Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Χαλινούς αποπτύσας, ηχ. πλ. Δ’

"Χαλινούς αποπτύσας", ήχ. πλ. Δ’ ·
Ἰδιόμελον Ἀποστίχων
τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ
κατά τό ἑσπέρας τῆς Β΄Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν

Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου

Β΄Κυριακή τῶν Νηστειών


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς 
Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Η μετάβαση από την πρώτη Κυριακή των νηστειών της Μ. Τεσσαρακοστής, που είναι αφιερωμένη στην Ορθοδοξία, στην δεύτερη Κυριακή, που είναι αφιερωμένη στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, περικλείει διπλή σημασία: Από την μια μεριά επεκτείνει τον εορτασμό της Ορθοδοξίας για την οποία τόσο αγωνίστηκε και τόσα υπέφερε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, και από την άλλη υπογραμμίζει την ανάγκη της ολοκληρώσεως της Ορθοδοξίας με την ορθοπραξία στην οποία με μεγάλο ζήλο επιδόθηκε ο άγιος αυτός. Χωρίς την πρόταξη της Ορθοδοξίας και την σύνδεσή της με την ορθοπραξία δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή χριστιανική ζωή.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359) είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας. Ορισμένες μάλιστα φορές τοποθετείται ως τέταρτος Ιεράρχης μαζί με τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, η χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος.
Μετά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που έζησε τον 8ο αιώνα και συνόψισε την δογματική διδασκαλία και το Χριστοκεντρικό περιεχόμενο της χριστιανικής ζωής, άρχισε μια νέα περίοδος. Αυτή χαρακτηρίζεται από την μια μεριά για την περαιτέρω προβολή της εμπειρικής θεολογίας, και από την άλλη για την ανάπτυξη του στείρου συντηρητισμού και του χριστεπώνυμου ανθρωπισμού.

Το πνεύμα του στείρου συντηρητισμού και του ανθρωπισμού κατά τον 14ο αιώνα προβάλλουν στο Βυζάντιο ο Βαρλαάμ από την Καλαβρία της Ιταλίας και άλλοι θεολόγοι, όπως ο Γρηγόριος Ακίνδυνος και ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Αυτοί, μολονότι καταδίκαζαν ορισμένες θέσεις του Βαρλαάμ, θεολογούσαν νοησιαρχικά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέκρουσε την θεολογία τους με βάση την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι η φωνή της Εκκλησίας, που στην νέα αυτήν εποχή με τα δικά της προβλήματα έπρεπε να είναι επίσης νέα, ακούστηκε από θεολόγο που έζησε και «έπαθε τα θεία», όπως συνέβαινε εξ άλλου πάντοτε με τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Στην βάση της πατερικής θεολογίας και της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπάρχει η εμπειρία της παρουσιας του Θεού μέσα στην ιστορία. Και η εμπειρία αυτή δεν προσεγγίζεται με λογικές αναζητήσεις, αλλά με την βιωματική αποδοχή και οικείωση της θείας οικονομίας. Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ έλεγε ότι χωρίς τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στην εποχή μας. Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου προσφέρει την κλείδα για την ανάπτυξη της ορθόδοξης θεολογικής αυτοσυνειδησίας και την έκφραση της στην εποχή μας. Γι᾿ αυτό άλλωστε και η ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας, που παρατηρήθηκε από τα μέσα περίπου του εικοστού αιώνα, συνδέθηκε άμεσα με την αξιοποίηση της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Κεντρική θέση στην θεολογία του αγίου αυτού έχει η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό. Η διάκριση αυτή, που έχει τις ρίζες της στην Αγία Γραφή, αναπτύχθηκε θεολογικά από τους Πατέρες της Καππαδοκίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χρησιμοποίησε την διάκριση αυτήν υπογραμμίζοντας τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας ενέργειας. Η υπογράμμιση αυτή δεν συνιστά θεολογικό νεωτερισμό αλλά θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση έχει και την αντίστοιχη ενέργειά της. Η κτιστή φύση έχει κτιστή ενέργεια, ενώ η άκτιστη έχει άκτιστη ενέργεια.
Ο Θεός δεν παραμένει μακριά από τον άνθρωπο ούτε συνδέεται με αυτόν χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, αλλά έρχεται σε άμεση και προσωπική κοινωνία μαζί του με την άκτιστη ενέργεια η τις άκτιστες ενέργειές του. Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος μπορεί να μετέχει προσωπικά στην θεία ζωή και να γίνει θεός κατά χάρη. Ολόκληρη η παλαμική θεολογία καταλήγει σε τελική ανάλυση στην προάσπιση της αλήθειας της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου, δηλαδή της αναδείξεώς του ως προσώπου «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Ο άνθρωπος ως δημιούργημα «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν» Θεού είναι ανώτερος και από τους αγγέλους. Έτσι τιμούμε την Παναγία μας ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ». Στο ύψος αυτό τοποθέτησε τον άνθρωπο η προαιώνια βουλή του Θεού. Όπως επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, μόνο οι άνθρωποι ανάμεσα σε όλα τα κτίσματα έχουμε στην φύση μας την ικανότητα να επινοούμε και να παράγουμε το πολύμορφο πλήθος των τεχνών και των επιστημών. Έτσι μπορούμε να καλλιεργούμε την γη, να οικοδομούμε και να δημιουργούμε ανύπαρκτα πράγματα, έστω και αν τα κάνουμε από προϋπάρχουσα ύλη και όχι από το μηδέν, κάτι που ανήκει μόνο στον Θεό [1] .
Με άλλα λόγια μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα σε όλα τα κτίσματα του Θεού έχει το προνόμιο να δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό. Με τον πολιτισμό εξωτερικεύει ο άνθρωπος τον εσωτερικό του κόσμο. Έτσι σε κάθε πολιτισμό αποτυπώνονται οι προτιμήσεις, οι προσδοκίες και τα επιτεύγματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Και ο πολιτισμός του ανθρώπου, που είναι πρωτίστως δημιούργημα του νού του, φανερώνει την ποιότητά του.
Ο νούς του ανθρώπου, όπου κυρίως εδρεύει το «κατ’ εικόνα Θεού», λειτουργεί σωστά, όταν βρίσκεται σε κοινωνία με το αρχέτυπό του, τον Θεό. Όταν ο νούς του ανθρώπου αποστατήσει από τον Θεό, λέει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «η κτηνώδης γίνεται η δαιμονιώδης»· παραβιάζει τα φυσικά του όρια και αλλοτριώνεται παρασυρόμενος από την φιλοχρηματία, την φιλοδοξία και την φιληδονία [2] .

Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται παγκόσμια και διαχρονικά. Ιδιαιτέρως όμως σήμερα η αποκτήνωση και ο δαιμονισμός του ανθρώπου εκδηλώνονται με όλο το φρικτό μεγαλείο τους. Η φιλοχρηματία ως δεύτερη μορφή ειδωλολατρίας ταλαιπωρεί ολόκληρο τον πλανήτη μας. Οι άνθρωποι μαζί με ολόκληρη την γη, την θάλασσα και τον αέρα συμπνίγονται μέσα στις τοξικές αναθυμιάσεις των θηρευτών του χρήματος.Ένα δόλωμα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι αυτοί σε κάθε εποχή, όπως και σήμερα, είναι ο τοκισμός του χρήματος. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα αυτό επισημαίνοντας και τις ολέθριες κοινωνικές του διαστάσεις. Ο τοκιστής, λέει, δεν μολύνει μόνο την ψυχή του, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία προσάπτοντας σε αυτήν το έγκλημα της μισανθρωπίας. Καταστρέφει και την ζωή του δανειζόμενου και την ψυχή του. Οι τόκοι είναι «γεννήματα εχιδνών», που εμφωλεύουν στους κόλπους των φιλαργύρων. Αλλά και αν θα έλεγε κάποιος, ότι εφόσον δεν πρέπει να πάρω τόκο, θα κρατήσω ο ίδιος τα χρήματα που μου περισσεύουν και δεν θα δώσω δανεικά σε άλλους που χρειάζονται, βρίσκεται, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, στην ίδια κατάσταση [3] .
Όπου υπάρχουν η τοκογλυφία και η φιλοχρηματία, εκεί αναφύονται η εκμετάλλευση, η καταδυνάστευση και η φιληδονία. Ο άνθρωπος αγνοεί η αδιαφορεί για το ανυπέρβλητο μεγαλείο του, για την ίδια την ανθρωπιά του, και αποκτηνώνεται. Έτσι και ο πολιτισμός που δημιουργεί αποδεικνύεται τοξικός και απάνθρωπος. Τέτοιος είναι και ο κατά τα άλλα εκθαμβωτικός πολιτισμός που παράγει ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο μεγαλειώδης αλλά και εμπαθής νούς του αποτυπώνεται στον πολιτισμό του. Χωρίς την κάθαρση του νού του ανθρώπου από την εμπάθεια και την ανασύνδεσή του με το αρχέτυπο, με τον Θεό που εικονίζει, θα καταλήγει να γίνεται «κτηνώδης η δαιμονιώδης».

Παραπομπές:
1. Γρηγορίου Παλαμα, Κεφάλαια 63, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 71.
2. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 51,10, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Β. Ψευτογκά, τόμ. 6, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 539.
3. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 45,7, ό.π., σ. 483.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία!

Ιστορία και τελεσιουργία 
της Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων
Σημείο αναφοράς του τυπικού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί η μετάδοση των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Το ασύμβατο του πανηγυρικού και χαρούμενου χαρακτήρα τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας με τον κατανυκτικό χαρακτήρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρακωλύει την τέλεση της αναίμακτης ιερουργίας κατά τις ημέρες της νηστείας. Όμως, η σημασία της Θείας Κοινωνίας για τον πνευματικό αγώνα του πιστού καθιέρωσε τη μετάδοση Προηγιασμένων Δώρων, ακόμα και κατά τις νηστίσιμες ημέρες.
Η διαφορά της λειτουργίας των Προηγιασμένων από τους συνήθεις λειτουργικούς τύπους έγκειται στο γεγονός ότι τα Τίμια Δώρα έχουν προαγιασθεί σε Σώμα και Αίμα Χριστού κατά τη Θεία Λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής ή Σαββάτου. Ο λειτουργός εξάγει κατά την προσκομιδή και δεύτερο αμνό, τον οποίο τοποθετεί μαζί με τον αρχικό στο δισκάριο, τον καθαγιάζει και τον υψώνει κανονικά, ενώ, μετά την έγχυση του ζέοντος ύδατος στο ποτήριο, εμβαπτίζει τον δεύτερο αμνό στο τίμιο αίμα και τον τοποθετεί με προσοχή σε ειδικό για τη φύλαξή του αρτοφόριο πάνω στην Αγία Τράπεζα, έως και την ημέρα της τέλεσης της λειτουργίας των Προηγιασμένων.
Η ακολουθία μεταλήψεως των Προηγιασμένων δεν εντάσσεται στο επταμερές σύνολο των ακολουθιών του νυχθημέρου, ούτε είναι Θεία Λειτουργία, αλλά απλός τρόπος μετάδοσης των Τιμίων Δώρων, συναπτόμενος με την ακολουθία του Εσπερινού. Η ψαλμωδία του παλαιού ύμνου «Νῦν αἳ δυνάμεις» συνιστά μεθόριο των δύο ακολουθιών. Τα διαμειβόμενα πριν από τον ύμνο αποτελούν την ακολουθία του Εσπερινού, ενώ τα επόμενα του ύμνου αποτελούν την ακολουθία των Προηγιασμένων.
Ο χρόνος τέλεσης της Προηγιασμένης κατά το εσπέρας της Τετάρτης και της Παρασκευής των Νηστειών προτιμήθηκε εξαιτίας της ολοήμερης νηστείας των ημερών αυτών έως την ώρα του Εσπερινού, οπότε, μετά τη μετάληψη των Τιμίων Δώρων, ο πιστός μπορούσε να καταλύσει τροφής. Στην ενοριακή πράξη η μετάδοση των Προηγιασμένων μετατίθεται πολλές φορές το πρωί, λόγω, αφενός, της αδυναμίας των πιστών να τηρήσουν την αυστηρή νηστεία, και αφετέρου, της συνήθειας τέλεσης της αναίμακτης ιερουργίας τις πρωινές ώρες. Εξαιτίας της χρονικής μετάθεσης της Προηγιασμένης, συμπαρασύρθηκε και η τέλεση του Εσπερινού το πρωί, καθώς οι δύο ακολουθίες τελούνται σε συνάρθρωση. Έτσι, καθιερώθηκε η ακολουθία του Εσπερινού των καθημερινών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να τελείται το πρωί, ανεξάρτητα από το εάν θα ακολουθήσει μετάληψη Προηγιασμένων. Επίσης, τακτικές ημέρες μετάληψης των Προηγιασμένων είναι η Πέμπτη της Ε’ Εβδομάδας των Νηστειών (Μεγάλου Κανόνος), οι τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και ημέρες μνήμης εορταζομένου Αγίου.
Σε παλαιότερες εποχές, Προηγιασμένα Δώρα μεταδίδονταν κατά την Τετάρτη και Παρασκευή της Τυρινής, αλλά και τη Μεγάλη Παρασκευή. Έως σήμερα δεν μπορεί κατά τις ημέρες αυτές να τελεσθεί τελεία Θεία Λειτουργία, σύμφωνα με την παλαιά πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κατάλοιπο της παλαιάς συνήθειας αποτελεί η παράθεση παλαιοδιαθηκικού αναγνώσματος στο βιβλίο του Τριωδίου, στην ακολουθία του Εσπερινού των δύο ημερών της εβδομάδας της Τυρινής. Κατά τη βυζαντινή εποχή, μετάληψη από Προηγιασμένα Δώρα γινόταν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή όλου του έτους. Μάλιστα, κατά τον Ι’ αιώνα, η μετάληψη από Προηγιασμένα ήταν προαιρετική στην Κωνσταντινούπολη.
Σύμφωνα με αρχαίο έθος, Προηγιασμένη μπορούσε να τελεσθεί και κατά την εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, έναντι της τελείας Θείας Λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου που τελείται στις μέρες μας. Η αδυναμία τέλεσης τελείας Θείας Λειτουργίας οφείλεται στο ισοδύναμο του πένθιμου χαρακτήρα της εορτής της Υψώσεως και της Μεγάλης Παρασκευής, όποτε ομοίως δεν υπάρχει δυνατότητα τέλεσης Θείας Ευχαριστίας. Προηγιασμένη οριζόταν ακόμα και για την εορτή του Ευαγγελισμού. Όμως, ο ΝΒ’ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου εξαιρεί την ημέρα αυτή, μαζί με το Σάββατο και την Κυριακή, από την υποχρέωση τέλεσης Προηγιασμένης, υπονοώντας τέλεση τελείας Θείας Λειτουργίας.
Η συγγραφή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων αποδίδεται σε πλειάδα Πατέρων της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων ο Επιφάνιος Κύπρου, ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως και ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος ο Διάλογος. Επίσης, στον κώδικα 766 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών (ΙΣΤ’ αιώνας), υπάρχει έμμεση μαρτυρία ότι αποτελεί προϊόν της πένας του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Συγκεκριμένα, ο κώδικας αναφέρει ότι στη Θεία Ευχαριστία μετά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων λέγεται το απολυτίκιο και το κοντάκιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, λογικά από σύγχυση μεταξύ των Γρηγορίου του Θεολόγου και του Διαλόγου. Ο Ιω. Φουντούλης προτιμά να μην λέγεται κανένα τροπάριο αγίου, αλλά μετά το «Δόξα. Καὶ νῦν» να απαγγέλεται απευθείας το τροπάριο «Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε». Παρά ταύτα, ο συγγραφέας παραμένει έως σήμερα άγνωστος. Κατά τον Π. Τρεμπέλα, η απόδοση της Λειτουργίας στον Άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο οφείλεται πιθανότατα στη συμβολή του για τη διάδοσή της στη Δύση, καθώς την εισήγαγε στη λατρεία της Μεγάλης Παρασκευής της Εκκλησίας της Ρώμης, σύμφωνα με το ρωμαϊκό τυπικό.
Συνοπτικά, η δομή της ακολουθίας των Προηγιασμένων έχει ως εξής. Ξεκινά, ουσιαστικά, μετά από τα αναγνώσματα και το «Κατευθυνθήτω» του Εσπερινού με τα κατηχούμενα, τις ευχές υπέρ των κατηχουμένων και των πιστών. Ακολούθως, κατά την ψαλμωδία του ύμνου «Νυν αι δυνάμεις», ο λειτουργός θυμιάζει τον λαό. Στο μέσο αυτού τελείται μυστικά η Είσοδος των Αγίων, μετά την οποία ολοκληρώνεται ο ύμνος. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή «μετὰ τὸ ἀποτεθεῖναι τὰ ἅγια ἐν τὴ ἁγία τραπέζη», η Κυριακή Προσευχή, οι δύο ευχές της κεφαλοκλισίας και η εκφώνηση του «Πρόσχωμεν! Τὰ προηγιασμένα ἅγια τοῖς ἁγίοις». Ακολούθως, η δομή της Προηγιασμένης ταυτίζεται με αυτή της Θείας Λειτουργίας, αλλά με μικρές υμνολογικές και ευχολογικές διαφορές. Οι διαφορές αυτές είναι: α) αντί του «Εἴδομεν τὸ φῶς» ψάλλεται ειρμολογικά ο ύμνος «Εὐλογήσω τὸν Κύριον», β) ως οπισθάμβωνη ευχή λέγεται η σχετική της Προηγιασμένης («Δέσποτα παντοκράτωρ») και γ) η διανομή του αντιδώρου λαμβάνει χώρα πριν από τη δια του «Δι’ εὐχῶν» απόλυση της σύναξης, ενόσω διαβάζονται οι λγ’ και ρμδ’ ψαλμοί. Το τελευταίο σημείο αποτελεί παλαιά τυπική διάταξη, όχι μόνο της Προηγιασμένης, αλλά και κάθε τελείας Θείας Λειτουργίας.
Με τη μετάδοση των Προηγιασμένων Δώρων διαφαίνεται η διάθεση της Εκκλησίας για την κάλυψη των πευματικών αναγκών των μελών της. Η Θεία Ευχαριστία, ως το κατεξοχήν σημείο έκφρασης της μυστηριακής κοινότητας, συνιστά αναγκαίο στοιχείο για τη ζωή του πιστού. Η έλλειψή της χαλαρώνει τον δεσμό του πιστού με την ευχαριστιακή σύναξη, αλλά η παρουσία της, έστω και με την κατ’ οικονομία μετάδοση των Προηγιασμένων, ενδυναμώνει τον αγώνα του πιστού στην προσευχή και τη νηστεία της σαρακοστιανής χαρμολύπης.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Κορωνοιός!!!

Η εξά­πλω­σις του κορωνοιού στην πατρίδα μας 
και οι συνέπειές της στη ζωή της Εκκλησίας ενώπιον της Μεγάλης Τεσσαρακοστή

Τις μέρες αυτές υπάρχει μια γενικευμένη αναστάτωση, μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα, με αφορμή ενός νέου ιού γρίππης, γεγονός που δυστυχώς αναπαράγεται και μεγενθύνεται από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα ακόμη και ο Πρωθυπουργός να υποχρεωθεί να δηλώσει ότι: «ο πιο μεγάλος αντίπαλος δεν είναι ο κορωνοιός αλλά ο πανικός». Πράγματι αυτός μεταδίδεται πιο εύκολα από τους ιούς!
Η προστασία της υγείας μας δεν είναι ασφαλώς κάτι το κακό. Ο πανικός είναι το κακό. Τα μέτρα πρόληψης και η σύνεση δεν έχουν κάτι το μεμπτό. Η απροσεξία η οι υπερβολές είναι το πρόβλημα.
Δυστυχώς, η όλη κατάσταση είναι απόρροια της νοσηρής φιλοζωίας μας. Ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, ας συμμορφωθούμε με τις υποδείξεις των αρμοδίων και ας καταλάβουμε μια ώρα αρχύτερα ότι εκτός από τις ασθένειες, τις απειλές, τους ιούς και τα μικρόβια υπάρχει και η παρουσία του Θεού στη ζωή μας και η προστασία της Παναγίας. Ο ιός της απιστίας, του αθεισμού, της απόρριψης του Θεού είναι το χρόνιο πρόβλημα της εποχής και της κοινωνίας μας.

Κατόπιν όλων αυτών, θα ήθελα να πω δυό-τρία πράγματα στην αγάπη σας, ενόψει μάλιστα και της νηστείας, όπως και των πυκνών ακολουθιών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ανεξάρτητα από το τι τελικά θα αποφασίσουν τα υπουργεία.
α) Είναι αυτονόητο ότι είναι επιβεβλημένο να τηρήσουμε όλους τους όρους υγιεινής, καθαριότητος και ασφαλείας, που μας υποδεικνύονται, χωρίς βέβαια νοσηρούς φόβους και ανησυχίες.
β) Ήδη ετοιμαζόμαστε για την νηστεία της Σαρακοστής. Όσοι όμως από σας έχετε εύθραυστη υγεία, φυσική αδυναμία, χρόνια προβλήματα, καλό είναι να αποφύγετε τους αυστηρούς όρους νηστείας που ενδεχομένως τηρούσατε στο παρελθόν τέτοια περίοδο. Η νηστεία πρωτίστως εφαρμόζεται από τους υγιείς. Όταν είμαστε ασθενείς χρειάζεται προσοχή και διάκριση, ώστε να μη βλάψουμε την υγεία και το σώμα μας που είναι ναός του Θεού.
Η νηστεία, όταν γίνεται σωστά, είναι κάτι άγιο, που αποβλέπει στην υγεία και της ψυχής και του σώματος. Οι μεγάλοι άγιοι ασκητές και νηστευτές της Εκκλησίας μας έζησαν υγιείς και έφτασαν σε βαθύ γήρας. Στις μέρες μας αρρωσταίνουμε από την πολυφαγία και την παχυσαρκία, όχι από το αντίθετο. Παρά ταύτα, όσοι τυχόν είναι ασθενείς, καλόν είναι, σε συνεννόηση με τους πνευματικούς σας, να αποφύγετε τυχόν υπερβολές και ακρότητες.
γ) Όσοι έχουν συμπτώματα γρίπης, βήχα, φτέρνισμα, πυρετό, ίσως κάποια κακουχία, πόνο στον λαιμό, καλό είναι να αποφύγουν να έρχονται στις ακολουθίες για όσο καιρό χρειάζεται η αποκατάσταση της υγείας τους, ώστε και οι ίδιοι να προστατευθούν και τους υπόλοιπους να προστατεύσουν από ανεπιθύμητες εξελίξεις. Η Εκκλησία εύχεται και «υπέρ των εν ασθενείαις κατακειμένων», αλλά και «υπέρ των δι΄ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων», για όσους είναι ασθενείς και για όσους απουσιάζουν δικαιολογημένα από τη σύναξη. Οι υγιείς προσεύχονται για τους ασθενείς από τον ναό και οι ασθενείς για τους υγιείς και τον εαυτό τους από το σπίτι.
δ) Τελικά η καλύτερη ασπίδα για την υγεία και το καλό μας, μαζί με τα φάρμακα, τις συστάσεις των γιατρών και τα μέτρα των Υπουργείων, είναι η εμπιστοσύνη της ζωής και της υγείας μας στα χέρια του Θεού. Η πίστη μας στην πρόνοια και την αγάπη Του είναι το καλύτερο φάρμακο για κάθε απειλή, για κάθε ασθένεια. «Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/2020/03/i-exa%c2%adplo%c2%adsis-tou-koroniou-stin-patrida-mas-ke-i-sinepies-tis-sti-zoi-tis-ekklisias-enopion-tis-megalis-tessarakosti/

Η Καμπάνα!


Πότε σημαίνει η Καμπάνα

Σε πόσα και ποία σημεία της ιεράς ακολουθίας είναι ορθόν να σημαίνη η καμπάνα και γιατί;
Το κτύπημα της καμπάνας έχει κατ’ αρχήν χαρακτήρα καθαρώς προειδοποιητικό. Είναι δηλαδή ένα σημείο ενάρξεως της ακολουθίας και ένας τρόπος προσκλήσεως των πιστών σ’ αυτή.
Σε χειρόγραφα Τυπικά βρίσκομε οδηγίες για την κρούσι των κωδώνων ανάλογα με την εορτή. Έτσι καθορίζεται εκτός των άλλων και το «πότε δει σημαίνειν δια των κωδώνων», εις πόσας «στάσεις» και με πόσους κώδωνες.
Από τον κτύπο των κωδώνων μπορούσε να καταλάβη ο πιστός το βαθμό σπουδαιότητος κάθε εορτής και την ώρα ενάρξεως της ακολουθίας, σε εποχή μάλιστα που τα ημερολόγια και τα ωρολόγια δεν ήσαν κτήμα του καθενός, και ανάλογα να κανονίση τον εκκλησιασμό του.
Αυτό γίνεται, κάπως όμως ακανόνιστα και αμελέτητα, και μέχρι σήμερα. Στα μοναστήρια υπάρχουν αντιθέτως πολλών ειδών σήμαντρα και καμπάνες και ο τρόπος και ο χρόνος της κρούσεώς των, αρκετά πολύπλοκος άλλως τε, καθορίζεται ακριβώς από τα επί μέρους τυπικά της κάθε μιας μονής.
Στους ενοριακούς ναούς, για τους οποίους πρόκειται εδώ, η καμπάνα κτυπά, όπως είπαμε στην αρχή, ακριβώς πριν αρχίση κάθε ακολουθία, για να ειδοποιηθούν σχετικά οι πιστοί. Κτυπά δηλαδή πριν από τον εσπερινό, πριν από τον όρθρο και πριν από τη θεία λειτουργία.
Όταν μία ακολουθία επισυνάπτεται σε μία άλλη, πάλι κτυπά η καμπάνα περί το τέλος της προηγουμένης. Επί παραδείγματι στο τέλος των ωρών για να αρχίση ο εσπερινός με την Προηγιασμένη, στο τέλος των μεγάλων ωρών για να αρχίση η ακολουθία του εσπερινού και της λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ή του μεγάλου εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής, στο τέλος της λειτουργίας για την επικειμένη έναρξι της ακολουθίας της γονυκλισίας της Πεντηκοστής ή του μεγάλου αγιασμού ή της δοξολογίας της εθνικής εορτής κ.ο.κ. Έτσι πληροφορούνται οι πιστοί για την επικειμένη έναρξι της ακολουθίας και καλούνται να προσέλθουν σ’ αυτήν.
Δυσκολία παρουσιάζει μόνο το κτύπημα της καμπάνας κατά την ακολουθία του όρθρου, που γίνεται συνδεδεμένος με την θεία λειτουργία. Καθώς ξεύρουμε στην τελευταία αυτή περίπτωσι, κτυπά τρεις φορές η καμπάνα, δηλαδή στην αρχή του όρθρου, στις καταβασίες και στην δοξολογία.
Για την αρχή του όρθρου δεν γεννάται θέμα. Για την δοξολογία πάλι θα θυμηθούμε όσα γράψαμε απαντώντας στην 17η ερώτησι. Είναι δηλαδή η κωδωνοκρουσία της ενάρξεως της θείας λειτουργίας, που γίνεται ακριβώς πριν απ’ αυτή, όπως η προσφορά του θυμιάματος και η απαγγελία του «Βασιλεύ ουράνιε» κλπ. Γιατί τώρα επεκράτησε να κτυπά η καμπάνα και κατά τις καταβασίες;
Ίσως για να δοθή μία ακόμη προειδοποίησις στους πιστούς για την επικειμένη έναρξι της θείας λειτουργίας. Ίσως για να συμπληρωθή ο ιερός αριθμός των τριών κωδωνοκρουσιών. Άλλ’ ίσως να οφείλεται και σε επίδρασι της αρχιερατικής λειτουργίας. Καθώς γνωρίζομε, κατά την ώρα αυτή γίνεται η είσοδος του αρχιερέως στον ναό, προκειμένου να χοροστατήση στον όρθρο και εν συνεχεία να τελέση την θεία λειτουργία και η έλευσί του χαιρετάται με την κρούσι των κωδώνων.
Εκτός όμως από τον πρακτικό αυτόν σκοπό, την πρόσκλησι των πιστών, οι καμπάνες κρούονται είτε για να εκδηλώσουν την χαρά της Εκκλησίας, είτε την λύπη της, είτε για να συνοδεύσουν με τους χαρμοσύνους ή πενθίμους ήχους των τις ιερές λιτανείες. Στην πρώτη περίπτωσι θα πρέπει να περιλάβωμε την χαρμόσυνο κρούσι όλων των κωδώνων κατά την ακολουθία της αναστάσεως κατά την ψαλμωδία του «Χριστός ανέστη», που πάλι όμως μπορεί να συνδεθή με την έναρξι της ακολουθίας του όρθρου του Πάσχα, στην δευτέρα την πένθιμο κρούσι των κωδώνων κατά την Μεγάλη Παρασκευή και τις νεκρώσιμες ακολουθίες και τέλος στην τελευταία την κωδωνοκρουσία κατά την περιφορά των εικόνων στας πανηγύρεις των ναών ή του επιταφίου κατά την ακολουθία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ.,
Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας.
Τόμος Α”. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

ΠΗΓΗ:
https://www.vimaorthodoxias.gr/theologikos-logos-diafora/pote-simainei-i-kabana-2/

Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο

 Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
Συλλείτουργο Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου
καί Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, 8 Μαρτίου 20201

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Η Ορθοδοξία!


Η Ορθοδοξία είναι δοξολογική 
όπως η αγία Γραφή

Μερικοί προτεστάντες Θεολόγοι, όπως ο Edmund Schlink, ο Vogel και άλλοι, έχουν παρατηρήσει τελευταία, ότι η Ορθοδοξία είναι δοξολογική. Αυτό αληθεύει με την έννοια, ότι για την Ορθοδοξία ο Θεός και το έργο του, της δημιουργίας και της σωτηρίας, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας θεωρητικής διδασκαλίας. Η στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στον Θεό είναι περισσότερο αίνος και ψαλμός, γεμάτος ενθουσιασμό, σαν κι αυτόν του ψαλμωδού της Π. Διαθήκης. Έτσι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά το γεγονός, ότι η Ορθοδοξία αποτελεί την συνέχεια του αρχέγονου χριστιανισμού, γιατί ακριβώς αυτή είναι η στάση της Π. Διαθήκης απέναντι στον Θεό.
Όμως μέσα στην ορθόδοξη λατρεία, η δοξολογία δεν είναι το μοναδικό στοιχείο. Συνοδεύεται κι από την ευχαριστία για όλα, όσα ο Θεός έκανε και κάνει για μας, όπως επίσης και από την ικεσία, που απευθύνεται σ’ Αυτόν, για να μας χαρίζει συνεχώς την ευσπλαχνία Του και τις δωρεές Του.
Η Ορθοδοξία είναι δοξολογική με πλατεία έννοια. Όλη η γνώση του Θεού, και του σωτηριολογικού του έργου, μεταμορφωμένη σε προσευχή, σε λόγο απευθυνόμενο κατ’ ευθείαν στον Θεό, είναι προσανατολισμένη πρακτικά και υπαρξιακά έτσι, ώστε να εκφράζει το περιεχόμενο του διαλόγου μας με τον Θεό, ή καλλίτερα της ζωντανής προσωπικής μας σχέσης μ’ Αυτόν.
Η Ορθοδοξία διατήρησε τον αυθεντικό χαρακτήρα της θρησκείας, ως διαλόγου του πιστού με τον Θεό, στον οποίο διάλογο ο Θεός βιώνεται ως το προσωπικό και ύψιστο «Εσύ», απέναντι στον άνθρωπο. Αντίθετα στον δυτικό χριστιανισμό έχει διαμορφωθεί ένα είδος διδασκαλίας, μια φιλοσοφία του χριστιανισμού, μια γνώση, που μεταβάλλει τον Θεό σε αντικείμενο, υποβιβάζει την πραγματική του φύση και την υποτάσσει στην ανθρώπινη λογική.
Αλλ’ ακριβώς στην σχέση αυτή του διαλόγου βιώνεται ο Θεός πιο έντονα. Έτσι η Ορθοδοξία είναι ταυτόχρονα ζωντανή εμπειρία του Θεού, γιατί ο Θεός ως συζητητής στον διάλογο αυτό, είναι Θεός που ανταποκρίνεται στον ανθρώπινο συζητητή, ευλογώντας τον και απαντώντας στα αιτήματά του, με την βοήθειά του και τις δωρεές του. Ο Θεός άπαντά στους πιστούς με την λατρεία και τα μυστήρια και οι πιστοί αισθάνονται και λέγουν στον Θεό αυτά που αισθάνονται. Η ορθόδοξη μυστηριακή λατρεία είναι ένας ουσιαστικός οντολογικός διάλογος ανάμεσα στον Θεό και τους πιστούς, γι’ αυτό ακριβώς και δεν είναι ένας διάλογος μόνο με λόγια.

Ο λόγος δεν χωρίζεται από το μυστήριο, ούτε το μυστήριο από τον λόγο. Ο λόγος, ως θεολογία και ευχαριστία προς τον Θεό, όταν συνοδεύεται κι από την ικεσία και την εκζήτηση του Αγίου Πνεύματος και των θείων δωρεών του έχει σαν καρπό την χάρη κι όλα όσα έχουν ζητηθεί. Έτσι δημιουργείται το μυστήριο, που είναι έκφραση του οντολογικού αυτού διαλόγου Θεού και ανθρώπου.
Ο Θεός ανταποκρίνεται στην προσευχή μας τότε, όταν εμείς τον υμνούμε και θυμούμαστε όλα όσα έκανε για την σωτηρία μας. Τότε ανοίγει τα μάτια της ψυχής μας για να δούμε και να γνωρίσουμε το έργο του. Ταυτόχρονα προκαλεί μέσα μας την διάθεση να τον υμνήσουμε και να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για το έργο του, αυτό που γνωρίσαμε. Έτσι η θεία λατρεία δεν είναι μόνο ο τύπος προσευχής της γνώσης του Θεού, αλλ’ είναι επίσης και η πηγή της γνώσης και της συνεχούς επαλήθευσης της παντοτεινής γνώσης της Εκκλησίας, η πρωταρχική μορφή της ζωντανής της παράδοσης. Με άλλα λόγια, ο λόγος μέσα στην λατρεία είναι ένας οδηγός της βίωσης, του περιεχομένου της και της έκφρασης αυτής της βίωσης.
Οι πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν έμαθαν τόσο την διδασκαλία της από την Κατήχηση ή τις συστηματικές εκθέσεις πίστης, όσο κυρίως από την τελετουργική πράξη του μυστηρίου της σωτηρίας. Στην πραγματικότητα η σκέψη γύρω από τον Θεό είναι μια λατρεία και η λατρεία είναι μια σκέψη κι ένας οδηγός μέσα στην σκέψη.
Ο ορθόδοξος πιστός δεν περιφρονεί την σκέψη γύρω απ’ το πρόβλημα του Θεού, και το σωτήριο έργο του. Αυτή όμως η σκέψη βρίσκει το πιο κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθεί μέσα στην λατρεία. Είναι μια σκέψη που γίνεται κατά κάποιο τρόπο «βιωματικά», μέσα στην ατμόσφαιρα όμως του μυστηρίου κατά την τέλεση της λατρείας, χωρίς να διαλύεται ούτε αυτό το μυστήριο, ούτε η βίωσή του. Άλλωστε ακόμη και έξω απ’ την θεία λατρεία, η σκέψη περί Θεού παίρνει την μορφή της λατρείας.
Όμως αν είναι έτσι, εκείνος που ενεργεί μέσα στην μυστηριακή λατρεία της Ορθοδοξίας είναι το Άγιο Πνεύμα, που κατήλθε στα εσώτερα βάθη του είναι μας, και που αποτελεί το τέλος του θεϊκού έργου. Μέσα στην τάξη της λατρείας, το γεγονός της συνάντησης με τον Θεό γίνεται χωρίς διακοπή, έτσι ακριβώς όπως δοκιμάζουν το βάθος της κοίτης ενός ποταμού. Μέσα στην λατρεία μιλάμε στον Θεό ψάλλοντας, γιατί η ψαλμωδία εκφράζει την θέρμη της βίωσης, που ξεπερνά τον λόγο. Όταν ψάλλουμε, το είναι μας γίνεται ευαίσθητο και σαγηνεύεται από τον ενθουσιασμό που του δημιουργεί το γεγονός αυτό της βίωσης του μυστηρίου του ζωοποιού Πνεύματος. Η ψαλμωδία λοιπόν είναι εκείνη μέσα στην οποία βρίσκει τον κατάλληλο χώρο για να συμμετάσχει σ’ αυτή την γεμάτη ενθουσιασμό ζωή. Γιατί η ψαλμωδία ελευθερώνει τις λέξεις από την περιορισμένη λογική τους σημασία, και τις κάνει να συμμετέχουν στην ανέκφραστη ζωή του βιούμενου μυστηρίου.
Η λατρεία δεν είναι μόνο ο λόγος του ανθρώπου για τον Θεό που απευθύνεται σ’ Αυτόν, είναι και ο λόγος του ανθρώπου για τις ανάγκες του και τις ανάγκες των συνανθρώπων του, για τις ανάγκες του κόσμου ολόκληρου, και για την χαρά του από τις δωρεές που έλαβε. Εκείνο που ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί είναι το γεγονός, ότι μόνο μέσα στο Άγιο Πνεύμα μπορεί ο άνθρωπος να δει και να ζήσει κατά ένα τρόπο βαθύ και υπαρξιακό την ανάγκη του Θεού, κι αυτό που γίνεται όταν κοινωνεί μαζί του. Γιατί μέσα στο Άγιο Πνεύμα βλέπει τον εαυτό του όχι στο αδιέξοδο της αδυναμίας και της δυστυχίας που νοιώθει ζώντας μακριά από τον Θεό. Αλλά μέσα στην αισιοδοξία της ελπίδας για την τελείωσή του και την αρχή της πραγματικής του τελείωσης, μέσα στην καρδιά του μυστικού και σωτήριου διαλόγου με τον Θεό. Την εμπειρία λοιπόν αυτή αποκομίζει ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της προσευχής, κι ιδιαίτερα μέσα στην λατρεία της Εκκλησίας. Γιατί κατά ένα μεγάλο ποσοστό εκεί αποκτά πείρα του Αγίου Πνεύματος, που είναι το πνεύμα της αγάπης και της κοινωνίας.
Να λοιπόν γιατί η λατρεία είναι αισιόδοξη, και να γιατί μέσα στην ατμόσφαιρά της ο άνθρωπος εξυψώνεται και προγεύεται αυτή την εξύψωση που είναι η αιώνια ζωή κοντά στον Θεό.
Άλλωστε οι εικόνες των αγίων, οι δοξολογικοί ύμνοι που ψάλλονται προς τιμή των, μέσα στο πνεύμα του διαλόγου που ξεκινάει από την ζωή κι από την κοινωνία μαζί τους, αυξάνουν αυτή την αισιοδοξία. Γιατί όλα αυτά περιέχουν μια διδασκαλία γεμάτη αισιοδοξία για τον άνθρωπο και γι’ αυτό που μπορεί να γίνει εμβαθύνοντας στον ζωντανό διάλογο με τον Θεό και τους συνανθρώπους του, μια διδασκαλία για την ελπίδα του κάθε πιστού, που από τώρα προγευόμαστε τους καρπούς της.
Οι εικόνες και οι ύμνοι που απευθύνονται στους αγίους κρατούν τον άνθρωπο στην ένταση του αρραβώνα που έλαβε και της υπεσχημένης τελειότητας, μέσα στην πορεία της εξέλιξης αυτού του οντολογικού διαλόγου με τον Θεό, που είναι μια πορεία εσχατολογική. Αυτή η εσχατολογική προοπτική της λατρείας ρίχνει φως αισιοδοξίας πάνω στην επίγεια ζωή μας.
(Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε, Η Ορθοδοξία, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995, σσ. 30-36)

Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας!


Το Δοξαστικό των Αίνων
 της Α’ Κυριακής των Νηστειών




Πρώτη Κυριακή των Νηστειών η ερχόμενη Κυριακή, (Κυριακή της Ορθοδοξίας) και στο Συναξάρι της ημέρας διαβάζουμε: «τη αυτή ημέρα, Κυριακή πρώτη των Νηστειών, ανάμνησιν ποιούμεθα της αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών Εικόνων, γενομένης παρά των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί της Πατριαρχείας του αγίου και Ομολογητού Μεθοδίου«. Εορτάζουμε δηλ. τη θέσπιση της εορτής της Ορθοδοξίας, της Αναστήλωσης των Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε πανηγυρικά από την ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαρτίου του 843, η οποία καθιέρωσε την εορτή αυτή υιοθετώντας τις θέσεις και τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.


Όμως η υμνολογία της εορτής δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στους Πατέρες που συγκρότησαν τις αρμόδιες Συνόδους και δη την Ζ’ Οικουμενική, καθώς και στα ιστορικά και δογματικά γεγονότα που απασχόλησαν τις περιόδους της εικονομαχίας, αλλά αναφέρεται παράλληλα στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης με επικεφαλής τον θεόπτη Μωυσή και αυτό δεν καταδεικνύεται τόσο στα Στιχηρά Προσόμοια του Εσπερινού [1] όσο στο δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου.
Στο δοξαστικό του Όρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:
«Μωσής τω καιρώ της εγκρατείας, Νόμον εδέξατο, και λαόν επεσπάσατο, Ηλίας νηστεύσας, ουρανούς απέκλεισε· τρεις δε Παίδες Αβραμιαίοι, τύραννον παρανομούντα, διά νηστείας ενίκησαν. Δι’ αυτής και ημάς Σωτήρ αξίωσον, της Αναστάσεως τυχείν, ούτω βοώντας· Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς«.
Επίσης αναφορά για το πρόσωπο του Μωυσέως και των υπολοίπων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης γίνεται και στο Αποστολικό Ανάγνωσμα, όπου ο απόστολος των εθνών αναφέρει στην προς Εβρίους επιστολή του: «Αδελφοί, πίστει Μωσής μέγας γενόμενος, ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού η πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των εν Αιγύπτω θησαυρών, τον ονειδισμόν του Χριστού· απέβλεπε γαρ εις την μισθαποδοσίαν» (Εβρ. 11,24) [2] .
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίστηκαν στο Ισραήλ κατά τις περιόδους της αποστασίας και της ειδωλολατρίας του λαού. Έλεγχαν την ειδωλολατρική παρέκκλιση που μόλυνε τις φυλές του Ισραήλ και κήρυτταν ότι ο Θεός είναι ένας, μοναδικός, αληθινός, υπερβατικός και παγκόσμιος. Οι προφήτες φρονούσαν ότι ο Θεός του Ισραήλ δεν είναι Θεός εθνικός αλλά παγκόσμιος και γι αυτό τόνιζαν την παγκοσμιότητα Του. Κύριο έργο των προφητών, ως όργανα του Θεού, ήταν να καθοδηγούν τον Ισραήλ να επιτελέσει τη μεγάλη του αποστολή να μεριμνά δηλ. για την κατανόηση και διατήρηση της Διαθήκης του με το Θεό που είχε συναφθεί στο όρος Σινά και το κυριότερο να προπαρασκευάζουν το λαό αυτό και μέσω αυτού όλη την ανθρωπότητα για σύναψη της Νέας Διαθήκης με τη μεσιτεία του Μεσσία, τον οποίο προκατήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο πιστός λαός του Θεού.
Στο όρος Σινά παρέλαβε ο Μωυσής το Νόμο του Θεού και σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχουν τα βιβλία της Εξόδου [3] και του Δευτερονομίου [4] καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα των 40 ημερών που ο Μωυσής βρισκόταν στο όρος Σινά για να παραλάβει το Νόμο του Θεού ούτε έφαγε άρτο, ούτε ήπιε ύδωρ. Και προσθέτει ο Μέγας Βασίλειος πως αν ο Μωυσής δεν ήταν οπλισμένος με την αρετή της νηστείας δεν θα ήταν σε θέση όχι μόνο να παραλάβει το Νόμο, αλλά ούτε καν να προσέλθει στην κορυφή του όρους.

Γι αυτό το λόγο με το τέλος της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας προβάλλεται από την υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προσωπικότητα του Μωυσέως και των λοιπόν προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι πέτυχαν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορεί να διανοηθεί ανθρώπινος νους. Οι καταστάσεις αυτές που πέτυχαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης επιτεύυχθηκαν κατόπιν αυστηρής νηστείας, προσευχής και αποκελσιτικής αφιερώσεως στο Θεό. Έτσι η Αγία μας Εκκλησία έρχεται την Α’ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να προβάλει αυτά τα ζωντανά παραδείγματα ως πρότυπα ανθρώποων που έφτασαν σε υψηλά πνευματικά στάδια με την τήρηση της θεοσύστατης εντολής της νηστείας.
Ο θεσμός της νηστείας χαρακτηρίστηκε ως θεοσύστατη εντολή διότι καθιερώθηκε στον Παράδεισο της τρυφής από τον ίδιο το Θεό ως πρώτη εντολή στους Πρωτοπλάστους «έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν∙ και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω ᾿Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ᾿ αυτού» [5] (Γεν. 2,15-17).
Μόλις δηλ. ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον τοποθέτησε μέσα στον Παράδεισο της τρυφής και τον έθεσε υπό δοκιμασία δίδοντάς του μια και μόνο εντολή, να μη φάει από τους καρπούς του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Του έδωσε την εντολή της νηστείας, εντολή η οποία δόθηκε όχι ως στέρηση της ελευθερίας αλλά ως γύμνασμα [6].
Γι αυτό λοιπόν το λόγο καλούνται οι Χριστιανοί ήδη από την πρώτη Εβδομάδα των Νηστειών που ολοκληρώνεται με την Κυριακή που εορτάζεται ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας να μιμηθούν αυτές τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της παλαιάς Διαθήκης και να καταστούν άξια τέκνα του Αβραάμ ώστε να διανύσουν ολόκληρο το στάδιο των αρετών.

Παραπομπές:
1. «Σε τον ακατάληπτον, προ εωσφόρου ανάρχως, εξ αΰλου λάμψαντα, ασωμάτου τε γαστρός του Γεννήτορος, οι Προφήται Κύριε, οι τω σω Πνεύματι, εμπνευσθέντες προηγόρευσαν……Λόγω σε κηρύξαντες, οι θεηγόροι Προφήται».
2. Ο Μωυσής λόγω της πίστεώς του προς το Θεό των πατέρων του αρνήθηκε να ονομάζεται υιός της κόρης του Φαράω και προτίμησε να συγκαταλεχθεί με το λαό του Θεού παρά να γεύεται προσωρινά την απόλαυση της αμαρτίας αποβλέποντας παράλληλα στο μισθό και την βασιλεία των ουρανών που θα κέρδιζε από το Θεό παρά στα προσωρινά πλούτη των Αιγυπτίων.
3. Εξ. 34,28 («ην εκεί Μωυσής εναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγε και ύδωρ ουκ έπιε· και έγραψεν επί των πλακών τα ρήματα ταύτα της διαθήκης, τους δέκα λόγους «).
4. Δευτ. 9,9 («αναβαίνοντός μου εις το όρος λαβείν τας πλάκας τας λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ας διέθετο Κύριος προς υμάς. και κατεγινόμην εν τω όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγον και ύδωρ ουκ έπιον»).
5. Γεν. 2,15-17.
6. Ιερεμίου Φούντα Αρχιμανδρίτου, Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης: Τόμος 1 – Γένεσις, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 2004.

Λειτουργικές ... παρατυπίες!


ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΥΠΙΩΝ 
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

       Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 

Έχουμε εκφράσει πάλιν και πολλάκις την θεολογική αντίθεσή μας στην πρακτική Μητροπόλεων, Μονών και Ενοριών, να περιάγουν ανά την επικράτεια ιερά λείψανα και εικόνες  ευκαίρως – ακαίρως, με «πανηγυρικό» - διάβαζε κιτς και αντιεκκλησιαστικό – τρόπο. 
Δυστυχώς αυτή η πρακτική δεν αφήνει αλώβητη ούτε την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. 
Είναι γνωστό πως αυτή η λειτουργική περίοδος της Εκκλησίας μας έχει ολωσδιόλου ιδιαίτερο χαρακτήρα και τυπικό, που συνάδουν με το όλο πνεύμα της Σαρακοστής. Με την περιαγωγή και περιφορά λειψάνων και εικόνων - φευ και αντιγράφων! - από πόλη σε πόλη ή από χώρα σε χώρα, καταλύεται πανηγυρικά ο πένθιμος χαρακτήρας της Σαρακοστής, γιατί βιάζεται κυριολεκτικά το τυπικό της περιόδου. 
Η υποδοχή των λειψάνων έχει πανηγυρικό χαρακτήρα (συν οι κιτς παράτες – φιέστες που οργανώνονται), που δεν αρμόζει στην περίοδο αυτή. 
Για να …συντηρηθεί η προσκύνηση των λειψάνων, οι υπεύθυνοι μητροπολίτες ή ιερείς, τελούν καθημερινά την Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Τυπικό. Κι ακόμη τελούν και πανηγυρικές αγρυπνίες (συνήθως Παρασκευή προς Σάββατο), κάτι που είναι αδιανόητο για την λειτουργική πρακτική της Σαρακοστής. Και ακόμα, λαμβάνουν επίσης χώρα και άλλες «εκδηλώσεις», π.χ. "Χαιρετισμοί" σε έναν άγιο, μετά του Μ. Αποδείπνου (sic) μάλιστα, που είναι πέραν πάσης λειτουργικής λογικής και απάδουν προς το πνεύμα της Σαρακοστής. 
Όλα αυτά, έχει σημασία, ότι γίνονται - συνήθως - από τους τάχα και παραδοσιακούς μητροπολίτες ή ιερείς, οι οποίοι θα περίμενε κανείς να είναι πιστοί τηρητές του Τυπικού της Εκκλησίας. Αλλά φαίνεται πως αυτοί είναι τελικά οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία ιδιοκτησία τους και κάνουν ό,τι θέλουν. 
Τα παραπάνω τα έγραψα για ιστορικούς και μόνο λόγους. Η διαφθορά του Τυπικού στις μέρες μας είναι τέτοια που την θεωρώ μη αναστρέψιμη, καθώς όλα τα πανηγυριτζίδικα περί των ιερών λειψάνων και εικόνων έχουν πλέον καθιερωθεί ως αυτονόητα. 
Απλώς να μην κραυγάζουν περί της «παραδόσεως» οι εν λόγω, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι μόνον ο εαυτός τους τούς νοιάζει. Τίποτα, μα τίποτα, άλλο.
Η Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία δεν έχει πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως της προσδίδουν ακόμα και αρχιερείς! Τελείται μόνον όταν το Τυπικό προβλέπει και όχι όποτε θελήσει ο κάθε ιερεύς ή αρχιερεύς για δικούς του - κυριολεκτικά - λόγους. Προηγιασμένη σε ονομαστήρια Αρχιερέως δεν προβλέπεται, δηλ. δεν επιτρέπεται. Τελεία και παύλα!
Στο Τυπικό διαβάζουμε για την Αρχιερατική Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία: "....γίνεται η Μεγάλη Είσοδος, καθ' ήν ο Αρχιερεύς παραδίδει τα Άγια εις τον Ιερέα, λέγων Δι' ευχών... Ο Διάκονος φέρων λαμπάδα και θυμιών τα άγια, προπορεύεται του Ιερέως. Αμφότεροι δε εξέρχονται του Ιερού Βήματος εν σιωπή. Ο Αρχιερεύς παραλαμβάνει Αυτά εκ της Ωραίας Πύλης εν άκρα σιγή...".
Όμως, η παραπάνω τυπική διάταξις φαίνεται πως διαφεύγει της προσοχής κάποιων Αρχιερέων, οι οποίοι λειτουργούντες κατά την Προηγιασμένη, εισοδεύουν με τα Άγια!
Κι ακόμα: 
Πολλοί γεροντάδες, ηγούμενοι και λοιποί "πνευματικοί", κατακλύζουν τον κόσμο τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, για να κηρύξουν, να διδάξουν κ.ο.κ., όταν παλαιά οι μοναχοί έφευγαν από το μοναστήρι τους και αποσύρονταν στην έρημο για μεγαλύτερη άσκηση την περίοδο αυτή. Μαζεύονταν πάλι στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαϊων για να εορτάσουν μαζί το Πάσχα, γι' αυτό και ψάλλουμε μέχρι σήμερα τον ύμνο "Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε...".
Τώρα σκορπισμός και διάχυση καθ' όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Με βάση την παραπάνω σκληρή πραγματικότητα, αναρωτιέμαι για ποια Σαρακοστή μιλάμε στις μέρες μας...