Τὸ καντήλι τῆς θυσίας δὲ σβήνει…
χάρη σὲ μια γερόντισσα
Τοῦ Μανόλη Παντινάκη
Κάθε μέρα θὰ μπεῖ στὸ ἁγιασμένο
κοιμητήριο στὸ
«χωριὸ τῶν ἀέρηδων καὶ τῆς
φωτιᾶς» τὴν Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, καὶ θὰ μιλήσει μὲ τοὺς 35 ἐθνομάρτυρες. Θὰ τοὺς ρωτήσει ἡ Ἐλευθερία
Κανακάκη, ἡ
σεβάσμια ἀρχόντισσα
«πὼς εἶναι ἡ ζωὴ στὸν κόσμο ποὺ εἶναι», κι ἂν ὁ Θεὸς τοὺς «ἔχει
βάλει σὲ
ξεχωριστὴ
θέση». Θὰ τοὺς πεῖ γιὰ τὰ νέα του χωριοῦ κι ὕστερα μὲ τὴν πρέπουσα
τιμὴ θὰ τοὺς ἀνάψει
τὸ
καντήλι καὶ θὰ τοὺς λιβανίσει. Τὴν ἑπομένη θὰ ξαναμιλήσει μαζί τους… Αὐτὴ ἡ συνάντηση ἄρχισε καὶ δὲν τελειώνει παρὰ μόνο ὅταν θὰ τὴν
τελειώσει ὁ
θάνατος.Ἡ ἐπαφὴ εἶναι καθημερινὴ πρωὶ ἢ ἀπόγευμα, καὶ πολλὲς φορὲς καὶ πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, καὶ ἔχει διάρκεια δεκαετιῶν ποὺ οὔτε καὶ ἡ ἴδια θυμᾶται! Σίγουρα, πάντως, τὸ δρομολόγιο εἶναι πλέον τοῦ μισοῦ αἰώνα καὶ τὸ καντήλι τῶν νεκρῶν ποτὲ δὲν ἔσβησε. Τὸ θυμίαμα εἶναι ἡ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη στοὺς ἥρωες καὶ ἀναβλύζει ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ζωντανῶν. Μένουν αἰώνιοι…
“Από ποῦ πηγάζει αὐτὸ τὸ καθῆκον;” – τὴ ρωτᾶς καὶ σοὺ δίνει αὐτόματα τὴν ἀπάντηση – καὶ εἶναι εἰλικρινής:
ἔμπαινα στὸ κοιμητήριο. Ἀλίμονο μᾶς ἂν ξεχάσουμε τσὶ νεκρούς μας. Ἐγὼ τὸ θεωρῶ μεγάλη ὑποχρέωση…»Καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ
γερόντισσα μὲ τὴ μεγάλη καρδιὰ μπαίνοντας στὸ θυσιαστήριο, ἐκεῖ ποὺ
κάηκαν ζωντανοὶ μὲ τὸν πιὸ
φρικτὸ τρόπο οἱ ἄνθρωποι τῆς Κρύας Βρύσης στὶς 22 Αὐγούστου τοῦ ’44, ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ χιτλερικοῦ φασισμοῦ, τραντάζεται! Τὰ βιώματά της εἶναι σκληρὰ καὶ θὰ τὴν ἀκολουθοῦν μέχρι καὶ τὴν
τελευταία της ἀναπνοή…
ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ
ΝΑ ΜΗ ΣΒΗΣΕΙ ΠΟΤΕ…
Ἀνήκει καὶ αὐτὴ ἡ μεγαλόψυχη γερόντισσα στὴ γενιὰ ποὺ
μεγάλωσε «στὴ φωτιὰ καὶ στὸ ἀτσάλι», στὴ δεκαετία τοῦ ’20, ποὺ πορεύτηκε δρόμους μεγάλους μὲ κοφτερὰ πετράδια ἀλλὰ ἂν καὶ πληγωμένη ἄντεξε μὲ δυναμισμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια. Καὶ εἶναι μία γυναίκα, ποὺ παρὰ τὰ χρόνια της, εἶναι γεμάτη ζωντάνια καὶ ἐνθουσιασμὸ λὲς καὶ διάγει τὴ νεότητά της…
«Θέλω νὰ μὴ σβήσει αὐτὸ τὸ καντήλι στὸ κοιμητήριο», λέει. «Μέσα τσι σκοτωμένους», συνεχίζει, «ἔχω ἀδερφό, ἔχω συγγενεῖς, ἔχω χωριανοὺς ποὺ οὖλοι στὸ χωριό, λίγο-πολὺ συγγενεῖς εἶναι. Τσὶ σκοτώσανε ἄδικα τῶν ἀδίκων, ἤτανε ἀθῶοι ἄνθρωποι οἱ κακομοίρηδες».
- Ἴσως ἄλλοι νὰ μὴν ἀντέχουν μέσα στὸν τόπο τῆς θυσίας…
«Μπαίνω μέσα καὶ ἡ ψυχή μου γίνεται μαύρη. Συνήθισα, ὅμως, τόσα χρόνια καὶ δὲ μπορῶ πιὰ νὰ μὴν πάω. Ἂς μὲ πονοῦν καὶ τὰ πόδια μου! Θέλω τὸ καντήλι νὰ μὴ σβήσει ποτέ. Ἀλλὰ οἱ παλιὲς ποὺ εἴχανε τσὶ σκοτωμένους ποθάνανε, φύγανε καὶ τὰ κοπέλια τους δὲν εἶναι στὸ χωριό. Νὰ τοὺς ἔχουμε στὸ νοῦ μας πάντα…»
Θὰ μποροῦσες μ’ αὐτὴ τῆς γυναίκα τῆς γνησιότητας, νὰ συζητᾶς ὧρες ἀτέλειωτες καὶ νὰ μὴ χορταίνεις τὸ νέκταρ τῆς σοφίας της καὶ τῶν βιωμάτων της. Κι ὅμως, αὐτὲς οἱ ἀριστοκράτισσες τῆς ἁπλότητας σιγὰ-σιγὰ βάζουν τελεία σὲ μία ἡρωικὴ ἐποχὴ καὶ νιώθεις νὰ ξεκολλᾶ ἀπὸ τὴ ζωή σου ἕνα θεμέλιο. Τί νὰ ποῦμε γι’αὐτὴ τὴν πολύπαθη λεβεντογυναίκα, ποὺ γεύτηκε τὴν κατοχικὴ βαρβαρότητα καὶ θρήνησε στὶς μαῦρες ἐποχὲς ἀδέλφια, συγγενεῖς καὶ χωριανοὺς ἥρωες; Τί ἄλλο νὰ πεῖ αὐτὸς ὁ βράχος τῆς ζωῆς; Ἀστραπιαία θὰ ταιριάξει τοὺς στίχους:
«Θέλω νὰ μὴ σβήσει αὐτὸ τὸ καντήλι στὸ κοιμητήριο», λέει. «Μέσα τσι σκοτωμένους», συνεχίζει, «ἔχω ἀδερφό, ἔχω συγγενεῖς, ἔχω χωριανοὺς ποὺ οὖλοι στὸ χωριό, λίγο-πολὺ συγγενεῖς εἶναι. Τσὶ σκοτώσανε ἄδικα τῶν ἀδίκων, ἤτανε ἀθῶοι ἄνθρωποι οἱ κακομοίρηδες».
- Ἴσως ἄλλοι νὰ μὴν ἀντέχουν μέσα στὸν τόπο τῆς θυσίας…
«Μπαίνω μέσα καὶ ἡ ψυχή μου γίνεται μαύρη. Συνήθισα, ὅμως, τόσα χρόνια καὶ δὲ μπορῶ πιὰ νὰ μὴν πάω. Ἂς μὲ πονοῦν καὶ τὰ πόδια μου! Θέλω τὸ καντήλι νὰ μὴ σβήσει ποτέ. Ἀλλὰ οἱ παλιὲς ποὺ εἴχανε τσὶ σκοτωμένους ποθάνανε, φύγανε καὶ τὰ κοπέλια τους δὲν εἶναι στὸ χωριό. Νὰ τοὺς ἔχουμε στὸ νοῦ μας πάντα…»
Θὰ μποροῦσες μ’ αὐτὴ τῆς γυναίκα τῆς γνησιότητας, νὰ συζητᾶς ὧρες ἀτέλειωτες καὶ νὰ μὴ χορταίνεις τὸ νέκταρ τῆς σοφίας της καὶ τῶν βιωμάτων της. Κι ὅμως, αὐτὲς οἱ ἀριστοκράτισσες τῆς ἁπλότητας σιγὰ-σιγὰ βάζουν τελεία σὲ μία ἡρωικὴ ἐποχὴ καὶ νιώθεις νὰ ξεκολλᾶ ἀπὸ τὴ ζωή σου ἕνα θεμέλιο. Τί νὰ ποῦμε γι’αὐτὴ τὴν πολύπαθη λεβεντογυναίκα, ποὺ γεύτηκε τὴν κατοχικὴ βαρβαρότητα καὶ θρήνησε στὶς μαῦρες ἐποχὲς ἀδέλφια, συγγενεῖς καὶ χωριανοὺς ἥρωες; Τί ἄλλο νὰ πεῖ αὐτὸς ὁ βράχος τῆς ζωῆς; Ἀστραπιαία θὰ ταιριάξει τοὺς στίχους:
Οὖλα μου τὰ παραίτησα
καὶ πράμα δὲν θυμοῦμαι,
στὰ βάσανα βραδιάζομαι
καὶ στσι καημοὺς κοιμοῦμαι.
ΠΗΓΗ: madeincreta
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΑΠΟ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2012/11/blog-post_2889.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου