ΠΟΙΗΜΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ
ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ
ΚΥΡΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
ΚΑΡΑΛΗ (+11-6-2014)
Αξέχαστε
μου αδελφέ, πάτερ Παντελεήμων
στη μνήμη
όλων έμεινες, σεμνός και ελεήμων.
Της Πάτμου
πάντα ήσουνα, η φυσιογνωμία,
μια μορφή
πνευματική, με απόλυτη ηρεμία
Στον κόσμο
γνώρισα πολλούς, ωσάν και σε κανέναν,
και απ᾽
όλους τούς πνευματικούς, μοναδικό ἐσένα.
Το πρότυπο
μου έγινες, ἀξιου ιερέα,
στο
πρόσωπο σου έβλεπα, τον του Χριστού φορέα
Μόλις σε
πρωτογνώρισα, μπήκες μες στην καρδιά μου,
και
φώλιασες για πάντοτε, τόσο πολύ βαθιά μου.
Και σε
ένιωθα πνευματικό, πατέρα και αδελφό μου,
σαν
έμπειρο διδάσκαλο, αλλά και σύμβουλό μου.
Σεμνός και
πάντα ταπεινός, ἀνάστημα μεγάλο,
στο κλήρο
δεν εγνώρισα, ωσάν και σένα άλλο.
Και σαν
ιερομόναχος, είχες όλα τα φόντα,
όλα τα
προτερήματα, και όλα τα προσόντα.
Ελάχιστος
και ταπεινός, εις της ζωής το διάβα,
κρατούσες
πάντοτε ψηλά, της Παναγιάς την δάδα.
Ποτέ δεν
σήκωσες ψηλά, Πάτερ μου το κεφάλι,
και από
μικρός ερίχθηκες, εις του Χριστού την πάλη.
Από την
Πάτμο πέρασαν, πάρα πολλοί παπάδες,
μας λίγοι
έφυγαν αγνοί, σαν τις λευκές λαμπάδες.
Απέριττος
και προσιτός, ήσουνα εις τήν πράξη,
και ως
κληρικός αντάξιος, που ήξερες την τάξη.
Μειλήχιος
και ευγενικός, με όποιον συνομιλοῦσες,
και ὀλους
τούς σαγήνευες, γλυκά σαν τούς κοιτούσες.
Ακούραστος
και ακάματος, και πάντα μετριόφρων,
με όλους συνδιαλλακτικός, σεβάσμιος και
σώφρων.
Ήσουνα
ανοιχτόκαρδος, με ανοιχτές αγκάλες,
και δεν σε
φόβιζαν ποτέ, τα βάσανα κ᾽ οι ζάλες.
Και πάντα
με χαμόγελο, όλα τα προσπερνούσες,
γιατί
ήξερες πως τον Θεό, σεμνά υπηρετούσες.
Και η ζωή
σου ήτανε, όλη αφιερωμένη,
εις το
Χριστό και Παναγιά, για πάντοτε δοσμένη.
Ἠσουνα μια
αγγελική, γλυκιά μορφή για όλους,
ψάλλοντας
τόσο αρμονικά, στις εκκλησιάς τους θόλους.
Και
υπηρέτησες πιστά, σχολή και μοναστήρι,
με αγάπη
υπερβολική, για του Χριστού χατήρι.
Εικοσιπέντε
ολόκληρα, χρόνια υπηρετούσες,
τήν
Πατμιάδα τη σχολή, σεμνά την διακονούσες.
Υπεύθυνος
στα τρόφιμα, και εις το μαγειρείο,
σ᾽ ὀλα τα
πόστα της σχολής, αξίζοντας βραβείο.
Και με
δασκάλους μαθητές, συμπροσευχόσουν πάντα, για όλα τα προβλήματα, και όλα τα
συμβάντα.
Στην Πατμιάδα την Σχολή, ήσουν το δεξί χέρι
καί
δύσκολα πια να βρεθεί, ωσάν και σε άλλο ταίρι.
Οι
δάσκαλοι και οι μαθητές, όλοι σε αγαπούσαν
και με
σεμνότητα πολύ, το χέρι σου φιλούσαν.
Και με τον
Αμφιλόχιο, κάθε βράδυ παρέα,
και με
σχολάρχη Μελιανό, περνούσατε ωραία.
Και κάθε
βράδυ στο κελί, γλυκιά η μελωδία,
που σένα
ακουγότανε, μελίρητη υμνωδία
Ψυχή και
σώματι ήσουνα, πιστά αφιερωμένος,
στον
υψιπέτη αετό, ολόκληρος δοσμένος.
Μέλι και
γάλα έσταζες, σαν έψαλες τους στίχους,
γνωρίζοντας
από παιδί, πολύ καλά τους ήχους.
Κάθε πρωΐ
στην εκκλησιά, σεμνά ελειτουργούσες,
και στο
μουσείο απόγευμα, όλους τούς ξεναγούσες.
Χρόνια
πολλά οι Πατηνιοί, όλοι θα σε θυμούνται,
και όλες
σου τις αρετές, πάντα θα διηγούνται.
Γιατί
πατέρας ήσουνα, κι᾽ όλων πνευματικός τους,
και ήσουνα
πάντοτε γι᾽ αυτούς, ο άνθρωπος δικός τους.
Και ήσουνα
επίλεκτο, μέλος στην κοινωνία,
αλλά και
ως άλλος Αβραάμ εις την φιλοξενία.
Και για
τούς φίλους έκανες, εξοχικό μετόχι,
φιλοξενώντας
τούς γνωστούς, μη λέγοντας ποτέ όχι.
Και έκανες
και εκκλησιά, πέρα στο Χιλιομόδι,
τον Αγ.
Παντελεήμονα, να ευλογούνται όλοι.
Καί κάθε
χρόνο οι Πατηνιοί, εκεί θα σε γυρεύουν,
πηγαίνοντας
στη χάρη του, θεν να σε μνημονεύουν.
Λίγοι
γεννιούνται σαν και σε, στην εποχή ετούτη, πλούσιοι στα φρονήματα, αλλά πτωχοί
στα πλούτη.
Χαίρομαι
γιατί έφυγες, θαρρώ ευτυχισμένος,
με
άδέλφια, ανίψια, συγγενείς, μ᾽ όλους αγαπημένος.
Σ᾽ αγάπησε
πολύ πιστά, σχεδόν όλη η γενιά σου,
και όλοι σε
λατρεύανε, στην οικογένειά σου.
Παράδειγμα
προς μίμηση, θά σε έχω στη ζωή μου,
κε όλες
τις αναμνήσεις μου, θα κουβαλώ μαζί μου.
Ήσουνα
ιδιαίτερο, καρδιάς μου ένα κομμάτι,
και
πάντοτε σε έβλεπα, με του Θεού το μάτι.
Και
πάντοτε ειλικρινής, με βούλα και σφραγίδα,
ωσαν και
σένα κληρικό, ποτέ άλλον δεν είδα.
Να ξέρεις
πως σε έβαλα, μες του μυαλού την άκρη,
και όσες
φορές σε σκέπτομαι, κυλά καυτό το δάκρυ.
Θέλω νά
ξέρεις ώσπου να ζω, θα ζω με τη μορφή σου,
και θέλω
εκεί που βρίσκεσαι, να έχω την ευχή σου.
Και θέλω ἀπ᾽
τα ουράνια, να εύχεσαι για μένα,
και εγώ απ᾽
τα επίγεια, θα μνημονεύω εσένα.
Και στο
Θεό προσεύχομαι, πόθον να εκπληρώσει,
ψηλα εις
τα ουράνια, μαζί να μας ενώσει.
Η μνήμη
σου αιώνια, στους Πατηνιούς θα μείνει,
και πάνω
απ᾽ τα ουράνια, σ᾽ όλους ευχές θα δίνει.
Θαρρώ πως
πήρες άριστα, εις τη ζωή με τόνο,
υπηρετώντας
πια ψηλά, εις του Θεού το θρόνο.
Η μνήμη
σου και η μορφή, για πάντα θα αιωρείται,
και όποιος
εσένα σκέφτεται, για ποάντα θα ευλογείται.
Ένα κερί
στην Παναγιά, και στο Χριστό θα ανάψω, για το χαμό σου έκλαψα, και άλλο πολύ θα
κλάψω.
Καί τέλος
αλησμόνητος, για όλους πάντα νάσαι,
στα ιερά
τα χώματα, της Πάτμου να κοιμάσαι.
Ἱερεύς Φιλήμων Πόκκιας,
Εφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου
Σγουρου Ρόδου