Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Το όνομά μου...


Τί σημαίνει τὸ ὄνομά μου;


      Ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, οἱ λέξεις καὶ οἱ φθόγγοι της, ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματά μας δὲν ἔχουν δημιουργηθεῖ τυχαῖα. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀνοματοδοσία στὶς περισσότερες χῶρες τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα -ἀκόμα καὶ αὐτὰ τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας- σχεδὸν πάντα σημαίνουν κάτι. Λεξικὰ ποὺ καταγράφουν τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα, ὅπως τὸ «Τὰ νεοελληνικὰ κύρια ὀνόματα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πατάκη, ὑποστηρίζουν μάλιστα, βάσει ἐρευνῶν, ὄτι το ὄνομά μας ὄχι μόνο σημαίνει κάτι ἀλλὰ ὅτι ὑπάρχει μία ὁλόκληρη λαϊκὴ ἀντίληψη γύρω ἀπὸ αὐτὸ -θυμηθεῖτε τὶς παροιμίες ποὺ ἐμπλέκουν ἕναν τουλάχιστον «Γιάννη»- ὅτι συχνὰ συγκεκριμένοι ἄνθρωποι ἔχουν συγκεκριμένο ὄνομα καὶ ὅτι τελικά, ἡ βαφτιστικὴ ἢ λαϊκὴ ὀνομασία μᾶς ἀποτελεῖ σφραγίδα τῆς ἴδιας μας τῆς ὕπαρξης.
Σύμφωνα μὲ ἔρευνα ποὺ διεξήχθη σὲ 60.000 ἀνδρικὰ ὀνόματα, ἔδειξε ὅτι τὸ πλέον διαδεδομένο ἑλληνικὸ ὄνομα εἶναι τὸ Γεώργιος. Ἀκολουθοῦν τὰ Ἰωάννης, Κωνσταντῖνος, Δημήτριος, Νικόλαος καὶ Παναγιώτης –τουλαχιστον οἱ μισοὶ Ἕλληνες ἔχουν αὐτὰ τὰ ἔξι ὀνόματα. Ὡς πρὸς τὰ γυναικεία ὀνόματα, ἀντίστοιχη ἔρευνα σὲ 20.000 ὀνόματα Ἑλληνίδων ὑποστηρίζει πως το πιὸ διαδεδομένο γυναικεῖο ὄνομα εἶναι, φυσικά, τὸ Μαρία (σὲ ποσοστὸ 10,6%), ἐνῶ ἀκολουθοῦν τὰ Ἑλένη, Αἰκατερίνη, Βασιλική, Σοφία καὶ Ἀγγελική.
Ἡ παράδοση, ἡ θρησκεία, ἀκόμα καὶ ἡ...
μόδα εἶναι κάποιες πιθανὲς ἐξηγήσεις στὸ γιατί κάποια ὀνόματα ἐμφανίζονται συχνότερα ἀπὸ κάποια ἄλλα. Δὲν εἶναι αὐτό, ὡστόσο, ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ μάθουμε τί σημαίνει, σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, νὰ λένε κάποιον Γιῶργο ἢ Μιχάλη, ἢ κάποια Κατερίνα ἢ Χριστίνα. Γιατί; Γιὰ νὰ γνωριστοῦμε καλύτερα. Ὅλοι θέλουμε νὰ ξέρουμε κάτι παραπάνω γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό!Ὁ κατάλογος εἶναι μακρὺς ἀλλὰ ἔχει ἐνδιαφέρον…
A
Ἀγαθή: ἐκ τοῦ ἀχασὸς καὶ ἀγασὸς (δώρ.) ποῦ πιθανὸν νὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ ρῆμα χασέω (εἶχε τὴν ἔννοια τοῦ χωρίζω ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐπιθυμῶ διακαῶς), αὐτὴ ποὺ ἐνεργεῖ μὲ καλὲς καὶ ἁγνὲς προθέσεις.
Ἀγαθόκλεια: ἀγαθὴ + κλέος, ἡ ἔχουσα καλὴ φήμη.
Ἀγαθοκλῆς: ἀγαθὸς + κλέος, ὁ ἔχων καλὴ φήμη.
Ἀγαθονίκη: ἀγαθὴ + νίκη, ἡ νικήτρια ἔνδοξης νίκης.
Ἀγγελική: ἀπὸ τὸ ἄγγελος καὶ τὸ ρῆμα ἀγγέλω: φέρνω εἴδηση, προμηνύω.
Ἄγγελος: ἀγγελιοφόρος, ἀπεσταλμένος.
Ἀγησίλαος: ἄγω + λαός, αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν λαὸ
Ἀγλαΐα: ἀγλαὸς = φωτεινός, λαμπερὸς
Ἀθανάσιος: ὁ ἀθάνατος, ὁ αἰώνιος.
Ἀθηναγόρας: Ἀθῆναι + ἀγορά, ὁ σοφὸς ἀγορητής.
Ἀθηνόδωρος: Ἀθηνᾶ + δῶρο, δῶρο τῆς Ἀθηνᾶς, ὁ σοφός.
Αἰκατερίνη: ἐκ τοῦ καθαρός: ἐξαγνισμένη ἢ ἐαρινή, ἀνοιξιάτικη
Αἰμίλιος: ἐκ τοῦ λατινικοῦ aimilius > aemulus = ζηλότυπος, ἀνταγωνιστής.
Αἰσχύλος: ντροπαλός.
Αἴσωπος: ὁ βλέπων τὸ πεπρωμένο.
Ἀλέξανδρος: ἀλέξω = ἀπομακρύνω + ἀνήρ, ὁ ἀνδρεῖος.
Ἄλκηστης: ἀλκὴ = ἀποκρούω + ἑστία, ἡ ἀτρόμητη, ἡ ἱκανή.
Ἀλκιβιάδης: ἀλκὴ + βία
Ἀλκμήνη: ἀλκὴ + μήνη:σελήνη
Ἀμαλία: ἐτυμολογία ἀπὸ τὴν τευτονικὴ (σήμ. γερμανική): ἐργατική, δραστήρια.
Ἀνάργυρος: ἃ(στερητ.) +αργύρια
Ἀναστάσιος: ἀνὰ + ἴστημι: στέκομαι, σχετιζόμενος μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
Ἀνδρέας: ἀνδρεῖος, ἐκ τοῦ ἀνὴρ
Ἀνδριάνα: παραλλαγὴ τῆς Ἀνδρεανῆς (αὐτὴ ποὺ ἀνήκει στὸν Ἀνδρέα)
Ἀνδροκλής: ἀνὴρ + κλέος, ἄνδρας μὲ καλὴ φήμη
Ἀνδρομάχη: ἀνὴρ + μάχω, ἡ μαχόμενη ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν
Ἀνδρόμεδα: ἀνὴρ + μέδω = ἄρχω, ἐκείνη ποὺ κυβερνᾶ τοὺς ἄνδρες.
Ἀνθῆ: ἐκ τοῦ ἀνθῶ= ἀκμάζω, εὐδοκιμῶ, αὐτὴ ποὺ ἀκμάζει.
Ἄννα: ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ Χάνα ποὺ σημαίνει εὔνοια, χάρη
Ἀντιγόνη: ἀντὶ + γίγνομαι (γεννιέμαι) = ἰσάξια μὲ τὸν γεννήτορα, τὸν πατέρα της.
Ἀντώνιος: ἐκ τοῦ ἄντωση= ἄνωση, ὁ ὁρμητικὰ ἀντίθετος
Ἀργυρῶ: ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀργύριος (σχετικὸς μὲ τὰ χρήματα), ἡ πολύτιμη
Ἀρετή: ἀπὸ τὸ ἄρχ. οὐσιαστικὸ ἀρετή., ἡ τέλεια, ὑπέροχη.
Ἀριάδνη: ἄρι: πολὺ + ἁγνὴ
Ἀριστόβουλος: ἄριστος + βουλή, ὁ ἄριστος σύμβουλος.
Ἀριστογένης: ἄριστος + γένος, ὁ εὐγενής.
Ἀριστοκλής: ἄριστος + κλέος, ὁ ἔχων ἄριστη δόξα.
Ἀριστομένης: ἄριστος + μένος, ὁ ἀνδρειότατος
Ἄρτεμης: ἡ λέξη «Ἄρτεμις» εἶναι ἄγνωστης προέλευσης. Ἴσως νὰ συσχετίζεται μὲ πρὸ-ἑλληνικὴ θεότητα τῆς Μ.Ἀσίας. Ὡστόσο, ἡ ἀρτεμισία εἶναι ἀρωματικὸ ἀειθαλὲς φυτό.
Ἀσπασία: θηλυκό του ἄρχ. ἐπιθέτου ἀσπάσιος (χαρούμενη, εὐτυχισμένη)
Ἀφροδίτη: ἀφρὸς + ἀναδύω
B 
Βαρβάρα: ἐκ τοῦ βάρβαρος
Βασίλειος: βασιλεὺς ἢ αὐτὸς ποὺ ἀνήκει στὸν βασιλιὰ
Βερόνικα = ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο μακεδονικὸ ὄνομα Φερενίκη (φέρω + νίκη, αὐτὴ ποὺ φέρνει τὴ νίκη)
Γ 
Γεράσιμος: ἐκ τοῦ γεράσμιος, ὁ σεβάσμιος
Γλυκερία: ἐκ τοῦ γλυκύς, ἡ γλυκειὰ
Γεώργιος: ἐκ τοῦ γεωργῶ = γῆ + ἔργο, ὁ ἐργαζόμενος στὴν γῆ
Γρηγόριος: ἐκ τοῦ γρηγορῶ, ὁ ἄγρυπνος, ἀκοίμητος φρουρός.
Δ 
Δέσποινα: ἐκ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης < *despotnia < *dems, ἀρχαϊκὴ γενική του δόμος, σπίτι + πότνια. Ἡ οἰκοκυρά, ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ.
Δημήτριος: Δὴ (δωρικὸς τύπος τοῦ Γῆ) + μήτηρ, αὐτὸς ποὺ ἀνήκει στὴ θεὰ Δήμητρα
Δημοσθένης: δῆμος + σθένος, ἡ δύναμη τοῦ λαοῦ
Διογένης: Ζεὺς + γένος, ὁ Θεογέννητος
Διομήδης: Διὸς + μέδων: ἄρχων, ὁ ἄρχων μὲ θεία δύναμη.
Διώνη: ἐκ τοῦ Διός, ἡ θεϊκή.
Ε 
Ἑλένη: ἑλένη, ποὺ σημαίνει «λαμπάδα» ἢ ἀπὸ τὴ ρίζα ἐλε- ποὺ σημαίνει κυριεύω, κατακτῶ.
Εἰρήνη: εἴρω (λέγω ) + νοῦς, αὐτὴ ποὺ μιλᾶ ἤρεμα καὶ λογικά.
Ἕκτωρ: ἐκ τοῦ ἔχω, ὁ ἔχων.
Ἐμμανουήλ: ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ Immanu El (ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας), ὁ σωτήρας, ὁ ἐλευθερωτής.
Εὐάγγελος: ἀγγελιοφόρος ποὺ φέρνει καλὰ νέα, καλὸς ἄγγελος [ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἐπίρρημα εὖ- (καλά, εὔκολα) + τὸ οὐσιαστικὸ ἄγγελος]
Εὐτυχία: καλὴ τύχη
Εὐφροσύνη :αὐτὴ ποὺ ἔχει κέφι, χαρά, ἡ καλοδιάθετη.
Ἐπαμεινώνδας: ἐπὶ + ἄμεινον, ὁ προοδευτικός.
Ἐρατώ: ἐρῶ: ἀγαπῶ, αὐτὴ ποὺ ἀγαπᾶ.
Ἐριφύλη: ἔρι: πολὺ + φύλον, ἡ ἔξοχη τῶν γυναικών.
Ἐτεοκλής: ἐτεός: ἀληθὴς + κλέος, ὁ ἔχων ἀληθινὴ δόξα.
Εὐάγγελος: εὖ + ἀγγέλω, αὐτὸς ποὺ φέρνει εὐχάριστα νέα.
Εὐαγόρας: εὖ + ἀγορεύω, ὁ καλὸς ὁμιλητῆς.
Εὐανθία: εὖ + ἄνθος, ἡ ὄμορφη.
Εὐγενία: εὖ + γένος, αὐτὴ ποὺ εἶναι ἀπὸ καλὸ γένος.
Εὐδοκία: εὖ + δοκῶ, ἡ ἔχουσα καλὴ ἄποψη.
Εὐδοξία: εὖ + δόξα, ἡ ἔχουσα καλὴ φήμη
Εὐνομία: εὖ + νέμω: αὐτὴ ποὺ μοιράζει καλά, δίκαια.
Εὐρυσθένης: εὐρὺς + σθένος, ὁ πολὺ ἰσχυρός.
Εὐτέρπη: εὖ + τέρπω, ἡ πολὺ εὐχάριστη
Εὐτύχιος: εὖ + τύχη, αὐτὴ ποὺ ἔχει καλὴ τύχη.
Εὐφημία: εὖ + φημί, αὐτὴ ποὺ ἔχει καλὴ φήμη.
Ζ
Ζαφείριος: ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξη σάπφειρος, ἕνας πολύτιμος λίθος μὲ χρῶμα βαθὺ γαλάζιο (τὸ ζαφείρι).
Ζηνοβία: ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο κύριο ὄνομα Ζᾶν (Ζεὺς ἦταν ὁ Δίας) + τὸ οὐσιαστικὸ βίος (ζωή). Σημαίνει αὐτὴ ποὺ ζεῖ σὰν θεά, ἔχει τὴ δύναμη τοῦ Δία.
H 
Ἥβη: ἐκ τοῦ ἀρχαίου ἥβη ποὺ σημαίνει ἀκμή, ἡ ἰσχυρή, ἡ ἀκμάζουσα.
Ἠλίας: (ἑβραϊκή), «ὁ Θεὸς εἶναι Κύριος» ἢ «εἶναι ὁ θεός μου»
Ἠλέκτρα: ἐκ τοῦ ἠλέκτωρ: ὁ ἀκτινοβολῶν ἥλιος, ἡ λαμπρή, ἡ φωτεινή.
Ἡρακλῆς: Ἦρα +κλέος, ὁ δοξασμένος ἀπὸ τὴν Ἥρα ἢ πολὺ δυνατός.
Ἠσαΐας: (ἑβραϊκὴ) ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ
Ἡσίοδος: ρίχνω, ἐκτοξεύω φωνή, ὠδὴ
Ἠῶ: χάραγμα, αὐγή.
Θ 
Θάλεια: ἐκ τοῦ θάλλω, ἡ πλήρης, ἡ ἀνθηρή.
Θέμις: τίθημι = θεσμός, αὐτὸς ποὺ θέτει.
Θεμιστοκλῆς: θέμις (δικαιοσύνη) + κλέος, αὐτὸς ποὺ δοξάζει τὴν δικαιοσύνη.
Θεοδώρα: θεοῦ + δῶρο, δῶρο θεοῦ.
Θεόφιλος: θεοῦ + φίλος, ὁ φίλος του θεοῦ.
Θησέας: θήσω, ἐκ τοῦ τίθημι, αὐτὸς ποὺ θέτει.
Θουκυδίδης: Θεοῦ + κύδος: δόξα, ὁ δοξάζων τὸν θεό.
Θρασύβουλος: θρασὺς + βουλεύομαι, αὐτὸς ποὺ σκέφτεται μὲ ὑπερβολικὴ τόλμη.
Θωμάς: (ἑβραϊκὴ) ὁ δίδυμος.
Ι 
Ἰάσων: ἐκ τοῦ ἴασις, αὐτὸς ποὺ θεραπεύει.
Ἰάκωβος: (ἑβραϊκὸ) αὐτὸς ποὺ ὑποσκελίζει
Ἰωσὴφ-ἴνα: ἑβραϊκό, ὁ πολύτεκνος, -ἡ
Ἰγνάτιος: ἀν καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης εἶναι ἀβέβαιη, ἴσως συνδέεται μὲ τὸ λατινικὸ ignis= φωτιὰ
Ἱερώνυμος: ἐκ τοῦ ἱερὸ + ὤνυμος (ὄνομα), ὁ φέρων ἱερὸ ὄνομα
Ἰορδάνης: (ἑβραϊκὴ) Yarden ποὺ σημαινει εκροή, αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει ὁρμητικά.
Ἰοκάστη: ἴον + κάζω: στολίζω, αὐτὴ ποὺ στολίζει
Ἰππολύτη: ἵππος + λύω, αὐτὴ ποὺ ἐλευθερώνει τὰ ἄλογα.
Ἰσμήνη: ἀγνώστου ἐτυμολογίας, κατὰ μία ἄποψη ἐκ τοῦ ἴσμεν>οἶδα>γνωρίζω, ἡ συνετή.
Ἰφιγένεια: ἴφι: ἀρχαία δότ. τοῦ «ἴς», ἰσχυρῶς, κραταιῶς + γίγνομαι, ἡ πολὺ ἰσχυρή.
Ἰωάννης: ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ λέξη Ἰωννάθαν, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
Κ 
Καλλιόπη: ἐκ τοῦ καλὴ + ὄπη= φωνή, ἡ καλλίφωνη.
Καλλιρρόη: καλῶς + ρέω, αὐτὴ ποὺ κυλᾶ μὲ χάρη ἢ αὐτὴ ποὺ ἔχει ἄφθονα νερά.
Κασσάνδρα: ἀρχαῖο κύριο ὄνομα, ὑποκοριστικό του Ἀλεξάνδρα.
Κίμων: ἐκ τοῦ «κίω», αὐτὸς ποὺ βαδίζει γρήγορα.
Κλέαρχος: κλέος + ἄρχω, ὁ ἔνδοξος ἄρχων
Κλειώ: ἐκ τοῦ «κλείω»= ὀνομάζω, καλὸ καὶ «κλέος»= δόξα, ἡ ἔχουσα ὑπόληψη.
Κλεόβουλος: κλέος + βουλή, ὁ ἐπινοητικός.
Κλεομένης: κλέος + μένος, ὁ ἔνδοξος γιὰ τὴ γενναιότητά του.
Κλεονίκη: κλέος + νίκη, ἡ ἔνδοξη νικήτρια.
Κλεοπάτρα: κλέος + πάτρη, ἡ δόξα τῆς πατρίδος.
Κορνήλιος: (λατινικὴ) ἐκ τοῦ cornelius > cornu= κέρας, αὐτὸς ποὺ ἔχει κέρατα
Κοσμᾶς: ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο οὐσιαστικὸ κόσμος (στολισμός), αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὴν τάξη, τὸ στολισμὸ
Κυριακή: ἐκ τοῦ ἐπιθέτου «κυριακὸς» ποὺ σημαίνει «ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου»
Κυπριανός: ἀπὸ τὸ φυτὸ κύπρος ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ χέννα, ὁ χάλκινος
Κωνσταντῖνος: προέρχεται ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη Constantinus < constans ποὺ σημαίνει ὁ σταθερός, ὁ ἀποφασισμένος, ὁ βέβαιος.
Λ 
Λαέρτης: λαὸς + αἴρω = ἐκλέγω, αὐτὸς ποὺ ἐκλέγεται ἀπὸ τὸν λαό.
Λάζαρος: (ἑβραϊκὴ) Ἐλεάζαρ= αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχει βοηθήσει ὁ Θεός.
Λέανδρος: λαὸς + ἀνήρ, ὁ ἀνδρεῖος του λαοῦ.
Λεωνίδας: λαὸς + οἶδα + γνωρίζω, αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὸν λαὸ ἢ ἐκ τοῦ λέων, λιοντάρι.
Λυδία: 1) ἡ εὐγενική, μὲ καλοὺς τρόπους 2) ἡ καταγόμενη ἀπὸ τὴ Λυδία, τὴν ἀρχαία χώρα τῆς Μ. Ἀσίας.
Λυσιστράτη: λύω + στρατός, αὐτὴ ποὺ ἀφήνει ἐλεύθερο τὸν στρατό.
Μ 
Μάρθα: (ἀραμαϊκὴ) Marta= κυρία, οἰκοδέσποινα.
Μαρία: προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη Μαριὰμ τῆς ἀραμαϊκῆς γλώσσας ποὺ μιλιόταν στὴ Μέση Ἀνατολή. Σημαίνει πίκρα, ὀργή, παράπονο.
Μαρίνα: ἡ θαλασσινή.
Μάρκος: ἐκ τοῦ mars (Ἄρης), ὁ φιλοπόλεμος.
Μενέλαος: μένος + λαός, αὐτὸς ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴν ὁρμὴ τοῦ λαοῦ.
Μηνᾶς: πιθανῶς ἐκ τοῦ «μηνῶ», στέλνω μήνυμα, εἰδοποιῶ.
Μιλτιάδης: μίλτος: ἐρυθρὰ βαφή, κοκκινωπός, στὸ χρῶμα τοῦ αἵματος.
Μιχαήλ: ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ λέξη Mikhael, ὅμοιος μὲ τὸν Θεό.
Ν 
Ναταλία: ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὴ μεταφορὰ τοῦ γαλλικοῦ natalie= γενέθλια, ἡμέρα γεννήσεως.
Ναυσικᾶ: ναῦς + καίνυμαι: ὑπερτερῶ, αὐτὴ ποὺ ὑπερτερεῖ στὴν θάλασσα.
Νεοκλής: νέος + κλέος, αὐτὸς ποὺ δοξάζει τοὺς νέους.
Νέστωρ: ἐκ τοῦ νεομαι = ἐπιστρέφω, αὐτὸς ποὺ ἐπιστρέφει εὐτυχὴς
Νεφέλη: νέφω: χύνω ὕδωρ, αὐτὴ ποὺ φέρνει τὸ σκότος
Νικηφόρος: νίκη + φέρω, αὐτὸς ποὺ φέρνει τὴ νίκη
Νικόλαος: νίκη + λαός, αὐτὸς ποὺ χαρίζει τὴ νίκη στὸν λαό.
Ξ 
Ξένη: ἐκ τοῦ ξένος ἢ ξενία= φιλοξενία, ἡ φιλόξενη
Ξενοφῶν: ξένος + φωνέω, αὐτὸς ποὺ ἠχεῖ ξένα, παράξενα.
Ο 
Ὀδυσσέας: ὀδύσσομαι: διώκομαι, αὐτὸς ποὺ διώκεται.
Ὄθων: ὁ ἔχων πλούτη καὶ περιουσία.
Ὄλγα: ἀπὸ ἀρχαία σκανδιναβικὴ ρίζα, ἡ ὑγιής, ἡ εὐτυχισμένη.
Ὀρέστης: ὅρος + ἵσταμαι, ὁ ὀρεινὸς
Π
Πανδῶρα: πᾶν + δῶρο, αὐτὴ ποὺ ἔχει πολλὰ δῶρα
Παρασκευή: παρὰ + σκευάζω, αὐτὴ ποὺ προετοιμάζει
Πάτροκλος: πατρὶς + κλέος, αὐτὸς ποὺ δοξάζει τὴν πατρίδα
Παυσανίας: ἐκ τοῦ παύω καὶ ἀνία, αὐτὸς ποὺ ἀνακουφίζει τὴν θλίψη
Περικλῆς: περὶ + κλέος, ὁ ἔνδοξος, ὁ φημισμένος
Περσέας: ἐκ τοῦ πέρθω = ἐκπορθῶ, καταστρέφω, αὐτὸς ποὺ καταστρέφει
Πέτρος: ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο οὐσιαστικὸ πέτρος (πέτρα). ὁ σταθερός, ὁ ἀκλόνητος
Πηνελόπη: ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς λέξεις πήνη (νῆμα) + λέπω (ξετυλίγω). Η ὑφάντρια
Πολυδεύκης: πολὺ + δεῦκος: γλεῦκος, ὁ πολὺ γλυκὸς
Ποσειδῶν: πόσις (ποταμὸς) + εἴδω, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἁρμόδιος
Προμηθέας: 1) πρὸ + μύθος 2) πρὸ + μῆθος = μέριμνα = ὁ προνοητικὸς
Πυθαγόρας: πυνθάνομαι + ἀγορεύω
Ρ 
Ρέα: προελληνικῆς προέλευσης, ἐκ τοῦ ράος= ἕτοιμος, ἡ ἕτοιμη
Ρεγγίνα: ἡ βασίλισσα
Ρήγας: (μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ) ἐκ τοῦ ρὴξ> λατινικὰ rex, ὁ βασιλιὰς
Ρωμανός: ἐκ τῆς «ρώμης»= δύναμη, ὁ σφρηγιλὸς
Σ 
Σάββας: (ἑβραϊκὴ) ἀπὸ τὸ Σάββατο.
Σέργιος: αὐτὸς ποὺ τοῦ ἀρέσει ὁ περίπατος, τὸ σεργιάνι
Σοφοκλῆς: σοφὸς + κλέος, ὁ ἔχων δόξα σοφοῦ
Σπυρίδων: πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο οὐσιαστικὸ σπυρίς, γέν. σπυρίδος (ψαροκόφινο). Ἑπομένως Σπυρίδων εἶναι ὁ κοφινάς, ὁ καλαθᾶς
Σταμάτιος/Σταματία/Σταματούλα: αὐτὸς/ἢ ποὺ σταματάει κάτι
Στέλλα: (λατινικὰ) stella= τὸ ἀστέρι.
Στέργιος: στέργω = δείχνω στοργὴ
Στυλιανός: ἐκ τοῦ στύλος, αὐτὸς ποὺ στεριώνει σὰν στύλος.
Σωκράτης: σώζω + κράτος, αὐτὸς ποὺ σώζει τὸ κράτος, ὁ ἰσχυρός.
Σωτήρης: ἐκ τοῦ σωτὴρ= ὁ λυτρωτὴς
Τ 
Τατιάνη: (λατινικὰ) tatianus, ὀνομασία ρωμαϊκῆς φυλῆς
Τερψιχόρη: τέρπω + χορός, αὐτὴ ποὺ ἀρχίζει τὸν χορὸ
Τερέζα: ἀπὸ τὸ ἕλλην. θερίζω δηλώνοντας γονιμότητα καὶ κὰτ΄ ἄλλους ἀπὸ τὸ τοπωνύμιο Θήρα
Τηλεμαχος: τηλέ: μακριὰ + μάχομαι
Τιμόθεος: τιμὴ + Θεός, αὐτὸς ποὺ τιμᾶ τὸν θεὸ
Τρύφων: ὁ φιλήδονος
Φ 
Φαίδρα: ἡ λαμπερή, ἡ χαρούμενη
Φαίδων: ἐκ τοῦ φαιδρός, χαρούμενος, γελαστὸς
Φειδιππίδης: φείδομαι + ἵππος
Φίλιππος: φίλος + ἵππος, ὁ φίλος τῶν ἀλόγων
Φραγκίσκος: ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη Franciscus (γαλλικός), ὁ γνήσιος Γάλλος ἢ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴ Γαλλία
Φρίξος: φρίττω, αὐτὸς ποὺ φρίττει
Φοῖβος: ἐκ τοῦ φάος= φωτεινὸς
Φώτιος: ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο οὐσιαστικὸ φῶς, γέν. φωτὸς (ὁ φωτεινός, ὁ λαμπρὸς)
Φωτεινή: ἡ θηλυκὴ μορφὴ τοῦ ὀνόματος Φώτιος (ἡ λαμπερὴ)
Χ
Χαράλαμπος: ἀπὸ τὰ οὐσιαστικὰ χαρὰ + λάμπω. αὐτὸς ποὺ λάμπει ἀπὸ χαρὰ
Χαρίκλεια: ἀρχαῖο ὄνομα ἀπὸ τὰ οὐσιαστικὰ χάρις (ἡ χάρη) + κλέος (δόξα), ἡ ξακουστὴ γιὰ τὴ χάρη της
Χρῆστος: παράλληλη γραφὴ τοῦ Χρίστος. Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἐκδοχὴ-λιγότερο πιθανή, ἀπὸ τὸ ἐπίθετο χρηστὸς (χρήσιμος, ὠφέλιμος)
Χρίστος: ἀπὸ τὸ Χριστὸς (αὐτὸς ποὺ χρίσθηκε, ἐπαλείφθηκε μὲ λάδι καὶ μύρο)
Χαρίλαος: χάρη + λαός, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν εὔνοια τοῦ λαοῦ
Χριστόφορος: Χριστὸς + φέρω, ὁ φέρων τὸν Χριστὸ
Ω
Ὠρίων: ὥρα, φροντίδα, αὐτὸς ποὺ φροντίζει.
ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου