Η Ορθοδοξία είναι δοξολογική
όπως η
αγία Γραφή
Μερικοί προτεστάντες Θεολόγοι, όπως ο
Edmund Schlink, ο Vogel και άλλοι, έχουν παρατηρήσει τελευταία, ότι η Ορθοδοξία
είναι δοξολογική. Αυτό αληθεύει με την έννοια, ότι για την Ορθοδοξία ο Θεός και
το έργο του, της δημιουργίας και της σωτηρίας, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο
μιας θεωρητικής διδασκαλίας. Η στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στον Θεό είναι
περισσότερο αίνος και ψαλμός, γεμάτος ενθουσιασμό, σαν κι αυτόν του ψαλμωδού
της Π. Διαθήκης. Έτσι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά το γεγονός, ότι η
Ορθοδοξία αποτελεί την συνέχεια του αρχέγονου χριστιανισμού, γιατί ακριβώς αυτή
είναι η στάση της Π. Διαθήκης απέναντι στον Θεό.
Όμως μέσα στην ορθόδοξη λατρεία, η
δοξολογία δεν είναι το μοναδικό στοιχείο. Συνοδεύεται κι από την ευχαριστία για
όλα, όσα ο Θεός έκανε και κάνει για μας, όπως επίσης και από την ικεσία, που
απευθύνεται σ’ Αυτόν, για να μας χαρίζει συνεχώς την ευσπλαχνία Του και τις
δωρεές Του.
Η Ορθοδοξία είναι δοξολογική με
πλατεία έννοια. Όλη η γνώση του Θεού, και του σωτηριολογικού του έργου,
μεταμορφωμένη σε προσευχή, σε λόγο απευθυνόμενο κατ’ ευθείαν στον Θεό, είναι
προσανατολισμένη πρακτικά και υπαρξιακά έτσι, ώστε να εκφράζει το περιεχόμενο
του διαλόγου μας με τον Θεό, ή καλλίτερα της ζωντανής προσωπικής μας σχέσης μ’
Αυτόν.
Η Ορθοδοξία διατήρησε τον αυθεντικό
χαρακτήρα της θρησκείας, ως διαλόγου του πιστού με τον Θεό, στον οποίο διάλογο
ο Θεός βιώνεται ως το προσωπικό και ύψιστο «Εσύ», απέναντι στον άνθρωπο.
Αντίθετα στον δυτικό χριστιανισμό έχει διαμορφωθεί ένα είδος διδασκαλίας, μια
φιλοσοφία του χριστιανισμού, μια γνώση, που μεταβάλλει τον Θεό σε αντικείμενο,
υποβιβάζει την πραγματική του φύση και την υποτάσσει στην ανθρώπινη λογική.
Αλλ’ ακριβώς στην σχέση αυτή του
διαλόγου βιώνεται ο Θεός πιο έντονα. Έτσι η Ορθοδοξία είναι ταυτόχρονα ζωντανή
εμπειρία του Θεού, γιατί ο Θεός ως συζητητής στον διάλογο αυτό, είναι Θεός που
ανταποκρίνεται στον ανθρώπινο συζητητή, ευλογώντας τον και απαντώντας στα
αιτήματά του, με την βοήθειά του και τις δωρεές του. Ο Θεός άπαντά στους
πιστούς με την λατρεία και τα μυστήρια και οι πιστοί αισθάνονται και λέγουν
στον Θεό αυτά που αισθάνονται. Η ορθόδοξη μυστηριακή λατρεία είναι ένας ουσιαστικός
οντολογικός διάλογος ανάμεσα στον Θεό και τους πιστούς, γι’ αυτό ακριβώς και
δεν είναι ένας διάλογος μόνο με λόγια.
Ο λόγος δεν χωρίζεται από το μυστήριο,
ούτε το μυστήριο από τον λόγο. Ο λόγος, ως θεολογία και ευχαριστία προς τον
Θεό, όταν συνοδεύεται κι από την ικεσία και την εκζήτηση του Αγίου Πνεύματος
και των θείων δωρεών του έχει σαν καρπό την χάρη κι όλα όσα έχουν ζητηθεί. Έτσι
δημιουργείται το μυστήριο, που είναι έκφραση του οντολογικού αυτού διαλόγου
Θεού και ανθρώπου.
Ο Θεός ανταποκρίνεται στην προσευχή
μας τότε, όταν εμείς τον υμνούμε και θυμούμαστε όλα όσα έκανε για την σωτηρία
μας. Τότε ανοίγει τα μάτια της ψυχής μας για να δούμε και να γνωρίσουμε το έργο
του. Ταυτόχρονα προκαλεί μέσα μας την διάθεση να τον υμνήσουμε και να του
εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για το έργο του, αυτό που γνωρίσαμε. Έτσι η θεία
λατρεία δεν είναι μόνο ο τύπος προσευχής της γνώσης του Θεού, αλλ’ είναι επίσης
και η πηγή της γνώσης και της συνεχούς επαλήθευσης της παντοτεινής γνώσης της
Εκκλησίας, η πρωταρχική μορφή της ζωντανής της παράδοσης. Με άλλα λόγια, ο
λόγος μέσα στην λατρεία είναι ένας οδηγός της βίωσης, του περιεχομένου της και
της έκφρασης αυτής της βίωσης.
Οι πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν
έμαθαν τόσο την διδασκαλία της από την Κατήχηση ή τις συστηματικές εκθέσεις
πίστης, όσο κυρίως από την τελετουργική πράξη του μυστηρίου της σωτηρίας. Στην
πραγματικότητα η σκέψη γύρω από τον Θεό είναι μια λατρεία και η λατρεία είναι
μια σκέψη κι ένας οδηγός μέσα στην σκέψη.
Ο ορθόδοξος πιστός δεν περιφρονεί την
σκέψη γύρω απ’ το πρόβλημα του Θεού, και το σωτήριο έργο του. Αυτή όμως η σκέψη
βρίσκει το πιο κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθεί μέσα στην λατρεία. Είναι
μια σκέψη που γίνεται κατά κάποιο τρόπο «βιωματικά», μέσα στην ατμόσφαιρα όμως
του μυστηρίου κατά την τέλεση της λατρείας, χωρίς να διαλύεται ούτε αυτό το
μυστήριο, ούτε η βίωσή του. Άλλωστε ακόμη και έξω απ’ την θεία λατρεία, η σκέψη
περί Θεού παίρνει την μορφή της λατρείας.
Όμως αν είναι έτσι, εκείνος που
ενεργεί μέσα στην μυστηριακή λατρεία της Ορθοδοξίας είναι το Άγιο Πνεύμα, που
κατήλθε στα εσώτερα βάθη του είναι μας, και που αποτελεί το τέλος του θεϊκού
έργου. Μέσα στην τάξη της λατρείας, το γεγονός της συνάντησης με τον Θεό
γίνεται χωρίς διακοπή, έτσι ακριβώς όπως δοκιμάζουν το βάθος της κοίτης ενός
ποταμού. Μέσα στην λατρεία μιλάμε στον Θεό ψάλλοντας, γιατί η ψαλμωδία εκφράζει
την θέρμη της βίωσης, που ξεπερνά τον λόγο. Όταν ψάλλουμε, το είναι μας γίνεται
ευαίσθητο και σαγηνεύεται από τον ενθουσιασμό που του δημιουργεί το γεγονός
αυτό της βίωσης του μυστηρίου του ζωοποιού Πνεύματος. Η ψαλμωδία λοιπόν είναι
εκείνη μέσα στην οποία βρίσκει τον κατάλληλο χώρο για να συμμετάσχει σ’ αυτή
την γεμάτη ενθουσιασμό ζωή. Γιατί η ψαλμωδία ελευθερώνει τις λέξεις από την
περιορισμένη λογική τους σημασία, και τις κάνει να συμμετέχουν στην ανέκφραστη
ζωή του βιούμενου μυστηρίου.
Η λατρεία δεν είναι μόνο ο λόγος του
ανθρώπου για τον Θεό που απευθύνεται σ’ Αυτόν, είναι και ο λόγος του ανθρώπου
για τις ανάγκες του και τις ανάγκες των συνανθρώπων του, για τις ανάγκες του
κόσμου ολόκληρου, και για την χαρά του από τις δωρεές που έλαβε. Εκείνο που ιδιαίτερα
πρέπει να σημειωθεί είναι το γεγονός, ότι μόνο μέσα στο Άγιο Πνεύμα μπορεί ο
άνθρωπος να δει και να ζήσει κατά ένα τρόπο βαθύ και υπαρξιακό την ανάγκη του
Θεού, κι αυτό που γίνεται όταν κοινωνεί μαζί του. Γιατί μέσα στο Άγιο Πνεύμα
βλέπει τον εαυτό του όχι στο αδιέξοδο της αδυναμίας και της δυστυχίας που
νοιώθει ζώντας μακριά από τον Θεό. Αλλά μέσα στην αισιοδοξία της ελπίδας για
την τελείωσή του και την αρχή της πραγματικής του τελείωσης, μέσα στην καρδιά
του μυστικού και σωτήριου διαλόγου με τον Θεό. Την εμπειρία λοιπόν αυτή
αποκομίζει ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της προσευχής, κι ιδιαίτερα μέσα στην
λατρεία της Εκκλησίας. Γιατί κατά ένα μεγάλο ποσοστό εκεί αποκτά πείρα του
Αγίου Πνεύματος, που είναι το πνεύμα της αγάπης και της κοινωνίας.
Να λοιπόν γιατί η λατρεία είναι
αισιόδοξη, και να γιατί μέσα στην ατμόσφαιρά της ο άνθρωπος εξυψώνεται και
προγεύεται αυτή την εξύψωση που είναι η αιώνια ζωή κοντά στον Θεό.
Άλλωστε οι εικόνες των αγίων, οι
δοξολογικοί ύμνοι που ψάλλονται προς τιμή των, μέσα στο πνεύμα του διαλόγου που
ξεκινάει από την ζωή κι από την κοινωνία μαζί τους, αυξάνουν αυτή την
αισιοδοξία. Γιατί όλα αυτά περιέχουν μια διδασκαλία γεμάτη αισιοδοξία για τον
άνθρωπο και γι’ αυτό που μπορεί να γίνει εμβαθύνοντας στον ζωντανό διάλογο με
τον Θεό και τους συνανθρώπους του, μια διδασκαλία για την ελπίδα του κάθε
πιστού, που από τώρα προγευόμαστε τους καρπούς της.
Οι εικόνες και οι ύμνοι που
απευθύνονται στους αγίους κρατούν τον άνθρωπο στην ένταση του αρραβώνα που
έλαβε και της υπεσχημένης τελειότητας, μέσα στην πορεία της εξέλιξης αυτού του
οντολογικού διαλόγου με τον Θεό, που είναι μια πορεία εσχατολογική. Αυτή η
εσχατολογική προοπτική της λατρείας ρίχνει φως αισιοδοξίας πάνω στην επίγεια
ζωή μας.
(Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Η Ορθοδοξία, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995, σσ. 30-36)