Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως
Ο βίος του
Η
μόρφωση του Χρυσοστόμου
Γεννήθηκε
στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349.
Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του
μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών,
ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του
Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος, εξήραν το
ήθος της.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του
Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και
του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της
ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον
κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως
εμπόδιζε τα σχέδιά του.
Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα
στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη
θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, εξασκώντας το
επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε
Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.),
αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας το μοναχισμό.
Το έργο
του στην Αντιόχεια
Ο Χρυσόστομος το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας διδακτικό και
κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές.
Εν συνεχεία θα διάγει έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και
συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος
του, σε σπήλαιο), όπου θα μυηθεί στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, πριν
επιστρέψει και πάλι στην πόλη της Αντιόχειας.
Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, από σκληρή
άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο, ζώντας βίο φιλοπονίας,
προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα να κλονιστεί
σοβαρά η υγεία του. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από
τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του,
Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη
για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία,
φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά
και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική
δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς,
ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους
πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως.
Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει
συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το
387, όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να
οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της
περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν
τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη,
προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό
της Αντιόχειας.
Εκλογή
στον επισκοπικό θρόνο
Το
έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική,
αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του
δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα
αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην
Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την
στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και
σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε
εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι το Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη
γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο
ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του
επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπος.
Το έργο
του στην Κωνσταντινούπολη
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό,
κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του
ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών
ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων.
Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί
κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του
κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και
δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων
και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την
Κελτική, την Φοινίκη,τη Σκυθία και την Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου.
Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο
θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη
μετάνοια, τη μεταστροφή στον Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της
ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί,
ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά,
καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των
πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού
συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και
χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να
στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους
αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η
υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην
προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον
οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία
και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος
του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα.
Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που
βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον:
α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την
ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή
απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν
αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με
«συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις
θεωρούμενες «αδελφές» τους.
Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών.
Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους
ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους
τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να
καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους
αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που
είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο
να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Οι
διωγμοί του Χρυσοστόμου
Μπορεί
να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ
μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε
ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το
περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η
θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των
αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν
ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι
μιας φτωχής χήρας.
Επιπρόσθετα διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν αφορμές,
διαρκώς να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή,
αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού
ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη
νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας που θα απολάμβαναν τα
κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του.
Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός
των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός
Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης
του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνήσπισε
τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο
Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο
Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, φωτογράφιζε αυτή, κάτι που
συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Δηλαδή είχε ως στόχο, όχι μόνο την
απομάκρυνσή του αλλά και την εξόντωσή του.
Τελικά συνήλθε σύνοδος παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και
τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν
και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος,
κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν
δικάσθηκε.
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που
προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό
περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης
ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο.
Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό
συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε
ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο.
Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία
για ένα άγαλμά της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας,
στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά,
πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την
Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που
τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να
φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του
εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές.
Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του
Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του
Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της
Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του
Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη
ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν
Ιωαννίται.
Η
εξορία και το τέλος της ζωής του
Ο
Ιερός Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική
σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι
γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται
το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του
για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το
διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη
πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν
τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν
βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες
είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν
άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους,
ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην
προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την
εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε
στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το
ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει,
ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το
πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και
διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη.
Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από
φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά
χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν
πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι'αυτό του φέρονταν πολλές φορές
βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό
το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο
έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο
Αρκάδιος - η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στη
Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει πίσω ώστε να
ακροασθεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του,
υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο
θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και
βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου.
Ο Άγιος παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι
όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον
αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου
αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι,
τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανο του
Αγίου μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και
τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος
χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε»..
Πηγή: http://el.wikipedia.org
Συνοπτικός
βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως
[Αγίου
Νικόδημου του Αγιορείτου]
Αυτός ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης
διδάσκαλος κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, υιός ων γονέων ευσεβών,
πατρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης.
Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος
αυτός εις τους λόγους και τα μαθήματα, διό εις ολίγον καιρόν επέρασεν όλην την
σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και
ρητορικήν τέχνην και πάσαν επιστήμην. Όθεν διά την προκοπήν και αρετήν του από
μεν τον Άγιον Μελέτιον τον πατριάρχην Αντιοχείας έγινεν αναγνώστης, από δε τον
Αντιοχείας Φλαβιανόν έγινε διάκονος και πρεσβύτερος.
Πολλούς δε λόγους συνέταξεν ο χρυσούς αυτού κάλαμος, σχεδόν υπερβαίνοντας
αριθμόν, περί τε μετανοίας και περί της των ηθών ευκοσμίας και καταστάσεως, και
πάσαν σχεδόν ηρμήνευσε την Θεόπνευστον Γραφήν. Επειδή δε Νεκτάριος ο
Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης εκοιμήθη εν Κυρίω, διά τούτο με την ψήφον των
επισκόπων και με την προσταγήν του βασιλέως Αρκαδίου προσεκλήθη ο μακάριος
αυτός Ιωάννης από την Αντιόχεια και έγινε κανονικώς πατριάρχης της βασιλίδος
των πόλεων.
Τόσον δε πολλά επέδωκεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του εις την άσκησι και εγκράτεια,
ώστε έτρωγε μόνον τον χυλόν του κριθαριού και πάλιν από αυτόν δεν εχόρταινεν,
αλλ' ολίγον τι μετελάμβανε. Καί ύπνον δε ολίγον εκοιμάτο, όχι επί κλίνης
αναπαυόμενος, αλλ' ιστάμενος ορθός και από σχοινιών βασταζόμενος· όταν δε πολλά
εκουράζετο, τότε ολίγον εκάθητο. Τότε δε και περισσότερον εσχόλαζε και
κατεγίνετο ο θείος πατήρ εις τας ερμηνείας των θείων Γραφών και εις τας
διαλέξεις και διδασκαλίας, διά μέσου των οποίων πολλούς εις θεογνωσία και
μετάνοια έφερε. Τόσην δε υπερβολική φιλανθρωπία είχεν εις τους πτωχούς και
δεομένους ο Χριστού μιμητής, ώστε έγινε και εις τους άλλους τύπος και
παράδειγμα φιλοπτωχείας. Διά τούτο και με τους εν εκκλησία λόγους εδίδασκεν
όλους τους Χριστιανούς να αγαπούν μεν και να ενεργούν την αρετή αυτήν της
φιλοπτωχείας, να απέχουν δε από την πλεονεξία.
Δι' αυτό, διά την αιτίαν αυτήν, πρώτον προσέκρουσε εις την βασίλισσαν Ευδοξίαν
και εις έχθραν μετ' αυτής κατέστη. Επειδή αυτή μεν ήρπασε τον αμπελώνα μιας
χήρας Καλιτρόπης ονομαζόμενης, η οποία εφώναζε ζητούσα το κτήμα της, ο δε Άγιος
εσυμβούλευε αυτήν να μη κρατή το ξένον πράγμα, και επειδή εκείνη δεν επείθετο
την ήλεγχε και εθεάτριζεν ο Άγιος με το παράδειγμα της Ιεζάβελ. Όθεν η Ευδοξία
αγριωθείσα ως θηρίον κατέβασε τον Άγιον από τον θρόνον του, το πρώτον μεν μόνη,
το δεύτερον δε και διά των επισκόπων εκείνων, οί οποίοι ηκολούθουν περισσότερον
εις τας δυναστείας και υπολήψεις των αξιωματικών αρχόντων, παρά εις την
ευσέβειαν και εις τους θείους νόμους· έπειτα πάλιν αποκατέστη ο Άγιος εις τον
θρόνον του.
Τελευταίον δε εξωρίσθη ο Άγιος εις την Κουκουσόν της Αρμενίας και εκεί
υπομείνας θλίψεις πολλάς και πολλούς απίστους οδηγήσας εις την θεογνωσία
παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν έτει 407. Ο δε κατά πλάτος βίος
του Αγίου γράφει ότι μετά την από του θρόνου καταβίβασι και εξορία του θείου
πατρός όσοι επίσκοποι συνήργησαν εις αυτήν, όλοι εβασανίσθησαν πρότερον εκ Θεού
με δεινός και πολλάς ασθενείας και έπειτα απέθανον. Η δε Ευδοξία πρώτη έπαθε
τας ασθενείας αυτάς, επειδή και πρώτη αυτή παρενόμησε και έγινε πρόξενος
απωλείας και εις τους επισκόπους. Λέγουν δε ότι μετά τον θάνατον της, διά να
άποδειχθή η αδικία, την οποίαν έκαμε εις τον μέγα Χρυσόστομον, εκινείτο και
έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριάκοντα-δύο. Ότε δε
ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολι και απετέθη, όπου τώρα
είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έτρεμεν...
Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω εκείνο το συμβεβηκός, το οποίον προξενεί άκρον και
χωριστόν έπαινον εις τον χρυσούν αυτόν Άγιον, καθώς διηγείται αυτό εις τον κατά
πλάτος βίον αυτού ο Ανώνυμος Συγγραφεύς «Αδελφειός, ο επίσκοπος της εν
Καππαδοκία Αραβισσού, ο πολλά δεξιωθείς εις την εξορία τον Άγιον, παρεκάλει τον
Θεόν με θερμάς δεήσεις, να δείξη εις αυτόν ποίας δόξης ηξιώθη εν ουρανοίς ο
θείος Χρυσόστομος. Ενώ λοιπόν προσηύχετο ο Αδελφειός ήλθεν εις έκστασιν και
ιδού βλέπει έναν φωτοειδή άνδρα, ο οποίος εδείκνυεν εις αυτόν όλους τους
διδασκάλους και ιεράρχας και οσίους και τον χορόν όλων των δικαίων, όσοι
έφθασαν να μεταβούν από την γην εις τους ουρανούς. Τότε ο Αδελφειός έβλεπεν
όλους εκείνους με χαράν επιθυμών να ιδή και τον Ιωάννην. Επειδή όμως δεν τον
είδεν εκεί ελυπήθη. Τότε ο φωτοειδής εκείνος είπε προς τον Αδελφειόν: διά τι
ελυπήθης; Εκείνος απεκρίθη, διότι δεν είδον εις το τάγμα των ιεραρχών τον
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην. Ο δε φανείς λέγει εις αυτόν: Τον χρυσούν, λέγεις,
Ιωάννην, το στόμα του Θεού; Εκείνον τον υπέρ άνθρωπον; Ήξευρε ότι αυτόν δεν
είναι δυνατόν εις σε να ιδής, διότι αυτός ευρίσκεται εκεί όπου είναι ο θρόνος
του Δεσπότου Χριστού. Μίαν τοιαύτην οπτασίαν είδε και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής
και ήκουσε τα ίδια λόγια, τα οποία ήκουσε και ο Αδελφειός από τον Κύπρου
Επιφάνιον, ο οποίος ωδήγει αυτόν εις την κατ' έκστασιν οπτασία, καθώς και αυτό
ο Ανώνυμος διηγείται».
Ο Γρηγόριος ο Αλεξανδρείας εις τον βίον του Χρυσοστόμου καλεί αυτόν «της
οικουμένης απάσης διδάσκαλον και φωστήρα». Ο μικρός Θεοδόσιος καλεί αυτόν
«οικουμενικόν διδάσκαλον». Λέων ο σοφός εις το προς αυτόν εγκώμιον λέγει
«κοινόν της οικουμένης πατέρα», και ο Ανώνυμος εις τον βίον αυτού ονομάζει «κοινόν
της οικουμένης προμηθέα και προστάτην». Ο Θεοδώρητος παρά Φωτίω λέγει αυτόν
«της Εκκλησίας στόμα και ευσέβειας ανθρώπων οφθαλμόν». Ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος
λέγει περί αυτού «Ο των του Θεού απορρήτων σοφός και υποφήτης Ιωάννης, ο της
εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός».
* *
*
Τον τρισμακάριστον και παμμακάριστον Άγιον
Ιωάννην τον Χρυσόστομον διάφοροι Πατέρες, τον ωνόμασαν:
«Το νέον σκεύος της εκλογής».
«Ο μέγας της οικουμένης διδάσκαλος».
«Ο τρισμακάριστος άνθρωπος».
«Ο της Εκκλησίας διδάσκαλος».
«Ο νέος Ιωάννης ο Θεολόγος».
«Ο της Εκκλησίας φωστήρ και ποιμήν».
«Ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυητής».
«Ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος κήρυξ της μετανοίας».
«Το στόμα του Χριστού και στόμα του Παύλου»· και κατά τον συλλογισμόν και το κοινόν
απόφθεγμα, που λέγει: «Εάν το στόμα του Χριστού είναι το στόμα του Παύλου, το
στόμα του Χρυσοστόμου είναι Χριστού και Παύλου». Και κατά τον Άγιο Νικόδημον
τον Αγιορείτην ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «είναι ο διδάσκαλος των
διδασκάλων»
Ὁ Μ. Ι. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν
ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ
ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν
ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων
Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ
στὴ φλόγα καὶ τὴν δύναμη τῆς ρητορείας. Ὑπῆρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης
ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς
κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ
καθολικὴ ἀδελφότητα.
Ἀνήκει σ’ αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ». Δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ
ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος απεβίωσε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ
λόγω ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του
τὴν 13η Νοεμβρίου.
Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν χειροτονία του σὲ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ
μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν Ἄγ.
Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.
Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ
πρεσβύτερο.
Ο
πλούτος και η φτώχεια
[Αγίου
Ιωάννου Χρυσοστόμου]
Αν δεις κάποιον να γίνεται πλούσιος χωρίς
να το αξίζει, μην τον καλοτυχίσεις, μην τον ζηλέψεις, μην τα βάλεις με τη θεία
πρόνοια, μη νομίσεις ότι γίνεται τίποτα στον κόσμο τούτο τυχαία και άσκοπα.
Θυμήσου την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. O πλούσιος είχε φτάσει στην
κορύφωση του πλούτου και των απολαύσεων, ενώ συνάμα ήταν σκληρός και
απάνθρωπος, πιο άγριος κι από τα σκυλιά. Τα σκυλιά σπλαχνίζονταν το Λάζαρο κι
έγλειφαν τις πληγές, που σκέπαζαν το σώμα του, ενώ ο πλούσιος ούτε τα ψίχουλα
του τραπεζιού του δεν έδινε στον φτωχό. Ο πλούσιος είχε περισσότερα απ’ όσα του
χρειάζονταν. Ο Λάζαρος δεν είχε ούτε τα απόλυτα αναγκαία, ούτε την απαραίτητη
καθημερινή του τροφή. Και μολονότι πάλευε συνέχεια με την πείνα και την
αρρώστια, δεν αγανάκτησε, δεν βλαστήμησε τον Θεό, δεν παραπονέθηκε ενάντια στη
θεία πρόνοια.
Δεν είναι, λοιπόν, αδικαιολόγητο, ενώ είσαι απαλλαγμένος από τέτοιες συμφορές,
να βλαστημάς τον Θεό, όταν άλλοι άνθρωποι, που δοκιμάζονται σκληρά από διάφορα
βάσανα, δοξάζουν τον Κύριο ακατάπαυστα; Στο κάτω-κάτω, όποιος υποφέρει, κι αν
ξεστομίσει καμιά βαρειά κουβέντα πάνω στον πόνο του, είναι άξιος κάποιας
συγγνώμης. Όποιος, όμως, χωρίς να υποφέρει, βλαστημάει τον Θεό και χάνει την
ψυχή του, ποιάς συγγνώμης είναι άξιος;
Για ποιό λόγο, άνθρωπέ μου, ο πλούτος σου φαίνεται σπουδαίο πράγμα; Αναμφίβολα
γιατί σου αρέσουν οι σπάταλες απολαύσεις, γιατί ευχαριστιέσαι όταν σε θαυμάζουν
ή σε ζηλεύουν οι άλλοι, γιατί μπορείς με τα χρήματά σου να κάνεις κακό στους
εχθρούς σου και, τέλος, γιατί όλοι σε φοβούνται για τη δύναμη που σου δίνει ο
πλούτος. Ναι, γι' αυτές τις τέσσερις αιτίες κυνηγάς τα λεφτά, για την ηδονή,
την κολακεία, την εκδίκηση και το φόβο. Άλλη αιτία δεν υπάρχει. Γιατί, συνήθως,
ο πλούτος ούτε πιο σοφό κάνει τον άνθρωπο ούτε πιο συνετό ούτε πιο καλό ούτε
πιο φιλάνθρωπο. Καμιάν αρετή δεν μπορεί να φυτέψει μέσα στην ψυχή μας ο
πλούτος. Απεναντίας μάλιστα, αν βρει μερικές αρετές, τις ξεριζώνει, για να
φυτέψει μέσα μας τις αντίστοιχες κακίες.
Σου
φαίνεται, λοιπόν, ποθητός ο πλούτος και αξιοζήλευτος, επειδή καλλιεργεί τα
χειρότερα ελαττώματα στην ψυχή μας, επειδή μεταβάλλει το θυμό σε πράξη, επειδή
φουσκώνει τις σαπουνόφουσκες της δοξομανίας, επειδή ξεσηκώνει μέσα μας την
αλαζονεία; Ακριβώς γι' αυτά πρέπει να τον αποφεύγεις, μη γυρίζοντας καν το
κεφάλι για να τον κοιτάξεις. Αλλιώς, θα εγκαταστήσει στην καρδιά σου μερικά
άγρια και φοβερά θηρία, που θα γίνουν αιτία να χάσεις κάθε τιμή. Παρουσιάζοντας,
μάλιστα, την ατιμία σαν τιμή, κατορθώνει να σε εξαπατήσει, όπως οι άσχημες
πόρνες, που με τα καλλυντικά και τα βαψίματα ομορφαίνουν τα πρόσωπά τους και
ξεγελούν τους άντρες.
Εσύ, λοιπόν, ο πλούσιος, μην ξεγελιέσαι από τις κολακείες και τα χαμόγελα και τις
περιποιήσεις των άλλων. Όλα αυτά σου τα κάνουν είτε από φόβο είτε από
ιδιοτέλεια. Αν μπορούσες να εξετάσεις τα βάθη των καρδιών εκείνων που σε
κολακεύουν, θα έβλεπες ότι από μέσα τους σε κατηγορούν, σε βρίζουν, σε μισούν
περισσότερο κι από τους χειρότερους εχθρούς σου. Και αν κάποτε η κατάσταση
μεταβληθεί, αν χάσεις τον πλούτο σου, τότε τα προσωπεία θα πέσουν. Τότε θα
γίνει ό,τι και με τις πόρνες, όταν ξεβάφονται. Τότε θα δεις καθαρά τα αληθινά
πρόσωπα εκείνων που πρωτύτερα σε καλόπιαναν. Τότε θα καταλάβεις ότι ένιωθαν για
σένα όχι εκτίμηση αλλά περιφρόνηση, όχι θαυμασμό αλλά φθόνο, όχι αγάπη αλλά
μίσος.
Όπως ο άνθρωπος είναι μηδαμινός, λιγόχρονος και θνητός, έτσι είναι και ο
πλούτος. Ή μάλλον ο πλούτος είναι περισσότερο μηδαμινός. Γιατί πολύ συχνά δεν πεθαίνει
μαζί με τον άνθρωπο, αλλά χάνεται πριν απ’ αυτόν. Ο καθένας σας γνωρίζει τόσα
και τόσα παραδείγματα πλουσίων που κατάντησαν φτωχοί. Αυτοί εξακολουθούν να
ζουν, μα η περιουσία τους χάθηκε. Και μακάρι να χανόταν μόνο η περιουσία, γιατί
συνήθως παρασύρει στην απώλεια και τον κάτοχό της. Δεν θα είχε, λοιπόν, άδικο
κανείς, αν αποκαλούσε τον πλούτο υπηρέτη αχάριστο, υπηρέτη δολοφόνο, που
θανατώνει τον κύριό του.
Αυτά τα λέω και δεν θα πάψω να τα λέω, κι ας με κατηγορούν πολλοί. "Όλο με
τους πλουσίους τα βάζεις", διαμαρτύρονται. Πράγματι, όχι όμως με όλους,
αλλά μόνο μ' εκείνους που κάνουν κακή χρήση του πλούτου τους. Δεν χτυπάω τον
πλούσιο, αλλά τον άρπαγα. Άλλο πλούσιος, άλλο άρπαγας. Να ξεχωρίζουμε τα
πράγματα, για να μη δημιουργείται σύγχυση ή παρανόηση. Είσαι πλούσιος; Δεν σε
εμποδίζω. Αρπάζεις; Σε αποδοκιμάζω. Έχεις τα κτήματά σου; Να τα χαίρεσαι.
Παίρνεις τα ξένα; Δεν μπορώ να σωπάσω. Θέλεις να με πετροβολήσεις; Είμαι
έτοιμος και το αίμα μου να χύσω, φτάνει να σε σταματήσω από την αμαρτία. Δεν
νοιάζομαι για το μίσος, δεν τρομάζω από την πολεμική. Για ένα πράγμα μόνο
νοιάζομαι, για την προκοπή εκείνων που με ακούνε.
Και οι φτωχοί και οι πλούσιοι παιδιά μου είναι. Όποιος θέλει, ας με
πετροβολήσει. Όποιος θέλει, ας με μισεί. Όποιος θέλει, ας σχεδιάζει τη θανάτωσή
μου. Οι επιβουλές εναντίον της ζωής μου είναι για μένα υποθήκες στεφανιών, οι
πληγές είναι για μένα βραβεία. Δεν φοβάμαι την επιβουλή. Ένα πράγμα μόνο
φοβάμαι: την αμαρτία. Ας μη βρεθεί κανείς να με ελέγξει για κάποιο αμάρτημα, κι
ας με πολεμάει ο κόσμος όλος.
Προδότης, λοιπόν, είναι ο πλούτος, προδότης και δραπέτης και φονιάς. Εκεί που
δεν το περιμένεις, σου φεύγει και σε εγκαταλείπει και σε καταστρέφει. Θέλεις να
τον κρατήσεις πραγματικά; Μην τον κρύψεις, αλλά μοίρασέ τον στους φτωχούς.
Θηρίο είναι ό πλούτος. Αν κρατιέται, φεύγει. Αν σκορπίζεται, μένει. Σκόρπισέ
τον, για να μείνει. Μην τον κρύψεις, για να μη σου φύγει.
"Πού είναι ο πλούτος σας;", θα ρωτούσα εκείνους που τον είχαν και τον
έχασαν. Και θα τους ρωτούσα, όχι για να τους χλευάσω -ποτέ τέτοιο πράγμα!- ούτε
για να ξύσω πληγές, αλλά για να κάνω λιμάνι της σωτηρίας σας το δικό τους
ναυάγιο. Για να αντιληφθείτε, ότι αυτός που σήμερα είναι πλούσιος, αύριο
καταντάει φτωχός. Γι' αυτό πολλές φορές γέλασα, όταν διάβασα διαθήκες, που
έγραφαν: «Ο τάδε να έχει την κυριότητα των αγρών ή του σπιτιού, τη χρήση όμως
να την έχει άλλος». Μα όλοι τη χρήση έχουμε, κανείς δεν έχει την κυριότητα.
Ακόμα κι αν μείνουμε πλούσιοι σ' ολόκληρη τη ζωή μας, όταν πεθάνουμε, θέλουμε
δεν θέλουμε, θα παραχωρήσουμε τον πλούτο μας σε άλλους. Γυμνοί φεύγουμε για την
άλλη ζωή, αφού για μερικά χρόνια ήμασταν μόνο χρήστες, όχι και κύριοι του
πλούτου.
Ξέρετε ποιοί έχουν στην πραγματικότητα την κυριότητα του πλούτου; Όσοι
περιφρονούν τη χρήση του και περιγελούν τις απολαύσεις. Όσοι σκορπάνε τα λεφτά
τους και τα μοιράζουν στους φτωχούς, κάνουν καλή χρήση τους και φεύγουν απ’
αυτόν τον κόσμο αληθινά πλούσιοι, πλούσιοι σε καλά έργα και αγάπη και χάρη
Θεού.
Μα γιατί, τέλος πάντων, θεωρείς τον πλούτο αξιοζήλευτο; Γιατί καλοτυχίζεις
όσους έχουν πολλά χρήματα; Ποιά είναι η διαφορά του πλούσιου από τον φτωχό;
Ανθρωποι δεν είναι και οι δύο; Θα σου αποδείξω, μάλιστα, ότι ο ένας έχει την
ανάγκη του άλλου, έτσι ώστε ούτε ο πλούσιος μπορεί να ζήσει δίχως τον φτωχό
ούτε ο φτωχός δίχως τον πλούσιο. Ο Θεός οικονόμησε σοφά αυτή την αλληλεξάρτηση,
για να υπάρχει αμοιβαία αγάπη και συμπαράσταση, κοινωνική συνοχή και ευταξία.
Πρέπει, μάλιστα, να τονίσω, ότι οι πλούσιοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των φτωχών
παρά οι φτωχοί των πλουσίων. Και για να το καταλάβεις, σου λέω ένα παράδειγμα:
Ας υποθέσουμε ότι χτίζονται δύο πόλεις, και με νόμο ορίζεται ότι στη μία θα
κατοικούν μόνο πλούσιοι, ενώ στην άλλη μόνο φτωχοί. Αν στην πόλη των πλουσίων
δεν υπάρχει ούτε ένας φτωχός και στην πόλη των φτωχών ούτε ένας πλούσιος, ας
δούμε ποια θα μπορέσει να ικανοποιήσει καλύτερα τις ανάγκες της.
Στη πόλη, λοιπόν, των πλουσίων δεν θα υπάρχει τεχνίτης, ούτε χτίστης ούτε
μαραγκός ούτε τσαγκάρης ούτε φούρναρης ούτε γεωργός ούτε σιδεράς ούτε άλλος
κανένας. Γιατί ποιός πλούσιος θα καταδεχόταν να ασκήσει κάποιο απ' αυτά τα
επαγγέλματα, τη στιγμή που και όσοι τα ασκούν, όταν πλουτίσουν, τα
εγκαταλείπουν; Έτσι, όμως, πώς θα μπορέσει να συντηρηθεί η πόλη; Δεν υπάρχει
άλλη λύση, παρά να καταργηθεί ο νόμος, που θέσαμε στην αρχή, και να κληθούν
τεχνίτες, για ν' αντιμετωπίσουν τις πρακτικές ανάγκες.
Ας δούμε τώρα και την πόλη των φτωχών. Αν, όπως ορίσαμε, δεν έχει κανένα
πλούσιο κάτοικο αλλά και κανένα πλούτο, ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι ούτε πολύτιμα
πετράδια ούτε πορφυρά και χρυσοΰφαντα ενδύματα, ποιά γνώμη έχεις; Κάτω από
τέτοιες συνθήκες, θα είναι δύσκολη η ζωή της πόλης; Καθόλου. Γιατί, αν
χρειαστεί να χτίσουν σπίτια ή να κατεργαστούν το σίδερο ή να υφάνουν ρούχα, δεν
χρειάζονται χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, αλλά τέχνη και χέρια. Και αν πρέπει
να σκάψουμε και να καλλιεργήσουμε τη γη, πλούσιοι ή φτωχοί μας χρειάζονται;
Οπωσδήποτε φτωχοί. Πού θα χρειαστούμε, λοιπόν, τους πλουσίους, εκτός κι αν
αποφασίσουμε να κατεδαφίσουμε την πόλη;
Αχρηστοι είναι οι πλούσιοι, ναι, άχρηστοι, εκτός κι αν είναι ελεήμονες και
φιλάνθρωποι. Μα, δυστυχώς, λίγοι πλούσιοι, πολύ λίγοι ξεχωρίζουν για τη
φιλανθρωπία τους. Οι περισσότεροι είναι βουτηγμένοι στη φιλαυτία, την
ασπλαχνία, την αμαρτία. Γι' αυτό μην τους ζηλεύεις. Εσύ να σκέφτεσαι τον Πέτρο
και τον Παύλο, να σκέφτεσαι τον Ιωάννη και τον Ηλία, να σκέφτεσαι τον ίδιο τον
Χριστό, ο οποίος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι Του. Μιμήσου τη φτώχεια
Εκείνου και των αγίων Του, που ήταν στερημένοι από τα υλικά αγαθά, είχαν όμως
αμύθητα πνευματικά πλούτη. Να θυμάσαι πάντα και τη διακήρυξη του Κυρίου, που
βεβαίωσε πως είναι πολύ δύσκολο να σωθεί πλούσιος: «Όσοι έχουν χρήματα, πολύ
δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσ'
από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 18:24-25).
Δίπλα σ' αυτή τη θεϊκή διακήρυξη βάλε, αν θέλεις, όλο το χρυσάφι της γης, και
θα δεις ότι δεν αντισταθμίζει τη ζημιά, που θα σου προξενήσει η κατοχή του.
Ακόμα, δηλαδή, κι αν είχες δικές σου την ξηρά και τη θάλασσα, τις χώρες και τις
πολιτείες της οικουμένης, αν δούλευε για σένα η ανθρωπότητα, αν έδιναν για χάρη
σου οι πηγές χρυσάφι αντί για νερό, και τότε θα έλεγα πως δεν αξίζεις ούτε
τρεις δεκάρες, αφού θα έχανες τη βασιλεία των ουρανών.
Πες μου, αν ο βασιλιάς σε καλούσε στα ανάκτορα και σ' έβαζε να καθήσεις δίπλα
στο θρόνο του και σου μιλούσε τιμητικά μπροστά σε όλους τους αυλικούς και σε
κρατούσε στο τραπέζι του, για να γευθείς τα βασιλικά φαγητά, δεν θα θεωρούσες
τον εαυτό σου ως τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο; Τώρα, λοιπόν, που πρόκειται ν' ανέβεις
στον ουρανό και να σταθείς κοντά στο Βασιλιά του σύμπαντος και να λάμπεις όπως
οι άγγελοι και να συμμετέχεις στην απρόσιτη θεία δόξα, διστάζεις να
περιφρονήσεις τα χρήματα, ενώ θα έπρεπε να πετάς από χαρά, ακόμα κι αν
χρειαζόταν να θυσιάσεις τη ζωή σου για το σκοπό αυτό; Για ν' αναρριχηθείς σε
κάποιο πρόσκαιρο δημόσιο αξίωμα, που θα σου δώσει την ευκαιρία να κλέψεις,
χρησιμοποιείς κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο. Και τώρα, που μπροστά σου
βρίσκεται η αιώνια βασιλεία των ουρανών, που τίποτα δεν πρόκειται να την
καταργήσει, αδιαφορείς και κάθεσαι μ' ανοιχτό το στόμα μπροστά στα χρήματα;
Αλίμονο, πόση είναι η αναισθησία μας! Τέτοια αγαθά προσδοκάμε, και στα πράγματα
της γης είμαστε κολλημένοι! Δεν αντιλαμβανόμαστε την πανουργία του διαβόλου,
που μας δίνει τα μικρά και μας παίρνει τα μεγάλα. Μας προσφέρει λάσπη και μας
αρπάζει τον ουρανό. Μας παρασύρει στη σκιά και μας απομακρύνει από το φως. Μας
τραβάει στην απάτη και μας στερεί την αλήθεια. Μας ξεγελάει με όνειρα -γιατί
όνειρο είναι ο πλούτος του κόσμου τούτου- και μας καταντάει, όταν έρχεται η ώρα
του θανάτου μας, φτωχότερους κι από τους πιο φτωχούς. Γιατί τότε δεν παίρνει
μαζί του ο άνθρωπος τίποτ' άλλο πέρα από την αρετή του και τα καλά του έργα.
Ας μη νομίζουμε, λοιπόν, ότι ο πλούτος είναι μεγάλο αγαθό. Μεγάλο αγαθό δεν
είναι το ν' αποκτήσει κανείς χρήματα, αλλά φόβο Θεού. Ένας δίκαιος άνθρωπος,
που για την αρετή του έχει πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, ακόμα κι αν είναι ο
φτωχότερος απ’ όλους, μπορεί ν' αντιμετωπίσει κάθε συμφορά. Στις περιπτώσεις που
τα χρήματα είναι άχρηστα, ένας άγιος κατορθώνει τα ακατόρθωτα, φτάνει μόνο να
υψώσει τα χέρια του στον ουρανό και να ζητήσει την επέμβαση του Θεού. Σας
θυμίζω ένα χαρακτηριστικό σχετικό περιστατικό από τις Πράξεις των Αποστόλων:
Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ανέβαιναν μια μέρα μαζί στο ναό. Ήταν τρεις το
απόγευμα, ώρα προσευχής. Μπροστά στην πύλη του ναού, που λεγόταν ωραία, έφερναν
έναν άνθρωπο εκ γενετής χωλό και τον έβαζαν εκεί κάθε μέρα για να ζητάει
ελεημοσύνη. Μόλις, λοιπόν, είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη έτοιμους να μπουν στο
ναό, τους ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος του είπε: «Κοίταξέ μας». Ο χωλός τους
κοίταξε με προσοχή, περιμένοντας κάτι να πάρει απ’ αυτούς. Μα ο Πέτρος είπε:
«Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω. Ό,τι όμως έχω, αυτό σου δίνω: Στο όνομα
του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω και περπάτα!». Και πιάνοντάς τον από το
δεξί χέρι, τον σήκωσε. Εκείνος τότε, μ' ένα πήδημα, στάθηκε όρθιος και άρχισε
να περπατάει. Ύστερα μπήκε μαζί με τους αποστόλους στο ναό, δοξάζοντας τον Θεό
(Πράξ. 3:1-8). «Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω», είπε ο Πέτρος. Ποιά λόγια
είναι σεμνότερα απ’ αυτά; Τί μακαριότητα και τί πλούτο κρύβουν μέσα τους! Άλλοι
καμαρώνουν για τα αντίθετα, λέγοντας με καυχησιά: "Έχω τόσα και τόσα χρυσά
τάλαντα, τόσα στρέμματα γης, τόσα σπίτια, τόσα ζώα". Ο Πέτρος, μην έχοντας
απολύτως τίποτα, όχι μόνο δεν πνίγεται από τη φτώχεια του, αλλά και στολίζεται
μ' αυτήν. Έτσι, λοιπόν, μπορείς, χωρίς να έχεις τίποτα, να τα έχεις όλα δικά
σου΄ και έχοντας τα πάντα, να μην έχεις τίποτα. Γιατί όποιος θεωρεί την
περιουσία του κοινή, όχι μόνο δική του, και τη μοιράζεται με τους άλλους, έχει
και την ξένη περιουσία δική του, γιατί απ’ όλους θα πάρει ό,τι χρειάζεται. Ενώ
εκείνος που θεωρεί τον εαυτό του κύριο των πραγμάτων του και δεν δίνει σε
κανένα τίποτα, όχι μόνο δεν θα πάρει το παραμικρό από τους άλλους, μα ούτε και
τα δικά του δεν κατέχει, αφού ανήκουν τελικά όχι τόσο σ' αυτόν, όσο στους
κλέφτες και τους δανειστές και τους κληρονόμους.
Ξόδεψε, λοιπόν, τα χρήματά σου, για να έχεις τα πάντα δικά σου. Όπως εκείνος
που ελέγχεται από τη συνείδησή του για τη διάπραξη παρανομιών, είναι
ταλαίπωρος, έτσι κι εκείνος που έχει καθαρή τη συνείδησή του, ακόμα κι αν
φοράει κουρέλια ή παλεύει με την πείνα, είναι πιο εύθυμος απ’ αυτούς που
ξεφαντώνουν.
Τα χρήματα τα έχεις για ν' ανακουφίζεις από τη φτώχεια, όχι για να
διαπραγματεύεσαι με τη φτώχεια. Εσύ, όμως, δανείζοντας χρήματα με τόκο στον
φτωχό συνάνθρωπό σου, του ετοιμάζεις μεγαλύτερη συμφορά. Κάνε αυτή τη
συναλλαγή, δεν σε εμποδίζω, αλλά για τη βασιλεία των ουρανών. Ως αντάλλαγμα της
βοήθειας, που προσφέρεις, μην πάρεις τόκο, αλλά την αιώνια ζωή. Γιατί γίνεσαι
μικρολόγος και χάνεις κάτι τόσο μεγάλο για λίγα χρήματα, που χάνονται; Γιατί
αφήνεις τον Θεό και επιδιώκεις το κέρδος; Γιατί παραβλέπεις τον πλούσιο Κύριο
και κυνηγάς τον φτωχό άνθρωπο; Ο Κύριος θα σου ανταποδώσει κάθε ευεργεσία που
κάνεις, ενώ ο άνθρωπος στενοχωριέται, όταν επιστρέφει ό,τι του δάνεισες. Αυτός
δύσκολα σου δίνει και το ένα εκατοστό από τα δανεικά, ενώ Εκείνος
εκατονταπλάσια σου ανταποδίδει και την αθανασία σου χαρίζει. Αυτός σου δίνει τα
δανεικά με βαρυγγώμια και βρισιές, ενώ Εκείνος σου ανταποδίδει τις αγαθοεργίες
με επαίνους και εγκώμια. Αυτός νιώθει για σένα μίσος, ενώ Εκείνος σου ετοιμάζει
με αγάπη στεφάνια δόξας. Αυτός απρόθυμα σου δίνει σ' αυτή τη ζωή ό,τι σου
χρωστάει, ενώ Εκείνος πρόθυμα σου δίνει και σ' αυτή τη ζωή και στην άλλη όσα
δεν σου χρωστάει.
Τί πιο ανόητο, λοιπόν, από το να μη γνωρίζεις πως θ' αποκτήσεις το μεγαλύτερο
κέρδος; Γιατί τα χρήματα πρέπει να τ' αποκτάει κανείς σαν πραγματικός κύριος
και όχι σαν δούλος τους. Κανείς δεν είναι πιο άμυαλος από το δούλο των
χρημάτων. Νομίζει ότι τα εξουσιάζει, ενώ εκείνα τον εξουσιάζουν. Ενώ στην
πραγματικότητα έχει σκλαβώσει τον εαυτό του, ικανοποιείται σαν να είναι
αφέντης. Ενώ βλέπει έναν λυσσασμένο σκύλο να ορμάει εναντίον της ψυχής του,
αντί να τον δέσει και να τον λιώσει από την πείνα, του δίνει όλο και
περισσότερη τροφή, για να γίνει πιο φοβερός και να του επιτεθεί με μεγαλύτερη
ορμή.
Μη νομίζεις ότι, με το ν' αποκτήσεις πολλά, αποκτάς και αληθινή ηδονή. Ηδονή
και ευχαρίστηση και ηρεμία έχεις με το να μη θέλεις να πλουτίζεις. Αν κυνηγάς
τον πλούτο, ποτέ δεν θα πάψεις να βασανίζεσαι. Γιατί η επιθυμία του πλούτου
είναι έρωτας ανικανοποίητος. Όσο μακρύτερο δρόμο διανύσεις, τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι
από τον τελικό σκοπό σου. Όσο περισσότερα χρήματα επιθυμείς, τόσο μεγαλύτερη
γίνεται η αγωνία σου.
Ο φτωχός δεν λαχταράει τόσο τα αναγκαία, όσο ο πλούσιος τα περιττά. Ο φτωχός
δεν έχει τόση ικανότητα στην τίμια δουλειά, όση ο πλούσιος στην απάτη και το
παράνομο κέρδος. Αφού, λοιπόν, και θέλει και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, είναι
φανερό ότι θα ζητάει όλο και περισσότερα.
Ο Θεός σ' έκανε πλούσιο για να βοηθάς όσους έχουν ανάγκη, για να βρεις τη
συγχώρηση των αμαρτημάτων σου με τη φιλανθρωπία. Δεν σου έδωσε χρήματα για να
τα φυλάς και να καταστραφείς, αλλά για να τα μοιράζεις και να σωθείς. Γι' αυτό
το λόγο έκανε και τον πλούτο αβέβαιο, πρόσκαιρο, ασταθή, για να ελαττώσει τη
μανία σου για χρήματα. Αν, λοιπόν, τώρα, που η διατήρηση του πλούτου είναι αβέβαιη,
αλλά και γεμάτη κινδύνους, επιβουλές και φόβους, τόσο λυσσασμένα τον λαχταράς,
πόσα και πόσα εγκλήματα δεν θα έκανες αδίσταχτα, αν είχες τη βεβαιότητα ότι θα
τον διατηρούσες!
Πες μου, ποιός ήταν φτωχότερος από τον προφήτη Ηλία; Και όμως, μέσα σε τέτοια
φτώχεια, ήταν ανώτερος και μακαριότερος απ’ όλους τους πλουσίους. Γιατί η
πλούσια καρδιά του θεωρούσε πως όλου του κόσμου τα χρήματα δεν αξίζουν τίποτα,
αν συγκριθούν με τη ζωή κοντά στον Θεό. Αν θεωρούσε σπουδαία τα πράγματα του
κόσμου τούτου, δεν θα είχε μόνο μια μηλωτή. Τόσο περιφρονούσε, όμως, καθετί
υλικό, σαν μάταιο, ώστε και το χρυσάφι το έβλεπε σαν λάσπη. Και να, ο πλούσιος
βασιλιάς Αχαάβ άκουγε με ανοιχτό το στόμα τα θεία λόγια του φτωχού προφήτη.
Τόσο ανώτερη, τόσο λαμπρότερη, τόσο πολυτιμότερη από τη βασιλική πορφύρα ήταν η
μηλωτή και από τα ανάκτορα η σπηλιά, όπου έμενε ο δίκαιος Ηλίας. Γι' αυτόν το
λόγο, όταν ανέβαινε με το πύρινο άρμα στον ουρανό, τίποτ' άλλο δεν άφησε στο
μαθητή του Ελισαίο παρά μόνο αυτή τη μηλωτή. "Μ' αυτήν", του είπε,
"πάλεψα ενάντια στο διάβολο. Πάρε την κι εσύ, λοιπόν, και κάνε το ίδιο.
Γιατί η ακτημοσύνη είναι όπλο ισχυρό, ακαταγώνιστο". Και ο Ελισαίος
δέχτηκε τη μηλωτή σαν την πιο μεγάλη κληρονομιά. Πράγματι, άξιζε περισσότερο
απ’ όλο το χρυσάφι της γης. Μ' εκείνη τη μηλωτή έγινε διπλός Ηλίας, προφήτης
και θαυματουργός.
Γνωρίζω πως καλοτυχίζετε τον δίκαιο Ελισαίο. Ο καθένας σας θα ήθελε να είναι
στη θέση του. Τί θα κάνετε, όμως, όταν σας αποδείξω πως όλοι πήραμε κάτι άλλο,
ασύγκριτα πολυτιμότερο απ’ αυτό που πήρε εκείνος; Ο Ηλίας, δηλαδή, ανεβαίνοντας
στον ουρανό, άφησε στο μαθητή του τη μηλωτή του. Και ο Υιός του Θεού,
ανεβαίνοντας στον ουρανό, άφησε σ' εμάς τη Σάρκα Του.
Όταν, λοιπόν, χάνουμε περιουσίες και χρήματα, να μην ταραζόμαστε, αλλά να λέμε:
"Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, και θα βρούμε πλούτο πολύ μεγαλύτερο".
Όσο θα ωφεληθούμε μ' αυτόν μόνο το λόγο, δεν θα ωφεληθούμε ούτε αν ξοδεύουμε
ό,τι έχουμε σε αγαθοεργίες, ούτε αν γυρίζουμε παντού αναζητώντας φτωχούς, για
να τους βοηθήσουμε, ούτε αν σκορπάμε τα λεφτά μας για να προσφέρουμε φαγητό
στους πεινασμένους. Γι' αυτόν το λόγο δεν θαυμάζω τόσο τον Ιώβ, επειδή είχε το
σπίτι του ανοιχτό σ' εκείνους που χρειάζονταν βοήθεια, όσο γιατί με ευχαριστία
και δοξολογία του Θεού σήκωσε την απώλεια των αγαθών του. Όποιος μπορέσει, όταν
δοκιμάσει συμφορά, να πει ειλικρινά και αγόγγυστα ό,τι είπε ο Ιώβ, «Ο Κύριος
μου έδωσε όσα είχα, ο Κύριος μου τα πήρε» (Ιώβ 1:21), μόνο για το λόγο τούτο θα
ανακηρυχθεί δίκαιος μαζί με τον Ιώβ και θα σταθεί ένδοξος κοντά στον Αβραάμ.
Όταν ο διάβολος αρπάζει τον πλούτο σου μ' οποιονδήποτε τρόπο κι εσύ δοξολογείς
τον Κύριο, πληγώνεις διπλά τον εχθρό, αφενός γιατί δεν λυπήθηκες για όσα
έχασες, και αφετέρου γιατί δέχεσαι ακόμα και τη δυστυχία ευχαριστώντας τον Θεό.
Ο διάβολος, αν δει ότι στενοχωριέσαι για την απώλεια των χρημάτων και τα βάζεις
με τον Θεό, ποτέ δεν θα πάψει να σου προξενεί παρόμοιους πειρασμούς. Αν, όμως,
σε δει να αντιμετωπίζεις και τη μεγαλύτερη ακόμα καταστροφή με ιώβεια υπομονή
και μακροθυμία, θα σταματήσει να σε πολεμάει, για να μη σου εξασφαλίσει, χωρίς
να το θέλει, λαμπρότερα στεφάνια. Και ο μεν Ιώβ, χάρη στη θεάρεστη στάση του,
πήρε πίσω διπλά εκείνα που είχε χάσει. Εσύ, όμως, όχι μόνο διπλά και τριπλά, μα
εκατονταπλάσια θα τα πάρεις όλα, αν υπομείνεις με πνευματική γενναιότητα τις
συμφορές, και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσεις την αιώνια ζωή, την οποία
εύχομαι ν' απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη του Κυρίου.
Πηγή:
Απόσπασμα από το βιβλίο «Θέματα ζωής». Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσόστομου. Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των
βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος
Α’, σελ. 182-195
http://anavaseis.blogspot.com/2010/11/blog-post_1644.html
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσὸς, ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν·
ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ, θησαυροὺς ἐναπέθετο· τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης
ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ
Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στόμα πάγχρυσον, τῆς Ἐκκλησίας, ῥήτωρ ἔνθεος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη
Χρυσόστομε· καταυγασθεὶς γὰρ τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, λόγους ζωῆς ἀναβλύζεις
τοῖς πέρασι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα
ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐκ τῶν οὐρανῶν, ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν, χειλέων πάντας
διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι, τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε
Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ποταμὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸν χρυσόρρειθρον
Καὶ εὐσεβείας τὴν κιθάραν τὴν χρυσόφθογγον
Τὸν Χρυσόστομον αἰνέσωμεν Ἰωάννην·
Χρυσουργίᾳ γὰρ τοῦ λόγου κατεχρύσωσε
Τὰς καρδίας τῶν πιστῶν καὶ τὰ νοήματα·
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός, ὁ τὴν οἰκουμένην, καταρδεύων νᾶμα χρυσοῦν·
χαίροις ὁ τὴν γλῶτταν, χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν, Χρυσόστομε τρισμάκαρ,
Πατριαρχῶν ἡ κρηπίς.
ΠΗΓΗ: Καθεδρικός Ἱερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης Χολαργοῦ
Κ