Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Μοναστήρι:

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 Ο ήλιος αχνοφαίνεται, καταφέρνει όμως να χρωματίσει τον ουρανό και την πλάση με το φως του.

Από νωρίς κανα δυο αηδόνια πρόλαβαν τους πατέρες που ψέλνουν τον όρθρο, ψέλνουν και αυτά, δοξολογούν το πλάστη τους. Το μοναστήρι γέμισε αρώματα, μυρωδιές της άνοιξης.

Αν και είμαστε μέσα στην κατανυκτική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής υπάρχει μία διάθεση χαράς, αναγέννησης. Και είναι φυσικό, μιας και η περίοδος της νηστείας, μετάνοιας και της καλλιέργειας μιας περισσότερης ασκητικής διαθέσεως, μας μεταμορφώνουν. Μας εισάγουν πιο βαθειά στην χριστιανική ζωή, μια ζωή που χαρακτηρίζεται από μια «περίεργη» χαρμολύπη.

Οι ακολουθίες μεγάλες και πολύωρες, γεμάτες κατανυκτικά ακούσματα. Οι μοναχοί άλλοι στο ψαλτήρι και άλλοι στα στασίδια τους με το κομποσχοίνι στο χέρι. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως…» λέγει ο εφημέριος και όλοι οι πατέρες πέφτουν στα γόνατα. Είναι να θαυμάζει κανείς πως όλοι μαζί σαν ένα σώμα ανταποκρίνονται στο άκουσμα της ευχής του αγίου Εφραίμ του Σύρου.

Η ακολουθία θα τελειώσει με τον ήλιο πλέον να δεσπόζει στον καθάριο ουρανό. Τα ανθισμένα αγριολούλουδα αγκαλιάζουν τον άγιο τόπο του μοναστηριού σαν μια τρυφερή αγκαλιά.

Η αυλή άδεια. Πριν ακουγόταν ο βυζαντινός χορός, τώρα ανθρώπινη λαλιά δεν ακούγεται. Σιωπή που διασαλεύεται από κανένα κελάηδισμα. Τα λεπτά περνούν και τίποτα δεν αλλάζει. Μα να, προβάλει πλέον μια μορφή, αλλοιωμένη, χαριτωμένη, βιαστική. Ένας μοναχός ενδεδυμένος πλέον ένα φθειρμένο ζωστικό, παλιό και ταλαιπωρημένο βαδίζει προς τον χώρο εργασίας του. Δεν προλαβαίνει να χαθεί και να σου και άλλος, και άλλος. Ο καθένας πηγαίνει στο διακόνημά του. Ο καθένας χωρίς περιττά λόγια παρά μόνο με την ευχή στο στόμα πορεύεται. Εάν τους παρατηρήσεις θα δεις ότι κάτι το εξωπραγματικό υπάρχει στην παρουσία τους. Φορούν παλαιά ενδύματα, μια απλή δερμάτινη ζώνη, ένα ξεθωριασμένο σκουφή…όμως το βλέμμα τους, τα μάτια τους προδίδουν κάποιο μεγαλείο.

Ο χαριτωμένος άνθρωπος που προσεύχεται, που ζει καθαρά με μετάνοια και ταπείνωση δεν μπορεί να κρυφτεί. Τα μάτια του τον προδίδουν. Ακόμα και όταν γεμίσει σκόνες και χώματα, ακόμα και όταν τα ατημέλητα μαλλιά και γένια του τον παρουσιάζουν σαν βρώμικο και ασταθή ψυχοπνευματικά, τα μάτια του γίνονται ο καθρέπτης της πραγματικότητας, δεν μπορούν να ξεγελάσουν τους άλλους, ίσως μόνο κάποιους κακοπροαίρετους.

Μέσα στο διακόνημα ο μοναχός καλλιεργεί την υπακοή και την προσευχή. Η προσευχή δεν σταματά ποτέ ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι περιττή ή άκαιρη. Η ώρα περνά και σε λίγο θα ακουστεί το καμπανάκι. Όλοι οι πατέρες κάνουν τον σταυρό τους, αφήνουν την εργασία τους και κατευθύνονται στην τραπεζαρία. Η κοινή τράπεζα είναι βασικό χαρακτηριστικό στα κοινόβια. Όλοι μαζί θα κάνουν την καθορισμένη προσευχή και θα καθίσουν στην τράπεζα. Ενώ οι πατέρες θα αρχίζουν να τρώνε την αλάδωτη σούπα κάποιος μοναχός θα αρχίσει να διαβάζει από το συναξάρι για τους αγίους της ημέρας. Στην τράπεζα δεσπόζει η φωνή του διαβαστή, όλοι ακούνε προσεκτικά τους ασκητικούς αγώνες ή τα μαρτύρια του αγίου της ημέρας και μέσα στην σιωπή προβληματίζονται και οφελούνται.

Η τράπεζα τελειώνει γρήγορα. Δεν υπάρχει χώρος σε ανώφελες συζητήσεις και αστεϊσμούς. Όταν ο γέροντας τελειώσει το φαγητό του κτυπά και πάλι το καμπανάκι, αμέσως όλοι σηκώνονται όρθιοι, κάποιοι λαϊκοί που τρώγανε αργά και με το πάσο τους ξαφνιάζονται, προσπαθούν γεμάτοι αγωνία να καταφέρουν να φάνε λίγο ακόμα….ο εφημέριος ευλογεί τα περισσεύματα και όλοι σιγά σιγά αποχωρούν. Στην τράπεζα θα μείνουν οι τραπεζάριδες, αυτοί που στρώσανε το τραπέζι για τους αδελφούς τώρα θα μαζέψουν όλα τα πιάτα και θα τα πλύνουν. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, όλα γίνονται με τα μάτια. Μετά από χρόνια στο κοινόβιο ο κάθε αδελφός ξέρει τι να κάνει και πότε να το κάνει.Ήρεμα, ήσυχα, προσευχόμενοι, τακτοποιούν την κουζίνα και την τράπεζα ώστε αύριο να είναι και πάλι όλα έτοιμα.

Το πρόγραμμα είναι βασικό σε ένα μοναστήρι αλλά και γενικότερα στην πνευματική ζωή. Χωρίς πρόγραμμα πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να παρασυρθεί σε πράγματα ανούσια και πολλές φορές αμαρτωλά. Το μοναστήρι το «κρατάει» το πρόγραμμα.

Πολλές φορές οι επισκέπτες σε ένα μοναστήρι έχουν μία λάθος εντύπωση για τους μοναχούς. Περιμένουν όλοι να τους μιλούν, να τους προτρέπουν να καθίσουν και να πιούνε καφέ μαζί, να τους χαιρετίσουν. Όμως αυτό είναι λάθος.

Ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα το οποίο έχει διαμορφωθεί: α) με την κοινοβιακή ζωή του μοναστηριού β) με την προσωπική πνευματική κατάσταση του μοναχού γ) με τις συμβουλές και παρεμβάσεις του γέροντα.

Έτσι λοιπόν ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα , τον δικό του κανόνα. Υπάρχουν μοναχοί που επειδή πολεμούνται από την φιλαρέσκεια αποφεύγουν τους επισκέπτες, άλλοι επειδή καλλιεργούν την σιωπή δεν ομιλούν σχεδόν καθόλου, άλλοι επειδή έχουν κάποιο κανόνα από τον γέροντα είναι απόμακροι, άλλοι πάλι θέλοντας να μην αποσπούνται από την ησυχία δεν ανταποκρίνονται σε λαϊκές παρέες που τους καλούν για συζήτηση. Γι’ αυτό το λόγο και κάθε μοναστήρι έχει και κάποιον αρχοντάρι που είναι υπεύθυνος να υποδέχεται και να ομιλεί στους επισκέπτες, ώστε οι υπόλοιποι πατέρες να μην αποσπούνται από τα δικά τους διακονήματα και το δικό τους πρόγραμμα.

Πολλοί παρεξηγούν τους πατέρες που αποφεύγουν τις συζητήσεις και γενικότερα την κοινωνικότητα. Όμως κάνουν λάθος. Ο μοναχός σε ένα μοναστήρι ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής έχοντας πάρει ευλογία από τον γέροντα, και αυτό του αρκεί. Ο μοναχός ήρθε στο μοναστήρι για να ζήσει προπαντός με υπακοή. Εάν λοιπόν ο γέροντας τον έχει συμβουλεύσει να ζει και να κινείται μέσα στο μοναστήρι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτό είναι δικό του θέμα. Δεν είναι δουλειά του μοναχού να κάνει παρέα σε λαϊκούς. Δουλειά του μοναχού είναι να ζει με υπακοή, προσευχή τηρώντας τις υποσχέσεις που έδωσε στην μοναχική του κουρά.

Είπε κάποτε ένας γέροντας σε έναν μοναχό: «Καλύτερα να σε λέγουν αντικοινωνικό και κακομούτσουνο, παρά να σε επαινούν και να πέσεις στην πλάνη της υπερηφάνειας…..η συναναστροφή με λαϊκούς ιδίως τον πρώτο καιρό είναι πολύ επικίνδυνη διότι ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι -αν και δεν το θέλουν- θα γίνουν όργανα του διαβόλου ώστε να ενθυμίσουν με τις συζητήσεις και τα λόγια τους την παλαιά ζωή του μοναχού και να αναγεννήσουν μέσα του το κοσμικό φρόνημα».

Περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου ένα μέρος της ζωής σε ένα μοναστήρι. Το κάθε μοναστήρι έχει τον δικό του τρόπο ζωής, το δικό του πρόγραμμα. Όμως όλα τα μοναστήρια έχουν κάτι κοινό. Και ποιο είναι αυτό; Τα μοναστήρια είναι τόποι όπου υπάρχει πόλεμος και όχι ειρήνη, υπάρχουν τραυματίες και άρρωστοι, υπάρχουν μαχητές, οπλίτες και στρατηγοί του πνεύματος. Ο αόρατος πόλεμος στα μοναστήρια είναι πολύ έντονος, διότι είναι τόποι κατ’ εξοχήν ασκήσεως, προσευχής, νήψεως και υπακοής.

Εξωτερικά ο τόπος από μοναστήρι σε μοναστήρι μπορεί να διαφέρει, όμως σε όλα τα μοναστήρια κατοικούν άνθρωποι που έχουν μία κοινή έννοια, μία κοινή αγάπη, έναν κοινό στόχο και σκοπό. Τον Χριστό. Και τον Χριστό θα τον βρουν στο πρόσωπο του αδελφού τους, θα το βρουν μέσω της άσκησης, της νηστείας, της ησυχίας, θα το βρουν στο πρόσωπο και του επισκέπτη που θα τον μιλήσουν ή και όχι, που όμως θα προσευχηθούν γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι επειδή δεν τους μιλάς, τους απαξιώνεις. Όχι. Πολλοί άνθρωποι μας χαιρετούν στον δρόμο όμως με το που φύγουμε μας ξεχνούν, σαν να μην μας είδαν, σαν να μην χαιρετηθήκαμε. Αντιθέτως ο μοναχός πολλές φορές επειδή δεν μας μιλά μας δίνει περισσότερη αξία. Ο μοναχός μας προσπερνά σωματικά αλλά όχι υπαρξιακά, μας αφήνει έξω από το μυαλό του όμως μας τοποθετεί μέσα στην καρδιά του, μας παίρνει μέσα στο κελί του αφήνοντάς μας έξω απ΄αυτό.

Όταν λοιπόν επισκεφτούμε έναν τέτοιο τόπο, έναν τόπο όπου εξωτερικά κυριαρχεί η σιωπή και η ησυχία να γνωρίζουμε τα πράγματα δεν είναι και τόσο ειρηνικά. Οι μοναχοί έρχονται αντιμέτωποι με πολλούς πειρασμούς κάθε ώρα και στιγμή. Την ώρα της ακολουθίας, την ώρα του διακονήματος, την ώρα του κανόνος, την ώρα της τράπεζας, την ώρα του ύπνου…παντού και πάντοτε πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα βέλη του πονηρού και εάν λαβωθούν να τρέξουν γρήγορα στον γέροντα να του δείξουν το τραύμα τους ώστε να τους το θεραπεύσει.

Ο μοναχός είναι ένας μαχητής του πνεύματος. Μπορεί να είναι αδύναμος σωματικά, μπορεί να είναι ατημέλητος εξωτερικά, μπορεί να είναι ακοινώνητος, όμως ο μοναχός είναι ο πλέον τολμηρός και δυνατός, ο πλέον κοινωνικός μιας και ζει μέσα στην κοινωνία της Χάριτος, μέσα στην συν-χωρετικότητα.

Αυτός που ζει με υπακοή και ταπείνωση έχει μάτια που προδίδουν την αρετή του. Προδίδουν αυτά που βλέπει όταν οι άλλοι κοιμούνται, προδίδουν αυτά που βιώνει όταν οι άλλοι φωνασκούν, προδίδουν τα δάκρυα που ρίχνει για τους άλλους και τον εαυτό του όταν οι άλλοι αμαρτάνουν, προδίδει το μεγαλείο της αγάπης ενός ανθρώπου που άφησε τα πάντα για να κοινωνεί με τον Έναν, τον Χριστό.

Ο μοναχός που ζει σε ένα μοναστήρι, ζει για όλους, προσεύχεται και ασκήται για όλους. Περιορίζει τον εαυτό του για να μην έχει όρια. Στα μοναστήρια κυριαρχεί μια θεία τρέλα που ο κόσμος δύσκολα θα καταλάβει, όμως αυτοί που μένουν εκεί, “οι τρελοί και ακοινώνητοι” ξέρουν γιατί βρίσκονται εκεί, ξέρουν τι μπορεί να τους προσφέρει ο μοναχισμός, η υπακοή και η ταπείνωση. Ξέρουν το πόσο λιγα δίνουν και πόσα πολλά παίρνουν.

Οι μοναχοί αναπαύονται στο μαρτύριο της συνειδήσεώς τους και αναγεννιούνται καθημερινά με την Χάρη του Θεού κτίζοντας πνευματικούς φάρους που μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της αμαρτίας μας φωτίζουν και μας δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής, της μετάνοιας και την προσωπικής μας ανάστασης.

Κάθε μοναστήρι είναι ένας πνευματικός θησαυρός και όχι απλά ένα όμορφο κτίριο. Κάθε μοναστήρι είναι μια πνευματική όαση μέσα στην έρημο της εμπάθειας του κόσμου. Ας προσερχόμαστε λοιπόν σε αυτά, με τον απαιτούμενο σεβασμό, ώστε να οφελούμαστε πνευματικά. Αρκεί να βρεθούμε εκεί κι ας μην συναντήσουμε κάποιον μοναχό, αρκεί να σταθούμε εκεί ταπεινά αφήνοντας το αίτημά μας στην εικόνα της Παναγίας, των Αγίων μας. Αρκεί να σκύψουμε εκεί, μέσα στην σιωπή, μέσα στην πίστη και την ελπίδα… και ποιος ξέρει κάποιος άγιος “μαυροφορεμένος τρελός” μπορεί να μας ακούσει και να ματώσει και τα δικά του γόνατα για εμάς, να αφουγκραστεί την αγωνία μας και να μας αγκαλιάσει πνευματικά, να οσφρανθεί την μετάνοιά μας και να την ενώση με την δική του, να ακουμπήσει την ταπείνωσή μας και να μας αναστήσει…

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

ΠΗΓΗ: https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/to-monastiri-i-monachi-ke-i-episkeptes-5/

 

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Μέγα Απόδειπνο, Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου

7 Μαρτίου 1948: Τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος

7 Μαρτίου 1948: Τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος: Τα Δωδεκάνησα (για την ακρίβεια είναι 14) ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων δεμένα με τις τύχες του Ελληνισμού. Εν τούτοις, μόλις το 1947 ενσωματώθηκαν...

Δωδεκάνησα!

Ἡ Ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου

          Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἐπετείου τῆς Ἐνσωμάτωσης τῆς Δωδεκανήσου, μέ τήν Μητέρα Ἑλλάδα, δημοσιεύω τό κείμενο ραδιοφωνικῆς ὁμιλίας τοῦ ἀείμνηστου συμπατριώτη μας Λεωνίδα Πτέρη, πού μεταδόθηκε ἀπό τό Ἐθνικό Ραδιόφωνο, τά μεσάνυκτα τῆς 31ης Μαρτίου τοῦ 1947, γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ πόθου καί τοῦ ὁράματος τῶν Δωδεκανησίων νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἑλάδα:

 

«Τό ὅραμα τοῦ μεγάλου Δωδεκανησίου Φιλικοῦ  τοῦ Ἐμμανουήλ Ξάνθου τοῦ Πατμίου πραγματοποιεῖται σήμερα πού ἡ ἀθάνατη Μητέρα μας Ἑλλάς ἀγκαλιάζει  στοργικά τά ἐλεύθερα πολυαγαπημένα μά πολυβασανισμένα παιδιά της· τά Δωδεκάνησα.

          Τά Δωδεκάνησα εἶναι πιά ἐλεύθερα, εἶναι Ἑλληνικά, γιατί ἔπειτα ἀπό 637  χρόνια σκληρή σκλαβιά, ἔπειτα ἀπό ἀφάνταστες θυσίες σέ αἷμα καί χρῆμα, ἔπειτα ἀπό  ἀνείπωτους σκληρούς ἀγῶνας, ἔπειτα ἀπό φοβερές στερήσεις, διωγμούς καί θανατώσεις ἔμειναν πιστά  στό Θεό καί στήν Πατρίδα, γιατί ὑπῆρξαν οἱ φορεῖς  κάθε εὐγενικοῦ, κάθε ὡραίου καί καλοῦ, κάθε γενναίου στόν Ἑλληνικό πολιτισμό πού ὑπῆρξεν ὁ πολιτισμός τοῦ κόσμου.  Γιατί τά Δωδεκάνησα ἔμειναν ὑπερήφανα γιά τήν Ἑλληνικότητά των, ἀμόλυντα καί πιστά εἰς τήν Ἐθνικήν Ἰδέαν, εἰς τήν Μεγάλην  καί Ἀθάνατον Μητέρα τήν Ἑλλάδα.

          Σήμερα πάνω στά κάστρα τῆς Δωδεκανήσου, στάς πόλεις καί στά χωριά συντελεῖται μιά ἐθνική μυσταγωγία. Ὑποστέλλεται ἡ ἔνδοξος Ἀγγλική σημαία τῆς προσωρινῆς κατοχῆς καί ὑψώνεται ἡρέμα καί ὑπερήφανα μέ τάς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς εὐχές καί τά δάκρυα ἑνός παραληροῦντος ἐξ ἐνθουσιασμοῦ λαοῦ ἡ Ἔνδοξος Σημαία τοῦ Σταυροῦ, ἡ Κυανόλευκη.

          Σήμερα ὁ Ἕλλην στρατιωτικός Διοικητής Ναύαρχος Ἰωαννίδης παραλαμβάνει εὐτυχής καί ὑπερήφανος διότι εἰς αὐτόν ἔλαχε ἡ τιμή τά Δωδεκάνησα ἀτίμητα διαμάντια πού θα στολίζουν ἀπό σήμερα τό ἔνδοξο στέμμα  τῆς Ἑλλάδος ἐν ὀνόματι τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου τοῦ Β΄ τοῦ Νικητοῦ.

          Τά Δωδεκάνησα εἶναι ἐλεὐθερα καί Ἑλληνικά.

          Σήμερα χαρμόσυνα βροντοῦν τά κανόνια τῶν πολεμικῶν καί τά τουφέκια τῶν στρατιωτῶν, χαρμόσυνα σημαίνουν οἱ καμπάνες καί τά σήμαντρα τῶν Ἐκκλησιῶν γιά νά δοξάσουν τό Θεό, οἱ Δωδεκανήσιοι  μέ τά γιορτινά των πού τούς χάρισε τίς σημερινές ἀλησμόνητες στιγμές. Ἀλησμόνητς στιγμές πού αἰῶνες τώρα περίμεναν καρτερικά ἀπό γενεά σέ γενεά οἱ Δωδεκανήσιοι καί ἡ ἀπέραντος χαρά καί συγκίνησίς των καί ὁ ἔξαλλος ἐνθουσιασμός των καί οἱ οὐρανομήκεις μυριόστομοι ζητωκραυγαί των δονοῦν τόν ἀέρα πού μᾶς φέρνει ἕως ἐδῶ  ἡ πυρωμένη αὕρα τοῦ Αἰγαίου καί τό γαλανό κῦμα τοῦ Δωδεκανησιακοῦ πελάγους καί νά πλημμυρίση τάς ψυχάς  καί τά στήθη ὅλων τῶν Δωδεκανησίων ὅπου καί ἄν εὑρίσκωνται μέ χαράν, συγκίνησιν καί ἐνθουσιασμόν γιατί τό ὄνειρο τοῦ Ξάνθου, τό ὄνειρον 637 χρόνων ἔγινε ἀλήθεια παντοτεινή.

          Τά Δωδεκάνησα εἶναι Ἑλληνικά.

          Ποιός πίστευε πῶς ἐκεῖνο πού ὠνειρεύθησαν τόσαι καί τόσαι γενεαί Δωδεκανησίων καί Ἑλλήνων πραγματοποιεῖται σήμερα, ἄς χαροῦμε λοιπόν τήν ἐλευθερία μας. Ἄς γιορτάσωμε τήν ἕνωσή μας μέ τήν Μητέρα μας Ἑλλάδα. Μά μέσα  στή χαρά τῆς γιορτῆς ἄς σταματήσουμε λίγο· ἕνα λεπτό καί ἄς στρέψωμε εὐλαβικά τή σκέψη μας σέ κείνους πού αἰῶνες τώρα ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἐλευθερία μας ἔπεσαν  ὑπέρ αὐτῆς.

          Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη των.

          Και μετά τήν ὀφειλομένην αὐτήν σπονδήν ἄς  σημάνουν καί πάλιν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες καί ἄς ψάλωμεν ὅλοι μαζί ὕμνους  στό Θεό καί στή Μεγαλόχαρη  πού μᾶς ἠξίωσαν  νά ζήσωμεν  τίς ἀλησμόνητες αὐτές στιγμές καί μέ τό Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά Νικητήρια, ἄς δονήση τούς αἰθέρας τοῦ Δωδεκανησιακοῦ συμπλέγματος ὁ Ἐθνικός μας  τῆς Ἐλευθερίας ὕμνος, ἀπ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά καί σάν πρῶτα ἀνδρειωμένη χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἐλευθεριά.

          Μέ δάκρυα συγκινήσεως καί χαρᾶς σᾶς στέλλω τόν πιό θερμό ἀδελφικό χαιρετισμό μου στή χαρμόσυνη αὐτή στιγμή καί σᾶς καλῶ νά φωνάξετε μαζύ μου μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς σας

          Ζήτω ἡ Μεγάλη Ἀθάνατος Ἑλλάς

          Ζήτω ὁ Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων

Ζήτω ἡ Ἑλληνική Δωδεκάνησος».