Ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;
Σήμερα
διαβάσαμε στό εὐαγγέλιο τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Εἶναι μιά
παραβολή πού τήν ξέρει ὅλος ὁ κόσμος. Χριστιανοί καί ἀλλόθρησκοι, πιστοί
καί ἄθεοι, ὅλοι τήν ξέρουν αὐτή τήν σπουδαία καί τόσο ὄμορφη παραβολή.
Πού ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα:
«Ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;»
Λέει
ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ: Καλός ἄνθρωπος, χριστιανός, πιστός, εἶναι ἐκεῖνος πού
ἀγαπᾶ τόν Θεό μέ ὅλη του τήν ψυχή, μέ ὅλη του τήν καρδιά, μέ ὅλη του
τήν διάνοια, μέ ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του. Καί τόν πλησίον του σάν τόν
ἑαυτό του. Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ πλησίον μας; Ποιός εἶναι αὐτός πού πρέπει
νά ἀγαπᾶμε;
Ἡ
ἀπάντηση πού ἔδιναν οἱ μεγάλοι σοφοί τῶν Ἑβραίων, οἱ νομικοί, τήν ἐποχή
τοῦ Χριστοῦ, ἦταν: Πλησίον μας εἶναι μόνον ὁ Ἑβραῖος. Ὁ δικός μας. Σάν
νά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα:
Ποιός εἶναι πλησίον πού μποροῦμε νά τόν βοηθᾶμε καί ἔχουμε χρέος νά τόν βοηθᾶμε;
Μόνον ὁ Ἕλληνας ὁ ὀρθόδοξος. Καί οἱ ἄλλοι; Τίποτε. Τίποτε.
Αὐτή
ἦταν ἡ ἀπάντηση τῶν Ἑβραίων νομικῶν τότε. Καί κεῖνος πού ρώταγε τόν
Χριστό ἦταν νομικός. Εἶχε αὐτή τήν ἰδέα. Ἀλλά τόν ρωτοῦσε γιατί κάτι δέν
τοῦ ἄρεσε. Καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε:
Κάποιος
ἄνθρωπος κατέβαινε, προχωροῦσε πρός τά κάτω, ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί
πήγαινε στήν Ἱεριχώ. Στό δρόμο ἔπεσε σέ ληστές. Οἱ ληστές, ἀφοῦ τοῦ
προξένησαν πολλές πληγές, καί τοῦ τά πῆραν ὅλα ὅσα εἶχε, τόν ἄφησαν στό
δρόμο μισοπεθαμένο. Καί ἔφυγαν παίρνοντας τά πράγματά του. Συνηθισμένα
πράγματα αὐτά. Οἱ ληστές σέ ἄλλους δίνουν μαχαιριές στό σῶμα καί σέ
ἄλλους δίνουν μαχαιριές στήν καρδιά. Ποιό εἶναι τό χειρότερο; Ὁ Θεός
ξέρει καί ἐκεῖνος πού τά δοκιμάζει. Καί ἀφοῦ ἔφυγαν τόν ἄφησαν
μισοπεθαμένο. Ἀλλά ὁ μισοπεθαμένος γιά ποῦ πάει; Γιά τόν ὁλοκληρωτικό
θάνατο. Μπορεῖ ὁ μισοπεθαμένος νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του; Ὄχι! Κρέμεται
μόνο ἀπό τήν καλωσύνη τοῦ ἄλλου.
Πράγμα
τό ὁποῖο μᾶς λέει: Ἅμα βλέπεις ἄνθρωπο πού κρέμεται στήν καλωσύνη σου,
πῶς εἶναι δυνατόν νά στέκεις ἀπό μακρυά; Πῶς εἶναι δυνατόν νά κάθεσαι
καί νά τόν κοιτᾶς; Ἀλλά νά πού ἔγινε καί αὐτό. Πέρασε ἕνας παπᾶς
Ἑβραῖος. Μετά ἕνας λευΐτης. Δηλαδή ἄνθρωπος πού ὑπηρετοῦσε στήν Ἐκκλησία
τῶν Ἑβραίων. Καί ὁ παπᾶς καί ὁ λευΐτης, πέρασαν, κοίταξαν, εἶδαν καί
ἔφυγαν. Ἔκαναν φαίνεται τήν σκέψη:
Εἶναι ἄραγε αὐτός Ἑβραῖος; Κάνει νά τόν βοηθήσομε;
Ἴσως ἔκαναν ἄλλη σκέψη.
Τί
εἶχαν στό μυαλό τους, δέν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Σημασία ἔχει, ὅτι δέν
πῆγαν κοντά νά κάνουν τίποτε, νά βοηθήσουν τόν μισοπεθαμένο.
Ἁλυσίδα ἀγάπης
Τί
νά τό κάνεις ἄν εἶχαν ὄμορφες σκέψεις, ὅταν δέν ἔκαναν τίποτε; Τό
ἀποτέλεσμα θά ἦταν τό ἴδιο. Ὁ ἄνθρωπος μετά ἀπό λίγη ὥρα θά ἔπρεπε νά
πεθάνει ὁριστικά. Ἀλλά, λέει ὁ Χριστός, πέρασε μετά ἀπό λίγο ἕνας
Σαμαρείτης. Ἐμεῖς σήμερα, γιά τόν ἑαυτό μας, θά λέγαμε ἕνας Τοῦρκος. Οἱ
Τοῦρκοι θά λέγανε ἕνας Ρωμηός. Πέρασε λοιπόν ἕνας ξένος, γι' αὐτόν πού
ἦταν μισοπεθαμένος. Ἀλλά ὁ Σαμαρείτης, μόλις τόν εἶδε, τόν
σπλαγχνίστηκε. Τί σημαίνει τόν σπλαγχνίστηκε; Πόνεσαν τά σπλάγχνα του.
Πόνεσε ἡ καρδιά του. Πόνεσε ὁ ἐσωτερικός του κόσμος, τό εἶναι του. Καί
ἔκανε τίς ἑξῆς ἐνέργειες.
Ἡ πρώτη βέβαια, ἦταν ὅτι πόνεσε.
Ἡ
δεύτερη, ὅτι ἔστρεψε τά βήματά του πρός τό μέρος τοῦ πληγωμένου. Πῆγε
κοντά του. Καί ἀφοῦ τόν πλησίασε, ἔβγαλε ἀπό τό σακκί του τό κρασί καί
τό λάδι πού εἶχε μαζί του καί ἔπλυνε τόν μισοπεθαμένο ἀπό τίς πληγές
του. Ἔπειτα πῆρε καί τό ροῦχο του τό ἔκανε ἐπιδέσμους καί τόν ἔδεσε.
Μετά τόν σήκωσε καί τόν ἔβαλε στή θέση του. Γιατί εἶχε μαζί του ἕνα
γαϊδουράκι, γιά νά περπατᾶ τό γαϊδούρι καί αὐτός νά κάθεται ἀναπαυτικά
ἐπάνω του. Καί ἔβαλε τόν μισοπεθαμένο ξένο, πάνω στό γαϊδούρι καί αὐτός,
πού ἦταν δικά του ὅλα, καί τό κρασί καί τό λάδι καί τά ὑφάσματα καί τό
γαϊδούρι, τοὔδωσε τήν θέση του καί τοῦ ἔκανε τόν ἀγωγιάτη· καί τόν
ὑπηρέτη. Τραβοῦσε τό γαϊδούρι καί κρατοῦσε τόν μισοπεθαμένο γιά νά μήν
πέσει.
Προχώρησε
ἔτσι ὥσπου πῆγε τόν ἄρρωστο, τόν μισοπεθαμένο, σ’ ἕνα πανδοχεῖο. Στό
νοσοκομεῖο θά λέγαμε. Ἐκεῖ τόν περιποιήθηκαν καλύτερα, μέ τήν ἐπιστασία
του πάντα, μέ τήν παρακολούθησή του, μέ τό ἐνδιαφέρον του, μέ τήν στοργή
του. Ἀφοῦ τελείωσαν ὅλα αὐτά, τήν ἑπομένη ἔπρεπε νά φύγει. Συνήθως τί
κάνουμε ἐμεῖς; Λέμε: «Ἔ, μέχρι ἐδῶ ἦταν γιά μένα. Ἀπό δῶ καί πέρα νά τόν
ἀναλάβει κάποιος ἄλλος. Ποιός; Ὅποιος θέλει ὁ Θεός. Κάποιον θά βρεῖ ὁ
Κύριος...».
Ὁ
καλός Σαμαρείτης δέν σκέφθηκε ἔτσι. Δέν εἶπε τελείωσε ἡ ἀποστολή μου,
καί ὅτι θέλει ἄς γίνει ἀπό δῶ καί πέρα. Ἀλλά πῆγε στόν πανδοχέα καί τοῦ
εἶπε:
—Θά
χρειαστεῖς χρήματα γιά νά τόν περιποιηθεῖς; Πάρτα ἀπό μένα. Ὅτι
χρειάζεται νά κάνεις, κάνε τα ὅλα. Δέν θά σέ ἀφήσω. Αὐτός μπορεῖ νά μήν
ἔχει τίποτε. Ἐγώ θά ξαναπεράσω καί θά σέ πληρώσω γιά τά ἔξοδά του μέχρι
τελευταία δεκάρα. «Ὅτι καί ἄν προσδαπανήσεις, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με
ἀποδώσω σοι». Θά σέ πληρώσω.
Ρώτησε ὁ Χριστός τόν νομικό:
—Ποιός ἀπό ὅλους πού περάσανε ἦταν πλησίον σέ αὐτό τόν ἄνθρωπο;
Ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Ἐκεῖνος
πού ἔκανε τό ἔλεος. Ἐκεῖνος πού τόν πόνεσε. Ἐκεῖνος πού τόν
περιποιήθηκε. Ἐκεῖνος πού τόν φρόντισε καί δέν ἔπαυσε νά τόν φροντίζει.
Ἐκεῖνος ἦταν πλησίον.
Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:
—Πορεύου
καί σύ ποίει ὁμοίως. Καί σύ κάνε τό ἴδιο. Πήγαινε στό δρόμο σου, βάδιζε
ἥσυχα τή ζωή σου καί ὅταν συναντᾶς τέτοιες καταστάσεις κάνε καί σύ τό
ἴδιο. Ὅτι ἔκανε ὁ καλός Σαμαρείτης.
Ὁ Χριστός ἔγινε πλησίον μας
Ἡ
παραβολή, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἀπευθύνεται σέ κείνους πού, πιστεύουν
στό Θεό, ἀγαπᾶνε τόν Χριστό καί πιστεύουν στήν εὐσπλαγχνία του. Σ’
ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι ὅλοι εἴμαστε, παιδιά τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι
εἶναι ὄχι μόνον ἐδῶ ζωή, ἀλλά καί ὅτι ὑπάρχει κάποια ἄλλη ζωή. Ὅποιος
πιστεύει ὅτι εἶναι μόνο ἐδῶ ζωή, εἶναι γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο, λύκος καί
ἀρκούδα καί τίγρης. Ποιός θά φάει τόν ἄλλο.
Ὅποιος
πιστεύει στό Θεό, πιστεύει ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια καί πρέπει ὅλοι
μαζί, ἀδελφωμένοι, νά πᾶμε στή Βασιλεία του. Ἑνωμένοι πρέπει νά πᾶμε στή
Βασιλεία του. Ἑνωμένοι πῶς; Μέ τήν ἀγάπη. Καρδιακά ἑνωμένοι. Ἕνα νά
αἰσθανόμαστε. Γιά νά αἰσθανόμαστε ἕνα, πρέπει νά ἔχουμε μαζί μερικά
πράγματα, νά τά μοιραζόμαστε.
Δέν
μπορεῖ ὁ ἕνας νά χορταίνει, νά ξεκοιλιάζεται, νά τά ἔχει ὅλα καί ὁ
ἄλλος νά μήν ἔχει τίποτε· καί νά εἶναι ὅλα ἐντάξει. Δέν εἶναι δυνατόν.
Δέν πάει στήν πίστη αὐτό. Δέν πάει στήν εὐσέβεια. Δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ.
Δέν στέκει.
Τί
εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη; Μιά παραβολή τοῦ Χριστοῦ. Τί
εἶναι ὁ Χριστός; Ὁ Διδάσκαλος. Ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος στόν κόσμο. Ἀφοῦ
εἶναι ὁ πάνσοφος καί πανάγαθος Θεός. Ὅλα τά εἶπε καλά, ὅλα τά εἶπε
γεμάτα σοφία. Ἀπόδειξη: Τέτοιο κείμενο, τήν σημερινή ἐποχή πού ὅλοι
μιλᾶνε γιά τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε καλωσυνᾶτοι στούς μετανάστες, στούς
ξένους, δέν ὑπῆρξε πουθενά στόν κόσμο. Μόνο ὁ Χριστός τό εἶπε.
Τήν
παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη τήν διαβάζουν καί οἱ μουσουλμάνοι καί οἱ
Ἰνδοί καί οἱ Κινέζοι καί οἱ Ἰάπωνες καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο, γιά
νά καταλάβουν πῶς πρέπει νά συμπεριφέρεται ὁ ἕνας στόν ἄλλο πού εἶναι
τέκνο τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας ὅλων μας.
Ὅμως
ἀδελφοί μου, ἐμεῖς, σάν χριστιανοί, πρέπει νά προσέξουμε καί κάτι
ἀκόμη. Ἡ διήγηση αὐτή, εἶναι παραβολή. Διαφορετικά θά ἦταν ἕνα διδακτικό
παραμύθι πού θά μᾶς ἔλεγε πῶς ἕνας ἄνθρωπος φέρθηκε καλά μιά φορά καί
ἕνα καιρό καί πρέπει νά τόν μιμούμαστε σέ κάποιο μέτρο. Ἀλλά ἐπειδή ὅπως
εἴπαμε εἶναι παραβολή, κρύβει ἀπό πίσω κάτι ἄλλο.
Ἐδῶ
ὁ Χριστός, μᾶς λέγει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τήν δική του. Τήν
ἱστορία τήν δική μας καί τήν δική του. Ὁ ἄνθρωπος πού κατέβαινε ἀπό τήν
Ἱερουσαλήμ γιά τήν Ἱεριχώ, ἦταν ὁ Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Ἀλλά κεῖ πού
κατέβαινε, ἔπεσε σέ ληστές. Τόν μπλέξανε τά δαιμόνια μέ τόν λογισμό: «Τί εἶναι καλύτερα; Νά τηρεῖς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νἄχεις ὑπακοή ἤ νά κάνεις τοῦ κεφαλιοῦ σου;»
Αὐτός ἔπεσε στήν παγίδα. Καί τά δαιμόνια, τόν γέμισαν πληγές. Ποιές
εἶναι οἱ πληγές; Τά πάθη. Τί εἴδους πάθη; Πάθη φοβερά. Κακίας,
αἰσχρότητος, πλεονεξίας, ἀπανθρωπιᾶς. Τόν γέμισαν πληγές. Καί τόν
ἔγδυσαν.
Ἐκεῖνοι
οἱ ἄνθρωποι πού δέχονται τά λόγια τοῦ διαβόλου καί τίς συμβουλές τοῦ
διαβόλου, τό ξέρουμε καί τό βλέπουμε, εἶναι στή ζωή τους, ἀναίσχυντοι
καί ἀδιάντροποι. Ὅπως ὅταν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἀναίσχυντοι καί
ἀδιάντροποι, δέν τὄχουν σέ τίποτε νά γυμνώνονται ἔτσι καί ὅποιος χάσει
τήν πίστη στό Θεό γίνεται ἐνελῶς ἀδιάντροπος. Χειρότερος ἀπό τόν κάθε
ἀδιάντροπο στόν κόσμο αὐτό.
Ἀλλά σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος πνευματικά πεθαίνει.
Πεθαίνει
πνευματικά, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά βρίσκεται κοντά στόν
Χριστό, οὔτε νά πάει στήν αἰώνια ζωή μαζί μέ τούς ἁγίους. Μαζί μέ τούς
Πατέρες, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀποστόλους, μαζί μέ τήν Παναγία μας, μαζί
μέ τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο προφήτη Ἠλία. Δέν
εἶναι ἄξιος.
Καί
ἄν ἐμεῖς -ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι- πονᾶμε ἐκεῖνον πού χτύπησε τό πόδι του
καί βγάζει λίγο αἷμα, πονᾶμε ἐκεῖνον πού εἶναι νηστικός, πονᾶμε ἐκεῖνον
πού κλαίει· καί ἔτσι πρέπει νά κάνομε, πολύ περισσότερο ὁ Χριστός ὁ
πολυεύσπλαγχνος δέν ἀνεχόταν νά μᾶς βλέπει ἕρμαια καί παίγνια τοῦ
διαβόλου. Καί κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Μᾶς συμπόνεσε καί ἦλθε
κοντά μας. Καί κοντά μας, ἔβγαλε τά δικά του: τό λάδι καί τό κρασί, τό
ἔλεός του καί τό αἷμα του. Καί ἔδεσε τίς πληγές μας. Ἔπειτα μέ τά ροῦχα
του, δηλαδή μέ τήν χάρη του, μᾶς δίπλωσε καί μᾶς στόλισε. Γι' αὐτό
ψάλλουμε ὅταν βαπτιζόμαστε: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Κάθε φορά πού πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί συμμετέχουμε στά μυστήρια, παίρνουμε ἔλεος καί χάρη Θεοῦ.
Παίρνουμε ροῦχο, στολισμό ἀφθαρσίας τόν ἴδιο τόν Χριστό πού τόν ντυνόμαστε στό Βάπτισμα.
Τόν ἴδιο τόν Χριστό φορᾶμε ὅταν ἐξομολογούμαστε.
Καί ὅταν κοινωνοῦμε παίρνουμε τό σῶμα του καί τό αἷμα του πού εἶναι ἡ πιό μεγάλη εὐλογία καί ὀμορφιά στόν κόσμο.
«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούια».
«Ἀλληλούια», σημαίνει δοξάζετε τόν Θεό γι’ αὐτή τήν μεγάλη δωρεά.
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς μάζεψε μετά μᾶς ἔδωσε τόν ἑαυτό του. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡμᾶς νεκρούς ὄντας τοῖς παραπτώμασι»,
ἐνῶ εἴμαστε πεθαμένοι ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, μακρυά ἀπό τόν Θεό, αὐτός
ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη καί καλωσύνη μᾶς συμπόνεσε. Καί κατέβηκε, ἦλθε
κοντά μας. Μᾶς ἔπλυνε μέ τό αἷμα του, μᾶς τύλιξε μέ τήν ὀμορφιά του, μέ
τά ροῦχα του. Μέ τό βάπτισμα καί μέ τά ἄλλα πού εἴπαμε.
Μᾶς σήκωσε, μᾶς ἔβαλε στή θέση του καί μᾶς πῆγε στό πανδοχεῖο. «Συνεζωοποίησε» λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Συνήγειρε, συνεκάθισε». Τί σημαίνει «σύν»;
Σημαίνει μαζί. Τήν δική του ζωή τήν ἔκανε δύο καί ἔδωσε καί σέ μᾶς.
Εἴμαστε κάτω ἐμεῖς. Μᾶς σήκωσε καί μᾶς ἀνάστησε. Μᾶς πῆρε καί θά μᾶς
βάλλει μιά ἡμέρα νά καθήσουμε μαζί του στό θρόνο του. Τό γαϊδούρι ἦταν ὁ
θρόνος τοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτό καθόταν τότε πού περπατοῦσε ἐδῶ στή γῆ γιά
νά ρθεῖ κοντά μας. Καί ἐπάνω στόν θρόνο του στόν οὐρανό θά μᾶς βάλει νά
καθήσουμε τήν δευτέρα Παρουσία μαζί του.
Καί
μέχρι τότε καί εἰς τούς αἰῶνες θά μᾶς φροντίζει ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς
Χριστός. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς παραβολῆς. Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ
πλησίον μας.
Γίνε πλησίον στό πιό οὐσιαστικό
Ρώτησε ὁ νομικός: «Ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;»
Καί ἀφοῦ ἄκουσε τήν παραβολή ἔδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση: «Ἐκεῖνος πού ἔκανε τό ἔλεος».
Ποιός ἔκανε τό μεγαλύτερο ἔλεος;
Ὁ Χριστός.
Τί ἔκανε;
Αὐτά
πού ἔκανε ποιός νά τά διηγηθεῖ; Μέ τί γλώσσα νά τά διηγηθεῖ; Μέ τί
γλώσσα νά διηγηθεῖ κανείς τί εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία καί τό ἔλεος τοῦ
Χριστοῦ.
Εἶπε ὁ Χριστός εἰς τόν νομικό: «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως». Κάνε καί σύ τό ἴδιο.
Ποῦ νά τό κάνω Χριστέ μου;
Σέ
ὅποιον βλέπεις πονεμένο. Σέ ὅποιον βλέπεις δυστυχισμένο. Σέ ὅποιον
βλέπεις νά κινδυνεύει· στό πόδι του, στό χέρι του, στό κεφάλι του, στήν
κοιλιά του. Καί προπαντός, σέ ὅποιον βλέπεις νά ὑποφέρει καί νά
κινδυνεύει στήν ψυχή του καί στήν αἰώνια ζωή.
Δέν
εἶναι τραγικό πράγμα, νά φροντίζουμε γιά τόν πεινασμένο στήν κοιλιά καί
γιά τόν γυμνό στό σῶμα νά τοῦ δώσουμε λίγο ψωμί καί κάποιο πουκαμισάκι
καί νά μήν φροντίζουμε γιά ἐκεῖνον πού κινδυνεύει νά χάσει τήν ψυχή του;
Νά χάσει τήν αἰώνια ζωή; Ὑπάρχει χειρότερο κακό;
Γι'
αὐτό, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε χρέος νά
ἀνοίγουμε τό στόμα καί μιλᾶμε γιά τήν αἰώνια ζωή. Νά μιλᾶμε ὅσο μποροῦμε
γιά τό κακό πού εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, ὁ θάνατος πού τόν φέρνει ἡ
ἁμαρτία.
Νά
μᾶς δυναμώνει ὁ Κύριος, νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἁγιάζει τήν καρδιά· νά
μεγαλώνει ἡ καρδιά μας. Καί νά εἶναι πρόθυμη νά ὑποβληθεῖ σέ κόπους καί
σέ στενοχώριες γιά τό καλό, γιά τήν ὠφέλεια, γιά τήν σωτηρία, γιά τήν
ἀπαλλαγή ἀπό ὁποιοδήποτε κακό πού ἀπειλεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο.
Καί νά μᾶς βοηθεῖ στά ὅσα θά κάνουμε, νά εἴμαστε ἀποδοτικοί.
Νά
τόν παρακαλοῦμε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, νά μᾶς ἀξιώνει νά
γινόμαστε καλοί Σαμαρεῖτες. Μιμητές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν
καλωσύνη, στήν ἀγάπη, στήν φιλανθρωπία. Ἀμήν.-
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Καμπή στίς 13/11/2005