Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020
Τό Περιβάλλον μας!!!
Η απαξίωση των ελληνικών νησιών
Θοδωρής Τσιμπίδης*
| Φωτογραφίες: Αρχιπέλαγος Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας
·
·
· Αστυπάλαια, μοναδική αρχιτεκτονική ισορροπία
·
Η ιστορία μιας καταστροφής -
Από την αυτονομία στην απόλυτη εξάρτηση
● Αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς τα νησιά μας μέσα σε
λίγα χρόνια μετατράπηκαν από πρότυπα διαχείρισης και αυτάρκειας σε απόλυτα
εξαρτημένους τόπους, χωρίς πρωτογενή παραγωγή, αλλά και χωρίς πόσιμο νερό τα
περισσότερα από αυτά; Αξιοσημείωτο είναι ότι τότε, πολλές φορές τα καράβια
μπορεί να μην προσέγγιζαν τα νησιά ακόμα και για πολλές εβδομάδες, γεγονός που
δεν επηρέαζε την επάρκεια σε αγαθά και την καθημερινότητα των νησιωτών.
Οσοι ζήσαμε
στα νησιά τις δεκαετίες του 1960-1970 ή και νωρίτερα, έστω και σε νεαρή ηλικία,
προλάβαμε να βιώσουμε το τέλος της περιόδου της πρότυπης αυτονομίας που για
χιλιάδες χρόνια χαρακτήριζε το Αιγαίο.
Στο χωριό μου, στις Ράχες της Ικαρίας, θ
υμάμαι ότι σε όλα τα σπίτια φρόντιζαν κάθε εποχή να αποθηκεύουν ό,τι παρήγαγαν για να βιοπορίζονται οι άνθρωποι τους επόμενους μήνες, έχοντας έτσι μια μορφή επάρκειας και αυτονομίας.
Τα λίγα
πράγματα που δεν παρήγαν οι νησιώτες, όπως η ζάχαρη, το ρύζι, ο καφές και η
απαραίτητη κηροζίνη για τις λάμπες, τα προμηθεύονταν από τα λίγα καταστήματα
που υπήρχαν με τα λίγα χρήματα που διέθεταν ή μέσω ανταλλαγής προϊόντων. Το
πλοίο από τον Πειραιά ερχόταν στο νησί σποραδικά, όποτε το επέτρεπαν οι
καιρικές συνθήκες, και όπως είχε ελάχιστους επιβάτες, αντίστοιχα ελάχιστα ήταν
και τα προϊόντα που εκφορτώνονταν στο νησί, γιατί αντίστοιχα μικρές ήταν και οι
ανάγκες των ντόπιων για καταναλωτικά προϊόντα.
Αντίστροφα,
όταν το καράβι ταξίδευε προς τον Πειραιά, ήταν σύνηθες να αποστέλλονται πολλά
διαφορετικά παραγόμενα προϊόντα είτε προς πώληση, είτε προς συγγενείς που
ζούσαν στην Αθήνα και στον Πειραιά.
Για αιώνες,
όλα τα νησιά βιοπορίζονταν από την παραγωγή προϊόντων, όχι μόνο για τοπική
κατανάλωση αλλά και για εξαγωγή. Τα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Λέσβος, η Χίος και
η Σάμος, ήταν για αιώνες σημαντικοί τόποι παραγωγής και εξαγωγής για κάθε λογής
αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, με σημαντικές μικρές βιομηχανικές μονάδες
(π.χ. βυρσοδεψία, σαπωνοποιία).
Η Ικαρία
εξήγε σταφίδα, το περίφημο καϊσί (ποικιλία βερίκοκου), αμύγδαλα και πολλά άλλα
αγροτικά προϊόντα. Η Κύθνος μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 παρήγε το
επίσης περίφημο θερμιώτικο κριθάρι, το οποίο κάλυπτε το σύνολο της παραγωγής
της μπίρας ΦΙΞ, απασχολώντας μέσω συμβολαιακής καλλιέργειας την πλειονότητα των
κατοίκων του νησιού. Η Πάρος εξήγε μεγάλες ποσότητες σιτηρών και η Νάξος
πατάτες, φρούτα και λαχανικά. Πολλά νησιά εξήγαν και πρώτες ύλες (π.χ.
κάρβουνο, ασβέστη ή ορυκτό καολινίτη - το βασικό συστατικό της πορσελάνης).
Αντίστοιχη
ήταν η πρωτογενής παραγωγή και οι εξαγωγές διαφορετικών προϊόντων σε όλα τα
κατοικημένα νησιά, ενώ μικρά εμπορικά καΐκια ταξίδευαν μεταξύ των νησιών καθ’
όλη τη διάρκεια του χρόνου, είτε για εμπόριο είτε για ανταλλαγή προϊόντων. Τα
τελευταία εμπορικά καΐκια που είχαν απομείνει στο Αιγαίο σταμάτησαν τους πλόες
τους πριν από περίπου 15 χρόνια.
Τις
προηγούμενες δεκαετίες ακόμα και τα μικρά νησιά είχαν πλήρη επάρκεια νερού.
Αξιοποιούσαν τις πηγές και τον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ υπήρχε και συστηματική
συλλογή των όμβριων υδάτων.
Αξιοσημείωτο
είναι ότι τότε, πολλές φορές τα καράβια, είτε λόγω καιρικών συνθηκών είτε για
άλλους λόγους, μπορεί να μην προσέγγιζαν τα νησιά ακόμα και για πολλές
εβδομάδες, γεγονός που δεν επηρέαζε την επάρκεια σε αγαθά και την
καθημερινότητα των νησιωτών.
Σήμερα όταν
τα πλοία δεν προσεγγίζουν τα νησιά λόγω παρατεταμένης κακοκαιρίας ή απεργίας,
χρειάζονται μόνο 3 μέρες για να αδειάσουν τα ράφια όλων των καταστημάτων, με
πρώτα βέβαια αυτά των πολυεθνικών αλυσίδων σουπερμάρκετ που έχουν εγκατασταθεί
σχεδόν σε όλα τα νησιά.
Επειτα από
5-6 ημέρες τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα, καθώς υπάρχει παντελής έλλειψη σε
λαχανικά, φρούτα και σχεδόν σε όλα τα είδη τροφίμων, ενώ πλέον δεν υπάρχει ούτε
πόσιμο νερό, καθώς στα περισσότερα νησιά οι κάτοικοι καταναλώνουν σχεδόν
αποκλειστικά νερό σε πλαστικά μπουκάλια μιας χρήσης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό
για την υγεία τους αλλά και το περιβάλλον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη
συζήτηση.
Στις 10-12
ημέρες λοιπόν που δεν προσεγγίζουν τα πλοία, η επιβίωση στα νησιά γίνεται πάρα
πολύ δύσκολη. Οι νησιώτες στερούνται ακόμη και το αλάτι, που παλιότερα το
φέρναμε τα παιδιά στο σπίτι με τα κουβαδάκια μας.
Από την αυτάρκεια στην εξάρτηση
Το ερώτημα
λοιπόν είναι: Πώς μέσα σε 40-50 χρόνια καταφέραμε να περάσουμε από την απόλυτη
αυτάρκεια στην απόλυτη εξάρτηση, απαξιώνοντας ένα σοφό σύστημα διαχείρισης που
θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας σε όλες τις περιβαλλοντικές
σχολές του πλανήτη; Πώς περάσαμε από την εποχή που ανταλλάσσαμε προϊόντα και
πολιτισμό στο Αιγαίο, στο σήμερα, που τα νησιά κατέληξαν να ανταλλάσσουν μόνο
απορρίμματα από τις ανοιχτές χωματερές;
Πολλές φορές
αναζητούμε τις αιτίες σε συμφέροντα, όμως πολύ φοβάμαι ότι σε αυτή την
περίπτωση η αιτία αυτής της απαξίωσης δεν είναι μόνο τα συμφέροντα. Η κατάσταση
των νησιών σήμερα αντανακλά όχι μόνο τις πολιτικές των προηγούμενων χρόνων αλλά
και το εκτόπισμα των πολιτικών προσώπων που επιλέχθηκαν να διαχειριστούν αυτόν
τον μοναδικό τόπο. Και το έπραξαν απαξιώνοντας αυτόν τον πολιτισμό διαχείρισης.
Το μόνο που είχαν να προτείνουν κι εφάρμοσαν ήταν να μετατρέψουν τα νησιά σε
μια τουριστική «μονοκαλλιέργεια», η οποία έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην
κουλτούρα αυτάρκειας και σοφής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Ερήμωσαν οι
περισσότερες καλλιέργειες και τη θέση τους πήραν μικρές και μεγάλες τουριστικές
μονάδες. Τα συστήματα αποτροπής της διάβρωσης των νησιών εγκαταλείφθηκαν,
εντείνοντας τα φαινόμενα διάβρωσης στα περισσότερα νησιά. Ετσι, μαζί με το
γόνιμο χώμα των νησιών, χάνεται και ο υδροφόρος ορίζοντας.
Καταστράφηκε
και το παραδοσιακό σύστημα κτηνοτροφίας, το οποίο είχε ενσωματωμένη εμπειρικά
την κατανόηση και γνώση του πόσα κτηνοτροφικά ζώα μπορούσαν να εκτραφούν σε μια
περιοχή, ποιες εποχές και πότε έπρεπε να μεταφερθούν τα ζώα αλλού για να μην
προκαλέσουν τα αρνητικά αποτελέσματα της υπερβόσκησης.
Αυτές δεν
ήταν οικολογικές πρακτικές, αλλά βασίζονταν στην κοινή λογική, τη γνώση και την
εμπειρία πολλών χρόνων (την οποία σήμερα απαξιώνουμε) και φυσικά στην ανάγκη
επιβίωσης. Δεν εξαντλούσαν τη φύση γιατί ήξεραν ότι αυτοί θα πληγώνονταν στο
τέλος. Τα απομεινάρια αυτού του παραδοσιακού συστήματος κτηνοτροφίας τα
βλέπουμε και σήμερα σε όλα τα νησιά, με τις ξερολιθιές και τα καλντερίμια που
χρησιμοποιούνταν για να κατατμηθούν οι περιοχές βόσκησης.
Η αντίστροφη
πορεία για την αυτάρκεια των νησιών ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι
κρατικές αρχές ακολουθώντας μια ευρωπαϊκή πολιτική -που αποδείχθηκε
καταστροφική για τα νησιά- απαξίωσαν αυτό το αρχαίο και δοκιμασμένο σύστημα
διαχείρισης και ενθάρρυναν τους νησιώτες -κτηνοτρόφους και μη- να λάβουν ετήσια
επιδότηση για όσα περισσότερα αιγοπρόβατα θα αποφάσιζαν να εκθρέψουν, χωρίς να
τηρούνται η φέρουσα ικανότητα, η μέριμνα διαχείρισης ή να υπάρχει προϋπόθεση
παραγωγής προϊόντων. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του κτηνοτροφικού κλάδου.
Τα λίγες εκατοντάδες ζώα έγιναν πολλές χιλιάδες, για παράδειγμα 35.000 αιγοπρόβατα
στην Ικαρία των 9.000 κατοίκων, 3.000 αιγοπρόβατα στους Αρκιούς των 40 κατοίκων
κ.ο.κ.
Ο αριθμός
των κτηνοτρόφων αυξήθηκε κάθετα, καθώς ο καθένας πλέον μπορούσε να δηλώνει ότι
είναι κτηνοτρόφος, χωρίς πρόβλεψη για σφαγεία ή τυροκομεία. Τα νησιά καταστράφηκαν
από την υπερβόσκηση και μετέπειτα από τη διάβρωση των εδαφών που προκλήθηκε,
ενώ καταστράφηκαν και οι κτηνοτρόφοι, καθώς δεν υπήρχαν πλέον βοσκότοποι και
αναγκάζονται να μεταφέρουν στα νησιά ακριβές εισαγόμενες τροφές (συνήθως
αμφιβόλου ποιότητας, π.χ. φτηνό μεταλλαγμένο καλαμπόκι).
Και τι έγιναν οι ψαράδες των νησιών;
Η επόμενη
εμπνευσμένη παρέμβαση ήταν η απαξίωση και καταστροφή του αλιευτικού κλάδου.
Στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί καμία ουσιαστική πρακτική διαχείρισης των
ιχθυαποθεμάτων μετά τη δεκαετία του 1970, με τα αποθέματα των ψαριών να
μειώνονται ανησυχητικά χρόνο με τον χρόνο. Αντί για διαχείριση της αλιείας, η
πολιτεία, ακολουθώντας άλλη μία ευρωπαϊκή πολιτική που υιοθέτησε ως εθνική,
αποφάσισε να περιορίσει την υπεραλίευση καταστρέφοντας (δηλαδή σπάζοντας σε
κομμάτια) περισσότερα από 13.500 αλιευτικά σκάφη, το 90% των οποίων ήταν
ξύλινα, παραδοσιακά κομψοτεχνήματα της ναυπηγικής τέχνης, που σήμερα δεν
είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε.
Μαζί με αυτή
τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά εξαφανίστηκαν και πολλές χιλιάδες θέσεις
εργασίας, αν αναλογιστούμε ότι και το πιο μικρό καΐκι απασχολούσε άμεσα ή
έμμεσα 3-4 άτομα, σε περιοχές που η πολιτεία αδυνατεί να δημιουργήσει έστω και
λίγες σταθερές θέσεις απασχόλησης για τις τοπικές κοινωνίες.
Με τις
30.000 έως 50.000 ευρώ που ήταν η μέση αποζημίωση για την καταστροφή του κάθε
καϊκιού, ο κάθε ψαράς συνήθως έχτιζε λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή κάποια
αντίστοιχη εποχιακή τουριστική δραστηριότητα, με την οποία προφανώς δεν μπορεί
να επιβιώσει όλο τον χρόνο.
Παράλληλα,
στις ίδιες περιοχές όπου οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν ήπια αλιευτικά μέσα (δίχτυα
και παραγάδια), τώρα ψαρεύουν κυρίως μεγάλα αλιευτικά σκάφη - που ξεκινάνε από
τον Πειραιά ή τη Μηχανιώνα ή ακόμα και από την Ιταλία, όπως βλέπουμε ολοένα και
συχνότερα στο νότιο Αιγαίο, εξαντλώντας τα αποθέματα των ψαριών και συχνά
καταστρέφοντας παραγωγικά οικοσυστήματα.
Τώρα λουζόμαστε τα αποτελέσματα των πράξεών μας
Χρειάστηκε
άλλη μια κρίση και μια πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο τουρισμός, όσο
σημαντικός και αν είναι σήμερα, όταν αποτελεί «μονοκαλλιέργεια», είναι ένα
απόλυτα έωλο επάγγελμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη
μόνιμη και σταθερή επιβίωση των νησιωτικών κοινωνιών.
Ομως σαν να
μην έφταναν όλα τα παραπάνω, τώρα οι πολιτικοί μας έχουν ξεκινήσει να
εφαρμόζουν άλλη μια λαμπρή ιδέα, που πιθανώς να αποτελέσει και τη χαριστική
βολή για τα νησιά. Μετά από όλη αυτή την απαξίωση και καταστροφή των νησιών σε
στεριά και θάλασσα, έχοντας αποβιομηχανοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της
Ελλάδας, σκέφτηκαν να εγκαταστήσουν μια νέα ζώνη βιομηχανικής παραγωγής (βλέπε,
ενέργεια) στα νησιά και στις νησίδες.
Σε νησιά
όπου επί αιώνες οι κάτοικοι πρόσεχαν ακόμα και το πώς θα μετακινήσουν μια πέτρα,
ώστε να μην επηρεάσουν το αισθητικό τοπίο και να μην προξενήσουν τη διάβρωση,
δηλαδή απώλεια γόνιμου χώματος.
Οι κάτοικοι
των νησιών είχαν διαμορφώσει ένα αισθητικό τοπίο που είναι σημαντικό δείγμα του
πολιτισμού τους, το οποίο όλοι, Ελληνες και ξένοι, αρεσκόμαστε να θαυμάζουμε
στις διακοπές μας. Ολα τα κτίσματα είναι συνυφασμένα με το περιβάλλον και το
τοπίο (με εξαίρεση κάποιες βίλες που φύτρωσαν τα τελευταία χρόνια), με μια
εξαιρετική ισορροπία συνύπαρξης, καθώς κανένα κτίσμα δεν προσέβαλλε το τοπίο ούτε
έκρυβε τη θέα των γειτονικών του κτισμάτων.
Αυτή η
ισορροπία άλλωστε ήταν προϋπόθεση για να μπορεί να λειτουργεί η γεωγραφικά
απομονωμένη κοινωνία, στην οποία ο ένας είχε πραγματική ανάγκη τον άλλον, παρά
τις όποιες προσωπικές διαφορές πιθανώς είχαν.
Μέρος αυτής
της μοναδικής αισθητικής είναι ακόμα και ο ήχος που παράγεται από τον αέρα που
περνά μέσα από τα στενά σοκάκια και πάρα πολλά άλλα.
Η τελευταία
λοιπόν λαμπρή ιδέα που είχαν οι πολιτικοί μας ήταν σε αυτά τα μοναδικά τοπία
και οικοσυστήματα να εγκαταστήσουν μια καινούργια μορφή «ανάπτυξης», που
προωθούν με τον ειρωνικό τίτλο «πράσινα(!) νησιά».
Οπως
διαβάζουμε στις περιβαλλοντικές μελέτες των μεγάλων αιολικών πάρκων, δηλώνουν
ότι έτσι «θα αναβαθμίσουν την αναπτυξιακή φυσιογνωμία της περιοχής εγκατάστασης»
και ότι τα αιολικά πάρκα «θα αποτελέσουν καμάρι της περιοχής και καύχημα των
κατοίκων οι οποίοι έτσι θα αποδείξουν το εκσυγχρονιστικό τους πρόσωπο και την
περιβαλλοντική τους συνείδηση»! Αυτή η περιγραφή είναι μια ξεκάθαρη προσβολή
της ιστορίας αλλά και της νοημοσύνης των νησιωτών!
Σε μοναδικά
νησιά λοιπόν όπως είναι η Αμοργός, η Πάρος, η Τήνος, η Ανδρος, η Ικαρία, η
Σαμοθράκη, κ.ά. αλλά και σε μικρονήσια όπως τα Λέβιθα και η Κίναρος, όπου ζουν
λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι σε απόλυτη ισορροπία με ιδιαίτερα σημαντικά
οικοσυστήματα, προετοιμάζεται η εγκατάσταση μονάδων παραγωγής αιολικής
ενέργειας σε βιομηχανική κλίμακα! Ενέργειας που δεν θα καλύπτει απλώς τις
ανάγκες των κατοίκων, αλλά κυρίως θα είναι ενέργεια που θα μεταφέρεται μέσω
υποβρύχιων καλωδίων στα αστικά κέντρα και στους μεγάλους καταναλωτές, με έργα
τα οποία έπειτα από 15-20 χρόνια θα είναι πεπαλαιωμένα και θα πρέπει να
κατεδαφιστούν.
Βασικό
κίνητρο γι' αυτή τη χωροθέτηση είναι η δωρεάν γη. Θα μπορούσαν να γίνουν
αντίστοιχες βιομηχανικής κλίμακας εγκαταστάσεις κοντά στις πόλεις -όπως γίνεται
στην υπόλοιπη Ευρώπη-, αλλά αυτό έχει κόστος για τους επενδυτές, ενώ τα βουνά
και τα νησιά τούς παραχωρούνται δωρεάν και τα έξοδα που θα κάνουν θα είναι σε
μεγάλο βαθμό επιδοτούμενα - ως «πράσινη» επένδυση.
Τι προϋποθέτουν οι επενδύσεις αυτές;
Προϋπόθεση
βέβαια για να γίνουν αυτά τα μεγάλης κλίμακας έργα είναι να ισοπεδωθούν οι
κορυφογραμμές, να διανοιχθούν δρόμοι όπου θα μπορούν να κινηθούν και να
ελιχθούν οχήματα μήκους >30 μέτρων. Για παράδειγμα, μόνο σε ένα από τα έργα
που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί και αφορά 14 νησιά και νησίδες της Δωδεκανήσου και
των Κυκλάδων, σε περιοχές Natura 2000, προγραμματίζουν να εγκαταστήσουν
περισσότερες από 100 ανεμογεννήτριες, με ύψος έως και τα 198 μέτρα η κάθε μία,
σε νησιά όπου το μέσο υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 300 μέτρα. Η παραγόμενη ισχύς θα
είναι 2.5MW ανά ανεμογεννήτρια, δηλαδή για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, όσο
είναι η μέση κατανάλωση ενός νησιού μεγέθους αντίστοιχου με τη Σίφνο.
Για να
μπορέσει να γίνει η συγκεκριμένη εγκατάσταση, πρέπει να κατασκευάσουν 70 χλμ.
οδικού δικτύου σε δύσβατες περιοχές, να γίνουν εκτεταμένες εκσκαφές, να
κατασκευαστούν 14 λιμάνια (μιας χρήσης), δυσανάλογα με το μέγεθος των νησιών,
σε απομακρυσμένες περιοχές, για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της εκφόρτωσης
όλων αυτών των υλικών και οχημάτων, θα πρέπει να τσιμεντωθούν τα βουνά με
εκατοντάδες χιλιάδες κυβικά τσιμέντου, να γίνει εκσκαφή για την επίχωση 673
χιλιομέτρων καλωδίων μέσης τάσης και πολλές άλλες αντίστοιχες «αναπτυξιακές
παρεμβάσεις».
Ολα αυτά σε μια εποχή που οι ΑΠΕ μικρής κλίμακας και μεγάλης απόδοσης βρίσκονται στο απόγειό τους παγκοσμίως κι εμείς επιμένουμε να εφαρμόσουμε τεχνολογίες που ανήκουν στο παρελθόν, αλλά ακόμα παράγουν υψηλό κέρδος για τους μεγάλους επενδυτές και τους κατασκευαστές.
Δραματικές συνέπειες στο μικροκλίμα
Φυσικά με
όλη αυτή την καταστροφή, λίγοι θέλουν να προβληματιστούν ή να κατανοήσουν τις
δραματικές επιπτώσεις στην ιδιαίτερα σημαντική ορνιθοπανίδα των νησιών. Κάτι
που όμως όλοι μπορούν να καταλάβουν είναι οι δραματικές συνέπειες της μετατροπής
του μικροκλίματος. Οπως επιβεβαιώνει η διεθνής εμπειρία, οι στροβιλισμοί που
προκαλούνται από τις έλικες των ανεμογεννητριών δημιουργούν έντονη ανάμιξη των
αέριων μαζών, μεταβάλλοντας τη θερμοκρασία και την υγρασία κοντά στην επιφάνεια
του εδάφους.
Στα νησιά ο
υδροφόρος ορίζοντας δεν εμπλουτίζεται από τις λίγες βροχές του έτους αλλά
σχεδόν όλο τον χρόνο από το λεγόμενο αγιάζι, δηλαδή τους υδρατμούς που
προέρχονται από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού κατά τη διάρκεια της νύχτας,
οι οποίοι συμπυκνώνονται και κατακάθονται στις κορυφές των βουνών και στις
πλαγιές των νησιών. Με τη βοήθεια της βλάστησης και των ριζωμάτων, αυτή η
υγρασία καταλήγει στον υδροφόρο ορίζοντα.
Τα τεράστια
αιολικά πάρκα πρόκειται να εξαφανίσουν το αγιάζι, προκαλώντας έτσι τη μείωση
τροφοδοσίας των πηγών και επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα έλλειψης νερού
που ήδη αντιμετωπίζουν τα νησιά. Ταυτόχρονα, καθώς θα ανέβει η θερμοκρασία στις
κορυφές των βουνών, θα προκληθεί έντονη ξηρασία, προξενώντας επομένως ολική
καταστροφή.
Καθώς λοιπόν
μας αρέσει να επικαλούμαστε την ιστορία χιλιάδων ετών αυτού του τόπου, του
οποίου βρεθήκαμε να είμαστε οι τωρινοί διαχειριστές, πρέπει να αναλογιστούμε
πώς καταφέραμε μέσα σε λίγες δεκαετίες να προκαλέσουμε ένα τόσο μεγάλο
πολιτισμικό και περιβαλλοντικό πλήγμα στον τόπο μας.
Αλλά και να
αναλογιστούμε εάν θέλουμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα επιφέρουμε και τη
χαριστική βολή: τη μη αναστρέψιμη καταστροφή για τις τοπικές κοινωνίες, τον
τουρισμό, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής και για πάρα πολλά άλλα.
* Επίτιμος ερευνητής Θαλάσσιας Προστασίας, διευθυντής του «Αρχιπέλαγος»
https://www.efsyn.gr/nisides/246495_i-apaxiosi-ton-ellinikon-nision
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020
Τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικα!
Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά;
Πολλές συζητήσεις γίνονται τελευταία γύρω από το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, ένα ζήτημα που φαίνεται να εγείρει διαφορετικές, αντικρουόμενες απόψεις. Με αφορμή τις συζητήσεις αυτές, αναρτούμε την ανέκδοτη ομιλία του Ι.Θ. Κακριδή, με θέμα «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά».
Επαναστατικό είναι το νέο εκπαιδευτικό σύστημα από πολλές πλευρές. Η πιο επαναστατική από όλες τις καινοτομίες του είναι ίσως η απόφαση, στο τριτάξιο Γυμνάσιο οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί να διδάσκονται από μετάφραση, και μόνο στην τελευταία τάξη να δίνεται μια γενική εισαγωγή στους νόμους του αρχαίου αττικού λόγου. Ο νεωτερισμός αυτός δημιουργεί ένα πλήθος προβλήματα στην πραχτική του εφαρμογή, προκαλεί όμως και καθαρά θεωρητικές απορίες. Το μεγάλο πρόβλημα, που είναι φυσικό να βασανίζει τον καιρό αυτό το φιλόλογο του Γυμνασίου, είναι αν το νέο σύστημα θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στο βασικό σκοπό της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών, τη στιγμή που ο αρχαίος λόγος θα πάψει ν’ ακούγεται αυτούσιος στο Γυμνάσιο.
Γιατί αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που θέλουμε να μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα;
Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο.
Πρώτα απ’ όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. Από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Στους αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας, άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής ανεπανόρθωτης-νικήσαμε και νικηθήκαμε αμέτρητες φορές· δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές· αλλάξαμε θρησκεία· στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας· και όμως κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα-φυσικά εξελιγμένη-, με τα ίδια ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. Στον πνευματικό τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του, γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού του. Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω αφομοιώσει μέσα μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα.
Ο δεύτερος λόγος που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία πνευματική Ελλάδα είναι ότι είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. Με τους άλλους Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν ορισμένα δόγματα. Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν’ απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός και η τέχνη, γι’ αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη.
Μα ο κυριότερος λόγος που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν’ αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική. Μέσα στους λαούς που περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ’ όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. Η ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό κόσμο. Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή. Ο στοχασμός είναι κ’ αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός, όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι-ο τέλειος άνθρωπος.
Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο, συνδυασμένη με το βαθύ καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ’ όλα στο λόγο τους, και τον πεζό και τον ποιητικό.
Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να μορφωθούν· για να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων· για να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους· για να μπορέσουν κι αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη· προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο πόθος για τον τέλειον άνθρωπο.
Ας γυρίσουμε τώρα στο πρόβλημα που μας απασχολεί: από τη μια έχουμε το παλιό σύστημα, που επιβάλλει τη γνωριμία των αρχαίων κλασικών από τα πρωτότυπα κείμενα· το νέο σύστημα από την άλλη, που θέλει ν’ αντικαταστήσει τα πρωτότυπα με τις μεταφράσεις στο νέο Γυμνάσιο, που αντιστοιχεί με τις τρεις πρώτες τάξεις του παλιού. Ποιο από τα δυο εξυπηρετεί πιο πρόσφορα τους σκοπούς του Ανθρωπιστικού σχολείου;
Ποια ήταν τα αποτελέσματα του παλαιού συστήματος; Ας το ομολογήσουμε εμείς πρώτοι, οι φιλόλογοι, που τόσα χρόνια παλεύουμε στο Γυμνάσιο τον σισύφειο αγώνα να φέρουμε τον αρχαίο κόσμο κοντά στα παιδιά μας: Τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά, μπροστά μάλιστα στον κόπο που καταβάλλουν και οι καθηγητές και οι μαθητές. Ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας αναρωτηθούμε, σε πόσα παιδιά, απ’ αυτά που δεν ήταν να σπουδάσουν φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, κατορθώσαμε να μεταδώσουμε τόσην οικείωση με την αρχαία γλώσσα και τόσον ενθουσιασμό για το κάλλος και την πυκνή ουσία του αρχαίου λόγου, ώστε φεύγοντας από το Γυμνάσιο, για να σπουδάσουν μιαν άλλην επιστήμη, θα θελήσουν κάποτε να καταφύγουν στο αρχαίο κείμενο, για να πλουτίσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Ξέρουν οι σύνεδροι φιλόλογοι, ας είναι και δέκα παιδιά καθένας τους, από τις χιλιάδες που πέρασαν από τα χέρια τους; Φοβούμαι πως και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός. Με ποιο δικαίωμα τότε απασχολούμε αμέτρητες ώρες όλα τα παιδιά της Ελλάδας στο Γυμνάσιο, για να ωφεληθούν ελάχιστοι;
Θα μου προβληθεί ίσως μια αντίρρηση στους συλλογισμούς αυτούς: για τις ατελέστατες γνώσεις της αρχαίας ελληνικής παράδοσης που αποκομίζουν τα παιδιά μας από το Γυμνάσιο μπορεί να μη φταίει και τόσο το σύστημα, όπως δεν φταίει για την γενικά ελαττωματική κατάρτιση των μαθητών. Πλήθος άλλοι παράγοντες συντελούν στη θλιβερή αυτή κατάσταση: η πληθώρα των μαθητών μέσα σε μια τάξη· η έλλειψη από μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας· η συστέγαση δυο Γυμνασίων σ’ ένα χτίριο· η επιβάρυνση των καθηγητών με πολλές ώρες διδασκαλίας και πολλά διορθώματα· η απουσία συστηματικών μεταπανεπιστημιακών επιμορφωτικών σπουδών, έτσι που να μπορούν οι λειτουργοί της Μέσης να συμπληρώνουν τις γνώσεις τους και να κατατοπίζονται στα νέα πορίσματα της επιστήμης τους· η απουσία ερμηνευτικών εκδόσεων και βοηθητικών βιβλίων για τον καθηγητή· τα εξωσχολικά ενδιαφέροντα των παιδιών· ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, και πολλά έχουν δυσκολέψει αφάνταστα το έργο των εκπαιδευτικών στο σχολείο και γι’ αυτό τους είναι αδύνατο ν’ αποδώσουν ό,τι μπορούν και θέλουν. Αν τα εμπόδια αυτά βγουν από τη μέση, γιατί να μη κρατηθούμε στο παλιό, καθιερωμένο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κλασικών από το πρωτότυπο; Αν πάλι δεν βγουν από τη μέση τι έχουμε να περιμένουμε και με το νέο σύστημα; Το κάτω κάτω εμείς πάλι θα διδάσκουμε με τις μεγάλες ή μέτριες ικανότητές μας.
Η αντίρρηση αυτή είναι σωστή, ς ένα βαθμό όμως μόνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί είναι οι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην παρακμή του Γυμνασίου-τόσο μάλιστα, ώστε ελάχιστοι απόφοιτοί του να φεύγουν με μια συγκροτημένη κάπως σκέψη, με τις απαιτούμενες για έναν μορφωμένο άνθρωπο γενικές γνώσεις και με την ικανότητα να διατυπώνουν τους στοχασμούς και τα αισθήματά τους με ειρμό και χωρίς ασυχώρετα ορθογραφικά και συνταχτικά λάθη. Ακόμα δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Κράτος, τώρα που συνειδητοποίησε τη σημασία της παιδείας και θέλει να τη βγάλει από το τέλμα, όπου τόσα χρόνια λίμναζε, θα κοιτάζει με κάθε τρόπο να παραμερίσει και τους άλλους παράγοντες που αναστέλλουν την πρόοδο της παιδείας.
Οπωσδήποτε, για να μπορέσουμε να κρίνουμε δίκαια τα δύο συστήματα είναι ανάγκη να αντιπαραθέσουμε τους σκοπούς που επιδιώκουν και τα μέσα που χρησιμοποιούν, με την προϋπόθεση πως εφαρμόζονται σε σχολεία που από κάθε άλλη άποψη λειτουργούν ικανοποιητικά.
Τι χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το σύστημα που ίσχυε ως σήμερα; Πρώτα πρώτα βέβαια η πεποίθηση πως οι ανθρωπιστικές σπουδές, για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να γίνονται με τη μελέτη των κλασικών από το πρωτότυπο. Δεύτερο χαρακτηριστικό του παλιού συστήματος είναι η επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές όσο γίνεται περισσότερους κλασικούς. Το αποτέλεσμα είναι να στριμώχνονται μέσα στον ίδιο σχολικό χρόνο τέσσερες και πέντε συγγραφείς, διαφόρων μάλιστα εποχών και συχνά με μεγάλες διαφορές στη γλώσσα. Τι κοινό έχει π.χ. η γλώσσα του Δημοσθένη με του Ομήρου, που ερμηνεύονταν παράλληλα στην Δ’ τάξη; Έπειτα, καθώς η ιστορία της ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν πραγματικά ούτε υπάρχει γυμνασιακό εγχειρίδιο γραμματολογίας, το ανακάτωμα από συγγραφείς που ανήκουν στον 8ο, στον 5ο, και στον 4ο αιώνα είναι φυσικό να μεγαλώνει τη σύγχυση.
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα του συστήματος αυτού είναι να ερμηνεύονται στα παιδιά πέντε-δέκα το πολύ σελίδες από κάθε κλασικό, και πριν καλά-καλά κατορθώσουν κάτι να καταλάβουν από τη γλώσσα, την τέχνη και τη σκέψη του ενός να έρχεται να τον εκτοπίσει ο άλλος με τις δικές του δυσκολίες. Και να σκέφτεται κανείς πως πριν από λίγα χρόνια σοφοί παιδαγωγοί είχαν αποφασίσει ν’ αυξήσουν τον αριθμό των αρχαίων συγγραφέων που ερμηνεύονται στο Γυμνάσιο με την προσθήκη των επιστημόνων, του Αριστοτέλη, του Θεοφράστου κ.ά.
Απ’ τα ίδια τα πράγματα, όσον ιδεώδεις και αν είναι οι άλλοι όροι του σχολείου, όσο ικανός ο καθηγητής, όσο έξυπνα και μελετηρά τα παιδιά του, είναι αδύνατο να καταχτηθούν κατά κάποιο τρόπο μέσα σ’ ένα χρόνο ο Αρριανός, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας και ο Ηρόδοτος, ή -σε άλλη τάξη- ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης.
Πόσο ακατόρθωτα είναι τα πράγματα που γυρεύει το αναλυτικό πρόγραμμα του παλιού Γυμνασίου το καταλαβαίνει κανείς, άμα σκεφτεί πως για την ερμηνεία του Επιταφίου του Περικλή -ενός από τα πιο δύσκολα κείμενα- δίνει τρεις βδομάδες μόνο καιρό. Τι να πρωτοκάνει μέσα στο διάστημα αυτό ο καθηγητής; Το κύριο έργο του θα πρέπει αναγκαστικά να περιοριστεί στην προσπάθεια να παραμεριστούν κάπως οι γλωσσικές δυσκολίες-αν παραμεριστούν κ’ αυτές. Καιρός για εμβάθυνση στο περιεχόμενο, στις πνευματικές, στις ηθικές και στις αισθητικές αξίες δεν βρίσκεται, ή κι αν βρεθεί, θα είναι ελάχιστος.
Μειονέχτημα του παλαιού συστήματος είναι και ότι με τους πολλούς συγγραφείς που ορίζει από το πρωτότυπο, αποκλείεται να δώσει σύνολα. Φυσικά, κανενός τύπου Γυμνάσιο δεν μπορεί να δώσει ολόκληρο το έργο ενός συγγραφέα, ακόμα λιγότερο ένα λογοτεχνικό είδος σε όλο του το πλάτος. Ο τύπος όμως του Γυμνασίου που ίσχυε ως σήμερα δεν πρόφταινε να δώσει ούτε καν μια μεγάλη ενότητα από ένα συγγραφέα, ούτε καν ένα γραμματειακό είδος στους κύριους εκπροσώπους του. Ακόμα και ο Επιτάφιος, που αποτελεί μια κλειστή θαυμαστή ενότητα, πόσο διαφορετικό χρώμα παίρνει για όποιον διαβάζει τη συνέχεια της ιστορίας του Θουκυδίδη, το ξέσπασμα του θανατικού στην Αθήνα, το θάνατο που Περικλή και τον χαρακτηρισμό του από τον ιστορικό!
Η απαίτηση να γνωρίσουν τα παιδιά μας στο Γυμνάσιο τους κλασικούς από το πρωτότυπο, συνδυασμένη με την επιθυμία να γνωρίσουν όσο γίνεται πιο πολλούς κλασικούς, ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει: να δίνει μόνο αποσπάσματα, ξεσκλίδια, χωρίς οργανική ενότητα, βιαστικά διαβασμένα, μισοκατανοημένα, αχώνευτα. Είναι λοιπόν ν’ απορήσει κανείς αν τα παιδιά μας φεύγοντας από το Γυμνάσιο δεν θέλουν ούτε ν’ ακούσουν για τους αρχαίους κλασικούς;
Πόσες μορφές μυθικές του αρχαίου ελληνικού κόσμου φωτίζουν το δρόμο των νέων μας, όταν έχουν αφήσει τα μαθητικά θρανία; Της Αντιγόνης, ναι, αν ο καθηγητής πρόφτασε να δώσει την ερμηνεία ολόκληρης της τραγωδίας, πράγμα αμφίβολο· το ίδιο και της Ιφιγένειας του Ευριπίδη. Ας πάρουμε όμως τον Όμηρο: στον παλιό τύπο του Γυμνασίου ερμηνεύονται μόνο η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Οδύσσειας. Ας υποθέσουμε πως ο καθηγητής πρόφτασε να διδάξει και τις δυο ραψωδίες. Στην πρώτη ο μαθητής θα γνωρίσει τον Τηλέμαχο, μοναχά όμως σαν άπραγο ακόμα έφηβο· στην έκτη θα γνωρίσει τον Οδυσσέα, μοναχά όμως σαν ναυαγό· το πολύ να καταλάβει και την εξυπνάδα του κάπως, από το λόγο που απευθύνει στη Ναυσικά-τίποτε άλλο! Ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Τηλέμαχος δίνονται στα παιδιά μας σαν μορφές ολοκληρωμένες.
Στην πέμπτη τάξη του παλιού Γυμνασίου θα διδαχτεί η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Ιλιάδας. Στην έκτη δεν γίνεται κανένας λόγος για τον Αχιλλέα. Μένει μόνο η πρώτη, για να γνωρίσει ο μαθητής τη μορφή του μεγάλου ήρωα. Θα τη γνωρίσει όμως μισερή και παραμορφωμένη: έναν Αχιλλέα που το πάθος της εκδίκησης για την αδικία που του έγινε τον σπρώχνει να διαβιβάσει με τη μητέρα του την παράκληση στο Δία να δώσει τη νίκη στους αντίμαχους των Ελλήνων. Δεν ξέρω αν στην τελευταία τάξη προφτάνουν οι συνάδελφοι να διδάξουν κάτι από τις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας. Και πάλι όμως, για να ολοκληρωθεί η μορφή του Αχιλλέα θα έπρεπε να διαβάσουν και τις Λιτές στην ένατη ραψωδία, ακόμα όλη την ενότητα που αρχίζει με την έξοδο του Πάτροκλου στον πόλεμο, στη δέκατη έκτη ραψωδία, ως το τέλος της Ιλιάδας, όταν ο Αχιλλέας, συμφιλιωμένος με το βασιλιά της Τροίας, θα του παραδώσει το νεκρό σώμα του Έκτορα, για να το θάψει. Τότε, τότε μόνο ο κατ’ εξοχήν Έλληνας ήρωας θα μπορούσε να φωτίσει τις ψυχές των νέων με όλη του την παλικαριά και την μεγαλοφροσύνη.
Ένα ακόμη μειονέχτημα του παλιού συστήματος· ήθελε βέβαια να δώσει όσο πιο πολλούς κλασικούς μπορούσε. Μα οι ώρες της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών δεν ήταν και απεριόριστες. Έτσι τα παιδιά μας έφευγαν από το Γυμνάσιο χωρίς να έχουν γνωρίσει τον Ησίοδο, τον Αισχύλο, τον Μένανδρο, τον Πλούταρχο. Καθώς μάλιστα η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν συστηματικά, ο απόφοιτος του Γυμνασίου, κι αν είχε ακούσει κάτι για τον Αισχύλο, μια φορά τους άλλους τους αγνοούσε και ως ονόματα.
Δεν εξαντλήσαμε όμως τα μειονεκτήματα του Γυμνασίου του παλιού τύπου: Οι έξι τάξεις αποτελούσαν στο Γυμνάσιο αυτό μιαν ενότητα· όπως και για τ’ άλλα μαθήματα, το πρόγραμμά του για τα αρχαία Ελληνικά ολοκληρωνόταν μόνο όταν ο μαθητής τελείωνε και την τελευταία τάξη. Ποιος όμως συλλογιόταν τα παιδιά που από λόγους διάφορους αναγκαζόταν ν’ αφήνουν το σχολειό, πριν ολοκληρώσουν τις γυμνασιακές σπουδές τους; Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά αυτά. Από τις επίσημες στατιστικές μαθαίνουμε πως ύστερα από την τρίτη τάξη, μόλις τα πενήντα πέντε στα εκατό συνέχιζαν στην τέταρτη. Ας αφήσουμε τα άλλα μαθήματα κ’ ας δούμε γι’ αυτά τα μισά σχεδόν παιδιά της Ελλάδας τι αποκόμιζαν από τον αρχαίο κόσμο, όταν άφηναν μισοτελειωμένο το Γυμνάσιο, για να ριχτούν στον αγώνα της ζωής: μια ατελέστατη γνώση της αρχαίας γλώσσας και μερικά σπαράγματα κειμένου από 5-6 πεζογράφους. Για τα 45% από τα παιδιά μας δεν υπάρχει ούτε καν η μικρή ωφέλεια, που έχουν από τους κλασικούς όσοι τελειώνουν τις γυμνασιακές σπουδές τους. Σκοτώθηκαν κι αυτά και οι δάσκαλοί τους, για να μάθουν την αρχαία γλώσσα και για να γνωρίσουν όχι και πολύ σπουδαίους συγγραφείς, έξω από τον Ηρόδοτο: τον Λουκιανό, τον Ξενοφώντα, τον Λυσία, τον Ισοκράτη, ό,τι γνώρισαν και από αυτούς! Και έφυγαν από το σχολείο και αγνοώντας απόλυτα την Ιλιάδα, το Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα!
Και το νέο σύστημα; Μια και θα λείψει τώρα η δυσκολία της γλώσσας, τα παιδιά μας θα μπορούν να χαρούν τους παλιούς κλασικούς – πιο σωστά θα έλεγα: να χαρούν ορισμένους κλασικούς σε μεγαλύτερο πλάτος και βάθος. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι ολέθριο το σύστημα στην ίδια τάξη να διδάσκονται παράλληλα πολλοί συγγραφείς, που ανήκουν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου θα έλεγα να διδαχτούν μόνο Οδύσσεια και Ηρόδοτο, όλο το χρόνο, και τίποτε άλλο. Έτσι τα παιδιά θα προφτάσουν να γνωρίσουν από το έργο του Ομήρου τουλάχιστο 10 ραψωδίες· μα και τις υπόλοιπες θα τις διαβάσουν μόνα τους, γιατί θα έχουν αγαπήσει τον ποιητή: πρώτα πρώτα γιατί θα μιλάει στη γλώσσα τους· έπειτα γιατί ο καθηγητής θα έχει τώρα όλο τον καιρό και ιστορικά να τοποθετήσει τον Όμηρο και για τη θρησκεία του να μιλήσει, και για τη μυθολογία του, και για τα ήθη και έθιμα της εποχής του, προπαντός για τη μεγάλη του τέχνη-όλα τα προβλήματα που γοητεύουν τους νέους. Ενώ ως τώρα, τόσο λίγη ύλη που τους δίναμε, ούτε μπορούσαμε, μα ούτε και τον καιρό είχαμε να τους οδηγήσουμε σε τέτοιους προβληματισμούς. Τους βασανίζαμε με την ομηρική, γεμάτη ποικιλία, γραμματική και το λεξιλόγιο, χωρίς να τα μαθαίνουν κι αυτά!
Τώρα θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν και όλη την πορεία της «παιδείας» του Τηλέμαχου, από τον πρωτόβγαλτο έφηβο της πρώτης ραψωδίας ως τη στιγμή του, άντρας πια, θα πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του. Και η μορφή του Οδυσσέα θα τους παρουσιαστεί σε όλο της το βάθος και το πλάτος: πώς ο ήρωας παλεύει-με την παληκαριά του και με την εξυπνάδα του-να γλιτώσει τους συντρόφους του από το χαμό· πώς αντιδρά με την πείρα του και την υπομονή του στις συφορές που του σωρεύουν οι θεοί και η μοίρα· πώς κερδίζει το σεβασμό και την αγάπη των Φαιάκων αγνώριστος ακόμα, αυτός που φτάνει στο νησί τους χωρίς να κρατάει τίποτε πάνω του, ούτε καν ένα κουρελιασμένο ρούχο, να κρύψει τη γύμνια του· πώς με την παλικαριά του και την εξυπνάδα του πάλι θα σκοτώσει τους μνηστήρες· πώς θα ξαναγυρίσει στη γυναίκα του ξεπερνώντας τόσες περιπέτειες και τόσους πειρασμούς.
Το ίδιο θα χορτάσουν τώρα Ηρόδοτο τα παιδιά μας· θα τον γνωρίσουν όχι μόνο από τα κεφάλαια που δίνουν περιγραφές μαχών, αλλά και από εκεί που φωτίζει πρόσωπα και πράγματα με τα ατέλειωτα χαριτωμένα ανέκδοτά του. Θα τον χαρούν και όταν περιγράφει μιας χώρας τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα βουνά και τα ποτάμια. Θα μπορέσουν ακόμα ως ένα σημείο να παρακολουθήσουν με ποιο τρόπο ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να οργανώσει όλη την πολυποίκιλη ιστορική και εθνογραφική ύλη που είχε μαζέψει στα ταξίδια του.
Σε μιαν άλλη τάξη του Γυμνασίου οι μαθηταί θα γνωρίσουν την τραγωδία, και τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, δυο τρία έργα από τον καθένα, άλλα με περισσότερην ενβάθυνση και άλλα με απλή ανάγνωση.
Παράλληλα-και αυτό το θεωρώ απαραίτητο-θα δοθεί στα χέρια των παιδιών μια αρκετά διεξοδική ιστορία της αρχαίας λογοτεχνίας, γραμμένη απλά και επαγωγά, με άφθονες μεταφράσεις όχι για να τη μάθουν απέξω, αλλά για να μπορέσουν ν’ αποχτήσουν μια κάπως ολοκληρωμένη εικόνα της λογοτεχνικής δημιουργίας των αρχαίων Ελλήνων.
Έτσι το Ελληνόπουλο, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο θα έχει ανθρωπιστική μόρφωση ασύγκριτα μεγαλύτερη από ό,τι σήμερα. Προπαντός θα έχει αγαπήσει τον αρχαίο κόσμο, και είναι βέβαιο πως θα έρχεται συχνότερα κοντά του από μεταφράσεις.
Μα η μετάφραση υστερεί πάντα μπροστά στο πρωτότυπο έργο. Ειδικά η αρχαία γλώσσα με την ποικιλία της, με την ευστροφία της, με την πλαστικότητά της, με τους πολλούς ονοματικούς προσδιορισμούς που διαθέτει (πτώσεις, μετοχές, απαρέμφατα) είναι αυτή καθ’ εαυτή ένα αγαθό μορφωτικό. Έπειτα μορφή και περιεχόμενο στο μεγάλο έργο δεν χωρίζονται, μόνο αποτελούν μια χημική ένωση δυσκολοξεδιάλυτη· ο μεγάλος συγγραφέας εκφράζεται και με τη μορφή.
Την ορθότητα των ισχυρισμών την ξέρω και εγώ πολύ καλά, ίσως καλύτερα από πολλούς. Νομίζω όμως πως ανήκει στη σοφία της ζωής να ξέρεις τι μπορεί να πετύχεις και να πετυχαίνεις, όχι να κυνηγάς τα αδύνατα και να μην κατορθώνεις τίποτε.
Και κάτι άλλο όμως: η μετάφραση έχει πολύ διαβληθεί στον τόπο μας· από τη μια από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως ό,τι ευγενικό και ωραίο ειπώθηκε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, όταν μεταφραστεί στη γλώσσα του λαού μας, αναγκαστικά ασχημίζει και εκχυδαΐζεται. Από την άλλη υποπτεύονται τη μετάφραση εκείνοι που χρησιμοποίησαν ή είδαν τα παιδιά τους να χρησιμοποιούν τις φοβερές σχολικές, που λέγονται, μεταφράσεις, όπου δεν ξέρει κανείς τι κακοπαθεί περισσότερο, το νόημα του κειμένου ή η σημερινή μας γλώσσα. Τέλος και οι οργανωμένες σειρές εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων από διάφορους λόγους δεν βοήθησαν και πολύ για ν’ αγαπηθεί η μετάφραση.
Η αλήθεια είναι πως μια μετάφραση, όταν γίνεται από άνθρωπο που ξέρει και την αρχαία και τη νέα μας γλώσσα καλά, κι ακόμα έχει συναίσθηση της σημασίας του έργου του, -μια καλή μετάφραση, κι αν δεν μπορεί να ισοσταθμίσει το πρωτότυπο, μια φορά δεν είναι και τόσο χωρίς αξία, όσο θέλουν να την παρουσιάζουν μερικοί. Μπορεί να μη δίνει τα 100 στα 100 από τις αξίες του πρωτότυπου έργου-και δεν μπορεί ποτέ να τα δώσει, τα 80 όμως μπορεί να τα δώσει. Αν ο μεταφρασμένος αρχαίος κλασικός δεν ήταν στοιχείο μορφωτικό μεγάλο κι αυτός, αν δεν επαίδευε κι αυτός με το περιεχόμενο που διατηρεί και με τη δική του μορφή, ας είναι και ατελέστερη, δεν θα έχαναν τον πολύτιμο καιρό τους τόσοι και τόσοι κλασικοί φιλόλογοι σε όλο τον κόσμο-στα τελευταία μάλιστα χρόνια οι πιο εκλεχτοί για να μεταφέρουν τ’ αρχαία κείμενα στη γλώσσα του καθένας. Αρχαία Ελληνικά, και καλά μάλιστα, δεν μπορεί να μαθαίνει όλος ο κόσμος, ούτε θα ήταν ικανός γι’ αυτό, τούτο όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να του στερήσουμε ολωσδιόλου την ανεξάντλητη και αναντικατάστατη πηγή της μόρφωσης, που είναι οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί.
Τα παιδιά μας που δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές τους, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο, για να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα, ανήκουν στον κόσμο, που δεν θα ξέρει τ’ αρχαία Ελληνικά. Μα με την οικείωσή τους με τους αρχαίους κλασικούς, ας είναι και από τις μεταφράσεις, θα έχουν αποχτήσει κάτι πολύτιμο. Θα τους έχει ανοιχτεί η αυλαία σ’ έναν κόσμο θαυμαστό σε ομορφιά και σε σκέψη, και είμαι βέβαιος πως θα ξαναγυρίζουν σ’ αυτόν και αργότερα, πράγμα που δεν γίνεται σήμερα.
Όσοι συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Λύκειο, θα γνωρίσουν τους κλασικούς και από το πρωτότυπο, σε περισσότερες μάλιστα ώρες απ’ ό,τι σήμερα. Φτάνουν όμως τα τρία χρόνια; Κατά τη γνώμη μου για να μπεις βαθιά στα μυστικά του αρχαίου λόγου, δεν φτάνουν ούτε δέκα χρόνια σπουδής. Ο HERMANN, ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος, έλεγε, λίγο πριν πεθάνει: UTINAM ESSEM BONUS GRAMMATICUS! Και όμως είχε φάει όλη του τη ζωή μελετώντας τα γραμματικά φαινόμενα της ελληνικής γλώσσας!
Για τα παιδιά μας που θα σπουδάζουν στο Λύκειο, τα τρία χρόνια φτάνουν· μια φορά θα μαθαίνουν καλύτερα την αρχαία ελληνική γλώσσα από ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα. Πρώτα, πρώτα, γιατί θα είναι ωριμότερα, στα χρόνια, κι ακόμα γιατί ο αρχαίος κόσμος θα τους είναι οικείος πια από το Γυμνάσιο· και όχι μόνο οικείος, αλλά και αγαπητός.
Το ξέρουν οι συνάδελφοι πως ένας από τους κυριότερους λόγους που το μάθημα των αρχαίων ελληνικών δεν προκόβει είναι γιατί τα παιδιά μας με τις δυσκολίες που αντικρίζουν στη γλώσσα δεν μπορούν να πλησιάσουν την ουσία των αρχαίων κειμένων και γι’ αυτό δείχνουν απόλυτη αδιαφορία, αν όχι και αποστροφή. Τώρα όμως, που ο νέος θα ξέρει από πριν το περιεχόμενο της Οδύσσειας, είναι εύκολο να του κινηθεί το ενδιαφέρον να γνωρίσει και τους αθάνατους στίχους του ίδιου του Ομήρου και να τους συγκρίνει με τους στίχους της μετάφρασης που ξέρει. Το ίδιο, όταν θα του είναι γνωστό το βάθος της σκέψης του Θουκυδίδη, δεν θ’ αδιαφορήσει, όταν ο καθηγητής του δείξει στο πρωτότυπο, πώς αυτό το βάθος εκφράζεται και με το μοναδικό ύφος του ιστορικού, με τη στιφνή του σύνταξη, με τη συσσώρευση ονοματικών προσδιορισμών, με τη δημιουργία δικών του λέξεων κ.λπ. Και της γλώσσας του Σοφοκλή θα μπορεί τώρα να εχτιμήσει καλύτερα την ομορφιά, έτσι που δεν θα γνωρίζει για πρώτη φορά τον τραγικό.
Ένας καινούργιος δρόμος χαράζεται για την ελληνική παιδεία, που υπόσχεται πολύ γονιμότερα αποτελέσματα. Χωρίς εμπόδια δεν θα είναι βέβαια και αυτός. Είναι όμως στο χέρι των φιλολόγων να παραμερίσουν τα εμπόδια και να εφαρμόσουν το καινούργιο σύστημα με πίστη και ενθουσιασμό. Και είμαι βέβαιος πώς δεν θα περάσουν πολλά χρόνια, που οι καλόπιστοι άνθρωποι θα ομολογήσουν, κι αυτοί ακόμα που σήμερα στέκουν κάπως δισταχτικοί μπροστά στο νέο σύστημα, πως με τα μέτρα αυτά έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην παιδεία της πατρίδας μας.
Πηγή foto: http://indobserver.blogspot.grΠΗΓΗ:https://www.pemptousia.gr/2020/09/giati-didaskoume-archea-ellinika-sta/Αντιναύαρχος Λυμπέρης:
Τούτα τα νερά είναι δικά μας – Όταν χρειαστεί, τώρα ξέρετε ότι γίνεται Συγκλονίζει το τηλεγράφημα που απέστειλε ο Αρχηγός Στόλου Αντιναύαρχος
Παναγιώτης Λυμπέρης στα πληρώματα των πλοίων που επέστρεψαν στη βάση τους,
μετά την δίμηνη ένταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. |
ΠΗΓΗ:
ΠΗΓΗ: Parapona-Rodou