Ἀνθολόγια ἢ πανέρια μὲ ὀχιές;
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός,
Δάσκαλος Κιλκὶς
«Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιά μου κάπνιζε τὸ μαῦρο της ποῦρο, ἐνῶ ἐγὼ μισοκοιμόμουν μακάρια στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της». (Ἀνθολόγιο Ἐ’-Στ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 85).
Βεβαίως, ὅσοι τουλάχιστον εἴμαστε πάνω ἀπὸ τὰ σαράντα καὶ «προλάβαμε» ἐκεῖνες τὶς ὁλοζωῆς μαυροντυμένες γριοῦλες, τὶς μανάδες ἢ τὶς κυροῦλες τῶν περισσοτέρων ἀπό μας, ποὺ ἀναβανε-ἀκούραστες-τὰ καντήλια στὰ ταπεινὰ ξωκλήσια καὶ στὰ ἐρημομονάστηρα τῆς Ἑλλάδας, αὐτὴν τὴν εἰκόνα φυλάξαμε στὴν μνήμη μας: Νὰ μᾶς νανουρίζουν, καπνίζοντας μαῦρα ποῦρα, ἀπὸ τὴν Κούβα, γιατί δὲν καταδέχονταν τὰ παρακατιανά...
«-Μπορεῖ ἡ γερόντισσα ποὺ πέθανε νὰ πῆγε στὴν Κόλαση.
-Λές; Ἡ Κλάρα ἔγνεψε μὲ τὸ κεφάλι της.
-Τὸ δίχως ἄλλο θὰ πῆγε στὴν Κόλαση, γιατί μάλωνε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς πολυκατοικίας. Κι ἐπειδὴ πρέπει νὰ πάει στὴν Κόλαση, κλαῖνε ὅλες οἱ φίλες της. Ἔτσι θὰ εἶναι. Κι ἐγὼ αὐτὸ τὸ νομίζω πολὺ σωστό. Καὶ ὅταν ἔκανα νὰ ρωτήσω, ἂν οἱ διάβολοι θὰ ψήσουν στὴν Κόλαση τὴ γριά, μᾶς εἶπε χαμηλόφωνα ὁ πατέρας:
-Σιωπή! Πολλὰ λέτε!»(Ἀνθολόγιο, Ε’-Στ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 134). Οὔτε τὸ «φοβερὸν μυστήριον» τοῦ θανάτου δὲν σέβονται οἱ «καντιποτένιοι», ποὺ ἀποφασίζουν τὸ τί θὰ διδάσκονται τὰ παιδιὰ τοῦ προδομένου λαοῦ μας. Καὶ ὑποτίθεται ὅτι στὸ «Ἀνθολόγιο», τὸ λέει καὶ ἡ λέξη, βάζεις τὰ ἄνθη τῆς λογοτεχνίας, ὅ,τι καλύτερο ἱστόρησε ὁ κάλαμος τῶν μαϊστόρων τοῦ λόγου, τὸ ἀκροθίνιον.
Γιαγιάδες μὲ πούρα, ποὺ ψήνονται στὴν κόλαση, «διαβόλια καὶ τριβόλια», μαγαρισιὲς καὶ....
Δάσκαλος Κιλκὶς
«Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιά μου κάπνιζε τὸ μαῦρο της ποῦρο, ἐνῶ ἐγὼ μισοκοιμόμουν μακάρια στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της». (Ἀνθολόγιο Ἐ’-Στ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 85).
Βεβαίως, ὅσοι τουλάχιστον εἴμαστε πάνω ἀπὸ τὰ σαράντα καὶ «προλάβαμε» ἐκεῖνες τὶς ὁλοζωῆς μαυροντυμένες γριοῦλες, τὶς μανάδες ἢ τὶς κυροῦλες τῶν περισσοτέρων ἀπό μας, ποὺ ἀναβανε-ἀκούραστες-τὰ καντήλια στὰ ταπεινὰ ξωκλήσια καὶ στὰ ἐρημομονάστηρα τῆς Ἑλλάδας, αὐτὴν τὴν εἰκόνα φυλάξαμε στὴν μνήμη μας: Νὰ μᾶς νανουρίζουν, καπνίζοντας μαῦρα ποῦρα, ἀπὸ τὴν Κούβα, γιατί δὲν καταδέχονταν τὰ παρακατιανά...
«-Μπορεῖ ἡ γερόντισσα ποὺ πέθανε νὰ πῆγε στὴν Κόλαση.
-Λές; Ἡ Κλάρα ἔγνεψε μὲ τὸ κεφάλι της.
-Τὸ δίχως ἄλλο θὰ πῆγε στὴν Κόλαση, γιατί μάλωνε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς πολυκατοικίας. Κι ἐπειδὴ πρέπει νὰ πάει στὴν Κόλαση, κλαῖνε ὅλες οἱ φίλες της. Ἔτσι θὰ εἶναι. Κι ἐγὼ αὐτὸ τὸ νομίζω πολὺ σωστό. Καὶ ὅταν ἔκανα νὰ ρωτήσω, ἂν οἱ διάβολοι θὰ ψήσουν στὴν Κόλαση τὴ γριά, μᾶς εἶπε χαμηλόφωνα ὁ πατέρας:
-Σιωπή! Πολλὰ λέτε!»(Ἀνθολόγιο, Ε’-Στ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 134). Οὔτε τὸ «φοβερὸν μυστήριον» τοῦ θανάτου δὲν σέβονται οἱ «καντιποτένιοι», ποὺ ἀποφασίζουν τὸ τί θὰ διδάσκονται τὰ παιδιὰ τοῦ προδομένου λαοῦ μας. Καὶ ὑποτίθεται ὅτι στὸ «Ἀνθολόγιο», τὸ λέει καὶ ἡ λέξη, βάζεις τὰ ἄνθη τῆς λογοτεχνίας, ὅ,τι καλύτερο ἱστόρησε ὁ κάλαμος τῶν μαϊστόρων τοῦ λόγου, τὸ ἀκροθίνιον.
Γιαγιάδες μὲ πούρα, ποὺ ψήνονται στὴν κόλαση, «διαβόλια καὶ τριβόλια», μαγαρισιὲς καὶ....
δαιμονολογίες, τί δουλειὰ ἔχουν μὲ 11χρονα
παιδιά;
Στὸ παλιὸ «Ἀνθολόγιο-πρὸ τοῦ 2006-ἐξαιρετικὸ καὶ ὄντως ἀνθὸ-λογία (ἡ λέξη «λογία», στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα σημαίνει συλλογή, ἔρανο... «περὶ δὲ τῆς λογίας...», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους, Ἃ’ ἐπ., στὸ 16,1), διδάσκαμε κείμενα μὲ ἰθαγένεια καὶ ὀσμὴν εὐωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ὁ Μακεδών), Ναταλία Μελὰ (γιὰ τὸν ἀετὸ τῆς Μακεδονίας, Παῦλο), Βενέζης, Πετσάλης (γιὰ τὸν Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τὰ μυστικὰ τοῦ Βάλτου), Ἐλύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», «ὁ Διγενής», «τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι». Ὅλα τὰ πέταξαν, διότι τὰ κρυμμένα στὰ κελάρια τοῦ πατρογονικοῦ μας σπιτιοῦ, καλούδια τῆς ρωμαίικης παράδοσης, ἐξαίσια καὶ ἄφθονα, οἱ ἰθύνοντες τὰ βλέπουν μὲ φθόνο καὶ ὄχι «ἃ-φθόνως». (Νὰ προσεχθεῖ ἡ στάση τοῦ πατέρα στὸ προαναφερθὲν κείμενο). «Τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ ἦταν γλυκά. Τὰ μάτια τοῦ γατιοῦ ἦταν γλυκά. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ δράκος». (σέλ. 166). Ἕνα Κινεζάκι, ὁ Τὰ Κι Κό, «γιορτάζει» τὰ Χριστούγεννα στὴν Εὐρώπη (μᾶλλον στὴν Ἑλλάδα). Τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, ἐπειδὴ «ὁ ἀξιότιμος κύριος Χριστὸς δὲν φαινόταν πουθενά», τοῦ ἔδωσαν μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τὴν πῆρε στὸ δωμάτιό του, ζωγράφισε ἕναν κινέζικο δράκο, μάζεψε κι ἕνα γατί, ποὺ ἦταν στὸ παράθυρό του καὶ ξεκινᾶ ἡ βλάσφημη σύγκριση. Τὰ μάτια «τοῦ ἀξιότιμου κυρίου Χριστοῦ» μὲ «τὰ μάτια τοῦ γατιοῦ». (Ὁ εἰσαγγελέας καλῶς ἄσκησε ποινικὴ δίωξη στὴν βλάσφημη συμμορία τοῦ «Coprus Christi». Μὲ τὴν κατ’ ἐξακολούθησιν ὅμως βλασφημία ποὺ «ἐγκαταβιώνει» στὰ σχολικὰ βιβλία καὶ δηλητηριάζει ἀθῶες παιδικὲς ψυχές, τί θὰ γίνει; Ὡς πότε θὰ ἀνεχόμαστε τὴν Πνευματικὴ Γενοκτονία»;).
«Συνθέστε καὶ σεῖς ἕνα νανούρισμα γιὰ χταπόδια» (Ἀνθολόγιο Γ’-Δ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 22). Ἐδῶ ξεπερνᾶμε τὴν ἀνοησία καὶ ἀγγίζουμε τὰ ὅρια τῆς σχιζοφρένειας. Στὴν παγκόσμιο λογοτεχνία οὐδεὶς νανούρισε χταπόδια, σουπιές, καλαμαράκια καὶ λοιπὰ μαλάκια.
Ἐρώτηση: Γιατί δὲν ζήτησαν, ἀπὸ τοὺς ἐμβρόντητους μαθητές, νὰ βροῦν ἕνα παραδοσιακὸ νανούρισμα, ἀπὸ τὰ ἐξοχότερα δείγματα τῆς δημοτικῆς μας ποίησης-«τὸ τελεσφορώτατον ὄργανον τῆς Ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἐκτρέφουσα καὶ συντηροῦσα τὸ ἐθνικὸν φρόνημα», ὅπως γράφει ὁ μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Δημοτικὰ Τραγούδια»;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: ἂν κόψεις τὶς ρίζες (τὴν Παράδοση) τὰ κλαδιὰ ξεραίνονται καὶ οἱ καρποὶ σαπίζουν καὶ γίνονται «οἱ πολιτεῖες λημέρια τῶν ἀκαθάρτων καὶ ταμπούρια τῶν κιοτήδων». (Παλαμᾶς).
Στὰ παλιὰ Ἀνθολόγια ὑπῆρχε ἕνα νανούρισμα, ποὺ ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες μας, οἱ παλιές, «οἱ καθυστερημένες» καὶ ὄχι οἱ ψιμυθιωμένες, οἱ προοοδευμένες «ἐσχατόγριες» τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ θέλουν νὰ τὶς προσφωνοῦν μὲ τὰ «μικρά» τους ὀνόματα-μὴν τὶς θυμηθεῖ ὁ Χάρος-καὶ «νανουρίζονται» μὲ τὸν Σουλεϊμᾶν…
«Κοιμήσου σύ, μωράκι μου, σὲ κούνια καρυδένια
Σὲ ρουχαλάκια κεντητὰ καὶ μαργαριταρένια
Ἔλα, Χριστὲ καὶ Παναγιά, καὶ παρ’ τὸ στοὺς μπαξέδες
Καὶ γέμισε τοὺς κόρφους τοῦ λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου σύ, παιδάκι μου, κι ἡ μοίρα σου δουλεύει
Καὶ τὸ καλό σου ριζικό, σοὺ κουβαλεῖ καὶ φέρνει
Κοιμᾶται νιό, κοιμᾶται νιό, κοιμᾶται νιὸ φεγγάρι
Κοιμᾶται τὸ παιδάκι μου στ’ ἄσπρο τὸ μαξιλάρι.
Ὁ ὕπνος τρέφει τὰ παιδιὰ κι ἡ γεια τὰ μεγαλώνει
Καὶ ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ τὰ καλοξημερώνει».
Θὰ ἄφηναν οἱ «γραικύλοι τῆς σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα ποὺ μιλᾶ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά; Πλήττεται ἡ πολυπολιτισμικότητά τους καὶ δὲν προσιδιάζει μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ὀλυμπισμοῦ, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὴν ἀβάσταχτη θερινὴ ἐλαφρότητα.
Τέλος πάντων. Νὰ μὴν συνεχίσω, γιατί μαυρίζει ἡ ψυχή μας. Τὸ ἐρώτημα ποῦ συνεχῶς ἐγείρεται εἶναι «τί κάνετε ἐσεῖς οἱ δάσκαλοι;». Σωστό. Δάσκαλος μὲ στοιχειώδη πνευματικὴ ἐντιμότητα δὲν διδάσκει τέτοια ρυπαρογραφήματα. Φοβᾶμαι ὅμως, τώρα ποὺ ἔρχεται ἡ ἀξιολόγηση ἀπὸ διευθυντὴ καὶ σχολικὸ σύμβουλο-πλὴν λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, οἱ περισσότεροι εἶναι φερέφωνα τῆς κυρίαρχης, νεοταξικῆς ἰδεολογίας-οἱ δάσκαλοι θὰ συμμορφώνονται μὲ τὶς ἄνωθεν ὁδηγίες καὶ ὑποδείξεις, θὰ αὐτολογοκρίνονται ἢ θὰ σιωποῦν. Θὰ δεχόμουν εὐχαρίστως τὴν ἀξιολόγηση, ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ ἀξιολογηθεῖ καὶ νὰ κατεδαφιστεῖ τὸ κράτος τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀναξιοκρατίας ποὺ μολύνει καὶ τὴν Παιδεία. Δὲν δέχομαι καμμιὰ ἀξιολόγηση, γιατί τώρα ἀξιολογῶ ἐγὼ- ὁ λαὸς- τὸ ὑπουργεῖο καὶ εἰσηγοῦμαι τὴν ἀπόλυση ὅλων τῶν ἀνίκανων ποὺ διέλυσαν τὰ σχολεῖα.
Καὶ γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι τοῦ καινοῦ (ἢ κενοῦ) σχολείου, ποὺ εὐαγγελιζόταν ἡ πρώην «δελφίνα» τοῦ ΠΑΣΟΚ, τί σημαίνει δάσκαλος, μὲ τόλμη καὶ ἀρετή, ποὺ θυσίαζε, ὄχι μισθοὺς καὶ δῶρα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τοῦ τὴ ζωὴ γιὰ τὴν πατρίδα, παραπέμπω σὲ μία «δασκαλίτσα» τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα: τὴν Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου. Τὸ 1906 οἱ Κομιτατζῆδες ἐπιτίθενται στὸ χωριὸ Κλεπούσνα τῶν Σερρῶν, στὸ ὁποῖο ὑπηρετεῖ ἡ Ἀγγελικὴ καὶ ὁ σύζυγός της, ὡς δάσκαλοι. Πολιορκοῦν καὶ τὸ σπίτι τους. Οἱ δύο σύζυγοι ἀμύνονται. Ἡ Ἀγγελικὴ τραυματίζεται στὸ γόνατο. Ἀφήνω τὸν λόγο στὴν Ἀθηνᾶ Τζινίκου-Κακούλη, στὸ βιβλίο της «Ἡ Μακεδόνισσα στὸ θρύλο καὶ τὴν ἱστορία» (σέλ. 336).
«Ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ μέρα κι οἱ Βούλγαροι ἐγκατέλειψαν τὴν Κλεπούσνα. Ὅταν ἔφτασε ὁ Πρόξενος Σερρῶν Σαχτούρης, ἡ Ἀγγελικὴ παρὰ τοὺς πόνους παρακάλεσε νὰ μὴ μεταφερθεῖ ἀπ’ εὐθείας στὸ νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλὰ νὰ τὴν τοποθετήσουν σὲ φορεῖο καὶ νὰ σταματοῦν στὴν πλατεία κάθε χωριοῦ, νὰ συγκεντρώνονται οἱ κάτοικοι καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ. Οἱ χωρικοὶ τὴ φορτώθηκαν καὶ κίνησαν νὰ τὴ σώσουν. Τὸ αἷμα της στὴν τραγικὴ ἐκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα ἔβαφε τὴν μακεδονικὴ γῆ καὶ γίνονταν ἀρραβώνας μὲ τὴ λευτεριά… Πέρασαν ἔτσι πολλὰ χωριά. Οἱ ἄνθρωποι ξεμύτιζαν τρομαγμένοι ἀπὸ τὰ σπίτια τους νὰ δοῦνε τί συμβαίνει. Κι ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἡρωίδας νὰ τοὺς λέει μὲ ὅση δύναμη τῆς ἔμενε, πὼς αἰσθάνεται εὐτυχής, ποὺ προσφέρει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τοὺς καλεῖ ὅλους, ἄντρες, γυναῖκες, γέρους καὶ παιδιά, νὰ πάρουν ὄπλα, τσεκούρια καὶ πέτρες καὶ νὰ ἐγερθοῦν κατὰ τῶν Κομιτατζήδων.
Στὶς Σέρρες τὰ πλήθη συνέρρεαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μ’ εὐλάβεια τῆς ἀσπάζονταν τὸ χέρι, ποὺ ὅλο καὶ πάγωνε, καθὼς ὁ Ἀρχάγγελος κοντοζύγωνε. Ἔπειτα τὴ μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης. Οἱ προσπάθειες τῶν γιατρῶν δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποτρέψουν τὸ μοιραῖο. Ἐκεῖ ἡ ἡρωίδα ἄφησε τὴν τελευταία της πνοὴ μὲ τὸ ὅραμα τῆς λευτεριᾶς στὰ βασιλεμένα τῆς μάτια».
Στὸ παλιὸ «Ἀνθολόγιο-πρὸ τοῦ 2006-ἐξαιρετικὸ καὶ ὄντως ἀνθὸ-λογία (ἡ λέξη «λογία», στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα σημαίνει συλλογή, ἔρανο... «περὶ δὲ τῆς λογίας...», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους, Ἃ’ ἐπ., στὸ 16,1), διδάσκαμε κείμενα μὲ ἰθαγένεια καὶ ὀσμὴν εὐωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ὁ Μακεδών), Ναταλία Μελὰ (γιὰ τὸν ἀετὸ τῆς Μακεδονίας, Παῦλο), Βενέζης, Πετσάλης (γιὰ τὸν Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τὰ μυστικὰ τοῦ Βάλτου), Ἐλύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», «ὁ Διγενής», «τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι». Ὅλα τὰ πέταξαν, διότι τὰ κρυμμένα στὰ κελάρια τοῦ πατρογονικοῦ μας σπιτιοῦ, καλούδια τῆς ρωμαίικης παράδοσης, ἐξαίσια καὶ ἄφθονα, οἱ ἰθύνοντες τὰ βλέπουν μὲ φθόνο καὶ ὄχι «ἃ-φθόνως». (Νὰ προσεχθεῖ ἡ στάση τοῦ πατέρα στὸ προαναφερθὲν κείμενο). «Τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ ἦταν γλυκά. Τὰ μάτια τοῦ γατιοῦ ἦταν γλυκά. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ δράκος». (σέλ. 166). Ἕνα Κινεζάκι, ὁ Τὰ Κι Κό, «γιορτάζει» τὰ Χριστούγεννα στὴν Εὐρώπη (μᾶλλον στὴν Ἑλλάδα). Τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, ἐπειδὴ «ὁ ἀξιότιμος κύριος Χριστὸς δὲν φαινόταν πουθενά», τοῦ ἔδωσαν μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τὴν πῆρε στὸ δωμάτιό του, ζωγράφισε ἕναν κινέζικο δράκο, μάζεψε κι ἕνα γατί, ποὺ ἦταν στὸ παράθυρό του καὶ ξεκινᾶ ἡ βλάσφημη σύγκριση. Τὰ μάτια «τοῦ ἀξιότιμου κυρίου Χριστοῦ» μὲ «τὰ μάτια τοῦ γατιοῦ». (Ὁ εἰσαγγελέας καλῶς ἄσκησε ποινικὴ δίωξη στὴν βλάσφημη συμμορία τοῦ «Coprus Christi». Μὲ τὴν κατ’ ἐξακολούθησιν ὅμως βλασφημία ποὺ «ἐγκαταβιώνει» στὰ σχολικὰ βιβλία καὶ δηλητηριάζει ἀθῶες παιδικὲς ψυχές, τί θὰ γίνει; Ὡς πότε θὰ ἀνεχόμαστε τὴν Πνευματικὴ Γενοκτονία»;).
«Συνθέστε καὶ σεῖς ἕνα νανούρισμα γιὰ χταπόδια» (Ἀνθολόγιο Γ’-Δ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 22). Ἐδῶ ξεπερνᾶμε τὴν ἀνοησία καὶ ἀγγίζουμε τὰ ὅρια τῆς σχιζοφρένειας. Στὴν παγκόσμιο λογοτεχνία οὐδεὶς νανούρισε χταπόδια, σουπιές, καλαμαράκια καὶ λοιπὰ μαλάκια.
Ἐρώτηση: Γιατί δὲν ζήτησαν, ἀπὸ τοὺς ἐμβρόντητους μαθητές, νὰ βροῦν ἕνα παραδοσιακὸ νανούρισμα, ἀπὸ τὰ ἐξοχότερα δείγματα τῆς δημοτικῆς μας ποίησης-«τὸ τελεσφορώτατον ὄργανον τῆς Ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἐκτρέφουσα καὶ συντηροῦσα τὸ ἐθνικὸν φρόνημα», ὅπως γράφει ὁ μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Δημοτικὰ Τραγούδια»;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: ἂν κόψεις τὶς ρίζες (τὴν Παράδοση) τὰ κλαδιὰ ξεραίνονται καὶ οἱ καρποὶ σαπίζουν καὶ γίνονται «οἱ πολιτεῖες λημέρια τῶν ἀκαθάρτων καὶ ταμπούρια τῶν κιοτήδων». (Παλαμᾶς).
Στὰ παλιὰ Ἀνθολόγια ὑπῆρχε ἕνα νανούρισμα, ποὺ ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες μας, οἱ παλιές, «οἱ καθυστερημένες» καὶ ὄχι οἱ ψιμυθιωμένες, οἱ προοοδευμένες «ἐσχατόγριες» τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ θέλουν νὰ τὶς προσφωνοῦν μὲ τὰ «μικρά» τους ὀνόματα-μὴν τὶς θυμηθεῖ ὁ Χάρος-καὶ «νανουρίζονται» μὲ τὸν Σουλεϊμᾶν…
«Κοιμήσου σύ, μωράκι μου, σὲ κούνια καρυδένια
Σὲ ρουχαλάκια κεντητὰ καὶ μαργαριταρένια
Ἔλα, Χριστὲ καὶ Παναγιά, καὶ παρ’ τὸ στοὺς μπαξέδες
Καὶ γέμισε τοὺς κόρφους τοῦ λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου σύ, παιδάκι μου, κι ἡ μοίρα σου δουλεύει
Καὶ τὸ καλό σου ριζικό, σοὺ κουβαλεῖ καὶ φέρνει
Κοιμᾶται νιό, κοιμᾶται νιό, κοιμᾶται νιὸ φεγγάρι
Κοιμᾶται τὸ παιδάκι μου στ’ ἄσπρο τὸ μαξιλάρι.
Ὁ ὕπνος τρέφει τὰ παιδιὰ κι ἡ γεια τὰ μεγαλώνει
Καὶ ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ τὰ καλοξημερώνει».
Θὰ ἄφηναν οἱ «γραικύλοι τῆς σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα ποὺ μιλᾶ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά; Πλήττεται ἡ πολυπολιτισμικότητά τους καὶ δὲν προσιδιάζει μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ὀλυμπισμοῦ, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὴν ἀβάσταχτη θερινὴ ἐλαφρότητα.
Τέλος πάντων. Νὰ μὴν συνεχίσω, γιατί μαυρίζει ἡ ψυχή μας. Τὸ ἐρώτημα ποῦ συνεχῶς ἐγείρεται εἶναι «τί κάνετε ἐσεῖς οἱ δάσκαλοι;». Σωστό. Δάσκαλος μὲ στοιχειώδη πνευματικὴ ἐντιμότητα δὲν διδάσκει τέτοια ρυπαρογραφήματα. Φοβᾶμαι ὅμως, τώρα ποὺ ἔρχεται ἡ ἀξιολόγηση ἀπὸ διευθυντὴ καὶ σχολικὸ σύμβουλο-πλὴν λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, οἱ περισσότεροι εἶναι φερέφωνα τῆς κυρίαρχης, νεοταξικῆς ἰδεολογίας-οἱ δάσκαλοι θὰ συμμορφώνονται μὲ τὶς ἄνωθεν ὁδηγίες καὶ ὑποδείξεις, θὰ αὐτολογοκρίνονται ἢ θὰ σιωποῦν. Θὰ δεχόμουν εὐχαρίστως τὴν ἀξιολόγηση, ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ ἀξιολογηθεῖ καὶ νὰ κατεδαφιστεῖ τὸ κράτος τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀναξιοκρατίας ποὺ μολύνει καὶ τὴν Παιδεία. Δὲν δέχομαι καμμιὰ ἀξιολόγηση, γιατί τώρα ἀξιολογῶ ἐγὼ- ὁ λαὸς- τὸ ὑπουργεῖο καὶ εἰσηγοῦμαι τὴν ἀπόλυση ὅλων τῶν ἀνίκανων ποὺ διέλυσαν τὰ σχολεῖα.
Καὶ γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι τοῦ καινοῦ (ἢ κενοῦ) σχολείου, ποὺ εὐαγγελιζόταν ἡ πρώην «δελφίνα» τοῦ ΠΑΣΟΚ, τί σημαίνει δάσκαλος, μὲ τόλμη καὶ ἀρετή, ποὺ θυσίαζε, ὄχι μισθοὺς καὶ δῶρα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τοῦ τὴ ζωὴ γιὰ τὴν πατρίδα, παραπέμπω σὲ μία «δασκαλίτσα» τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα: τὴν Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου. Τὸ 1906 οἱ Κομιτατζῆδες ἐπιτίθενται στὸ χωριὸ Κλεπούσνα τῶν Σερρῶν, στὸ ὁποῖο ὑπηρετεῖ ἡ Ἀγγελικὴ καὶ ὁ σύζυγός της, ὡς δάσκαλοι. Πολιορκοῦν καὶ τὸ σπίτι τους. Οἱ δύο σύζυγοι ἀμύνονται. Ἡ Ἀγγελικὴ τραυματίζεται στὸ γόνατο. Ἀφήνω τὸν λόγο στὴν Ἀθηνᾶ Τζινίκου-Κακούλη, στὸ βιβλίο της «Ἡ Μακεδόνισσα στὸ θρύλο καὶ τὴν ἱστορία» (σέλ. 336).
«Ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ μέρα κι οἱ Βούλγαροι ἐγκατέλειψαν τὴν Κλεπούσνα. Ὅταν ἔφτασε ὁ Πρόξενος Σερρῶν Σαχτούρης, ἡ Ἀγγελικὴ παρὰ τοὺς πόνους παρακάλεσε νὰ μὴ μεταφερθεῖ ἀπ’ εὐθείας στὸ νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλὰ νὰ τὴν τοποθετήσουν σὲ φορεῖο καὶ νὰ σταματοῦν στὴν πλατεία κάθε χωριοῦ, νὰ συγκεντρώνονται οἱ κάτοικοι καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ. Οἱ χωρικοὶ τὴ φορτώθηκαν καὶ κίνησαν νὰ τὴ σώσουν. Τὸ αἷμα της στὴν τραγικὴ ἐκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα ἔβαφε τὴν μακεδονικὴ γῆ καὶ γίνονταν ἀρραβώνας μὲ τὴ λευτεριά… Πέρασαν ἔτσι πολλὰ χωριά. Οἱ ἄνθρωποι ξεμύτιζαν τρομαγμένοι ἀπὸ τὰ σπίτια τους νὰ δοῦνε τί συμβαίνει. Κι ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἡρωίδας νὰ τοὺς λέει μὲ ὅση δύναμη τῆς ἔμενε, πὼς αἰσθάνεται εὐτυχής, ποὺ προσφέρει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τοὺς καλεῖ ὅλους, ἄντρες, γυναῖκες, γέρους καὶ παιδιά, νὰ πάρουν ὄπλα, τσεκούρια καὶ πέτρες καὶ νὰ ἐγερθοῦν κατὰ τῶν Κομιτατζήδων.
Στὶς Σέρρες τὰ πλήθη συνέρρεαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μ’ εὐλάβεια τῆς ἀσπάζονταν τὸ χέρι, ποὺ ὅλο καὶ πάγωνε, καθὼς ὁ Ἀρχάγγελος κοντοζύγωνε. Ἔπειτα τὴ μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης. Οἱ προσπάθειες τῶν γιατρῶν δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποτρέψουν τὸ μοιραῖο. Ἐκεῖ ἡ ἡρωίδα ἄφησε τὴν τελευταία της πνοὴ μὲ τὸ ὅραμα τῆς λευτεριᾶς στὰ βασιλεμένα τῆς μάτια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου