Οι ποικίλες αφετηρίες των παροίκων –από
οθωμανοκρατούμενες, βενετοκρατούμενες ή και αγγλοκρατούμενες περιοχές– και η
μακρά χρονική περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε το γεωγραφικό δίκτυο των
παροικιών δεν επιτρέπουν απόλυτη ενιαιοποίηση των συνθηκών που οδήγησαν στην
οργάνωσή τους σε κοινοτικό επίπεδο. Εν τούτοις κάποια βασικά χαρακτηριστικά
διατρέχουν τη θεσμοθετημένη, νομική εκπροσώπησή τους υπό μορφή κοινοτικής
οργάνωσης. Το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών υποδοχής για την πληθυσμική
ενίσχυση αγροτικών ή κυρίως εμπορικών περιοχών τους, για την ενδυνάμωση με
εξειδικευμένες εμπορικά ή και τεχνολογικά, ενίοτε, ομάδες ανθρώπων οδήγησε τις
κατά τόπους αρχές στην προσέλκυση πληθυσμών από την Ανατολή, που θα τους άνοιγαν
τις τεχνικές κατάκτησης επιθυμητών αγορών.
Το αμφίδρομο ενδιαφέρον εντείνεται είτε διαμέσου
των παραδοσιακά οικείων, προς τους ενδιαφερόμενους, εμπορικών δρόμων και μεθόδων
οργάνωσης (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Βενετίας, της Αγκώνας ή και της
Τρανσυλβανίας και Ουγγαρίας) είτε από τυχαία, εν πολλοίς, πληροφόρηση
των ενδιαφερόμενων (μεσολογγίτες καπετάνιοι πλέοντας για την Σενιγάλια, την
Αγκώνα και τη Βενετία ανακαλύπτουν την επικερδή προοπτική που τους διανοίγεται
μετά την ανακήρυξη της Τεργέστης ως “ελεύθερου λιμανιού” από το 1719) είτε
προκαλείται με ελκυστικές υποσχέσεις και προνόμια από την πλευρά των δυτικών ή
κεντροανατολικών ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Οι ανιχνευτές πρωτοπόροι ακολουθούνται διαρκώς
και περισσότερο από ομάδες συντοπιτών τους, και ο δρόμος για την έκδοση π ρ ο ν
ο μ ί ω ν προς σταθερή εγκατάσταση δεν είναι μακριά. Σε κράτη που λειτουργούν σε
προκαπιταλιστικό και προβιομηχανικό καθεστώς η παραχώρηση προνομίων σε άτομα ή
ομάδες πληθυσμών είναι συνήθης τακτική ώς τον 19ο αιώνα. Καθώς, στην περίπτωση
που εξετάζεται εδώ, πρόκειται για ορθόδοξους, κατά τεκμήριο, μετακινούμενους,
επιβάλλεται να ξεπεραστούν αμφίδρoμα τα εμπόδια που θέτει η παραδοσιακή
αντιπαράθεση καθολικής και ορθόδοξης Εκκλησίας. Λόγοι εσωτερικής συνοχής και
ανοχής (περίπτωση της Βενετίας ήδη τον 15ο αιώνα) και λόγοι οικονομικού
συμφέροντος από την πλευρά των κρατών υποδοχής (πολλαπλές παροικίες στην
εκτεταμένη αυτοκρατορία των Αψβούργων) επιβάλλουν την έκδοση προνομίων
προκειμένου να αναγνωριστεί το δικαίωμα νόμιμης οργάνωσης των σποραδικά
ερχόμενων ορθόδοξων ατόμων, αλλά που με την πάροδο των χρόνων αποφασίζουν για
τη μονιμότερη διαμονή τους στις νέες χώρες υποδοχής. Τα προνόμια παραχωρούνται,
συνήθως, προς τους “Greci”, “Greci non uniti”, “Griechisch-schismatisch”
(Γραικούς μη ενωτικούς, Γραικούς σχισματικούς), ή προς τους ≪εν τη Βιέννη
κατοικούντας Γραικούς τε και Βλάχους της ανατολικής θρησκείας≫, με σκοπό την
αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης της ορθόδοξης λατρείας. Δεν είναι σαφής, από
την πρώιμη γλώσσα των προνομίων, η εθνική διάκριση, και συχνά οι “Γραικοί”
αντιμετωπίζονται από τις Αρχές με βάση το θρησκευτικό γνώρισμα. Η “griechische
Nation” δεν περιλαμβάνει απαραίτητα σαφώς μόνο τους Έλληνες και τους
“Γραικοβλάχους” (κατά τις πηγές), αλλά και άλλους ορθοδόξους της Βαλκανικής,
τους Σέρβους π.χ., που αποφασίζουν να συνεργαστούν για την απόκτηση του
δικαιώματος ίδρυσης ναού και αδελφότητας/κοινότητας. Από την αδυναμία
ακριβούς προσδιορισμού του περιεχομένου του όρου προκύπτουν συχνά και προβλήματα
συμβίωσης των παροίκων, πολλοί από τους οποίους έχουν και τον ίδιο οικονομικό
προσανατολισμό.
Τα προβλήματα αναφαίνονται συνήθως μετά την
αύξηση του αριθμού των μεταναστών και συνεπώς την εδραίωση των οικογενειακών
σχηματισμών και των επιχειρησιακών δικτύων. Οι αναφυόμενες εντάσεις αναδεικνύουν
τους υποβόσκοντες αναδυόμενους εθνικισμούς, που καλύπτονται πίσω από το δικαίωμα
της άσκησης της λατρείας στην εθνική γλώσσα, και κατά συνέπεια οδηγούν στη
διαίρεση και την ίδρυση νέων ελληνικών, σερβικών κ.ο.κ. ναών στην ίδια πόλη. Τα
προβλήματα που ανακύπτουν πρώιμα στη Βενετία και κυρίως τον 18ο αιώνα στην
Τεργέστη, τη Βιέννη, την Πέστη και σε πολλές πόλεις της Ουγγαρίας, λύνονται
άλλοτε εις βάρος των Ελλήνων άλλοτε των Σέρβων, ανάλογα με τη δύναμη επιρροής, ή
ενίοτε οδηγούν σε παράταση της συμβίωσης. Η κρίση σε κοινοτικό επίπεδο δεν
συμπαρασύρει, απαραίτητα, και τη συνεργασία των ατόμων σε
οικονομικές επιχειρήσεις, που συχνά εξακολουθούν να υφίστανται, όπως άλλωστε
συνεχίζονται και οι μικτοί γάμοι. Τα προνόμια καθόριζαν συνήθως τις συνθήκες υπό
τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι θα δικαιούνταν να ανεγείρουν ορθόδοξο ναό και
παράλληλα ή σταδιακά είτε
α) να οργανωθούν σε Αδελφότητα (Confraternita,
στην περίπτωση της Βενετίας από τον 15ο αιώνα κ.ε.),
β) να συσσωματωθούν οικονομικά, σχηματίζοντας
εμπορικές ενώσεις, τις λεγόμενες “κομπανίες” (εγκαταστάσεις στις τρανσυλβανικές
πόλεις Σιμπίου, Μπρασόβ ήδη από τον 17ο αιώνα, τις ανατολικοουγγρικές
Μίσκολτς,Τόκαϊ, κ.ά.),
γ) να οργανωθούν σε Κοινότητα (Comunita,
Gemeinde).
Η χρήση του όρου “κοινότητα”, για την αποτύπωση
της πραγματικότητας συλλογικά για όλη την υπό εξέταση περίοδο, δεν ακριβολογεί
με βάση τα δεδομένα εκάστοτε ιστορικά στοιχεία. Η διαφοροποίηση ενυπάρχει
καταρχάς από το γεγονός ότι παροικία και κοινότητα δεν συμπίπτουν, τουλάχιστον
όχι υποχρεωτικά. Στην παροικία ανήκουν όλοι οι Έλληνες που κατοικούν στην πόλη
υποδοχής, μόνιμα ή και προσωρινά. Mέλη της κοινότητας ή της αδελφότητας
αποτελούν μόνο όσοι το επιθυμούν. Στις κομπανίες, ως οικονομικές συσσωματώσεις,
είναι υποχρεωτική η συμμετοχή των μελών, ώστε να απολαμβάνουν των προνομίων. Η
οργάνωσή τους προσομοιάζει προς αυτή των συντεχνιών, ασκείται από τους
προεστώτες των κομπανιών συστηματικός έλεγχος των μελών σχετικά με την άσκηση
του εμπορικού, κυρίως, επαγγέλματος, με βάση συγκεκριμένες αρχές, τις οποίες υπό
τη μορφή θεσπισμάτων έχουν συναποφασίσει. Στους προεστώτες και σε ειδικά όργανα
ανήκουν και κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες.
Οι ίδιοι κανονισμοί επιβάλλουν και τον
αλληλοσεβασμό, αλλά και τον έλεγχο σε θέματα ατομικής και συλλογικής ηθικής των
μελών. Ανάλογες προβλέψεις δεν απαντούν στα καταστατικά, με τα οποία λειτουργούν
οι λοιπές κοινότητες, με αρμοδιότητες κατά βάση διοικητικής οργάνωσης και χωρίς
δικαίωμα επέμβασης σε ζητήματα οικονομικών δραστηριοτήτων των μελών τους. Πρώτο
μέλημα των παροίκων, μετά την παραχώρηση προνομίων, είναι η ανέγερση ορθόδοξου ν
α ο ύ . Ειδική επιτροπή αναλαμβάνει το βάρος για την εξεύρεση των χρημάτων, τη
μέριμνα για την ανοικοδόμηση εκκλησίας, αντιπροσωπευτικής του κύρους
που επιθυμούν να προσδώσουν στην κοινότητά τους και την προβολή τους, και την
πλούσια, κατά κανόνα, εσωτερική διακόσμησή της. Την τοιχογράφηση του ναού του
Αγίου Γεωργίου της Βενετίας ανέλαβε μεταξύ άλλων ο φημισμένος ζωγράφος Μιχαήλ
Δαμασκηνός, ενώ τον 20ό αιώνα στην τοιχογράφηση του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης
εργάστηκε ο Κώστας Παρθένης.
Ο ναός κατά κανόνα ανεγείρεται σε κεντρικό σημείο
της πόλης, σε περιοχή κοντά στη θάλασσα ή τις όχθες ποταμού, ώστε να είναι
δυνατή η εύκολη άσκηση της λατρείας από τους νεοερχομένους. Ο ναός και το
γειτνιάζον κοινοτικό οίκημα, και συνήθως και το σχολείο, αποτελούν τα
κτίρια-σύμβολα της κοινοτικής, κοινωνικής και εθνικής ενότητας για τα μέλη της
κοινότητας, αλλά και της παροικίας, ανεξαρτήτως της ενεργού συμμετοχής τους στη
διοικητική οργάνωση. Γύρω από το ναό αναπτύσσονται οι οικονομικές δραστηριότητες
των μελών, εξελίσσεται, κατά κανόνα η ελληνική γειτονιά (Campo dei Greci,
Griechengasse, Gorog utca κ.ο.κ.), που αναζητούν, διαμέσου αυτής, την ενότητα
και την κοινωνική ένταξη στην πόλη υποδοχής. Δεν πρόκειται για εφαρμογή κανόνων
“γκέτο”. Άλλωστε, με το πέρασμα του χρόνου και την οικονομική ενδυνάμωση των
μελών, την απόκτηση γαιών και τις επενδύσεις σε ακίνητα, παρατηρείται εντονότερη
κοινωνική ένταξη στις πόλεις εγκατάστασης, υιοθέτηση του αστικού τρόπου ζωής του
περιβάλλοντος χώρου, οικοδόμηση οικιών και εσωτερική διακόσμηση με κανόνες και
τεχνικές που υπαγορεύονται από την ανάγκη ενσωμάτωσης και προβολής. Συνήθως τα
πρόσωπα που συναποτελούν την αρχική επιτροπή είναι και οι πρωτοπόροι που θα
φροντίσουν για τη σύνταξη του κ α τ α σ τ α τ ι κ ο ύ για την περαιτέρω οργάνωση
της κοινότητας. Μέλη της κοινότητας ορίζονται οι μετέχοντες του
ανατολικού ορθόδοξου δόγματος, χωρίς πάντοτε αυτό να προκαθορίζει και την
εθνικότητα των μετεχόντων. Έτσι, για παράδειγμα, στη Βιέννη απαντούν από τα τέλη
του 18ου αιώνα δύο ορθόδοξες κοινότητες, του Αγίου Γεωργίου, που συσπείρωνε τους
Έλληνες οθωμανούς υπηκόους (τουρκομερίτες Έλληνες), και της Αγίας Τριάδας, στην
οποία ανήκαν όσοι είχαν λάβει την αυστριακή υπηκοότητα. Χαρακτηριστική είναι η
απόλυτη γειτνίαση των δύο ορθόδοξων ναών, που ο χωρισμός σε δύο κοινότητες
μπορεί εν μέρει να ερμηνευθεί με την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών, στην
πορεία του 18ου αιώνα, εντός και εκτός της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, των
τοπικών οικονομικών ανταγωνισμών των μελών, αλλά και με τη μεγαλύτερη ένταξη
στην τοπική κοινωνία διά της σύναψης και μικτών γάμων. Το Καταστατικό, κείμενο
το οποίο συντάσσεται και εγκρίνεται από τη Γενική Συνέλευση των ενήλικων ανδρών,
επικυρώνεται κατά κανόνα και από την τοπική κρατική εξουσία. Η τελευταία
παράμετρος δεν απαντά απαραίτητα σε κοινότητες στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως
αυτές των ρουμανικών παραλίων, οι οποίες δεν οφείλουν την ανάπτυξη και
διαμόρφωσή τους σε συγκεκριμένα κρατικά προνόμια. Σύμφωνα με τα καταστατικά αυτά
εκλέγεται το τεσσαρακονταμελές ή το –συνήθως δωδεκαμελές– “Βουλευτήριο”
(Capitolo) της κοινότητας, που προσδιορίζει ή εκλέγει τη διοικούσα τριμελή,
πενταμελή ή εξαμελή επιτροπή. Το αναγωγικό αυτό διοικητικό σύστημα επιτρέπει
ελευθερία κινήσεων, αλλά και διαρκή έλεγχο για την πιο στιβαρή άσκηση των
καθηκόντων. Στις περισσότερες περιπτώσεις προβλέπεται ελευθερία συμμετοχής των
μελών στην κοινότητα, με κάποια οικονομική συνεισφορά κατά τάξεις. Το γεγονός
ότι οι διοικούντες προέρχονται από τις τάξεις που προϋποθέτουν αυξημένη
χρηματική συνδρομή, οδηγεί στη συγκέντρωση αξιωμάτων, κατά κανόνα σε ορισμένες
οικογένειες ή πρόσωπα οικονομικά ισχυρά, τα οποία και χειρίζονται τις κοινοτικές
υποθέσεις.
Στα καθήκοντα της κοινοτικής διοίκησης είναι η
εκπροσώπηση της ομογένειας προς τα έξω, η προάσπιση, δηλαδή, των κοινών
συμφερόντων των παροίκων, η διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας (που
προέρχονται από τις τακτικές και έκτακτες συνεισφορές των μελών, τα
κληροδοτήματα), η συντήρηση του ναού, η επιλογή και ο διορισμός των ιερέων
–καθώς η εκκλησία υπάγεται στην κοινότητα– η ανέγερση του κ ο ι μ η τ η ρ
ί ο υ, η ίδρυση του σχολείου, αλλά και η περίθαλψη φτωχών ομογενών ή και
προσφύγων (κυρίως μετά τις πολεμικές συρράξεις στην Ανατολή) κατά περίσταση ή με
την ίδρυση φ ι λ α ν θ ρ ω π ι κ ώ ν ιδρυμάτων ή και νοσοκομείων. Οι κοινότητες
δεν έχουν δικαστική δικαιοδοσία επί των μελών τους, αλλά διατηρούν το δικαίωμα
της διαιτητικής μεσολάβησης για την άρση μικροδιαφορών.
Απόσπασμα από το κεφ. “AΠΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ
ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΩΣ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ”, στο συλλογικό έργο: Oι
Έλληνες στη Διασπορά, 15ος -21ος αι., Ιωάννης Κ. Χασιώτης -΄Ολγα
Κατσιαρδή-Hering – Ευρυδίκη Α. Αμπατζή (επιμ.), Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2006,
σ. 42-46.
ΠΗΓΗ:http://www.pemptousia.gr/2012/11