Κατεβαίνω στὴ
Βαβυλῶνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια, κι᾿ ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους
δρόμους, κιντυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι
μου, τὰ πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ
ξεχασμένα πλάσματα ποὺ εἶνε σὰν ἐμένα, τιποτένια καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω.
Στὴν πολιτεία σὰν νὰ εἶμαι ξένος καὶ ξενητεμένος, σὰν νὰ ἦρθα πρώτη φορὰ σὲ
μεγαλούπολη. Οἱ φάτσες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι εἶνε δίχως
ἔκφραση. Μοῦ φαίνουνται τόσο ξένοι, ποὺ λὲς καὶ
βρίσκουνται στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, κι᾿ ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολὺ μακρυά!
Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, ἄλλα φερσίματα. Ἄλλα μυαλά, ἄλλα αἰσθήματα,
ἀπότομοι, ἀσυμπάθητοι, ἀδιάφοροι, πεθαμένοι!
Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!
Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!
Ἄλλα κοπάδια
σπρώχνουνται μπροστὰ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς νέας θρησκείας, στοὺς
κινηματογράφους. Οἱ πόρτες, τὰ τζάμια κ᾿ οἱ τοῖχοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ
γυμνὲς γυναῖκες ζωγραφισμένες. Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ
τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ
ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ
κάνῃ. Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Κ᾿
ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες,
κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία,
ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ
ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς
μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες! Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν
τὸ κατάλαβες! «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη [τὸ ὀρθό:
«παρεσυνεβλήθη»] τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». «Ὁ ἄνθρωπος,
ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ὀρθότερο: ἀνακατεύτηκε]
μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».
Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.
Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα. Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.
Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.
Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα. Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.
(…)
Σήμερα, ὅπως
φαίνεται, τελείωσε ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὸν
ἀποχωριστοῦμε αὐτὸν τὸν ἀγαπημένον ἄνθρωπο. Θέλουμε νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ εἶδος ποὺ
πάγει νὰ χαθῇ, ὅπως σβήσανε τὰ μαμούθ, οἱ πλειστόσαυροι κ᾿ οἱ πτεροδάκτυλοι. Ὁ
σημερινὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἄνθρωπος λίγο-πολὺ μοναχὰ στὸ ἐξωτερικό του, ἂς
δώσῃ στὸν ἑαυτό του ὅποιο ὄνομα θέλει, ἀφοῦ δὲν καταδέχεται νὰ λέγεται ἄνθρωπος.
Γιατὶ ὅπως λέγει, τὸν ξεπέρασε τὸν ἄνθρωπο.
Φ.
ΚΟΝΤΟΓΛΟ
[ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, σελ.
134. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν καθημερινὴ πολιτικοκοινωνικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἀθήνας
«Ἐλευθερία», τὴν Κυριακὴ 10 Μαΐου 1964, στὴ στήλη «Κυριακάτικα
Θέματα»].
[ἐπιλογή· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου
Φλωρίνης]
ολόκληρο το κείμενο
του Φ.Κόντογλου εδώ
Αναδημοσίευση από:
Αντιπαρακμή
Φωτογραφία: esther
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου