένη καί σαρκωμένη ἀγάπη νά εἶναι χειροπιαστή.
Γιά τούς Σμυρναίους ὁ Ἰωάννης μᾶς λέει ὃτι ἡ πίστη ἒχει ἐναγκαλιστῆ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἒχει ἐγκολπωθῆ τό Ἐσφαγμένο-Ἐσταυρωμένο Ἀρνίο. Ἡ Ἱερατική ζωή χωρίς τόν Σταυρό δέν νοεῖται, ἡ ἀποδοχή τοῦ Σταυροῦ χαρακτηρίζει τήν Ἱερωσύνη.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου εἶναι διαποτισμένη ἀπό ἒντονα εἰδωλολατρικά καί μυστικιστικά στοιχεῖα. Ὁ γεροντισμός καί ἠ ἂκριτος προφητολογία καθιστοῦν τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας περιττό. Ὁ ψευδογεροντισμός ἀλλοιώνει τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Θυατείρων, μᾶς λέει ὁ Ἰωάννης, ἀνέχεται μιά θολή ψευδοθρησκευτικότητα, ἀνέχεται τή γνώση βαθέων τοῦ Σατανᾶ, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίσταται τό Εὐαγγέλιο ἀνώδυνο καί νά ὁδηγεῖται ἡ πίστη σέ πνευματικούς ἐπικινδυνούς ἀκροβατισμούς. Πρόκειται γιά τήν ἐλιτίστικη πνευματικότητα πού νοθεύει τό Εὐαγγέλιο.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Σάρδεων διακονεῖ τό εἶναι καί τό φαίνεσθαι, ὁδηγούμενη σέ μιά πνευματική σχιζοφρένεια καί πνευματικό θάνατο.
Ἡ ὑποκρισία ὑπερισχύει τῆς ἀγάπης.
Στούς Φιλαδελφεῖς ὁ Ἰωάννης παρατηρεῖ ὃτι ἡ ἐν ταπεινώσει σιγουριά τῆς Ἱερατικῆς μας ζωῆς ὀφείλει νά στηρίζεται στή δύναμη τοῦ σταυροῦ καί ὂχι στό κοσμικό ἒχειν μας. Ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας καί τῆς κοσμικότητας θανατώνει τήν πνευματικότητα.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Λαοδικείας ὁ Ἰωάννης βλέπει νά ζῆ μέσα στήν αὐτοϊκανοποίηση, διχασμένη, λέγοντας καί ναί καί ὂχι στόν Χριστό. Οἱ πιστοί ζῶντας μέσα σέ ἓνα κλῖμα ἐπάρκειας, ἐγκλωβίζονται στό παρόν, ζῶντας σέ μιά τυφλότητα καί γυμνότητα πνευματική. Συμπέρασμα: ὀφείλουμε νά ζοῦμε Προφητική Ἱερωσύνη, νά ἀσκοῦμε ποιμαντική δεχόμενοι τόν ἁγιοτριαδικό λόγο ὡς προφητική ἐμπειρία καί μήνυμα.
Κατόπιν ὁ ἒμπειρος διδάσκαλος τῆς θεολογίας ὡμίλησε γιά τά μέτωπα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίση ὀ μαθητής τῆς ἀγάπης ποιμαντικά. Καί αὐτά ἦσαν οἱ αἱρετικοί Γνωστικοί πού ἒθεταν τούς Ἀγγέλους πάνω ἀπό τόν Χριστό, ἡ Πολιτική ἐξουσία πού ἐπεδίωκε τήν Αὐτοκρατορική λατρεία, ὁ πόλεμος τῶν Ἰουδαίων καί τό μέτωπο τῆς μαγείας.
Συμπερασματικά ὁ π. Ἰωάννης ξεκαθάρισε ὃτι σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψη ἐμεῖς οἱ Κληρικοί δέν εἲμαστε σύμβουλοι τοῦ Θεοῦ, δέν γίναμε Κληρικοί γιά νά κρίνουμε τόν ἂνθρωπο, ἀλλά γιά νά ἀκολουθήσουμε τή γραμμή τῶν Προφητῶν, γιά νά ζήσουμε τήν προφητική Ἱερωσύνη. Ἡ προφητική καί χαρισματική διακονία μας καθιστᾶ τήν Ἱερωσύνη μας οὐσιαστική. Βέβαια ὁ Ἰωάννης μέ αὐτή τήν περιγραφή τῆς Ἱερωσύνης θέτει ψηλά τόν πῆχυ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς!
Ἐπακολούθησε εὐρύς διάλογος ἀνάμεσα στόν Ὁμιλητή, στόν Ἐπίσκοπό μας καί στούς Κληρικούς μας. Τό δέ συμπέρασμα πού ἐξήχθη ἦταν ὃτι ὀφείλει ὁ κληρικός νά εἶναι φορέας τῆς Προφητικῆς Ἱερωσύνης.
Συζητήθηκαν, βεβαίως, καί διοικητικά θέματα, ἐνῶ ὁ Τοπογράφος Μηχανικός κ. Ἀθανάσιος Ἀγαλῆς πού ἐπελήφθη τό θέμα τῆς καταγραφῆς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας τῶν Ἐνοριῶν μας στό Κτηματολόγιο, ἐνημέρωσε γιά τίς τελευταῖες ἐξελίξεις πάνω στό θέμα, εὐχαριστῶντας τούς Πατέρες γιά τήν ὡραία συνεργασία μαζί τους.

Ιερά Μονή Πάτμου!


Πρίν ἀπό ....  46 χρόνια...

Τὸ παρακάτω κείμενο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ 46 χρόνια καὶ ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ἐργασία (πολυγραφημένο ἀντίτυπο) τοῦ τότε μαθητὴ τῆς Β΄ Λυκείου τοῦ Πειραματικοῦ Σχολείου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Βασίλη Καψαμπέλη, μὲ τίτλο Περιπλάνησι στὰ 45 τετρ. χιλμ. τῆς Πάτμου, Φεβρουάριος 1973.


Κεφάλαιο 5.   Οἱ μοναχοί

«Πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι σπουδαῖοι. Εἶναι μεγάλοι
ἔτσι ποὺ κανεὶς δὲν στοχάζεται ποτὲ πὼς εἶναι μεγάλοι»
(Οὐίλιαμ Σαρόγιαν, Ἀνθρώπινη Κωμωδία)

        Ἴσως κάποτε κάνω τόσα ταξίδια, ὥστε ἡ Πάτμος νὰ μὴν εἶναι παρὰ μιὰ μακρινὴ ἀνάμνησι· ἴσως κάποτε οἱ ξένοι τόποι ποὺ ποθῶ νὰ δῶ μὲ κάνουν νὰ ξεχάσω τὸ μικρὸ ἱερὸ νησί· ὅμως καὶ τότε ἀκόμα ξέρω σίγουρα πὼς δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσω ποτὲ τὶς ἕξι μέρες ποὺ ἔζησα στὸ Μοναστήρι τοῦ Θεολόγου· κι αὐτὸ χάρις στὴ φιλοξενία τῶν μοναχῶν.

        Ὅταν ἔφθασα στὴν Πάτμο ἦταν πολὺ πρωί· ὡστόσο ἀνέβηκα στὸ Μοναστήρι κι ἐκεῖ περίμενα νὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ μὲ δεχθῆ ὁ Ἡγούμενος. Κατὰ τὶς 9 μπόρεσα νὰ τὸν δῶ. Μὲ δέχθηκε μὲ νησιώτικη εὐγένεια. Ὥσπου νἄρθη τὸ πατροπαράδοτο σπιτίσιο ποτὸ καὶ τὰ μπισκότα ἐξήγησα ποιὸς εἶμαι· ἔδειξα τὸ συστατικό μου γράμμα καὶ παρακάλεσα νὰ μείνω λίγο καιρὸ στὸ Μοναστήρι. Ὑπῆρχε ὁπωσδήποτε τὸ πρόβλημα τοῦ φαγητοῦ. Τὸ Μοναστήρι δὲν ἦταν κοινόβιο κι ἔτσι δὲν ἑτοιμαζόταν φαγητὸ μέσα σ' αὐτό. Ἔπρεπε νὰ βγαίνω τὸ μεσημέρι καὶ νὰ τρώω ἔξω, ὅπως κι ὅσοι μοναχοὶ δὲν μαγειρεύουν μόνοι τους. Τὸ βράδι ἦταν πιὸ εὔκολο γιατὶ μποροῦσε νὰ μοῦ ἑτοιμάζη κάτι ὁ ξενοδόχος τῆς Μονῆς. Φυσικὰ δὲ εἶχα καμμιὰ ἀντίρρησι νὰ τρώω ἔξω, ἀφοῦ μάλιστα οἱ πόρτες εἶναι ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ δείλι ἀνοικτές, κι ἔτσι μὲ παρέπεμψαν στὸν ξενοδόχο τῆς Μονῆς.

        Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄκουσα μιὰ χαρούμενη φωνὴ ἀπὸ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ταράτσες τῆς Μονῆς. Μέσα ἀπὸ ἕνα δαίδαλο ἀπὸ ἐσωτερικοὺς διαδρόμους καὶ στενὲς σκάλες ἀνεβήκαμε στὸν ξενῶνα, μὲ τὴ φιλόξενη ἐπιγραφὴ στὴν πόρτα (=«Ξένους ξένιζε μὴ Θεοῦ ξένος γένῃς») καὶ μπήκαμε στὸ μικρὸ καὶ κάπως ἀνεξάρτητο συγκρότημα. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα μεγάλο χὼλ κι ἕνα διάδρομο βρεθήκαμε στὴν κουζίνα, ἐξοπλισμένη μὲ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα, κι ἀπὸ 'κεῖ στὰ δύο ὑπνοδωμάτια καὶ στὶς τουαλέττες. Ὅλα ἔλαμπαν ἀπὸ καθαριότητα. Πράγματι ἡ καθαριότης εἶναι αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖ ὁ ἐπισκέπτης ἀμέσως στὸ Μοναστήρι. Ἐπίσης οἱ μοναχοὶ εἶναι σχολαστικὰ καθαροί, κι ὄχι λίγοι μοῦ μίλησαν μὲ θλίψη γιὰ τὴν βρῶμα τῶν ἀδελφῶν τους τοῦ Ἄθω, ποὺ ἐπισκέφθηκαν στὸ «ἱερὸ», γιὰ τὸν ἕλληνα μοναχό, ταξίδι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ ὑπνοδωμάτιό μου στὸ μέγεθος ἑνὸς εὐρύχωρου κελλιοῦ, μὲ δυὸ κρεββάτια σιδερένια. Στοὺς τοίχους μία ἢ δύο θρησκευτικὲς εἰκόνες· δυὸ καρέκλες· ἕνα τραπέζι μ' ἕνα βαρὺ κεντητὸ τραπεζομάντηλο. Πηγαίνω στὸ κλασσικὸ χωριάτικο παράθυρο, μὲ τὰ τζάμια ἀπ' ἔξω καὶ παντζούρια ἀπὸ μέσα, μονοκόμματα, ποὺ κλείνοντας ἐπιτυγχάνουν τέλεια συσκότησι. Τὸ ἄνοιξα· ὁλόκληρη ἡ δυτικὴ πλευρὰ τῆς Χώρας φαινόταν ἀπὸ 'κεῖ καὶ πιὸ πέρα τὸ ἥσυχο κοιμητήριο πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, ποὺ ἁπλωνόταν γαλήνια ὣς πέρα στὸ Ἰκάριο καὶ στὴν Σάμο. «Ἐλπίζω νὰ σᾶς ἀρέσει», μοῦ εἶπε ὁ ξενοδόχος. Ἃν μ' ἄρεσε! Ἔτσι ἄρχισε ἡ διαμονή μου στὴ Μονὴ τοῦ Θεολόγου.

        Ὀργάνωσα στὰ γρήγορα τὴν ζωή μου: Ξύπνημα ἀρκετὰ πρωί. Μέχρι τὸ μεσημέρι μελέτη στὴ βιβλιοθήκη, συζήτησι μὲ τοὺς μοναχοὺς στὰ κελλιά τους, ἐπισκέψεις στὸ Μουσεῖο. Τὸ μεσημέρι βγαίνω γιὰ φαγητό. Τὸ ἀπόγευμα ἀνάπαυσι, διάβασμα, γράψιμο. Κατὰ τὶς ἑπτὰ ἀνεβαίνει ὁ ξενοδόχος γιὰ τὰ τηγανιτά μου αὐγά, τὴ σαλάτα καὶ τὸ γιαούρτι. Στὸ μεταξὺ ἔρχονται καὶ δυὸ τρεῖς ἄλλοι νέοι μοναχοὶ ἢ δόκιμοι καὶ μοῦ κάνουν παρέα. Περνᾶμε τὴν ὥρα μέχρι τὸν ὕπνο συζητώντας καὶ λέγοντας ἀστεῖα. Κοιμᾶμαι συνήθως νωρίς.

        Καλύτερη ὥρα γιὰ νὰ δῆ κανεὶς τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ συζητήση μαζί τους εἶναι τὸ πρωί, ἀπὸ 9 μέχρι 12. Τότε οἱ πολὺ γέροι βρίσκονται ἐλεύθεροι στὰ κελλιά τους ἐνῶ οἱ περισσότεροι στὶς διακονίες ὅπου συνήθως μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς πιάση κουβέντα. Ἄλλωστε εἶναι κι ἡ πιὸ «κοσμικὴ» ὥρα τῆς ἡμέρας τους, ποὺ ξεκινάει μὲ ὄρθρο στὶς 3 τὸ πρωί, ὕστερα ἀναπαύσι μέχρι τὶς 8 καὶ μετὰ διακονίες στὴν ἐκκλησία, στὰ γραφεῖα, στὴ βιβλιοθήκη. Τὸ μεσημέρι οἱ μοναχοὶ τρῶνε κατὰ τὶς δώδεκα καὶ μετὰ λίγη ἀνάπαυσι, ἑσπερινὸς 3-4 τὸ ἀπόγευμα, διακονίες, κι ἀπ' τὶς 7,30-8,30 (ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κίνησι τῶν ξένων) μαζεύονται στὰ κελλιά τους, ὅπου τέσσερις-τέσσερις ἢ πέντε-πέντε συζητᾶνε τὰ προβλήματα τῆς Μονῆς καὶ θυμοῦνται τὰ παλιά. Ἂν εἶναι Πέμπτη, Σάββατο ἢ Κυριακή, τὸ πρωί, μετὰ τὸν ἑσπερινὸ ἀκολουθεῖ λειτουργία.

        Ἡ ἐπίσκεψι στὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν καὶ ἡ συζήτησι μαζί τους εἶναι μιὰ σπάνια ὀπτικοακουστικὴ ἐμπειρία, γιὰ τὴν γραφικὴ εἰκόνα τῶν κελλιῶν καὶ τὴν συνομιλία μ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τόσο ξεχωριστοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, ἀπὸ τὸ πιὸ ἐξωτερικὸ στοιχεῖο, τὴν ἐνδυμασία, ὣς τὸ πιὸ μύχιο, τὸ πιὸ σημαντικό: τὴν φιλοσοφία ζωῆς. Οἱ συναντήσεις μαζί τους ἄρχιζαν μὲ τὸ κλασσικὸ νησιώτικο κέρασμα, πρῶτο δεῖγμα μιᾶς ἐγκάρδιας φιλοξενίας. Συνήθως μοῦ φτιάχνουνε καφὲ ἢ ποτό. Ὁ πατὴρ Θεόκλητος τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ μὲ ρώτησε ἦταν: «θὲς ἕνα καφεδάκι;». Ὁ πατὴρ Νικόδημος μοῦ πρόσφερε ἕνα ἀπὸ τὰ θαυμάσια τοπικὰ ποτά. Ὁ νεαρὸς Ἀρτέμιος, λουκούμι. Πουθενὰ δὲν πῆγα χωρὶς να μ' ἀκολουθήση ὁ δίσκος γιὰ νὰ μὲ φιλέψουν.

        Ὁ πατὴρ Θεόκλητος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ εἶδα. Μὲ δέχτηκε μὲ μεγάλη προθυμία στὸ λιτὸ κελλί του. Ἀνοίγοντας τὴν παλιὰ ξύλινη πόρτα βρέθηκα σ' ἕνα πολὺ μικρὸ θάλαμο. Ἀριστερὰ ἦταν μιὰ πολὺ μικρὴ κουζίνα-ἀποθήκη καὶ στὸν ἀπέναντι τοῖχο ἡ πόρτα γιὰ τὸ κυρίως δωμάτιο, μιὰ αἴθουσα 4x5 μέτρα. Σ' ἕνα τοῖχο τὸ σιδερένιο κρεββάτι, ὅμοιο μὲ τὸ δικό μου. Ἀπὸ πάνω μιὰ παλιὰ ὄμορφη σύνθεσι ταπισσερί: σκλαβοπάζαρο στὴν Ἀνατολή. Ἕνας καναπές, ἕνα μπαοῦλο, τὸ εἰκονοστάσι. Δίπλα στὸ κρεββάτι ἕνα κομοδίνο κι ἀπέναντι ἕνα τραπέζι μὲ πολλὰ μπουκάλια, ποτήρια, βιβλία, ἕνα κομπολόϊ, ἕνα τρανζίστορ. Σὲ μιὰ γωνιὰ μιὰ ὀμπρέλλα καὶ κρεμασμένα ράσα. Στοὺς τοίχους πλῆθος φωτογραφίες ἀπὸ τὸ '20 ὣς τὰ σήμερα. Κάπου μιὰ μικρὴ ξύλινη σκάλα ποὺ ὁδηγεῖ σ' ἕνα ὑπερυψωμένο τμῆμα τοῦ κελλιοῦ σχηματίζοντας ἕνα μικρὸ ὀντά.

        Ὁ πατὴρ Θεόκλητος εἶναι πάνω ἀπὸ 75 χρονῶν. Στὴν Μονὴ εἶναι ὁ ἀρχαιότερος, μένει ἐδῶ 50-55 χρόνια τώρα. Ὅταν ἦταν μικρὸς δὲν πολυήθελε νὰ γίνει μοναχός, μὰ ἦταν ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ τελικὰ πῆγε στὴ Μονή: ἕνα στόμα λιγότερο. Μὲ δυσκολία συζητάω μὲ τὸν τόσο εὐγενικό, ἀλλὰ ἀσυνήθιστο μοναχό. Καταγράφω τὰ λόγια του: «Ἐγὼ δοκιμάστηκα γιὰ νὰ γίνω μοναχὸς 2 χρόνια. Ὁ μοναχὸς ἔπρεπε νὰ μαθαίνει νὰ εἶναι ταπεινός, ὑπάκουος: ὅ,τι πεῖ ὁ Ἡγούμενος. Κι ὕστερα μ' ἔκαναν. Δὲν ἔμαθα καὶ γράμματα. Ποιὸς νοιαζόταν τότε γιὰ γράμματα… Ἄλλαξε ὁ κόσμος σήμερα. Ὅλοι οἱ καλοὶ φύγανε, κι ἀπομείναμε ἐμεῖς… καὶ σακατεμένοι: Ὁ ἕνας τοῦ πονάει ἐτοῦτο, ὁ ἄλλος ἐκεῖνο. Ἐγὼ πρόφθασα πενῆντα μοναχούς. Πόσοι μείναμε τώρα; Καὶ θὰ φύγουμε κι ἐμεῖς σὲ λίγο… Νἄρθη ἡ ὥρα μας νὰ φύγουμε… (γελᾶ). Ὅλοι θὰ φύγουμε. Κανένας δὲν θ' ἀπομείνει… Ἂν φοβάμαι τὸν θάνατο; Τὸν θάνατο τώρα πιά…».

        Ὁ πατὴρ Θωμᾶς εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπ' τοὺς πιὸ γηραιοὺς μοναχούς. Τὸν συνάντησα στὸ σπίτι του, χτισμένο ἀπὸ τὸν παπποῦ του, ἕναν ἀπ' ἐκείνους τοὺς παλιοὺς ἀρχιτέκτονες-τεχνίτες τῆς νησιώτικης οἰκοδομικῆς. Ὅλα ἐκεῖ μέσα θυμίζουν τὰ περασμένα: οἱ ξύλινες σανίδες ποὺ εἶναι στρωμένο τὸ δάπεδο, ὁ τεράστιος μπρούτζινος πολυέλαιος (κάπου ἑνάμισι μέτρο) ποὺ κρέμεται ἀπ' τὸ ταβάνι, τὸ θαυμάσιο «ἰνδιάνικο» ντουλάπι ἀπ' τὴν Αἴγυπτο, οἱ ἀτέλειωτες φωτογραφίες καὶ τυπωμένες ζωγραφιὲς παλαιοῦ τύπου ποὺ βρίσκονται στοὺς τοίχους, ἀκόμη κι ἡ πελώρια γκριζωπὴ γάτα ποὺ τρίβεται στὰ πόδια του. Ὁ πατὴρ Θωμᾶς μοῦ φέρνει ἕνα φωτογραφικὸ ἄλμπουμ… Ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ Ἰταλοῦ μαρκήσιου στὸ Μοναστήρι… Τὸ '20. Ἐδῶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ '35. Φαίνεται κι ὁ Μακάριος Ἀντωνιάδης, ὁ τελευταῖος ἀσκητὴς στὴν Πάτμο… Ἐδῶ… Ἐδῶ… Ἡ ἀτμόσφαιρα πυκνώνει, μιὰ βαριὰ μυρουδιὰ παρελθόντος ξεχύνεται στὸ δωμάτιο, τὰ γαλάζια μάτια τοῦ γέρου γίνονται ὀνειροπόλα. Τὸν κοιτάζω νὰ δείχνει ἥρεμα τὸ φορτίο ποὺ κουβαλάει, ἀνύποπτος ἴσως κι ὁ ἴδιος γιὰ τὸ πόσο συντριπτικὸ εἶναι. Ὁ καιρὸς περνάει καμμιὰ φορὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης… Τοῦ παίρνω μιὰ φωτογραφία, τοῦ ὑπόσχομαι νὰ τοῦ τὴν στείλω. Μοῦ χαρίζει ἄλλες δυὸ ἔγχρωμες ποὺ τοῦ τὶς πῆραν ἄλλοι ταξιδιῶτες. Καὶ φεύγω.

        Ὁ μόνος μοναχὸς ποὺ ἀποσύρεται ποὺ καὶ ποὺ σὲ σκῆτες εἶναι  ὁ πατὴρ Νικόδημος. Τὸν βρῆκα στὸ Μοναστήρι, ὅπου ἔμενε ἐκεῖνο τὸν καιρό. «Καλὸς δουλευτής», ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας ντόπιος, ἀποσύρεται πότε-πότε στὴν Παναγιὰ τοῦ Γερανοῦ ἢ στὸ Κουβάρι γιὰ νὰ δουλέψη τὴ γῆ, νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ ἡσυχάση. Αὐτὴ ἡ συχνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ φύσι καὶ ἡ περισυλλογὴ ποὺ πέφτει, μιὰ καὶ σπάνια χρησιμοποιεῖ τὰ λιγοστά του γράμματα, τὸν ἔχουν κάνει ἥρεμο καὶ καλοσυνάτο. Μιλάει ἀργὰ καὶ σιγά, χαμογελάει μὲ εὐγένεια, προτιμάει τὴν σιωπὴ ἀντὶ νὰ λέγη ὁτιδήποτε. Τὰ ἐλάχιστα βιβλία ποὺ ἔχει διαβάσει τοῦ ἔχουν χαρίσει μιὰ τεράστια γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κι ὅ,τι λέει τὸ συνοδεύει κατάλληλα μὲ μιὰ σχετικὴ φράσι. Ὅταν τὸν ρώτησα ἂν φοβᾶται τὸν θάνατο, μοῦ ἀπάντησε: «ὅταν δὲν εἶσαι ἔτοιμος τὸν φοβᾶσαι». Ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσα καὶ κάτι, ποὺ ὅσοι τὸ λένε θεωροῦνται ἐπικίνδυνοι ἐπαναστάτες καὶ θεομάχοι: πὼς οἱ νέοι δὲν πρέπει νὰ πηγαίνουν γιὰ μοναχοί, «νὰ μένουνε στὸν κόσμο, νὰ δουλεύουν, κι ὕστερα, ὅταν γεράσουν, νὰ πηγαίνουν στὰ μοναστήρια νὰ ἡσυχάσουν».

        Ὡστόσο δὲν εἶναι οἱ γέροι αὐτοὶ ποὺ ἐπικρατοῦν στὸ Μοναστήρι. Οἱ δύο δόκιμοι, κάπου 17 χρονῶν, κι ἄλλοι πέντε ἢ ἕξι, ἡλικίας κάτω ἀπ' τὰ 30, κάνουν τὸ Μοναστήρι κατ' ἐξοχὴν νεανικό. Αὐτὸ τὸ γεγονός, σὲ συνάρτησι καὶ μὲ τὸ ὅτι στὴ Μονὴ ὁ Ἡγούμενος δὲν εἶναι ἰσόβιος, κι ἔτσι ὑπάρχουν τώρα δυὸ ἢ τρεῖς ποὺ ἔχουν διατελέσει ἤδη ἡγούμενοι, κάνει τὸ κλῖμα τῆς Μονῆς φιλικό, ἀδελφικό. Ποτὲ ἐδῶ δὲν ἔχει δημιουργηθεῖ πρόβλημα, ποτὲ δὲν διατυπώθηκε παράπονο. Οἱ μοναχοὶ εἶναι τυχεροὶ ἂν στὶς διακονίες τους (μουσεῖο κλπ.), ὑπάρχει καὶ ἄλλος, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀλλάξουν καμμιὰ κουβέντα. Τὰ κοινὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα (γενικὰ ἡ μορφωτικὴ στάθμη ἀρκετὰ ὑψηλή) ἀποτελοῦν ἀκόμη ἕναν κρῖκο μεταξύ τους. Ὅλοι ἀναλαμβάνουν τὶς ἐργασίες κατὰ τὶς δυνατότητές τους. Ἄλλοι φροντίζουν τὴν ἐκκλησία, ἄλλοι εἶναι στὸ μουσεῖο, ἄλλοι στὰ γραφεῖα. Οἱ πιὸ γέροι δὲν ἔχουν πιὰ ὑπηρεσία, ἂν καὶ ἔχει ἡ Μονὴ ἔλλειψι ἀνθρώπων, κυρίως τὸ καλοκαίρι. Οἱ πιὸ μορφωμένοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν βιβλιοθήκη.   

        Ὅλοι ζοῦν ἀγαπημένοι, στὸ ὁποῖο συντελεῖ ἴσως καὶ τὸ ὅτι ὅλοι εἶναι Πάτμιοι, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπ' τὴ Χώρα. Ἀλλὰ κι ὅσοι ἀκόμη δὲν εἶναι ντόπιοι, γρήγορα προσαρμόζονται στὸ φιλελεύθερο Μοναστήρι καὶ νιώθουν τὴν οἰκογειακή του ἀτμόσφαιρα. Ὁ πατὴρ Κάλλιστος π.χ., ἂν καὶ Ἄγγλος, βρῆκε σ' αὐτὸν τὸν τόπο τὸ πιὸ ἀσφαλὲς λιμάνι, τὸ καταφύγιό του. «Στὴν ἀρχὴ ἔλεγα πὼς θάρθω ἐδῶ ἀφοῦ πάρω τὴν σύνταξίν μου», μοῦ εἶπε, «τώρα δὲν βλέπω τὴν ὥρα νὰ ἀποσυρθῶ ἀπ' τὴ δουλειά μου καὶ νὰ ἔρθω ἐδῶ· καὶ μοῦ φαίνεται πὼς τελικὰ θὰ παραιτηθῶ γιὰ νὰ ἔρθω πιὸ γρήγορα». Ὁ πατὴρ Κάλλιστος ἦταν προτεστάντης ποὺ ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔγινε ἱερεύς. Ταυτόχρονα ἔγινε ἀδελφὸς τῆς Μονῆς καὶ ἔρχεται ὅποτε βρῆ καιρό. Τώρα ὑπηρετεῖ σὰν καθηγητὴς στὴν Ὀξφόρδη καὶ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόλογες μορφὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ.

        Ἀξίζει νὰ δῆ κανεὶς τοὺς μοναχοὺς μετὰ τὸν ἑσπερινό. Ἡ ἀπογευματινὴ τελετή, σύντομη κι ἀπίστευτα ἀπαλὴ στὴν σιγαλιὰ τοῦ ἀπομεσήμερου, ἔχει μόλις τελειώσει κι ὅλοι μαζεύονται στὴν κεντρικὴ αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Καθισμένοι στὰ στασίδια τοῦ ἐξωνάρθηκα, στὰ πεζούλια ἢ στὰ χείλη τοῦ μεγάλου πηγαδιοῦ, συζητοῦν κι ἀστειεύονται μεταξύ τους, χωρισμένοι σὲ μικρὲς ὁμάδες. Λένε τὶς δυσκολίες τῆς ἡμέρας, συζητᾶνε τὰ προβλήματά τους στὴν ἐκτέλεσι τῶν καθηκόντων τους ποὺ ὁ καταπληκτικός, μερικὲς φορές, ἀριθμὸς τουριστῶν ἀναγκάζει νὰ παραμελοῦν καμμιὰ φορά. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἡγούμενος κουβεντιάζει κι αὐτὸς καὶ ἀστειεύεται μαζί τους. Καὶ μοιάζουν σὰν μιὰ μεγάλη οἰκογένεια, σὰν μιὰ ὄμορφη κοινότητα ποὺ βασίζει τὴν σταθερότητα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὰ μέλη της στὴν ἀγάπη καὶ στὸν ἀλληλοσεβασμό.

        Τὴν τελευταία νύχτα μου στὸ Μοναστήρι παρακάλεσα τὸν δόκιμο, τὸν Νικόλα, νὰ μὲ ξυπνήσει γιὰ τὸν ὄρθρο. Ὅταν κατέβηκα, ἡ πρωινὴ ἱεροτελεστία εἶχε ἤδη ἀρχίσει. Σκοτεινὲς μορφὲς κάθονταν στὰ στασίδια, μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἢ στὸν νάρθηκα, καὶ ἄκουγαν, μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὰ χέρια, τὶς ψαλμωδίες, καθὼς ἄλλοι ὄρθιοι, ὑμνοῦσαν ἢ διάβαζαν. Στὸ μισόφωτο τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ φωτιζόταν ἀπὸ δυὸ χρωματιστὰ λαμπατὲρ πάνω ἀπὸ τὰ δύο ἀναλόγια, ἡ ὅλη τελετουργία ἔπαιρνε, μέσα στὴν νυχτερινὴ σιγαλιά, μιὰ ἀπροσδόκητη μορφή, ποὺ γέμιζε τὶς ψυχὲς μὲ μιὰ πρωτόγνωρη, γιὰ τὴν πλούσια συνήθως σὲ ἤχους καὶ κίνησι, ὀρθόδοξη λειτουργία, μυστικοπάθεια. Αὐτὸ ποὺ σ' ὅλη τὴν παραμονή μου εἶδα στὸ Μοναστήρι, τὸ πρόσεχα ἐδῶ πιότερο: ἡ θαυμαστὴ γαλήνη, ἡ ἡρεμία, ἡ ἡσυχία. Θἄλεγε κανεὶς πῶς ἀπ' αὐτὴ τὴν πρωινὴ μυσταγωγία ἀντλοῦν οἱ μοναχοὶ τὴν γαλήνη καὶ τὴν ὑπομονὴ μιᾶς ὁλόκληρης ἡμέρας.

        Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου ἀνέβηκα στὴν ταράτσα νὰ δῶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου. Καλημέρισα χαρούμενα αὐτὸν τὸν παπποῦ τῶν Θεῶν καθὼς φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὸν καλημέρισα καὶ μαζί του μοῦ φάνηκε πὼς χαιρέτησα κι ὅλα τὰ πλάσματα ποὺ πρωτοεἶδαν σήμερα τὸ φῶς του κι ὅλα ὅσα βγῆκαν σὰν κι ἐμένα νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Ἦταν αὐτὸ μιὰ ἥρεμη παραδοχὴ τοῦ κόσμου, μιὰ σιωπηλὴ κατάφασι στὴν ἀπέραντη ἀδελφότητα τῶν ἀνθρώπων, ἕνα εἶδος μυστικοῦ σύνδεσμου μ΄ ὅλη τὴν πλάσι, ποὺ ἔνιωσα μέσα μου γιὰ πρώτη φορὰ νὰ γεννιέται. Καὶ θἄθελα νὰ μείνω κολλημένος σ' αὐτὴ τὴν πολεμίστρα γιὰ πάντα, ἀπὸ φόβο μήπως ξεχάσω κάποτε αὐτὴ τὴν πρωινὴ συμφωνία ποὺ ἔκανα ἐδῶ στὸ ἀρχαῖο Μοναστήρι. Μὰ δὲν γινόταν· αὔριο-σήμερα ἔπρεπε νὰ φροντίσω γιὰ τὴν μετακόμησί μου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν ἐγκατάστασή μου στὴν Σκάλα καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ μικρὸς, πολὺ μικρὸς ἀγῶνας ποὺ ἔπρεπε νὰ κερδίσω αὐτὴ τὴ μέρα, γιατὶ αὔριο θὰ ὑπῆρχε κάποιος ἄλλος καὶ μεθαύριο κάποιος ἄλλος, ὅπως γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κάθε μέρα κλείνει μέσα της ἕνα μικρὸν ἀγῶνα, ποὺ πρέπει νὰ κερδηθῆ. Γι' αὐτὸ εὐχήθηκα δύναμι σ' ὅλους, στὰ ἑκατομμύρια τῶν ἄγνωστων συναγωνιστῶν καὶ κατέβηκα στὸν ξενῶνα νὰ ἐκμεταλευτῶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς νύχτας.


Ὁ κ. Βασίλης Καψαμπέλης σήμερα εἶναι ψυχίατρος καὶ ψυχαναλυτής, μέλος τῆς Ψυχαναλυτικῆς Ἑταιρείας Παρισιοῦ. Ἔκανε τὶς ἰατρικές του σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ψυχιατρικὴ εἰδικότητα στὸ Παρίσι, ὅπου ζεῖ καὶ ἐργάζεται ἀπὸ τὸ 1980. Οἱ ἐργασίες του πραγματεύονται κυρίως τὶς ψυχωτικὲς ὁριακὲς παθολογίες, τὶς σχέσεις ψυχιατρικῆς ψυχοπαθολογίας καὶ ψυχανάλυσης, τὴν ἀνάλυση τῶν ἱδρυματικῶν ἀγωγῶν. Ἔχει δημοσιεύσει διάφορα βιβλία καὶ κείμενά του βραβεύτηκαν ἀπὸ γαλλικὰ ἱδρύματα. Διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ νοσοκομείου Eau Vive τῆς Ἑταιρείας Ψυχικῆς Ὑγείας τοῦ 13ου διαμερίσματρος Παρισιοῦ (1999-2006) καὶ στὴ συνέχεια γενικός της διευθυντῆς. Τώρα διευθύνει τὸ Κέντρο Ψυχανάλυσης τῆς ἑταιρείας αὐτῆς.


[ΣτΕ. Ἡγούμενος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοδώρητος (Μπουρνῆς), ὁ ὁποῖος διετέλεσε Καθηγούμενος ἐπὶ πολλὰ ἔτη (1963-1975, 1981-1986), καὶ ἀπεβίωσε (ἐνῶ ἡγουμένευε) τὸ 1986, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν. Ὁ μοναχὸς Θεόκλητος (Καραμανώλης) ἀπεβίωσε ἐπίσης τὸ 1986, σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, ὁ μοναχὸς Θωμᾶς (Κάππος) τὸ 1985, σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν, ἐνῶ ὁ μοναχὸς Νικόδημος (Γρύλλης) πρόσφατα, τὴν Καθαρὰ Δευτέρα τοῦ 2019, σὲ ἡλικία 98 ἐτῶν, ἀκάματος μέχρι τὴν ὕστατη ὥρα. Ὁ πατὴρ Κάλλιστος Γουέαρ, ὁ ὁποῖος εἶχε καρεῖ μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Πάτμου τὸ 1966, ἐνῶ ταυτόχρονα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ Ἀρχιμανδρίτης, ἀναδείχθηκε τὸ 1982 βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας καὶ τὸ 2007 Μητροπολίτης Διοκλείας· σήμερα εἶναι 85 ἐτῶν καὶ ἐπισκέπτεται τακτικὰ τὴν Πάτμο καὶ τὴ Μονή. Ὁ «νεαρὸς» μοναχὸς Ἀρτέμιος (Καμίτσης) εἶναι ὁ μετέπειτα Ἱερομόναχος καὶ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμφιλόχιος, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Ἐκκλησιάρχης καὶ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς (1997-2000)· σήμερα εἶναι 66 ἐτῶν καὶ πλέον ἐγκαταβιεῖ στὴν Ἀθήνα. Ὁ δόκιμος Νικόλας (Σιφουνιός), μετονομασθεὶς σὲ Δωρόθεος, ἐκάρη μοναχὸς τὸ ἴδιο ἔτος καὶ στὴ συνέχεια προχειρίσθηκε σὲ διάκονο, ἀργότερα ὅμως ἔπαψε νὰ ἀνῆκει στὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς· σήμερα εἶναι 64 ἐτῶν καὶ ἐγκαταβιεῖ στὴν Ἀθήνα].

Γιὰ τὴν μεταγραφὴ τοῦ κειμένου ἀπὸ πολυγραφημένο ἀντίτυπο τῆς ἐργασίας τοῦ Β. Καψαμπέλη καὶ τὴν σημείωση γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτό.

Ι. Μ. Μελιανός, Πάτμος 13/10/2019

Υ.Γ. Ἐπικοινωνήσαμε μέσω e-mail μὲ τὸν κ. Καψαμπέλη στὶς 18/10/2019 καὶ λάβαμε ἐκ μέρους του τὸ ἀκόλουθο μήνυμα:

Αγαπητέ κ. Μελιανέ,
 Το γράμμα σας ανακάλεσε πολύτιμες αναμνήσεις μέσα μου. Σάς περιγράφω τα καθέκαστα αυτής της μονογραφίας γύρω από την Πάτμο.
 Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα ήταν ακόμη όπως ξέρετε βασίλειο, «Βασίλειο της Ελλάδος», βασιλευομένη δημοκρατία· περίπου «βασιλευομένη» βέβαια, διότι ο βασιλιάς ήταν ήδη αυτοεξόριστος στο εξωτερικό από χρόνια, και καθόλου «δημοκρατία», διότι την κυβερνούσαν οι συνταγματάρχες τού πραξικοπήματος του 1967. Σ’ αυτή την βασιλευομένη δημοκρατία λοιπόν υπήρχε ένα ίδρυμα, το «Ίδρυμα Βασιλεύς Παύλος», πού έδινε υποτροφίες σε μαθητές λυκείου, με τον εξής τρόπο. Κατά την διάρκεια της Πέμπτης γυμνασίου (Β Λυκείου) οργανωνόταν ένας πανελλαδικός (προαιρετικός) διαγωνισμός εκθέσεως ιδεών, από τον οποίο επιλέγονταν καμμιά τριανταριά ή σαρανταριά μαθητές. Στους μαθητές αυτούς απονεμόταν μία υποτροφία 2000 δραχμών με αποστολή να επισκεφθούν το καλοκαίρι κάποια σχετικά άγνωστη ή παραμεθόρια περιοχή της Ελλάδας και να συντάξουν μια μονογραφία, κάτι σαν οδοιπορικό. Τα κείμενα υποβάλλονταν κάποιους μήνες μετά, και πέντε από αυτά βραβεύονταν, με αποστολή να γράψουν μια δεύτερη μελέτη, αυτή τη φορά θεωρητικού περιεχομένου.
 Πέρασα αυτό τον διαγωνισμό κατά το σχολικό έτος 1971-1972 (ήμουν λοιπόν τότε στην Β Λυκείου τού Πειραματικού Αθηνών), πήρα την υποτροφία, και πήγα στην Πάτμο το καλοκαίρι τού 1972. Συνέταξα την μονογραφία μου και την υπέβαλα αρχές 1973 (και μάλιστα ήταν μεταξύ των πέντε πού βραβεύτηκαν).
 Τα καθέκαστα της παραμονής μου στην Πάτμο, τα περιγράφω στο κείμενο, τουλάχιστον τα πιο δημόσια· όπως είδατε, το μοναστήρι μού παρείχε φιλοξενία για κάποιες μέρες, και στην συνέχεια έμεινα σε ένα ξενοδοχείο στην Σκάλα. Συνάντησα τούς μοναχούς πού αναφέρω, συνδέθηκα πολύ μαζί τους, και τούς ξαναείδα στην συνέχεια, πηγαίνοντας διακοπές στην Πάτμο, όταν είχα πιά ήδη τελειώσει την Ιατρική της Αθήνας και ήμουν στην Γαλλία για την ειδικότητα της ψυχιατρικής (του «ψυχής ιατρείου», όπως αναγράφεται και στην βιβλιοθήκη της οποίας είστε γραμματέας). Στο κείμενο πού μού στείλατε διάβασα με πολύ συγκίνηση τι απέγιναν οι μοναχοί των οποίων είχα κάνει τότε την γνωριμία, και με τούς οποίους είχαμε ατέλειωτες ολονύκτιες μεταφυσικές συζητήσεις, από αυτές πού διαπλάθουν την εφηβεία.
 Μπορείτε βέβαια να χρησιμοποιήσετε για αναδημοσίευση όσα αποσπάσματα θέλετε από την μονογραφία μου, θα είναι χαρά και τιμή μου.

 Με τούς θερμούς μου χαιρετισμούς,
 Βασίλης Καψαμπέλης