Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΑΛΤΙΚΗ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΑΛΤΙΚΗ-
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Ι. Μ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ 
1. Κέλευσον Δέσποτα

2. Φως Ιλαρόν
3. Προκείμενον- Τις Θεός Μέγας
4. Θεοτόκε Παρθένε
6. Πολυέλεος -Δούλοι Κύριον
5. Πλούσιοι Επτώχευσαν
9. Πασαπνοάριον
7. Ο Πεντηκοστός Ψαλμός
8. Πεντηκοστάρια
11. Πολυέλεος -Εξομολογείσθε
10. Στιχολόγια των Αίνων
12. Θεοτόκε Παρθένε

13. Τριάδιον - Θεοτόκιον
14. Δι' ευχών τον Αγίων

"ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ"

"ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ" ΚΩΝ ΠΡΙΓΓΟΥ.


ΨΑΛΛΕΙ Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΤΣΑΜΚΙΡΑΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΟΚΤΑΗΧΟ" ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΤΗΣ Μ.Χ.Ε ΚΩΝ.ΠΡΙΓΓΟΥ ΤΟΝΙΣΘΕΝΤΑ ΥΠΟ ΑΘ.ΚΑΡΑΜΑΝΗ.

Μνήμη τῶν Ἁγίων Νηπίων (29 Δεκεμβρίου)

AgiaNipia15ταν οἱ Μάγοι δέν ἐπέστρεψαν στόν Ἡρώδη νά τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρός αὐτός βασιλιάς μηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιά νά ἐξοντώσει τό Θεῖο Βρέφος.
Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύμφωνα μέ τίς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θά ἦταν ἡ Βηθλεέμ. Ἐπειδή ὅμως δέ γνώριζε ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς ἂν βρισκόταν μέσα στή Βηθλεέμ ἢ στά περίχωρά της καί ἐπειδή συμπέρανε ὅτι τό παιδί θά ἦταν κάτω ἀπό δυό χρονῶν, ἔδωσε διαταγή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς Βηθλεέμ καί τῶν περιχώρων της, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δύο ἐτῶν.
Ἡ σφαγή ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νά μή μπορέσουν οἱ οἰκογένειες νά ἀπομακρυνθοῦν μέ τά βρέφη τους. Καί οἱ δυστυχισμένες μητέρες εἶδαν νά σφάζονται τά παιδιά τους μέσα στίς ἴδιες τίς ἀγκαλιές τους.
Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία, πολύ σωστά ἀνακήρυξε Ἅγια τά σφαγιασθέντα αὐτά παιδιά, διότι πέθαναν σέ μία ἀθώα ἡλικία καί ὑπῆρξαν κατά κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μπορεῖ βέβαια νά μή βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅμως, μέσα στό ἴδιο εὐλογημένο αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τόν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς θύματα δεκτά, ὡς νεόδρεπτα ῥόδα, καί θεία ἀπαρχή, καί νεόθυτοι ἄρνες, Χριστῷ τῷ ὥσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, ἁγνά Νήπια, τήν τοῦ Ἡρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα, καί δυσωποῦντα ἀπαύστως, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Ἐν τῇ Βηθλεέμ, τεχθέντος τοῦ Βασιλέως, ἐξ Ἀνατολῶν, σύν δώροις ἥκασι Μάγοι, δι’ ἀστέρως ἐξ ὕψους ὁδηγούμενοι, ἀλλ’ Ἡρώδης ἐκταράσσεται, καί θερίζει τά Νήπια, ὥσπερ σῖτον ὀδυρόμενος· ὅτι τό κράτος αὐτοῦ, καθαιρεῖται ταχύ.

Μεγαλυνάριον.
Βρέφη ἀπειρόκακα καί ἁγνά, τῷ ἐκ τῆς Παρθένου, νηπιάσαντι ἑκόντι, ἤχθησαν σφαγέντα, ὡς ἄμωμοι θυσίαι· διό τήν τοῦ Ἡρώδου, κακίαν φύγωμεν.

ΠΗΓΗ:http://www.faneromenihol.gr/

Χριστούγεννα:

 Μια διαφορετική προσέγγιση από τη μακρινή και διψασμένη γη της Αφρικής


Για αιώνες τώρα το κοσμοσωτήριο αυτό γεγονός της Γέννησης του Χριστού υπενθυμίζει στους ανθρώπους την άκρα συγκατάβαση του Θεού και την υπόσχεση που έδωσε, για να μπορέσει, έτσι, ο άνθρωπος να ευεργετηθεί και να τιμηθεί, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα και την προφητεία του Ησαΐα «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί  έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. 7/14).
Η εμφάνιση του Χριστού πάνω στη γη, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, έδωσε στον άνθρωπο μια ανεξήγητη και ανερμήνευτη χαρά και ελπίδα. Είναι μια ένδειξη και μια μαρτυρία που φανερώνει την άκρα ταπείνωση του ίδιου του Θεού, γιατί από εκείνη την ώρα προικίστηκε με το δώρο της ελευθερίας, της προσωπικής του δυναμικής σωτηρίας από τα δεινά της φθοράς, της αμαρτίας, της αδικίας και του σκότους. Ήλθε, λοιπόν, ο Χριστός! Και η έλευσή Του σήμαινε μια εκ θεμελίων ανασυγκρότηση και ανασύσταση της ανθρώπινης υπόστασης και ταυτότητας, της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας. Η άφιξή Του σήμανε την κατάργηση της δουλείας, των φυλετικών διακρίσεων και την ανασφάλεια της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου και φυσικά την εξάλειψη της φθοράς του θανάτου και της αμαρτίας. Ο άνθρωπος αποκτά πια δικαιώματα που συνδέονται άμεσα και καταλυτικά με την εξασφάλιση του Φωτός και της Ζωής που τελικά θα οδηγούσε τον άνθρωπο στη σωτηρία της ψυχής του και την άνευ όρων εισδοχή του στη Βασιλεία των ουρανών, τιμάται και σώζεται.

Ήλθαν, λοιπόν, και φέτος τα Χριστούγεννα! Είναι μια μακρά παράδοση οι όπου γης άνθρωποι να πνίγονται κυριολεκτικά μέσα στον πλούτο των εξωτερικών τύπων δηλ. ειδικός στολισμός όχι μόνον των κεντρικών πλατειών και των δρόμων αλλά και των σπιτιών ακόμα και της φύσης ολόκληρης. Έτσι δημιουργείται μια ατμόσφαιρα γιορταστική και χαρούμενη – φαντασμαγορική και εντυπωσιακή. Οι άνθρωποι βιάζονται και θέλουν να επιδειχθούν ποιος θα ξοδέψει περισσότερα και ποιος θα παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια των ανθρώπων με πολλή τέχνη και επιδειξιομανία. Πώς θα ντυθούμε, ποια ακριβή μάρκα (φίρμα) θα φορέσουμε, τι θα κεράσουμε, με πάρτι και ρεβεγιόν και τα παρόμοια. Όλα δείχνουν μια επιπολαιότητα και αλλοφροσύνη που μας οδηγεί να γιορτάσουμε κοσμικά και άνευ πραγματικής ουσίας, χωρίς βάθος στον πραγματικό και χαριτωμένο τρόπο της φτώχειας και της ταπείνωσης, εκεί στη φάτνη της Βηθλεέμ.
Είναι για μας μια γιορτή οικογενειακή και προπαντός για τα παιδιά που περιμένουν εναγωνίως τα δώρα από τους γονείς, τους φίλους και τους νονούς. Αυτά φυσικά συμβαίνουν στα δικά μας τα μέρη αλλά και παγκόσμια. Λαμπρός φωτισμός και φωταγωγίες παντού.
Ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν ζουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν το πραγματικό νόημα και τη βαθιά σημασία του κοσμοσωτήριου αυτού γεγονότος της Γέννησης του Σωτήρος Χριστού. Χριστούγεννα, λοιπόν και πάλι! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δημιουργείται πιο έντονο το αίσθημα της οικογένειας, αφού όλοι θα μαζευτούν για να εκδηλώσουν μια ένωση και μια κοινωνία που πολλές φορές ξεφεύγει από το νόημά της και γίνεται, θα έλεγα, ακόμα και εμπορική! Είναι η κίνηση αυτή που δεν συνάδει με το νόημα των αληθινών Χριστουγέννων. Είμαστε, δυστυχώς, εμείς οι σημερινοί Έλληνες επηρεασμένοι από τον λεγόμενο πολιτισμό του δυτικού κόσμου που μας απομακρύνει από τη γνωριμία και συμφιλίωσή μας με τον ίδιο τον Θεό. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να γευτούμε τη δική μας αναγέννηση και τη θέωσή μας.
Σήμερα, Χριστούγεννα, εδώ, στον δικό μας τον χώρο της Αφρικής, στο σπίτι μας. Εδώ και μερικά χρόνια αρχίσαμε δειλά – δειλά με τα φτωχικά δεδομένα μας να γιορτάζουμε οικογενειακά. Η δική μας η οικογένεια δεν έχει το μέγεθος μιας γνωστής και συνηθισμένης σε αριθμό μελών. Είμαστε, βλέπετε, πολύτεκνοι. Από πού ν’ αρχίσουμε; Εδώ που ζούμε, καθημερινά μαζεύονται τριακόσια πενήντα παιδάκια του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Μια πρώτη μαρτυρία. Μετά, η γειτονιά μας θεωρείται παραγκούπολη και τα παιδιά που κατοικούν γύρω – γύρω εκτός από τα τα δικά μας ζουν σε άθλιες καταστάσεις. Τι να πρωτοσκεφτεί κανένας; Από πού ν’ αρχίσει; Κι όμως ο Θεός βρίσκει πάντα τρόπους και μέσα και έτσι τα βολεύουμε όλα μια χαρά. Τα ταΐζουμε, τα μορφώνουμε και τα ντύνουμε. Έτσι, σήμερα, κάναμε ακόμα μια εξαίρεση. Εκτός απ’ αυτά που έρχονται και φοιτούν κοντά μας – το κάνουμε κάθε χρόνο – καλέσαμε όλα τα παιδιά, χωρίς καμιά διάκριση. Δεν υπολογίσαμε ότι φέτος, λόγω της ανομβρίας, θα υπήρχε μεγαλύτερη προσέλευση. Ο αριθμός των παιδιών ξεπέρασε τους πεντακόσιους.
Ήταν μια πραγματική οικογενειακή χριστουγεννιάτικη γιορτή, μέσα σε μια ζεστή συναναστροφή. Το κάθε παιδί αισθανόταν ότι όλοι μας είμαστε μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια. Ένα πιάτο ζεστού φαγητού που ίσως τα περισσότερα παιδιά ή όλα δεν θα είχαν αυτή την ευκαιρία,  κάτω από τις συνθήκες που ζουν. Δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση και συναναστροφή. Μέσα στη γιορτινή αυτή ατμόσφαιρα, τα παιδάκια αισθάνθηκαν ότι είχαν κάποιο στήριγμα και μια γωνιά όσο φτωχική κι αν ήταν, για να καταλάβουν βαθύτερα το νόημα της αγάπης για όλους από τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Τα παιδάκια αυτά αν και στερούνται τόσων υλικών αγαθών και έχουν τόσες ανάγκες για την καθημερινή τους επιβίωση, η μέρα αυτή τους έφερε έντονο το μήνυμα της αληθινής αγάπης του Χριστού προς όλους, ανεξάρτητα καταγωγής, χρώματος ή μόρφωσης.
Αυτή η κοινή αγάπη ένωσε όλα τα παιδάκια σε τέτοιο βαθμό που ενίσχυσε και αύξησε τον μεταξύ τους σύνδεσμο. Αυτό το γεύμα κι αυτή η προσέγγιση τη μέρα των Χριστουγέννων, με τα λιτά δώρα της αγάπης μας, έδωσαν ένα ενισχυτικό νόημα και σκοπό της ζωής τους. Αυτές οι ευαίσθητες υπάρξεις των αθώων αυτών παιδιών αισθάνθηκαν για μια ακόμη φορά ότι ο Θεός της αγάπης δεν τους εγκατέλειψε όσο κι αν ζουν φτωχικά και περιφρονημένα. Τώρα, βεβαιώθηκαν ότι ο Θεός είναι μαζί τους, δίπλα τους, είναι η χαρά και η ελπίδα τους.

ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Η Γέννηση του Χριστού ....

 του Φώτη Κόντογλου
ΓεννησηΜυστήριον ξένον, λέγει ο Υμνωδός, τη Γέννηση του Χριστού, το να γεννηθεί σαν άνθρωπος, όχι κανένας προφήτης, όχι κανένας άγγελος, άλλα ο ίδιος ο Θεός! Ο άνθρωπος, θα μπορούσε να φθάσει σε μία τέτοια πίστη; Οι φιλόσοφοι και οι άλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ήτανε δυνατὸ να παραδεχθούν ένα τέτοιο πράγμα; Απὸ την κρισάρα της λογικής τους δεν μπορούσε να περάσει η παραμικρὴ ψευτιά, όχι ένα τέτοιο τερατολόγημα! Ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής κι άλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, που ήτανε και σπουδαίοι φιλόσοφοι, δεν μπορέσανε να τους κάνουνε να πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, και θα πιστεύανε ένα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αυτὸ ο Χριστὸς γεννήθηκε ανάμεσα σε απλοὺς ανθρώπους, ανάμεσα σε απονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στο παχνί, που τρώγανε τα βόδια.
Κανένας δεν τον πήρε είδηση, μέσα σε εκείνον τον απέραντο κόσμο, που εξουσιάζανε οι ρωμαίοι, για τούτο είχε πει ο προφήτης Γεδεών, πως θα κατέβαινε ήσυχα στον κόσμο, όπως κατεβαίνει η δροσιὰ απάνω στο μπουμπούκι του λουλουδιού, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ανάμεσα σε τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιος να πάρει είδηση το πιο πτωχὸ απὸ τα πτωχά, εκείνο που γεννήθηκε όχι σε καλύβι, όχι σε στρούγκα, αλλὰ σε μία σπηλιά; Και κείνη ξένη, γιατὶ την είχανε οι τσομπαναρέοι να σταλιάζουνε τα πρόβατά τους.
Το «ὑπερεξαίσιον καί φρικτὸν μυστήριον» της Γεννήσεως του Χριστού έγινε τον καιρὸ που βασίλευε ένας μοναχὰ αυτοκράτορας απάνω στη γη, ο Άγουστος, ο ανιψιὸς του Καίσαρα, ύστερα απὸ μεγάλη ταραχὴ και αιματοχυσία ανάμεσα στον Αντώνιο απὸ τη μία μεριά, και στον Βρούτο και τον Κάσσιο απὸ την άλλη. Τότε γεννήθηκε κι ο ένας και μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ο Χριστός. Κι᾿ αυτὸ το λέγει η ποιήτρια Κασσιανὴ στο δοξαστικὸ που σύνθεσε, και που το ψέλνουνε κατὰ τον Εσπερινό των Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τη Γέννηση του Χριστού την προφητέψανε οι Προφήτες. Πρώτος απ᾿ όλους την προφήτεψε ο πατριάρχης Ιακώβ, τη μέρα που ευλόγησε τους δώδεκα υιούς του, και είπε στον Ιούδα «δεν θα λείψει άρχοντας απὸ τον Ιούδα μήτε βασιλιὰς απὸ το αίμα του, ως που να έλθει εκείνος, για τον όποιον είναι γραμμένο να βασιλεύει απάν᾿ απ᾿ όλους, κι αυτὸν τον περιμένουμε όλα τα έθνη». Ως τον καιρὸ που γεννήθηκε ο Χριστός, οι Ιουδαίοι, το γένος του Ιούδα, είχανε άρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς και αρχιερείς, που ήτανε κ᾿ οι πολιτικοὶ άρχοντές τους. Αλλὰ τότε για πρώτη φορὰ έγινε άρχοντας της Ιουδαίας ο Ηρώδης, που ήτανε εθνικός και έβαλε αρχιερέα τον Ανάνιλον «αλλογενή», ενώ οι αρχιερείς είχανε πάντα μητέρα Ιουδαία. Τελευταίος Ιουδαίος αρχιερεὺς στάθηκε ο Υρκανός. Και οι άλλοι προφήτες προφητέψανε τη Γέννηση του Χριστού, προπάντων ο Ησαΐας. Τη Γέννηση του Χριστού τη λένε οι υμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τα λόγια του Παύλου που γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ο απόστολος Παύλος λέγει, πως αυτὸ το μυστήριο δεν το γνωρίζανε καθαρὰ και με σαφήνεια ούτε οι Άγγελοι, γι᾿ αυτὸ ο αρχάγγελος Γαβριὴλ με τρόμο το είπε στην Παναγία. Και στους Κολασσαείς γράφοντας ο θεόγλωσσος Παύλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πως φανερώθηκε αυτὸ το μυστήριο στους Αγίους, που θέλησε ο Θεὸς να το μάθουνε, και αυτοὶ θα το διδάσκανε στα έθνη; στους ειδωλολάτρες, που προσκυνούσανε για θεοὺς πέτρες και ζώα και διάφορα αλλὰ κτίσματα.
Εξακόσια χρόνια προ Χριστού ο βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ είδε στο όνειρό του, πως βρέθηκε μπροστά του ένα θεόρατο φοβερὸ άγαλμα, καμωμένο απὸ χρυσάφι, ασήμι, χάλκωμα, σίδερο και σεντέφι: Κι άξαφνα ένας βράχος ξεκόλλησε απὸ ένα βουνὸ και χτύπησε το άγαλμα και το ‘κανε σκόνη. Και σηκώθηκε ένας δυνατὸς άνεμος και σκόρπισε τη σκόνη, και δεν απόμεινε τίποτα. Ο βράχος όμως που τσάκισε το άγαλμα έγινε ένα μεγάλο βουνό, και σκέπασε όλη τη γη. Τότε ο βασιλιὰς φώναξε τον προφήτη Δανιὴλ και ζήτησε να τού εξηγήσει το όνειρο.
Κι ο Δανιὴλ το εξήγησε καταλεπτώς, λέγοντας πως τα διάφορα μέρη του αγάλματος ήτανε οι διάφορες βασιλείες, που θα περνούσανε απὸ τον κόσμο ύστερα απὸ τον Ναβουχοδονόσορα και πως στο τέλος ο Θεὸς θα αναστήσει κάποια βασιλεία που θα καταλύσει όλες τις βασιλείες, όπως ο βράχος που είχε δει στο ενύπνιο του εξαφάνισε το άγαλμα με τα πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, που δεν θα καταλυθεί ποτὲ στους αιώνες των αιώνων».
Αυτή η βασιλεία η αιώνια, η άφθαρτη, είναι η βασιλεία του Χριστού, η βασιλεία της αγάπης στις ψυχὲς των ανθρώπων και ιδρύθηκε με την αγία Γέννηση του Κυρίου που γιορτάζουμε σήμερα. Και επειδή είναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αυτὸ θα είναι αιώνια, γι᾿ αυτὸ δεν θα χαλάσει ποτέ, όπως γίνεται με τις άλλες επίγειες και υλικὲς βασιλείες. Όπως ο βράχος μεγάλωνε κι έγινε όρος μέγα και σκέπασε τη γη, έτσι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ όλη την οικουμένη, με το κήρυγμα των Αποστόλων: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ώστε βγήκε αληθινὴ η αρχαιότερη προφητεία του Ιακώβ, πως σαν πάψει η εγκόσμια εξουσία των Ιουδαίων, θα έρθει στον κόσμο εκείνος που προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε πως οι Εβραίοι πιστεύανε πως η φυλή τους μονάχα ήταν βλογημένη, και πως ο Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αυτή, και πως οι άλλοι λαοί, «τα έθνη», ήταν καταραμένα και μολυσμένα κι ανάξια να δεχτούν τη φώτιση τού Θεού. Λοιπὸν είναι παράξενο να μιλά η προφητεία του Ιακώβ για τα έθνη, για τους ειδωλολάτρες θα περιμένουν τον Μεσσία να τους σώσει και μάλιστα να μη λέει καν πως τον αναμενόμενο Σωτήρα τον περιμένανε οι Ιουδαίοι μαζὶ με τα έθνη, αλλὰ να λέει πως τον περιμένανε μονάχα οι εθνικοί: «και αυτὸς προσδοκία εθνών». Όπως κι έγινε. Γιατί, τη βασιλεία που ίδρυσε ο Χριστὸς στον κόσμο, τη θεμελίωσαν μεν οι απόστολοι, που ήταν Ιουδαίοι, αλλὰ την ξαπλώσανε και την στερεώσανε με τους αγώνες τους και με το αίμα τους οι άλλες φυλές, «τα έθνη».
Είναι ολότελα ακατανόητο, για το πνεύμα μας, το ότι κατέβηκε ο Θεὸς ανάμεσά μας σαν άνθρωπος συνηθισμένος και μάλιστα σαν ο φτωχότερος απὸ τους φτωχούς. Αυτή τη μακροθυμία μονάχα άγιες ψυχὲς είναι σε θέση να τη νιώσουνε αληθινά, και να κλάψουνε απὸ κατάνυξη.
ΠΗΓΗ:http://www.faneromenihol.gr/

Της Κοκκώνας το σπίτι

Τ η ς  Κ ο κ κ ώ ν α ς  τ ο  σ π ί τ ι
Διήγημα του Παπαδιαμάντη

Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ’ εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ’ της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν’ αναβεί, εγλιστρούσε διά να καταβεί.
Αμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθει η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι τού γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το έν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι’ όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν. Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρεί ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνει κατοικητήριον των φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.
***
Δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την οικοκυράν της. Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής, ανήρ αισθηματικός και γενναίος, «μερακλής» όσον κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχε ερωτευθεί ποτε εις το Σταυροδρόμι την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε στην καρδιά. Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη Βασιλευούση, και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξίδιον να φέρει έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευτρεπίσει, να στολίσει την νεόκτιστον οικίαν και την κάμει αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρει από την Πόλιν. Αλλ’ η οικία δεν έμελλε να τελειώσει και η Κοκκώνα δεν έμελλε να κατέλθει. Η Κοκκώνα, οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν, απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι, και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον. Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρευούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνία επί της τύχης της, έμενε το όνομα «της Κοκκώνας το Σπίτι».
Μνημούρια του Φερίκ-κιοΐ κι’ ολόρθα κυπαρίσσα…
Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

***
Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185… δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.
– Εγώ είδα π’ σο’ δωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το έν.
– Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο· μια πεντάρα μο’ δωκε. Να τηνε.
Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων του μίαν πεντάραν.
– Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.
– Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μιά πεντάρα, σου λέω.
– Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
– Θα σ’ πέσει το φανάρι.
Διά μιάς ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ητοιμάζετο να ψάξει τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι κάσσα μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε υποπτευθεί τον Αγγελήν.
Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον Αγγελήν.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ’ άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύει τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί.
– Δεν μ’ αφήνεις να σε ψάξω!
– Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.
– Είσαι ψεύτης!
Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν χείρα.
– Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε:
– Τι μαλώνετε, βρε;
***
Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το φανάριον καταγής. Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το οποίον έσβησεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία.
– Ποιος είναι κάσσα, βρε;
Τα δύο παιδία ήσπαιρον κι’ εδοκίμαζαν να φύγουν.
– Μη φοβάστε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.
Έψαξε τες τσέπες των δύο παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις τα θυλάκια. Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον. Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.
-Πηγαίνετε τώρα, και μη φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.
***
Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύσει και πώς να εορτάσει τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά. Ήτο συνήθως άεργος, και οι τεμπέλικες μικροδουλειές, τας οποίας εξετέλει κάποτε, πότε κουβαλών νερό με την στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς, τους αλωνιστάς και τους εργάτας τών ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γριπάρηδες εις την ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο. Τι να κάμει; Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι εσοφίσθη;
Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβεί κανείς και να περάσει ως σκαλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας. Από εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμα των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.
Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπον -μετέθεσε, το επ’ αυτώ, δύο μήνας πρωιμώτερα την Αποκριάν- εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου, και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου κατοικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα. Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε διά του λιθοστρώτου, η πρώτη συνωρίς των αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδομεν πώς ήλθαν βολικά τα πράγματα, και πώς ο Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων που εμάλωναν.
Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον άλλα παιδία, είτα άλλα. Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τον κρότον των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των, και εψιθύριζε:
– Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλωναν, αλλ’ εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδιάν.
– Να φτιάσωμε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.
– Να κόψουμε μια λεύκα.
– Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.
– Να βγάλουμε από τον πεύκο τ’ Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
– Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι εγώ πρωτομάστορας.
– Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μιά φωνή.
Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τέταρτην φοράν, από την κρύπτην του.
Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν. Αλλ’ ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδον του, και τους ελήστευσε.
– Είναι άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα.
Τα παιδία τον εκοίταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ’ ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησε εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη, και μετέδωκε θάρρος και εις τον Αργύρην.
– Είναι κι άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος.
– Τι ζυγιά; ηδυνήθη ν’ αρθρώσει ο Στάμος.
– Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν, απ’ τον απάνω μαχαλά;
– Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος.

Την φοράν ταύτην, ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβήσει τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία. Αλλ’ ο Στάμος τον εκοίταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μες στο νου του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίσει.
– Πέστε μου, βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας.
– Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος.
Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελεύθερα.
***
Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα ήρχισε να δέρνει την στέγην, τας ξυλώσεις, και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου κατοικίας. Πολλοί λίθοι, με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.
Στράτευμα παιδίων είχεν εξορμήσει από το προαύλιον του ναού των Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή τετρακόσια βήματα απέχοντος, και εξετέλει φοβεράν έφοδον κατά του ασύλου του Σκαλικαντζάρου.
Τα πρώτα ληστευθέντα παιδία, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν ασθμαίνοντα εις την μικράν πλατείαν την έμπροσθεν του ναού, μη έχοντα πλέον διά τι πράγμα να μαλώσωσιν, έκαμαν αγάπην. Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν εκ συμφώνου, απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα ειπεί ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να τους φάγει, θα ειπεί ότι δεν ήτον ούτε σκαλικάντζαρος. Τι άλλο θα ήτον λοιπόν; Θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δευτέρα ζυγιά των παιδίων έφθασε μετ’ ου πολύ, είτα η τρίτη και η τετάρτη. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε τελευταίος μετά του Αργύρη, επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν νυκτερινήν έφοδον κατά της οικίας.
Ο Παλούκας, την στιγμήν εκείνην, εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει πλέον ν’ αποσυρθεί αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύσει την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχίων, και την του αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγει και πάλιν έμενεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.
– Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.
– Να μιά ζυγιά! επανέλαβον εν χορώ τα παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγει, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα.
Απεφάσισε ν’ αρπάξει μίαν σανίδαν και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ως ασπίδα να εκτελέση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού. Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήσει με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα.
– Να κι άλλη ζυγιά! εφώναξεν αδιάλλακτος ο Στάμος.
– Να κι άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα παιδία.
Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτέραν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην. Αλλά κι’ εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου, ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον.
– Βρε! από σπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.
Ευτυχώς δι’ αυτόν, οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους.
Τέλος, επειδή η μάχη παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά φρόνιμον σκέψιν, απεφάσισε ν’ αναρριχηθεί εις τον τοίχον (εγνώριζε πού υπήρχαν οπαί από τα ικρία και τες ξυλωσιές της οικοδομής) πατών από οπήν εις οπήν. Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γερο-Παγούρη.
Ητον ως δύο μπόγια υψηλά, όχι περισσότερον. Διότι το έδαφος ήτο υψηλότερον κατά τρεις ή τέσσαρας σπιθαμάς έσωθεν του αυλογύρου.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων από το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου ήξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας.
Ο δούπος της πτώσεώς του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας του αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν.
Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά τού είχαν πέσει από την τσέπην.
Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψει.
Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνει με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν τού φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα:
– Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
***
Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γερο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρον του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος:
– Τι είναι; Τι τρέχει;… Ποιος είναι;… Ποιοι είστε;… Ε! δεν ακούτε!
Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, και έφευγεν διά της μεσημβρινής θύρας, και τα άλλα παιδία πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντο τον Παλούκαν, όστις είχε γίνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα:
– Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
(1893)

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:https://dasarxeio.com