Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος καὶ ἡ σύζυγός του
Ἁγία Μαύρα ἦταν ένα ἁγιασμένο ζευγάρι, ποὺ ζοῦσε σὲ κάποιο μικρὸ χωριὸ τῆς
Θηβαΐδος, στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπολίτες του γιὰ τὴν μεγάλη εὐσέβειά του καὶ τὴν ἐπίδοση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράμματα. Τοὺς τὰ διάβαζε στὸ σπίτι του ἢ στὴν ἐκκλησία καὶ ξεδιψοῦσε τὶς ψυχές τους μὲ τὸ ἀθάνατο νερὸ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπιβραβεύοντας αὐτὸ τὸ ζῆλο του, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Θηβαΐδος τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη, τοποθετώντας τον ἔτσι στὸ προστάδιο τῶν κληρικῶν. Ὅμως, ἀντὶ ἐκείνου τοῦ σταδίου, ἡ Θεία Πρόνοια τὸν εἰσήγαγε σὲ ἕνα ἄλλο. Στὸ ὑψηλότερο ἀπὸ ὅλα, δηλαδὴ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ εἶναι στολισμένη ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸν καιρό, δὲν εἶχαν περάσει οὔτε εἴκοσι ἡμέρες ποὺ ὁ Τιμόθεος εἶχε νυμφευθεῖ τὴ Μαύρα, ἐνῷ ὅλοι χαίρονταν γιὰ τὸν ἁρμονικὸ αὐτὸ γάμο, κάποιοι φθονεροὶ χωρικοὶ τοὺς διέβαλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θηβαΐδος, Ἀρριανό. Ὁ Ἀρριανὸς διέταξε τὸν Ἅγιο Τιμόθεο νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του. Τὸν ἀνέκρινε. Καὶ βλέποντας τὴν ἀκλόνητη πίστη του, πρόσταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τὸν βασανίσουν, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τοῦ συνέτριβε τὸ φρόνημα. Μάταιος κόπος.
Σὰν εἶδε πὼς δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα πιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη τοῦ Μάρτυρος, ὁ τύραννος σκέφθηκε νὰ φέρουν τὴ γυναίκα του, Μαύρα, περιμένοντας πὼς ἐκείνη μὲ τὰ καλοπιάσματά της, θὰ τὸν λυγίσει. Ὅταν ἡ Ἁγία Μαύρα παρουσιάσθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἄκουσα, Μαύρα, πὼς δὲν πέρασαν οὔτε εἴκοσι ἡμέρες ποὺ στεφανώθηκες τὸν ἄνδρα σου. Τὰ λεμονάνθια εἶναι ἀκόμα δροσερὰ στὰ νέα καὶ ὄμορφα κεφάλια σας καὶ εἶναι κρίμα νὰ σταθεῖ ἡ πίστη του ἐμπόδιο στὸ νὰ χαρεῖτε τὴ ζωὴ μαζί. Πήγαινε λοιπόν, ὅπως εἶσαι στολισμένη, νὰ τὸν πείσεις νὰ ἔλθει στὰ λόγια μου καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα».
Ἡ Ἁγία Μαῦρα ὑποσχέθηκε νὰ ἐπισκεφθεῖ στὴ φυλακὴ τὸν σύζυγό της καὶ νὰ τοῦ μιλήσει. Πῆγε ὅμως, ὄχι νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πίστη, ἀλλὰ νὰ τὸν στηρίξει σὲ αὐτὴν καὶ νὰ στηριχθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὰ λόγια του, γιὰ ὅσα ἔμελλε καὶ ἐκείνη, ὕστερα ἀπὸ λίγο, νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γυρίζει λοιπὸν στὸν ἡγεμόνα καὶ ὁμολογεῖ πὼς καὶ αὐτὴ εἶναι Χριστιανή, ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει. Ὁ Ἀρριανὸς ἔγινε ἔξαλλος. Δίνει ἐντολὴ νὰ βασανίσουν τὴν Ἁγία μὲ φρικώδη βασανιστήρια. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς πέρασε ὅλες τὶς φρικτὲς δοκιμασίες μὲ ἀπτόητο θάρρος.
Στὸ τέλος, ὁ μιαρὸς Ἀρριανὸς προστάζει νὰ καρφώσουν σὲ σταυροὺς τὸν Τιμόθεο καὶ τὴν Μαύρα. Τοὺς σταύρωσαν τὸν ἕνα δίπλα στὸν ἄλλο, γιὰ νὰ εἶναι ὁ πόνος τους πιὸ μεγάλος. Ἀλλὰ καὶ ἐσταυρωμένοι οἱ δύο νεαροὶ σύζυγοι, οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα, ἀντικριστὰ ἐπάνω στὰ ξύλα, εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωνε νὰ ἔχουν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ὅμοιο μὲ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι, λοιπόν, πάνω στὸν σταυρὸ παρέδωσαν στὸν Κύριο τὶς ἁγνές τους ψυχὲς καὶ εἰσῆλθαν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπολίτες του γιὰ τὴν μεγάλη εὐσέβειά του καὶ τὴν ἐπίδοση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράμματα. Τοὺς τὰ διάβαζε στὸ σπίτι του ἢ στὴν ἐκκλησία καὶ ξεδιψοῦσε τὶς ψυχές τους μὲ τὸ ἀθάνατο νερὸ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπιβραβεύοντας αὐτὸ τὸ ζῆλο του, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Θηβαΐδος τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη, τοποθετώντας τον ἔτσι στὸ προστάδιο τῶν κληρικῶν. Ὅμως, ἀντὶ ἐκείνου τοῦ σταδίου, ἡ Θεία Πρόνοια τὸν εἰσήγαγε σὲ ἕνα ἄλλο. Στὸ ὑψηλότερο ἀπὸ ὅλα, δηλαδὴ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ εἶναι στολισμένη ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸν καιρό, δὲν εἶχαν περάσει οὔτε εἴκοσι ἡμέρες ποὺ ὁ Τιμόθεος εἶχε νυμφευθεῖ τὴ Μαύρα, ἐνῷ ὅλοι χαίρονταν γιὰ τὸν ἁρμονικὸ αὐτὸ γάμο, κάποιοι φθονεροὶ χωρικοὶ τοὺς διέβαλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θηβαΐδος, Ἀρριανό. Ὁ Ἀρριανὸς διέταξε τὸν Ἅγιο Τιμόθεο νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του. Τὸν ἀνέκρινε. Καὶ βλέποντας τὴν ἀκλόνητη πίστη του, πρόσταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τὸν βασανίσουν, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τοῦ συνέτριβε τὸ φρόνημα. Μάταιος κόπος.
Σὰν εἶδε πὼς δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα πιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη τοῦ Μάρτυρος, ὁ τύραννος σκέφθηκε νὰ φέρουν τὴ γυναίκα του, Μαύρα, περιμένοντας πὼς ἐκείνη μὲ τὰ καλοπιάσματά της, θὰ τὸν λυγίσει. Ὅταν ἡ Ἁγία Μαύρα παρουσιάσθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἄκουσα, Μαύρα, πὼς δὲν πέρασαν οὔτε εἴκοσι ἡμέρες ποὺ στεφανώθηκες τὸν ἄνδρα σου. Τὰ λεμονάνθια εἶναι ἀκόμα δροσερὰ στὰ νέα καὶ ὄμορφα κεφάλια σας καὶ εἶναι κρίμα νὰ σταθεῖ ἡ πίστη του ἐμπόδιο στὸ νὰ χαρεῖτε τὴ ζωὴ μαζί. Πήγαινε λοιπόν, ὅπως εἶσαι στολισμένη, νὰ τὸν πείσεις νὰ ἔλθει στὰ λόγια μου καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα».
Ἡ Ἁγία Μαῦρα ὑποσχέθηκε νὰ ἐπισκεφθεῖ στὴ φυλακὴ τὸν σύζυγό της καὶ νὰ τοῦ μιλήσει. Πῆγε ὅμως, ὄχι νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πίστη, ἀλλὰ νὰ τὸν στηρίξει σὲ αὐτὴν καὶ νὰ στηριχθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὰ λόγια του, γιὰ ὅσα ἔμελλε καὶ ἐκείνη, ὕστερα ἀπὸ λίγο, νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γυρίζει λοιπὸν στὸν ἡγεμόνα καὶ ὁμολογεῖ πὼς καὶ αὐτὴ εἶναι Χριστιανή, ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει. Ὁ Ἀρριανὸς ἔγινε ἔξαλλος. Δίνει ἐντολὴ νὰ βασανίσουν τὴν Ἁγία μὲ φρικώδη βασανιστήρια. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς πέρασε ὅλες τὶς φρικτὲς δοκιμασίες μὲ ἀπτόητο θάρρος.
Στὸ τέλος, ὁ μιαρὸς Ἀρριανὸς προστάζει νὰ καρφώσουν σὲ σταυροὺς τὸν Τιμόθεο καὶ τὴν Μαύρα. Τοὺς σταύρωσαν τὸν ἕνα δίπλα στὸν ἄλλο, γιὰ νὰ εἶναι ὁ πόνος τους πιὸ μεγάλος. Ἀλλὰ καὶ ἐσταυρωμένοι οἱ δύο νεαροὶ σύζυγοι, οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα, ἀντικριστὰ ἐπάνω στὰ ξύλα, εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωνε νὰ ἔχουν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ὅμοιο μὲ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι, λοιπόν, πάνω στὸν σταυρὸ παρέδωσαν στὸν Κύριο τὶς ἁγνές τους ψυχὲς καὶ εἰσῆλθαν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαύρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε· σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτῆρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα, κατηξιώθητε.
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαύρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε· σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτῆρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα, κατηξιώθητε.
Θαύματα των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας
Έσωσαν δύο από πνιγμό
Πρόκειται για διπλό θαύμα που έγινε στην Ζάκυνθο, στο χωριό Μαχαιράδο ή Μαχαιράδες. Εκεί υπάρχει ναός προς τιμήν των δύο Αγίων και μία θαυματουργός εικόνα της Αγίας Μαύρας. Το πρώτο θαύμα αναφέρεται σε μια δαιμονισμένη γυναίκα, που το ακάθαρτο πνεύμα την έσπρωχνε πολλές φορές να πνιγεί στη θάλασσα. Οι συγγενείς της κατέφυγαν στη χάρη των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και για να την προστατεύσουν από τις ξαφνικές κρίσεις, που την έπιαναν, την είχαν δέσει μπροστά στην εικόνα των Αγίων. Κάποια μέρα όμως, που έλειπαν οι συγγενείς της γυναίκας, εκείνη κατάφερε να λυθεί από τα δεσμά της και το δαιμόνιο την οδήγησε και την έριξε μέσα σ' ένα βαθύ πηγάδι που υπήρχε κοντά στον ναό. Εκεί έμεινε περισσότερο από τρεις ώρες χωρίς καμία βοήθεια. Οι συγγενείς της τρόμαξαν όταν είδαν ότι είχε φύγει και άρχισαν να την ψάχνουν παντού για την βρούν. Στο τέλος, την ανακάλυψαν μέσα στο πηγάδι όπου έστεκε όρθια χωρίς να κρατιέται από πουθενά και χωρίς να βραχεί καθόλου από το νερό του πηγαδιού.
-Πώς γλύτωσες και δεν έπεσες μέσα στο νερό; Εσύ ούτε χτύπησες ούτε βράχηκες; Τι συνέβη;
-Εγώ δεν έκανα τίποτα. Η Αγία Μαύρα με κρατούσε από τα μαλλιά και δεν με άφηνε να βουλιάξω μέσα στο νερό!
Όταν την έβγαλαν από το πηγάδι, η γυναίκα είχε ελευθερωθεί τελείως από το δαιμόνιο και αφού εδόξασε το Θεό και προσκύνσε την εικόνα των δύο θαυματουργών Αγίων επέστρεψε στο σπίτι της.
Παρόμοιο θαύμα έγινε στην ίδια περιοχή και με κάποιο δαιμονισμένο άνδρα που είχε την τάση να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Αυτός με τη βοήθεια των Αγίων, μόλις είδε και προσκύνησε την εικόνα τους απαλλάχθηκε από τον δαίμονα και εδόξασε το Θεό, που τον θεράπευσε μέσω των Αγίων του. Από τότε έγινε παντού ο ζωντανός κήρυκας της θαυματουργικής δυνάμεως των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας.
Πώς εσώθη το εκκλησίασμα
Και αυτό το θαύμα έγινε στον Ιερό Ναό των Αγίων στη Ζάκυνθο το έτος 1801. Ήταν 3 η Μαΐου, ημέρα της ετήσιας μνήμης των Αγίων και ο ναός και ο γύρω χώρος ήταν κατάμεστος από πιστούς, που ήλθαν για την πανήγυρι. Οι ιερείς ντυμμένοι με τα ιερά τους άμφια είχαν τελειώσει τον Όρθρο και ήταν έτοιμοι μετά την Δοξολογία να τελέσουν την λιτάνευση της εικόνος των δύο Αγίων Μαρτύρων.
Εντός του ιερού ναού όμως υπήρχε φυλαγμένη, μέσα σε κιβώτιο μεγάλη ποσότητα πυρίτιδος. Άλλοι λένε για πυροτεχνήματα χάρη του πανηγυρισμού, μάλλον αβάσιμη έκδοση διότι τα πυροτεχνήματα θα έπρεπε να ήταν έτοιμα την ημέρα της γιορτής, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι επρόκειτο να αποσταλλεί στην σκλαβωμένη πατρίδα (τα επτάνησα τότε εβρίσκοντο υπό την κυριαρχία των Γάλλων) και αυτό είναι το πιθανότερο. Άγνωστο λοιπόν με ποιο τρόπο το κιβώτιο πήρε φωτιά. Η ποσότητα πυρίτιδος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα όχι μόνο τον ναό αλλά ολόκληρο φρούριο.
-Κύριε ελέησον
-Χριστέ μας, Παναγία μας.
-Άγιοι Σώστε μας.
Κλήρος και λαός φώναξαν αμέσως τρομαγμένοι με τις ξαφνικές φλόγες που ξεπετάχθηκαν στο ναό και κανείς δε μπορούσε να κάνει ένα βήμα από το μεγάλο συνωστισμό. Αμέσως ακούστηκε μια φοβερή βροντή σα δέσμη κεραυνών και μια λάμψη που κάλυψε τα πάντα. Η γη σείσθηκε σαν να έγινε σεισμός μεγάλος. Αλλά κανείς δεν έπαθε το παραμικρό. Οι τεράστιες φλόγες της φωτιάς και η μεγάλη πίεση, μαζί με τα κομμάτια του κιβωτίου έφευγαν προς τα παράθυρα και τινάζονταν στον ανοιχτό ορίζοντα, σαν να υπάκουαν τυφλά σε κάποια αόρατη δύναμη. Οι Άγιοι έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Διότι η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, που θα μπορούσε και το ναό να γκρεμίσει και όλο το εκκλησίασμα να σκοτώσει.
Όταν πέρασαν λίγα λεπτά και όλοι είδαν ολοφάνερο το θαύμα, άρχισαν με δάκρυα στα μάτια να ψάλλουν και να ευχαριστούν το Θεό και τους Αγίους:
-Μέγας ει κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!
-Οι μάρτυρές σου Κύριε…
-Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού...
Ύστερα έψαλλαν όλοι μαζί, με ένα στόμα το «Κοντάκιον» των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας.
Πρόκειται για διπλό θαύμα που έγινε στην Ζάκυνθο, στο χωριό Μαχαιράδο ή Μαχαιράδες. Εκεί υπάρχει ναός προς τιμήν των δύο Αγίων και μία θαυματουργός εικόνα της Αγίας Μαύρας. Το πρώτο θαύμα αναφέρεται σε μια δαιμονισμένη γυναίκα, που το ακάθαρτο πνεύμα την έσπρωχνε πολλές φορές να πνιγεί στη θάλασσα. Οι συγγενείς της κατέφυγαν στη χάρη των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και για να την προστατεύσουν από τις ξαφνικές κρίσεις, που την έπιαναν, την είχαν δέσει μπροστά στην εικόνα των Αγίων. Κάποια μέρα όμως, που έλειπαν οι συγγενείς της γυναίκας, εκείνη κατάφερε να λυθεί από τα δεσμά της και το δαιμόνιο την οδήγησε και την έριξε μέσα σ' ένα βαθύ πηγάδι που υπήρχε κοντά στον ναό. Εκεί έμεινε περισσότερο από τρεις ώρες χωρίς καμία βοήθεια. Οι συγγενείς της τρόμαξαν όταν είδαν ότι είχε φύγει και άρχισαν να την ψάχνουν παντού για την βρούν. Στο τέλος, την ανακάλυψαν μέσα στο πηγάδι όπου έστεκε όρθια χωρίς να κρατιέται από πουθενά και χωρίς να βραχεί καθόλου από το νερό του πηγαδιού.
-Πώς γλύτωσες και δεν έπεσες μέσα στο νερό; Εσύ ούτε χτύπησες ούτε βράχηκες; Τι συνέβη;
-Εγώ δεν έκανα τίποτα. Η Αγία Μαύρα με κρατούσε από τα μαλλιά και δεν με άφηνε να βουλιάξω μέσα στο νερό!
Όταν την έβγαλαν από το πηγάδι, η γυναίκα είχε ελευθερωθεί τελείως από το δαιμόνιο και αφού εδόξασε το Θεό και προσκύνσε την εικόνα των δύο θαυματουργών Αγίων επέστρεψε στο σπίτι της.
Παρόμοιο θαύμα έγινε στην ίδια περιοχή και με κάποιο δαιμονισμένο άνδρα που είχε την τάση να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Αυτός με τη βοήθεια των Αγίων, μόλις είδε και προσκύνησε την εικόνα τους απαλλάχθηκε από τον δαίμονα και εδόξασε το Θεό, που τον θεράπευσε μέσω των Αγίων του. Από τότε έγινε παντού ο ζωντανός κήρυκας της θαυματουργικής δυνάμεως των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας.
Πώς εσώθη το εκκλησίασμα
Και αυτό το θαύμα έγινε στον Ιερό Ναό των Αγίων στη Ζάκυνθο το έτος 1801. Ήταν 3 η Μαΐου, ημέρα της ετήσιας μνήμης των Αγίων και ο ναός και ο γύρω χώρος ήταν κατάμεστος από πιστούς, που ήλθαν για την πανήγυρι. Οι ιερείς ντυμμένοι με τα ιερά τους άμφια είχαν τελειώσει τον Όρθρο και ήταν έτοιμοι μετά την Δοξολογία να τελέσουν την λιτάνευση της εικόνος των δύο Αγίων Μαρτύρων.
Εντός του ιερού ναού όμως υπήρχε φυλαγμένη, μέσα σε κιβώτιο μεγάλη ποσότητα πυρίτιδος. Άλλοι λένε για πυροτεχνήματα χάρη του πανηγυρισμού, μάλλον αβάσιμη έκδοση διότι τα πυροτεχνήματα θα έπρεπε να ήταν έτοιμα την ημέρα της γιορτής, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι επρόκειτο να αποσταλλεί στην σκλαβωμένη πατρίδα (τα επτάνησα τότε εβρίσκοντο υπό την κυριαρχία των Γάλλων) και αυτό είναι το πιθανότερο. Άγνωστο λοιπόν με ποιο τρόπο το κιβώτιο πήρε φωτιά. Η ποσότητα πυρίτιδος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα όχι μόνο τον ναό αλλά ολόκληρο φρούριο.
-Κύριε ελέησον
-Χριστέ μας, Παναγία μας.
-Άγιοι Σώστε μας.
Κλήρος και λαός φώναξαν αμέσως τρομαγμένοι με τις ξαφνικές φλόγες που ξεπετάχθηκαν στο ναό και κανείς δε μπορούσε να κάνει ένα βήμα από το μεγάλο συνωστισμό. Αμέσως ακούστηκε μια φοβερή βροντή σα δέσμη κεραυνών και μια λάμψη που κάλυψε τα πάντα. Η γη σείσθηκε σαν να έγινε σεισμός μεγάλος. Αλλά κανείς δεν έπαθε το παραμικρό. Οι τεράστιες φλόγες της φωτιάς και η μεγάλη πίεση, μαζί με τα κομμάτια του κιβωτίου έφευγαν προς τα παράθυρα και τινάζονταν στον ανοιχτό ορίζοντα, σαν να υπάκουαν τυφλά σε κάποια αόρατη δύναμη. Οι Άγιοι έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Διότι η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, που θα μπορούσε και το ναό να γκρεμίσει και όλο το εκκλησίασμα να σκοτώσει.
Όταν πέρασαν λίγα λεπτά και όλοι είδαν ολοφάνερο το θαύμα, άρχισαν με δάκρυα στα μάτια να ψάλλουν και να ευχαριστούν το Θεό και τους Αγίους:
-Μέγας ει κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!
-Οι μάρτυρές σου Κύριε…
-Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού...
Ύστερα έψαλλαν όλοι μαζί, με ένα στόμα το «Κοντάκιον» των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας.
(Ήχος Δ΄, Προσόμοιον «Επεφάνης σήμερον»)
«Γηθοσύνως σήμερον, η Εκκλησία,
ευφημεί γεραίρουσα τους αθλοφόρους του Χριστού,
Μαύραν Μαρτύρων το έρεισμα
και αριστέα, Τιμόθεον ένδοξον».
«Γηθοσύνως σήμερον, η Εκκλησία,
ευφημεί γεραίρουσα τους αθλοφόρους του Χριστού,
Μαύραν Μαρτύρων το έρεισμα
και αριστέα, Τιμόθεον ένδοξον».
Οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα διασώζουν τον Ιωάννη
Καποδίστρια
Ιστορική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η ακόλουθη εικόνα των ένδοξων Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, όχι μόνο διότι συνδέεται με τη ζωή του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια, αλλά και γιατί η ιστορία που οδήγησε στην αγιογράφηση αυτής αποτελεί μεγάλο θαύμα.
Το γεγονός συνέβη το Μάιο του 1803 στην Κέρκυρα, όπου ο Ι. Καποδίστριας ζούσε και ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού. Ο Ι. Καποδίστριας κατοικούσε λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από αυτή, στη θέση Κουκουρίτσα. Την 3η Μαΐου 1803 τον ειδοποίησαν να επισκεφθεί κάποιο ασθενή στην πόλη.
Ανέβηκε αμέσως στο άλογό του και ξεκίνησε. Είχε καλύψει τη μισή απόσταση του δρόμου όταν ξαφνικά το άλογο αφήνιασε, τινάχθηκε ψηλά και άρχισε να τρέχει με μανία, σέρνοντας δίπλα του τον αναβάτη του που το πόδι του είχε μπλεχτεί στον αναβατήρα. Την ίδια ώρα ο ιερομόναχος Μασέλλος, της Ι. Μονής Πλατυτέρας, που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Κέρκυρας, ενώ διάβαζε την Ακολουθία των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας και προσευχόταν, αισθάνθηκε ότι κάτι τρομερό συνέβαινε κοντά στη Μονή. Από υπερφυσική δύναμη κινούμενος βγήκε να δεί τι συμβαίνει και αντίκρυσε το φοβερό θέαμα. Το άλογο μανιασμένο να τρέχει και να σέρνει τον τραυματισμένο Ι. Καποδίστρια. Επικαλέστηκε τη χάρη των εορταζόντων την ημέρα εκείνη Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και επέτυχε να σταματήσει το άλογο και να ελευθερώσει τον τραυματισμένο γιατρό. Τον μετέφερε μέσα στο Μοναστήρι και φρόντισε τα τραύματά του. Όταν συνήλθε ο πάντοτε πιστός Ι. Καποδίστριας, αντιλήφθηκε την θαυματουργική σωτηρία του από τους δύο Άγιους Μάρτυρες τους οποίους αγάπησε και είχε πάντοτε ως προστάτες τους, ενώ στην Ι. Μονή της Πλατυτέρας προσέφερε πολλά και μεγάλα αφιερώματα ευγνωμοσύνη και τον Ιερομόναχο π. Μάσελλο είχε έκτοτε ως εξομολόγο του.
Το θαύμα έγινε γνωστό σε όλη την Κέρκυρα και δύο αγιογράφοι της εποχής το απεικόνησαν σε τρεις εικόνες. Οι δύο από αυτές φυλάσσονται σήμερα στη Ι. Μονή (η πρώτη απεικονίζει τον Ιερομόναχο να συγκρατεί από τα χαλινάρια το αφηνιασμένο άλογο και η δεύτερη το άλογο με τον Καποδίστρια πεσμένο και άνωθεν οι δύο Άγιοι). Η Τρίτη εικόνα, που σήμερα πρωτοδημοσιεύεται και παριστά τους δύο θαυματουργούς Αγίους άνωθεν και το άλογο με τον τραυματισμένο Καποδίστρια φυλάσσεται στο Μονίδριον της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Αιξωνή Γλυφάδας (ιδιοκτησία ιερέως Μαρίου Δαπέργολα). Επίσης πρέπει να λεχθεί ότι η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Καποδίστρια προς τους δύο Αγίους, που τον έσωσαν από βέβαιο θάνατο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στην Ι. Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα και όντως ετάφη στο νάρθηκα, όπου επίσης τάφηκαν και άλλοι συγγενείς του πρώτου και όντως μεγάλου Κυβερνήτου της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια.
Ιστορική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η ακόλουθη εικόνα των ένδοξων Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, όχι μόνο διότι συνδέεται με τη ζωή του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια, αλλά και γιατί η ιστορία που οδήγησε στην αγιογράφηση αυτής αποτελεί μεγάλο θαύμα.
Το γεγονός συνέβη το Μάιο του 1803 στην Κέρκυρα, όπου ο Ι. Καποδίστριας ζούσε και ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού. Ο Ι. Καποδίστριας κατοικούσε λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από αυτή, στη θέση Κουκουρίτσα. Την 3η Μαΐου 1803 τον ειδοποίησαν να επισκεφθεί κάποιο ασθενή στην πόλη.
Ανέβηκε αμέσως στο άλογό του και ξεκίνησε. Είχε καλύψει τη μισή απόσταση του δρόμου όταν ξαφνικά το άλογο αφήνιασε, τινάχθηκε ψηλά και άρχισε να τρέχει με μανία, σέρνοντας δίπλα του τον αναβάτη του που το πόδι του είχε μπλεχτεί στον αναβατήρα. Την ίδια ώρα ο ιερομόναχος Μασέλλος, της Ι. Μονής Πλατυτέρας, που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Κέρκυρας, ενώ διάβαζε την Ακολουθία των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας και προσευχόταν, αισθάνθηκε ότι κάτι τρομερό συνέβαινε κοντά στη Μονή. Από υπερφυσική δύναμη κινούμενος βγήκε να δεί τι συμβαίνει και αντίκρυσε το φοβερό θέαμα. Το άλογο μανιασμένο να τρέχει και να σέρνει τον τραυματισμένο Ι. Καποδίστρια. Επικαλέστηκε τη χάρη των εορταζόντων την ημέρα εκείνη Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και επέτυχε να σταματήσει το άλογο και να ελευθερώσει τον τραυματισμένο γιατρό. Τον μετέφερε μέσα στο Μοναστήρι και φρόντισε τα τραύματά του. Όταν συνήλθε ο πάντοτε πιστός Ι. Καποδίστριας, αντιλήφθηκε την θαυματουργική σωτηρία του από τους δύο Άγιους Μάρτυρες τους οποίους αγάπησε και είχε πάντοτε ως προστάτες τους, ενώ στην Ι. Μονή της Πλατυτέρας προσέφερε πολλά και μεγάλα αφιερώματα ευγνωμοσύνη και τον Ιερομόναχο π. Μάσελλο είχε έκτοτε ως εξομολόγο του.
Το θαύμα έγινε γνωστό σε όλη την Κέρκυρα και δύο αγιογράφοι της εποχής το απεικόνησαν σε τρεις εικόνες. Οι δύο από αυτές φυλάσσονται σήμερα στη Ι. Μονή (η πρώτη απεικονίζει τον Ιερομόναχο να συγκρατεί από τα χαλινάρια το αφηνιασμένο άλογο και η δεύτερη το άλογο με τον Καποδίστρια πεσμένο και άνωθεν οι δύο Άγιοι). Η Τρίτη εικόνα, που σήμερα πρωτοδημοσιεύεται και παριστά τους δύο θαυματουργούς Αγίους άνωθεν και το άλογο με τον τραυματισμένο Καποδίστρια φυλάσσεται στο Μονίδριον της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Αιξωνή Γλυφάδας (ιδιοκτησία ιερέως Μαρίου Δαπέργολα). Επίσης πρέπει να λεχθεί ότι η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Καποδίστρια προς τους δύο Αγίους, που τον έσωσαν από βέβαιο θάνατο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στην Ι. Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα και όντως ετάφη στο νάρθηκα, όπου επίσης τάφηκαν και άλλοι συγγενείς του πρώτου και όντως μεγάλου Κυβερνήτου της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια.
ΠΗΓΗ:http://www.faneromenihol.gr/