Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Κυριακή των Βαΐων

 Απόστολος Κυριακή των Βαΐων 
Παναγιώτης Νεοχωρίτης 

Κυριακή των Βαΐων


"Σήμερον ἡ Χάρις..."
Δοξαστικόν του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων.Ήχος πλ.β΄
Μέλος Πέτρου Φιλανθίδου (1845 περ. - 1920).
Ζωντανή ηχογράφηση της ραδιοφωνικής μετάδοσης του Εσπερινού της 31ης Απριλίου 2018 στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Αθηνών (οδού Αιόλου).
Ψάλλουν: Μιχαήλ Ζάμπας(Πρωτοψάλτης) π.Αρτέμιος Γιαννακός Μανούσος Πλουμίδης Ιωάννης Πανουσάκης Σωτήριος Χρυσικός

Αχιλλέας Γαντζός
ΕΓΓΡΑΦΗ 7,5 ΧΙΔοξαστικόν του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων.

Μεσολογγι!!!


Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου
Η Τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου (συχνά αναφέρεται και ως δεύτερη πολιορκία) ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν το γεγονός που έδωσε έμπνευση στο Διονύσιο Σολωμό να γράψει τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Έλαβε χώρα στο διάστημα από 25 Απριλίου του 1825 έως 10 Απριλίου του 1826 οπότε και τερματίστηκε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Η πολιορκία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τον Απρίλιο του 1825 μέχρι τον Οκτώβριο του 1825 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Κιουταχή και η δεύτερη από τον Δεκέμβριο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και του Κιουταχή από κοινού.
Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή. Το 1822, μετά την ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων να κυριεύσουν την πόλη. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία που περιλάμβανε πολιορκία και κατάληψη του Μεσολογγίου. Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν στην περιοχή της Ευρυτανίας τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό. Το γεγονός αυτό αναφέρεται συχνά ως Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
                                                Πρώτη φάση πολιορκίας
Μετά την αποτυχία του Ομέρ Βρυώνη να καταλάβει το Μεσολόγγι στα 1822, ο Σουλτάνος επέλεξε τον ικανότερο στρατηγό του Ρεσίτ Πασά στον οποίο και παραχώρησε πλήρεις εξουσίες διορίζοντάς τον, παράλληλα, αρχιστράτηγο (σερασκέρη) και στρατιωτικό διοικητή ολόκληρης της Στερεάς (Ρούμελη Βαλεσή). Ο Κιουταχής, όπως επίσης ονομαζόταν λόγω της καταγωγής του απ’ την Κιουτάχεια της Μ. Ασίας στρατοπέδευσε το Μάρτιο του 1825 έξω απ’ τα Ιωάννινα και άρχισε αθρόα στρατολογία μεταξύ των Οθωμανικών πληθυσμών, ενώ, με τη βοήθεια του εξωμότη Γ. Βαρνακιώτη καλούσε τους χριστιανούς σε υποταγή, με την υπόσχεση της έγγραφης αμνηστίας, κατ’ εντολή του Σουλτάνου. Μπροστά στη μεγάλη απειλή που συνιστούσε η παρουσία του Κιουταχή, ο οποίος έπειτα από συνολική προετοιμασία τρεισήμισι μηνών στις 15 Απριλίου 1825 έφτασε μπροστά στο Μεσολόγγι επικεφαλής 30.000 Τούρκων, η ελληνική επιτροπή της δυτικής Ελλάδας εξέδωσε ανακοίνωση καλώντας τους κατοίκους των επαρχιών Αιτωλίας και Ακαρνανίας σε συστράτευση. Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της πόλης βρίσκονταν περίπου 4.000 άνδρες (από τους οποίους οι χίλιοι ήταν σε προχωρημένης ηλικίας) και 12.000 γυναικόπαιδα. Οι λεπτομέρειες αυτής της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου έγιναν γνωστές από τις ειδήσεις της εφημερίδας του Μάγερ που εκδίδονταν εκείνη την περίοδο. Στην εφημερίδα εκείνη δημοσιεύθηκε η ελληνική προκήρυξη, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1825 και, εκτός του Μάγερ, έφερε την υπογραφή του Κ. Πεταλά. Παράλληλα, ο στρατηγός Ανδρέας Ίσκος διατασσόταν να αναλάβει την υπεράσπιση του Μακρυνόρους, ενώ την 1 Απριλίου το Εκτελεστικό Σώμα που έδρευε στο Ναύπλιο ζήτησε από τους προεστούς της Ύδρας τον απόπλου μιας πολεμικής μοίρας για την προστασία από θαλάσσης. Αρχηγός των όπλων του Μεσολογγίου διορίσθηκε ο Νικόλαος Στουρνάρης[1].
Λίγο πριν ξεκινήσει τον βομβαρδισμό της πόλης ο Κιουταχής πρότεινε με διαπραγματεύσεις την παράδοσή της. Αφού όμως οι τουρκικές προτάσεις απορρίφθηκαν, το Μεσολόγγι αποκλείστηκε δια θαλάσσης από τον στόλο του Μεχμέτ Χιουρέφ πασά και του Γιουσούφ πασά που κατόρθωσε να προσπελάσει και τη λιμνοθάλασσα. Οι πολιορκητές άρχισαν τις εφόδους, αλλά οι πολιουρκούμενοι αμύνονταν με επιτυχία επιδιορθώνοντας τους προμαχώνες και διενεργώντας αλεπάλληλες εξόδους. Στις 3 Ιουλίου η δύναμη του στόλου αυξήθηκε με την άφιξη 40 ελληνικών πλοίων, τα οποία τελούσαν υπό την αρχηγία των Μιαούλη και Σαχτούρη. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διακόπηκε ο ναυτικός αποκλεισμός (ελληνικός στόλος ασχολήθηκε με την καταδίωξη του τουρκικού μέχρι τη Μάνη), η πόλη ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό, ενώ το ηθικό των πολιορκημένων ανέκαμψε. Στο μεταξύ εισήλθαν στην πόλη (7 Αυγούστου) ενισχύσεις Σουλιωτών και του Κίτσου Τζαβέλα, πλαισιώνοντας την αποδεκατισμένη φρουρά. Στο τουρκικό στρατόπεδο, μολονότι και εκεί οι απώλειες ήταν σημαντικές, ο Κιουταχής αποφάσισε τη συνέχιση της πολιορκίας.
                                                Δεύτερη φάση πολιορκίας
Η κατάσταση μεταβλήθηκε, όταν στα τέλη του 1825 κατέφθασε στο εχθρικό στρατόπεδο ο Ιμπραήμ με αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις πάνω από 15.000 Αιγυπτίους. Ο Μεχμέτ Χιουρέφ επανέλαβε τον αποκλεισμό, αλλά ο Μιαούλης κατάφερε να ανεφοδιάσει το Μεσολόγγι με όπλα και τρόφιμα. Η πίεση έγινε αφόρητη, μετά την αποχώρηση του ελληνικού στόλου και τον συστηματικό κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου από το πυροβολικό του Ιμπραήμ (2.000 βόμβες το εικοσιτετράωρο). Στις 15 Φεβρουαρίου (1826) οι πολιορκητές διενήργησαν δύο εφόδους, οι οποίες, αν και κατέληξαν σε αποτυχία, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες και στις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι κυρίευσαν το Βασιλάδι, οι κάτοικοι του οποίου κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, επιτείνοντας με τη μετακίνησή τους το επισιτιστικό πρόβλημα της πόλης. Έπειτα από μερικές ανεπιτυχείς επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον της Κλείσοβας, ο Ιμπραήμ επεδίωξε να εξαντλήσει τους πολιορκημένους με αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού.
                                            Παράδοση του Ανατολικού (Αιτωλικού)
Μετά την άλωση της νησίδας του Βασιλαδίου, ο Ιμπραήμ στράφηκε εναντίον ενός από τα τελευταία οχυρά ερείσματα που ενίσχυαν την άμυνα του Μεσολογγίου με στόχο την κατάληψή του. Αυτό ήταν το «Ανατολικό» (σήμερα Αιτωλικό) το οποίο προάσπιζε μια ολιγομελής ομάδα Ελλήνων μαχητών (200 άνδρες υπό το Γρ. Λιακατά) με μόλις ένα κανόνι, επί της νησίδας Ντολμά. Οι Αιγύπτιοι, αφού προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός της νήσου από τη γειτονική Φοινικιά, εξαπέλυσαν στις 28 Φεβρουαρίου μια μεγάλη επίθεση με δύναμη 2.000 λογχοφόρων (υπό την εποπτεία Γάλλων μισθοφόρων αξιωματικών) η οποία και λύγισε την αντίσταση των υπερασπιστών παρότι υπέστη αρκετές απώλειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο Αλβανός οπλαρχηγός Σέρβανης. Από τους Έλληνες, όλοι έπεσαν μαχόμενοι. Μια προσπάθεια του Κίτσου Τζαβέλα να βοηθήσει τους επί του Ντολμά βρισκόμενους συμπολεμιστές του, με επιθετική έξοδο που ενήργησε από το Μεσολόγγι επικεφαλής 500 ανδρών, δεν ευωδόθηκε, αφού οι συντριπτικά υπέρτεροι αντίπαλοι που βρίσκονταν επι της απέναντι παραθαλάσσιας περιοχής τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν. Μετά την πτώση του Ντολμά, ο Αιγύπτιος αρχιστράτηγος συγκέντρωσε ολόκληρη τη δύναμη πυρός που διέθετε από ξηρά και θάλασσα, εναντίον του «Ανατολικού». Οι κάτοικοι της πόλης, ήδη εξαντλημένοι από τον πολύμηνο αποκλεισμό που είχαν υποστεί, αλλά και απογοητευμένοι από τη μη άφιξη του ελληνικού στόλου προς ενίσχυσή τους με τρόφιμα και πολεμοφόδια, αποφάσισαν να προτείνουν ανακωχή και παράδοση υπό όρους. Ο Ιμπραήμ, με την εγγύηση και του Κιουταχή, δέχθηκε τους περισσότερους από τους όρους τους, οι οποίοι ήταν να γίνει σεβαστή η ζωή και τιμή των παραδιδομένων και να αφεθούν να αποχωρήσουν ελεύθεροι, παίρνοντας μαζί τους ένα μικρό μέρος της περιουσίας τους (100 γρόσια ο καθένας) και μια ενδυμασία. Ωστόσο, στους όρους μπήκε ένας περιορισμός εκ μέρους των πολιορκητών, να παραμείνει ένα άτομο της επιλογής τους στα χέρια τους κατά τη διαδικασία εκκένωσης της πόλης. Ο λόγος για αυτή την ασυνήθιστη απαίτηση ήταν ότι ο Ιμπραήμ είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη μιας ωραιότατης νεαρής Ανατολικιώτισας, την οποία απαίτησε με αυτό τον τρόπο ως προσωπική του λεία πολέμου. Πλην της άτυχης κοπέλας που συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη σκηνή του Ιμπραήμ, όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι επιβιβάστηκαν σε πλοία του Κιουταχή με προορισμό την Άρτα και οι Τούρκοι δεσμεύθηκαν για την εκεί και επί ενός έτους, σίτισή τους. Ικανοποιημένος για το τρόπαιό του, ο Ιμπραήμ περιποιήθηκε ιδιαιτέρως όλους τους προκρίτους, προς τους οποίους η συμπεριφορά του υπήρξε αβρότατη[2].
                                                 Τελική φάση πολιορκίας
Ο Μιαούλης πλέον δεν κατάφερε να λύσει και αυτή τη φορά τον αποκλεισμό και η φρουρά εξαναγκάστηκε να σιτίζεται με σκυλιά, γάτες και ποντίκια, προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα.[4]Οι δυσβάστακτες πλέον συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων (λιμός, αρρώστιες κλπ.) καθώς και η νέα αποτυχία του Μιαούλη να προσεγγίσει το Μεσολόγγι προκάλεσαν απελπιστική κατάσταση μεταξύ των πολιορκημένων, οι οποίοι δεν έβλεπαν πια άλλη λύση από την Έξοδο. Έτσι τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826 οργάνωσαν τις δυνάμεις τους σε τρία σώματα, υπό την αρχηγία του Νότη Μπότσαρη, Δημήτριο Μακρή και Κίτσο Τζαβέλα· στο μέσο του τριγώνου που θα σχημάτιζαν αυτές οι δυνάμεις, τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αν και ανέλαβε να επιτεθεί από τις πλαγιές του Ζυγού, ελπίζοντας να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους πολιορκητές, τελικά δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, αφού ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε τα σχέδια των πολιορκημένων. Επομένως, όταν η ογκώδης μάζα των Ελλήνων ξεκίνησε στις δύο τα μεσάνυχτα την Έξοδο, με αρχηγό τον Αθανάσιο Ραζή- Κότσικα οι άνδρες του Ιμπραήμ και του Κιουταχή ήταν προετοιμασμένοι και οι ντάπιες (προμαχώνες) που είχαν οριστεί ως περάσματα των Μεσολογγιτών είχαν αποκλειστεί. Ο αιφνιδιασμός του Ιμπραήμ προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στην ελληνική πλευρά και ο άνισος αγώνας που επακολούθησε απέβη συντριπτικός για τους Έλληνες. Η πρωτοπορία ωστόσο του σώματος της Εξόδου προχώρησε, διασχίζοντας τις τουρκικές τάξεις κι φθάνοντας αποδεκατισμένη στις πλαγιές του Ζυγού και από εκεί στην Άμφισσα. Όσοι είχαν μείνει πίσω αναγκάστηκαν να αγωνιστούν σε φονικές οδομαχίες. Μεταξύ εκείνων που ξέφυγαν (1.300 μαχητές και περίπου εκατό γυναικόπαιδα) ήταν οι Νότης Μπότσαρης, Δημήτριος Μακρής, Κίτσoς Τζαβέλας, Χρήστος Φωτομάρας κ.α. Ανάμεσα στο πλήθος που επέστρεψε και σφιαγιάστηκε μέσα στην πόλη βρίσκονταν ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (ο εκκλησιαστικός ηγέτης των πολιορκημένων), ο Γιάκομ Μάγερ, ο Μιχαήλ Κοκκίνης (τειχοποιός-αρχιτέκτων)[5] και όσοι ανατινάχτηκαν μαζί με τον Χρήστο Καψάλη στις πυριτιδαποθήκες. Ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Υπολογίζεται ότι εκείνη την ημέρα- Κυριακή των Βαϊων- πυρπολήθηκαν 2.000, άλλοι 3.000 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους και άλλοι χίλιοι αιχμαλωτίσθηκαν.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β’:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.
Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαϊου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.
                                                         Παραπομπές
1)Διονύσιος Κόκκινος, “Η Ελληνική Επανάστασις”, έκδοση “Μέλισσα” (6τομο), τόμος 5, σελ. 183 – 190
2)Διονύσιος Κόκκινος, «Η Ελληνική Επανάστασις», έκδοση «Μέλισσα», Αθήνα, 1974, τόμος 5, σελ. 256 – 257 («Ο Ιμβραήμ καταλαμβάνει τον Ντολμάν και το Ανατολικόν»)
3)Διονύσιος Σολωμός, Σχεδίασμα Β΄
4)Διονύσιος ΣολωμόςΣχεδίασμα Γ΄- Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
5)Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ.2 σ. 282
Πηγή: enromiosini.gr

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΑΤΜΙΟ":  Τεράστια ἦταν ἡ προσφορά τό Πάτμιου Δημητρίου Θέμελη, κατά τήν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου. Μάλιστα ὁ Δῆμος Μεσολογγίου γιά νά τιμήσει τή μνήμη του ἔστησε τήν προτομή του στό Μνημεῖο Ἡρώων τῆς Πόλεως καί μάλιστα ἐπί Δημαρχίας τοῦ Δημάρχου Μεσολογγίου ἀείμνηστου Εὐαγγελάτου, ἔγινε Ἀδελφοποίηση  μέ τόν Δῆμο μας. Καί νά προσθέσω ἀκόμη μέ τήν ἐπιμονή καί τήν πίεση τοῦ Αἰτωλικιώτη κ. Γιάννη Γουλῆ, τοποθέτησε καί ὁ Δῆμος μας τήν προτομή τοῦ Θέμελη στήν πλατεία τῆς Σκάλας.

Σουσαμόπιτα





 Αυτοί οι μικροί σπόροι του σουσαμιού που δίνουν γεύση σε ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης ή σε μια φραντζόλα ψωμί, είναι από τις πιο θρεπτικές τροφές; Πράγματι, το σουσάμι, καθώς και τα προϊόντα που παράγονται από αυτό, δηλαδή το ταχίνι και ο χαλβάς, είναι εξαιρετικά πλούσια σε βιταμίνες, σε ωφέλιμα λιπαρά και σε πολύτιμα αντιοξειδωτικά.

Φτιάχνουμε μια γλυκιά πίτα, πολύ υγιεινή σε σχέση με άλλα γλυκά που προσφέρεται για τις μέρες της νηστείας και όχι μόνο…Ένα Superfood γλυκό με σουσάμι και καρύδια. Ένα παραδοσιακό γλυκό που έχει ρίζες στην αρχαιότητα και φτιάχνετε σε διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα.


Υλικά

½ κιλό σουσάμι
3 φλιτζάνια τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
1 φλιτζάνι τσαγιού ζάχαρη
Κανέλα
Γαρύφαλλα σκόνη
1 κιλό φύλλα κρούστας
½ φλιτζάνι τσαγιού λάδι
Καλαμποκέλαιο για άλειμμα

Σιρόπι: 6 ποτήρια ζάχαρη, 8 ποτήρια νερό

Εκτέλεση

Πλένουμε, καβουρντίζουμε και σπάζουμε το σουσάμι. Προσθέτουμε τα καρύδια, την ζάχαρη, την κανέλα και τα γαρύφαλλα. Στρώνουμε 7-8 φύλλα αλείφωντάς τα με λάδι. 

Κατόπιν αρχίζουμε να στρώνουμε διαδοχικά φύλλα για γέμιση. Στο τέλος αφήνουμε μερικά φύλλα σκέτα. , μόλις τελειώσουμε με τη διαδικασία αυτή, καίμε 1/2 φλιτζάνι τσαγιού λάδι και το ρίχνουμε στην πίτα. 
Την ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για 1 ώρα. 
Όταν κρυώσει η πίτα, βράζουμε το σιρόπι για 8’ λεπτά και τη σιροπιάζουμε.

πηγη:monastiriaka.gr


Η Ανάσταση του Λαζάρου


 «Δεύρο έξω» Ερμηνευτική προσέγγιση στο Ευαγγέλιο του Λαζάρου
Η  σημερινή μέρα αποτελεί προανάκρουσμα νίκης. Και μάλιστα νίκης ανθρώπινης, νίκης δικής μας. Σήμερα ο Χριστός επιβεβαιώνει την δυνατότητά μας να αποτελέσουμε συντρόφους του Λαζάρου στην έξοδό του από τον τάφο και να μετάσχουμε σε μια «κοινή Ανάσταση» (Τροπάριο Σαββάτου του Λαζάρου). Η στιγμή που ακούγεται το «Λάζαρε δεύρο έξω», ηχούν οι σάλπιγγες μιας πανανθρώπινης ελπίδας, πως το μνήμα δεν αποτελεί τον έσχατο προορισμό του ανθρώπου.
Παρ΄ όλα αυτά, η Ευαγγελική περικοπή του Σαββάτου του Λαζάρου επιφυλάσσει για τον επιφανειακό αναγνώστη της ορισμένες αντιφάσεις. Ας σημειώσουμε όμως προηγουμένως, πως βρισκόμαστε στο Ευαγγέλιο του Μαθητή της αγάπης, του Ιωάννη, και ιδιαίτερα σε μία περικοπή όπου με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο αναδεικνύεται η φιλία και συγκριμένα εκείνη μεταξύ του Λαζάρου και του Ιησού (Ιω. 11, 1-45). Στον στίχο 3, ο Λάζαρος αναφέρεται ως ο αγαπημένος φίλος του Χριστού, στον στίχο 11, ανακοινώνει ο ίδιος ο Διδάσκαλος στους Μαθητές Του, πως ο φίλος Λάζαρος κοιμήθηκε και στον στίχο 36, οι παριστάμενοι, καταλαβαίνουν από τα δάκρυα του Χριστού, πόσο Εκείνος τον αγαπούσε.
Κι όμως, ενώ ο Κύριος γνωρίζει την ασθένεια του Λαζάρου, καθυστερεί δυο μέρες πριν ξεκινήσει για τη Βηθανία (στ. 7). Και παρά τα δάκρυα και την διάχυτη σε όλο το κείμενο λύπη Του, παρουσιάζεται βέβαιος πως η αρρώστια του Λαζάρου είναι για να φανεί η δόξα του Υιού του Θεού (στ 4), καθησυχαστικός προς τους Μαθητές πως κοιμάται (στ. 11) και παρηγορητικός προς την Μάρθα και την Μαρία, πως ο αδελφός τους θα αναστηθεί (στ. 23).

Σε όλη την περικοπή, θεία μεγαλοσύνη και ανθρώπινος συναισθηματισμός βρίσκονται σε διαρκή διάλογο. Μόλις ο αναγνώστης τείνει να παραδοθεί στην θεία παντοδυναμία, αντικρίζει τα δάκρυα του Ιησού και θυμάται το πικρό βέλος του θανάτου. Και όταν ακολουθεί απελπισμένος τον κοπετό της Μάρθας και της Μαρίας, ακούει τον Χριστό να αποκαλύπτεται ως ανάσταση και ζωή (στ. 25) και γεμίζει ξανά κουράγιο.
Αναμφίβολα, μεγάλες και θεμελιώδεις οι αλήθειες του σημερινού Ευαγγελίου. Νομίζω όμως πως ιδιαίτερα σήμερα, έχουμε μια απόλυτη κατάφαση και αποδοχή του ανθρωπίνου συναισθήματος: Της λύπης, των δακρύων, της συγκίνησης, της αδελφικής οδύνης, της επώδυνης στέρησης του φίλου.
Δεν είναι λίγες οι φορές, που πλανάται η αντίληψη, πως η λύπη , ο φόβος, η στιγμιαία απελπισία, τα δάκρυα, η ψυχική κατάρρευση δεν συμβαδίζουν με την στέρεη πίστη. Ενίοτε, η εικόνα του πιστού ανθρώπου φορά τον μανδύα μιας υπερκόσμιας ηρεμίας, μιας απάθειας, μιας «αξιοπρέπειας» που δε επιτρέπει την λύπη και τον τρόμο μπροστά στην έσχατη δοκιμασία της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι η ασθένεια και ο θάνατος. Η σημερινή στάση του Χριστού μας θυμίζει πως το γεγονός της σχέσης του ανθρώπου με συνάνθρωπο και Θεό, αναμοχλεύει όλη την ύπαρξη: Νόηση, συναίσθημα και θέληση. Και συγχρόνως εμπλέκει με τρόπο μοναδικό για κάθε άνθρωπο, τόσο την χοϊκή, όσο και την υπερκόσμια φύση του. Μπορεί να είμαστε εικόνες φύσεως θείας, τα στίγματα όμως των πταισμάτων παραμένουν δικά μας. Και τα στίγματα αυτά περιέχουν και οδύνη και ενοχή και φόβο. Τα συμπτώματα αυτά δεν νικιούνται με …υπεράνω αντιμετώπιση, ούτε, πολύ περισσότερο, με την νέκρωσή τους, αλλά με διαρκή αγώνα κατά της αιτίας που στερεί από τον άνθρωπο την αληθινή μακαριότητα. Και άλλη αίτια δεν υπάρχει από την αποξένωση από τον Δημιουργό και την αυτοθέωση. Όσο ο αγώνας αυτός συνεχίζεται –και θα συνεχίζεται ισοβίως- η ύπαρξη ανά πάσα στιγμή θα υπόκειται σε βίαιες εξάρσεις οδύνης, όπως σήμερα μας παρουσίασε ο ίδιος ο Χριστός στο δικό Του πρόσωπο. Όσο όμως η κάθαρση θα προχωρά, τα συναισθήματα θα γίνονται κι εκείνα εργαλεία σύνδεσης με τους ανθρώπους και θα συντονίζουν την ύπαρξή με τους πονεμένους αδελφούς, όπως, υπέροχα, στον στίχο 33, ο Κύριος συντονίζεται με τον οδυρμό των αδελφών του Λαζάρου και των υπόλοιπων Ιουδαίων.
Ακόμη όμως και εν μέσω της τρικυμιώδους θάλασσας του φόβου κι της λύπης, ένα δίλημμα απόλυτο, μια φράση αιχμηρή, χωρίς διφορούμενες έννοιες και περιττές κουβέντες, μας φέρνει ενώπιον μια απόφασης καθοριστικής: «ο πιστεύων εις εμέ, ου μην αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (στ. 26)

Σήμερα είναι η μέρα για οριστικές αποφάσεις. Και για πιστούς και για απίστους. Ή ο Λάζαρος ανέστη εκ νεκρών ή η ιστορία είναι φανταστική. Και σε προέκταση, ή ο θάνατος νικήθηκε από τον Χριστό ή ο θάνατος αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο μιας καταδικασμένης ζωής.
Χωρίς απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα, το μοναδικό ερώτημα της ανθρώπινης ζωής, όλα –κηρύγματα, ελπίδα, προσευχή, πίστη, αγαθοεργίες, θεολογία-, παραμένουν τραγικά εκκρεμή, κυρτωμένα και αμήχανα, μπροστά στην αυτού εξοχότητα τον Θάνατο. Αυτή την αμηχανία και τη ματαιότητα, ο Απόστολος Παύλος βρίσκει το θάρρος να την κοιτάξει κατάματα και να δηλώσει: «εί δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15, 17), δηλ. αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, η πίστη σας είναι χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο.
Υπάρχει κάτι ισχυρότερο από τον Θάνατο;
Ο δρόμος προς την απάντηση είναι υποχρεωτικός, προσωπικός και πολύ μοναχικός. Όταν το χνώτο τού Θανάτου χαϊδέψει το μάγουλό μας, είτε μέσα από την ασθένεια, είτε μέσα από τον φόβο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, οι βεβαιότητες και οι προγραμματισμοί καταρρέουν, ενώ ακόμη και οι κοντινοί μας άνθρωποι μοιάζουν να κοιμούνται, όπως οι μαθητές του Κυρίου στο όρος των Ελαιών, ανήμποροι να αλαφρύνουν την άβυσσο, που ανοίγεται μπροστά στα πόδια μας. Ο τάφος του Λαζάρου είναι η εικόνα της δικής μας εισόδου στο χώρο εκείνο, όπουη ανθρώπινη ύπαρξη αγγίζει τα όριά της και αισθάνεται, πως κινδυνεύει να διαλυθεί από το βάρος ενός ΝΑΙ ή ενός ΟΧΙ. Ναι ή όχι στην αποδοχή της δυνατότητας εξόδου από τον φαύλο κύκλο της φθοράς; Ναι ή όχι στην υπέρβαση της κοσμικής λογικής και των ατράνταχτων αποδείξεων; Ναι ή όχι στην αποδοχή της Ανάστασης ψυχών και σωμάτων, αυτού του σκανδάλου για τους Ιουδαίους και της ανοησίας για τους Έλληνες; (Α΄ Κορ. 1,23)
Χωρίς αμφιβολία, η Ανάσταση του Χριστού, που σε λίγες μέρες θα αφήσει το μνημείο Του κενό, υπερβαίνει κατά πολύ τις νοητικές μας δυνάμεις. Η δόξα ενός Αναστημένου Θεού, ίσως και να μας μελαγχολεί, συγκρινόμενη με τις κακουχίες μας και την συχνά ασέληνη νύχτα του πόνου μας. Μπορούμε όμως να παρηγορηθούμε. Διότι η δόξα Του, μπορεί να μοιάζει απρόσιτη, η ώρα όμως της αγωνίας της Γεθσημανή (Λκ. 22, 39-45), η ώρα του «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες» (Μτθ.27,46), είναι στιγμές βαθιά ανθρώπινες, οικείες και κατανοητές. Στιγμές σκληρές για Εκείνον, αλλά και για όσους έχουν φτάσει στα όρια της αντοχής τους. Και συγχρόνως, στιγμές λυτρωτικές. Διότι Αυτός, που σε λίγες μέρες θα θανατώσει τον Θάνατο, έχει ανοίξει δρόμο μέσα από το απύθμενο σκότος της δικής Του απόγνωσης και της δικής Του συντριβής. Ο τάφος μας, γεμάτος από τη φρίκη μιας τραγικής ζωής, δε μυρίζει αποσύνθεση. Μυρίζει Χριστό. Από δω έχει περάσει ο Χριστός και η πρόσκλησή Του «δεύρο έξω» (Ιω. 11,43) απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά, όπως προσωπικά απευθύνθηκε στον Λάζαρο.
Για όποιον αποκλείσει τη φωνή αυτή απ΄ τη ζωή του, το σκοτάδι είναι πηχτό και αβάσταχτο. Γι΄ αυτό και οι περισσότεροι επιλέγουν τη φυγή. Ακόμη και το Πάσχα με τις αγορές και τα εορταστικά του συμπόσια, θα επιστρατεύσουν, προκειμένου να αποστρέψουν το πρόσωπο από τα μεγάλα ερωτήματα. Το Πάσχα όμως της Ορθόδοξης πίστης μας, αναζητά θαρραλέους, έτοιμους να αποδεχτούν την τραγικότητα της ζωής και να φωνάξουν μαζί με τον Πέτρο, την ώρα του χαλασμού στη λίμνη της Γεννησαρέτ: «Κύριε σώσον με»(Μτθ. 14, 30).
Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή, που ανοίγουμε τις πύλες του προσωπικού μας Άδη στον αναστημένο Χριστό, του δίνουμε το εξαντλημένο μας χέρι, που σιγοτρέμει και νιώθουμε να μας τραβά προς τα εκεί, που το μόνο αυτονόητο είναι η Ζωή._

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Θρησκευτικές Οργανώσεις!


Η ίδρυση των “θρησκευτικών αδελφοτήτων”: προσφορά και προβλήματα
Μεγάλο θέμα που ταλάνισε και ταλανίζει την Εκκλησία, είναι αυτό των λεγομένων «θρησκευτικών αδελφοτήτων», που κάποιοι ονομάζουν «παρεκκλησιαστικές». Ρώτησα τον Γέροντα αν ο π. Ευσέβιος έκανε καλά που ίδρυσε θρησκευτική αδελφότητα και όχι μοναστήρι (ίδρυσε στις αρχές του 20ου αιώνα «Την Ζωή» ) και οφείλω να μην αποκρύψω ότι μου είπε: «καλά έκανε, με αυτόν τον τρόπο θα ωφελούσε τότε περισσότερο κόσμο». Χρειαζόταν δηλαδή επειγόντως ιεραποστολή εκείνη την εποχή, καθώς υπήρχε κίνδυνος από κάθε λογής προτεστάντες προπαντός μισσιοναρίους, που καραδοκούσαν να αρπάξουν το ορθόδοξο ποίμνιο (όπως ειναι εύλογο, για να υπάρξει μοναστήρι, πρέπει να υπάρχουν και ορθόδοξοι, προκειμένου να το επανδρώσουν).
Μερικοί κατηγορούν τις αδελφότητες ότι «εκπροτεστάντισαν» τη θεολογία και ειναι πράγματι αλήθεια ότι υπήρξε επίδραση σε διάφορα θέματα, γιατί εκείνον τον καίριο οι πατερικές μελέτες δεν ήταν ακόμη προχωρημένες, ούτε υπήρχε η μοναχική αναγέννηση, που επισυνέβη άκριτα αργότερα κ.λπ. Παρόλα αυτά, το όλο πρόβλημα μπορεί να θεραπευθεί ως ακολούθως: το μόνο που απαιτείται, έπρεπε να γίνεται ανέκαθεν και πρέπει και σήμερα να γίνεται από οποιαδήποτε αδελφότητα, είναι να κάνει πλήρη υπακοή στην Εκκλησία. Αυτό συμπεριλαμβάνει ότι η όλη δράση της, όπως εννοώ τον λόγο του Γέροντα, πρέπει να είναι τελείως φανερή και γνωστή στον Επίσκοπο, να μην υπάρχει η παραμικρή κρυψίνοια εκ μέρους της σε οτιδήποτε, συμφώνως και προς το «ουδέν κρυπτόν από του Επισκόπου».
Ένας άλλος σύγχρονος μεγάλος θεολόγος και πνευματικός, ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος, κάπου γράφει ότι μεγάλος κίνδυνος για οποιαδήποτε θρησκευτική αδελφότητα ήταν και ίσως είναι ακόμη να αναπτυχθεί το λεγόμενο «αγγελικό πλέγμα», δηλαδή οι πιστοί που εμπλέκονται στην όλη δράση, επειδή δεν βλέπουν να κάνουν οι ίδιοι τις αμαρτίες του «έξω κόσμου», αρχίζουν ασυνείδητα να αντιμετωπίζουν τους άλλους ως κατωτέρους από ηθική άποψη και τους εαυτούς τους ασυνείδητα ως «καθαρούς». Πρόκειται για μεγάλο πρόβλημα, που πρέπει να αντιμετωπίζεται κάθε φορά, όταν αυτο συμβαίνει, από τους υπευθύνους της όποιας δράσης.
Ωστόσο, αν η όλη δράση είναι τελείως φανερή στον Επίσκοπο, τότε είναι πρόδηλο ότι η όποια αδελφότητα είναι «ανοιχτή» εντελώς στην θεολογία και το όλο πνεύμα της Εκκλησίας, οπότε και δεν κινδυνεύει- τίθεται στην κρίση της Εκκλησίας και αυτό αρκεί για όλα. Αν σκεφθεί όμως κανείς «η Εκκλησία εξαχρειώθηκε σήμερα, ας δράσω ανεξάρτητα από αυτήν», αρχίζει η καταστροφή, ο αληθής εκπροντεσταντισμός. Και σκέπτομαι ότι ακόμη και η ακαδημαϊκή ερεύνα, αν θέλει να λέγεται και αυτή «ορθόδοξη» και όχι «ελεύθερη» και «ανεξάρτητη, αλλά μη κατ’ ανάγκην ορθόδοξη», πρέπει και να δέχεται να τίθεται υπο την κρίση της εκκλησιαστικής κοινότητας, της οποίας και το πνεύμα διερμηνεύει. Και εφόσον οι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι ονομάζουν κάποια συγκεκριμένα κείμενα «Αγία Γραφή» και όχι «μέρος της αρχαίας ιουδαϊκής γραμματείας», είναι υποχρεωμένοι να θεωρούν ως αληθή κλείδα ερμηνείας πρωτίστως την αγιοπνευματική χάρη. Δεν πρέπει δηλαδή να δρουν αντίθετα από το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, έστω και αν αξιοποιούν σύγχρονα πορίσματα της έρευνας κ.λπ.
Την εποχή εκείνη, της άνθισης των θρησκευτικών αδελφοτήτων, υπήρξαν κοπέλες που δεν έγιναν μοναχές, αλλά αδελφές νοσοκόμες, «αφιερωμένες» στον Θεό (δηλαδή, δεν παντρεύονταν, έστω και αν δεν γίνονταν μοναχές), για τις οποίες ο Γέροντας επίσης μου είπε ότι «καλά έκαναν». Τίποτε δηλαδή δεν αποκλείει πολλές από αυτές τις γυναίκες να ήταν πράγματι άνθρωποι μεγάλης αρετής, να αγαπούσαν τους ασθενείς και να ήθελαν να εργαστούν για να ανακουφίσουν πράγματι τον πόνο. Δεν σημαίνει ότι (και πάλι χρειάζεται εκκλησιολογικό φρόνημα, αίσθηση ότι πάνω από όλα ειναι η Εκκλησία και η υπακοή σε αυτή) ο δρόμος που διάλεξαν ήταν λάθος, επειδή τότε έτσι μπορούσαν να πράξουν. Κάτι ανάλογο λέγει και ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ότι μερικοί φορείς της μεγάλης χάρης στην Ρωσία, δεν δέχτηκαν καν να γίνουν μοναχοί, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Ίσως να εννοεί ότι στη Ρωσία απαιτείται, εξαιτίας του ιδιαίτερου χαρακτήρα και ιδιοπροσωπίας του λαού αυτού, να αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό η μορφή εκείνη του πνευματικού αγώνα που λέγεται «διά Χριστόν σαλότητα» κ.λπ..

Ο Γέροντας όμως πρόσθεσε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αφιερωμένοι αδελφοί και αδελφές, εφόσον θέλουν να ακολουθήσουν την άγαμη ζωή μέσα στον κόσμο (από όσο γνωρίζω υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι «αφιερωμένοι» αδελφοί και αδελφές, λαϊκά πρόσωπα, νοσοκόμες κλπ, και μάλιστα όχι υποχρεωτικά συνδεδεμένες με κάποιες αδελφότητες, αλλά με εναρέτους γέροντες, κάποιοι από τους οποίους έχουν μάλιστα ήδη ανακηρυχτεί άγιοι), πρέπει να θυμίζουν στον εαυτό τους ότι οφείλουν να βρίσκονται σε στενή επαφή και σχέση με την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας και την πατερική γραμματεία, προκειμένου και να αντέξουν αυτόν τον αγώνα. Εν πάση περιπτώσει, χρειάζονται οπωσδήποτε, αυτοί ακόμη περισσότερο, ένα διακριτικό πνευματικό (θα αναφερθώ και πάλι στον π. Συμεών Κραγιόπουλο, που στην αρχή εργαζόταν, όσο ζούσε ο γέροντάς του, σε μια ιεραποστολική αδελφότητα, το «Σχολείον του Χριστού», που είχε εκείνος ιδρύσει.
Κατόπιν, αφού ο γέροντάς του κοιμήθηκε, και ανέλαβε ο π. Συμεών τα ηνία, όπως ο ίδιος τα διηγείται, ο Θεός έδειξε ότι ήθελε πια την όλη δράση να γίνεται αλλιώς. Και ίδρυσε τα δύο μοναστήρια, για τα οποία λέγει τα εξής θαυμάσια: βρίσκονται κοντά στο πνεύμα της αγίας Παρασκευής, δηλαδή ούτε πολύ μακριά από την έρημο, ούτε πολύ μακριά από τον κόσμο. Έτσι έκανε και η αγία Παρασκευή, από τις αγιότερες γυναίκες της Εκκλησίας, που ήταν και μοναχή και ιεραπόστολος ταυτόχρονα. Υπάρχει σήμερα ανάγκη για αυτό το έργο- ίσως γιατί σήμερα ο κόσμος ξαναέγινε «έρημος», εχθρικός για την Εκκλησία, όπως παλιά, οπότε μένοντας κανείς μέσα στον κόσμο και αγωνιζόμενος πνευματικά, μοιάζει ίσως σε κάτι με τους μάρτυρες.
Εν πάση περιπτώσει, όποιον δρόμο και να επιλέξει κανείς, είτε του εγγάμου βίου είτε του μοναχικού είτε της άγαμης άθλησης μέσα στον κόσμο (αυτό το τελευταίο απαιτεί, όπως είπαμε, και πολύ διακριτικό πνευματικό), σημασία έχει, κηρύττει ο Γέροντας με όλη του τη δύναμη, να αποζητά κανείς την αγία ταπείνωση. Το μεγάλο μυστικό είναι αυτό: όλα αρχίζουν και τελειώνουν με αυτή την αρετή. «Τον ταπεινό άνθρωπο δεν τον φοβάμαι», λέγει διαρκώς ο πατήρ.
**************
Τελειώνοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά τον αναγνώστη να μην αναζητήσει το όνομα του Γέροντος. Ας μείνει στην διδασκαλία του, που είναι πολύ ωφέλιμη και ικανή να θερμάνει τις καρδιές μας. Αναγκάστηκα να κοινοποιήσω μέρος των όσων ο Γέροντας μου έχει εμπιστευτεί, όχι βέβαια με δική μου πρωτοβουλία, λόγω των πολλών αναγκών που έχει σήμερα η Εκκλησία. Ζητώ συγγνώμη από τον άνθρωπο του Θεού, μολονότι δεν ενεργώ, όπως είπα, αυτοβούλως. Ζητώ επίσης συγγνώμη και από τον λαό του Θεού, τους αγαπητούς αναγνώστες, μήπως τυχόν ασυνείδητα μετέφερα κάτι όχι με τον πλέον εύστοχο τρόπο. Επαναλαμβάνω ότι καταγράφω ό,τι άκουσα και αισθάνθηκα την πρώτη φορά, που άκουσα την κάθε διδαχή του Γέροντα. Προσπάθησα ν’ αφήσω στην άκρη τη δική μου κρίση, ως ατελή. Ας έχουμε όλοι την ευχή του. Δόξα τω Θεω πάντων ένεκεν!

Η Βαϊοφόρος


Ερμηνεία της εικόνας

Η σκηνή αναφέρεται στην Ευαγγελικά περικοπή που περιγράφει τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα. Για το περιστατικά αυτά μιλούν όλοι οι Ευαγγελιστές: Ματθ. 21: 1-11, Μαρκ. 11:1-10, Λουκ. 19: 29-38, Ιωάν. 12:12-15.
Η εικόνα της Βαϊοφόρου περιγράφει έντεχνα το ιστορικά γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, αποκαλύπτοντας συχρόνως και το «κεκρυμμένο μυστήριο» καθώς και το βαθύτερο νόημα των συμβάντων. Είναι επίσης η πρώτη στη σειρά των εικόνων εκείνων που αναφέρονται στα Πάθη και την συναντούμε στην εκκλησιαστική τέχνη από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια, στις Σαρκοφάγους των Κατακομβών.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χριστό καθισμένο σε υποζύγιο και τους Μαθητές να ακολουθούν, με επί κεφαλής τον απόστολο Πέτρο. Η πομπή πορεύεται προς την πύλη της εισόδου της πόλεως, όπου Τον αναμένει πλήθος κόσμου, κρατώντας κλαδιά από βάγια και φοίνικες.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χαρούμενα κι ενθουσιώδη, καθώς θεωρούν ότι ο Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας που, κατά τις παραδόσεις του ιουδαϊκού λαού, θα ερχόταν Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και θα ελευθέρωνε το υπόδουλο έθνος. Με το γεγονός της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα εκπληρώθηκε η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία που λέει: «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών˙ κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκός επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9:99).
Αριστερά και πίσω από το σημείο απεικόνισης του Χριστού ζωγραφίζεται βραχώδης τόπος. Έτσι προσδιορίζεται η ακτίνα της πορείας του Χριστού και των Μαθητών από τη Βηθφαγή, που ήταν προάστιο της Ιερουσαλήμ κοντά στο όρος των Ελαιών, προς το κέντρο της πόλεως.
Η σκηνή χαριτώνεται και πλουτίζεται με την παρουσία και τη χαρούμενη συμμετοχή των «ακάκων παίδων του Ισραήλ» τα οποία είτε ανεβασμένα στα δέντρα για το κόψιμο των κλάδων είτε στρώνοντας τα ιμάτιά τους στο δρόμο για την υποδοχή του Χριστού, εκπροσωπούν τις αγνές και άδολες ψυχές που υποδέχονται τον «Βασιλέα της Δόξης».
Ο Χριστός ζωγραφίζεται καθισμένος πλάγια πάνω στο υποζύγιο ευλογών. Έτσι φαίνεται σαν να είναι ένας ένθρονος και δοξασμένος ηγέτης, που επισκέπτεται τους υπηκόους Του. Στο άλλο Του χέρι κρατάει κλειστό ειλητάριο, σύμβολο του νόμου της Καινής Διαθήκης, που πρόκειται να συνάψει με τον άνθρωπο προσφέροντας ως λύτρο το Αίμα Του. Η ελαφρά προς τα πίσω στροφή της κεφαλής Του δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον πρώτο της χορείας των Μαθητών, τον απόστολο Πέτρο. Ο αγιογράφος θέλει μ' αυτό να επισημάνει ότι ο δοξαζόμενος από το πλήθος ηγέτης, αν και φαίνεται ως βασιλεύς, δεν είναι άλλος παρά ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Η όλη σκηνή, αν και περιγράφει στιγμές δόξης και θριάμβου, εμφανίζει κάτι το πολύ παράδοξο: Βλέπουμε το λαό να επευφημεί ως επίγειο Βασιλιά Εκείνον που είχε κατ' επανάληψιν σαφώς διακηρύξει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν 12, 36).
ΠΗΓΗ: Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr>

Μεγάλη Εβδομάδα!!!


Εισαγωγικά στη Μεγάλη Εβδομάδα
εράσαμε πια το πέλαγος της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Και τώρα στεκόμαστε μπροστά στη θύρα της Μεγάλης Εβδομάδος, οπού ονομάζεται Μεγάλη όχι γιατί είναι μεγαλύτερη, ή έχει περισσότερες μέρες, αλλά «επειδή μεγάλα ημίν γέγονεν εν αυτή παρά του Δεσπότου κατορθώματα. Και γάρ εν αυτή τη εβδομάδι τη Μεγάλη, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, η χρονία του διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ο θάνατος εσβέσθη· ο ισχυρός εδέθη· τα σκεύη αυτού διηρπάγη· αμαρτία ανηρέθη· η κατάρα κατελύθη· ο Παράδεισος ανεώχθη· ο Ουρανός βάσιμος γέγονεν· άνθρωποι αγγέλοις ανεμίγησαν· το μεσότοιχον του φραγμού ήρθη· το θριγγίον περιηρέθη· ο της ειρήνης Θεός ειρηνοποίησε τα άνω και τα επί της γής· διά τούτο Μεγάλη καλείται Εβδομάς».
Όντως φοβερά αυτής της εβδομάδος τα Μυστήρια! Όλη η ποίηση του Χριστιανισμού και όλη η δόξα της Ορθοδοξίας, από αυτή την εβδομάδα πηγάζουν. Απ᾿ τον καιρό που, μαθητούδια ακόμη, παίρναμε απ᾿ το ζεστό χέρι της μάνας μας τη σύνοψη και το κερί, που καθώς ήταν αγνό μοσκοβολούσε σάν λιβάνι όταν έκαιγε, και πηγαίναμε στις ακολουθίες του Νυμφίου, ή στις Μεγάλες Ώρες των Παθών, της Μεγ. Πέμπτης και της Μεγ. Παρασκευής, όπου κλαίγαμε από καρδιάς μπρος στον Εσταυρωμένο, καθώς αποθέταμε με τρέμοντα δάχτυλα τα παρθενικά αγριολούλουδα, που με μίαν ολόζεστη λαχτάρα τρέχαμε να μάσουμε στους κήπους και στα χωράφια· απ᾿ τα μικρά μας εκείνα χρόνια, που προσμέναμε να ῾ρθει η εβδομάδα των Παθών, για να δεχτούμε ύστερα και την Ανάσταση, μέχρι τα γηρατειά μας τα βαθιά, αυτή η Εβδομάδα είναι που μάς κρατάει συντροφιά με τον πόνο της, με τα δάκρυά της, με τη λύπη της, αλλά και με τη χαρά και την ευφροσύνη της Αναστάσεως, που ακολουθεί.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοσοφία της ζωής, που η αγία Εκκλησία μας την δίνει με τον πιό ωραίο, απλό και κατανυκτικό τρόπο στη Μεγάλη Εβδομάδα. Και είναι αλήθεια, ότι αυτή η φιλοσοφία, που δεν είναι άλλη από την υψηλή θεολογία του Σταυρού, δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να την αφομοιώσει και να την κατανοήσει έξω από τον εκκλησιαστικό περίβολο, έξω από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Έξω από την Εκκλησία, ο Σταυρός ή η Μεγάλη Εβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ή κινηματογράφος, γίνεται στοχαστική διάλεξη ή δημοσιογραφικό άρθρο, γίνεται ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητές του μ᾿ έναν τρόπο – οποιοδήποτε – επάνω σ᾿ ένα σοβαρό θέμα. Και μόνο μέσα από τις ιερές Ακολουθίες και τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην κορφή της πνευματικής φιλοσοφίας και στη δόξα της Αναστάσεως, ανεβαίνοντας τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά και περνώντας πνευματικά μέσα από την αγωνία της Σταυρώσεως.
Ο ορθόδοξος χριστιανός, όλη την Εβδομάδα έχει ένα μεγάλο δρόμο να οδοιπορήσει. Μεγάλο, όχι με τις εξωτερικές, αλλά με τις εσωτερικές διαστάσεις. Ένα δρόμο, που περπάτησε ο ίδιος ο Χριστός. Ναί, κι άς μή φανεί σε κανέναν αυτό το πράγμα παράδοξο. Αν δεν «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν», δεν θα μπορέσουμε οὔτε τη Μεγαλοβδομάδα να νιώσουμε, οὔτε και στην Ανάσταση να φτάσουμε μαζί του. Σ᾿ αυτό το δρόμο, που βρίσκεται πάντα κάτω απ᾿ τη σκιά του Σταυρού, και αντικρύζει στο βάθος το φωτεινό λόφο της Αναστάσεως, οι άγιοι Πατέρες έβαλαν μερικά σημάδια σάν ορόσημα, που μάς βοηθούν κι αυτά μ᾿ έναν ειδικό το καθένα τρόπο, για να πετύχουμε το σκοπό μας.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, μετά το Κοντάκιο και τον Οίκο της ημέρας, θ᾿ ακούσουμε μαζί με το σύντομο συναξάρι, αυτό το υπόμνημα: «τη Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης συκής». Δοξάζεται και τιμάται ο πάγκαλος Ιωσήφ, γιατί «της Αιγυπτίας τότε ταίς ηδοναίς μή δουλεύσας», εσκλαβώθηκε μέν κατά το σώμα, αλλά κατά την ψυχή έμεινε αδούλωτος, ο αοίδιμος και σώφρων, και έτσι αξιώθηκε να γίνει κυρίαρχος όλης της Αιγύπτου. «Ο Θεός γάρ παρέχει τοίς δούλοις αυτού στέφος άφθαρτον». Η κατάρα έπειτα της άκαρπης συκιάς, μάς λέει ν᾿ αποφεύγουμε το πάθος και να κάνουμε έργα και καρπούς πνευματικούς, για να μή μάς εύρει ο Χριστός με φύλλα μοναχά σάν έρθει, και μάς δείξει τη φωτιά, σάν μοίρα αναπόφυγη των ακάρπων μας δέντρων.
Τη Μεγάλη Τρίτη θ᾿ ακούσουμε: «της των δέκα παρθένων παραβολής μνείαν ποιούμεθα», δηλ. των πέντε φρονίμων και των πέντε μωρών παρθένων, με τις διδακτικές λαμπάδες τους. Μάς συμβουλεύει κ᾿ εδώ με ύμνους εξαίσιους η Εκκλησία μας, «να σπουδάσωμεν να ανάψωμεν τάς νοητάς λαμπάδας των ψυχών μας, ως αι φρόνιμοι εκείναι παρθένοι. Διατί; Ίνα με το λαμπρόν φώς των λαμπάδων μας και με ύμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τον αθάνατον νυμφίον των ψυχών, δηλαδή τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν, όστις θα έλθει εν τη συντελεία του κόσμου, διά να εμβάσει τάς δρονίμους ψυχάς μέσα εις τον ουράνιον νυμφώνα της αϊδίου τρυφής τεσ και βασιλείας».
Τη Μεγάλη Τετάρτη: «της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι πρό του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Ποιός δεν δακρύζει, όταν σκεφθεί ότι, ενώ όλοι αμαρτάνουμε (και πολλές φορές βαρύτερα από την πόρνη) ωστόσο δεν ακολουθούμε το παράδειγμά της, για να σβήσουμε με δάκρυα μετανοίας το χειρόγραφο, που είναι φορτωμένο με το πλήθος των αμαρτιών μας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη «εορτάζομεν τον Ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον, την υπερφυά προσευχήν και την Προδοσίαν». Η κυριαρχούσα μορφή – αιώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως και παράδειγμα προς αποφυγήν – είναι η προδοτική όψη του Ιούδα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή «τα Άγια και Σωτήρια και Φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν».
Και το Μέγα Σάββατον «την Θεόσωμον Ταφήν και την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν».
Είπαμε, ότι πίσω από τα μαρτύριο και το Πάθος της Σταυρώσεως, ο ορθόδοξος χριστιανός βλέπει πάντοτε το γλυκό φώς της Αναστάσεως. Είναι αυτό που τον εμποδίζει να ιδεί τα Πάθη μέσα σ᾿ ένα ζοφερό και καταλυτικό σκοτάδι. Ο ορθόδοξος – και ο Έλληνας ιδιαίτερα, που πέρασε τόσα και τόσα πάθη μέσα στη μακραίωνη πορεία της ιστορίας του – είναι ντυμένος με το ζεστό ένδυμα της χαρμολύπης. Πάσχει και υποφέρει, αλλά όχι με ασυγκράτητο σαρκικό πόνο. Η πνευματική φιλοσοφία του Σταυρού, αυτές τις ημέρες ειδικώτερα, πρέπει να είναι ο επιούσιος άρτος μας, ο άρτος της ζωής μας. Ιδού πώς βλέπουν μερικοί από τους αγίους Πατέρας το Σταυρό και το μυστήριο της Σταυρώσεως.
Ο ακάνθινος στέφανος φανέρωσε ότι ο Κύριος εξάλειψε την κατάρα που έλαβε η γή, να βλαστάνει αγκάθια και τριβόλια και ότι ο Χριστός αφάνισε τις μέριμνες και τις οδύνες της παρούσης ζωής.
«Εξεδύθη τα ιμάτια και ενεδύθη την πορφύραν, διά να εκδύσει τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως, οπού εφόρεσεν ο Αδάμ μετά την παράβασιν. Κάλαμον έλαβεν ο Κύριος εις την δεξιάν, ως σκήπτρον, διά να θανατώσει τον αρχαίον όφιν και δράκοντα· έλαβε κάλαμον, διά να σβήσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας. Έλαβε τον κάλαμον διά να υπογράψει βασιλικώς, με το κόκκινον αίμα του, το γράμμα της συγχωρήσεως των αμαρτιών μας, καθότι και οι βασιλείς με κόκκινον κιννάβαρι υπογράφουσιν».
»Εις το ξύλον εσταυρώθη, διά το ξύλον της γνώσεως. Έλαβε την γεύσιν της χολής και του όξους, διά την γλυκείαν γεύσιν του καρπού του απηγορευμένου. Έλαβε τα καρφία διά να καρφώσει την αμαρτίαν. Άπλωσε τάς χείρας εις τον Σταυρόν, διά να ιατρεύσει το άπλωμα των χειρών του Αδάμ και της Εὔας, οπού εποίησαν εις το απηγορευμένον ξύλον, και διά να ενώσει τα μακράν διεστώτα, αγγέλους και ανθρώπους, ουράνια και επίγεια. Έλαβε τον θάνατον, διά να θανατώσει τον θάνατον. Ετάφη, διά να μή στρεφώμεθα πλέον ημείς εις την γήν, ως το πρότερον...».
»Εσκοτίσθησαν οι φωστήρες, διά να φανερώσουν ότι πενθούσι τον Σταυρωθέντα. Αι πέτραι εσχίσθησαν, διότι έπασχεν η πέτρα της ζωής. Εις το ύψος του Σταυρού ανέβη, διά το πτώμα οπού έπαθεν ο Αδάμ. Και τελευταίον ανέστη, διά την ιδικήν μας ανάστασιν!».
Ώ! Ευτυχισμένοι και τρισμακάριοι, όσοι μπορέσουν ν᾿ αφήσουν τις βιοτικές τους μέριμνες αυτές τις μέρες, κι αρχίσουν από τώρα, από αυτή την ώρα κιόλας, την ευλογημένη πορεία δίπλα στον πορευόμενο προς το Πάθος Χριστό! «Δεύτε ουν και ημείς, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι᾿ αυτόν, ταίς του βίου ηδοναίς», «ίνα μή μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».
Καθηγητής Παντελής Πάσχος
ΠΗΓΗ: Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr>

Μεγάλη Eβδομάδα


Hμεροδρόμιο Μεγάλης Eβδομάδος

Η επισταμένη θεώρηση της Μεγάλης Εβδομάδος ως περιόδου κορυφώσεως της πυκνής προσφοράς και μαζικής συμμετοχής στα γεγονότα της πανανθρώπινης λυτρώσεως επιτρέπει την περιγραφή της λατρευτικής αρχιτεκτονικής και υποβοηθεί την συνειδητή σύμπραξη και βίωση των πιστών. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία απευθύνει παγίως πρόσκληση προς συμμετοχή στην πνευματική θέα και μέθεξη και όχι πρόσκληση για απλή θέα και τέρψη των οφθαλμών από το, θεαματικό και ασματικό, φολκλορικό περίβλημα των προς μέθεξη γεγονότων. Καλεί συμμετόχους στη λύτρωση και όχι θεατές δρωμένων. Θεατές εκ των ένδον και όχι θεατές εκ των έξω προβλέπει το τελετουργικό.
Σκοπός κάθε λατρευτικής εκδηλώσεως είναι η εθελουσία συναρπαγή των μετεχόντων από το εδώ και τώρα της ζωής μας και η μεταφορά μας στο εκεί και τότε της λυτρώσεως. Για το λόγο αυτό, ο ναός των Ορθοδόξων, ο ναός μας, συμβολίζει παγίως, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση τη Μεγάλη Εβδομάδα, και εκφράζει λειτουργικά τον τόπο και τον χώρο της Αγίας Γης. Αν ο ναός εξασφαλίζει συμβολικώς τον ιερό χώρο των γεγονότων, οι χρόνοι των ιερών ακολουθιών αναπαράγουν τους χρόνους των γεγονότων του Πάθους και της Λυτρώσεως.
Ναός και χρόνος προσφέρουν το που και το πότε, δηλαδή το χωρόχρονο των λυτρωτικών γεγονότων που πλαισιώνει το τι, δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα. Προσφέρεται επίσης και το ποιος, δηλαδή τον Κορυφαίο του λυτρωτικού δράματος του κόσμου, τον Ιησού, και το γιατί των γεγονότων, τη λύτρωση του κόσμου, τον Ιησού, και το γιατί των γεγονότων, την λύτρωση του κόσμου και του ανθρώπου ως τον ενιαίο και τελικό σκοπό του πάθους του Απαθούς.
Οι χωρόχρονοι των κορυφαίων τελεσιουργιών της Λυτρώσεως περιέχουν λύτρωση και ελευθερία. Και οι δύο προσδιορίζουν την αποδέσμευση του ανθρώπου από ανάξιες του ανθρώπου δουλείες, που εμποδίζουν την εκδήλωση των δυνατοτήτων του και τον υποτάσσουν. Διαφέρουν, όμως, επειδή η πρώτη, η λύτρωση αναφέρεται στην κατάσταση ελευθερίας των εσωτερικών δυνατοτήτων του, ενώ η δεύτερη, η ελευθερία σε εξωτερικές (πολιτικές, νομικές, οικονομικές κ.λπ.) συνθήκες και δυνατότητες πλήρους εκδηλώσεως, και όχι απλώς δηλώσεως, των εσωτερικών. Η τελειότητα απαιτεί να υπάρχει και η λυτρωμένη, δηλαδή η εσωτερική και η εξωτερική ελευθερία. Στην πράξη, συνδυάζεται αναγκαστικά η εσωτερική ελευθερία, δηλαδή η λύτρωση, με την εξωτερική ανελευθερία, και αντιστρόφως, η εξωτερική ελευθερία με την εσωτερική ανελευθερία.
Οι ιερές τελεσιουργίες της λυτρώσεως του ανθρώπου πραγματοποιούνται σε καταστάσεις αλύτρωτης ελευθερίας και στοχεύουν προς τη λυτρωμένη ελευθερία.
Τελεσιουργία είναι η τέλεση ή ολοκλήρωση ενός έργου και η πραγμάτωση του σκοπού του. Κάθε τελεσιουργία αποτελείται από αλυσίδα προκαθωρισμένων και έγκυρων πράξεων, που συντείνουν στην ευόδωση του σκοπού και λόγου τους. Μεταξύ των προκαθορισμένων πράξεων, υπάρχουν και οι κορυφαίες. Κορυφαίες πράξεις του ενός και ενιαίου έργου της ανθρώπινης λυτρώσεως είναι οι λόγοι και οι πράξεις του Ιησού Χριστού. Ο λόγος, η εκπεφρασμένη βούλησή Του, και οι πράξεις Του, είναι γεγονότα ισοδύναμα και ισόκυρα. Η αρμονία λόγου και έργου είναι γνώρισμα μοναδικό και για το λόγο αυτό θεϊκό έργο. Ο άνθρωπος επιχειρεί να μιμηθεί αυτήν την τελειότητα, που συνιστά την αγιότητα.
Οι χωροχρόνοι είναι τα αδιάσπαστα πλαίσια της πραγματικότητας, που συγκροτεί την ιστορικότητα. Οι κορυφαίες τελεσιουργίες της λυτρώσεως του ανθρώπου από τον Θεάνθρωπο, καίτοι είναι δυσπρόσιτες, ως ουσιαστικώς υπεριστορικής τάξεως, έχουν σαφείς ιστορικές διαστάσεις, και επομένως και απαντήσεις για το που και το πότε τελεσιουργήθηκε η λύτρωση.
Χώρος και χρόνος διαπλέκονται υποχρεωτικά και είναι αποτυπωμένοι στην μνήμη της Εκκλησίας από τους μάρτυρες των γεγονότων Ευαγγελιστές.
Οι χώροι της λυτρώσεως είναι πολλοί και καταλαμβάνουν όλη σχεδόν την Παλαιστίνη. Οι κορυφαίοι όμως περικλείονται στο οικιστικό πλαίσιο της πόλεως των Ιεροσολύμων και στην εκτός των τειχών περίμετρο της πόλεως.
Οι χρόνοι είναι κι αυτοί πολλοί, καταλαμβάνουν λίγα χρόνια από την ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της Παλαιστίνης, και οι εξ αυτών κορυφαίοι εκτείνονται σε μια εβδομάδα, την Μεγάλη όπως ονομάζεται Εβδομάδα. Μια Εκκλησία, η Ορθόδοξη Σιωνίτιδα Εκκλησία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων πραγματοποιεί στους ίδιους χώρους με τους αρχικούς τις τελεσιουργίες των γεγονότων της λυτρώσεως.
Η μυσταγωγική συμμετοχή δια της εκουσίας λατρευτικής συναρπαγής επιδιώκεται:
Α. Με την πλήρη μέχρι και των λεπτομερειών ενημέρωση των συμμετεχόντων στα γεγονότα. Οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές λειτουργούν ως οι αυτόπτες και αυτήκοοι «ανταποκριτές» από τους χώρους των γεγονότων. Οι «ανταποκρίσεις» τους παρέχουν σφαιρική κάλυψη των γεγονότων (από την οπτική της εξουσίας, από την οπτική των κατηγόρων, από την οπτική του περιβάλλοντος του κατηγορουμένου, από την θέση του κατηγορουμένου κ.λπ.), και είναι ειλικρινείς, αφού αναφέρουν χωρίς εξωραϊσμούς τα πάντα, ακόμη και τα αρνητικά, όπως τη βιαία αντίδραση του Αποστόλου Πέτρου, τη δειλία του κ. α.
Β. Τα γεγονότα περιβάλλει υμνολογικός και μελωδικός θεολογικού και ηθικού περιεχομένου σχολιασμός. «Σχολιαστές» οι Υμνογράφοι και οι Μελωδοί της Εκκλησίας, ως οι ποιητικοί επιμελητές και διαμορφωτές του λόγου των μεγάλων θεολόγων. Στα σχόλια αντικατοπτρίζεται η θεολογία, η ευσέβεια και οι ατομικοί και κοινωνικοί προβληματισμοί της εποχής τους. Ο ποιητικός σχολιασμός περιλαμβάνει, εκτός από τις ενημερωτικές αναφορές και τους θεολογικούς σχολιασμούς, και προτροπές και παραινέσεις, άλλοτε ως αυτοπαραινέσεις, λ.χ. «...βλέπε οὖ , ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θάνατῳ παραδοθῇς , καί τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς», άλλοτε ως προτροπές μιμήσεως της συμπεριφοράς προσώπου, που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Συχνή είναι, επίσης, η προτροπή ανυμνήσεως του Θεού, λ.χ. «Τόν δι' ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν».
Γ. Το Τυπικό των ι. ακολουθιών προβλέπει τελετουργικές κινήσεις των ιερέων και του μετέχοντος λαού, που είναι μιμητικές ή δηλωτικές των γεγονότων της λυτρώσεως, όπως λ.χ. η έξοδος του Σταυρού μετά του Εσταυρωμένου, τη Μ. Πέμπτη, ή η περιφορά του Επιταφίου, την Μ. Παρασκευή.
Δ. Κοινός παρονομαστής των ευαγγελικών κειμένων, των ύμνων, των κινήσεων κ.λ.π. Είναι η μνεία των γεγονότων κάθε αναβιούμενης ημέρας της παγκοσμίου Λυτρώσεως. Η συνισταμένη αυτή δηλώνεται προειδοποιητικά και με σαφήνεια, λ.χ. «τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Τετάρτῃ τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός μνείαν ποιεῖσθε οἱ θειότατοι πατέρες εθέσσπισαν, ὅτι πρό τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦτο γέγονεν. 

Ε. Η εβδομαδιαία μυστική πορεία κάθε ημέρας της Μεγάλης Εβδομάδος περιλαμβάνει τρεις έως πέντε ιερές ακολουθίες (από 4 η Μ. Δευτέρα και η Μ. Τρίτη, 5 η Μ. Τετάρτη, από 3 η Μ. Πέμπτη, η Μ. Παρασκευή, το Μ. Σάββατο και η Κυριακή του Πάσχα).
Τη Μεγάλη Δευτέρα προβάλλονται τρία γεγονότα, ως προπαρασκευαστικά και διδακτικά. Το παράδειγμα της σωφροσύνης του Ιωσήφ, που δεν υπέκυψε στην σεξουαλική παρενόχληση της Αιγυπτίας κυρίας του, και της συνετής διαχειρίσεως της προβλεπομένης παραγωγικής κρίσεως (επτά έτη αφθονίας και επτά έτη σιτοδείας). Η υπόμνηση της ιστορίας του Ιωσήφ προβάλλει τη σχέση της ατομικής ηθικής και της πολιτικής αποτελεσματικότητας. Το μήνυμα είναι σαφώς ηθικοπολιτικό. Το δεύτερο προβαλλόμενο γεγονός είναι η καταστροφή της ακάρπου συκής. Η χρησιμότητα κάθε συστήματος παραγωγής αποδεικνύεται από την παραγωγικότητά του. Το ηθικοπολιτικό μήνυμα είναι σαφές, κάθε άκαρπο σύστημα «ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται».
Το τρίτο γεγονός, τα «οὐαί» κατά των υποκριτών, αποτελεί την καταδίκη του «προσωπείου», του image. Ο Χριστός καταδικάζει απερίφραστα και με αυστηρότητα την ηγετική υποκρισία με σκληρή θεολογική διαλεκτική (Ματθ. κγ΄ 1 και εξής). Η κριτική της πολιτικής πρακτικής και τα συνυπάρχοντα ηθικοπολιτικά μηνύματα της ημέρας αυτής είναι ανυπέρβλητα. Και, ασφαλώς, είναι λανθασμένη κάθε ανάγνωση, που θα περιορίζει τα μηνύματα της ημέρας μόνο στα πλαίσια της ατομικής ηθικής.
Την Μεγάλη Τρίτη προβάλλονται τρία, επίσης, διδακτικά θέματα. Το πρώτο είναι η πασίγνωστη παραβολή των Δέκα Παρθένων, που διαφορίζονται ποιοτικά με κριτήριο την προετοιμασία και την εγρήγορση. Το δεύτερο είναι η παραβολή των ταλάντων, που συνδέει την αμοιβή με την επιτυχή χρήση των θεοσδότων δώρων. Η παραίτηση από της αξιοποιήσεως των ταλάντων συνεπάγεται αφαίρεσή της και αντιστρόφως, η αξιοποίησή τους συνεπάγεται την αύξησή τους. «Τῷ γάρ ἔχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσετα , ἀπό δέ τοῦ μή ἔχοντος καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ ' αὐτοῦ» (Ματθ. κε ΄ 29).
Το τρίτο είναι η έκθεση της Τελικής Κρίσεως των ανθρώπων. Προβάλλεται ότι το κριτήριο του Θεού στην έσχατη κρίση του ανθρώπου είναι η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Ο Θεός τιμάται στο πρόσωπο του ανθρώπου, που πάσχει από παντός είδους δεινά, όπως η πείνα και η δίψα, η ανεστιότητα και η στέρηση της ελευθερίας ( Ματθ. κστ΄ 31 και εξής). Προβάλλεται η μοναδική θεολογική της αδελφοσύνης του ενσάρκου Θεού με τους ασήμους ανθρώπους, ως θεολογία της πράξεως ή ως εφαρμοσμένη πίστη, που περιλαμβάνεται στην κλασική φράση: «ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Η σύμπτωση της εμπράκτου τιμής προς τον υπέρτατο Θεό με την έμπρακτη τιμή και φροντίδα για τον ασήμαντο άνθρωπο ανήκει στα κορυφαία και ανυπέρβλητα δέον του χριστιανού. Η κατηγορηματική επιταγή είναι σαφεστάτη. Το υπέροχο του Θεού πρέπει να τιμάται στο ασήμαντο του ανθρώπου.
Την Μεγάλη Τετάρτη προβάλλεται η μετάνοια της πόρνης και προληπτικώς η προδοσία του μαθητού, αφού αμφότερα έχουν σχέση με το χρήμα. Στην πορνεία διασπάται και εμπορευματοποιείται η μοναδικότητα της σωματικής επικοινωνίας του ανθρώπου και η απόλυτη συντροφικότητα. Η σωματική επικοινωνία μεταβάλλεται σε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής και η συντροφικότητα παραχωρεί την θέση της στην οδυνηρή ανεστιότητα. Το ανθρώπινο σώμα υποκαθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο και υποβαθμίζεται σε εργαλείο εμπορευσίμου ηδονής. Οι υμνωδοί της Εκκλησίας προβάλλουν την μετάνοια της πόρνης ως δείγμα ελπίδος και, κατ' αντιδιαστολή, την προδοσία του Ιούδα ως δείγμα πορνείας της ψυχής. Η πόρνη μετανοεί και απομακρύνεται από το εμπόριο του σώματός της, την ίδια στιγμή ο μαθητής εκπορνεύει την πνευματική του οντότητα με την έμμισθη προδοσία του. Η πόρνη πορεύεται κεντρομόλος, από το εγωκεντρικό «ὡς ἐγώ θέλων» στο εσύ θέλεις του Χριστού, και ο μαθητής φυγοκέντρως , από το χριστοκεντρικό « ὡς ἐσύ θέλεις» του διδασκάλου στο «ὡς ἐγώ θέλω».
Την Μεγάλη Πέμπτη προβάλλονται τέσσερα γεγονότα, υπαγόμενα στην ιστορική πορεία του Λυτρωτή. Ο Νιπτήρας, ο Μυστικός Δείπνος, η υπερφυής προσευχή και η προδοσία. Το πρώτο υπογραμμίζει την ταπεινοφροσύνη, το δεύτερο εγκαινιάζει το μυστήριο της αναμνηστικής και πραγματικής κοινωνίας με τον Σωτήρα, όπως και το μυστήριο της δημιουργουμένης ύλης να μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα του Δημιουργού. Τρίτο εορταζόμενο γεγονός είναι η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή (Ματθ. κστ΄ 36-46), που εκφράζει ταυτόχρονα το ηγούμενο πανίσχυρο θείο και το επόμενο αγωνιώδες ανθρώπινο πρόσωπό του. Το τέταρτο είναι η αποχώρηση του Ιούδα από το σύλλογο των αποστολικών λειτουργών της λυτρώσεως της ανθρωπότητος και από το κέντρο της Ιστορίας.
Τη Μεγάλη Παρασκευή τα προβαλλόμενα εξουθενωτικά του κύρους και της δυνάμεως γεγονότα είναι πολλά. Εντάσσονται σε τρεις πτυχές, την πτυχή του βασανισμού και εξευτελισμού της προσωπικότητος (εμπτυσμός, ραπίσματα, κολαφίσματα, ύβρεις, γέλωτες, πορφυρή χλαίνη, κάλαμος, σπόγγος, όξος, ήλοι, λόγχη, σταυρός), την πτυχή του θανάτου και την πτυχή της μετανοίας του πρώτου μετά τον θάνατο και πριν από την ανάσταση πιστού του Χριστού, του συσταυρωμένου ληστή.
Το μεγάλο Σάββατο τα προβαλλόμενα γεγονότα είναι η ταφή, η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού και η ανάσταση του ανθρωπίνου γένους. Αυτή η θεολογική πεποίθηση εκφράζεται στην αυθεντική ως ορθόδοξη εικονογραφική παράσταση της Αναστάσεως ως συναναστάσεως των πρωτοπλάστων μετά του Ιησού.
Η διέλευση από της Ταφής στη ζωηφόρο Ανάσταση αναγγέλεται πανηγυρικά, την Κυριακή του Πάσχα, με τις αναρίθμητες επαναλήψεις του κεντρικού διαχρονικού μηνύματος. «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ».
Ηλία Β. Οικονόμου, Hμεροδρόμιο Μεγάλης Eβδομάδος, Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 7-14.
ΠΗΓΗ: Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού <adamnet@otenet.gr