Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος
Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου
Γεννήθηκε τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στή Σηλυβρία τῆς
Θράκης ἀπό τόν Δῆμο καί τήν Βασιλική Κεφάλα καί ἦταν τό πέμπτο ἀπό τά ἕξι
παιδιά τους. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καί κατόπιν ὡς παιδονόμος στό σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στήν Χίο, ὅπου, ἀπό τό 1866 μέχρι τό 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στό χωριό Λίθειο. Τό 1876 ἐκάρη μοναχός στή Νέα Μονή Χίου μέ τό ὄνομα Λάζαρος καί στίς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καί ἀνέλαβε τήν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τό 1881 ἦλθε στήν Ἀθήνα, ὅπου μέ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καί πῆρε τό πτυχίο του τό 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τόν χειροτόνησε τό 1886 πρεσβύτερο καί τοῦ ἔδωσε τά καθήκοντα τοῦ γραμματέα καί Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικός ἐπίτροπος στό Κάιρο.
Στίς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτική καί ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικός ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρός τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιά νά μή λυπήσει τόν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καί Φωκίδας (1893 – 1894) καί διευθυντής τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στήν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νά τόν διαδεχθεῖ, ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στά κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιά νά «ρουφήξει» τό νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τό 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονή στήν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικά τήν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τό 1908, μετά τήν παραίτησή του ἀπό τή Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καί ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δέ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλά θαύματα, πρίν ἀλλά καί μετά τόν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στήν Ι. Μονή Ἁγίας Τριάδος στήν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στίς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καί στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μέ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καί κατόπιν ὡς παιδονόμος στό σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στήν Χίο, ὅπου, ἀπό τό 1866 μέχρι τό 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στό χωριό Λίθειο. Τό 1876 ἐκάρη μοναχός στή Νέα Μονή Χίου μέ τό ὄνομα Λάζαρος καί στίς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καί ἀνέλαβε τήν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τό 1881 ἦλθε στήν Ἀθήνα, ὅπου μέ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καί πῆρε τό πτυχίο του τό 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τόν χειροτόνησε τό 1886 πρεσβύτερο καί τοῦ ἔδωσε τά καθήκοντα τοῦ γραμματέα καί Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικός ἐπίτροπος στό Κάιρο.
Στίς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτική καί ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικός ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρός τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιά νά μή λυπήσει τόν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καί Φωκίδας (1893 – 1894) καί διευθυντής τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στήν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νά τόν διαδεχθεῖ, ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στά κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιά νά «ρουφήξει» τό νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τό 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονή στήν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικά τήν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τό 1908, μετά τήν παραίτησή του ἀπό τή Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καί ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δέ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλά θαύματα, πρίν ἀλλά καί μετά τόν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στήν Ι. Μονή Ἁγίας Τριάδος στήν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στίς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καί στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μέ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Άγιος Νεκτάριος ή Νεκτάριος Πενταπόλεως ή Νεκτάριος
Αιγίνης (1846-1920) είναι σύγχρονος άγιος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αναστάσιος Κεφαλάς και υπήρξε λαοφιλής ιεράρχης,
ποιμενάρχης και παιδαγωγός στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Ο Άγιος
Νεκτάριος επίσης θεωρείται και θαυματουργός διότι πραγματοποίησε θαύματα ενώ
βρισκόταν ακόμα εν ζωή.
Γέννηση, ανατροφή και εφηβική ηλικία
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846, στη Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γιος του Δημοσθένη και της Μαρίας Κεφαλά, ήταν το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας, που από μικρή ηλικία έζησε τα δύσκολα χρόνια της εποχής. Η αδυναμία μάλιστα της οικογένειάς του να συντηρήσει όλα τα μέλη της συνάμα με την έλλειψη σχολείου μέσης εκπαίδευσης, τον οδήγησαν στο να πάρει δρόμο για την Κωνσταντινούπολη σε ηλικία μόλις 13 ετών. Στην Κωνσταντινούπολη εργάστηκε αρχικώς σε συσκευαστήριο καπνού, οπού σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργαζόταν πολλές ώρες ημερησίως, δεν πληρωνόταν και πολλές φορές κακοποιούταν. Η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην όταν τον περιμάζεψε κάποιος έμπορος και του πρόσφερε δουλειά και στέγη. Αποτέλεσμα του γεγονότος ήταν σύντομα να τον ακολουθήσει και η οικογένειά του. Στην Πόλη διέμεινε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 χρονών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Η μετακίνηση στη Χίο, θεολογικές σπουδές και ποιμαντική διακονία στην Αλεξάνδρεια
Σε ηλικία 20 ετών οδηγήθηκε στη Χίο με στόχο να αναλάβει τη θέση του δασκάλου. Η παραμονή στην Κωνσταντινούπολη και η φοίτησή του σε σχολείο του είχαν δώσει μία σχετική γραμματική και θεολογική μόρφωση. Στη Χίο έμεινε για άλλα 10 χρόνια, μέχρι 1877. Εκεί μάλιστα θα γνωρίσει το μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του.
Ο Άγιος Νεκτάριος την εποχή αυτή είχε αποφασίσει πλέον να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Το 1876 έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα που έγινε γνωστός, Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος επιθυμούσε μάλιστα τον αυστηρό έγκλειστο μοναστηριακό βίο αλλά εξ αιτίας των πιέσεων που του ασκήθηκαν ένεκα της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς ένα πιο "κοσμικό" ρόλο.
Το 1877 μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη πήγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και ενώ τις ολοκλήρωσε, ο ίδιος μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο φαίνεται να εντυπωσιάστηκε από τον ίδιο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, αφού πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο "Παπαδάκειο κληροδότημα", με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή. Ήταν η εποχή που έφυγε από τη ζωή ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης. Αφού έλαβε το πτυχίο του το 1885, ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια άμεσα με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, γίνεται ιεροκήρυκας ενώ λαμβάνει και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως της Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Η ραγδαία άνοδος όμως του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο πρώτη επιλογή.
Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας αυτά τα δεδομένα, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον ότι ήθελε να ανατρέψει τον Σωφρόνιο από τον θρόνο, επισυνάπτοντάς του επίσης αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Μαζί τους είχαν και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος πληροφορούμενος τις κατηγορίες εναντίον του αγαπημένου του παιδιού, πείστηκε, με αποτέλεσμα την άμεση εντολή του για παύση της ιδιότητάς του, κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο. Σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα αποφάσιζε μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, την ποινή.
Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, αντίθετα από τους αντιπάλους του οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.
Ο Άγιος Νεκτάριος έτσι βρέθηκε ενώπιον μίας πολύ δύσκολης κατάστασης. Η πενία και η προσωπική ηθική εξόντωση που είχε υποστεί του έκλειναν ερμητικά όλες τις πόρτες. Χαρακτηριστική ήταν η προσπάθειά του, μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα, την οποία του αρνήθηκε λόγω πιέσεων από την σύνοδο. Ο ίδιος ο υπουργός παιδείας και εκκλησιαστικών του διεμήνυε επίσης, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε να του παράσχει την παραμικρή βοήθεια.
Αυτή την εποχή θα δεχτεί τη διακονία μίας χήρας, η οποία θα τον βοηθήσει να επιβιώσει. Μετά από λίγο καιρό και χάρη στις προσπάθειες ενός κυβερνητικού μέλους που γνώριζε το σημαντικό ποιμαντικό του έργο στην Αλεξάνδρεια, ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε και η καχυποψία στην κλειστή κοινωνία της Χαλκίδας οπού διορίστηκε συνέχισε να τον στιγματίζει.
Η αποκατάσταση της αλήθειας και η Ριζάρειος
Το 1891, δύο χρόνια μετά από τις κατηγορίες που εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, ακόμα γίνονταν προσπάθειες μέσω της κυβέρνησης για αποπομπή από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του.
Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν από την εποχή που έφυγε από την Αλεξάνδρεια. Εν συνεχεία αποκαλύφτηκε και η σκευωρία για οποιαδήποτε σχετική ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και πως τελικά οι κατηγορίες για ανατροπή του Σοφρωνίου ήταν αβάσιμες. Αυτό τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα, με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της ποιμαντικής του δραστηριότητας.
Ο λαός τον αγκάλιασε τόσο μάλιστα, που όταν χήρεψε η θέση του επισκόπου, σχεδόν απαίτησε την άνοδό του στο θρόνο. Η άποψη της συνόδου όμως ήταν διαφορετική.
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας. Ήταν μια εποχή που γνώρισε ένα μικρό, ονόματι Κωστή Σακκόπουλο, που έμελλε μέχρι τέλους της ζωής του να παραμείνει κοντά του.
Οι φίλοι πλέον προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη. Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες που του αποδίδονται.
Όταν κάποτε μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα έδωσε τα παπούτσια του σε ένα φτωχό, καθότι δεν είχε. Άλλοτε σε ένα τσακωμό των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν, ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής πάντα, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν.
Τόση μάλιστα ήταν η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, που όταν πέθανε ο Σωφρόνιος και του ζήτησαν να είναι θέσει υποψηφιότητα για διαδοχή, ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία του 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του Ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά είτε σε ομιλίες του, είτε για να πάρει την συμβουλή του. 14 συναπτά έτη διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε το πόστο του.
Στην Αίγινα
Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908. Η ιστορία όμως της εγκατάστασής του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898.
Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα "Εκκλησιαστικό Παρθενώνα", όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί.
Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.
Η εμφάνισή του στην Αίγινα συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε ένα δαιμονισμένο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί μάλιστα τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει.
Αυτά εκλείφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή. Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να γίνει αρκετά μεγάλο για να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δουν ή να πάρουν την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό.
Τα χρόνια που θα περνούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια οικονομική και πνευματική ευφορία, ήρθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες της ζωής, κήρυττε την ελπίδα και τον Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό έργο του, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε.
Ποτέ, παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του.
Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια αλλά οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης φαίνεται να είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια και η κοίμησις
Γέννηση, ανατροφή και εφηβική ηλικία
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846, στη Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γιος του Δημοσθένη και της Μαρίας Κεφαλά, ήταν το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας, που από μικρή ηλικία έζησε τα δύσκολα χρόνια της εποχής. Η αδυναμία μάλιστα της οικογένειάς του να συντηρήσει όλα τα μέλη της συνάμα με την έλλειψη σχολείου μέσης εκπαίδευσης, τον οδήγησαν στο να πάρει δρόμο για την Κωνσταντινούπολη σε ηλικία μόλις 13 ετών. Στην Κωνσταντινούπολη εργάστηκε αρχικώς σε συσκευαστήριο καπνού, οπού σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργαζόταν πολλές ώρες ημερησίως, δεν πληρωνόταν και πολλές φορές κακοποιούταν. Η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην όταν τον περιμάζεψε κάποιος έμπορος και του πρόσφερε δουλειά και στέγη. Αποτέλεσμα του γεγονότος ήταν σύντομα να τον ακολουθήσει και η οικογένειά του. Στην Πόλη διέμεινε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 χρονών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Η μετακίνηση στη Χίο, θεολογικές σπουδές και ποιμαντική διακονία στην Αλεξάνδρεια
Σε ηλικία 20 ετών οδηγήθηκε στη Χίο με στόχο να αναλάβει τη θέση του δασκάλου. Η παραμονή στην Κωνσταντινούπολη και η φοίτησή του σε σχολείο του είχαν δώσει μία σχετική γραμματική και θεολογική μόρφωση. Στη Χίο έμεινε για άλλα 10 χρόνια, μέχρι 1877. Εκεί μάλιστα θα γνωρίσει το μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του.
Ο Άγιος Νεκτάριος την εποχή αυτή είχε αποφασίσει πλέον να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Το 1876 έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα που έγινε γνωστός, Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος επιθυμούσε μάλιστα τον αυστηρό έγκλειστο μοναστηριακό βίο αλλά εξ αιτίας των πιέσεων που του ασκήθηκαν ένεκα της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς ένα πιο "κοσμικό" ρόλο.
Το 1877 μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη πήγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές και ενώ τις ολοκλήρωσε, ο ίδιος μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο φαίνεται να εντυπωσιάστηκε από τον ίδιο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, αφού πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο "Παπαδάκειο κληροδότημα", με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή. Ήταν η εποχή που έφυγε από τη ζωή ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης. Αφού έλαβε το πτυχίο του το 1885, ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια άμεσα με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, γίνεται ιεροκήρυκας ενώ λαμβάνει και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως της Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Η ραγδαία άνοδος όμως του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο πρώτη επιλογή.
Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας αυτά τα δεδομένα, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον ότι ήθελε να ανατρέψει τον Σωφρόνιο από τον θρόνο, επισυνάπτοντάς του επίσης αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Μαζί τους είχαν και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος πληροφορούμενος τις κατηγορίες εναντίον του αγαπημένου του παιδιού, πείστηκε, με αποτέλεσμα την άμεση εντολή του για παύση της ιδιότητάς του, κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο. Σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα αποφάσιζε μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, την ποινή.
Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, αντίθετα από τους αντιπάλους του οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.
Ο Άγιος Νεκτάριος έτσι βρέθηκε ενώπιον μίας πολύ δύσκολης κατάστασης. Η πενία και η προσωπική ηθική εξόντωση που είχε υποστεί του έκλειναν ερμητικά όλες τις πόρτες. Χαρακτηριστική ήταν η προσπάθειά του, μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα, την οποία του αρνήθηκε λόγω πιέσεων από την σύνοδο. Ο ίδιος ο υπουργός παιδείας και εκκλησιαστικών του διεμήνυε επίσης, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε να του παράσχει την παραμικρή βοήθεια.
Αυτή την εποχή θα δεχτεί τη διακονία μίας χήρας, η οποία θα τον βοηθήσει να επιβιώσει. Μετά από λίγο καιρό και χάρη στις προσπάθειες ενός κυβερνητικού μέλους που γνώριζε το σημαντικό ποιμαντικό του έργο στην Αλεξάνδρεια, ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε και η καχυποψία στην κλειστή κοινωνία της Χαλκίδας οπού διορίστηκε συνέχισε να τον στιγματίζει.
Η αποκατάσταση της αλήθειας και η Ριζάρειος
Το 1891, δύο χρόνια μετά από τις κατηγορίες που εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, ακόμα γίνονταν προσπάθειες μέσω της κυβέρνησης για αποπομπή από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του.
Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν από την εποχή που έφυγε από την Αλεξάνδρεια. Εν συνεχεία αποκαλύφτηκε και η σκευωρία για οποιαδήποτε σχετική ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και πως τελικά οι κατηγορίες για ανατροπή του Σοφρωνίου ήταν αβάσιμες. Αυτό τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα, με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της ποιμαντικής του δραστηριότητας.
Ο λαός τον αγκάλιασε τόσο μάλιστα, που όταν χήρεψε η θέση του επισκόπου, σχεδόν απαίτησε την άνοδό του στο θρόνο. Η άποψη της συνόδου όμως ήταν διαφορετική.
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας. Ήταν μια εποχή που γνώρισε ένα μικρό, ονόματι Κωστή Σακκόπουλο, που έμελλε μέχρι τέλους της ζωής του να παραμείνει κοντά του.
Οι φίλοι πλέον προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη. Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες που του αποδίδονται.
Όταν κάποτε μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα έδωσε τα παπούτσια του σε ένα φτωχό, καθότι δεν είχε. Άλλοτε σε ένα τσακωμό των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν, ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής πάντα, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν.
Τόση μάλιστα ήταν η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, που όταν πέθανε ο Σωφρόνιος και του ζήτησαν να είναι θέσει υποψηφιότητα για διαδοχή, ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία του 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του Ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά είτε σε ομιλίες του, είτε για να πάρει την συμβουλή του. 14 συναπτά έτη διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε το πόστο του.
Στην Αίγινα
Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908. Η ιστορία όμως της εγκατάστασής του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898.
Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα "Εκκλησιαστικό Παρθενώνα", όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί.
Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.
Η εμφάνισή του στην Αίγινα συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε ένα δαιμονισμένο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί μάλιστα τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει.
Αυτά εκλείφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή. Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να γίνει αρκετά μεγάλο για να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δουν ή να πάρουν την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό.
Τα χρόνια που θα περνούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια οικονομική και πνευματική ευφορία, ήρθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες της ζωής, κήρυττε την ελπίδα και τον Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό έργο του, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε.
Ποτέ, παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του.
Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια αλλά οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης φαίνεται να είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια και η κοίμησις
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με
τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική
αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για
ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών
κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε
προσχωρήσει στο μοναστήρι.
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Σημαντική ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε.
Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη, ενώ εορτάζεται στις 9 του ιδίου μηνός.
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Το προσωνύμιο που του αποδίδει σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι θαυματουργός. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά η απόδειξη αυτής της προσωνυμίας.
Όταν ο Άγιος εκοιμήθη, στο διπλανό κρεβάτι νοσηλευόταν κάποιος παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας η φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του, λέγεται οτι το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμεινε αναλλοίωτο για περισσότερο από 30 χρόνια. Το λείψανό του πρώτη φορά εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του ενώ ακολούθησαν και άλλες ταφές και εκταφές.
Το συγγραφικό του έργο
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Σημαντική ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε.
Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη, ενώ εορτάζεται στις 9 του ιδίου μηνός.
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Το προσωνύμιο που του αποδίδει σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι θαυματουργός. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά η απόδειξη αυτής της προσωνυμίας.
Όταν ο Άγιος εκοιμήθη, στο διπλανό κρεβάτι νοσηλευόταν κάποιος παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας η φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του, λέγεται οτι το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμεινε αναλλοίωτο για περισσότερο από 30 χρόνια. Το λείψανό του πρώτη φορά εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του ενώ ακολούθησαν και άλλες ταφές και εκταφές.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πολυγραφότατος και λόγιος της
εποχής εξ ου και παρέδωσε πολυποίκιλο έργο, πραγματεύοντας πάσης φύσεως θέματα.
Θρησκευτικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ. Το έργο είχε αναγνωριστεί για
τη σπουδαιότητά του, το ύφος του και πνευματικότητά του όσο ακόμα βρισκόταν εν
ζωή από τον τύπο της εποχής αλλά και από την Πανεπιστημιακή κοινότητα.
Α. Από το 1885-1890. Περίοδος Αιγύπτου
- Δέκα
λόγοι δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Αλεξάνδρεια 1885
- Λόγος
Εκκλησιαστικός εκφωνηθείς εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου εν Καΐρω την πρώτη
Κυριακή του Τεσσαρακονθημέρου. Αλεξάνδρεια 1886
- Δύο
λόγοι Εκκλησιαστικοί ("Εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήτοι περί
πίστεως" και "Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού, ήτοι
περί θαυμάτων") Κάιρον 1887
- Λόγοι
περί εξομολογήσεως. Κάιρο 1887
- Περί
των Ιερών Συνόδων και ιδίως περί της σπουδαιότητος των δύο πρώτων
Οικουμενικών Συνόδων. Αλεξάνδρεια 1888
- Περί
των καθηκόντων ημών προς το Άγιον Θυσιαστήριον. Κάιρο 1888
- Περί
της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. Αλεξάνδρεια 1889
- Λόγος
εκφωνειθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την εορτήν των Τριών
Ιεραρχών. Αλεξάνδρεια 1889
- Λόγος
περί της προς το Άγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως. Αλεξάνδρεια
- Με
πρωτοβουλία και με επιμέλειά του Αγίου εξεδόθηκε το βιβλίο του Ευγενίου
Βουλγάρεως "Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας". 1890
Β. Από το
1892-1894. Περίοδος που ο Άγιος ήταν ιεροκήρυκας
- Αι
Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας. 1892, Β' Έκδοση
συμπληρωμένη.
- Τα παρ'
ημίν τελούμενα ιερά μνημόσυνα. 1892
- Περί
της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. 1892, Β' Έκδοση συμπληρωμένη.
- Υποτύπωσις
περί ανθρώπου. 1893
- Περί
επιμελείας ψυχής (Ένδεκα ομιλίες). 1894
- Μελέτη
περί των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευδούς μορφώσεως. 1894
- Επιμέλεια
της έκδοσης του βιβλίου του Νεόφυτου Βάμβα "Φυσική Θεολογία και
Χριστιανική Ηθική", Αλεξάνδρεια 1893
Γ. Από το
1894-1908. Περίοδος που ο Άγιος ήταν Διευθυντής στη Ριζάρειο
- Ομιλίαι
περί του Θείου χαρακτήρος και του έργου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
1895
- Ιερόν
και Φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα. Τόμος Α' 1895, Τόμος Β' 1896
- Επικαί
και Ελεγειακαί γνώμαι των μικρών Ελλήνων ποιητών. 1896
- Μάθημα
Χριστιανικής Ηθικής. 1897
- Μάθημα
Ποιμαντικής. 1898
- Ορθόδοξος
Ιερά Κατήχησις. 1899
- Χριστολογία.
1901, εσώφυλλο 1990
- Μελέτη
περί αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών μνημοσύνων. 1901
- Ευαγγελική
Ιστορία δι' αρμονίας των ποιμένων των Ιερών Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου,
Λουκά και Ιωάννου. 1903
- Προσευχητάριον
Κατανυκτικόν. 1904
- Το
γνώθι σαυτόν. 1904
- Μελέτη
περί της Μητρός του Κυρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
1904
- Μελέτη
περί των Αγίων του Θεού. 1904
- Μελέτη
περί μετανοίας και εξομολογήσεως. 1904
- Μελέτη
περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 1904
- Ιστορική
μελέτη περί των διατεταγμένων νηστειών. 1905
- Θεοτοκάριον,
ήτοι προσευχητάριον μικρόν. 1905
- Ιερατικόν
Εγκόλπιον. 1907
- Θεοτοκάριον.
1907, Β' έκδοση επαυξημένη.
- Ψαλτήριον
του προφητάνακτος Δαυίδ. 1908
- Επιμέλεια
της έκδοσης του έργου του Αντιόχου μοναχού της Λαύρας του Αγίου Σάββα
"Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών", 1906
- Δημοσίευσε,
επίσης, περιοδικά τις παρακάτω μελέτες
- Μελετίου
Πηγά, "Δύο επιστολαί", Βυζαντινά Χρονικά, Πετρουπόλεως, Ι/1894
- Ποιμαντικαί
Ομιλίαι. Α' Περί της πολιτείας του ιερού κλήρου κατά τους Πατέρας της
Εκκλησίας. Ιερός Σύνδεσμος, 1895-96
- Η αγωγή
των παίδων και αι μητέρες. Ιερός Σύνδεσμος, 1895
- Περί μεσαίωνος
και Βυζαντιακού Ελληνισμού. Ιερός Σύνδεσμος
- Τίνες
οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Φωτίου. Θρακική Επετηρίς, 1897
- Περί
του τις η αληθής ερμηνεία περί της ρήσεως του Αποστόλου Παύλου "η δε
γυνή να φοβήται τον άνδραν". Ανάπλασις, 1902
- Μελέτη
περί των αγίων εικόνων. Αναμόρφωσις, 1902
- Θρησκευτικαί
μελέται. Αναμόρφωσις, 1903-4
- Περί
όρκου. Ιερός Σύνδεσμος, 1906
- Επίσης
έγραψε 136 επιστολές στις μοναχές που εξεδόθησαν με τον τίτλο
"Κατηχητικαί Επιστολαί προς τας μοναχάς Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης",
1984
Δ. Από το
1908-1920. Περίοδος που ο Άγιος ήταν στο μοναστήρι στην Αίγινα
- Τριαδικόν.
1908
- Κεκραγάριον
του Θείου και Ιερού Αυγουστίνου. τ.Α'-Β',1910
- Μελέτη
ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος. Περί των λόγων της διαιωνίσεως
αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της
Ανατολικής και Δυτικής (τ. Α' 1911, τ. Β' 1912)
- Μελέται
δύο. Α' Περί Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Β' Περί της
Ιεράς Παραδόσεως (1913)
- Προσευχητάριον
Κατανυκτικόν (β' έκδοση, 1913)
- Μελέτη
περί των Θείων Μυστηρίων (1915)
- Μελέτη
ιστορική περί του Τιμίου Σταυρού (1914)
- Χριστιανική
Ηθική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (β' έκδοση επαυξημένη, 1920)
- Περί
Εκκλησίας ("Εβδομηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής
Σχολής 1844-1919", 1920)
Ε. Εκδόσεις
μετά την εκδημία του Αγίου
- Θεία
Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (1955)
- Θρησκευτικαί
Μελέται (1986)
ΣΤ. Ανέκδοτα
έργα του Αγίου
- Μελέτη
περί των αγίων λειψάνων
- Περί
της αφιερώσεως τω Θεώ οσίων παρθένων και περί Μονών και μοναχικού βίου
- Εορτολογία
της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (Περί των Κυριακών του όλου ενιαυτού-
Περί των ακινήτων και κινητών εορτών)
- Ιερά
Λειτουργική
- Κεφάλαια
πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων
- Περί
της εν πνεύματι και αληθεία λατρείας
- Ερμηνεία
των Πράξεων των Αποστόλων
- Περί
Ελληνισμού
- Εγκυκλοπαιδεία
της φιλοσοφίας
- Ιστορίας
εκκλησιαστικής μυστική θεωρία
- Χρηστομάθεια
- Νέον
Πασχάλιον αιώνιον
Υμνολογία - Υμνογραφία
Το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Ο Άγιος Νεκτάριος αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι'αυτό ειδικά συνέγραψε το θεοτοκάριον. Επίσης επεσήμανε χαρακτηριστικά τη διαφορά μεταξύ τύπου προσευχής και λατρείας.
Το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτεται και από το υμνολογικό και υμνογραφικό έργο του. Ο Άγιος Νεκτάριος αγαπούσε ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο και γι'αυτό ειδικά συνέγραψε το θεοτοκάριον. Επίσης επεσήμανε χαρακτηριστικά τη διαφορά μεταξύ τύπου προσευχής και λατρείας.
Α. Υμνολογία
- Κεκραγάριον
είναι τα τέσσερα βιβλία των Εξομολογήσεων του Ιερού Αυγουστίνου, κατά
μετάφραση Ευγενίου του Βουλγάρεως, τα οποία ο Άγιος ανήγαγεν "από του
πεζού λόγου εις τον έμμετρον"
- Ψαλτήριον
είναι πάντες οι Ψαλμοί του Δαβίδ, τους οποίους ο Άγιος, "ενέτεινεν
εις μέτρα ποικίλα, Θεού ευδοκούντος και εμπνέοντος, κατά τονικήν
βάσιν".
Β.
Υμνογραφία
- Θεοτοκάριον
και Τριαδικόν είναι τα θεοτοκία και τριαδικά αντιστοίχως τροπάρια της
Παρακλητικής, του Τριωδίου ή και λοιπών λειτουργικών βιβλίων, εντεταμένα
σε ενιαία ή πολυποίκιλα μέτρα.
Αγιογραφία
Η μορφή του Αγίου Νεκταρίου στην αγιογραφία εμφανίζεται σε δύο φάσεις. Όρθιος και καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο. Στην πρώτη περίσταση φέρει λιτή αμφίεση κρατώντας το Ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογεί. Στην δεύτερη περίσταση φέρει αναστάσιμα άμφια και έχει στο δεξί χέρι το Ευαγγέλιο ανοιχτό σε κάποιο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σύγχρονος Άγιος με αποτέλεσμα να υπάρχουν φωτογραφίες με την μορφή του.
Εορτή
Ο Άγιος Νεκτάριος εορτάζεται 3 φορές ετησίως.
Η μορφή του Αγίου Νεκταρίου στην αγιογραφία εμφανίζεται σε δύο φάσεις. Όρθιος και καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο. Στην πρώτη περίσταση φέρει λιτή αμφίεση κρατώντας το Ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογεί. Στην δεύτερη περίσταση φέρει αναστάσιμα άμφια και έχει στο δεξί χέρι το Ευαγγέλιο ανοιχτό σε κάποιο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σύγχρονος Άγιος με αποτέλεσμα να υπάρχουν φωτογραφίες με την μορφή του.
Εορτή
Ο Άγιος Νεκτάριος εορτάζεται 3 φορές ετησίως.
- Κοίμηση
- 9 Νοεμβρίου
- Ανακομιδή
Λειψάνων - 3 Σεπτεμβρίου
- Αναγνώριση
Αγιότητος - 20 Απριλίου
Μετά από 33 έτη που το σώμα του Αγίου Νεκταρίου έμεινε
ακέραιο, άρχισε να αποσυντίθεται. Σήμερα η κάρα και τα οστά του Αγίου Νεκταρίου
φυλάσσονται στο μοναστήρι που ίδρυσε στην Αίγινα.
Βιβλιογραφία
Σώτος Χονδρόπουλος, Ο Άγιος του αιώνας μας, εκδ. Καινούργια Γη, Αθήνα 2003
Βιβλιογραφία
Σώτος Χονδρόπουλος, Ο Άγιος του αιώνας μας, εκδ. Καινούργια Γη, Αθήνα 2003
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα,
ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ·
ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι
Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτονΚαὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα
Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.
Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος
Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν
καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.
ΠΗΓΗ:http://faneromenihol.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου