Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Ένα παράξενο όνειρο!


Η ΤΡΙΠΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
π. Δημητρίου Μπόκου
-  Γρήγορα, παιδιά, στα κρεβάτια σας! έλεγε και ξανάλεγε η νεαρή μητέρα. Πέστε για ύπνο γρήγορα, έχουμε Χριστούγεννα απόψε, θα σηκωθούμε νύχτα για τη Λειτουργία. Αργείτε τώρα να πέσετε και δεν ξυπνάτε με τίποτε μετά!
Το μικρό αγόρι, περισσότερο απ’ όλους, ήταν το πιο δύσκολο στο ξύπνημα. Καθυστερούσε πάντα με χίλια δυο, για να μην πάει στο κρεβάτι νωρίς. Το νυχτιάτικο ξύπνημα τα Χριστούγεννα ήταν το αληθινό του μαρτύριο. Κι απόψε το τράβηξε όσο πιο πολύ μπορούσε. Όλοι κοιμήθηκαν, μα αυτό ακόμα στριφογύριζε. Η μητέρα του χρειάστηκε να το μαλώσει στα σοβαρά, για να το βάλει επιτέλους στο κρεβάτι.
-  Εμένα δεν θα με ξυπνήσεις απόψε! γκρίνιαξε μουτρωμένο το αγόρι. Δεν θέλω να πάω πουθενά! Δεν με νοιάζουν τα Χριστούγεννα!
Μα όταν κάποτε έκλεισαν τα μάτια του, ένα παράξενο όνειρο το ταξίδεψε μακριά. Σε μια πλάση αλλιώτικη, όπου βίωσε τρία διαφορετικά πρόσωπα του κόσμου. Έζησε μια περιπέτεια που δεν φανταζόταν ποτέ. Και που θα το άλλαζε ολοκληρωτικά.
Ονειρεύτηκε πως βάδιζε μόνο του σ’ ένα μεγάλο δάσος. Τα χιονισμένα κλαδιά τίναζαν το λευκό τους φορτίο στο πέρασμά του. Το αχνό φεγγαρόφωτο αναδευόταν μέσα στην πάλλευκη ατμόσφαιρα. Η νύχτα σκόρπιζε μια αίσθηση μυστηρίου στα σκιερά αφώτιστα μέρη. Ποιος άνεμος οδηγούσε τα βήματά του στην παγωμένη, αφιλόξενη γη;
Το μικρό αγόρι ερχόταν, λέει, από πολύ μακριά. Από έναν τόπο τελείως διαφορετικό. Ήταν τάχα γεννημένο σε μια χώρα όπου βασίλευε το κακό. Έλεγαν πως παλιά ήταν χώρα καρπερή. Μα τώρα τίποτε δεν θύμιζε τα πλούτη και την ευφορία της. Την είχε γυμνώσει η κακία.
Θυμόταν εκεί τον εαυτό του πάντα καταδιωγμένο. Τον έβλεπε να τρέχει κυνηγημένο κάθε στιγμή. Αναζητούσε γωνιά για να ζήσει χωρίς φόβο, μα δεν εύρισκε πουθενά. Το σκέλεθρο του τρόμου ξεφύτρωνε απειλητικό μπροστά του από παντού. Ο πόλεμος ήταν εκεί καθημερινή δουλειά των ανθρώπων.
Δεν σταματούσαν ποτέ να πολεμούν. Ο άντρας τη γυναίκα, ο γείτονας τον γείτονα, η φυλή την άλλη φυλή, ο λαός τον άλλο λαό. Οι μεγάλοι τους μικρούς, οι μικροί τους μεγάλους. Μέσα στα σπίτια, έξω στις γειτονιές, μέσα στις πόλεις, έξω στα χωριά. Αδιάπτωτη έχθρα μέρα και νύχτα βασίλευε ανάμεσά τους. Κατάτρωγε τη ζωή τους αδυσώπητα. Κανένας δεν ειρήνευε με κανένα. Λύση για όλα ήταν ο πόλεμος.
Μέσα στη δίνη της ατέρμονης διαμάχης, ούτε που κατάλαβε πώς και γιατί αφανίστηκε η οικογένειά του ολόκληρη. Κανένας δεν το πληροφόρησε ποτέ. Η τρυφερή του ψυχή μάτωνε από τον πόνο, η αδικία την πλημμύριζε με αναπάντητα ερωτηματικά, μα εξηγήσεις δεν εύρισκε πουθενά. Ο πρώτος που δέχτηκε το αυτονόητο, πλην αδυσώπητο ερώτημά του, ύψωσε αγριεμένος κατάμουτρα στο τρομαγμένο αγόρι, αντί για απάντηση, τον τρομερό του πέλεκυ.
-  Κλείσε το στόμα σου, μικρέ, και δρόμο! Αλλιώς θα πας κι εσύ από ’κει που πήγαν οι δικοί σου! Στο λεπτό! Δεν θα μου κάνει κόπο, πίστεψέ με!
Ρημαγμένες καρδιές όλοι τους, αποκαΐδια του πολέμου! Στεγνές από συμπόνια, γυμνωμένες από ευαισθησία. Η καρδιά του κυνηγημένου παιδιού όμως πνιγόταν. Ποια αχτίνα να φωτίσει την άβυσσο του πόνου του, όταν πυκνά σύννεφα καπνού απ’ τις φωτιές του πολέμου σκέπαζαν αδιάκοπα τον ήλιο και τις ψυχές;
Κατάλαβε πως η δροσερή πνοή αγάπης δεν θα έπνεε ποτέ εδώ. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει απ’ τον καυτό λίβα της καταστροφής. Κανένα δέντρο δεν ευδοκιμούσε στον τόπο που καψαλιζόταν από τον φλογισμένο άνεμο του μίσους. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα, έβλεπε την ανθρώπινη κακία να ισοπεδώνει τα πάντα. Η άλλοτε πλούσια χώρα τους ήταν τώρα σωρός ερειπίων, γη του πυρός και του αίματος. Την είχε δέσει απ’ άκρη σ’ άκρη η δυστυχία με άλυτα βρόχια.
Το μικρό αγόρι ένοιωσε πως θα ’ταν αδύνατο να ζήσει στον τόπο εκείνο. Έτσι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφυγε μακριά απ’ το φλεγόμενο βασίλειο της έχθρας και του πολέμου.
Τα πόδια του βούλιαζαν τώρα κουρασμένα στο παχύ στρώμα του χιονιού, που έτριζε σε κάθε του βήμα. Ο πύρινος τόπος της κακίας είχε μείνει πολύ πίσω. Ένοιωθε ευχάριστη εναλλαγή την εικόνα της χιονισμένης γης γύρω του. Το πυκνό δάσος αραίωσε, το αραιό σκοτάδι άφηνε ήδη να διαφαίνονται θολά κάποια σπίτια στο βάθος. Μια ολόκληρη πόλη, τυλιγμένη στους ατμούς της πρωινής ομίχλης, αναδυόταν εμπρός του.
Απόλυτη ησυχία βασίλευε. Θαμμένα όλα κάτω απ’ το κατάλευκο σάβανο του χιονιού, έμοιαζαν βυθισμένα σε ύπνο βαθύ. Ανάσανε. Πουθενά φωτιές, καπνοί, πολεμικός ορυμαγδός. Φαινόταν ένας κόσμος αλλιώτικος εδώ.
Βάδισε προς το κέντρο της πόλης, σταμάτησε στη μεγάλη στρογγυλή της πλατεία. Δεν θα ’φευγε από ’δω, προτού διερευνήσει το τί και πώς του νέου κόσμου που ανοιγόταν μπροστά του.
-  Μπορώ να μείνω κι εγώ στον τόπο σας εδώ; ρώτησε, όταν αργόσχολοι και περίεργοι σχημάτισαν αρκετά μεγάλο κύκλο γύρω του.
Ανασήκωσαν τους ώμους αδιάφορα, σαν να μην τους αφορούσε το θέμα.
-  Δεν μας πέφτει λόγος τί θα κάνεις! του είπαν. Εσύ θα κρίνεις, αν θέλεις να μείνεις εδώ ή όχι. Από μας έχεις το ελεύθερο, τόσο για να μείνεις, όσο και για να φύγεις. Δεν θα σε εμποδίσει κανένας ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο.
Το μέχρι τότε κυνηγημένο αγόρι ανάσανε. Βρήκε καθησυχαστική την απάντησή τους.
-  Δεν μαλώνετε μεταξύ σας εδώ; τους ρώτησε.
-  Όχι βέβαια! Έχουμε σπουδαίες αρχές εδώ. Ποτέ μας δεν μαλώνουμε. Κανένας δεν πολεμάει κανέναν. Δεν έχουμε διαφορές μεταξύ μας. Έχουμε υψηλό πολιτισμό εμείς. Είμαστε άνθρωποι προχωρημένοι, διακριτικοί, με ευγένεια. Δεν ενοχλούμε ποτέ τον γείτονά μας. Δεν γινόμαστε εμπόδιο στα σχέδιά του. Δεν παρεμβαίνουμε στη ζωή του. Ο καθένας εδώ είναι εντελώς ελεύθερος και απερίσπαστος να οργανώσει τη ζωή του όπως θέλει. Δεν θα τον πειράξει κανένας ποτέ.
Το μικρό αγόρι άκουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά του.
-  Μα είναι δυνατόν, σκεφτόταν, να συμβαίνουν αυτά; Υπάρχει στ’ αλήθεια τέτοιος κόσμος απίθανος, παραμυθένιος; Μα εδώ είναι παράδεισος! Είναι αυτό ακριβώς που πάντα αναζητούσα απεγνωσμένα. Ένας τόπος για να ζήσω δίχως φόβο, να ησυχάσω πραγματικά. Επιτέλους, δεν θα με κυνηγάει κανένας εδώ.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα αποφάσισε να μείνει. Έτσι, προσκολλήθηκε «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», για μικροδουλειές βέβαια, να έχει απλώς τα χρειώδη για την παραμονή του εκεί.
Όλα του φαίνονταν ωραία στον καινούργιο τόπο, παρ’ όλο που ήταν πάντα παγωνιά. Ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από βαριά γκρίζα σύννεφα, δεν έλαμπε ποτέ. Ωστόσο έβλεπε κάποια πράγματα για πρώτη φορά που το παραξένευαν. Δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Και πρώτα -πρώτα τα σπίτια. Ήταν φτιαγμένα όλα με τον ίδιο τρόπο. Από κομμάτια πάγου και όχι από πέτρες. Τετράγωνα, χοντροκομμένα, ψηλά, μα, το πιο παράξενο, χωρίς καθόλου παράθυρα. Ένοιωθε να εκπέμπουν παγωνιά και μοναξιά. Μα ήταν τόσο ευχαριστημένο που για πρώτη φορά στη μικρή του ζωή δεν το ενοχλούσε κανείς, που παράβλεπε εντελώς αυτή του την εντύπωση.
Μια μέρα, περπατώντας κοντά στο σχολείο της πόλης, είδε στην άλλη πλευρά του δρόμου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να προχωράει προσεκτικά στον ολισθηρό δρόμο. Προσπαθούσαν να στηρίξουν ο ένας τον άλλον. Μα κάποια στιγμή ο γεράκος έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε στο χιόνι και κυλίστηκε στον παγωμένο δρόμο. Ένα δυνατό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του. Ο πάγος ήταν σκληρός, μπορεί και να έσπασε κάτι με το άσχημο πέσιμο. Η καημένη γιαγιούλα έβαλε τις φωνές πανικόβλητη. Προσπάθησε να τον σηκώσει, μα στάθηκε αδύνατο. Παραλίγο να βρεθεί και η ίδια στο γλιστερό έδαφος.
Το μικρό αγόρι έτρεξε, μα τα χέρια του ήταν πολύ αδύναμα για να κάνει κάτι. Γύρισε τότε γρήγορα και μπήκε στο σχολείο. Τα παιδιά είχαν φύγει, μα ο δάσκαλος ήταν ακόμα εκεί. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, κρατούσε στα γόνατά του ένα χοντρό βιβλίο και ήταν βυθισμένος στο διάβασμα.
-  Δάσκαλε! φώναξε δυνατά το αγόρι, τρέξε γρήγορα! Ένας παππούς έπεσε και χτύπησε στον παγωμένο δρόμο.
Ο δάσκαλος σήκωσε αργά το κεφάλι του.
-  Θα σηκωθεί πάλι, μην ανησυχείς! είπε χωρίς να δείξει καμμιά ταραχή. Μα κι αν δεν μπορέσει, λίγο το κακό. Συνηθισμένα πράγματα αυτά.
-  Μα είναι πολύ γέρος, ίσως να ’σπασε και το πόδι του. Χωρίς βοήθεια, θα πεθάνει εκεί από την παγωνιά και τον πόνο.
Μα ο δάσκαλος δεν έδωσε περισσότερη σημασία.
-  Αυτό που εγώ κάνω τώρα, είναι πολύ σημαντικότερη δουλειά, απ’ το να τρέξω έξω να βοηθήσω, όπως λες. Δεν γίνεται να τη διακόψω με τίποτε. Ενδιαφέρομαι μονάχα για ό,τι θα μου δώσει δύναμη. Θέλω να πάω σε ψηλότερα επίπεδα. Δύναμη ζητάω, πνευματική και σωματική! Είναι το μόνο που χρειάζομαι. Δεν είσαι τίποτε, αν δεν έχεις δύναμη. Δεν έχεις λόγο να υπάρχεις. Πώς μπορώ να χάνω τον χρόνο μου και να ασχολούμαι με αδύναμα ανθρωπάκια, που μόνο βάρος και πρόβλημα είναι στον κόσμο μας, «άχθος αρούρης», που θα ’πρεπε να έχει προ πολλού εκλείψει; Μη με ξαναδιακόψεις, σε παρακαλώ, για τέτοια τιποτένια πράγματα. Και ήδη με καθυστέρησες πολύ!
Το μικρό αγόρι έμεινε άναυδο. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι μορφωμένοι, ευγενικοί, πολιτισμένοι, καλλιεργημένοι, να είναι τόσο αδιάφοροι και ψυχροί; Να στέκονται με τόσο κυνισμό απέναντι στην ανθρώπινη ανάγκη; Κάτι έσπασε μέσα του. Η τέλεια εικόνα που φιλοτεχνούσε μέσα του για τον κόσμο εκείνο ράγισε.
Πετάχτηκε απ’ το σχολείο γρήγορα να ψάξει για βοήθεια αλλού. Χτύπησε πόρτες κοντινές, δεξιά κι αριστερά, μα δεν άνοιξε καμμιά. Όλες αμπαρωμένες. Τα χωρίς παράθυρα, θεόκλειστα σπίτια υψώνονταν πελώρια παγόβουνα μπροστά του. Χώθηκε στ’ ανοιχτά μαγαζιά παρακαλώντας. Όλοι σήκωναν με περιέργεια το κεφάλι τους, άκουγαν, μα δεν κουνήθηκε φρύδι. Ήταν το συνήθειο τους φαίνεται αυτό.
Κατάλαβε τότε πως δεν υπήρχε πουθενά πραγματικό ενδιαφέρον για κανέναν. Οι πολιτισμένοι τους τρόποι ήταν ψεύτικη βιτρίνα μόνο. Η ευγένειά τους πλαστή. Το αν ζούσε ή πέθαινε κανείς, δεν απασχολούσε ουσιαστικά κανέναν.
-  Αυτό εννοείτε δηλαδή, όταν λέτε πως είστε διακριτικοί και δεν επεμβαίνετε στη ζωή των άλλων; Ωραία λόγια πράγματι, για να κρύβετε την κυνική αδιαφορία σας. Πίσω απ’ την ψυχρή σας ευγένεια η ψυχή σας είναι γυμνή. Κανένα λουλούδι της αγάπης δεν φυτρώνει στον παγωμένο κήπο της καρδιάς σας.
Συγκλονίστηκε. Ένας κόσμος ολόκληρος γκρεμίστηκε μέσα του ξανά. Το όραμα για μια ζωή με ανθρώπινο πρόσωπο τσαλακώθηκε φριχτά. Οι ελπίδες του προδόθηκαν για δεύτερη φορά. Τα χωρίς παράθυρα σπίτια, κλειδαμπαρωμένα σαν τις ψυχές τους, εγγυόνταν στεγανή απομόνωση, εξασφάλιζαν σ’ όλους την ησυχία τους. Δεν υπήρχε γι’ αυτούς πρόσωπο άλλου ανθρώπου, γείτονας, συμπολίτης, κοντινός. Ζούσαν μίζερα, για τον εαυτό τους και μόνο. Ήταν γι’ αυτό πολύ φτωχοί. Φτωχοί και γυμνοί από αγάπη. Οι αδύναμοι θάβονταν κάτω απ’ τον πάγο της αδιαφορίας τους, την ταφόπλακα που στέρευε τις καρδιές από κάθε φρεσκάδα. Η χαρά δεν ανήκε στα ενδημικά είδη του τόπου τους. Χαμόγελα, λουλούδια και δέντρα δεν άνθιζαν ποτέ εκεί.
Το αγόρι κατάλαβε τότε, γιατί ο ήλιος δεν φώτιζε ποτέ τη χώρα εκείνη. Προσδεδεμένη απ’ τον Δημιουργό της στο άρμα του ανθρώπου η κτίση, «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» εξαιτίας του. Ντύθηκε λοιπόν μόνιμα κι αυτή με την παγωνιά της ψυχής του. Η άνοιξη δεν ερχόταν ποτέ.
Σίγουρα δεν βίωναν στη χώρα τους τη φρικτή φλογισμένη ατμόσφαιρα του πολέμου, της έχθρας. Μα και πάλι το μικρό αγόρι φαντάστηκε τη ζωή του ανυπόφορη εκεί. Για δεύτερη φορά αναζήτησε διέξοδο. Έστρεψε τα νώτα και, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, εγκατέλειψε οριστικά το ανήλιαγο παγωμένο βασίλειο της αδιαφορίας.
Και τώρα; Βαδίζει απογοητευμένο ξανά στην άγνωστη ερημιά. Μα είναι μονάχα ένα παιδί. Πόσα βάρη να σηκώσει η ψυχή του; Πόση πίκρα να αντέξει η μικρή τρυφερή του καρδιά;
Μια συκιά ύψωνε το ανάστημά της στην άκρη του δρόμου. Στάθηκε στη σκιά της να ανασάνει. Μα η καταπόνησή του είχε ξεπεράσει τα επιτρεπτά όρια. Ένοιωσε την αδυναμία να παραλύει τα μέλη του. Τα πόδια του έγιναν μολύβι. Η κακουχία στράγγιξε και την τελευταία σταγόνα ζωτικότητας, αναγκάζοντας τον μικρό άνθρωπο, ήδη «ημιθανή τυγχάνοντα», να σωριαστεί στα χώματα της άγνωστης γης.
-  Αυτό θα ’ναι το τέλος μου! πρόλαβε να σκεφτεί μονάχα, προτού σβήσει εντελώς η φλόγα των μικρών του ματιών.
Και όμως! Το όνειρό του δεν έσβησε οριστικά. Το βύθισμά του στην ανυπαρξία δεν κράτησε πολύ. Οι αισθήσεις του ενεργοποιήθηκαν ξανά. Τα μάτια του άνοιξαν σε έναν κόσμο καινούργιο, που δεν έμοιαζε με τους άλλους σε τίποτε.
Ένας καθαρός ανέφελος ουρανός από ατόφιο γαλάζιο απλωνόταν πάνω του. Πουλιά με σπαθωτά πολύχρωμα φτερά, τραγουδώντας σε χίλιους χαρούμενους τόνους, έσκιζαν γοργά τον αέρα. Καταπράσινη χλόη κυμάτιζε σε ολάνθιστα λιβάδια, δροσερές αύρες χάιδευαν πυκνόφυλλα δέντρα σε ισκιωμένα δάση. Ζεστός ο ήλιος αγκάλιαζε την πλάση με γλυκειά θαλπωρή. Πουθενά μαύρα σύννεφα καπνού απ’ τις φωτιές του πολέμου. Πουθενά σκοτάδια, ομίχλη, καταθλιπτική παγωνιά.
Το μικρό αγόρι κοίταζε μαγεμένο. Πατούσε στη γη ή πετούσε στα ουράνια;
-  Αυτό είναι σίγουρα παράδεισος! ψέλλισε συνεπαρμένο. Και δεν γελιέμαι καθόλου αυτή τη φορά. Μα είναι αλήθεια ή όνειρο; Και ποιος με έφερε μέχρι εδώ;
Οι άνθρωποι που το είχαν περιμαζέψει πλησίασαν. Του μίλησαν, το ρώτησαν πώς νοιώθει. Το έπλυναν απαλά, το περιποιήθηκαν. Πέταξαν τα παλιόρουχα που το σκέπαζαν, το έντυσαν με όμορφη ολοκαίνουργη στολή. Του έφεραν νόστιμο φαγητό και δροσερό νερό.
Το αγόρι τους κοίταζε κατάπληκτο. Υπάρχουν λοιπόν και άνθρωποι που νοιάζονται και αγαπούν; Γιατί το ’βλεπε καθαρά στα βλέμματά τους, στα γελαστά τους πρόσωπα, στα τρυφερά τους χάδια, πως οι άνθρωποι τούτοι είχαν κάτι ξεχωριστό. Τα μάτια τους αχτινοβολούσαν αγάπη. Καμμιά αγριάδα ή παγερή αδιαφορία δεν φώλιαζε στην καρδιά τους.
-  Πού βρίσκομαι; ρώτησε, όταν κατάφερε να ξαναβρεί τα λόγια του. Τί τόπος είναι αυτός; Και ποιοι είστε σεις; Είναι αληθινά τα όσα βλέπω, ή μήπως ονειρεύομαι;
-  Βρίσκεσαι στο βασίλειο της αγάπης, μίλησε ένας απ’ αυτούς. Στη φωτεινή χώρα της χαράς. Και δεν είναι καθόλου όνειρο τα όσα βλέπεις, μα η πιο αληθινή πραγματικότητα.
-  Για πρώτη φορά συναντάω την αγάπη. Την έψαχνα παντού, μα δεν την εύρισκα. Αντί γι’ αυτήν μου πρόσφεραν έχθρα, κακία και μια ολόψυχρη αδιαφορία. Δεν πίστευα πως θα τη βρω ποτέ.
-  Τελείωσαν όλα αυτά για σένα πια. Αλλά καιρός να πάμε ως τον βασιλιά μας τώρα που σε περιμένει.
Το μικρό αγόρι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.
-  Με περιμένει εμένα ο άρχοντάς σας; Πώς είναι δυνατόν αυτό;
-  Μα εκείνος είναι που μας έστειλε για να σε βρούμε.
-  Μα αυτό δεν το χωράει το μυαλό μου! Πώς γίνεται να με γνωρίζει ο βασιλιάς σας;
-  «Έρχου και ίδε»! Δεν εξηγούνται με τα λόγια όλα. Μόνο να τα ζήσεις μπορείς. Η αγάπη είναι η χώρα των θαυμάτων. Τίποτε δεν είναι παράξενο εδώ, αν και τίποτε δεν μοιάζει με ό,τι ήξερες.
Μπήκαν στην πόλη και προχώρησαν για το παλάτι. Όλα ήταν καθαρά κι αστραφτερά. Οι άνθρωποι, οι δρόμοι, τα σπίτια, έλαμπαν. Σταμάτησαν στο κέντρο.
-  Φτάσαμε! είπαν, σταματώντας σε μια πόρτα μπροστά, μα το αγόρι ξαφνιάστηκε πάλι.
-  Εδώ μένει ο βασιλιάς σας; Μα αυτό είναι ένα σπίτι σαν όλα τα άλλα.
-  Ακριβώς! Δεν θέλει να ξεχωρίζει από εμάς, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι όμοιός μας σε τίποτε.
Μπήκε με τους άλλους, γεμάτο απορία, στο παλάτι. Μπροστά σ’ έναν μικρό, απέριττο θρόνο όλοι έσκυψαν και προσκύνησαν. Τότε ήταν, που το μικρό αγόρι δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
-  Μα ο βασιλιάς είναι παιδί! φώναξε δυνατά γεμάτο έκπληξη. Ένα μικρό αγόρι σαν εμένα!
Το μικρό παιδί που καθόταν στον θρόνο σηκώθηκε. Πλησίασε το αγόρι, το καλωσόρισε με χαμόγελο, το πήρε από το χέρι και το έβαλε δίπλα του. Γύρισε προς τους ανθρώπους του και είπε:
-  Να, ένας άνθρωπος που δεν έχει πονηριά στην καρδιά του, παρά μόνο πόθο ειλικρινή για την αλήθεια. Όσοι δεν αποκτήσουν καθαρή καρδιά σαν το παιδί αυτό, δεν θα ’χουν θέση στη βασιλεία μου.
Το μικρό αγόρι είχε μείνει έκθαμβο.
-  Από πού με γνωρίζεις; ρώτησε τον μικρό βασιλιά.
-  Προτού σε συναντήσουν οι άνθρωποί μου, σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά. Σου φαίνεται παράξενο αυτό; Αν μείνεις κοντά μου, θα δεις πολύ μεγαλύτερα πράγματα.
-  Ώστε είσαι πραγματικά βασιλιάς! είπε το αγόρι με θαυμασμό. Και γνωρίζεις τα πάντα για μένα! Πιστεύω πως δεν στέκομαι μπροστά σε κοινό θνητό.
-  Μίλησες σωστά! «Η βασιλεία μου ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Ήρθα πράγματι από αλλού. Από τον ουρανό ψηλά. Με έστειλε ο Πατέρας μου να γεννηθώ στη γη, από ανέκφραστη αγάπη για σας. Θα γυρίσω πάλι σ’ αυτόν, αλλά μαζί σας. Λέγομαι Εμμανουήλ, γιατί ήρθα να ζήσω ανάμεσά σας, σαν ένας από σας. Να συναναστραφώ μαζί σας, να με γνωρίσετε από κοντά και να σας ανεβάσω μαζί μου στον θρόνο μου στον ουρανό.
-  Ώστε λοιπόν είσαι «ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος»! Θα είσαι και για μένα στο εξής «ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου», ο μοναδικός Κύριός μου.
Και με τα λόγια αυτά το μικρό αγόρι γονάτισε παρευθύς μπροστά στον βασιλιά του κόσμου, που αν και φαινόταν συνομήλικός του, «παιδίον νέον», ήταν ταυτόχρονα «ο προ αιώνων Θεός».
Μια πρωτόγνωρη ευτυχία το τύλιξε. Το κατατρεγμένο μέχρι τότε παιδί βρήκε επιτέλους μια γωνιά του παραδείσου να ζήσει. Μα ο μικρός βασιλιάς είπε:
-  Η βασιλεία μου θα είναι αιώνια. Και η χαρά σ’ αυτήν ατελεύτητη. Μα έχουμε δρόμο ακόμα μπροστά μας. Ήρθα «τα εσκοτισμένα φωτίσαι, συναγαγείν τα εσκορπισμένα». Να προσκαλέσω κοντά μου τα τέκνα του Θεού, που τώρα τον αγνοούν. Και σεις θα μεταφέρετε το μήνυμά μου στα πέρατα της οικουμένης. «Έσεσθέ μοι μάρτυρες έως εσχάτου της γης».
-  Δηλαδή, θα ξαναπάω στις χώρες που άφησα πίσω μου;
-  Ακριβώς! Αρκετά ταλαιπωρήθηκε, αιώνες τώρα, το πλάσμα του Θεού. Οι χώρες του κόσμου «λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη». Περιμένουν. Εσείς θα είστε οι εργάτες μου, οι θεριστές μου. Θα κοπιάσετε βέβαια, θα υποφέρετε, πολλοί θα μαρτυρήσετε κιόλας. Αλλά θα έχουν λόγο και βαθύ νόημα πλέον οι κόποι σας. Θα τους δείξετε πως μόνη αληθινή οδός, γέφυρα για τη βασιλεία μου, είναι η αγάπη. Αυτή θα σβήνει τη φλόγα του πολέμου, θα λειώνει τον πάγο της αδιαφορίας.
-  Καταλαβαίνω τώρα, Κύριε, γιατί ήρθες κοντά μας. Θα γίνω κι εγώ απόστολός σου! Δεν θα σε απαρνηθώ ποτέ, ακόμα κι αν είναι να δώσω τη ζωή μου για σένα!
-  Να είσαι ευλογημένος και να ξέρεις, πως ποτέ δεν θα ’σαι μόνος σου σ’ αυτό. Θα είμαι πάντοτε μαζί σου.
Και με τα λόγια αυτά ο μικρός βασιλιάς υψώνοντας το χέρι του ευλόγησε το μικρό αγόρι. Μια θεϊκή χάρη το πλημμύρισε μονομιάς. Η ψυχή του αλλοιώθηκε. Η καρδιά του σκίρτησε από άφατη αγαλλίαση, έγινε μια πύρινη φλόγα. Το βλέμμα του έλαμψε.
-  Η περιπέτειά σου δεν τέλειωσε λοιπόν ακόμα. Μάλλον τώρα αρχίζει, είπε χαμογελώντας ο μικρός βασιλιάς.
-  Είμαι έτοιμος, Κύριέ μου! Θα σε ακολουθήσω και στη ζωή και στον θάνατο! είπε με ενθουσιασμό και συγκίνηση το μικρό αγόρι.
Και μέσα του γιγαντώθηκε ο πόθος να είναι πάντοτε πιστός στον Βασιλιά των ουρανών, που έγινε για χάρη του μικρό παιδί στη γη…
Οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες, που σκόρπισαν στον ουρανό νυχτιάτικα γιορτινές μελωδίες, ξύπνησαν και το μικρό αγόρι απ’ την τριπλή ονειρική του περιπέτεια. Και, πράγμα πρωτοφανές, στο λεπτό ήταν έτοιμο! Στράφηκε με πειραχτική διάθεση προς την κατάπληκτη μητέρα του.
-  Αργείτε, μαμά, αργείτε πολύ να ετοιμαστείτε! Κουνηθείτε λοιπόν, βιάζομαι! Κάντε γρήγορα όλοι σας! Δεν πρόκειται να σας περιμένω πλέον από δω και πέρα, …ούτε στιγμή!
Χριστούγεννα 2019

ΠΗΓΗ: Αντιύλη, Ι. Ναός Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα <antiyli.gr@gmail.com> 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!


Τ’ Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ανήμερα, 
θανή, γιορτή κι ανάσταση μνήμης!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851- 3 Ιανουαρίου 1911).
Τ’ Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ανήμερα, της κοίμησής του την μέρα, 3 του Γενάρη, πουρνό πουρνό, όρθρου βαθέως, τι είδα ο κακομοίρης! Ζωντάνεψαν όλα! Χριστούγεννα, Άϊ Βασιλιού, Φώτα! Και να ‘ταν μόνο αυτά;
Σκιάθος σου λέει και νομίζεις πως είναι το σύμπαν!
Μια οικουμένη έφτιαξε! Τι κόσμος!
Και, πλάι, έπαιζε μια άλλη ταινία και ήταν η ζωή του. Λες;
Ναι και τον είδα! Αλλά μπερδεύονταν. Μια έβλεπα διήγημα, μια ζωή πραγματική.
Όλα μια ταινία! Μια υπόθεση! Η ζωή του, τα έργα του! Άλλο πράμα!
Φώτα ολόφωτα ήταν ή τρομάρες; Και ναυάγια και σκοτωμοί και γυρισμοί ξενιτεμένων και μηνύματα και επιταγές να έρχονται και να ανασταίνονται ζωές και να γυρίζουν απ’ τον Άδη, απ’ τα κύματα, τα βάθη της θάλασσας! Πεινασμένα παιδάκια να παρακαλάν, γιατί δεν είχαν «πατέλα στο σπίτι». Ωραίο πολιτισμό είχαν εις το χωρίον εκείνον!
Δεν αντέχονται ένα ένα! Και πώς να τα δεις να ζωντανεύουν όλα μαζί.
Άσχημοι καιροί κι απαραμύθητοι. Πώς να διασκεδάσεις τους καημούς σου!
Ήσουν μόνος και απέναντί σου!
Έπρεπε να παλέψεις με τον εαυτό σου πρώτα.
Και μετά με τ’ άλλα θεριά!
Και εκκλησιασμοί βεβαίως μέρες που είναι. “Μυστήριον ξένον”!
Όταν βλέπαμε «Στον Χριστό στο Κάστρο» ο παπα-Φραγκούλης μου είπε: Γι’ αυτόνε τον Λαμπράκη τα τραβάμε όλα, και μου τον έδειξε μέσα στην βάρκα. Μέρα που είναι να μην λειτουργηθεί η εκκλησιά που γιόρταζε; Εκεί και ο «πελιδνός παράφρων τύρρανος», τοιχογραφία, τιμωρημένος εσαεί ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και Αποστάτης να τον σκοτώνει ο Άγιος Μερκούριος και να ρεζιλεύεται! Να διαβάζουν οι αγράμματοι και να χαίρονται την νίκη της πίστης τους! Ότι άφησαν τα πίσω και τα σκοτεινά και γύρισαν στο φως! Και αυτός ήθελε τα αρχαία κλέη!

– Και τι θα γίνει; Δεν θα μάθει περισσότε ρα γράμματα επειδή είμαστε φτωχοί; Αφού είναι άριστος!
Ναι, θα μάθει τα γράμματα, ο Αλέξανδρος! Και γλώσσες θα μάθει, αυτοδίδακτος μεν, αλλά και μέγας μεταφραστής! Και οι δυσκολίες δυσκολίες. Και θα πεινάσει, και θα ζητήσει ξανά και ξανά να έχει τα λεφτά στην ώρα τους… Λες αυτό να του έσπασε το ηθικό; Μια ζωή στην άκρη καθόταν. Στην τίμια πενία.
Πάντως, πτυχίο δεν αξιώθηκε. Και άλλες προκοπές δεν είχε, όπως ο άλλος Αλέξανδρος! Μωραϊτίδης με τ’ όνομα! Προκομμένος σ’ όλα του! Αυτός, όμως, τον ακοινώνητο Παπαδιαμάντη τον έβαλε στον κόσμο των γραφιάδων, των λογοτεχνών, του Τύπου!
Τα είδα όλα! Και πώς δούλευε στις εφημερίδες, πώς έτρεχε να προλάβει μετά την δουλειά το ηλιοβασίλεμα, πίσω από τη Ακρόπολη!
Να ήταν εκείνη την μέρα, άραγε, που ο πλούσιος Συγγρός είπε στον γνωστό του, όταν χαιρέτησε τον Παπαδιαμάντη, πως δεν ήξερα πως είχες επαφές με επαίτες. Και όταν του ομολόγησε ποιος ήταν, ο Συγγρός έμεινε άναυδος! Άναυδος σου λέω!
Δεν τον έπιανε το μάτι σου! Γιατί οι νεώτεροι συνάδελφοί του τον γνώριζαν; Και, αυτοί για κάποιον άπορο τον πέρασαν, όταν πήγε στην εφημερίδα να παραδώσει το “κατ’ αποκοπήν” διήγημα του! Και τα κείμενα που τους έδινε, και δεν τα έπαιρναν, νόμιζαν πως ήταν πιστοποιητικά απ’ το δήμο, απ’ την πρόνοια, για να πάρει το βοήθημα που έδιναν, για να κάνει κι’ αυτός Χριστούγεννα, Άι Βασίλη, Φώτα!
Εγώ το είδα! Ήταν το σενάριο και άρχισε να ζωντανεύει και να παίζει. Και, έφτασε εκεί. Σκέφτηκα, τι τον λέει τον άνθρωπο; Τι τον βασανίζει; Έτοιμη η ταινία και παίζεται δεν την βλέπει; Με χίλια ζόρια εκείνος ο Σταμ Σταμ επιτέλους κατάλαβε τι γινόταν! Τι κατάλαβε; Έπρεπε, να πέσουν οι τίτλοι του τέλους, για να διαβάσει· Σενάριο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Εκείνο που δεν κατάλαβα ούτε εγώ, ήταν η σκηνοθεσία. Έγραφε Ζωή. Μα η Ζωή Κόπολα δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Ούτε ο πατέρας της, ούτε ο Νονός της 1, 2, 3! Τρεις Νονούς τις έδωσε ο πατέρας της! Τι λέμε τώρα; Χαμένη στην μετάφραση!
Και, ο Αλέξανδρος έπιασε να μεταφράζει τον μακρινό του ξάδελφο, πολύ μακρινό, Ρώσος ήταν, αλλά στενός συγγενής του ψυχικά, ο Θόδωρος Ντοστογιέφσκι: “Έγκλημα και Τιμωρία”!
Και πάλιν, δεν κατάλαβα γιατί στενοχωριόταν που τον είπαν Έλληνα Δοστογιέφσκι! (Θα μου πεις και Δίκενς τον είπα και Πόου)! Και αυτοί καλοί ήταν! Αλλά με τον Ντοστογιέφσκι μια χαρά τον ταίριαξαν! Κι ας έφαγα και μια φάπα ξημέρωμα τ’ Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ανήμερα, πρωί πρωί, απ’ του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη το βαρύ το χέρι!
Μήπως και οι Ρώσοι δεν υποδέχτηκαν με περισσή εκτίμηση και την Φραγκογιαννού του; Την Φόνισσα; Πήγα κάτι να σκεφτώ, κάτι να πω για τον εσωτερικό τους δεσμό, της “Φόνισσας” και του ρωσικού “Εγκλήματος και Τιμωρίας”. Σκέφτηκα, όμως, έρχεται η φάπα και μαζεύτηκα!
Και οι Γάλλοι υποδέχτηκαν την “Φόνισσα” με… αλαλαγμούς και ας λέει ο Δ. Καλοκύρης, «η κόλαση μου είναι οι Γάλλοι»! Ποιοι άλλοι, ποιοι Γάλλοι και ποιοι Ρώσοι;

Ναι, δεν ήταν των γαλλικών κρασιών, αλλά τα κουτσόπινε όλα τα δικά μας. Ήταν η μόνη διασκέδαση του. Ξεχνιόταν και από τα βάσανα του και πιο πολύ ξεχνιόταν στο ποτό και στην κουβέντα κι ας ήταν αμίλητη! Ήθελε να έχει δίπλα του ψυχές χωρίς έπαρση!
Εκεί, στον δικό του κόσμο, τον απλό και το βράδυ που τον τιμούσαν στον Παρνασσό. Αυτός ετοίμαζε ταξίδια, επιστροφές, νοσταλγίες με ένα πλήθος καράβια και σκάφη του καιρού του. Καθένα φορτωμένα με όλα τα καλά και όλες τις δυστυχίες! Όλα τα ναυάγια και όλους τους επιτυχημένους ελλιμενισμούς!
Και στην στεριά δεν έλειπαν τα ναυάγια, και στην στεριά δεν έλειπαν τα καλά λιμάνια, οι σωστικοί ελλιμενισμοί και όλα τα καλά! Δεν τα έτρωγε μόνον ο βυθός των ναυαγίων τα ναυάγια!
Και τον Μανόλη τον είδα! Τον Ταπόη! Ναι, τον είδα! Αλλά τώρα ήταν ο Τσηλότατος Μανόλης, ο Ταπόης ο Γιατρός! Και ο Τσηλότατος πια του έκανε τα θελήματα. Ότι ήθελε η αγαπημένη του μάνα, αυτόν έστελνε να το εκτελέσει! Και έτσι, μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έκανε το απονενοημένο διάβημα να πέσει στο Μπούρτσι! Και δεν θα το κάνει ποτέ! Η γριά θα ζει και αυτός θα ελέγχει από ψηλά τα πάντα.
Έχουν και τα παιδιά και οι αεί παίδες τους δαίμονές τους! (Και ο Ταπόης το ίδιο)! Όταν οι άγγελοι τους νυστάξουν προς ώρας; Νυστάζουν οι άγγελοι; Ίσως τα παιδιά… Και κει τα πολεμά και τα μάχεται Φραγκογιαννού η Φόνισσα!
Τον νουν σας στα παιδιά, με προειδοποίησε. Μου το είπε καθαρά ο Μέγα-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Τον νουν σας στα παιδιά! Να τα σώσετε για να σωθούμε! Να μάθουν τα γράμματα. Και τα ελληνικά, και τα άλλα! Εγώ πώς τα ’μάθα; Έτσι θα μάθουν τα τραγούδια του Ομήρου, τα τραγούδια των τραγωδιών, τα τραγούδια του Θεού. Για Παπαδιαμάντη θα μιλάμε τώρα»;
Και εκεί μου έκλεισε το μάτι χαμογελαστός και δεν το ξανά άνοιξε! Ούτε και το άλλο…
Άρχισα να τον φωνάζω: «Κύριε, κυρ και μπάρμπα Αλέξανδρε…», αλλά δεν είχε άλλη ζωή και έφυγε σήμερα. Σαν σήμερα ή κάπως έτσι.
Μου τα έδειξε όλα! Ήθελε να με χαιρετήσει; Να μου υπενθυμίσει κάτι; Έφυγε γελαστός!
Δεν είχε κακία για κανένα. Το είδα και το γράφω!
Σήμερα τ’ Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ανήμερα, θανή, γιορτή και ανάσταση μνήμης!

Τ' Αγνάντεμνα:


Πρωτοχρονιάτικο διήγημα 
του Αλ. Παπαδιαμάντη

Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παππάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορρηάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι' ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένον βαθειά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.

Όλον τον χρόνον παππάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθειά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», διά να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, ήρχοντο με της φαμίλιες των της ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των τ' αχτένιστα και άνιφτα, που δεν είξευραν να κάνουν το σταυρό τους, διά ν' αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί· και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παππάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτονς βράχους, διά να φωτίση κι' αγιάση τ' αφώτιστα κύματα. Τον άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν' ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιαίς ψηλοκεντημέναις, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν διά τα αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι' αυτάς, διά να της φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. «Πάντα νάρχωνται, πάντα να φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν, φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο διά να καθήσουν και αγναντέψουν.

Άμα είχαν φωτισθή τα νερά, η οψιμώτερα, αφού είχαν περάσει κ' αι Απόκρεω, συνήθως περί την δευτέραν εβδομάδα των Νηστειών, αφού είχαν γευθή πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί μας επέβαιναν εις τα βρίκια, εις της σκούναις των, και εμίσευαν· επήγαιναν να ταξειδέψουν. Τον καιρόν εκείνον καράβια και γολέτταις «έδεναν» μεσούντος του φθινοπώρου. Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον καπνόν του μελάθρου και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν επανήρχετο η άνοιξις εις την γην, τότε αυτοί επέστρεφαν εις την θάλασσαν. Εσηκώνοντο στα πανιά τα αιμωδιασμένα και ναρκωμένα από την μακράν ραστώνην σκάφη ανά δύο ή τρία την αυτήν ημέραν, και η σκούνα έφερνε βόλταις εις τον λιμένα εάν ήτο ενάντιος, ή και ούριος, αν ήτο ο άνεμος. Η βάρκα επερίμενε διπλαρωμένη έξω εις την προκυμαίαν. Ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε της πανετάδες εις τα καπηλειά. Κ' η βάρκα επερίμενε. Και ο μούτσος έχασκεν επάνω εις το κεφαλόσκαλον. Και ο νεαρός ναύτης, όστις είχεν έλθει με τον μούτσον τώρα από την σκούναν, που ήταν στα πανιά, εγίνετο άφαντος. Δύο άλλοι σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι, έλειπαν. Κανείς δεν είξευρε πού ήσαν. 
Και μέσα εις το πλοίον όπου έφερνε βόλταις-βόλταις, κ' εστρέφετο ως δεμένον περί κέντρον αόρατον — το κέντρον ήτο μέσα εις τας καρδίας και εις τας εστίας των ναυτικών — άλλος δεν ήτο ειμή ο πηδαλιούχος, ο μάγειρος, κ' ένας επιβάτης, ξένος κ' έρημος, εις τον οποίον είχαν ειπεί «τώρα, στη στιγμή, να, τώρα-τώρα θα φύγωμε» κ' είχε μπαρκάρει, ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρας πριν.
 
Ο πλοίαρχος έπρεπε να βάλη εμπρός την καπετάνισσαν· αυτή ώφειλε να προπορευθή, επειδή ήτον τυχερή, βέβαια· κ' έτσι απεφάσιζε να μπαρκάρη. Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσεν ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπώνια αρκετά, τρομπώνια από το πλοίον, τρομπώνια έξω από την πόλιν έκοφταν, εψαλλίδιζαν της βόλταις ταχύτερα, συντομώτερα ως να εσφίγγοντο διά να κόψουν την αόρατον εκείνην κλωστήν, το λεπτόν ισχυρόν νήμα, ως μίαν τρίχα ξανθήν μακράς κυματιζούσης κόμης, και το σκάφος έβαλλε πλώρην προς βορράν.
 
Την ημέραν εκείνην και τας άλλας ημέρας της αρχής του έαρος, καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, ανείρπον, ανέβαιναν, ανήρχοντο, επάνω στην ρεμματιάν, το ρέμμα-ρέμμα, τον ελικοειδή δρομίσκον, όστις διαχαράσσεται ανά τους λόφους τους τερπνούς με τας χιλιάδας των ελαιοδένδρων, τον αειθαλή πρασινόφαιον στολισμόν της μεγάλης κοιλάδος με τας ράχεις, με τας κορυφάς, με τας εσοχάς και εξοχάς, ανετώτερον από την κυματίζουσαν ποδιάν της βοσκοπούλας του βουνού, πολυπτυχώτερον από την χρυσοκέντητον εσθήτα της νύμφης. Επάνω εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το λησμονημένον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί εγίνετο το μαζεμμα των γυναικών, η σύναξις η μεγάλη.
 
Τότε έλαμπον με μεγάλαις φωτιαίς τα κανδήλια της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Η γραία Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του αγίου Νικολάου, έβαλλε της φωναίς· έκανε το κακό. . . εμάλλωνε με όλαις της γυναίκες. Αυτή επήρε το καλαθάκι της, την ρόκαν της, τ' αδράχτι της, και ήλθεν από τον Άγιον Νικόλαον επίτηδες, κατά παραγγελίαν του κυρ-Αγγελή του επιτρόπου. . . διά να μαλλώση της ευλαβητικαίς (αλλοίμονον! η ευλάβειά μας είνε για το συμφέρον, έλεγε σείουσα την κεφαλήν), να μην το παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και λαδώνουν το έδαφος του ναού, και τα στασίδια και το αναλόγι, και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και τα μανάλια και τον τοίχον, και τα τέμπλον, και της ποδιαίς και αυτάς τας αγίας εικόνας. Αλλ' η γυναίκες δεν την άκουαν. Τι χρειάζουνται τόσαις φωτιαίς, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η γρηά Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παππα-Γεράσιμον, ότι η φωτιαίς των κανδηλιών πρέπει να είνε μικραίς, τόσαις δα, σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν την ήκουεν.
 
Οι ορμαθοί των γυναικών, ομάδες-ομάδες, συγγενολόγι. . . . διεσπείροντο εις μικρούς όχθους, εις πτυχάς του βράχου, ανάμεσα εις θάμνους και χαμόκλαδα, εις μέρη υψηλά και εις μέρη υπήνεμα, ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδιά τους. . . διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν αγριολάχανα. . . με τα προγεύματά τους, τα σαρακοστιανά, και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας, αφού είχαν κάνει μετάνοιες πολλαίς στρωταίς, κ' είχαν κολλήσει αφιερώματα εις την εικόνα, κ' είχαν χορτάσει τ' αυτιά τους από τας νουθεσίας της γρηά-Μαλαμίτσας, εστρώνοντο εκεί εις την δροσεράν χλόην κι' αγνάντευαν κατά τα πέλαγος. Τα βοσκόπουλα εκείνα τ' άγρια κι' αχτένιστα κι' απλοϊκά, που της έβλεπαν από μακράν σαν σκιασμένα, απορούσαν κ' έλεγαν:
 — Κύττα της! στα μάτια έκαμαν.
Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν.
Ιδού το βρίκι του καπετάν-Λιμπέριου του Λιμνηού· είχε σηκωθή στα πανιά αργά την νύκτα· με το απόγειο της νυκτός ηύρε το ρέμμα και απεμακρύνθη κ' εχώνεψε. Κατευόδιο καλό! Η προσευχή των μικρών παιδίων του ας είνε ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας. . . στο καλό, στο καλό!
Ιδού το καράβι του καπετάν-Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δυο, αυτό κι' ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό πουλί μου, στο καλό!
 
Ιδού και η γολέττα του καπετάν-Μανώλη του Χατζηχάνου. . . Η ψυχή μου, η πνοή μου να είνε πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πανιά σου. Σύρε, πουλί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα! Στο καλό!
 
Νά κ' η σκούνα του καπετάν-Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποίαν κατορθώνει εντός δεκαετίας να σκαρώση, μ' όλην της τύχης την καταδρομήν. Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο, κι' άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν εμπρός κι' οπίσω στην κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! Παναγιά, μπροστά σας! Στο καλό, στο καλό!
 — Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γριά-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, που μπόρεσε κι' ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώση, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρι έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης.
 — Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι· ας έχη δόξα το όνομά της.
 — Το εξωκκλήσι αυτό άγιασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτήτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
 — Γιατί;
 — Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα που ξεχωρίζει απ' το γιαλό;. . . που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια . . . που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είνε το Φλανδρώ.
 — Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρης καλλίτερα, θεια-Φλωρού.
 — Το βλέπετε κ' είνε ξέρα, είπεν η Φλωρού η Συρραχίνα· μια φορά κ' έναν καιρό ήτον άνθρωπος.
 — Άνθρωπος;
 — Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα. Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γρηά-Συρραχίνα ήρχισε να διηγήται.
 — Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μία κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστή έτσι — καθώς μούπε ο πνεμματικός απάνω στον Άι-Χαράλαμπον όσον τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονών, και μ' επήγε η μάννα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετράδη. . . τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν είξερα, τα ξεράματά μου. . . το τι μώλεε ο πνεμματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ' έ!. . . Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κ' ύστερ' από χρόνια. . . το κορίτσι πρέπει νάνε φρόνιμο και ντροπαλό, νάνε υπάκοο, να μην κυττάζη τους νειους, ν' αγαπά τον κύρη του και την μανούλα του· και σαν μεγαλώση, και δώση ο Θεός και παντρευτή με την ευχή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά από τον άνδρα της.
 
Μώφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων. . . Οι παληοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα. . . Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα, ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πη Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πη μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ' αγαθά του κόσμου, και έγεινε πέτρα γι' αυτό. Τον καιρόν εκείνον ήτον ένας καραβοκύρης, ώμορφο παλληκάρι, κι' αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι, και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγεινε κι' ο γάμος· και σαν έγεινε ο γάμος, έρριξε το καράβι στο γιαλό, κ' εμπαρκάρησε και πήγε να ταξειδεύη.
 
Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν' αγναντέψη, σαν καλή ώρα, 'ς αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσεν η ψυχή της, που έφευγεν ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξη, να στηλώση την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ' έκλαψε πικρά κ' εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι' αγρίεψαν κ' εθέριεψαν. . . και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κ' έγεινε αγυρισιά του. . . Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό κ' εκύτταζε κι' αγνάντευε. . . κ' επερίμενε, κ' εκαρτερούσε κι' απάντεχε. . . Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δύο χρόνια, πέρασαν τρία. . . και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε. . . και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν, και δεν είχε πλεια δάκρυ να χύση. . . και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτραις, να της κάμουν τη χάρι να γείνη κι' αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα. . . και το ζήτημά της έγεινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα. . . με το σκήμα τ' ανθρωπινό, που τρίβηκε κ' εφθάρηκε απ' τα κύματα ύστερ' από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα, και νά ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα. . . κ' η φωνή της, το βογγητό της, γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασσας . . . Νά η ξέρα εκεί. Αυτή 'νε η Φλανδρώ. Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν' αγιάση τα νερά, για να βαπτιστή η πλάσι, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δύο καράβια, έταξε στην Παναγία, κ' έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδίων της. . . Ας δώσ' η Παναγία και σήμερα νάνε καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ' αδέρφια σας, και στους γονιούς σας. — Φχαριστούμε· ομοίως και στα παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!

Ο ήλιος εχαμήλωσε κατά το βουνόν, τα πρώτα πλοία είχαν γείνει άφαντα προ ώρας· και η τελευταία γολέττα μικρόν κατά μικρόν εχώνευεν εις το μέγα πέλαγος. Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόφους, κ' έβγαζαν καυκαλήθραις και μυρόνια, κ' έκοφταν φτέραις κ' αγριομάραθα. Σιγά-σιγά κατέβη ο ήλιος εις το βουνόν και αυταί κατήλθον εις την πολίχνην. Η νυκτερινή αύρα εσύριζεν εις τα δένδρα, και οι λογισμοί των γυναικών επετούσαν μαζί της, κ' έστελλαν πολλάς ευχάς εις τα κατάρτια, εις τα πανιά και εις τα εξάρτια των καραβιών. Και βαθειά, εις την σιωπήν της νυκτός, τίποτε άλλο δεν ηκούσθη ειμή το λάλημα του νυκτερινού πουλιού, και το άσμα μιας τελευταίας συντροφιάς ναυτικών, μελλόντων ν' αναχωρήσωσιν αύριον : «Σύρε, πουλί μου στο καλό και στην καλή την ώραν!»

hellenicaworld.com
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΑΤΜΙΟ":   Ἀφιερώνεται στή μνήμη τοῦ Κοσμοκαλόγερου Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε πρίν ἀπό 109 χρόνια (3 Ἰανουρίου 1911).