Μνήμες από τα στιβάνια μου
Εγώ, παιδί μου, γεννήθηκα το 1928 στα Ανώγεια. Εδώ μεγάλωσα, εδώ έκαμα οικογένεια, εδώ παντρεύτηκα, εδώ τα έκαμα όλα.
Τα χρόνια πριν από τον πόλεμο ήταν σκληρά. Ειδικά τα χρόνια που ήτανε
ο Μεταξάς, από το ‘36 μέχρι το ‘40, ήταν σκληρά. Υπήρχε πείνα, πολλή
πείνα. Θυμούμαι δηλαδή, μία φορά εχιόνισε. Σηκωθήκαμε τα παιδιά και
θωρούμε δεκαπέντε πόντους χιόνι και γελούσαμε, χαιρόμασταν. Η μάνα μου
όμως, σοβαρή. Βλέπεις, δεν είχε τι να ψήσει να μας δώσει να φάμε.
Είχε
ένα ψωμί, μία κουλούρα, που ‘λέγαν εκείνη την εποχή. Και τηνε βάνει στο
νερό και μας εκάνει κουρκοζούνι και μας εδίνει: «Να, φάτε». Φαντάσου
τώρα τι εποχές.
Τούτην τη σανιδιά, την ουλή στο πρόσωπό μου, ήταν το ψωμί η αιτία που
την έπαθα. Η μάνα μου ήταν μοδίστρα και γάζωνε επαέ σε μία μηχανή. Είχε
ένα ψωμί στη βούργια, στο σακίδιο, κι ανέμενε να έρθουν οι άλλοι από το
χωράφι για να το φάμε. Μου είχε δώσει ένα κομματάκι, αλλά εγώ ζητούσα
κι άλλο: «Δώσε μου μάνα, ψωμί». «Σου έδωσα, όταν έρθουν οι άλλοι και θα
σας το μοιράσω, να πάρει ο καθένας την πάρτη του». Πάω να λύσω εγώ τη
βούργια να βγάλω το ψωμί και σηκώνεται αυτή να κάνει ότι θα με δείρει.
Πέφτω, λοιπόν, από τη σκάλα με τα μούτρα στο καλντερίμι και κάνω τη
σανιδιά εκείνη.
Πέρυσι με ρωτούσε ο εγγονός μου: «Μα ήντα σανιδιά είναι αυτή,
παππού;» Λέω: «Ένα κομμάτι ψωμί γύρευα της γιαγιάς σου και με πήρε από
πίσω κι έπεσα». «Μα για το ψωμί;» μου λέει. Αυτός τώρα έτσι το βλέπει,
αλλά τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εδά που θωρώ τα αγαθά σήμερα, πολλές
φορές πετάει η θυγατέρα μου ψωμί και φαγητό και στεναχωριέμαι, γιατί
θυμάμαι…
Εκείνα τα χρόνια όλοι βοσκεύαν επαέ, ήταν βοσκοί. Ήμουν μοναχογιός κι
ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει βοσκό. Αλλά η μάνα μου δεν ήθελε,
έλεγε: «Να μάθει τέχνη». Έτσι, το 1941 άρχισα να μαθαίνω την τέχνη της
τσαγκαρικής.
Ήμουν δεκατριών χρονών και πήγα σε έναν μάστορα εκείνη την εποχή που
ήταν ο καλύτερος, όχι της Κρήτης, της Ελλάδος ολόκληρης. Γαρτζόλη τον
λέγανε. Ήταν καλός μάστορας, καλός τεχνίτης, κι αν κάνω καλή δουλειά
σήμερα είναι εξαιτίας αυτού, ο Θεός να τον συγχωρέσει. Εδά ακόμη που σου
κόβω το στιβάνι, θυμούμαι τον μακαρίτη έτσι όπως το έκοβε. Καλός
άνθρωπος, και παλικάρι.
Γίνηκε ο πόλεμος, ήρθαν οι Γερμανοί στην Κρήτη. Ο Γαρτζόλης, που ήταν μεγάλο παλικάρι, μπήκε στην Αντίσταση.
Μια μέρα που ήμασταν στο τσαγκάρικο, παίχτηκε μια μπαλοθιά, μας ειδοποιήσανε ότι πιάσανε τον Σήφη. Ο Γαρτζόλης μού λέει:
«Νικόλα,
ήρθε η ώρα να πoθάνουμε». Βγάνει την ποδιά, τη βγάνω κι εγώ, και
κλειδώνει το μαγαζί και πάει στο σπίτι και φέρνει ένα τουφέκι γερμανικό.
Το παίρνει κάτω και ‘γω τον ακολουθούσα. Στον δρόμο, μου λέει: «Στάσου.
Φύγε, άλλαξε πίσω γιατί εγώ έχω πάει στον πόλεμο. Εσένα θα σε
σκοτώσουν, είσαι μοναχογιός και δε θέλω να ‘χω τύψεις». Εγώ δε γύρισα, αλλά τον ακολουθούσα από κοντά.
Πάμε στην κορυφή της Μεσομένης κι είναι εκεί άλλοι τρεις. Ζυγώνει δύο
Γερμανούς ένας αντάρτης από κάτω, που είχαν πιάσει τον Σήφη στου Μάκρη
τον ποταμό. Σκοτώνει τον έναν τον Γερμανό εκείνος και τον άλλο τού
έπαιξαν τα τουφέκια από πάνω που ήμασταν εμείς και τον σκότωσαν.
Ήμουν δεκαέξι χρονών όταν έκαψαν οι Γερμανοί τ’ Ανώγεια. Θυμάμαι τα
πάντα, τα πάντα, από την καταστροφή του χωριού. Ήταν ημέρες της
Παναγίας, στις 13 Αυγούστου ‘44. Εντάκαραν, ξεκίνησαν οι Γερμανοί κι
έκαιγαν το χωριό, μέρες της Παναγίας. Εμείς με κάτι συγχωριανούς μου
ακούσαμε ότι κάτι γίνεται στο χωριό και κινήσαμε να πάμε να δούμε.
Ερχόμαστε επαέ και βλέπουμε το σπίτι μας χαλασμένο όλο, διαλυμένο.
Μόνο ένας τοίχος όρθιος και κρεμόταν ακόμη στον τοίχο ένα τηγάνι της
μάνας μου, έπαε που ήταν η παραστιά. Φεύγουμε και πάμε στο Αρμί.
Περνούσαμε κι ήτανε παντού πεταμένα ρούχα, τυριά, μια γουρούνα
σκοτωμένη, ζώα σκοτωμένα… Κι είδαμε κι έναν άνθρωπο, έναν άντρα
σκοτωμένο.
Ακούμε φωνές: «Οι Γερμανοί κατεβαίνουν, φύγετε!» Κατεβαίνουμε στο
Κουνούπι κι εκεί ήταν ο Δακανάλης, ένας γέρος συγχωριανός μας, και του
είχανε σπάσει και τα δυο του χέρια. Έκλαιγε και μούγκριζε. Τον σιμώνουμε
και τότε οι Γερμανοί που γλακούσανε, τρέχανε από κάτω, μας βάλλουν με
τα ταχυβόλα. Ήμασταν με έναν χωριανό μαζί που είχε πολεμήσει στον
πόλεμο, στην Αλβανία, και μου λέει: «Μη φοβάσαι, τα ταχυβόλα δε φτάνουν
έπαε». Τον σηκώνει τον γέρο σαν το σταφύλι και φεύγουμε.
Δεν ξαναπήγαμε στο χωριό, σκορπίσαμε σε άλλα χωριά, χωριά που δεν
κάψανε. Εμείς πήγαμε στο Μεσοχωριό στο Μονοφάτσι, ο πατέρας μου μας πήγε
εκεί γιατί είχαμε συγγενείς. Εκεί ξεκίνησα εγώ πάλι να κάνω τον
τσαγκάρη με έναν άλλον συγχωριανό, τον Καλομοίρη. Κάναμε τους
τσαγκάρηδες για να βγάλουμε κάτι τις, το πιο πολύ για να επιβιώσουμε.
Δεν πέρασε λίγος καιρός, ήμασταν στο Χαράκι και γίνεται η μεγάλη
«τυλιξιά» τότες του Μονοφατσίου. Μας μαζεύουν όλους στο χωριό, προβάλλει
ένας Γερμανός και λέει: «Όσοι Ανωγειανοί είστε στο Μονοφάτσι, να
τραβηχτείτε από εκεί». Πηγαίνουμε εγώ, ο συνέταιρός μου ο Καλομοίρης, ο
πατέρας του κι άλλοι τέσσερις. Μας λέει: «Εσείς είστε Ανωγειανοί,
Μυλοποταμίτες;» «Ναι». Μας βάζουν στον γύρο. Πιάσανε και τους Σκουλάδες
τότε από το Αρκάδι, πιάσανε πολλούς ακόμα Ανωγειανούς. Μαζέψανε είκοσι
εφτά άτομα.
Ένας ξάδερφος της μάνας μου κάτεχε τη γλώσσα, τη γερμανική. Λίγοι
άνθρωποι την κατέχανε τότε, μην ξανοίγεις εδά που την κατέχουν κι
όρνιθες...
“Μίλησε με τους Γερμανούς και κατάφερε και με ξεμπέρδεψε εμένα, με άφησαν. Όλους τους υπόλοιπους, τους εξαφάνισαν.”
Τους σκότωσαν όλους, μαζί και τον Καλομοίρη, τον συνέταιρό μου.
Γλίτωσα μόνο εγώ κι ένας ακόμη από το Χαράκι. Κακές εποχές. Ό,τι σου
λέω, κακές εποχές.
Φεύγουν οι Γερμανοί, τελειώνει ο πόλεμος και γυρίζουμε στα Ανώγεια.
Αρχίζουν οι επανορθώσεις και χτίζουμε επαέ τα κουμάκια, μικρούς
στεγασμένους χώρους, εκεί που άλλοτε ήταν τα σπίτια μας.
Με
τα θρανία του σχολείου, έχτισα εγώ. Επειδή είχαν χαλάσει το σχολείο κι
είχαν πεταχτεί τα θρανία έξω, επήγα και πήρα θρανία τότες, τα βάλαμε σαν
τάβλες και κάναμε τον οντά επαέ, κομμάτι-κομμάτι. Όλοι οι
Ανωγειανοί που γύρισαν επαέ, σύνδραμαν ο ένας στον άλλο, βοηθούσαμε ο
ένας τον άλλον για να στεγαστούμε. Σκληρή εποχή, αλλά
επιβιώσαμε. Παντρεύτηκα και μια κοπελιά, την Όλγα Βρέντζου και κάναμε
πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες.
Το ‘49 άρχισα κι έκανα τον τσαγκάρη, επίσημα πια. Εγώ κάνω στιβάνια,
δεν κάνω παπούτσια και τέτοια. Γιατί έχει ιστορία το στιβάνι. Θέλει δυο
μέρες να το κάνεις.
Τα πρώτα στιβάνια που έκανα ήταν του Σαουνατσόκωστα. Μέχρι που πέθανε
του έκανα στιβάνια, δεν πήγε ποτέ σε άλλον τσαγκάρη. Γιατί όταν κάνεις
καλή δουλειά, σε μαθαίνει ο κόσμος. Εγώ βάζω καλά υλικά, βάζω καλά
δέρματα, τα διαλέγω εγώ. Αφού όταν πάω στον έμπορο και παίρνω τα δέρματα
κι είναι εκεί τίποτα νέοι, ο δερματέμπορος τους λέει: «Ο μόνος που
ξέρει και ψωνίζει είναι ο Φασουλάς». Παίρνω πάντα μικρά δέρματα, γιατί
το μικρό δέρμα είναι σαν τον μικρό άνθρωπο, τον νέο άνθρωπο, που είναι η
προβιά του καλή. Άμα είναι μεσογέρικο, δεν έχει καλή προβιά. Θα σου
δείξω δέρματα που βάζω εγώ να τρελαθείς, είναι σαν το λουκούμι.
Τη δουλειά την κάνω επιμελώς. Θα το καρφώσω καλά, θα το ράψω καλά,
αφού βλέπεις αυτές τις ραφές εδά κι σαν να είναι της μηχανής. Να ξέρεις,
πιο καλό είναι το χειροποίητο, πάντα. Γιατί σήμερα τα κολλάνε, το
βάζουν στην πρέσα. Βράχηκε; Ξεκολλά. Ενώ εγώ το στιβάνι που κάνω,
παράδειγμα αυτό το στιβάνι που φορώ εδά εγώ, μπορεί να το φορείς τρία
χρόνια να μην κουνήσει.
Αυτό εδώ το έχω ράψει στο χέρι, με τις δύο βελόνες. Ενώ σήμερα οι
τσαγκάρηδες δεν το ράβουν, το γαζώνουν μόνο με τη μηχανή. Άμα το
γαζώνεις μόνο με τη μηχανή πάει ο άλλος, αρμέγει και πάει του προβάτου
του νύχι και το ξεκαπακώνει. Πιο καλό είναι το χειροποίητο, πάντα.
Κάνω πάντα καλή δουλειά, ο πελάτης που θα μπει εδώ, τον προσέχω σαν τα μάτια μου.
Δηλαδή,
μου παραγγέλνεις ένα ζευγάρι στιβάνια εσύ και σαν να τα κάνω εγώ του
εαυτού μου. Θέλω να ευχαριστηθείς. Έχει σημασία αυτό το πράγμα.
Γι’ αυτό έρχονται κι από τη Σητεία κι από το Αμάρι κι από το Χαράκι κι
από τα Χανιά παραγγελίες, από τη Λοχριά, από το Μονοφάτσι, από το
Μελιδοχώρι, από όλα τα χωριά.
Ήμουν τυχερός, έκατσα με καλό μάστορα και μου ερμήνευσε καλά τη
δουλειά. Μετά που έγινα τσαγκάρης εγώ, όσα στιβάνια έβαλε ο Γαρτζόλης, ο
δάσκαλός μου, εγώ του τα έκανα. Εδά πενήντα χρόνους που ζούσε ο
μακαρίτης, όσα στιβάνια θα ερχόταν, δεν του πήρα ποτέ λεφτά. Το έβρισκα
σαν υποχρέωση και του τα έκανα όλα τα στιβάνια, κι αυτός με καμάρωνε.
Είμαι ο παλαιότερος τσαγκάρης της Κρήτης για τα στιβάνια. Όλοι οι
τσαγκάρηδες της Κρήτης έρχονται έπαε και τους δείχνω πώς θα κάνουνε τα
μονοκόμματα στιβάνια. Το μονοκόμματο έχει μια ραφή μόνο, μια από την από
πίσω μεριά, είναι σπάνια δουλειά, δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας.
Δείχνω όλα τα μυστικά της δουλειάς, γιατί όπου να ‘ναι θα πεθάνω.
Από το ‘41, μέχρι σήμερα, άλλη δουλειά δεν έκαμα. Ογδόντα χρόνια
στιβάνια. Συνεχίζω, γιατί μ’ αρέσει. Η χειρότερη μου μέρα είναι η
Κυριακή, που δεν καταγίνομαι. Άμα δεν έχω δουλειά είμαι γκρινιάρης και
μανισμένος, ανήσυχος. Ακόμα και τώρα που είμαι ενενήντα τριών χρονών,
θέλω να δουλεύω και να αποδίδω, γιατί την τέχνη μου εγώ την αγάπησα.
Γροίκα να δεις, αυτά τα στιβάνια είναι του εγγονού μου, του Νικόλα.
Του έχω κάνει τέσσερα ζευγάρια. Ένα άσπρο του έχω κάνει, καφέ του έχω
κάνει, μαύρα του έχω κάνει. Προχθές είδε το δέρμα, μου λέει: «Κάνε μου
τα, παππού!» και του τα έκανα.
Ερευνητής/τρια
Καλλέργης Νίκος
Επιμέλεια
Μάγια Φιλιπποπούλου
Πηγη: https://www.istorima.org/graptes/150/mnimes-apo-ta-stivania-mou/