Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021
Χριστούγεννα.......
.............. στην Αγία Σοφία
και το Ιερό Παλάτιο
Για το ναό της Αγίας Σοφίας, ο
εορτασμός των Χριστουγέννων είχε ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που γινόταν
αμέσως μετά την ετήσια μνημόνευση των δεύτερων εγκαινίων του ναού, τα οποία,
από τον 6ο αιώνα, είχαν οριστεί στις 23 Δεκεμβρίου. Από την άποψη της λειτουργίας,
οι δύο εορτασμοί σχετίζονται στενά, από τη στιγμή που τα τροπάρια των
Χριστουγέννων άρχιζαν να ψάλλονται από τον εσπερινό της 22ας Δεκεμβρίου, όταν η
εκκλησία επικαλούνταν την Παναγία για την προστασία της Κωνσταντινούπολης.
Οι τελετές των Χριστουγέννων στην Αγιά
Σοφιά διέφεραν από τις κανονικές, λόγω του επίσημου τόνου τους. Αποτελούνταν
από μία μεγάλη σειρά όρθρων, εσπερινών και πανηγυριών και συμπεριλάμβαναν και
κάτι ασυνήθιστο: με αυτήν την ευκαιρία ψέλνονταν μερικοί ειδικοί ύμνοι, όπως το
τροπάριο της Αγγελίας στους ποιμένες στον όρθρο στις 24 Δεκεμβρίου ή το
μεγαλυνάριο της Παναγίας στις 25 Δεκεμβρίου και, στη λειτουργία της παραμονής,
υπήρχε και μία προανάγνωση από το βιβλίο του Ησαΐα, που αποτελούσε έθιμο της
παλαιοχριστιανικής Εκκλησίας και είχε πλέον εξαφανιστεί από την καθημερινή
ακολουθία. Μία άλλη ιδιαιτερότητα αποτελούσε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν
μπορούσε τότε να καθίσει στον θρόνο του στην αψίδα, γιατί σε αυτόν είχε
τοποθετηθεί το Άγιο Ευαγγέλιο.
Η λειτουργία των Χριστουγέννων στην
Αγιά Σοφιά αποκτούσε έναν ακόμη πιο επίσημο χαρακτήρα λόγω της συμμετοχής του
αυτοκράτορα, πράγμα που επέβαλε την τήρηση αυστηρού βασιλικού πρωτοκόλλου. Όπως
συνέβαινε κατά τον εορτασμό και άλλων ετήσιων εορτών, για παράδειγμα το Πάσχα
και κατά την ύψωση του Τιμίου Σταυρού, τα Χριστούγεννα προσέφεραν στη βυζαντινή
αυλή την ευκαιρία για μεγαλοπρεπείς τελετές. Οι διάφοροι αξιωματούχοι φορούσαν
ειδικά ενδύματα, τα οποία έβγαζαν μόνο μετά την εορτή των Θεοφανείων, στις 6
Ιανουαρίου, ενώ ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν σε πλήρη μεγαλοπρέπεια, με χλαμύδα
και στέμμα, και ακολουθούσε μία καθορισμένη διαδρομή μέσα στο μεγάλο παλάτι.
Τα Χριστούγεννα στο Ιερό Παλάτιο
Το Βυζάντιο, ένα κράτος κατεξοχήν
μοναρχικό, είχε από πολύ νωρίς μία αυστηρά καθορισμένη ιεραρχία αξιωματούχων
και τιτλούχων και ένα πρωτόκολλο απαρέγκλιτο που ρύθμιζε οποιαδήποτε εκδήλωση.
Οι τάξις αποτελούσε μέρος της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστικά, ο
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος δικαιολογεί την απόφασή του να γράψει το «Περί
Βασιλείου τάξεως», ένα εγχειρίδιο της βυζαντινής αυλικής της τελετουργίας,
λέγοντας ότι «χάρη στην επαινετή τάξη, η αυτοκρατορική εξουσία φαίνεται
ευπρεπεστέρα, γίνεται μεγαλοπρεπεστέρα και γι΄ αυτό την θαυμάζουν όλοι,
ημεδαποί και ξένοι». Το εγχειρίδιο αυτό του 10ου αιώνα είναι μία από τις
κυριότερες πηγές πληροφοριών για την επίσημη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας
της αυλής.
Ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά
γεγονότα στη ζωή της μεσαιωνικής πόλης και ένα από τα λαμπρότερα θεάματα που
προσέφερε το Ιερό Παλάτιο στους κατοίκους της πρωτεύουσας ήταν αναμφίβολα η
τελετουργική πομπή του αυτοκράτορα που διέσχιζε τους δρόμους της
Κωνσταντινούπολης και κατευθυνόταν σε κάποια από τις εκκλησίες της πόλης την
ημέρα μιας θρησκευτικής γιορτής. Η επισημότερη όμως και μεγαλοπρεπέστερη πομπή
όλων, «η εύσημος και περηφανής προέλευσις», όπως την ονομάζει το περί Βασιλείου
Τάξεως, ήταν η πομπή προς την Μεγάλη Εκκλησία, την Αγία Σοφία, κατά τις πέντε
μεγάλες Δεσποτικές Εορτές, τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, την Κυριακή του
Πάσχα, την Πεντηκοστή και τη Μεταμόρφωση. Η πομπή αυτή, η οποία περνούσε από
διάφορους τόπους και αίθουσες του Ιερού Παλατίου, περιγράφεται λεπτομερέστατα
από τον Πορφυρογέννητο. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι το σύνολο των οικοδομημάτων
που συγκροτούσαν το Ιερό Παλάτιο της Κωνσταντινούπολης το 10ο αιώνα καταλάμβανε
όλο το νότιο άκρο της χερσονήσου της Κωνσταντινούπολης, στην είσοδο του
Βοσπόρου. Ήταν μία ολόκληρη πόλη μέσα στην πόλη, που ανοίγει τις πύλες της την
ημέρα της γιορτής.
Την παραμονή της γιορτής των
Χριστουγέννων οι δύο πραιπόσιτοι του παλατιού -ευνούχοι αξιωματούχοι
επικεφαλής του αυλικού προσωπικού-, υπενθυμίζουν επίσημα στον αυτοκράτορα την
επικείμενη γιορτή και εκείνος δίνει την εντολή για να αρχίσουν οι
προετοιμασίες. Οι δρόμοι απ΄ όπου θα περάσει η πομπή καθαρίζονται, στρώνονται
με πριονίδι, στολίζονται με κισσό, δάφνη, δενδρολίβανο και άλλα μυρωδικά.
Ανήμερα, η τελετή αρχίζει με την προετοιμασία της ένδυσης του αυτοκράτορα.
Αξιωματούχοι του αυτοκρατορικού βεστιαρίου φέρνουν τα επίσημα ρούχα και τα
στέμματα που θα φορέσει ο αυτοκράτορας στο οικοδομικό συγκρότημα του παλατιού
της Δάφνης, ένα από τα αρχαιότερα κτίσματα του Ιερού Παλατίου που η κατασκευή
του αποδίδεται στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι φέρνουν
τα αυτοκρατορικά όπλα, την ασπίδα, το ξίφος, το δόρυ και το αυτοκρατορικό
φλάμουλο (λάβαρο) στο Οινοπόδιο, τον μεγάλο προθάλαμο του παλατιού της
Δάφνης. Άλλοι αξιωματούχοι παίρνουν από το παρεκκλήσιο του Αγίου Θεοδώρου τη
ράβδο του Μωυσή και από τον ναό του Αγίου Στεφάνου τον σταυρό του Μεγάλου
Κωνσταντίνου και τα φέρνουν στο κονσιστόριο, την αίθουσα του
θρόνου στο παλάτι της Δάφνης. Σε δύο κεφάλαια το «Περί Βασιλείου τάξεως»
αναφέρεται λεπτομερώς στην ενδυματολογία, τόσο του ηγεμόνα όσο και των
αξιωματούχων που συνοδεύουν την πομπή των Χριστουγέννων: το αξίωμα, η τάξη αλλά
και η σημασία της γιορτής διακρίνονται και προσδιορίζονται από τα
χαρακτηριστικά και την πολυτέλεια των στολών.
Ο αυτοκράτορας βγαίνει από τον ιερό
κοιτώνα και έρχεται στο χρυσό τρίκλινο, την λαμπρή αίθουσα του θρόνου,
πού κατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ και αποτελούσε το κέντρο των
ανακτόρων, για να προσευχηθεί μπροστά στην εικόνα του θρόνου του Χριστού, που
κοσμεί την κόγχη του θρόνου. Στη συνέχεια, περνά από διάφορες αίθουσες και
ναούς του παλατιού, όπου συγκεκριμένοι κάθε φορά αξιωματούχοι τον περιμένουν
για να τον προσκυνήσουν και να προστεθούν στην ακολουθία του. Εκείνος, σε
ένδειξη ευλαβείας, ανάβει κεριά στους χώρους λατρείας που συναντά και προσκυνά
φυλασσόμενα ιερά λείψανα. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζεται η πομπή, που καταλήγει
στο συγκρότημα του παλατιού της Δάφνης. Εκεί, ο αυτοκράτορας, μόλις λάβει
ειδοποίηση από τον απεσταλμένο του Πατριάρχη, τον ρεφερενδάριο, ότι
πλησιάζει η ώρα της Θείας Λειτουργίας, φοράει, με τη βοήθεια των πραιποσίτων,
τη βασιλική στολή και το στέμμα. Συνοδευόμενος από στρατηγούς, πατρικίους και
αξιωματούχους του βεστιαρίου φτάνει στο Οινοπόδιο, όπου οι βασιλικοί σπαθάριοι,
κρατώντας τα βασιλικά όπλα, προστίθενται στην πομπή. Το ίδιο συμβαίνει και στο Κονσιστόριο,
όπου βρίσκεται ο σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η ράβδος του Μωυσή. Η
πομπή με τα ιερά σύμβολα αυτά να προπορεύονται φτάνει στις συνοικίες των
στρατιωτικών ταγμάτων του παλατιού, των εκσκουβίτων, των κανδιδάτων,
των Σχολών κλπ. Διέρχεται πρώτα από το τρίκλινο των εκσκουβίτων,
όπου δεξιά και αριστερά απλώνονται τα ρωμαϊκά σκήπτρα, τα λεγόμενα βήλα,
λάβαρα και άλλα εμβλήματα στρατιωτικών σωμάτων. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το «Περί
Βασιλείου τάξεως» διακρίνει τα ρωμαϊκά σκήπτρα (επιβίωση των σκήπτρων τον
υπάτων) από τα υπόλοιπα εμβλήματα. Στην αίθουσα αυτή στέκονται οι καγκελάριοι
του κοιαίστωρος, αξιωματούχοι με αστυνομικά καθήκοντα μεταξύ άλλων στην
Κωνσταντινούπολη, και επευφημούν τον αυτοκράτορα στα λατινικά.
Πριν φύγει η πομπή από τον τρίκλινο
των εκσκουβίτων, ο αυτοκράτορας πραγματοποιεί εκεί τους διορισμούς
ορισμένων νέων στρατιωτικών αξιωματούχων, στους οποίους εγχειρίζει το σύμβολο
του αξιώματος του, για παράδειγμα, στους σκρίβωνες δίνει μία
βεργούλα. Το ίδιο συμβαίνει και στη συνέχεια όταν ο μονάρχης φτάνει στις
Σχολές. Εκεί διορίζονται οι νέοι κομήτες. Κατόπιν η πομπή περνά την
Χαλκή πύλη και την αυλή του Αυγουσταίου και καταλήγει στην Αγία Σοφία.
Όταν η πομπή φτάσει στο ναό της Αγίας
Σοφίας ο πραιπόσιτος αφαιρεί το στέμμα από το κεφάλι του
αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, τον υποδέχεται ο Πατριάρχης με την ακολουθία του και
μαζί εισέρχονται στον κυρίως ναό. Ο αυτοκράτορας κατευθύνεται στο θυσιαστήριο
και απλώνει πάνω στην Αγία Τράπεζα δύο λευκούς αέρες, ασπάζεται τα δύο
δισκοπότηρα και τα σπάργανα του Κυρίου και αφήνει το αποκόμβιον, μία
χρηματική προσφορά. Στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, όταν βγαίνουν τα άγια,
ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τους πατρικίους και άλλους άρχοντες,
κρατώντας λαμπάδα και προχωρώντας ανάμεσα στους συγκλητικούς που στέκονται
δεξιά και αριστερά, ακολουθεί την ιερή πομπή μέχρι τον σολέα. Εκεί στέκεται και
περιμένει να περάσουν τα άγια. Πατριάρχης και αυτοκράτορας προσκυνούν αλλήλους.
Μετά τη Θεία Κοινωνία, ο αυτοκράτορας
μαζί με τον Πατριάρχη βγαίνουν από το ναό και κατευθύνονται προς το Άγιο Φρέαρ,
το στόμιο του πηγαδιού που ακούμπησε ο Χριστός όταν μιλούσε με τη Σαμαρείτιδα,
ιερό κειμήλιο που τον 10ο αιώνα βρίσκονταν στα νοτιοανατολικά της Αγίας Σοφίας.
Εκεί που αργυροχόος δίνει στον πραιπόσιτο χρύσα πουγκιά και αυτός με τη
σειρά του τα μεταβιβάζει στον αυτοκράτορα, ο οποίος τα μοιράζει σε εκείνους που
καλεί ο αργυροχόος. Στη συνέχεια, ο Πατριάρχης παίρνει από τα χέρια του πραιπόσιτου
το στέμμα και στέφει τον αυτοκράτορα, δίνοντάς του ευλογία. Ο αυτοκράτορας δίνει
στον Πατριάρχη αποκόμβιον και εκείνος του αντιχαρίζει αιθέρια έλαια.
Ασπάζονται ο ένας τον άλλον και ο αυτοκράτορας αναχωρεί.
Η πομπή ακολουθεί την ίδια ανάστροφη
πορεία και σε όλη τη διαδρομή ο αυτοκράτορας επευφημείται από τους
Δήμους, τη Σύγκλητο και άλλους αξιωματούχους. Όταν φτάσει στο συγκρότημα της
Δάφνης και μετά τις επευφημίες των αξιωματούχων του Κουβουκλίου, του
αυτοκρατορικού ενδιαιτήματος, ο μονάρχης, με τη βοήθεια των βεστητόρων, βγάζει
την βασιλική στολή και το στέμμα, ενώ οι παριστάμενοι εύχονται «εις πολλούς και
αγαθούς χρόνους». Τότε, οι πόρτες της πλατείας του Αυγουσταίου ασφαλίζονται και
το Ιερό Παλάτιο κλείνει.
Βασική πηγή: Μαρίνας Λουκάκη,
Καθηγήτριας Βυζαντινής Φιλολογίας Πα. Κρήτης, Χριστούγεννα στο Ιερό Παλάτιο.
ΠΗΓΗ: https://www.pemptousia.gr/2021/12/christougenna-stin-agia-sofia-ke-to-iero-palatio/
Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021
Χριστούγεννα 1914 - Ἡ συγκλονιστικὴ ἱστορία τῆς ἀνακωχῆς λόγῳ Χριστουγέννων
Τά ήθη και τα έθιμά μας!
Φώτη Κόντογλου:
«Ἔτσι μορφωθήκανε τά ἔμορφα καί ἁγνά ἔθιμά μας, μέ ψαλμωδίες πού τίς λένε ἀκόμα τά παιδιά στούς δρόμους καί στά σπίτια»
Τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κ’ ἄλλες μεγάλες γιορτές, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι καθόλου γιορτές καί χαρούμενες μέρες, ἀλλά μέρες πού φέρνουνε θλίψη καί δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχές ἐκεινῶν πού δέν εἶναι σέ θέση νά χαροῦνε, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πικραμένοι ἀπό τίς συμφορές τῆς ζωῆς, τούς χαροκαμένους, τούς ἄρρωστους, οἱ περισσότεροι πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς στενεύει ἡ ἀνάγκη νά γίνουνε τοῦτες τίς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά μή δίνουνε σημασία στή δική τους εὐτυχία, μά γίνουνται ζητιάνοι γιά νά δώσουνε λίγη χαρά στά παιδιά τους καί στ’ ἄλλα πρόσωπα πού κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπό τό παράπονό τους, κι’ αὐτοί εἶναι οἱ πιό μεγάλοι μάρτυρες, πού καταπίνουνε τήν πίκρα τους μέρα νύχτα, σάν τό πικροβότανο.
Ἴσα ἴσα αὐτές τίς ἁγιασμένες μέρες πού θἄπρεπε νά σμίξουνε πιό κοντά οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νά περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτές τίς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, χωρίζουνται σέ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τὄνα στἄλλο, σχεδόν ἐχθρικά. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ δυστυχισμένοι καί οἱ παραπεταμένοι.
Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατά τίς γιορτές. Κανένα γεφύρι δέν ἑνώνει τίς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ τίς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σέ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι’ ὅσοι ἔχουνε τόν τρόπο τους κάνουνε, ἀλλοίμονο! τό πᾶν γιά νά ἐπιδείξουνε τά πλούτη καί τ’ ἀγαθά τους στούς λιμασμένους. Κι’ αὐτό γίνεται στὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στό παχνί! Γιά τήν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δέν γιορτάζουνε οἱ φτωχοί σάν καί Κεῖνον, μά γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, πού παίρνουνε γιά ἀφορμή τήν πτωχεία του γιά νά δείξουνε τά πλούτη τους. Μά ἄραγε, ἀνάμεσα σέ δυστυχισμένους μπορεῖ νά νοιώσει κανένας εὐτυχισμένον τόν ἑαυτό του; Μοναχά ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νά νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιά κεῖνον πού θέλει νά ἐπιδείξη στόν πεινασμένο καί στόν στερημένον τήν ἐλεεινή του αὐτή εὐτυχία, αὐτός εἶναι ἀληθινό κτῆνος. Καί μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στά χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στά παλαιότερα.
Εἶναι κι’ αὐτό ἕνα ἀπό τά ὡραῖα πού μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμός ἀπό τά μεγάλα κέντρα! Στήν Ἀνατολή εἴχανε τά ζεμπίλια, πού ἤτανε πλεχτά ἀπό ψάθα, κι’ ὅ,τι ἔβαζε μέσα κανένας δέν φαινότανε. Γι’ αὐτό, παίζοντας οἱ τουρκομερίτες, λέγανε πώς ἡ λέξη «ζεμπίλι» βγῆκε ἀπό τά λόγια «σέν μπίλ», πού θά πεῖ «ἐσύ νά ξέρης», δηλαδή ἐσύ νά ξέρης μοναχά τί ἔχει μέσα τό ζεμπίλι, ὥστε νά μή λιμάζουνε καί σέ φθονοῦνε οἱ φτωχοί, κεῖνοι πού δέν μποροῦνε ν’ ἀγοράσουνε τά καλά πού ἀγόρασες ἐσύ. Σίγουρα, κι’ αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό καί χριστιανικό, μά τουλάχιστο ἔλειπε ἡ ἁμαρτωλή ἐπίδειξη πού εἶναι τό πιό σατανικό ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κακά πού φαρμακώνουνε τούς φτωχούς ἀδελφούς μας αὐτές τίς μέρες.
Ὅπως βλέπεις, μέ τήν κακομοιριά πού ἔχει σέ ὅλα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, μπόρεσε καί γύρισε τίς μέρες τῆς πνευματικῆς χαρᾶς σέ μέρες σαρκικῆς καλοπέρασης γιά τόν ἑαυτό του, καί σέ μέρες πένθους καί δακρύων γιά πολλούς ἀπό τούς συντρόφους του στή ζωή.
Οἱ γιορτές οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καί γι’ αὐτό εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτῆρα ἀπό τίς γιορτές πού γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, πού εἶναι κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτές τίς ψευτογιορτές ξαμολιοῦνται ὅλα τά βάρβαρα καί ἐγωιστικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, πού κυττάζει μοναχά τήν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας οἱ γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τή ρίζα τους στή θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νά μή σκανδαλίζουνε τούς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετό σέ σαρκικούς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι’ οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νά πληγώσουνε τούς φτωχότερους, καί νοιώθανε τήν ἀνάγκη νά τούς ζεστάνουνε καί κείνους, στέλνοντας κρυφά στά σπίτια τους διάφορα δῶρα, μέ τρόπο, ὥστε νά μή τούς ταπεινώσουνε, κ’ ἔτσι ἡ διαφορά νά φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγώτερη.
Ἔτσι μορφωθήκανε τά ἔμορφα καί ἁγνά ἔθιμά μας, μέ ψαλμωδίες πού τίς λένε ἀκόμα τά παιδιά στούς δρόμους καί στά σπίτια, μέ καμπάνες, μέ ἔμορφα αἰσθήματα, μέ σεμνές διασκεδάσεις, μέ εὐχάριστη συναναστροφή, πού δένουνε μεταξύ τους τούς ἀνθρώπους περισσότερο, παρά πού τούς χωρίζουνε. Μά ὁ ὑλισμός κι’ ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αὐτές τίς καλές γιορτές μας, πού πολύ ἔμορφα τίς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μέ σταθμούς γιά νά ξεκουραζόμαστε στόν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος», πού θά πῆ «Ζωή δίχως γιορτή, εἶναι σάν τόν μακρύ τόν δρόμο πού δέν ἔχει πανδοχεῖο νά ξεκουραστῆς».
Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τόν βαρύ καί τόν θετικό κύριο πού δέν ἔχει αἰσθηματολογίες, καί λένε πώς αὐτά εἶναι αναχρονισμοί κι’ ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοί γιά μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μά καί δίχως πόνο. Γιατί χαρά καί πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχές εἶναι πάντα νεκρά βουνά τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογισταί» καί «θετικισταί», ξετρελλαίνουνται γιά κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καί γιά κάτι μοντέρνα γλέντια πού ρεζιλεύουνε τόν ἄνθρωπο, φτάνει πού γίνουνται κατά τό κοσμοπολιτικό μοντέλο πού βρίσκεται στά «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ». Αὐτοί δέν θέλουνε τίποτα ἀπό τά δικά μας, πού τά λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιά ἀνθρώπους πού ξέρουνε τόν κόσμο». Τίποτα ἑλληνικό δέν βρίσκει ἔλεος στά μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι’ ὅπως πρέπει κυρίων, πού χοροπηδᾶνε, ὡστόσο, σάν τρελλοί, μέ τά τσέρκια στό λαιμό, φτάνει πού ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπό κεῖ «πού ξέρει ὁ κόσμος νά ἀπολαμβάνη τή ζωή»! Τί νά ποῦμε κ’ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τά βλαχάκια, τά φτωχαδάκια, πού μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μέ τά παραπονετικά τραγούδια της στήν κούνια μας, καί τώρα δακρύζουμε σάν ἀκοῦμε τά τροπάρια καί τά κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μέ τούς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπό τόν τόπο μας πρίν ἀπό μᾶς;
Ἀδέλφια μου, φυλάξτε τά ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτές ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μήν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφράνθητε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τά παιδάκια πού λένε τά κάλαντα: «Καί βάλετε τά ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στήν ἐκκλησίαν τρέξετε, μέ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μέ προσοχήν ὅλην τήν ὑμνωδίαν, καί μέ πολλήν εὐλάβειαν τήν θείαν λειτουργίαν. Καί πάλιν σάν γυρίσετε εἰς τό ἀρχοντικόν σας, εὐθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας. Καί τόν σταυρόν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δόστε καί κανενός φτωχοῦ ὅστις νά ὑστερῆται». Ἀθάνατη ἑλληνική φυλή! Φτωχή μά ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μά χαρούμενη καί καλόκαρδη περισσότερο ἀπό τούς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, πού τούς μαράζωσε ἡ καλοπέραση.
Ναί, ἀδελφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζί μέ κείνους πού χαίρουνται καί κλεῖτε μαζί μέ κείνους πού κλαῖνε. Αὐτή εἶναι ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ, καί σ’ αὐτή μονάχα θά βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στούς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τό παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τό κλέβει ἀπό τόν ἄλλον. «Μακάριον τό διδόναι μᾶλλον, ἤ λαμβάνειν».
Πολλοί ἀπό σᾶς θἄχουνε ἴσως περισσότερο ἀπό μένα τό δικαίωμα νά μοῦ ποῦνε αὐτά πού λέγω ἐγὼ σέ σᾶς. Δέν εἶμαι «ὁ ποιήσας καί διδάξας», ἀλλοίμονό μου! Μά γιά νά μή σκανδαλισθῆ κανένας πώς τά λόγια μου εἶναι ὁλότελα κούφια, στενεύομαι νά πῶ πώς προσπαθῶ νά μήν εἶμαι ὁλότελα «ὁ δάσκαλος πού δίδασκε καί νόμο δέν ἐκράτει».
28 Δεκεμβρίου 1958
(Φώτης Κόντογλου, Χριστοῦ Γέννησις: Τό φοβερόν Μυστήριον, Ἐκδ. Ἁρμός, 2001)
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://enromiosini.gr/arthrografia/kontogloy-etsi-morfothikane-ta/