Ένας πανάρχαιος θαλασσινός
«οπλίτης»!
Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς
–Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας
Μέλος Ελληνικού
Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.)
Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 964, σ.61
ΦΕΒ. 2014, έκδοση της
Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών
Ναυτικού (Ε.Α.Α.Ν.),
υποπτευόμενο από ΥΕΘΑ μέσω ΓΕΝ.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
|
Στην φωτογραφία εικονίζεται αγριοαχινός
Sphaerechinus granularis.
ΦΩΤΟ: Κώστας Λαδάς, Αντιπρόεδρος
ΜΚΟ ΥΔΡΟΝΑΥΤΕΣ, kostasladas.blogspot.gr
|
Ο αχινός,
(αρχαία ελληνικά εχίνος), είναι ένα μικρό ζωάκι της θάλασσας που έχει
σφαιρικό, αγκαθωτό κέλυφος. Ανήκει στην ομοταξία των Εχινοειδών (Echinoidea). Τα εχινοειδή εμφανίστηκαν κατά την
σιλούριο περίοδο του παλαιοζωϊκού αιώνος (443,7–416 εκατομμύρια χρόνια πριν από
σήμερα) κι εξακολουθούν να ζουν ακόμα και σήμερα.
Απαντάται στη λάσπη
του βυθού, σε βραχώδη μέρη, σε μέρη με φύκια, σε όλες τις θάλασσες
του κόσμου. Υπάρχουν περί τα 700 είδη αχινών από τα οποία πολλά έχουν υπέροχα
λαμπερά χρώματα όπως μαύρο, πράσινο, καφέ, μωβ, κόκκινο.
Ο «λύχνος του Αριστοτέλη»: η μασητική
συσκευή των αχινών
Από τη μασητική
συσκευή των αχινών και εν γένει των εχινοειδών ξεκινά το πεπτικό σύστημα. Τη συσκευή αυτή περιέγραψε ο
Αριστοτέλης προσομοιάζοντάς την με λύχνο, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «λύχνος του
Αριστοτέλη» (lanterna Aristotelii), από τους μετέπειτα
σχολιαστές.
Ο «λύχνος του Αριστοτέλη» εκτείνεται ως το
φάρυγγα και αποτελείται από 5 μακριά και κυρτά δόντια τα οποία εκφύονται
από 5 γνάθους.
[ Οι αχινοί έχουν πέντε δόντια και ανάμεσά τους το σαρκώδες
μόριο]
«Έχουσι δ’ οι εχίνοι οδόντας μεν πέντε και μεταξύ το σαρκώδες» [1].
Η κίνηση των γνάθων
επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μασητήρων μυών. Τρέφεται κυρίως με άλγες (φύκια).
|
Κόκκινος αχινός, το
είδος Paracentrotus lividus.
Στο κέντρο
διακρίνεται η στοματική κοιλότητα.
ΦΩΤΟ: Γιάννης
Ηλιόπουλος.
|
ΚΙΝΗΣΗ
Τα μακριά του αγκάθια
(άκανθες) χρησιμεύουν για την άμυνά του αλλά και για την κίνησή του. Οι άκανθες
είναι οξύληκτες, φτάνουν τα 3 εκ. σε μήκος και κινούνται με τη βοήθεια μυών [2].
Επιπλέον χρησιμοποιεί
τους βαδιστικούς ποδίσκους, (σωληνοειδείς πτυσσόμενες αποφύσεις). Οι ποδίσκοι
γεμίζουν με θαλασσινό νερό, το οποίο εισέρχεται μέσω της λειτουργίας του
υδροφορικού συστήματος των εχινοειδών. Όταν το νερό ωθείται στους σωληνίσκους,
οι βαδιστικοί ποδίσκοι εκτελούν τη λειτουργία της κίνησης ή συλλαμβάνουν την
τροφή.
Χάρις σε αυτούς
προσκολλά σε σταθερή επιφάνεια αλλά και ταυτόχρονα μπορεί να αναπνέει.
|
Μια εντυπωσιακή
φωτογραφία Αχινού, του είδους
Colobocentrotus atratus, κατά την οποία
διακρίνονται
οι βαδιστικοί
ποδίσκοι. ΦΩΤΟ: http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Podiaoursintortue.JPG
|
ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Ο αχινός είναι
γονοχωριστικός οργανισμός (οργανισμός που έχει τον αρσενικό και τον θηλυκό
γαμέτη σε διαφορετικά άτομα). Οι αρσενικοί αχινοί ελευθερώνουν τους γαμέτες
τους στο θαλάσσιο περιβάλλον από τους πόρους των γεννητικών πινακιδίων και έτσι
επιτυγχάνεται εξωτερική γονιμοποίηση.
ΑΜΥΝΑ
Ο αχινός εντυπωσίαζε
από την αρχαιότητα για την βαριά οπλισμένη εμφάνισή του:
[Ο αχινός έχει το
καλύτερο αμυντικό σύστημα απ’ όλα: διαθέτει ένα κυκλικό όστρακο γύρω του, που
τον καλύπτει ολόκληρο, οχυρωμένο μ ‘ έναν φράχτη από αγκάθια].
«Ο δ’ αχινός μάλιστα πάντων αλεωράν έχει: κύκλω γαρ το όστρακον
συνηρεφές και κεχαρακωμένον ταις ακάνθαις.» [3]
Δεν υπάρχουν
δηλητηριώδεις αδένες στα αγκάθια, αλλά, με βάση το βαθμό του πόνου που
προκαλείται κατά τη διάτρηση στο ανθρώπινο δέρμα, το δέρμα που καλύπτει την
σπονδυλική στήλη πρέπει να έχει κάποιες τοξικές ιδιότητες.
Ο «βαρύς οπλισμός»
του αχινού δείχνει επικίνδυνος για τον εχθρό του, όμως τα τρομαχτικά αγκάθια
φαίνεται να είναι ευάλωτα στο δυνατό κυματισμό. Ένα απόσπασμα του Αιλιανού
αποκαλύπτει:
[Τα κύματα κυλούν
τους αχινούς προς τα έξω, τους ξεβράζουν στην ξηρά, πετώντας τους με φόρα έξω
απ’ τη θάλασσα. Επειδή αυτό ακριβώς φοβούνται κι εκείνοι, όταν νιώσουν πως το
κύμα αναταράζεται κι αρχίζει να φουσκώνει και ν’ αποκτά ορμή, πιάνουν με τ’
αγκάθια τους όσα πετραδάκια μπορούν να σηκώσουν κι αποκτούν έρμα, ώστε να μην
κυλιούνται εύκολα δώθε κείθε και να μην πάθουν αυτό που φοβούνται].
«Τους εχίνους ο κλύδων κυλίων ες τα έξω και προσαράττων τω ξηρώ της
θαλάττης βιαιότατα εκβάλλει. Τούτο τοίνυν εκείνοι δεδιότες, όταν αίσθωνται
φρίττον το κύμα και μέλλον αδρότερον υπανίστασθαι, ταις ακάνθαις αναρούνται
λιθίδια, εύκολά εστι φέρειν αυτοίς, και έχουσιν έρμα, και ου ραδίως κυλίοντα,
ουδέ πάσχουσιν ο δεδοίκασιν.» [4]
|
Μια από τις
περιπτώσεις που ο αχινός, όπως μας πληροφορεί
o συγγραφεύς του 3
μ.Χ. αιώνος Αιλιανός, πιάνει
με τ’ αγκάθια του
πετραδάκια… ΦΩΤΟ: Νίκος Γκίκας
|
Από την άλλη, μελέτες
του Hopkins Marine Station, Pacific
Grove της Καλιφόρνια, επάνω στα είδη των αχινών, έδειξαν ότι αχινοί που ζουν σε
ακτές με μεγάλο κυματισμό αποκτούν μεγαλύτερη αντοχή αλλάζοντας σχήμα και μορφή
[5]. Τα αγκάθια μικραίνουν και πλαταίνουν και το σώμα από σφαιρικό γίνεται
πεπλατυσμένο. H επιφάνειά του,
αποτελούμενη από μικροσκοπικές πολυγωνικές πλάκες που σχηματίζονται από τα
τροποποιημένα πλέον αγκάθια διαμορφώνουν ένα ομαλό περίβλημα, σαν μωσαϊκό.
Πρόκειται για τον αχινό-βότσαλο (Colobocentrotus atratus) ο οποίος ζει στις
ακτές του Δυτικού Ειρηνικού και στη Χαβάη.
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η Αναγέννηση αποτελεί
ένα από τα περισσότερο εντυπωσιακά και λιγότερο κατανοητά θέματα της βιολογίας.
Είναι η ικανότητα ενός οργανισμού να αντικαθιστά απορριφθέντα ή απολεσθέντα
τμήματα του σώματός του. Ο αχινός έχει την ικανότητα να αντικαθιστά μέλη ή μέρη
του σώματός του. Αν και περισσότερο απ’
όλα η αναγέννηση αφορά στα αγκάθια, εντούτοις σε κείμενο που μας παραδίδει ο
συγγραφεύς του 3 μ.Χ. αιώνος Αιλιανός, διαβάζουμε ότι η ιδιότητα να αναγεννηθούν ή να κολληθούν
ξανά αποκολλημένα μέλη δεν περιορίζεται μόνο στα αγκάθια:
[Τους αχινούς που
είναι ακόμα ζωντανοί, μέσα στο όστρακο και με υψωμένα τα αγκάθια, αν κάποιος
τους σπάσει και ρίξει στη θάλασσα ένα
κομμάτι εδώ κι άλλο κομμάτι εκεί και τ΄ αφήσει, αυτά συμμαζεύονται πάλι,
ενώνονται και γνωρίζουν ποια κομμάτια είναι δικά τους και συνδυάζοντάς τα
συμφύονται. Και γίνονται ξανά ολόκληροι, μέσω κάποιας θαυμαστής και ιδιαίτερης
δύναμης της φύσης.]
«Τους εχίνους έτι ζώντας και εν τοις οστράκοις όντας και προβεβλημένους
τα κέντρα ει τις συντρίψας και διαρρίψας ες την θάλατταν άλλο άλλη τρύφος
καταλίποι, τα δε άρα συνέρχεται αύθις και ενούται και το συγγενές θρύμμα
ανέγνω, και προσπλακέντα συνέφυ. Και ολόκληροι γίνονται φύσει τινί θαυμαστή και
ιδία αύθις.» [6]
|
Αχινός του είδους Colobocentrotus atratus. Στην αγγλική,
η κοινή ονομασία
του είδους αυτού είναι shingle urchin
(βοτσαλο-αχινός) ή helmet urchin (κράνος-αχινός).
Στην γαλλική L'oursin tortue (χελωνο-αχινός) ή
bonnet de prêtre (κάλυμμα ιερέα). ΦΩΤΟ:
Florent Charpin http://reefguide.org/pixhtml/colobocentrotusatratus1.html
|
ΧΡΗΣΗ
Στην αρχαία Ελλάδα η
χρήση του ήταν ευρεία. Στην γαστρονομία απαντάται πολύ συχνά και οι συνταγές
που αναφέρονται στα αρχαία κείμενα πραγματικά εντυπωσιάζουν ενώ παράλληλα
αποτελούσε ιδανικό φάρμακο για αρκετές παθήσεις κι ασθένειες (όπως ψώρα, έλκη,
υπερσαρκώματα κ.α.)
[Οι αχινοί δε είναι
τρυφεροί, με καλό ζωμό και οσμή ισχυρά, χορταστικοί και ευκολοχώνευτοι. Όταν δε
τρώγονται μετά οξυμέλιτος, σελίνου και ηδυόσμου, είναι καλοί για το στομάχι,
γλυκείς στην γεύση και ευκοίλιοι. Νοστιμότεροι δε από αυτούς και οφελιμότεροι στην υγεία είναι
οι κόκκινοι, οι κιτρινωποί, οι παχύτατοι και όσοι αναδίδουν, όταν τους ξύσεις
την σάρκα, χυμό γαλακτώδη].
«Εχίνοι δε απαλοί μεν, εύχυλοι, βρομώδεις, πλήσμιοι, εύφθαρτοι, μετά
οξυμέλιτος λαμβανόμενοι και σελήνου και ηδυόσμου ευστόμαχοι, γλυκείς τε και εύχοιλοι.
Προσηνέστεροι δ’ αυτών οι ερυθροί και οι μήλινοι και οι παχύτεροι και οι εν τω
ξύεσθαι την σάρκα γαλακτώδες ανιέντες.» [7]
[Ο θαλασινός αχινός
είναι υγιεινός για το στομάχι, ευκοίλιος, διουρητικός και το όστρακό του ωμό
αναμειγνύεται, με καλά αποτελέσματα, στ ακαθαρτικά φάρμακα τα κατάλληλα για την
ψώρα, ενώ καμένο καθαρίζει τα ακάθαρτα έλκη και περιορίζει τα υπερσαρκώματα]
«εχίνος θαλάσσιος ευστόμαχος, ευκοίλιος, ουρητικός, ου το όστρακον ωμόν
μείγνυται χρησίμως τοις προς τας ψώρας αρμόζουσι σμήγμασι, κεκαυμένον δε
καθαίρει τα ρυπαρά έλκη και καταστέλλει τα υπερσαρκώματα» [8]
|
Αχινός με ξεραμένα
φύκια επάνω του.
ΦΩΤΟ: Βασίλης
Βλαχόπουλος
|
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αριστοτέλους, Περί Ζώων Μορίων, Δ’ 5 /680a 6.
[2] Hickman et al., 2001 Hickman
C., Roberts S., Larson A. Integrated Principles of Zoology. McGraw-Hill Higher Education, 2001.
[3] Αριστοτέλους. Περί Ζώων Μορίων, Δ’ 28.
[4] Αιλιανού, Περί Ζώων Ιδιότητος Ζ’ 33.
[5] Denny and Gaylord, 1996:
Mark Denny and Bryan Gaylord, Why the
urchin lost its spines: hydrodynamics and survivorship in three echinoid
species. The Journal of Experimental Biology 199, 717–729 (Great Britain:
The Company of Biologists Limited, 1996).
[6] Αιλιανού, Περί
Ζώων Ιδιότητος Θ’ 47.
[7] Αθήναιου,
Δειπνοσοσφιστές Γ’ 41/91b.
[8] Διοσκουρίδου
Πεδανίου, Περί ύλης ιατρικής Β’ 1.
"Νεώτερον
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τ.8ος, σ.623
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου