Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022
Η Ναυμαχία της Έλλης
Σαν σήμερα έγινε η Ναυμαχία της Έλλης
Σαν σήμερα έγινε η Ναυμαχία της Έλλης που αποτέλεσε
στρατηγικής σημασίας νίκη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο έλεγχος του
Αιγαίου παγιώθηκε, ενώ οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον θαλάσσιο
δρόμο, ώστε να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους που μάχονταν σε Μακεδονία και
Θράκη.
Η Ναυμαχία της Έλλης ήταν η πρώτη από την εποχή του
Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναμέτρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου, κατά
τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκε το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912 (16
Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Έλλη (Ελές-Μπουρνού
στα τουρκικά) της χερσονήσου της Καλλίπολης, κοντά στην είσοδο των Στενών των
Δαρδανελλίων. Διήρκεσε μία ώρα και έληξε με νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
Τους πρώτους μήνες του Α' Βαλκανικού Πολέμου ο
ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Υπό την ηγεσία του Υδραίου υποναυάρχου
Παύλου Κουντουριώτη (1855-1935), αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε
στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου.
powered by Rubicon Project
Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών
του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος
Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Αντίθετα, ο τουρκικός στόλος υπό τη διοίκηση του
ναυάρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων, χωρίς
να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο.
Στα τέλη Νοεμβρίου υπήρχαν πληροφορίες ότι ο τουρκικός
στόλος θα επιχειρούσε έξοδο στο Αιγαίο. Το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου ο
ελληνικός στόλος υπό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απέπλευσε από το
ορμητήριό του στον Μούδρο, όταν πληροφορήθηκε ότι το τουρκικό καταδρομικό
«Μετζηδιέ» εθεάθη στην είσοδο των Δαρδανελλίων. Η περιπολία του ελληνικού
στόλου κράτησε μέχρι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912, χωρίς να φανεί κανένα
ίχνος του εχθρού.
Το ναυτικό σήμα του Π. Κουντουριώτη
Στις 8 το πρωί της ημέρας αυτή κι ενώ ο ελληνικός
στόλος είχε πορεία από βορρά προς νότο, έγινε αντιληπτή η έξοδος του τουρκικού
στόλου στο Αιγαίο. Λίγο αργότερα αναγνωρίσθηκαν τα θωρηκτά «Χαϊρεδίν
Βαρβαρόσας», ναυαρχίδα του Ραμίζ Μπέη, «Τουργκούτ Ρέις», «Μεσουντιέ», «Ασαρ
Τεφίκ», το καταδρομικό «Μετζηδιέ» και μερικά αντιτορπιλλικά. Ο ελληνικός στόλος
του Αιγαίου αποτελείτο από τη ναυαρχίδα «Αβέρωφ», τα τρία παλιά θωρηκτά «Ύδρα»,
«Σπέτσαι» και «Ψαρά», τα τέσσερα νεότευκτα ανιχνευτικά τύπου Λέων, τα δύο νεότευκτα
αντιτορπιλλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός» και τα οκτώ παλαιότερα μικρά
αντιτορπιλικά των τύπων Θύελλα και Νίκη.
Αμέσως σήμανε συναγερμός. Στις 8.55 ο Κουντουριώτης
διατάσσει τα ανιχνευτικά να ταχθούν σε μια στήλη αριστερά και σε απόσταση 1000
μέτρων από τη γραμμή των ελληνικών θωρηκτών, ενώ τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά
πήραν θέσεις προς την πρύμνη των θωρηκτών. Στις 9:00 τα τουρκικά θωρηκτά
στράφηκαν προς βορρά, πλέοντας κοντά στην ακτή, ώστε να εξασφαλίσουν την κάλυψη
των πυροβόλων των επακτίων φρουρίων και να αυξήσουν τη δύναμη πυρός τους.
Ακαριαία ήταν και η αντίδραση του ελληνικού στόλου, που άλλαξε πορεία και
τέθηκε σε καταδίωξη του εχθρικού στόλου.
Από τον «Αβέρωφ» εκπέμπεται τότε προς τα πλοία του
ελληνικού στόλου το ιστορικό σήμα του ναυάρχου Κουντουριώτη: «Με τη βοήθεια του
Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής
ακαθέκτου και με πεποίθησιν εις την Νίκην κατά του εχθρού του Γένους».
Οι πορείες των δύο στόλων άρχισαν να συγκλίνουν και
στις 9:05 βρίσκονταν σε απόσταση 14 χιλιομέτρων. Ο Κουντουριώτης ανέμενε να
αρχίσει πρώτος ο εχθρός το πυρ, θέλοντας να αποφύγει τη σπατάλη πυρομαχικών έως
ότου η απόσταση μειωθεί, ώστε να επιτρέπει δραστική βολή. Πράγματι στις 9.22 η
τουρκική ναυαρχίδα άνοιξε πρώτη πυρ από απόσταση 12.500 μέτρων. Ο «Αβέρωφ»
ανταπέδωσε τα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε.
Από το ξεκίνημα της σύγκρουσης τα τουρκικά θωρηκτά
συγκέντρωσαν τα πυρά τους στη νεότευκτη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Το πυρ
τους ήταν αρκετά ταχύ και πυκνό, δεν συνδυαζόταν όμως με την ανάλογη ακρίβεια.
Αλλά και τα πυρά του ελληνικού στόλου δεν ήταν πολύ ακριβέστερα. Ο «Αβέρωφ»
ρίχτηκε στη μάχη χωρίς να έχει προλάβει να εκτελέσει ασκήσεις πυρών μάχης, τα
δε παλαιά θωρηκτά είχαν πανάρχαια πυροβόλα με πρωτόγονα μέσα σκόπευσης και
διεύθυνσης βολής.
Στις 9.35 η απόσταση μεταξύ των δύο αντιπάλων είχε
κατέλθει στα 9.500 μέτρα. Τότε ο ναύαρχος Κουντουριώτης αποφάσισε να θέσει σε
εφαρμογή ένα σχέδιο, που από καιρό είχε ωριμάσει μέσα του, δηλαδή να να
εκμεταλλευτεί την υπεροχή ταχύτητας της ναυαρχίδας του για να υπερφαλαγγίσει
από πρώρας την εχθρική παράταξη, εφαρμόζοντας τον «ελιγμό Ταυ», που πρώτος είχε
εφαρμόσει ο Γιαπωνέζος ναύαρχος Τόγκο κατά του ρωσικού στόλου στη Ναυμαχία της
Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905). Αποφάσισε να δράσει ανεξάρτητα από τον λοιπό
στόλο, υψώνοντας το σχετικό σήμα Ζ και διέταξε τον κυβερνήτη της ναυαρχίδας του
Σοφοκλή Δούσμανη να αυξήσει την ταχύτητα μέχρι το μέγιστο και όρμησε ακάθεκτος
κατά του εχθρού.
Ο Τούρκος ναύαρχος, αιφνιδιασμένος από τον ελιγμό του
αντιπάλου του, διατάσσει διαδοχική στροφή των πλοίων κατά 180 μοίρες προς τα
δεξιά. Η εξέλιξη αυτή σήμανε τη διάσπαση της γραμμής και την άτακτη υποχώρησή
του προς τα Στενά γύρω στις 10:00. Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τον «Αβέρωφ» να
καταδιώξει τα υποχωρούντα τουρκικά πλοία και να πετύχει αποφασιστικό πλήγμα
κατά του εχθρικού στόλου. Δυστυχώς, όμως, η ταχύτητα πυρός του είχε μειωθεί
δραστικά, εξαιτίας προβλημάτων στα κλείστρα των πυροβόλων. Την ίδια ώρα, τα
υπόλοιπα λοιπά ελληνικά πλοία έβαλαν κατά των υποχωρούντων τουρκικών από
απόσταση 5.000 μέτρων. Στις 10.25 το πυρ έπαυσε από τα ελληνικά πλοία, καθώς τα
τουρκικά χάθηκαν στα στενά των Δαρδανελλίων.
Η Ναυμαχία της Έλλης είχε τελειώσει με μία ακόμη
λαμπρή σελίδα να προστίθεται στη ναυτική ιστορία της Ελλάδας. Ο ελληνικός
στόλος παρέμεινε κοντά στα Στενά έως τις 14:30, οπότε αποχώρησε με πορεία προς
τον Μούδρο, όπου κατέπλευσε νωρίς το βράδυ.
Η επικράτηση του ελληνικού στόλου οφειλόταν κατά ένα
μεγάλο μέρος στον τολμηρό ελιγμό του Κουντουριώτη, αλλά και την υπεροχή του
«Αβέρωφ» έναντι των πλοίων του τουρκικού στόλου. Η ενέργεια αυτή του Έλληνα
ναυάρχου είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο «Αβέρωφ» μέσα στο βεληνεκές των
επάκτιων πυροβόλων και να υποστεί ορισμένες επιφανειακές βλάβες στα
υπερστεγάσματα.
Τα τουρκικά πλοία είχαν βαρύτερες ζημιές, αλλά και
απώλειες στο έμψυχο δυναμικό τους, με 58 νεκρούς και 40 τραυματίες. Οι
ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε ένα νεκρό υπαξιωματικό, τον σηματωρό Κατζιτζάρη
και τον ανθυποπλοίαρχο Μαμούρη, που πέθανε λίγες ημέρες αργότερα από μόλυνση
του τραύματός του. Οι τραυματίες ανήλθαν στους επτά.
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022
Ο παπά Φάνης!
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022
Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022
Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος:
Βιογραφικά στοιχεία
Καταρχάς, αναφορικά με την ημερομηνία γέννησης του Οσίου οι απόψεις διίστανται και υπάρχει σύγχυση γύρω από το θέμα. Όπως αναφέρει ο κύριος Καλαμάτας Αθανάσιος στα πρακτικά του επιστημονικού συνεδρίου που διεξήχθη στην Πάρο (1998) διάφοροι λόγιοι και ακαδημαϊκοί του παρελθόντος έχουν τοποθετήσει την ημερομηνία γέννησης του Οσίου μεταξύ του 1722 – 1740. Προκειμένου, λοιπόν να εξακριβωθεί η ημερομηνία γέννησής του λαμβάνεται υπόψη η μαρτυρία του Ανδρέα Μαμούκα, μαθητή του Οσίου Αθανασίου του Πάριου. Πιο συγκεκριμένα, ο τελευταίος αναφέρει πως ο Όσιος αποσύρθηκε από τη διεύθυνση της σχολής Χίου σε ηλικία ενενήντα χρονών. Παράλληλα, μια επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Δ΄ που αναφέρει ότι το 1811 ο Όσιος δε βρισκόταν πια στη σχολή[1],καθώς και μια επιστολή του Κούμα, που γράφτηκε το 1811 και ανακοινώνει πως ο Πάριος σταμάτησε από τη σχολή[2] καταδεικνύουν την ημερομηνία γέννησής του. Έτσι, φαίνεται πως ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος γεννήθηκε το 1721 στο Κώστο Πάρου, πληροφορία που επιβεβαιώνεται και από τον Οικονομίδη (1961)[3], που ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα.
Εν γένει, όπως επισημαίνει ο κύριος Καλαμάτας Αθανάσιος, η βιβλιογραφία αναφορικά με την οικογένεια του Οσίου είναι ελάχιστη. Ο πατέρας του ήταν ο Απόστολος Τούλιος, που καταγόταν από τη Σίφνο και μετεγκαταστάθηκε στην Πάρο. Σύμφωνα, με τις πηγές είχε αρκετή περιουσία, κάτι που βοήθησε ώστε ο Πάριος να λάβει και την απαραίτητη μόρφωση. Το επώνυμο του, Πάριος, το έλαβε λόγω της καταγωγής του, από την Πάρο.[4]
Έλαβε τη βασική μόρφωση στην Πάρο και εν συνεχεία σπούδασε στη Σμύρνη, στην Ευαγγελική Σχολή. Το 1751, μετά από έξι χρόνια σπουδών στη Σμύρνη, αποφάσισε να συνεχίσει στην Αθωνιάδα Σχολή. Η επιλογή της σχολής αυτής δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Πάριος θαύμαζε βαθιά πολλά από τα πρόσωπα που βρίσκονταν στη σχολή αυτή, μεταξύ των οποίων και ο Ευγένιος Βούλγαρης. Μετά από μια μακρά παραμονή στη σχολή αυτή, ο Πάριος αποφασίζει να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει διευθυντής του «Ελληνομουσείου» για δύο χρόνια. Επόμενος σταθμός του είναι η Κέρκυρα, όπου παρακολουθεί μαθήματα κοντά στον Νικηφόρο Θεοτόκη και αποκτά γνώσεις πάνω στη φιλοσοφία, τη ρητορική και τη φυσική.[5]
Το 1764 φεύγει και πάλι για να βρεθεί στην Παλαμιαία Σχολή στο Μεσολόγγι και από εκεί τον καλούν να διδάξει στη Θεσσαλονίκη για τρία χρόνια (1767 – 1770). Το 1770/71 τον καλούν να διδάξει στην Αθωνιάδα και εκεί αναλαμβάνει και τη διεύθυνση της σχολής, κατά τα γραφόμενα. Ταυτόχρονα χρήζεται ιερομόναχος από τον Μακάριο Νοταρά.[6]
Δεν παραμένει στη θέση αυτή για πολύ καθώς ξεσπάει διαμάχη μεταξύ Κολλυβαδιστών και αντικολλυβαδιστών και αναγκάζεται να κρυφτεί στον Άθω και τη Θεσσαλονίκη. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος αποτέλεσε ηγετικό στέλεχος του Κολλυβαδικού κινήματος.[7] Μάλιστα, το 1776 καθαιρείται από τη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τη θητεία του Οικουμενικού Πατριάρχη Σωφρονίου του Β΄, λόγω της συσχέτισής του με τοκίνημα.[8] Η καθαίρεσή του αναιρείται το 1781 από τη Σύνοδο, κατά την Πατριαρχία του Γαβριήλ του Δ΄.[9]
Για τρίτη και τελευταία φορά αναλαμβάνει να διευθύνει το «Ελληνομουσείο» από το 1777-1786 και γίνεται μέντορας για πολλούς μαθητές, οι οποίοι διατηρούν τη βυζαντινή παράδοση με το έργο τους.[10]Στο διάστημα αυτό δέχεται δύο φορές πρόταση από το Οικουμενικού Πατριαρχείο, τις οποίες απορρίπτει. Την πρώτη φορά του πρότειναν να εργαστεί ως σχολάρχης και δάσκαλος στην Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και τη δεύτερη να επιλέξει μια επισκοπή, ώστε να χειροτονηθεί Επίσκοπος.[11]
Το 1786 φεύγει από τη Θεσσαλονίκη για να επιστρέψει στην Πάρο. Ωστόσο, το πλοίο προσαράζει στη Χίο όπου αναγκάζεται να παραμείνει καθώς έχει μόλις ξεκινήσει ο δεύτερος Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787 – 1792). Η Χίος αποτελεί και τον τελευταίο σταθμό του βίου του Πάριου, καθώς αποδέχεται την πρόταση των δυνατών του νησιού, λόγω και των πιέσεων από φιλικά του πρόσωπα να οργανώσει και να διευθύνει τη Σχολή της Χίου. Παραμένει στη διεύθυνση από το 1788 – 1811, ενώ παράλληλα διδάσκει και εκεί. Η παρουσία του εκεί συμβάλλει στην προσέλκυση σημαντικών προσώπων, όπως ο Γρηγόριος Σαράφης. Παραιτείται το 1811, σε ηλικία ενενήντα ετών, λόγω της αντίθεσης που εξέφρασε απέναντι στις ιδέες του διαφωτισμού και της διαμάχης που απέκτησε με τους υπερμάχους του.[12]
Στις 24 Ιουνίου 1813 κοιμήθηκε. Το τέλος της ζωής του τον βρήκε στη Χίο, στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Ρεστών, όπου είχε αποσυρθεί μετά και την παραίτησή του από τη Σχολή της Χίου.[13]Στην επιτύμβια πλάκα του Πάριου είναι γραμμένο το ακόλουθο χωρίο:
«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίνενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως….».
Το παραπάνω χωρίο το έγραψε ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος, ο οποίος ετάφη αργότερα μαζί του. Αργότερα, τα οστά του Πάριου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ.[14]
Τα τίμια λείψανά του διατηρούνται μέχρι και σήμερα και είναι διαθέσιμα για προσκύνημα. Ειδικότερα, μέρος της Κάρας του Οσίου βρίσκεται στον Ιερό Ναό ΜεταμορφώσεωςτουΣωτήρος Χριστού Λιβαδίων Χίου, αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Παροναξίας, στη Μονή Αγίας Άννης Λυγαριάς Λαμίας, αλλά και στους ναούς Αγίου Αθανασίου ΠαρίουΚώστου Πάρου, Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου και Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Χώρας Νάξου.[15][16]
[flipbook title=’Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ’ book=’arvanitis_athparios_