Η όλη σύνθεση κλείνει με ένα ακόμα επεισόδιο, που
προέρχεται από τα Απόκρυφα· το πρώτο λουτρό του βρέφους. Στο πρωτοευαγγέλιο
του Ιακώβου (Κεφ. XX, Tischendorf - Σπανός σελ. 36-38) περιγράφονται
διάφορες φροντίδες για τον τοκετό της Μαρίας καθώς και η μαία και η βοηθός
της που συνδράμανε την Παναγία και έλουσαν το αρτιγέννητο. Εικονογραφικά η
σκηνή κατάγεται από αρχαία παράσταση λουτρού του Διονύσου. Η χριστιανική
τέχνη ήδη από τους πρώτους αιώνες προσέλαβε το θέμα. Σε όλες σχεδόν τις
κατοπινές βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες της Γεννήσεως βρίσκεται η
σκηνή του λουτρού. Εξαίρεση σημειώνεται τον 18ον αι. στο Άγιον ῎Ορος, όπου
η σκηνή θεωρήθηκε μειωτική της θεότητος και κατά συνέπεια απόβλητη. Την
θεωρία αυτή ανέπτυξε ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στην ερμηνεία του ΟΘ΄
κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου «το δέ να ιστορούνται γυναίκές τινες
πλύνουσαι τον Χριστόν εν λεκάνῃ ως οράται εν πολλαίς εικόσι της Χριστού
γεννήσεως, τούτο είναι παντάπασιν ατοπώτατον και σαρκικών ανθρώπων εφεύρεμα
δι᾿ ό και παντί τρόπῳ πρέπει να αποβάλλεται» (Πηδάλιον, έκδ. Αστέρος,
Αθήναι 1957, σελ. 290). Στην εντολή αυτή φαίνεται υπακούοντας μερικοί
μοναχοί εκάλυψαν την παράσταση του λουτρού με βουνά κ.λ.π. σε τοιχογραφίες
(Καθολικόν και παρεκκλήσιον Αγ. Νικολάου Μ. Λαύρας, Καθολικόν Μ.
Σταυρονικήτα και Καθολικόν Μ. Διονυσίου) και φορητές εικόνες (εικόνα
Γεννήσεως στη Λαύρα. Βλ. Κ. Καλοκύρη, Η απάλειψη της σκηνής του λουτρού του
θείου Βρέφους εκ τοιχογραφίας του Αγίου Όρους, στο τόμο Αθως θέματα
Αρχαιολογίας και τέχνης, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήναι 1963, σελ. 22).
Παραταύτα όμως, όπως και προηγουμένως σημειώσαμε, η σκηνή επεκράτησε. Στην
ορθόδοξο αίσθηση του λαού της Εκκλησίας δέν προξένησε κανένα σκανδαλισμό.
Είδε στην απεικόνιση αυτή μιά ακόμη έκφανση της σαρκώσεως και
ενανθρωπήσεως.
Ο Χριστός δέν είχε βέβαια ανάγκη καθαρμού από κάποιο μολυσμό, αλλά
τονίζεται με την χαριτωμένη, οικία αυτή σκηνή μιά ακόμη φορά η ανθρώπινη
φύση, όπως θα γίνει με την Περιτομή, την Υπαπαντή κ.ά. «Η σκηνή του
λουτρού του βρέφους μαρτυρεί ότι είναι αληθινά Υιός του Ανθρώπου και
ταυτόχρονα και ο αναμενόμενος Μεσσίας που επιτέλους ήλθε». (Π.
Ευδοκίμωφ, σελ. 207). Μερικοί ακόμη μελετητές και θεολογοί βλέπουν και μιά
προεικόνιση της Βαπτίσεως.
Το τοπίο λιτό και αρρενωπά λυρικό, ενώ παραμένει στά ουσιώδη του στοιχεία
το ίδιο, παραλλάσει σε ορισμένες λεπτομέρειες που όμως καταγράφουν στην
εικόνα μαρτυρίες της εποχής και των γενικοτέρων αντιλήψεων. Στο ψηφιδωτό
του Δαφνιού είναι ειδυλιακό με μαλακές γωνίες και γραμμές που τείνουν στην
οριζόντιο, και φωτεινά χρώματα που απηχούν κλασσικές αναμνήσεις και
επιδράσεις του Αττικού τοπίου. Στη Περίβλεπτο του Μυστρά αντίθετα το
κεντρικό βουνό υψώνεται με κοφτερά επίπεδα και αιχμηρές καταλήξεις που
καταγράφουν την αγωνία των τελευταίων γενεών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αυτή τη μορφή του βουνού θά προτιμήσουν και οι κυριώτεροι ζωγράφοι της
Κρητικής Σχολής (Θεοφάνης στά Μετέωρα - 1527, στη Μ. Λαύρα και τη Μ.
Σταυρονικήτα) ο Φράγκος Κατελάνος (παρεκκλήσιο Αγ. Νικολάου Μ. Λαύρας 1560)
κ.ά. Αν και είναι γνωστό, ας υπομνησθεί εδώ ότι το τοπίο είναι πάντα
φωτεινό και ποτέ δεν παριστάνεται χιονισμένο, όπως το φαντάστηκε η
βορειοευρωπαϊκή αντίληψη.
Γενικώτερα η τέχνη που αναπτύχθηκε έξω από το χώρο της Ορθοδοξίας στη
δυτική και βόρεια Ευρώπη διαμόρφωσε διαφορετική εικόνα ενώ αρχικά είχαμε
τον ἴδιο περίπου εικονογραφικό τύπο όπως π.χ. σε πίνακα (Φλωρεντία, συλλογή
R. Longhi) που αποδίδεται στο Cimabue (13ος αι.). Στο Duccio (1255 - 1315)
διαφαίνονται κάποιες τάσεις για αλλαγές· Στη «Γέννηση» της Εθνικής
Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον το σπήλαιο αρχίζει να διαμορφώνεται σε σταύλο,
ενώ τα άλλα εικονογραφικά στοιχεία (θέση του Ιωσήφ, λουτρό του βρέφους,
ποιμένες, Αγγελοι) παραμένουν τα καθιερωμένα από την παράδοση. Στούς
ζωγράφους του 15ου αι. η παραδοσιακή εικονογραφία έχει ξεχαστεί. Το τοπίο
γίνεται ειδυλλιακό και αγροτικό, ή μεσαιωνικό με πύργους, λότζιες,
τοξοστοιχίες κ.λ.π. Παναγία είναι μιά όμορφη, νεαρή αρχοντοπούλα, και
Ιησούς ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, γυμνό -παρά τη σαφή μνεία του Ευαγγελιστού
Λουκά- που παίζει μακάρια με τα χεράκια του. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση ισάξια
πρός την Παναγία καθώς και οι δύο γονατίζουν δεξιά και αριστερά από το
βρέφος. Συχνά από όλη τη σύνθεση της Γεννήσεως ο ζωγράφος απομονώνει ένα
επεισόδιο, όπως π.χ. την «Προσκύνηση του Βρέφους» που βλέπουμε σε
πίνακα (Φλωρεντία πινακοθήκη Uffizi) του Filippo Lippi (1406-1469) με όλα
τα παραπάνω γνωρίσματα, ή την Προσκύνηση των Μάγων, όπου μερικές φορές
μάλιστα το θέμα γίνεται μόνο αφορμή για να ζωγραφιστεί μιά θεαματική παρέλαση
της αριστοκρατίας όπως συμβαίνει στο γωστό πίνακα του Gentile da Fabriano
(π. 1370-1427) που βρίσκεται στο Uffizi της Φλωρεντίας και ακόμη
περισσότερο στη τοιχογραφία του 1459 του Benozzo Gozzoli στο παρεκκλήσιο
των Μεδίκων - Ρικάρντι στη Φλωρεντία. Με ανάλογα έργα φεύγουμε από την
πνευματική, αυστηρή έκφραση της πίστης όπως συνολικά -καθολικά- βιώνεται
από την Εκκλησία και μπαίνουμε στο χώρο της προσωπικής -και κάποτε
αυθαίρετης- ερμηνείας. Παρ᾿ όλες όμως αυτές τις αλλαγές, που παρατηρούνται,
στους περισσότερους ζωγράφους του 14ου και 15ου αι. δεν λείπει εντελώς
κάποια αίσθηση θαύματος, όπως όμως το αντικρίζουν μέσα από το
συναισθηματισμό της ιππωσύνης, και της προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής.
«Η τέχνη τα απομακρυσμένα γεγονότα της «Γεννήσεως» τα φέρνει κοντά, έτσι
που η θερμή κι ευεργετική δύναμή τους γίνεται πιο έντονη. Και σε σένα τον
ίδιον πρέπει να γίνουν Χριστούγεννα, λένε οι καλλιτέχνες ομόφωνα, η αυλή
σου, η κάμαρά σου είναι Βηθλεέμ, παντού αντιλαλεί το μήνυμα του αγγέλου,
παντού πρέπει ποιμένες και μάγοι με στέρεα πίστη να σπεύσουν στο Βρέφος»
γράφει δυτικός ιστορικός της τέχνης (Η.Lϋtzeler, Τα Χριστούγεννα στην
Τέχνη, εκδ. Herder/Freiburg, σελ.3-4). Η πορεία της δυτικής τέχνης δείχνει
όλο και περισσότερο να εξανθρωπίζει το μυστηριακό γεγονός. Στη λεγόμενη «Μυστική
Γέννηση» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη) του Sandro Botticelli (1444-1510)
η εκκοσμίκευση ολοκληρώνεται και η Γέννηση γίνεται παγανιστική γιορτή· ή
έστω καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος εκφρασμένου στά πλαίσια της
ουμανιστικής ομορφιάς, του μέτρου και της αρμονίας. Ὁ Ghirlandaio δέν
διστάζει να ζωγραφίσει το γυμνό βρέφος μπροστά σε μιά αρχαία σαρκοφάγο. (Η
προσκύνηση των ποιμένων - 1485, Αγ. Τριάς Φλωρεντία).
Στην εκλαϊκευμένη τέχνη που θα ακολουθήσει κατά τον 18ο και 19ο αι. και θα
διαδοθεί στην Δύση αλλά και στην Ορθόδοξη Ανατολή, η παράσταση της
Γεννήσεως έχει χάσει τελείως τον αποκαλυπτικό λειτουργικό της χαρακτήρα
καθώς έχει δημιουργηθεί ο γλυκερά συναισθηματικός τύπος, της «Αγίας
Οικογενείας» κατάλληλης για χριστοήθεια, αλλά μακριά από το αληθινό
προορισμό μιάς πραγματικής εικόνας.
Την πορεία πρός τον εκδυτικισμό και την εκκοσμίκευση η τέχνη στο χώρο της
Ορθοδοξίας την έκαμε με πολύ-πολύ αργά βήματα και σθεναρή αντίσταση, παρ᾿
όλο ότι βρισκόταν κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες λόγῳ της δουλείας του
ελληνικού έθνους (Τουρκοκρατία, Ενετοκρατία κ.λ.π.). Σιγά-σιγά όμως μικρές
εικονογραφικές παραλλαγές περνούσαν από την Δύση στην Ορθόδοξη τέχνη. Στη
τοιχογραφία π.χ. της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1548), που αποδίδεται στο
ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο, η Παναγία είναι γονατιστή, προφανώς από δυτική
επίδραση. Ανάλογη στάση έχει η Θεοτόκος σε τοιχογραφίες του Αγ. Όρους (Μ.
Δοχειαρίου, Αγ. Νικόλαος Μ. Λαύρας, Μ. Ξενοφώντος κ.ά.).
Σε εικόνα του Ηλιού Μόσχου (1658) του Μουσείου Μπενάκη το Βρέφος είναι
γυμνό και οι άγγελοι κρατούν ταινία με την επιγραφή «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ...». Στον ίδιο αιώνα ο Θεόδωρος Πουλάκης ζωγραφίζει σχεδόν
ισοδύναμους γονατιστούς τον Ιωσήφ και την Παναγία, ενώ ένα αιώνα πριν ο
Μιχαήλ Δαμασκηνός ζωγράφησε την προσκύνηση των Μάγων (ν. Αγ. Αικατερίνης
Ηρακλείου Κρήτης) ακολουθώντας πιστά δυτικά πρότυπα με πλήθος πολύχρωμα
ντυμένων μορφών, αλόγων προοπτικά και διαγώνια ζωγραφισμένων, σε ζωή κίνηση
κλπ. μόνος, σύνδεσμος με την παράδοση είναι το αγκαθερό βουνό και η τεχνική
του αυγού. Τον επόμενο αιώνα σε εικόνα του Στεφάνου Τζαγκαρόλα (Εθνική
Πινακοθήκη) έχουμε μιά δυτική παράσταση μεταφρασμένη στη βυζαντινή τεχνική.
Κατάληξη της πορείας αυτης είναι ο εφτανησιώτικος νατουραλισμός, όπου η
σύνθεση είναι εντελώς δυτική (π.χ. Προσκύνηση των Μάγων Μουσείου Ζακύνθου).
Τεχνική (ελαιογραφία), εικονογραφία, τεχνοτροπία, ενδυματολογία δέν έχουν
καμμιά απολύτως σχέση με την παράδοση.
Στο απελευθερωμένο ελληνικό κράτος θα επικρατήσουν ανάλογες τάσεις με
προοδευτικά αυξανόμενη την εκκοσμίκευση, ώσπου περί τα μέσα του αιώνα μας ο
Φώτης Κόντογλου (1895-1965) θα ξαναϊστορήσει την Γέννηση με την παραδοσιακή
τεχνική, τεχνοτροπία και πνευματικότητα. (Φορητή εικόνα στο δωδεκάορτο της
Παναγίας - Μοναστηράκι Αθηνών του 1932, τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο Αγ.
Ειρήνης οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938, στον Ι. Ν. Ζωοδόχου
Πηγής στο Λιόπεσι του 1946 κ.ά.).
Η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας
κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα
στο θείο και το ανθρώπινο.
Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στην ίδια σύνθεση γεγονότων που
διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά (π.χ. ο Χριστός στην φάτνη και την ίδια ώρα
στο λουτρό, οι Μάγοι που οδεύουν ακολουθώντας τον αστέρα και συγχρόνως
προσκυνούν το Χριστό κλπ.), που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του
χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιάν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα
αντιμετωπίζει όλα σάν παρόν. Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της
κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και
μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη
χρονική στιγμή «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) και
συγκεκριμένο τόπο, δέν έπαυσε να είναι ο «πρό των αιώνων υπάρχων» ο άχρονος
Υιός που «Όλος ήν εν τοίς κάτω και των άνω ουδόλως απήν» (Ακάθιστος
Ύμνος). Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως
και μέ αυτόν τον τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να
συμμετάσχει και να δεί τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός.
Τα εικονογραφικά στοιχεία που σημειώθηκαν πιο πάνω δέν θά αρκούσαν όμως να
αποδώσουν το μήνυμα σωστά αν δέν είχαν την απαιτούμενη αισθητική μορφή. Η
ελεύθερη σύνθεση, που δέν καθορίζεται από τούς δεσμευτικούς γεωμετρικούς
νόμους της προοπτικής, η δισδιάστατη απόδοση των σωμάτων, ο εσωτερικός
φωτισμός των μορφών, το καθαρό χρώμα είναι τα ζωγραφικά μέσα πού κάνουν την
παράσταση αποκαλυπτική. Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση γίνονται Θεολογία. Αυτό
είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής· πέτυχε να φανερώσει με
χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και
χωρίς να μάς στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη
τέχνη, κατώρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που
μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.
Νίκος Ζίας
|