Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Τρισάγιος Ύμνος

 Δύναμις τού Τρισαγίου σε μέλος Ιωάννου Παλάση,
Ήχος Β΄.
Ψάλλει ο Βατοπαιδινός και Καρακαλλινός χορός σε πανήγυρη της Ιεράς Μονής Καρακάλλου επί τη μνήμη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου το έτος 2011.

Της Μαγδαληνής Μαρίας!

 Της Μαγδαληνής Μαρίας ...
Εωθινό Γ' σε ήχο τρίτο και τονισμό του Άρχοντα Λαμπαδαρίου της ΜτΧΕ Ελευθεριου Γεωργιάδη. Ερμηνεύει ο χορός ψαλτών "Αντιφωνικό Μέλος" #antifonikomelos υπο τη διεύθυνση του Πρωτοψάλτη Καμαριάρη Γεωργίου.

Τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας!


Ἀνακοινωθέν Αγίας και Ιεράς Συνόδου (25 Ιουνίου 2020 - για την ολοκλήρωση των τακτικών εργασιών της)

Μεταξύ 23-25 τ.μ. Ἰουνίου (2020) συνῆλθεν ἐν τῷ ἐν Σαμπεζύ Γενεύης Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος αὐτοῦ εἰς τήν τακτικήν αὐτῆς συνεδρίαν τοῦ τρέχοντος μηνός. Τήν πρώτην ἡμέραν παρέστησαν καί συνειργάσθησαν μέ τούς συνοδικούς παρέδρους καί οἱ πλεῖστοι τῶν λοιπῶν ἐν Εὐρώπῃ Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου.
Κατά τήν σύσκεψιν ταύτην ἀνεγνώσθησαν καί συνεζητήθησαν καί ὅσα ἐλήφθησαν μέχρι σήμερον Γράμματα τῶν Μακ. Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ἀπαντητικά εἰς τό πρός αὐτούς Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῆς 17ης Μαΐου τ.ἔ., διά τό θέμα τοῦ τρόπου μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας, τό ἀνακῦψαν μετά τήν ἐμφάνισιν τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, διεπιστώθη δέ μέ ἱκανοποίησιν ὅτι ἡ γνώμη αὐτῶν συμπίπτει πρός ἐκείνην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὕτη συνίσταται εἰς τά ἑξῆς: 
α) Τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτον, διότι πιστεύομεν ὅτι δι΄ αὐτοῦ μεταδίδεται εἰς τούς πιστούς αὐτό τοῦτο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον» καί εἶναι ἀδύνατον διά τοῦ Μυστηρίου τούτου τῶν Μυστηρίων νά μεταδοθῇ εἰς τούς μεταλαμβάνοντας ὁποιαδήποτε νόσος. Δι' αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία παραμένει σταθερά καί ἀμετακίνητος εἰς τήν διδασκαλίαν αὐτῆς ὡς πρός τήν οὐσίαν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
β) Ὡς πρός τόν τρόπον μεταδόσεως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων εἰς τούς πιστούς, ἡ Ἐκκλησία, σεβομένη τήν Ἱεράν Παράδοσιν, τήν συνυφασμένην ἀρρήκτως μέ τήν καθ' ἡμέραν ἐκκλησιαστικήν πρακτικήν καί κενωτικήν ἐμπειρίαν, διακρατεῖ τά ἀπό αἰώνων καί μέχρι σήμερον ἰσχύοντα, ὡς φύλαξ καί φρουρός ἀνύστακτος τῶν παραδοθέντων ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί οὐδεμίαν ἀνάγκην εὑρίσκει δι' ἀλλαγήν τοῦ τρόπου τούτου καί μάλιστα ὑπό τήν πίεσιν ἐξωγενῶν παραγόντων.
Συγχρόνως, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, μεριμνῶσα διά τάς ἰδιαιτέρας ἀνάγκας τῶν τέκνων αὐτῆς ἐν τῇ Διασπορᾷ, προτρέπει τούς ἐν αὐτῇ διακονοῦντας Ποιμενάρχας ὅπως, ἐν τῇ ποιμαντικῇ αὐτῶν εὐαισθησίᾳ, εὐθύνῃ καί συνέσει, οἰκονομοῦν προσωρινῶς τά ἀνακύψαντα ἐκ τῶν τοπικῶν νόμων τῆς Πολιτείας προβλήματα, πάντοτε ἐν συντονισμῷ μέ τό ἐν Φαναρίῳ Ἱερόν Κέντρον, διά τήν μείζονα πνευματικήν ὠφέλειαν τοῦ χριστωνύμου λαοῦ. 

Ἐν Γενεύῃ, τῇ 25ῃ Ἰουνίου 2020

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας
τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

Ὁ Διγενὴς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τόν ἐτρομάσσει.
Βροντᾷ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σειέται ὁ ἀπάνω κόσμος
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾷ, πῶς θὰ τόνε σκεπάσῃ,
πῶς θὰ σκεπάσῃ τὸν ἀϊτὸ τῆς γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
῾Η ἀνδρικὴ φωνὴ μὲ τὴν κρητικὴν προφορὰν ἠκούετο εἰς τὸ ραδιόφωνον. Ὅλος ὁ θαυμασμὸς τοῦ ῾Ελληνικοῦ λαοῦ διὰ τὸν μεσαιωνικόν μας ἥρωα ἔχει συγκεντρωθῆ εἰς τοὺς στίχους καὶ τὴν μουσικὴν αὐτοῦ τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος.


Ὁ γηραιὸς Κρητικός, τὸν ὁποῖον ἀποκαλοῦν ἀκόμη καπετὰν Μανώλην, κάθηται πλησίον τοῦ ραδιοφώνου μετὰ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας τῆς θυγατρός του.
Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἦλθεν ἐκ Κρήτης καὶ διέρχεται τὰς περισσοτέρας ὥρας μετὰ τῶν δύο ἐγγόνων του, τοῦ Γεωργίου καὶ τοῦ ὁμωνύμου του Μανώλη. Καὶ αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὅλοι παρακολουθοῦν τὴν ἐκπομπὴν τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μεταδίδει δημοτικὰ κρητικὰ ᾄσματα.

Φαίνεται ὅτι πολὺ συνεκινήθη ὁ παλαιός ἀγωνιστής, διότι ἠκούσθη νὰ συνοδεύῃ τὸ ᾆσμα μὲ ὀλίγον τρέμουσαν, ἀλλ’ ἀρμονικὴν φωνήν.

– Παπποῦ, πόσον ὡραῖα τραγουδᾷς! τοῦ εἶπεν ὁ μικρὸς Μανώλης, μόλις ἐτελείωσεν ἡ ἐκπομπή. Θὰ μᾶς εἰπῇς καὶ ἄλλα τραγούδια;

– Παιδιά μου, ποτὲ δὲν ὑπῆρξα καλὸς τραγουδιστής. Εἰς τὴν Κρήτην ὑπάρχουν πολλοὶ ἄριστοι τραγουδισταί, ὅπως ὑπάρχουν καὶ ἄριστοι πολεμισταί, πολὺ ἀνώτεροι ἀπὸ ἐμένα.
Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦ Διγενῆ τὸ ἐτραγουδούσαμεν ὅλοι, ὅταν ἐπηγαίναμεν εἰς τὸν πόλεμον. Ὅσον γενναῖος καὶ ἂν ἦτο κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς, πῶς ἠδύνατο νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν Διγενῆ μας;

Ὁ γέρων εἶπεν αὐτοὺς τοὺς λόγους ὡς νὰ ἤθελε νὰ δικαιολογηθῇ, διότι παρεσύρθη ἀπὸ τὴν συγκίνησίν του καὶ ἐτραγούδησε.

– Καὶ ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Διγενής; ἠρώτησε τώρα ὁ μεγαλύτερος ἔγγονος, ὁ δεκαετὴς Γεώργιος.

– Ἀλήθεια, δὲν ἔχετε ἀκούσει διὰ τὸν Διγενῆ, τὸν μεγαλύτερον ἥρωα, ὁ ὁποῖος ἐπάλαισε καὶ μὲ τὸν ἴδιον τὸν Χάροντα, ὅπως λέγει ἓνα ἄλλο τραγούδι;

Ὁ γέρων ἐφαίνετο παραξενευμένος διὰ τὴν ἀμάθειαν τῶν ἐγγόνων του. Αὐτὸς καὶ οἱ συνομήλικοί του εἶχον μάθει τόσα καὶ τόσα διὰ τὸν Διγενῆ, πρὶν ὑπάγουν ἀκόμη εἰς τὸ σχολεῖον.

– Πότε καὶ ποῦ ἐζησε, παπποῦ, ὁ Διγενής; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γεώργιος.

– Παιδί μου, ἐγὼ δὲν ἐπῆγα εἰς τὸ σχολεῖον περισσότερον ἀπὸ τρία ἔτη καὶ οὔτε ἀργότερον ἐφρόντισα νὰ μάθω περισσότερα διὰ τὸν Διγενῆ. Γνωρίζω μόνον ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἥρως ἀπὸ ὅσους ἐγέννησεν ἡ πατρίς μας. Καὶ ἔχω μάθει πολλὰ τραγούδια διὰ τὰ κατορθώματά του.

Ὁ κύριος Βασίλειος, ὁ γαμβρὸς τοῦ γέροντος καὶ πατὴρ τῶν δύο παιδίων, ὁ ὁποῖος μέχρι τῆς στιγμῆς παρηκολούθει σιωπηλὸς τὴν συζήτησιν, ἀπεφάσισε νὰ ἱκανοποιήση τὴν περιέργειαν τῶν υἱῶν του.

Παιδιά μου, ὅταν θὰ φοιτήσετε εἰς τὴν πέμπτην τάξιν τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, θὰ μάθετε τὴν ἱστορίαν τοῦ Διγενῆ. ᾽Εγὼ τώρα θὰ σᾶς δώσω μόνον μερικὰς πληροφορίας.

῾Ο Διγενής ἦτο ἀκρίτας, δηλαδὴ φύλαξ τῶν συνόρων τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, καὶ ἔζησε πλησίον τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. ᾽Εκεῖ τότε, κατὰ τὸν δέκατον αἰῶνα μ.Χ., ἦσαν τὰ σύνορα τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Ἀράβων.
Καὶ καθημεριναὶ ἦσαν αἱ συγκρούσεις τῶν ἀκριτῶν πρὸς τοὺς ἀπελάτας, ὅπως ὠνομάζοντο οἱ Ἄραβες λῃσταί, οἱ ὁποῖοι ἔκαμνον ἐπιδρομὰς εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος, ἐφόνευον ἢ ᾐχμαλώτιζον τοὺς κατοίκους καὶ ἐλεηλάτουν τὰς περιουσίας των.

Ὁ πατὴρ τοῦ Διγενῆ ἦτο Σαρακηνός, δηλαδὴ Ἂραψ, καὶ ὑπανδρεύθη τὴν ῾Ελληνίδα σύζυγόν του, ἀφοῦ ἐδέχθη νὰ γίνῃ χριστιανὸς καὶ ὑπήκοος τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.

Διὰ τοῦτο ὁ υἱός των ὠνομάσθη Διγενής, διότι κατήγετο ἀπὸ δύο γένη, ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν καὶ τὸ ἀραβικόν. Τὸ κύριον ὄνομά του ἦτο Βασίλειος.

Τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ, ὃταν ἦτο ἀκόμη μικρός, κατέπληξαν τοὺς συγχρόνους του. ᾽Εφόνευσε λέοντας καὶ ἄλλα θηρία εἰς τὸ κυνήγιον, εἰς ἡλικίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν μόνον μὲ παιγνίδια ἀσχολούμεθα.

Ὅταν ἐμεγάλωσε, τότε πλέον τὰ ἀνδραγαθήματά του ἦσαν ὑπεράνθρωπα. Οἱ περιφημότεροι ἀπελάται, οἱ ὁποῖοι εἶχον τρομοκρατήσει όλην τὴν περιοχήν, ἢ ἐφονεύθησαν ἢ ἐταπεινώθησαν ἀπὸ τὸν Διγενῆ.
Τὸ δὲ καταπληκτικώτερον εἶναι, ὅτι αὐτοὶ ἐπολέμουν πενῆντα καὶ ἑκατὸν μαζί, ἐνῷ ὁ Διγενὴς   οὐδέποτε κατεδέχθη νὰ ἔχῃ ἔστω καὶ ἕνα μόνον συνοδόν.

Διὰ νὰ δείξῃ τὴν περιφρόνησίν του πρὸς τοὺς ἀπελάτας, ἔκτισεν ἕνα θαυμάσιον ἀνάντορον εἰς τόπον ἐρημικόν, ἀλλ’ ὡραῖον, πλησίον τοῦ Εὐφράτου, ὅπου ἐγκατεστάθη μετὰ τῆς συζύγου του Εὐδοκίας.

Τριακόσιοι ἀπελάται πηγαίνουν νὰ ἁρπάσουν τὴν Εὐδοκίαν, ἀλλὰ νικῶνται ἀπὸ μόνον τὸν Διγενῆ. Εἷς τρομερὸς δράκος μίαν ἡμέραν ὁρμᾷ νὰ τὴν κατασπαράξῃ, ἀλλὰ πίπτει ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Διγενῆ.

῾Η φήμη του φαίνεται ὅτι ἐνοχλεῖ τὴν ὑπερήφανον καὶ ἀήττητον Μαξιμώ, βασίλισσαν τῶν Ἀμαζόνων, τῶν πολεμοχαρῶν γυναικῶν.
Καὶ ἀποφασίζει νὰ μονομαχήσῃ μαζί του, ὅταν τὸν βλέπῃ νὰ ἀντιμετωπίζῃ. μόνος καὶ αὐτὴν καὶ τοὺς συμμάχους της ἀπελάτας. Ἀλλὰ καὶ αὐτή νικᾶται καὶ σῴζεται μόνον ἐλαφρῶς τραυματισμένη εἰς τὴν χεῖρα, διότι ἦτο γυνὴ καὶ τὴν ἐλυπήθη ὁ Διγενής.

Ὁ Διγενὴς ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν τριάντα τριῶν ἐτῶν. ῏Ητο νέος ὡς ὁ Ἀχιλλεύς, ρωμαλέος ὡς ὁ ῾Ηρακλῆς καὶ ἔνδοξος ὡς ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὅπως ἔγραψε δι’ αὐτὸν εἷς σοφός.

῾Ο ῾Ελληνικὸς λαὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος τόσον πολὺ ἐθαύμαζε τὰ κατορθώματά του, δὲν ἠδύνατο νὰ πιστεύσῃ ὅτι ἀπέθανεν ὁ ἣρως ὅπως ἀποθνήσκουν οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι. ῾Εφαντάσθη λοιπὸν ὅτι ἐπάλαισε μὲ τὸν Χάροντα καὶ μάλιστα παρ’ ὀλίγον νὰ τὸν νικήση.

Καὶ διὰ νὰ ὑμνήσῃ ὁ ῾Ελληνικὸς λαὸς τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ καὶ τῶν ἄλλων ἀκριτῶν, συνέθεσε πολλὰ ᾡραῖα ᾄσματα, τὰ ὁποῖα ᾄδονται μέχρι σήμερον εἰς πολλὰ μέρη τῆς πατρίδος μας.
Εἰς τὴν Κρήτην, εἰς τὴν Κύπρον καὶ εἰς ὅσα μέρη ἔχουν ἐγκατασταθῆ Πόντιοι πρόσφυγες, ἐκεῖ πρὸ πάντων ἀκούονται καὶ σήμερον τὰ ἀκριτικὰ ᾄσματα.

Ὁ παπποῦς, τὰ δύο παιδιὰ καὶ ἡ μήτηρ των, ἡ κυρία ῾Ελένη, παρηκολούθουν τὴν διήγησιν τοῦ κυρίου Βασιλείου ἄφωνοι. Φαίνεται ὅτι ἔκαμαν μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς αὐτοὺς τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ…

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ε´ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Γ.ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ – Θ.ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ-Δ.ΔΟΥΚΑ Δ.ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ – Ν.ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1957

Εἰκόνα ἀπὸ:etaxivamvak

Δεύτε προσκυνήσωμεν!

 Δεύτε προσκυνήσωμεν / Τρανουπόλεως Γερμανός

Θεία Κοινωνία!

του αρχιμανδρίτου Χρυσ Παπαθανασίου

Ό ιερεύς πρό της Θ. Κοινωνίας ενώπιον της Άγιας Τραπέζης με συντριβήν καρδίας, ταπείνωσιν, εύλάβειαν και φόβον Θεοΰ, συλλογιζόμένος την άναίμακτον θυσίαν του Χρίστου, αναγιγνώσκει ή ακούει τις ευχές προ της Θ. Μεταλήψεως.
Ακολούθως, αφού ζητήσει συγχώρησιν παρά των άλλων ιερέων, του διακόνου και του λαού, λέγει, τα λόγια: «Ιδού προσέρχομαι Χριστώ τω άθανάτω βασιλεί και Θεω ημών. Μεταδίδοταί μοι…».

Έπειτα λαμβάνει μι­κράν μερίδα εκ του Άγιου Άρτου άπό το τμήμα εκείνο πού φέρει τον χαρακτήρα ΧΣ και μεταλαμ­βάνει. Ακολούθως, αφού λάβει το Άγιον Ποτήριον μαζί με το μάκτρον και ειπεί:
«Έτι μεταδίδοταί μοι…», μεταλαμβάνει Αίμα Χρίστου, αποσπογγίζει με το μάκτρον τα ίδια χείλη του και το Αγ. Πο­τήριον και αφού το ασπασθεί το εναποθέτει μετ’ευλάβειας στην Αγία Τράπεζα λέγων, «τούτο ήψατο των χειλέων μου και άφελεί τάς ανομίας μου και τάς αμαρτίας μου περικαθαριεί».
Μετά τον ιερέα μεταλαμβάνει ο διάκονος, τον οποίον κοινωνεί ο ιε­ρεύς. Ο Αρχιερεύς μεταλαμβάνει μόνος του και πρώτος. Οι ιερείς μεταλαμβάνουν ο καθένας κατά την τάξιν και τον βαθμόν τους.
Εάν τελείται Αρχιε­ρατική Θ. Λειτουργία, όλοι οι ιερείς και ο διάκονος κοινωνούν από τον Αρχιερέα.

Όσον αφορά τους κληρικούς οι οποίοι δεν λει­τούργησαν και επιθυμούν να κοινωνήσουν, τότε πε­ρίπου μετά το «Πάτερ ημών» φορούν τα διακριτικά του βαθμού τους, συμμετέχουν στις προπαρασκευ­αστικές ευχές του λειτουργού ιερέως και κοινωνούν κατά τάξιν μετά τον λειτουργούντα ιερέα, οιονδή­ποτε οφφίκιο κι αν φέρουν μόνοι τους,πλήν του διακόνου στον οποίο μεταδίδει τη Θ. Κοινωνία ο λειτουργός ιερεύς.
Ο διάκονος ποτέ δεν μεταδίδει στον ιερέα Θ. Κοινωνία. Ο 18ος κανών της Α’ Οικου­μενικής Συνόδου είναι σαφής:
«Εμμενέτωσαν οι διάκονοι τοις ιδίοις μέτροις, ειδότες ότι του μεν επι­σκόπου υπηρέται εισί, των δε πρεσβυτέρων ελάτους. Λαμβανέτωσαν δε κατά την τάξιν την Ευχαριστίαν μετά τους πρεσβυτέρους ή του επισκόπου μεταδιδόντος αυτοίς ή του πρεσβυτέρου.
Πηγή: Προσκυνητής

Χαμογέλα!!

 αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Να έχεις ευγνωμοσύνη για το πιάτο φαγητού που έχεις, για τον άνθρωπο που σε νοιάζεται, για την δουλειά που έχεις.
Να έχεις ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που ίσως είναι «μικρά» αλλά τα έχεις. Φαντάσου να μην τα είχες κι αυτά…

Είναι μεγάλη αρετή το να έχεις ευγνωμοσύνη κι ας μην σου πάνε όλα καλά και ιδανικά. Σίγουρα υπάρχουν και καλύτερα, σίγουρα όμως υπάρχουν και χειρότερα.
Μην πέσεις στην παγίδα να συγκρίνεις την ζωή σου με άλλες ζωές ανθρώπων (που θεωρείς πετυχημένους) πέφτοντας στην αχαριστία για αυτά που ήδη έχεις στην ζωή σου.
Να προσπαθείς για το καλύτερο, όμως με πνεύμα ταπείνωσης και απλότητας, χωρίς εμμονές και υστερίες.
Χαμογέλα με ευγνωμοσύνη στον Θεό που επέτρεψε να έχεις αυτά που έχεις ή στερείσαι αυτά που ποθείς. Ξέρει ο Θεός τι επιτρέπει στην ζωή μας. Σίγουρα παίζει ρόλο και η δίκη μας προσπάθεια και ικανότητα αλλά σίγουρα παίζει ρόλο και η Θεία Πρόνοια.
Δια της ευγνωμοσύνης θα βρούμε και την ειρήνη, διότι η ειρήνη θανατώνεται με την αχαριστία μας που γεννά την γκρίνια και τα παράπονα κι έτσι δυστυχώς επικρατεί στην ψυχή μας ταραχή.
Ο εγωιστής άνθρωπος πάντα λέγει «γιατί», παραπονιέται. Θεωρεί ότι αξίζει πάντα περισσότερα. Δεν ησυχάζει ποτέ. Έχει απαιτήσεις από τους άλλους, αναζητά την αναγνώριση και την επίγεια δόξα.
Από την άλλη, ο άνθρωπος του Θεού λέγει εύκολα «ευχαριστώ». Ευχαριστώ στις χαρές, ευχαριστώ στις λύπες. Ησυχάζει, ειρηνεύει και στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα και στην επιτυχία και στην αποτυχία.
Όχι γιατί είναι αναίσθητος αλλά γιατί η καρδιά του είναι στραμμένη στα έσχατά του. Έτσι οι προτεραιότητες της ζωής του τοποθετούνται ορθά. Ξέρει ποια είναι τα σημαντικά και ποια τα ασήμαντα, ποια είναι τα μεγάλα και ποια τα μικρά.
Πηγή: Με παρρησία…
Εικόνα από: liveinternet.ru

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Οι νύφες της Αυστραλίας!!!



Ο ομογενής Παναγιώτης Φωτάκης από Ρόδο, μετά τις θρυλικές ελληνίδες νύφες της Αυστραλίας ψάχνει τους Ελληνες που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους θέλησαν να ξεκινήσουν μια καλύτερη ζωή έχοντας στο πλάι τους μια σύντροφο «από την πατρίδα»

Σφυρίζοντας από μακριά, σε μια ατμόσφαιρα πανζουρλισμού και αγωνίας, το εντυπωσιακό πλοίο «Begonia», έφτανε στο Port Phillip Bay της Μελβούρνης, σε ένα παράξενο ραντεβού με την Ιστορία. Μετέφερε 900 κοπέλες που είχαν αφήσει τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, για να σμίξουν στην Αυστραλία με συζύγους που δεν είχαν ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή τους. Ηταν 16 Ιουνίου του 1957. Δίπλα σε ανθοδέσμες σφιγμένες από ιδρωμένα χέρια, εν μέσω φωτογραφιών που πάλλονταν στον αέρα, ανδρών που φώναζαν γυναικεία ονόματα ή σκαρφάλωναν στο πλοίο φωνάζοντας «παντρέψου με» στις κοπέλες που κατέβαιναν, στεκόταν ο Χαράλαμπος Κουρουκλίδης ένας άνδρας που είχε φύγει από το χωριό Δομένικο της Ελασσόνας σε ηλικία 20 ετών κυνηγώντας το όνειρο πέρα από τον ωκεανό.

Ο κ. Χαράλαμπος περίμενε την Ουρανία, την παλιά του συμμαθήτρια που είχε προηγουμένως ζητήσει σε γάμο στέλνοντάς της ένα γράμμα και μια φωτογραφία του τραβηγμένη στο Royal Exhibition Building όπως έκανε κάθε επίδοξος γαμπρός της εποχής. «Μία ημέρα νωρίτερα είχα τηλεφωνήσει στο λιμάνι για να ρωτήσω τι ώρα θα αρχίσει η αποβίβαση των γυναικών από την Ελλάδα», διηγείται ο Χαράλαμπος Κουρουκλίδης στα «ΝΕΑ». «Και μου είπαν ότι αυτό θα γίνει στις 10.30. Ηταν όμως λάθος η πληροφόρηση και η αποβίβαση ξεκίνησε στις οκτώ! Οταν λοιπόν έφτασα, η πρώτη κουβέντα της Ουρανίας προς τον γαμπρό, προς εμένα δηλαδή, ήταν "να σε βράσω τώρα που ήρθες!". Ετσι ξεκίνησε μια ιστορία ζωής», λέει γελώντας.


Το ταξίδι με τις 900 νύφες

Την πορεία εκείνων των γυναικών, που ταξίδεψαν ως νύφες και διασκορπίστηκαν στην Αυστραλία, αποφάσισε να αναζητήσει πριν από λίγα χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα μετά την άφιξη του «Begonia», ένας έλληνας ομογενής από την Αδελαΐδα, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης. Το «Begonia» είχε υπάρξει, άλλωστε, κομμάτι και της δικής του ζωής: Σε ηλικία οκτώ ετών μετανάστευσε με τη μητέρα του από τη Ρόδο στην Αυστραλία ταξιδεύοντας επί σχεδόν ένα μήνα μαζί με τις 900 νύφες που έκαναν το θρυλικό δρομολόγιο του «Begonia» το καλοκαίρι του 1957. Ο κ. Φωτάκης κατάφερε να ανακαλύψει πολλές από τις νύφες και να διοργανώσει μια συνάντηση επανένωσης όσων γυναικών βρίσκονταν ακόμη στην Αυστραλία. Πλέον έχει ξεκινήσει έρευνα για τους γαμπρούς του «Begonia», τους Ελληνες που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους σε πολύ δύσκολα χρόνια θέλησαν να ξεκινήσουν μια καλύτερη ζωή έχοντας στο πλάι τους μια σύντροφο «από την πατρίδα».

Ενας από αυτούς είναι ο 87χρονος σήμερα Χαράλαμπος Κουρουκλίδης. «Εφυγα από την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1953 όταν ήμουν σχεδόν 20 ετών. Εφυγα παίρνοντας μαζί μου μια μαξιλαροθήκη μέσα στην οποία είχε βάλει η μάνα μου τα λιγοστά υπάρχοντά μου. Σκοπός μου ήταν να αλλάξω ζωή. Δεν είχα πατέρα, τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και ασχολούμασταν με τα χωράφια για να ζήσουμε, με σιτάρια και καπνό. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Θυμάμαι πως έλεγα στη μητέρα μου ότι θα πάω στην Αυστραλία για δύο τρία χρόνια, να μαζέψω λεφτά, και θα γυρίσω. Νομίζαμε ότι η Αυστραλία είναι λίγο έξω από την Ελλάδα! Τελικά είμαι ακόμη εδώ, 67 χρόνια μετά», διηγείται στα «ΝΕΑ» ο κ. Κουρουκλίδης ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών του.


Η ζωή στη ξενιτιά

«Επιβιβάστηκα σε ένα γερμανοσουηδικό πλοίο και μετά από 27 μέρες ταξιδιού έφτασα στη Μελβούρνη. Ημασταν 65 Ελληνες στο καράβι, οι πρώτοι μετανάστες που πηγαίναμε επισήμως στην Αυστραλία, δηλαδή με έξοδα που είχε πληρώσει εξ ολόκληρου η αυστραλιανή κυβέρνηση. Μόλις φτάσαμε εκεί, μεγάλη υποδοχή μας περίμενε! Ο δεσπότης και εκπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας είχαν καταφτάσει για να μας βγάλουν λόγους και να μας δώσουν συμβουλές. Στη συνέχεια μας έβαλαν κατευθείαν στο τρένο και μεταφερθήκαμε περίπου δυόμισι ώρες έξω από την Πολιτεία της Μελβούρνης σε ένα στρατόπεδο μεταναστών. Εκεί υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις εθνικότητες, Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι, ζούσαμε όμως χωριστά. Εφευγε ο καιρός και δουλειά δεν υπήρχε, ήμαστε μέσα στο στρατόπεδο…

Eίχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος όταν μας μετέφεραν σε ένα άλλο στρατόπεδο στη Νότιο Ουαλία, περίπου 250 χιλιόμετρα έξω από το Σίδνεϊ, καθώς κατέφταναν οι νέες καραβιές ελλήνων μεταναστών και οι Αρχές δεν ήθελαν να έρθουμε σε επαφή μαζί τους. Φοβόντουσαν ότι θα ξεσπούσαν φασαρίες αν οι νεοφερμένοι διαπίστωναν ότι είμαστε εκεί τόσο καιρό χωρίς δουλειά», λέει ο κ. Κουρουκλίδης. «Εκεί, στην πόλη Orange όπου μεταφερθήκαμε μάθαμε κάποια στιγμή ότι υπήρχαν 40 οικογένειες Ελλήνων και τους αναζητήσαμε για βοήθεια. Πράγματι, όταν μας είδαν άρχισαν να ρωτούν πώς ζήσαμε τον πόλεμο στην Ελλάδα και μας έδωσαν από ένα ζευγάρι παπούτσια κι από ένα παλτό γιατί έκανε πάρα πολύ κρύο και λίγα χρήματα στα χέρια», συνεχίζει.

Η περιπλάνηση συνεχίστηκε. Αναζητώντας δουλειά και ακολουθώντας τη συμβουλή ενός γνωστού του, ομογενή, ο κ. Χαράλαμπος έφτασε στο Dubbo όπου εργάστηκε σε κουζίνες εστιατορίων, βοηθός λατζέρη σε μπιραρία και σε άλλες δουλειές βιώνοντας συχνά την εργασιακή εκμετάλλευση που υφίστανται οι μετανάστες. «Οπου έβρισκα καλύτερα, έπαιρνα τη μαξιλαροθήκη μου - με λίγα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια - και πήγαινα», λέει ο ίδιος. «Σιγά σιγά βελτιώθηκε η κατάσταση. Δούλεψα σε φυτείες ζαχαροκάλαμων που είχαν οι Ελληνες στο Μπρισμπέιν αλλά και στο Σίδνεϊ για έξι μήνες και εκεί μου πρότειναν νύφες για να με παντρέψουν. Ομως εγώ είχα στο μυαλό μου την Ουρανία…», εξηγεί. «Την είχα στο μυαλό μου από το σχολείο και παρότι δεν είχαμε μιλήσει ποτέ στο χωριό, την είχα συμπαθήσει.

Οταν ήμουν στο Δομένικο, δεν θα τολμούσα να τη ζητήσω γιατί ήμουν φτωχός, στην Αυστραλία όμως αλλάξανε τα πράγματα… Εστειλα, λοιπόν, ένα γράμμα στον πατέρα της μαζί με φωτογραφίες και του είπα "ζητώ την κόρη σου, αν θέλεις να μου τη δώσεις, στείλτην με τα ρούχα της δεν θέλω χρήματα ούτε κάτι άλλο". Οταν διάβασαν το γράμμα στο χωριό, η αδελφή της λιγοθύμησε που θα έχανε την Ουρανία! Ηταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη. Ηρθε λοιπόν και παντρευτήκαμε. Είχαμε δικό μας μαγαζί όπου πουλούσαμε take away φαγητό και μέναμε από πάνω. Εκεί, μέσα στο μαγαζί, κάναμε και το πάρτι του γάμου. Ζήσαμε μαζί πολύ ωραία για 60 χρόνια, δημιουργήσαμε μια υπέροχη οικογένεια, δύο κόρες και εγγόνια και ακόμη δακρύζουν τα μάτια μου που πριν από μερικά χρόνια αρρώστησε και την έχασα», συμπληρώνει ο κ. Χαράλαμπος.


Κομμάτι της μεταναστευτικής ιστορίας

Μιλώντας στα «ΝΕΑ» για την προσπάθειά του να εντοπίσει τους γαμπρούς του «Begonia» και να καταγράψει την εμπειρία τους ο Παναγιώτης Φωτάκης εξηγεί πως η ιστορία αυτών των ζευγαριών αποτελεί, κατά τη γνώμη του, ένα σημαντικό κομμάτι της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων στην Αυστραλία. «Εχουμε πολλές φορές ασχοληθεί με τις νύφες που στο κατάστρωμα του "Begonia" έκρυβαν τα όνειρα και την ελπίδα να συναντήσουν στην ξενιτιά τους μελλοντικούς συζύγους τους, αλλά θεώρησα ότι πλέον οφείλουμε να ερευνήσουμε και το άλλο εξίσου σπουδαίο κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ», λέει ο κ. Φωτάκης.

«Θέλησα να φέρω στην επιφάνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα των νεαρών ανδρών που είχαν ήδη αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά και έψαχναν να βρουν μια ελληνίδα νύφη για να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Από τότε που ξεκινήσαμε την έρευνα συνειδητοποίησα επίσης πόσο σημαντική είναι αυτή η περίοδος, όχι μόνο ιστορικά αλλά και για τους ομογενείς της δεύτερης γενιάς που διψούν να μοιραστούν τις ιστορίες των γονιών τους», εξηγεί ο κ. Φωτάκης. Ο ίδιος έχει ήδη έρθει σε επαφή με κάποιους από τους γαμπρούς και συνεχίζει την έρευνά του, τα αποτελέσματα της οποίας θα προστεθούν σε παλαιότερο βιβλίο του για τις ελληνίδες νύφες της Αυστραλίας. Ενδιαφέρον για την έκδοση του νέου βιβλίου έχει δείξει και το ελληνικό προξενείο στη Μελβούρνη.


«Αρραβωνιασμένες με φωτογραφία»

Οι νύφες του «Begonia», κορίτσια ηλικίας 17-20 ετών, κάποια από τα οποία είχαν αποχωριστεί με σπαραγμό τις οικογένειές τους και έμελλε να μην τις ξαναδούν ποτέ χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. «Περισσότερες από 250 ήταν ήδη «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία» με κάποιον Ελληνα που ζούσε μόνιμα στην Αυστραλία, άλλες περίπου 350 έρχονταν με μια φωτογραφία στο χέρι για να γνωρίσουν τον γαμπρό και άλλες 300 έρχονταν ελεύθερες για να ξεκινήσουν τη ζωή τους κοντά σε συγγενείς. Ολες ζούσαν με την αγωνία αν ο άνθρωπος που άλλοι είχαν επιλέξει γι' αυτές θα ήταν καλός, νέος, δυνατός και όπως έδειχνε στη φωτογραφία την οποία έκρυβαν σαν φυλαχτό στο στέρνο τους», λέει ο κ. Φωτάκης και συμπληρώνει. «Σε εκείνο το ταξίδι του Begonia βρίσκονταν μόνο 33 άνδρες επιβάτες και λίγες οικογένειες, κυρίως μητέρες με μικρά παιδιά.

Οι αναμνήσεις είναι ανάμεικτες. Θυμάμαι ακόμα τα φύκια που βρίσκαμε μέσα στο νερό, όταν το πόσιμο είχε τελειώσει και το θαλάσσιο ήταν το μόνο διαθέσιμο νερό», διηγείται ο κ. Φωτάκης. «Οι κοπέλες ήταν απόμακρες και φιλικές συγχρόνως. Πολλές ήταν σχεδόν παιδιά, ορισμένες κυκλοφορούσαν με μια φωτογραφία στο χέρι, που την έδειχναν στις άλλες ή σε όποιον ενδιαφερόταν να δει τον "άντρα τους". Ομως, όσο πλησιάζαμε στο λιμάνι η διάθεσή τους άλλαζε, ήταν ανήσυχες, σχεδόν φοβισμένες», λέει ο ίδιος. «Εμείς είχαμε αγοράσει πλήρες εισιτήριο και μέναμε σε καμπίνα με ανέσεις. Ομως πολλές από αυτές ήταν κάτω από το κατάστρωμα, μέσα στη βουή και στη δυσοσμία, γεγονός που έκανε το ταξίδι τους ανυπόφορα μακρύ και δυσάρεστο. Κάποιες ανέβαιναν στο κατάστρωμα και για έναν μήνα κοιμούνταν εκεί… Ταξίδευαν με ένα εισιτήριο των 10 δολαρίων και με το ίδιο είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν μέσα σε 30 ημέρες σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά…».


πηγη:  Parapona-Rodou