Στὴν ἱερὰ Νῆσο Πάτμο
(Μέρος Α΄.)
Μία
γοητευτικὴ περιγραφὴ τοῦ νησιοῦ
τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
… Ἐπειδὴ πλέαμε κόντρα
στὸν ἄνεμο, προχωρούσαμε λόγω τῶν ἀτέλειωτων ἑλιγμῶν πολὺ σιγὰ καὶ φθάσαμε, παρ΄
ὅλη τὴ μικρὴ ἀπόσταση, μόλις στὶς 10 τὸ βράδυ μπροστὰ ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Πάτμου.
Πρὶν μποῦμε στὸν εὐρύχωρο ὅρμο, παραλίγο νὰ πάθαινε τὸ σκάφος μας μεγάλη ζημιά. Μιὰ ζωηρὴ συζήτηση εἶχε τραβήξει τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων μου, ὅταν ξαφνικὰ λίγα
βήματα μπροστὰ μας ἀναδύθηκαν δυὸ μυτεροὶ μαυρειδεροὶ ὕφαλοι. Μὲ μιά γρήγορη
στροφὴ τοῦ τιμονιοῦ προσπέρασε ὁ καπετάνιος τὸ σκάφος του μιά χαρὰ δίπλα ἀπὸ
τὶς ξέρες.
Ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ Μονὴ τῆς Πάτμου δὲν
φαινόταν τίποτε, μόνο τὰ ἄσπρα σπίτια τῆς «Σκάλας», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ
Ἕλληνες, πού ἦσαν κολλημένα στὴν πλαγιὰ τῆς πόλης τοῦ λιμανιοῦ, βλέπαμε τώρα
μπροστά μας. Μιά παράξενη ἀντίθεση πρὸς τὴ σιγὴ τοῦ τάφου ποὺ δέσποζε στὸ
λιμάνι καὶ στὴ Σκάλα ἀποτελοῦσαν τὰ εὔθυμα ἔγχορδα ὄργανα καὶ τὰ τραγούδια σ΄ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια
ποὺ βρισκόταν στὸ ψηλότερο σημεῖο, ὅπου γιόρταζαν ἕνα γάμο. Θὰ μοῦ ἄρεσε νὰ
εἶχα κατεβεῖ στὴν ξηρὰ γιὰ νὰ γνωρίσω, ἔστω καὶ ὡς ἀπρόσκλητος καλεσμένος, τὰ
ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα πού συνηθίζουν σ΄αὐτὴ τὴ γιορτὴ καθὼς καὶ τὰ τραγούδια,
ἐλπίζοντας συνάμα πώς θά ΄βρισκα κοντὰ
σ΄ ἕναν ὁποιοδήποτε καλεσμένο στὸ γάμο κανένα κατάλυμα. Κι αὐτό, ἐπειδὴ ἡ σκέψη
ὅτι θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ περάσω τὴν ἄγρια νύχτα τοῦ Νοέμβρη στὸ καράβι, δὲν
μοῦ ἦταν καὶ πολὺ εὐχάριστη. Ὁ καπετάνιος μου ὅμως ἔβαλε ὅλη τὴ ρητορική του
δύναμη γιὰ νὰ μὲ ἀποτρέψει ἀπὸ τὸ σχέδιό μου, λέγοντας μὲ πειθὼ πῶς οἱ ἄνθρωποι
στὴν Πάτμο εἶναι κακοὶ καὶ μοῦ διηγόταν ἱστορίες γεμάτες αἵματα ἀπὸ πατμιακὰ μαχαιρώματα.
Ἐπειδὴ ὅμως εἶχα μάθει ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὶς γνῶμες του γιὰ τοὺς Λεριανοὺς πόσο
σοβαρά πρέπει νὰ παίρνω τὶς αὐστηρές του κριτικὲς γιὰ τὰ γειτονικὰ νησιά, δὲν
ἐπρόκειτο νὰ λάβω ὑπόψη μου τὴν
προειδοποίησή του. Ἡ σκέψη μόνο ὅτι δὲν εἴχαμε ἀκόμη στὰ χέρια μας ἕνα
«πράττικο», δηλαδὴ δὲν εἴχαμε ἀκόμη ὑποβάλει στὸ ὑγειονομικὸ γραφεῖο τὰ σχετικὰ
χαρτιά, αὐτὸ καὶ μόνο μ΄ἔκανε διστακτικὸ
νὰ κατέβω. Κανένας νόμος στὴν Τουρκία δὲν τηρεῖται τόσο αὐστηρὰ ὅσο οἱ
κανονισμοὶ ποὺ ἀφοροῦν τὴ χολέρα καὶ τὴν καραντίνα. ΄Ἔτσι λοιπὸν μείναμε στὴ «σκάφη» μας……
Ἄφιξη στὴν Πάτμο τοῦ 1884
Νωρὶς τὸ πρωὶ μᾶς ξύπνησαν μὲ τοὺς ἁρμονικούς τους ἤχους οἱ καμπάνες τῆς ψηλὰ θρονιασμένης
μονῆς τοῦ Θεολόγου, ἀγγέλοντας τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἀποβιβαστήκαμε στὴν ξηρά,
πήραμε τὸν πρωινό μας καφὲ σ΄ἕνα μπακάλικο ποὺ βρισκόταν πολὺ κοντὰ στὴν ἀποβάθρα καὶ μπήκαμε στὸ δρόμο γιὰ νὰ πᾶμε
στὴ Χώρα. ΄Ἕνας φαρδὺς καὶ μὲ μεγάλες πέτρες στρωμένος δρόμος μ΄ἕνα χαμηλὸ
ἀγροτικὸ περιτείχισμα ὁδηγεῖ μὲ
σημαντικὴ κλίση ψηλὰ ἀπὸ τὴ βουνοράχη στὴν
ψηλότερη κορφὴ ποὺ τὴ στεφανώνει τὸ μοναστήρι. Γύρω ἀπὸ τὸ ἐπιβλητικὸ
κτίριο τῆς μονῆς βρίσκονται, σὰν νάνοι ποὺ περιτριγυρίζουν ἕνα γέρο-γίγαντα, τὰ
σπίτια τῆς πολίχνης. Ἐπειδὴ ἡ ἐπιφάνεια τῆς κορφῆς προσφέρει τὸν ἀπαραίτητο
χῶρο μόνο γιὰ τὸ μοναστήρι, τὰ σπίτια τῆς κοινότητας εἶναι κτισμένα, ὅσο ἦταν
δυνατό, σ΄ ὅλες τὶς κατωφέρειες τοῦ βουνοῦ.. Τὰ δρομάκια ποὺ κατεβαίνουν ἔχουν
πέτρινες σκάλες, ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ φαρδύτεροι δρόμοι ποὺ πηγαίνουν κατὰ
μῆκος τῆς βουνοράχης. Τὰ σπίτια εἶναι ὅμοια μ΄ἐκεῖνα τῆς Λέρου, τὰ περισσότερα
ἁπλοὶ κύβοι μὲ ἐπίπεδη στέγη. Βλέπει ὅμως κανεὶς καὶ μερικὰ ἐπιβλητικὰ κτίρια
μὲ τρεῖς ὀρόφους καὶ μεγαλύτερη ποικιλία ἀρχιτεκτονικῶν μορφῶν.
Ἀφοῦ ἐπισκεφθήκαμε μὲ τὸν καπετάνιο τοῦ
σκάφους μας τὴν ἐκκλησία τῆς μονῆς, ἀποχαιρέτησα τὸν θαρραλέο θαλασσόλυκο καὶ
εἶπα νὰ μὲ ὁδηγήσουν στὸ κελὶ τοῦ βιβλιοθηκαρίου Ἰεροθέου Φλωρίδη, στὸν ὁποῖον
ἐρχόμουν συστημένος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. ΄Ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας μὲ μακριὰ γκρίζα γένεια, ποὺ ἡ φυσιογνωμία, ἡ
στάση καὶ ἡ ἀμφίεσή του μοῦ θύμισαν ἀμέσως τὸν (Ἰταλὸ) ἀστρολόγο Σένι (1600 -
1656) στὸ θάνατο τοῦ Βαλλνεστάιν, στὸν πίνακα τοῦ ζωγράφου Κὰρλ Πιλότυ (1826 -
1886), ἦρθε φιλικὰ πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μὲ καλωσόρισε στὸ κελί του. Ἡ λέξη
κελὶ - ἀσκηταριὸ προκαλεῖ σὲ μᾶς (τοὺς
ἐξ Εὐρώπης) τὴν εἰκόνα ἑνὸς κάπως
γυμνοῦ, σκοτεινοῦ ἐρημητηρίου, γὶ΄ αὐτὸ κι ἔμεινα ἔκπληκτος ποὺ βρῆκα στὸν
πατέρα Ἰερόθεο ἕναν πολὺ κατοικήσιμο χῶρο. Δυὸ μακριὰ ἀνατολίτικα ντιβάνια, ἕνα
τραπέζι καὶ πάνω του χρειώδη γραφείου, μία σειρὰ ἀπὸ παλιὰ καθίσματα μὲ
ξυλογλυπτικὲς διακοσμήσεις, μερικὰ παλιὰ μπαοῦλα κι΄ἕνα ρολόι – ἀντίκα ποὺ
χτυποῦσε βαριὰ καὶ δυνατά, ἀποτελοῦσαν τὴν ἐπίπλωση καὶ τὸν διάκοσμο τοῦ
δωματίου μὲ τὴ φιλικὴ ἀτμόσφαιρα. Οἱ τοῖχοι εἶναι διακοσμημένοι μ΄ ἑλληνικοὺς
γεωγραφικοὺς χάρτες, μὲ φωτογραφίες μοναχῶν μὲ μακριὰ γένεια καὶ μὲ
θρησκευτικὲς εἰκόνες. Ὅταν θέλησα νὰ δῶ
τὶς εἰκόνες ἀπὸ πιὸ κοντά, διαπίστωσα ὅτι εἶχαν γίνει στὴ Γερμανία. Ὁ πατὴρ
Ἰερόθεος τὶς ἔχει σὲ μεγάλη τιμὴ γιατί εἶναι ἐνθύμιο του μακαρίτη Richard
Bergman (1821 -1871), ποὺ εἶχε μείνει τὸ
1866 δυὸ μῆνες στὴν Πάτμο γιὰ νὰ ἀντιβάλει τὸ χειρόγραφο του Διόδωρου Σικελιώτη
(Σ.μ.: πρόκειται γιὰ τὰ βιβλία XI-XVI τῆς γνωστῆς Ἱστορικῆς Βιβλιοθήκης του,
ποὺ τὸ πατμιακὸ χειρόγραφό τους τὸ ἐρεύνησε πρῶτος ὁ Κ. Τίσσεντορφ καὶ τὸ ἐξέδωσαν κατόπιν στὸ σύνολο ἢ μέρη του οἱ Ντίντορφ, Φρόγκελ –
Φίσερ κ.α.).
Τὸ ἀπόγευμα ἄρχισε νὰ βρέχει δυνατά. Πυκνὴ ὁμίχλη ἐμπόδιζε τὴ θέα, καὶ
τὸ δωμάτιο, ποὺ ἦταν στὸ ἡλιόλουστο πρωινὸ ἀκόμη τόσο φωτεινὸ καὶ χαρούμενο,
ἔγινε τόσο μελαγχολικὸ καὶ ἡ ἀτμόσφαιρά του σχεδὸν βόρεια˙ οἱ χοντροὶ τοῖχοι,
τὸ ἀδυνατισμένο φῶς καὶ τὸ μονότονο τὶκ-τὰκ τοῦ ρολογιοῦ στὸν τοῖχο δυνάμωναν
ἀκόμη περισσότερο τὴ μελαγχολικὴ
διάθεση. Σὲ χῶρες τοῦ νότου, ὅπου τὰ χρώματα, τὰ σχήματα καὶ τὰ
αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτοῦν νὰ ἔχουν ἕνα χαρούμενο οὐρανὸ καὶ διαυγή ἀτμόσφαιρα,
ἐπιδροῦν ἡ ὁμίχλη κι ὁ βροχερὸς καιρὸς πολὺ πιὸ γρήγορα καὶ μὲ συνέπειες στὴν
ψυχικὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου παρὰ στὶς χῶρες τοῦ βορρᾶ. ΄Ἴσως νὰ μὴν τὸ
αἰσθανόμουνα αὐτὸ τόσο ἔντονα ἐὰν εἶχα ἀπασχοληθεῖ μὲ κάτι – ἀλλὰ ὁ
βιβλιοθηκάριος δὲν ἤθελε ν΄ ἀνοίξει τὴ βιβλιοθήκη ἐπειδὴ ἦταν Κυριακή. ΄Ἔτσι
πέρασε τὸ ἀτέλειωτο βράδυ μὲ συζητήσεις καὶ «πίνοντας» τὸ θαυμάσιο καπνό. Εἶχαν
ἔρθει ἐπίσης καὶ ὁ ἀδελφός του
βιβλιοθηκαρίου, ἕνα καλοζωισμένος ἀναχωρητὴς ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ ὑγεία, καὶ μερικοὶ
ἄλλοι νέοι μοναχοί.
Ξένοι ἐρευνητὲς στὴν Πάτμο
Ὁ πατὴρ Ἰερόθεός μοῡ διηγήθηκε πολλὰ γιὰ τοὺς
λόγιους ποὺ εἶχαν ἐπισκεφθεῖ ἄλλοτε τὸ νησί. Ἀκόμη καὶ τὸν Fr. Thiersch (Σ.μ.: τὸν «Εἰρηναῖο Θείρσιο», 1784 – 1860,
τὸν μεγάλο φιλέλληνα καὶ κλασικὸ φιλόλογο τοῦ Μονάχου) θυμόταν. Ἀργότερα
ἐπισκέφθηκε τὴν Πάτμο δυὸ φορὲς παροδικὰ ὁ ἀρχαιολόγος L. Ross (1806 – 1859).
Περισσότερο καιρὸ ἔμεινε στὴ Μονή, γιὰ νὰ
ἐρευνήσει στὴ βιβλιοθήκη ἂν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, ὁ K. Tischendorf
(1815 – 1874). Ο Bergmann, ποὺ
προαναφέραμε, πέρασε δυὸ ὁλόκληρους μῆνες σ΄αὐτὴ τὴ μοναξιὰ καὶ ἀντέβαλε μὲ
γερμανικὴ ἐμβρίθεια τὸν κώδικα τοῦ Διόδωρου, τὸ μοναδικὸ σπουδαῖο χειρόγραφο
κλασικῆς φιλολογίας ποὺ κατέχει ἡ μονὴ τῆς Πάτμου. Δυστυχῶς δὲν εἶχε τὴν τύχη ὁ
ἀκούραστος αὐτὸς λόγιος νὰ ἀξιοποιήσει τοῦ καρποὺς τοῦ μεγάλου του ταξιδιοῦ
στὴν ἔκδοση τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ ποὺ εἶχε πρὸ πολλοῦ προετοιμάσει. Τὸν ἑπόμενο
κιόλας χρόνο τὸν ἅρπαξε ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Ἂπ΄ ὅλους τούς λογίους ποὺ
ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τὴ μονὴ θυμοῦνται τὸν Μπέργκμαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια, ἐπειδὴ
εἶχε χαρίσει διάφορα βιβλία στὴ βιβλιοθήκη ἀπ΄ τὴν ἐποχὴ ποὺ βρισκόταν ἀκόμη
στὴ Γερμανία. Ἀργότερα ἐπισκέφθηκε τὴ Μονὴ ὁ V. Gardthausen (1843 – 1925), ὁ
διάσημος ἐρευνητὴς στὸν τομέα τῆς παλαιογραφίας, γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ
χρονολογημένα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης. Τέλος, ἦταν μερικὲς ἡμέρες στὴν Πάτμο
ὁ ἀρχαιολόγος O. Puchstein (1856 – 1911) γιὰ νὰ ἀντιγράψει ἕνα μικρὸ κείμενο.
Λίγοι
μὴ Γερμανοὶ λόγιοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τὴν Πάτμο. Στὴ δεκαετία τοῦ 1850 διέμεινε
πολὺ καιρὸ στὸ νησὶ ὁ Guerin (Σημείωση: Victor Guerin , 1821-1891, Γάλλος
ἀρχαιολόγος καὶ ἐρευνητής), μέλος τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος
δημοσίευσε τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν του στὸ βιβλίο Περιγραφὴ τῆς νήσου Πάτμου.
Δυστυχῶς τὸ γαλλικὸ αὐτὸ βιβλίο προσφέρει λίγα θετικὰ στοιχεῖα καὶ
συμπεράσματα, μολονότι εἶναι ὑπερβολικὰ διεξοδικό. Χωρὶς νὰ ἐμβαθύνει ὁ Guerin
κάπως στὸ ἀντικείμενο τῶν ἐρευνῶν του – οὔτε κάν ἡ περιγραφὴ τῆς βιβλιοθήκης
εἶναι ἱκανοποιητικὴ – ἀριθμεῖ τὰ σπουδαιότερα χειρόγραφα σ΄ ἕναν κατάλογο ποὺ
φωτίζει κατὰ τρόπο ὕποπτο τὴ φιλολογική του μόρφωση. Ἐπειδή, φαίνεται,
περιοριζόταν ἁπλῶς νὰ διαβάζει τὶς ἐτικέτες ποὺ ἤσαν κολλημένες στὴ ράχη τῶν
τόμων ἀντὶ νὰ μελετάει τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῶν χειρογράφων, κατέληξε σὲ
περίεργες περεξηγήσεις. Μία ἐτικέτα ἔγραφε λ.χ. «πράξ. Ἀποστ.», δηλαδὴ Πράξεις Ἀποστόλων˙ ὁ Guerin δημιουργεῖ ἀπ΄αὐτὸ (σ.
114 τοῦ βιβλίου του) ἕνα νέο συγγραφέα ὀνόματι Π ρ α ξ α π ό σ τ ο λ ο ς ! Μία ἄλλη ἐτικέτα, ποὺ ἦταν
γραμμένη λανθασμένα, ὁδήγησε τὸ Γάλλο νὰ γράψει τὴν πληροφορία πώς ὁ κώδικας
περιελάμβανε τὰ Ἑξαπλά τοῡ Ὠριγένη.
Πρὸ δέκα περίπου ἐτῶν εἶχε ἐπσικεφθεῖ
τὴν Πάτμο ἕνας ἄλλος λόγιος της Γαλλικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ Abbe Duchesne [Luis
Marie Duchesne (1843 – 1922), Γάλλος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικός], πού στὸν πρῶτο
τόμο τῆς Βιβλιοθήκης τῶν Γαλλικῶν Σχολῶν τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Ρώμης (1876)
δημοσιεύει μία διεξοδικὴ ἔκθεση γιὰ τὸ ταξίδι του. Κάνει μνεία καὶ τῆς
βιβλιοθήκης, δὲν σημειώνει ὅμως τὰ σπουδαιότερα ἀλλὰ μόνο τὰ ἀρχαιότερα καὶ τὰ
ὡραιότερα χειρόγραφα, τὰ σπάνια καὶ τὰ πολυτελῆ. Τὸν Duchesne τὸν ἐπαινοῦσαν οἱ
μοναχοὶ συνέχεια, μόνο κάτι δὲν ἤθελαν νὰ ξεχάσουν: ὅτι τοὺς εἶχε κρύψει τὸ
ἱερατικό του ἀξίωμα (τὸ ὅτι ἦταν καθολικὸς ἀββάς). Οἱ καλόγηροι ἑρμήνευαν τὴν
πράξη του αὐτὴ σὰν μία ἀδικαιολόγητη δυσπιστία ἀπέναντι στὴν ἀνεξιθρησκεία τους. Τὸ ἀντεπιχείρημά μου, πώς
καὶ ΄Ἕλληνες ἱερωμένοι ὅταν ἔρχονται στὴν Εὐρώπη φοροῦν κοσμικὴ ἐνδυμασία, δὲν
μοῦ τὸ ἀναγνώριζαν. Κατὰ τὰ ἄλλα οἱ μοναχοί τοῡ εἶναι πολὺ εὐγνώμονες ἐπειδὴ μὲ
δικές του προσπάθειες τὸ γαλλικὸ ὑπουργεῖο Παιδείας τοὺς ἔστειλε ἕνα μεγάλο
κιβώτιο γεμάτο βιβλία – δυστυχῶς μόνο γαλλικὲς ταξιδιωτικὲς περιγραφὲς καὶ ἔργα
τῆς ἱστορίας τῆς τέχνης, ποὺ τώρα ἀναπαύονται μακαρίως καὶ ἀδιάβαστα, ἀφοῦ κανεὶς
δὲν καταλαβαίνει τὰ γαλλικά.
Παρουσίαση στὸν ἡγούμενο
Τὸ ἄλλο πρωΐ πῆγα μὲ τὸν πατέρα Ἰερόθεο νὰ
παρουσιαστῶ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς. Κατοικεῖ σ΄ ἕνα πολὺ εὐρύχωρο δωμάτιο, ποὺ
βρίσκεται σὲ μία ἀπὸ τὶς ψηλότερες ταράτσες. Συναντήσαμε τὸν σεβάσμιο προϊστάμενο
τῆς μονῆς νὰ καπνίζει τὸ ναργιλέ του˙ τὰ μακρόσυρτα γαργαρίσματα ποὺ προκαλεῖ ἡ
γνήσια αὐτὴ ἀνατολίτικη συσκευὴ καπνίσματος γέμιζαν κατὰ τρόπο θαυμάσιο τὶς
παύσεις τῆς ὄχι πολὺ ζωηρῆς συζήτησης. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ θὰ συνιστούσαμε θερμὰ τὴν
εἰσαγωγὴ τῆς συσκευῆς σὲ κάποιες γερμανικὲς συντροφιὲς Φιλισταίων ποὺ
προσπαθοῦν σιωπώντας ὁλόκληρο τὸ βράδυ νὰ παραγάγουν καπνίζοντας ὡραία «κουλουράκια». Οἱ ἄλλοι
μοναχοὶ ποὺ ἦσαν παρόντες στὸ δωμάτιο κάπνιζαν τσιγάρα κι΄ἔτσι ἀκολουθήσαμε
κι΄ἐμεῖς τὸ παράδειγμά τους. ΄Ἕνας διάκος πρόσφερε τὸν ἀναπόφευκτο καφὲ καὶ τὸ
γλυκὸ ἀπὸ ζαχαρωτὰ φροῦτα. Ἡ συνήθεια ποὺ εἶναι διαδεδομένη σ΄ ὁλόκληρη τὴν
Ἀνατολὴ νὰ κερνοῦν δηλαδὴ κάποιον πού μπῆκε στὸ σπίτι, ἔστω καὶ γιὰ μιά στιγμή,
ἔχει κάτι ἀπὸ ἀνθρώπινη ζεστασιὰ καὶ ἀπ΄ τὴν πατριαρχικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς, γι΄
αὐτὸ καὶ εἶναι λυπηρὸ πού ἡ συνήθεια αὐτὴ ἐξαφανίζεται σιγὰ-σιγὰ στὶς
μεγαλύτερες πόλεις. Ἐπειδὴ τὸ ἔθιμο αὐτὸ συνδέεται μὲ τὴν πλούσια κατανάλωση
γλυκῶν, ἡ παραγωγὴ τῶν προϊόντων αὐτῶν ἔχει φθάσει σὲ καταπληκτικὴ τελειότητα. Οἱ
ποικίλοι τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ξέρουν οἱ ἐπιδέξιες νοικοκυρὲς νὰ κάνουν ἀπὸ
φροῦτα τοῦ νότου τὸ γλυκό, εἶναι ἀνεξάντλητοι καὶ μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν
ἀκόμη καὶ τὸν πιὸ ἀπαιτητικὸ λιχουδιάρη.
Τὸ συνηθισμένο κυδωνάτο τὸ ξέρουν καὶ στὴ δυτικὴ Εὐρώπη, ἀλλὰ ποιὸς Εὐρωπαῖος
μπορεῖ νὰ φαντασθεῖ τὴ λεπτὴ ἐκείνη ἐξαίρετη γεύση ποὺ ἔχει τὸ περιποιημένο
γλυκὸ τῆς μαστίχας! Ἢ τὴ μυρωδάτη γεύση τοῦ γλυκοῦ ἀπὸ λεμόνι, ποὺ τὸ
φτιάχνουν, δὲν ξέρω κατὰ ποιὸ τρόπο, ὅταν ὁ καρπὸς δὲν ἔχει ἀκόμη ὡριμάσει καὶ
εἶναι στὸ μέγεθος σὰν καρύδι! Ἐπειδὴ ἡ Παρασκευὴ τῶν λιχουδιῶν αὐτῶν ἀπαιτεῖ
πολλὴ ζάχαρη καὶ ἄλλα συστατικά, οἱ ἀναγκαῖες προμήθειες τῶν εἰδῶν στοιχίζουν
φυσικὰ ἀρκετὰ ἔξοδα γιὰ τὸ κάθε νοικοκυριό. Ὡστόσο νὰ μὴ νομίζει κανεὶς πὼς
μόνο οἱ πλούσιες οἰκογένειες ὑποβάλλονται σ΄ αὐτὰ τὰ ἔξοδα. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ
πτωχὸς χωρικός, ἢ ναυτικὸς ἔχει στὰ ράφια τοῦ τοίχου, ποὺ ἀντικαθιστοῦν τὸ
ντουλάπι, δίπλα στὰ φλιτζάνια, τὰ καντηλέρια, τὰ ποτήρια καὶ τὰ μπουκάλια, καὶ
μιά σειρὰ ἀπὸ καλογεμισμένα δοχεῖα μὲ γλυκό, τὰ ὁποῖα, κατὰ ἀμετάκλητο νόμο,
ἀδειάζουν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου. Ἂν εἶναι ὑποχρεωμένος κανεὶς νὰ κάνει σὲ
μιά ἡμέρα πολλὲς ἐπισκέψεις, ὅπως συνηθίζεται λόγου χάρη σὲ ὀνομαστικὲς ἑορτές,
τὴν πρωτοχρονιὰ καὶ ἄλλες γιορτάσιμες μέρες, τότε τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ
δοκιμάσει ὅλα τὰ εἴδη αὐτῶν τῶν γλυκῶν, πράγμα πού, ὅπως ἐγὼ ἔχω τὴν πείρα, δὲν
βλάπτει διόλου. Μόνο τὰ ἀτέλειωτα φλιτζάνια τοῦ δυνατοῦ καφὲ ἐπιδροῦν πάνω στὸν
ἀρχάριο κάπως «ντουμανιασμένα».
Ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ παράθυρό μου
Ἐπειδὴ ἤξερα τὴν ἄτακτη ἐπικοινωνία τῆς Πάτμου
μὲ τὰ ἄλλα μέρη, ἄρχισα ἀμέσως τὴν ἐργασία μου γιὰ νὰ μπορέσω ν΄ἀναχωρήσω μὲ
τὴν πρώτη καλὴ εὐκαιρία ποὺ θὰ παρουσιαζόταν.
Γιὰ κατάλυμά μου ἔδωσαν ἕνα δωμάτιο στὸν κάτω
ὄροφο τῆς μονῆς ποὺ τὸ λένε «ξενοδοχεῖο» καὶ ποὺ μένει «ρεζερβὲ» γιὰ περαστικοὺς
ξένους. Τὸ κελὶ αὐτό, στὸ ὁποῖο ἐργαζόμουν κάθε μέρα, ὡς τὰ μεσάνυχτα, εἶναι
ἕνα εὐρύχωρο, κάπως σκοτεινὸ δωμάτιο. Τὰ δυὸ παράθυρά του, μὲ τὰ ἐν μέρει
σπασμένα τζάμια τους ποὺ κροτάλιζαν συνεχῶς, δὲν βλέπουν δυστυχῶς στ΄ἀνοιχτά,
ἀλλὰ σὲ μία αὐλὴ ποὺ μοιάζει μὲ ὑπόγειο καὶ εἶναι στεγασμένη μ΄ἕνα περιστύλιο.
Τὸ ταβάνι τοῦ δωματίου μου ἀποτελεῖται ἀπὸ μαῦρα δοκάρια, τὸ δάπεδο, ποὺ εἶναι
ἀνώμαλο, ἀπὸ τοῦβλα˙ στοὺς τοίχους ὑπάρχουν παντὸς εἴδους περίεργες ἐσοχές. Ἕνα
μικρὸ τραπέζι, ἕνα κάθισμα, ἕνα πολὺ πρωτόγονο κρεβάτι κι΄ἕνα μεγάλο σεντούκι
ποὺ δὲν δοκίμασα ποτὲ νὰ τὰ΄ἀνοίξω – ὅλα αὐτὰ συμβάλλουν πολὺ λίγο στὸ νὰ
κάνουν κατοικήσιμο τὸν κάπως ὑγρὸ καὶ ψυχρὸ χῶρο, ἀφοῦ λείπει ἀκριβῶς τὸ
σπουδαιότερο πράγμα: μιά θερμάστρα. Ἡ πόρτα, ὅπως ἄλλωστε οἱ περισσότερες
πόρτες τῆς μονῆς, ἔχει τὸν ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ προτρέπει τὸν ἄνθρωπο πάντοτε
στὴν ταπεινοφροσύνη – δηλαδὴ εἶναι τόσο χαμηλὰ πού μόνο ἕνας νάνος νὰ μπορεῖ νὰ
μπεῖ ὄρθιος στὸ κελὶ ἔτσι ὅπως τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ἐπειδὴ δὲν ἤμουν ποτὲ
φίλος τῶν μεγάλων καμπούρηδών (της ἱστορίας), μοῦ συνέβη συχνὰ στὴν ἀρχὴ νὰ
χτυπῶ τὸ κεφάλι μου στὴν κορνίζα τῆς πόρτας. Ἰδιαίτερα τὶς ὧρες τῆς νύχτας
κάνει τὸ δῶμα τὸν ἄνθρωπο μελαγχολικό, ὅταν ὁ βοριὰς ποὺ σφυράει πάνω ἀπὸ τὰ
ὑψώματα τραντάζει τὰ κλονούμενα παράθυρα. ΄Ἐτσι κάπως θὰ ἦταν τὰ πράγματα στοὺς
ξενῶνες τῶν παλαιῶν πύργων τῶν ἱπποτῶν˙ κι ὅταν ἀργὰ τὴ νύχτα ξανασάνω ἂπ΄τὴ
δουλειὰ στὸ μισοσκόταδο τῆς μικρῆς λάμπας καὶ προσπαθῶ νὰ ζεσταθῶ λιγάκι
καπνίζοντας σαμιώτικο καπνό, ἐνῶ ἔξω οὐρλιάζει ἡ ἀνεμοθύελλα, μοῦ ἔρχεται νὰ
νομίζω πὼς βρίσκομαι σ΄ἕνα κάπως χαλασμένο, φρικτὸ ὀρεινὸ κάστρο τῆς
Σκανδιναβίας. Στὸν ἄνθρωπο τοῦ βορρᾶ εἶναι ἀρκετὰ ἀδιάφορο ἂν ἔξω εἶναι μέρα ἢ
νύχτα, γιατί καὶ ἡ μέρα του ἔχει τὶς περισσότερες φορὲς κάτι τὸ σκοτεινὸ καὶ
κάτι ἀπὸ τὴ νύχτα. Ἀλλὰ στὸ νότο
λαχταράει ὁ ἄνθρωπος τὸ φωτεινό της μέρας καὶ δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἄνθρωπος ποὺ νὰ
εἶναι πράγματι φίλος της νύχτας. Τὴν παρατήρηση αὐτή, ποὺ ἔγινε, ἂν δὲν κάνω
λάθος, ἀπὸ τὸν Γκαῖτε, ποτὲ δὲν τὴν
κατάλαβα τόσο καλὰ ὅσο ἐδῶ. ΄Ώ, πόσο λαχταροῦσα πάντα τὸ δροσερὸ φωτεινὸ
πρωϊνὸ γιὰ ν΄ἀνεβῶ καὶ νὰ παραδοθῶ στὶς ψηλὲς ἐπάλξεις τῆς μονῆς, ν΄ ἀπολαύσω
τὴ θαυμάσια θέα καὶ νὰ δυναμώσω ἐκ νέου τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα μου στὸν φρέσκο
ἀέρα τοῦ βουνοῦ!
Ἡ μονὴ ἡ ἴδια εἶναι ἕνα τεράστιο, πολύπλοκο
κτίριο μὲ ἀναρίθμητες πύλες, πυλῶνες, θολωτοὺς διαδρόμους, κλίμακες, διαφόρων
εἰδῶν ἐξῶστες, ἐπάλξεις καὶ προεξέχοντα ἐξώστεγα. Ἀσφαλῶς ἔχουν δημιουργηθεῖ
ὅλα αὐτὰ σιγὰ – σιγὰ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ ἀποτελοῦν μία ζωντανὴ εἰκόνα
τῆς πολύχρονης καὶ ἔνδοξης ἱστορίας τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοῦ συνδέσμου, ἕνα
ἀκαταμάχητο τεκμήριο τῆς δύναμης καὶ ἐπιμονῆς ἐκείνων τῶν πρόμαχων τοῦ
χριστιανισμοῦ πού, μέσα στὶς ἀντιξοότητες τῶν καιρῶν καὶ ἀνάμεσα στὶς
βαρβαρικὲς ὀρδὲς πού τοὺς κατέκλυζαν ἐξ ἀνατολῶν, κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν
ἀκλόνητοι.
Ἡ κοινότητα τῶν μοναχῶν εἶναι ὀργανωμένη
«ἰδιορρυθμικά», δηλαδὴ καθεὶς ἀπὸ τοὺς 50 μοναχοὺς ἔχει τὸ δικό του νοικοκυριό,
κατοικεῖ, μαγειρεύει, τρώει καὶ πίνει, κάνει οἰκονομίες ἢ σπατάλες, ἐργάζεται ἢ
πλήττει γιὰ δικό του λογαριασμό. Σ΄αὐτὴν τὴν δημοκρατικὴ δομὴ ἀντιστοιχεῖ
πράγματι καὶ ἡ διαρρύθμιση τοῦ κτιρίου. Ἂν ὁ ὁρισμὸς πώς «ἀρχιτεκτονικὴ εἶναι
μουσικὴ κατεψυγμένη» ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκει ἀκόμη ὀπαδούς, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ
χαρακτηριστεῖ αὐτὸ τὸ κτίριο τῆς μονῆς «κατεψυγμένο πὸτ-πουρὶ» ἢ πιὸ σωστὰ κατεψυγμένη
ἀντίφαση καὶ πεῖσμα. ΄Ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση πώς ὁ κάθε ἀναχωρητὴς ὄχι μόνο
ἁπλῶς ἐργάστηκε γιὰ λογαριασμὸ του ἀλλὰ καὶ πὼς διαρρύθμισε τὸ χῶρο ποὺ τοῦ
ἀνῆκε ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε σωστότερα, προσαρμόζοντάς τον στὶς προσωπικές του
ἀνάγκες. Καμιὰ κατοικία δὲν μοιάζει μὲ τὴν ἄλλη, ἡ κάθε μία ἔχει τὰ δικά της
προτερήματα καὶ μειονεκτήματα: ἡ μία εἶναι μεγάλη καὶ ἀεράτη, ἡ ἄλλη ἀναπαυτικὴ
καὶ μικρή, ἡ τρίτη ἔχει μιά ὡραία ἰδιωτικὴ ταράτσα μὲ θαυμάσια θέα, καὶ οὕτω
καθεξῆς.
Οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ ζωὴ στὴ Μονὴ
Ἔτσι εἶναι καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ ἔχουν
μεταξύ τους λιγότερα κοινὰ γνωρίσματα, παρὰ τὸ γνωστὸ πρὸς τὰ πάνω τιναζόμενο
κάλυμμα τῆς κεφαλῆς καί, θὰ ΄λεγα
παραλίγο, τὰ «μακριὰ γένεια», ἀλλὰ θὰ ὑπέπιπτα ἔτσι σὲ μία ἱστορικὴ ἀναλήθεια
ἀφοῦ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καλοὺς ἐρημίτες στεροῦνται σχεδὸν παντελῶς τοῦ κοσμήματος
τούτου. Ὁ καθένας τους εἶναι ἕνας ξεχωριστὸς τύπος τόσο στὴ φυσιογνωμία ὅσο καὶ
στὸν χαρακτήρα, τὸν τρόπο τῆς ὁμιλίας, τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν πείρα. Νά, λόγου
χάρη ὁ σεβάσμιος ἡγούμενος, μιά μεγαλοπρεπὴς ἐμφάνιση ἐπιβλητικῆς εὐσαρκίας, μὲ
κοντὰ γκρίζα γένεια, μὲ λεπτὴ ἀετίσια μύτη καὶ ἀστραφτερὰ γκρίζα μάτια – τὸ
πρότυπο ἑνὸς ἱεράρχη, στὴ συμπεριφορὰ του σχεδὸν ὑπερβολικὰ εὐγενής, καὶ ὅμως,
ἂν χρειαστεῖ, δυναμικὸς καὶ αὐστηρός, στὴ συζήτηση λίγο σιωπηλὸς καὶ
ἐπιφυλακτικός, ὅπως ἕνας ποὺ δὲν θέλει νὰ δώσει κάτι εὔκολα.
Πόσο διαφορετικὸς εἶναι ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος!
Ὑπῆρξε ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες μοναχὸς
σ΄ἕνα μοναστήρι τοῡ Ἁγίου Ὅρους, ἦρθε ἔπειτα σὰν ἐπίσκοπος στὴν
Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀποσύρθηκε τώρα σὲ μεγάλη ἡλικία στὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου γιὰ
νὰ τελειώσει τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μακριὰ κυματιστὰ λευκάργυρα γένεια
πλαισιώνουν τὸ πρόσωπό του ὅπου τὰ χρόνια ἔσκαψαν μόνο λίγα αὐλάκια. Ὁ βασικὸς
τόνος τῶν λόγων του εἶναι νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ συμφιλίωση καὶ τὴν ἐπιείκεια.
Ὑπερασπίζεται μάλιστα ἀκόμη καὶ τοὺς Ρώσους, ἂν καὶ εἶναι βέβαιος ὅτι ἔτσι θὰ
ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει μεταξὺ τῶν συναδέλφων
του γενικὰ ἀντιρρήσεις καὶ θὰ προκαλέσει μάλιστα τὸν χλευασμὸ τῶν
μοχθηρῶν.
Τί χαριτωμένη φύση πού εἶναι ὁ γηραιὸς Ν.!
Τυφλὸς κατὰ τὸ ἥμισυ, βρίσκεται μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο.΄Ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης
στὶς τελευταῖες του ἡμέρες κύρυσσε ἀκόμη: Παῖδες, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους! Ἔτσι
ἀρχίζει καὶ κλείνει ὁ σεβάσμιος γέροντας κάθε συζήτηση, ἐκφράζοντας τὴ βέβαιη ἐλπίδα
πὼς μία φορὰ θὰ εἶναι π ο ι μ ή ν καὶ
ἕνα π ο ί μ ν ι ο. Πὰρ΄ ὅλο τὸ βάρος τῶν
ἐτῶν, εἶναι ὁ πιὸ ἀκαταπόνητος ψάλτης κατὰ τὶς νυχτερινὲς λειτουργίες, ὁ πρῶτος
καὶ ὁ τελευταῖος πάντοτε στὴν ἐκκλησία. Ἂν θὰ ἤθελα νὰ περιγράψω τὸ κάθε μέλος
τῆς μικρῆς αὐτῆς δημοκρατίας μὲ περισσότερη διαύγεια θὰ ἔπρεπε νὰ συγγράψω ἕνα
χοντρὸ βιβλίο περὶ Χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν ,
ὅπως ἔκανε ὁ Θεοφραστος. Ὁ καθεὶς τους εἶναι μία ξεχωριστὴ φύση καὶ εἶναι
δύσκολο νὰ κατανοήσει κανεὶς τὸ πῶς ἄνθρωποι ποὺ ὅλη τους τὴ ζωὴ συγκατοικοῦν
σὲ μία μονὴ κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες μπόρεσαν νὰ κρατήσουν καὶ νὰ ἀναπτύξουν
ὁ καθεὶς τὴ δική του ἰδιοτυπία.
Τὴ μονοτονία τῆς ζωῆς στὸ μοναστήρι τὴ
διέκοπτα μὲ μερικοὺς περιπάτους ποὺ ἔκανα μὲ τὸν πατέρα Ἰερόθεο. Κάποιαν ἀπὸ τὶς
πρῶτες μέρες μὲ ξάφνιασε προσκαλώντας με
νὰ πάω μαζί του στὸ φαρμακεῖο. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἤθελα νὰ τὸν ρωτήσω ἀπὸ τί
ὑπέφερε, μὲ πληροφόρησε πώς στὴν Πάτμο τὸ φαρμακεῖο παίζει τὸ ρόλο ποὺ ἔχουν σὲ
μᾶς τὰ «Καζίνα» καὶ οἱ «Σύνδεσμοι τῆς
ἁρμονίας». Οἱ πρόκριτοι συναντιοῦνται συχνὰ τὸ ἀπόγευμα στὸν ψυχρὸ χῶρο τοῦ
φαρμακείου, συζητοῦν γιὰ τὶς ἑκάστοτε εἰδήσεις καὶ ἀνταλλάσσουν τὶς λίγες ἐφημερίδες ποὺ φθάνουν στὴν Πάτμο. Ἔτσι
συνδυάζει τὸ φαρμακεῖο, ποὺ εἶναι ἰδιοκτησία
τῆς κοινότητας, τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου καὶ συμβάλλει τόσο στὴν
ἀναζωογόνηση τῶν ἀσθενῶν ὅσο καὶ στὴν ψυχαγωγία τῶν ὑγιῶν. Βέβαια βρίσκεται στὰ
φαρμακεῖο τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ ὁ γιατρὸς καὶ δίνει στὸν ἀπὸ τὴν κοινότητα προσληφθέντα «φαρμακοποιό»,
ποὺ δὲν ἔχει κάνει οὔτε φαρμακευτικὲς οὔτε ἄλλου εἴδους σπουδές, τὶς ἀναγκαῖες
ὁδηγίες γιὰ τὴν Παρασκευὴ τῶν φαρμάκων.
Λαϊκὰ τραγούδια
Ἀργότερα μὲ πῆγε, κατὰ παράκλησή μου, ὁ
ἀδελφός τοῡ βιβλιοθηκάριου σὲ μιά γριούλα, γιὰ τὴν ὁποία μοῡ εἶχαν πεῖ πὼς εἶναι
μιά ζωντανὴ πηγὴ δημοτικῶν τραγουδιῶν. Μὲ μεγάλο κόπο καὶ σημαντικὸ ποσὸ
ἠχοῦντος ἀργυρίου κατάφερα νὰ μοῦ ἀνακοινώσει τὰ τραγούδια της. Εἶχαν ἔρθει καὶ
μερικὲς ἄλλες συνομήλικές της μὲ τὰ τσουράπια ποὺ ἔπλεκαν κι ἀπάγγειλαν μερικὰ
εὔθυμα τραγούδια ἀπ΄τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦσαν νέες. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶχα τὴ
μεγάλη δυσκολία νὰ καταγράψω παρόμοια προϊόντα τῆς δημοτικῆς μούσας
σημειώνοντας μὲ ἀκρίβεια τὶς διαλεκτικὲς ἰδιοτυπίες. Μόλις ρωτήσεις τὸν ἁπλὸ
ἄνθρωπο: «πῶς τὸ εἶπες;» θὰ σοὺ πεῖ τὴ λέξη ἀλλιώτικα καὶ θὰ προσαρμόσει
τὴν ἔκφραση, ὅσο μπορεῖ, στὴν κοινὴ
ὁμιλουμένη. Τὴν πιὸ κακὴ ὑπηρεσία μοῡ προσέφερε στὴ δουλειὰ αὐτὴ ὁ συνοδός μου,
ποὺ τὸν εἶχα παρακαλέσει νὰ μοῦ ἐπαναλαμβάνει πιστὰ τὶς συχνὰ ἀκατανόητες
λέξεις ποὺ ἀπάγγελναν. Καὶ μολονότι τοῦ εἶχα ἐκθέσει ἀκριβῶς τὸ σκοπό μου, δὲν
παρέλειπε νὰ διορθώνει κάθε φορᾶ τὴ διαλεκτικὴ προφορὰ τῶν γυναικὼν κατὰ τὴν
κοινὴ ὁμιλουμένη. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐνδιέφερε ἐμένα σ΄ὅλες μου αὐτὲς τὶς
προσπάθειες δὲν ἦταν κατὰ κύριο λόγο ἡ αἰσθητικὴ ἀξία τῶν τραγουδιῶν, ἀφοῦ ἀπὸ
τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι μικρὸς ὁ ἀριθμὸς τῶν συλλογῶν νεοελληνικῶν λαϊκῶν
τραγουδιῶν. Ἐπιζητοῦσα μᾶλλον ν΄ἀποκτήσω μὲ τέτοιες καταγραφὲς ἐντελῶς
αὐθεντικὰ τεκμήρια τῶν σχετικῶν διαλέκτων καὶ ἰδιαίτερα τῶν φθογγολογικῶν
ἰδιοτυπιῶν τῆς κάθε μιᾶς χωριστά.
΄Ἕνας παράξενος
«φραγκοράφτης»!
΄Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ γιὰ
συγκέντρωση τραγουδιῶν στὸ σπίτι, ἔπεσε αἰφνιδιαστικὰ πάνω μου στὸ δρόμο ἕνα
παράξενο νευρικό, ὅπως ἔδειχνε, ἀνδράκι καὶ μὲ κάλεσε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ μοῦ
δείξει, ὅπως ἔλεγε, διάφορα ἄκρως πολύτιμα νομίσματα καὶ ἄλλες ἀρχαιότητες. Στὸ
δρόμο μοῡ ἐπαναλάμβανε μὲ ἀσυνήθιστη εὐγλωττία ὅτι εἶχε γεννηθεῖ μὲν στὴν Κῶ
καὶ ἦταν ἕνας συμπατριώτης τοῦ Ἱπποκράτη, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν ἕνας ἁπλὸς
«φραγκοράφτης», δηλαδὴ ἕνας ράφτης εἰδικευμένος στὶς εὐρωπαϊκὲς ἐνδυμασίες, καὶ
πώς ἄλλοτε ὑπῆρξε ὑπήκοος τῆς ρωσικῆς αὐτοκρατορίας, τώρα ὅμως ἁπλῶς ἕνας
ραγιάς.
Ὅταν φτάσαμε στὴ φτωχική του κατοικία,
διέταξε πρῶτα τὴ γυναίκα του, ποὺ εἶχε χλωμὴ καὶ πειναλέα ὄψη, νὰ μᾶς ἑτοιμάσει
καφέ. Στὸ φτωχικὸ σπιτάκι δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ θυμίζει ραφτάδικο – ἐκτὸς
ἀπὸ ἕνα μεγάλο σιδερωτήρι. Ἡ ὑπόλοιπη ἐπίπλωση ἀποτελεῖτο ἀπὸ μιά κούνια μ΄ἕνα
παιδάκι ποὺ τσίριζε, ἕνα τραπέζι καὶ δύο καρέκλες. Ὁ συμπατριώτης τοῦ Ἱπποκράτη
τιναζόταν σὰν τρελὸς ἀπὸ τὴ μία ἄκρη στὴν
ἄλλη, γύρευε παντοῦ τὰ νομίσματά του κι ἔκανε ὅλο τὸν σπουδαῖο, ἔτσι ποὺ
οἱ προσδοκίες μου συνεχῶς νὰ ἐλαττώνονται. Ἐπιτέλους τοῦ κάνει νόημα ἡ γυναίκα
πὼς οἱ θησαυροὶ εἶναι μέσα στὴν κασέλα. Ὁπότε ἀνοίγει ἐκεῖνος τὸ μεγάλο μπαοῦλο
κι ἀφοῦ ἔκανε τὸ περιεχόμενό του ἄνω κάτω, βγάζει ἀπὸ μέσα δυὸ δακτυλιόλιθους
γιὰ κλάματα καὶ μερικὰ μπρούτζινα νομίσματα. Γιὰ τὸ ἕνα ἀπ΄αὐτὰ διισχυριζόταν
χωρὶς καμιὰ ἀντίρρηση πὼς ἔδειχνε τὸ κεφάλι τοῦ βασιλέα Ἱπποκράτη τῆς Κῶ, καὶ
ἐπαναλαμβάνοντας συνέχεια τὴ διαβεβαίωσή του πὼς εἶναι ἁπλῶς ἕνας φραγκοράφτης
ἀρχίζει νὰ φλυαρεῖ περὶ ἑλληνικῆς τέχνης κατὰ τόσο φοβερὸ τρόπο ποὺ ἀναγκάσθηκα
νὰ τὸ βάλω στὰ πόδια ὅσο πιὸ γρήγορα
μποροῦσα.
Τὸ βράδυ παρακάλεσα τὸν πατέρα Ἰερόθεο νὰ μοῦ
ἐξηγήσει μερικὲς πατμιακὲς ἐκφράσεις ποὺ δὲν εἶχα καταλάβει τοὺς στίχους ποὺ
ἀντέγραψα ἀπὸ τὸν κώδικα. Δυστυχῶς ὅμως καὶ αὐτὸς διέστρεψε τὰ πάντα κατὰ τρόπο
σχολαστικό, ἀποκλείοντας ἐπίμονα φθογγολογικὲς ἰδιορρυθμίες τῆς τοπικῆς
διαλέκτου, τὶς ὁποῖες ἐγὼ καὶ ἀργότερα εἶχα συχνὰ ἐπισημάνει μὲ ἀπόλυτη
σιγουράδα.
ΠΗΓΗ: Η Ελλάδα τα Νησιά και η Μικρά Ασία του Καρόλου Κρουμπάχερ, Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Ομ. Καθηγητού του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994