Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

Ὁ Διγενὴς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τόν ἐτρομάσσει.
Βροντᾷ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σειέται ὁ ἀπάνω κόσμος
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾷ, πῶς θὰ τόνε σκεπάσῃ,
πῶς θὰ σκεπάσῃ τὸν ἀϊτὸ τῆς γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
῾Η ἀνδρικὴ φωνὴ μὲ τὴν κρητικὴν προφορὰν ἠκούετο εἰς τὸ ραδιόφωνον. Ὅλος ὁ θαυμασμὸς τοῦ ῾Ελληνικοῦ λαοῦ διὰ τὸν μεσαιωνικόν μας ἥρωα ἔχει συγκεντρωθῆ εἰς τοὺς στίχους καὶ τὴν μουσικὴν αὐτοῦ τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος.


Ὁ γηραιὸς Κρητικός, τὸν ὁποῖον ἀποκαλοῦν ἀκόμη καπετὰν Μανώλην, κάθηται πλησίον τοῦ ραδιοφώνου μετὰ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας τῆς θυγατρός του.
Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἦλθεν ἐκ Κρήτης καὶ διέρχεται τὰς περισσοτέρας ὥρας μετὰ τῶν δύο ἐγγόνων του, τοῦ Γεωργίου καὶ τοῦ ὁμωνύμου του Μανώλη. Καὶ αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὅλοι παρακολουθοῦν τὴν ἐκπομπὴν τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μεταδίδει δημοτικὰ κρητικὰ ᾄσματα.

Φαίνεται ὅτι πολὺ συνεκινήθη ὁ παλαιός ἀγωνιστής, διότι ἠκούσθη νὰ συνοδεύῃ τὸ ᾆσμα μὲ ὀλίγον τρέμουσαν, ἀλλ’ ἀρμονικὴν φωνήν.

– Παπποῦ, πόσον ὡραῖα τραγουδᾷς! τοῦ εἶπεν ὁ μικρὸς Μανώλης, μόλις ἐτελείωσεν ἡ ἐκπομπή. Θὰ μᾶς εἰπῇς καὶ ἄλλα τραγούδια;

– Παιδιά μου, ποτὲ δὲν ὑπῆρξα καλὸς τραγουδιστής. Εἰς τὴν Κρήτην ὑπάρχουν πολλοὶ ἄριστοι τραγουδισταί, ὅπως ὑπάρχουν καὶ ἄριστοι πολεμισταί, πολὺ ἀνώτεροι ἀπὸ ἐμένα.
Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦ Διγενῆ τὸ ἐτραγουδούσαμεν ὅλοι, ὅταν ἐπηγαίναμεν εἰς τὸν πόλεμον. Ὅσον γενναῖος καὶ ἂν ἦτο κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς, πῶς ἠδύνατο νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν Διγενῆ μας;

Ὁ γέρων εἶπεν αὐτοὺς τοὺς λόγους ὡς νὰ ἤθελε νὰ δικαιολογηθῇ, διότι παρεσύρθη ἀπὸ τὴν συγκίνησίν του καὶ ἐτραγούδησε.

– Καὶ ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Διγενής; ἠρώτησε τώρα ὁ μεγαλύτερος ἔγγονος, ὁ δεκαετὴς Γεώργιος.

– Ἀλήθεια, δὲν ἔχετε ἀκούσει διὰ τὸν Διγενῆ, τὸν μεγαλύτερον ἥρωα, ὁ ὁποῖος ἐπάλαισε καὶ μὲ τὸν ἴδιον τὸν Χάροντα, ὅπως λέγει ἓνα ἄλλο τραγούδι;

Ὁ γέρων ἐφαίνετο παραξενευμένος διὰ τὴν ἀμάθειαν τῶν ἐγγόνων του. Αὐτὸς καὶ οἱ συνομήλικοί του εἶχον μάθει τόσα καὶ τόσα διὰ τὸν Διγενῆ, πρὶν ὑπάγουν ἀκόμη εἰς τὸ σχολεῖον.

– Πότε καὶ ποῦ ἐζησε, παπποῦ, ὁ Διγενής; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γεώργιος.

– Παιδί μου, ἐγὼ δὲν ἐπῆγα εἰς τὸ σχολεῖον περισσότερον ἀπὸ τρία ἔτη καὶ οὔτε ἀργότερον ἐφρόντισα νὰ μάθω περισσότερα διὰ τὸν Διγενῆ. Γνωρίζω μόνον ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἥρως ἀπὸ ὅσους ἐγέννησεν ἡ πατρίς μας. Καὶ ἔχω μάθει πολλὰ τραγούδια διὰ τὰ κατορθώματά του.

Ὁ κύριος Βασίλειος, ὁ γαμβρὸς τοῦ γέροντος καὶ πατὴρ τῶν δύο παιδίων, ὁ ὁποῖος μέχρι τῆς στιγμῆς παρηκολούθει σιωπηλὸς τὴν συζήτησιν, ἀπεφάσισε νὰ ἱκανοποιήση τὴν περιέργειαν τῶν υἱῶν του.

Παιδιά μου, ὅταν θὰ φοιτήσετε εἰς τὴν πέμπτην τάξιν τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, θὰ μάθετε τὴν ἱστορίαν τοῦ Διγενῆ. ᾽Εγὼ τώρα θὰ σᾶς δώσω μόνον μερικὰς πληροφορίας.

῾Ο Διγενής ἦτο ἀκρίτας, δηλαδὴ φύλαξ τῶν συνόρων τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, καὶ ἔζησε πλησίον τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. ᾽Εκεῖ τότε, κατὰ τὸν δέκατον αἰῶνα μ.Χ., ἦσαν τὰ σύνορα τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Ἀράβων.
Καὶ καθημεριναὶ ἦσαν αἱ συγκρούσεις τῶν ἀκριτῶν πρὸς τοὺς ἀπελάτας, ὅπως ὠνομάζοντο οἱ Ἄραβες λῃσταί, οἱ ὁποῖοι ἔκαμνον ἐπιδρομὰς εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος, ἐφόνευον ἢ ᾐχμαλώτιζον τοὺς κατοίκους καὶ ἐλεηλάτουν τὰς περιουσίας των.

Ὁ πατὴρ τοῦ Διγενῆ ἦτο Σαρακηνός, δηλαδὴ Ἂραψ, καὶ ὑπανδρεύθη τὴν ῾Ελληνίδα σύζυγόν του, ἀφοῦ ἐδέχθη νὰ γίνῃ χριστιανὸς καὶ ὑπήκοος τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.

Διὰ τοῦτο ὁ υἱός των ὠνομάσθη Διγενής, διότι κατήγετο ἀπὸ δύο γένη, ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν καὶ τὸ ἀραβικόν. Τὸ κύριον ὄνομά του ἦτο Βασίλειος.

Τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ, ὃταν ἦτο ἀκόμη μικρός, κατέπληξαν τοὺς συγχρόνους του. ᾽Εφόνευσε λέοντας καὶ ἄλλα θηρία εἰς τὸ κυνήγιον, εἰς ἡλικίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν μόνον μὲ παιγνίδια ἀσχολούμεθα.

Ὅταν ἐμεγάλωσε, τότε πλέον τὰ ἀνδραγαθήματά του ἦσαν ὑπεράνθρωπα. Οἱ περιφημότεροι ἀπελάται, οἱ ὁποῖοι εἶχον τρομοκρατήσει όλην τὴν περιοχήν, ἢ ἐφονεύθησαν ἢ ἐταπεινώθησαν ἀπὸ τὸν Διγενῆ.
Τὸ δὲ καταπληκτικώτερον εἶναι, ὅτι αὐτοὶ ἐπολέμουν πενῆντα καὶ ἑκατὸν μαζί, ἐνῷ ὁ Διγενὴς   οὐδέποτε κατεδέχθη νὰ ἔχῃ ἔστω καὶ ἕνα μόνον συνοδόν.

Διὰ νὰ δείξῃ τὴν περιφρόνησίν του πρὸς τοὺς ἀπελάτας, ἔκτισεν ἕνα θαυμάσιον ἀνάντορον εἰς τόπον ἐρημικόν, ἀλλ’ ὡραῖον, πλησίον τοῦ Εὐφράτου, ὅπου ἐγκατεστάθη μετὰ τῆς συζύγου του Εὐδοκίας.

Τριακόσιοι ἀπελάται πηγαίνουν νὰ ἁρπάσουν τὴν Εὐδοκίαν, ἀλλὰ νικῶνται ἀπὸ μόνον τὸν Διγενῆ. Εἷς τρομερὸς δράκος μίαν ἡμέραν ὁρμᾷ νὰ τὴν κατασπαράξῃ, ἀλλὰ πίπτει ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Διγενῆ.

῾Η φήμη του φαίνεται ὅτι ἐνοχλεῖ τὴν ὑπερήφανον καὶ ἀήττητον Μαξιμώ, βασίλισσαν τῶν Ἀμαζόνων, τῶν πολεμοχαρῶν γυναικῶν.
Καὶ ἀποφασίζει νὰ μονομαχήσῃ μαζί του, ὅταν τὸν βλέπῃ νὰ ἀντιμετωπίζῃ. μόνος καὶ αὐτὴν καὶ τοὺς συμμάχους της ἀπελάτας. Ἀλλὰ καὶ αὐτή νικᾶται καὶ σῴζεται μόνον ἐλαφρῶς τραυματισμένη εἰς τὴν χεῖρα, διότι ἦτο γυνὴ καὶ τὴν ἐλυπήθη ὁ Διγενής.

Ὁ Διγενὴς ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν τριάντα τριῶν ἐτῶν. ῏Ητο νέος ὡς ὁ Ἀχιλλεύς, ρωμαλέος ὡς ὁ ῾Ηρακλῆς καὶ ἔνδοξος ὡς ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὅπως ἔγραψε δι’ αὐτὸν εἷς σοφός.

῾Ο ῾Ελληνικὸς λαὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος τόσον πολὺ ἐθαύμαζε τὰ κατορθώματά του, δὲν ἠδύνατο νὰ πιστεύσῃ ὅτι ἀπέθανεν ὁ ἣρως ὅπως ἀποθνήσκουν οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι. ῾Εφαντάσθη λοιπὸν ὅτι ἐπάλαισε μὲ τὸν Χάροντα καὶ μάλιστα παρ’ ὀλίγον νὰ τὸν νικήση.

Καὶ διὰ νὰ ὑμνήσῃ ὁ ῾Ελληνικὸς λαὸς τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ καὶ τῶν ἄλλων ἀκριτῶν, συνέθεσε πολλὰ ᾡραῖα ᾄσματα, τὰ ὁποῖα ᾄδονται μέχρι σήμερον εἰς πολλὰ μέρη τῆς πατρίδος μας.
Εἰς τὴν Κρήτην, εἰς τὴν Κύπρον καὶ εἰς ὅσα μέρη ἔχουν ἐγκατασταθῆ Πόντιοι πρόσφυγες, ἐκεῖ πρὸ πάντων ἀκούονται καὶ σήμερον τὰ ἀκριτικὰ ᾄσματα.

Ὁ παπποῦς, τὰ δύο παιδιὰ καὶ ἡ μήτηρ των, ἡ κυρία ῾Ελένη, παρηκολούθουν τὴν διήγησιν τοῦ κυρίου Βασιλείου ἄφωνοι. Φαίνεται ὅτι ἔκαμαν μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς αὐτοὺς τὰ κατορθώματα τοῦ Διγενῆ…

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ε´ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Γ.ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ – Θ.ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ-Δ.ΔΟΥΚΑ Δ.ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ – Ν.ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1957

Εἰκόνα ἀπὸ:etaxivamvak