Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Αίνοι Γρηγορίου του Θεολόγου...

Ο Άγιος Γρηγόριος Ο Θεολόγος
Αίνοι Δοξαστικό Δημήτριος Νεραντζής Γιώργος Προικιός
 Στις 25 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μεγάλου εκκλησιαστικού Πατέρα και Διδασκάλου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ή Νανζιανζηνού, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Εις του Αίνους Στιχηρά Προσόμοια 4
Α Διατεμών τον του γράμματος συ γνόφον
Β Ο Θεολόγος ο δεύτερος και μύστης
Γ Γεωπονήσας τη γλώση θεηγόρε
Δ Τω της σοφίας κρατήρι προσπελάσας
Δόξα Ήχος α ανατολίου Την λύραν του Πνεύματος

Ραδιοφωνικός σταθμός της Πειραϊκής Εκκλησίας.
Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014 Από τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς αγρυπνία, επί τη μνήμη του Αγίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου 25η Ιανουαρίου
PCM Επιμέλεια παραγωγής βίντεο και επεξεργασία Ηχου studio A Αλέξιος Νικολουτσόπουλος Video montaz. Studio A PCM Video production
Ηχοληψία Αλέξιος Νικολουτσόπουλος Mastering. Engineer.
Επιμέλεια φωτογραφικού υλικού Σπύρος Παπαγεωργίου.

Ο Άγιος Γρηγόριος (25 Ἰανουαρίου)


 Ο Άγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως  
       
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό.
Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.
Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου,
τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τὰς συμπλοκὰς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τὴν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καὶ φοροῦσα σὺν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τὸ πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγὴ θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφὲ Γρηγόριε.
ΠΗΓΗ:http://faneromenihol.gr/
 
 

Οραματισμοί!!

Τα 3 δέντρα!


Ήταν μια φορά σ΄ένα δάσος τρία δέντρα. Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό...

Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο ξυλόγλυπτο, όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός.

Το δεύτερο δέντρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι και όμορφο που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα, που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.

Το τρίτο δέντρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δέντρο του δάσους, έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον ουρανό και τον Θεό.

Όμως πέρασαν τα χρόνια και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς.
Πήγαν υλοτόμοι και έκοψαν το πρώτο δέντρο, και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκανε δοχείο για την τροφή των ζώων, παχνί για τα άχυρα των ζώων.
Το δεύτερο δέντρο που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι, για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που το είχαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν.
Το τρίτο δέντρο που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους, το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του.
Περνούσαν τα χρόνια και τα δέντρα απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμη και τα όνειρά τους.
Όμως κάποια ημέρα ένας άντρας και μια γυναίκα ήλθαν στο στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα, και η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δέντρο.
Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία, η Θεοτόκος, οι οποίοι απόθεσαν σε εκείνο το ξύλινο παχνί όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια αλλά τον ίδιο το Θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για εμάς.
Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτεί μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο τον Θεό.

Στο μικρό ψαροκάικο, που είχε γίνει από το δεύτερο δέντρο, μετά από πολλά χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες μαζί με το δάσκαλο τους, ο οποίος ήταν κουρασμένος και είχε κοιμηθεί. Είχαν ανοιχτεί στην θάλασσα, όταν ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία.
Πάνω στο φόβο τους οι μικροί ψαράδες, ξύπνησαν τον αρχηγό τους, και Εκείνος μόλις είδε την φουρτουνιασμένη θάλασσα, τη διέταξε να ηρεμήσει. Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως.
Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του, στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Έτσι και το δεύτερο δέντρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον Βασιλέα των Βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές Του.

Και το τρίτο δέντρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια ημέρα το πήραν και έκαναν έναν σταυρό, στο οποίο σταύρωσαν τον Χριστό.
Έτσι το δέντρο αυτό έγινε πιο ψηλό από ότι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στον Θεό.
Τελικά τα δέντρα της ιστορίας απέκτησαν όχι μόνο αυτό που ήθελαν και ποθούσαν, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα από αυτά που σχεδίαζαν.
Αυτή λοιπόν η απλοϊκή ιστορία έχει για εμάς ένα βαθύ και μεγάλο δίδαγμα:
Ότι όταν κάνουμε όνειρα πρέπει να μην ξεχνούμε ότι αυτό που μας ετοιμάζει ο Θεός είναι προτιμότερο και ωφελιμότερο για τη ζωή μας.
Ας έχουμε λοιπόν πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό!!!

Ἑσπερινός"

 Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Θεολόγου Πάτμου
Ἑσπερινός τοῦ Σαββάτου, 24-1-2015
Στό Ἀριστερό Ἀναλογιό, ὁ Μοναχός π. Νικόδημος, ἐτῶν 94
ΦΩΤΟ: Ελευθέριος Χρυσοχόου

Μακαρονόπιτα


Μακαρονόπιτα με φέτα και κασέρι

Μακαρονόπιτα με φέτα και κασέρι

Υλικά
  • 10 φύλλα χωριάτικα (ή φύλλα κρούστας, αν προτιμάτε)
  • μακαρόνια Νο 2 ή 3: 500 γρ.
  • φέτα: 300 γρ.
  • κασέρι: 400 γρ.
  • φρέσκο γάλα: 1 λίτρο και λίγο ακόμα για το τέλος
  • αυγά: 5
  • αλεύρι: 5 κουταλιές της σούπας
  • 200 γρ. βούτυρο
  • 2 κρεμμύδια ψιλοκομμένα
  • λίγος άνηθος ψιλοκομμένος
  • αλάτι, πιπέρι

Εκτέλεση

1.   Τρίβετε σε χοντρό τρίφτη το κασέρι και κομματιάζετε με πιρούνι τη φέτα. Ζεσταίνετε τα ¾ από το βούτυρο σ’ ένα κατσαρολάκι και σοτάρετε ελαφρά τα κρεμμύδια μέχρι να μαραθούν. Προσθέτετε το αλεύρι και ανακατεύετε με δυνατές κινήσεις. Κατόπιν ρίχνετε το γάλα και ανακατεύετε μέχρις ότου δέσει η κρέμα.

2.   Αποσύρετε το σκεύος από την εστία και μόλις η κρέμα κρυώσει λίγο προσθέτετε τα 3 αυγά χτυπημένα και αλατοπίπερο. Ανακατεύετε καλά Βράζετε τα ζυμαρικά σύμφωνα με τις οδηγίες της συσκευασίας τους και τα στραγγίζετε. Τα αναμειγνύετε με την κρέμα, ρίχνετε τα τυριά, τον άνηθο και τα υπόλοιπα αυγά και ανακατεύετε καλά.

3.   Σε ένα ορθογώνιο ή στρογγυλό βουτυρωμένο ταψί τοποθετείτε 4-5 φύλλα το ένα πάνω στο άλλο και αλείφετε ανάμεσα με βούτυρο λιωμένο. Απλώνετε πάνω το μείγμα με τα μακαρόνια και την κρέμα και ισιώνετε την επιφάνεια. Καλύπτετε με τα υπόλοιπα φύλλα επίσης βουτυρωμένα. Ψήνετε τη μακαρονόπιτα στους 200° C,  1 ώρα  και τη σερβίρετε ζεστή.

Συμβουλή

Στη συνταγή που σας προτείνουμε μπορείτε να προσθέσετε κάποιο αλλαντικό της αρεσκείας σας ψιλοκομμένο για περισσότερη νοστιμιά.
ΠΗΓΗ:http://www.icookgreek.com

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Φούστουρον




Γαμπρέ, φούστουρον τρως;
 του Δημήτρη Μπούτου
Φούστουρον

«Γαμπρέ, φούστουρον τρως;» ρωτούσε η μητέρα της νύφης τον μέλλοντα γαμπρό ενώ του προσέφερε την παραδοσιακή ποντιακή ομελέτα κατά το «Νυφόπαρμα». Σύμφωνα με την εθιμοτυπία του ποντιακού γάμου, το πρωινό της γαμήλιας ημέρας νυμφίος και συγγενείς έφταναν έφιπποι στο σπίτι της νύφης, όπου τους περίμεναν τα καθιερωμένα κεράσματα: μια πιατέλα με κότα βραστή για τον κουμπάρο και μια πιατέλα φούστουρον για τον γαμπρό. Μετά το φαγητό οι γονείς της νύφης τον οδηγούσαν στην πόρτα του δωματίου της, όπου του την παρέδιδαν.
Μελετώντας κανείς τη μαγειρική του Ποντιακού ελληνισμού εντοπίζει συνταγές μεγαλειώδεις, απλές αλλά μοναδικά γευστικές. Μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές το φούστουρον (φούστορον ή και φούστρον), ομελέτα, που επιδέχεται αμέτρητες παραλλαγές και κατέχει ξεχωριστή θέση στο διαιτολόγιο των Ποντίων. Η παραδοσιακή εκδοχή της περιλαμβάνει μόνο αυγά, βούτυρο και αλάτι αλλά με το πέρασμα των χρόνων και την προσαρμογή της στην καθημερινή σπιτική μαρμίτα εμπλουτίστηκε με υλικά που την νοστιμεύουν ανάλογα με την εποχή και τη διάθεση ασφαλώς του μάγειρα. Γρήγορη στην παρασκευή και «καθαρή» γευστικά η πρωινή εκδοχή της, πλουσιότερη και σαφώς πιο χορταστική η μεσημεριανή.
Πρωινό με το φούστουρον του γάμου
για την πρωινή εκδοχή και για 2 άτομα θα χρειαστούμε:
4 αυγά
3 κ.σ. βούτυρο
1 κεσεδάκι γιαούρτι πλήρες (των 250 γρ.)
αλάτι και πιπέρι
προαιρετικά φέτα 200-250 γρ., τριμμένη με το χέρι

Καίμε το βούτυρο στο τηγάνι ενώ ταυτόχρονα χτυπάμε καλά τα αυγά προσθέτοντας το γιαούρτι και ανακατεύοντας συνεχώς μέχι να διαλυθεί. Εναλλακτικά με ένα μίξερ χειρός μπορούμε να τα ανακατέψουμε πιο γρήγορα. Μόλις το βούτυρο στο τηγάνι αρχίσει να ευωδιάζει, ρίχνουμε το μίγμα και τηγανίζουμε καλά γυρίζοντάς το και από τις δύο πλευρές. Πώς θα το πετύχουμε αυτό;
Αφού ελέγξουμε πως έχει ψηθεί καλά από την κάτω πλευρά, με τη βοήθεια ενός πιάτου σκεπάζουμε το τηγάνι, το αναποδογυρίζουμε ώστε το φούστουρον να μείνει στο πιάτο και το ξαναρίχνουμε πια στη φωτιά με την άψητη όψη του. Μοιράζουμε στην επιφάνειά του το τυρί και σκεπάζουμε με ένα καπάκι ή με λίγο αλουμινόχαρτο. Μόλις το τυρί μας λιώσει και το μίγμα φουσκώσει και ροδοκοκκινίσει, το φούστουρον είναι έτοιμο. Ζεστό όπως είναι το σερβίρουμε γρήγορα, με όσο αλάτι και πιπέρι θέλουμε.
Για δύο με τρεις πεινασμένους και γεύμα μεσημεριανό, διατηρούμε ως βάση όλα τα παραπάνω υλικά αυξάνοντας τα αυγά κατά δύο (δηλαδή έξι) και επιπλέον χρειαζόμαστε:
οπωσδήποτε φέτα, στην ίδια ποσότητα (250 γρ.), χοντροτριμμένη
1 κρεμμύδι χοντροκομμένο
1 ντομάτα χοντροκομμένη
1 πιπεριά επίσης χοντροκομμένη
3-4 φύλλα δυόσμου
περίπου μία μερίδα τηγανητές πατάτες
αλάτι και πιπέρι κατόπιν συνεννόησης με τον ομοτράπεζο ή καθείς στο πιάτο του
Τηγανίζουμε τις πατάτες χωρίς να γεμίσουμε υπερβολικά το τηγάνι, ώστε να αερίζονται αρκετά.
Με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουμε κριτσανιστό αποτέλεσμα εξωτερικά και τρυφερή ψίχα στο εσωτερικό τους. Για τη δεύτερη αυτή εκδοχή του φούστουρου προτιμήστε ένα μικρό ταψί· έτσι θα χειριστείτε καλύτερα τον όγκο του.
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C και στο ταψάκι που έχουμε επιλέξει βάζουμε το βούτυρο μέχρι να λιώσει. Προσθέτουμε την πιπεριά, το κρεμμύδι και τη ντομάτα. Τα ψήνουμε για περίπου 10 λεπτά και μόλις δούμε πως η όψη τους ροδίζει προσθέτουμε τις λαχταριστές πατάτες μας, όσες δεν έχουν αφανιστεί τσιμπολογώντας κατά την προετοιμασία, τη φέτα και τον δυόσμο μοιράζοντάς τα σε όλη την επιφάνεια του ταψιού. Σειρά εχουν τα καλά χτυπημένα αυγά με το γιαούρτι. Ψήνουμε για περίπου 15 λεπτά ακόμα και μόλις το μίγμα έχει πάρει όψη πλούσιας και ροδοψημένης ομελέτας το ξεφουρνίζουμε.
Το σερβίρουμε ζεστό, προσθέτοντας προαιρετικά λίγη ακόμα φέτα από πάνω.
Υείαν και ευτυχίαν!

"Έχει ο Θεός"



Τί κάνω τώρα Θεέ μου; 
(Αληθινή Ιστορία)
Τί κάνω τώρα Θεέ μου; (Αληθινή Ιστορία)
Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη. 
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα. 
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν. Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί. 
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 ΠΗΓΗ:http://www.agioritikovima.gr/