Ο φαρμακοποιός του Οθωνα που μελέτησε τη φθορά του Παρθενώνα
Ο χημικός Ξαβιέρ Λάντερερ συνέβαλε στη θεμελίωση της αρχαιολογικής συντήρησης στην Ελλάδα
Ηρθε από το Μόναχο το 1833, για να υπηρετήσει τον Οθωνα ως «φαρμακοποιός της βασιλικής αυλής». Εγινε ο πρώτος καθηγητής Χημείας και συνέβαλε στην οργάνωση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε πάθος για την Ελλάδα, ενώ συνδέθηκε και με την «υψηλή κοινωνία» της, καθώς μία κόρη του παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Αβέρωφ. Φυσικά, ο χημικός Ξαβιέρ Λάντερερ (1809-1885) έχει και άλλους λόγους να μνημονεύεται: η ιστορία της επιστημονικής αρχαιολογικής συντήρησης στην Ελλάδα ξεκινάει με τη δική του δραστηριότητα.
Το έργο του παρουσιάστηκε χθες στη διεθνή επιστημονική ημερίδα «History of
Cultural Heritage Conservation: From the First Scientific Laboratories to the
World Conservation Centres», που διοργάνωσε στο Μουσείο της Ακρόπολης η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, με τη συμμετοχή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ημέρας Συντήρησης (15 Οκτωβρίου). Για τον Λάντερερ μίλησε η συντηρήτρια της ΔΣΑΝΜ, δρ Μαρία Δελή, η οποία σκιαγράφησε κατ’ αρχήν τα όρια της δράσης του: η ανακήρυξη της Ακρόπολης ως μνημείου το 1835 είχε μεν οδηγήσει σε αύξηση των ανασκαφών (κυρίως από τη νεοσύστατη Αρχαιολογική Υπηρεσία και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία), ωστόσο ο Λάντερερ δεν είχε άλλο εργαστήριο ανάλυσης των αρχαιοτήτων πέρα από το ιδιωτικό του και εκείνο του βασιλικού φαρμακοποιείου.
Εστω κι έτσι, άρχισε να συνεργάζεται με τον Εφορο Αρχαιοτήτων Κυριακό Πιττάκη, ο οποίος παρείχε στον Λάντερερ αρχαιολογικό υλικό για τις μελέτες του, που δημοσιεύονταν στο έντυπο της Αρχαιολογικής Εταιρείας «Αρχαιολογική Εφημερίς». Πρόσφατες έρευνες αποκαλύπτουν κι άλλες ερευνητικές δραστηριότητές του, μία εκ των οποίων είναι η εξής: σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1842, έκανε λόγο για μια παράξενη ουσία, εντοπισμένη σε ένα αγγείο από την Κέα, που αρχικά θεώρησε ότι ήταν μελάνι· όταν όμως την υπέβαλε σε συγκεκριμένες αναλυτικές μεθόδους, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για το γνωστό «κώνειο»· μελετώντας γραπτές πηγές, ο Λάντερερ επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός αρχαίου τελετουργικού στην Κέα, στο πλαίσιο του οποίου κάποιοι ηλικιωμένοι κατανάλωναν το κώνειο ως μέρος μιας πρακτικής εθελοντικής ευθανασίας.
Ο Λάντερερ μελέτησε ακόμα τις ταφικές τεχνικές αλλά και τις μεθόδους βαφής που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Ιδιαίτερα επίσης τον ενδιέφερε η φθορά των μεταλλικών αντικειμένων και συγκεκριμένα η «πατίνα» τους, την οποία παρατηρούσε χωρίς να γνωρίζει ακόμα αν η παρουσία της οφειλόταν στη δράση των ανθρώπων ή του χρόνου. Πολύ σημαντική ωστόσο ήταν η δουλειά του στις Μυκήνες, ως βασικός συνεργάτης του Ερρίκου Σλήμαν στην ανάλυση των ευρημάτων. Με τις γνώσεις του επιβεβαίωσε τις διασυνδέσεις Μυκηναίων και Αιγυπτίων, καθώς εντόπισε την ίδια συγκολλητική ουσία σε κοσμήματα των μεν και νομίσματα των δε.
Μελέτησε και άλλες αρχαιότητες ο Λάντερερ. Λόγου χάριν, δείγματα από τον Παρθενώνα, την Ποικίλη Στοά και άλλα αρχαία μνημεία της Αθήνας, στα οποία εντόπισε την επίδραση της αιθάλης, θέλοντας να κατανοήσει τους μηχανισμούς της φθοράς και του αποχρωματισμού τους. Εστίασε στην τεχνική παραγωγής των γυάλινων ψηφίδων που χρησιμοποιούνταν σε μωσαϊκά της αρχαιότητας και τα οποία συνέκρινε με της Αγίας Σοφίας, της Μονής Δαφνίου, του Οσίου Λουκά. Σε μια δημοσίευσή του έδινε οδηγίες παρασκευής για το λεγόμενο «βασιλικόν ύδωρ» (ένα διάλυμα υδροχλωρικού και νιτρικού οξέος), το οποίο θεωρούσε ιδανικό για την απομάκρυνση ιζημάτων. Κάποιες αρχαιότητες τις μεταχειρίστηκε ενίοτε με τρόπο ακραίο για τα σημερινά δεδομένα. Οπως όμως σημείωσε η Μαρία Δελή, με βασικότερο εργαλείο τον ενθουσιασμό και τις γνώσεις του, «χάραξε τον δρόμο σε ένα αχαρτογράφητο πεδίο, υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και με πλήρη απουσία υποδομών, σε ένα κράτος που ακόμα διαμόρφωνε και πάσχιζε να εδραιώσει την εθνική του ταυτότητα».