«Συγκατάμιξις
θείου κάλλους»·
Ἁγία Γραφή καί Ἐκκλησιαστική Τέχνη
Στὴν Ἑλληνικὴ παράδοση, ἀρχαία καὶ χριστιανική, τὸ
κάλλος δὲν εἶναι μία ἔννοια ποὺ χαρακτηρίζει τὴν τέρψη τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ ἔχει
ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτηρίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιον τὰ πράγματα
ἀληθεύουν, δηλαδὴ ὑπάρχουν πραγματικά1. Τὸ κάλλος δὲν θέλει ἁπλὰ νὰ
μᾶς ἀρέσει, νὰ μᾶς διδάξει ἢ νὰ μᾶς ὑποβάλει συναισθηματικά, ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς
ἀποκαλύψει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ γήινη πραγματικότητα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸν
θάνατο καὶ τὴ φθορὰ καὶ μετέχει μιᾶς ἄλλης, ἀθάνατης καὶ οὐράνιας πραγματικότητας,
ἄφθαρτης καὶ χαρισματικῆς, ποὺ εἶναι μετοχὴ στὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων
Του. Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα μπορεῖ καὶ συνοψίζεται σὲ ἕνα ἔργο ἐκκλησιαστικῆς
τέχνης καὶ κυρίως σὲ μιὰ εἰκόνα, ποὺ λειτουργημένη μέσα στὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ ἀληθινὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν
πιστὸ καὶ στὸ μυστήριο ποὺ εἰκονίζει2. Ἂς μὴ λησμονοῦμε πὼς στὴ
ζωντανὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκόνα εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ
Θεοῦ τὸν ὁποῖον ἐκφράζει, πέρα ἀπὸ λέξεις, μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κάλλους καὶ τοῦ
φωτός3. Κατὰ τὴ διάρκεια μίας ἀκολουθίας τὰ λειτουργικὰ κείμενα καὶ
τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀκοῦμε, συγκροτοῦνται γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ
ἑορτάζεται καὶ τὸ σχολιάζουν. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ εἰκόνα, σχολιάζοντας μέσα ἀπὸ
σχήματα καὶ χρώματα τὰ δρώμενα καὶ ἑορταζόμενα καὶ ὑπομνηματίζοντας μὲ τὸν δικό
της τρόπο τὸ λειτουργικὸ γεγονός4. Κάθε τέχνη εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ
λειτουργικὴ τέχνη, γιατὶ προϋποθέτει ἕνα πλαίσιο λατρείας καὶ πίστης γιὰ νὰ
ἀναπτυχθεῖ. Πολὺ περισσότερο ἡ εἰκόνα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι τέχνη
λειτουργική, γιατὶ ἀφ’ ἑνὸς ἡ φύση της βρίσκεται στὴ βάση τῆς λατρείας καὶ ἀφ’
ἕτερου ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ μέρος τῆς λατρείας, ἰσότιμο καὶ ἰσόκυρο μὲ τὰ
ἱερὰ ἀναγνώσματα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύει μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ κάλλους. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία
Γραφὴ εἶναι κείμενο πρὸς ἑρμηνεία, ὄχι γλωσσολογικὴ ἀλλὰ βιωματική, ἐμπειρία
μετοχῆς στὴ ζωὴ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Πρέπει τὸ κείμενό της νὰ φωτισθεῖ, νὰ
τονιστεῖ καὶ νὰ ἐξαρθεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ κειμένου καὶ βέβαια ἕνας τρόπος γιὰ νὰ
γίνουν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ μετοχὴ στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ «φωτισθῆναι δεῖ
πρῶτον καὶ εἴτα φωτίσαι…»5.
Στὰ μάτια τῶν Πατέρων ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ ἡ
εἰκόνα εἶναι καὶ οἱ δύο ἐξαγγελίες μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς Θείας
ἀποκαλύψεως. Καὶ οἱ δύο ἔχουν τὸ ἴδιο θέμα καὶ οἱ δύο ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα «καὶ
θείαις γραφὲς ἐντυχάνοντες καὶ βίους ἀνδρῶν ἁγίων ἀναγινώσκοντες καὶ εἰκονικὲς
ἀναζωγραφίσεις ὀρῶντες, τῶν κατὰ Θεὸν αὐτῶν ἔργων ἐν ἀναμνήσει γινόμεθα. Ἃ γὰρ
ὁ λόγος διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσιν»6,
λένε τὰ πρακτικὰ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ συμπληρώνουν οἱ ἴδιοι Πατέρες:
«Τὰ γὰρ ἀλλήλων δηλωτικὰ καὶ τὰς ἀλλήλων ἔχουσι ἐμφάνσεις»7.
Συνεπῶς τόσο ἡ εἰκόνα ὅσο καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ περιγράφοντας ἕνα ἰστορικὸ γεγονός,
ἀποκαλύπτουν τὴ σημασία του καὶ δείχνουν πῶς μὲ αὐτὸ φανερώνεται ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει τὴν εἰκόνα
ἀλλὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διακρίνονται ἀπὸ κάθε ἄλλο φιλολογικὸ κείμενο καὶ κάθε
καλλιτεχνικὴ ἔκφραση. Καὶ τὰ δύο, Εἰκόνα καὶ Εὐαγγέλιο, βιώνονται ἐμπειρικὰ καὶ
γίνονται δεκτὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται νὰ καταστήσει κατὰ
χάριν Θεούς. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ὁριοθετοῦν καὶ τὴ σχέση ζωγράφου καὶ
τέχνης λέγοντας πώς: «Οὐ τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ
τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις… Τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ
τέχνη μόνον. Ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δημαμένων ἁγίων Πατέρων»8.
Ἡ εἰκόνα γίνεται μαρτυρία τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ τῆς θείας ἑνότητος καὶ δὲν
μαρτυρᾶ τὴν καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἢ τὸν αὐτοσχεδιασμὸ μιᾶς καλλιτεχνικῆς
ἰδιοφυΐας, οὔτε ἀκόμα ὑπηρετεῖ ἰδιοτελεῖς καλλιτεχνικοὺς σκοπούς, δὲν ἐκφράζει
τὸν κατακερματισμὸ τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ λειτουργεῖ ἑνοποιητικὰ μέσα στὴ θεία
λατρεία9. Γιὰ τὸν πιστὸ λαὸ ἡ γνωριμία του μὲ τὸν Χριστὸ δὲν γίνεται
μέσα ἀπὸ ἀναπολήσεις καὶ ἱστορικὲς ἀναδρομές, ἀλλὰ ὑπάρχει πάντα ἡ Θεία
Λειτουργία καὶ ἡ ἁγία Εἰκόνα ποὺ ἀποτελεῖ πάντα τὸ μέτρο καὶ τὸ κριτήριο τοῦ
Ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ ἡ ἄμεση καὶ ἁπτὴ ἐμπειρία τῆς πίστης τῶν Ὀρθόδοξων
περὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτήριάς του κόσμου10.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει τὴν εἰκόνα
«ὑπόμνημα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὑπόμνημά ἐστι ἡ εἰκὼν καὶ ὅπερ τῇ ἀκοῇ ὃ
λόγος, τοῦτο τῇ ὀράσει ἡ εἰκών, νοητῶς δὲ αὐτῇ ἑνούμεθα»11.
Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ε΄ αἰῶνος ὁ Νεῖλος ὁ ἀναχωρητὴς σὲ
ἐπιστολή του «Πρὸς Ὀλυμπιόδωρον Ἔπαρχον» σημειώνει τὴν πηγὴ τῆς
ἀντλήσεως τῶν εἰκονογραφικῶν θεμάτων καὶ τὸν σκοπὸ τῆς εἰκόνας λέγοντας: «Ἱστοριῶν
δὲ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἔνθεν καὶ ἔνθεν χειρὶ καλλίστου ζωγράφου τὸν ναὸν
τὸν ἅγιον πληρῶσαι, ὅπως ἂν καὶ οἱ μὴ εἰδότες γράμματα μηδὲ δυνάμενοι τὰς θείας
ἀναγινώσκειν Γραφὰς τῇ θεωρίᾳ τῆς ζωγραφίας, μνήμην τε λαμβάνωσιν τῆς γνησίως
τῷ ἀληθινῷ Θεῷ δεδουλευκότων ἀνδραγαθίας, καὶ πρὸς ἅμιλλαν διαγείρονται τῶν
εὐκλεῶν καὶ ἀοιδίμων ἀριστευμάτων, δι’ ὧν τῆς γῆς τὸν οὐρανὸν ἀντηλλάξαντο, τῶν
βλεπομένων τὰ μὴ ὁρώμενα προτιμήσαντες»12.
Ἐκεῖ ποὺ ἀναμφίβολα στέκεται κανεὶς στοχαστικὰ γιὰ τὴν
παρουσία τῆς εἰκόνας καὶ τῆς τέχνης γενικότερα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ
ὅλη συζήτηση καὶ οἱ ἀντιπαλότητες ποὺ δημιουργήθηκαν τοὺς πρώτους αἰῶνες, μὲ
τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη περὶ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς τέχνης καὶ τῆς εἰκόνας, ὡς
στοιχείων ποὺ ἡ Παλαιοδιαθηκικὴ παράδοση ἀπαγορεύει. Τὰ γεγονότα τῆς Εἰκονομαχίας
ἐπίσης πλήγωσαν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δίχασαν γιὰ χρόνια τὸν πιστὸ λαό,
ὅμως οἱ Πατέρες ποὺ ὑπερμάχησαν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῆς τέχνης
γενικότερα, ἔδωσαν σαφεῖς καὶ ξεκάθαρες ἀπαντήσεις σχετικὰ μὲ τὶς ἀπαγορευτικὲς
διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς περιόδου
αὐτῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τοποθέτησε μὲ τὸν σοφώτερο καὶ σαφέστερο
τρόπο τὸ ζήτημα τῆς ἀπαγόρευσης καὶ τὸν σκοπὸ αὐτῆς: «Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς
Παλαιᾶς, οὔτε ναοὺς ἐπ’ ὀνόματι ἀνθρώπων ἤγειρεν ὁ Ἰσραήλ, οὔτε μνημόσυνον
ἀνθρώπου ἐορτάζετο. Ἔτι γὰρ ὑπὸ κατάραν ἢν ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις καὶ ὁ θάνατος
κατάκρισις ἤν, διὸ καὶ ἐπενθεῖτο καὶ τὸ σῶμα τοῦ τεθνηκότος ἀκάθαρτον
ἐλογίζετο, καὶ ὁ ἁπτόμενος αὐτοῦ. Νῦν δέ, ἀφ’ οὗ ἡ Θεότης τῇ ἡμετέρᾳ φύσει
συνενεκράθη, οἶόν τι ζωοποιὸν καὶ σωτήριον φάρμαρκον, ἐδοξάσθη ἡ φύσις ἡμῶν,
καὶ πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχειώθη. Διὸ καὶ ὁ τῶν ἁγίων θάνατος ἑορτάζεται καὶ
ναοὶ αὐτοῖς ἐγείρονται καὶ εἰκόνες ἀναγράφονται… Ἡ γὰρ εἰκὼν θρίαμβός ἐστιν καὶ
φανέρωσις καὶ στηλογραφία εἰς μνήμην τῆς νίκης τῶν ἀριστευσάντων καὶ
διαπρεψάντων καὶ τῆς αἰσχύνης τῶν ἡττηθέντων καὶ καταβληθέντων δαιμόνων»13.
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἴδιος ὃ Θεὸς στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη θέτει τὰ ὅρια καὶ τὶς προϋποθέσεις ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ
κατασκευάσει ναὸ ἢ εἰκόνα, διότι θεωρεῖται ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ καθαρότητα
τοῦ προσώπου, λέγοντας «οὐκ οἰκοδομήσεις μοι σὺ οἶκον ἐπεῖ ἀνὴρ αἱμάτων σὺ
εἶ…»14 καὶ βέβαια ὅλο τὸ κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου δὲν εἶναι τίποτα
ἄλλο ἀπὸ ἕνα κείμενο ποὺ ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς γιὰ τὴν κατὰ τὸ
δυνατὸν καλύτερη κατασκευὴ τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης μὲ προτάσεις γιὰ τὴν
αἰσθητικὴ τοῦ ἔργου καὶ μὲ τὶς παραμικρότερες κατασκευαστικὲς λεπτομέρειες.
Ἐπομένως, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ βασικὸς λόγος ποὺ ὑπάρχει ἡ
ἀπαγορευτικὴ διάταξη γιὰ τὴν κατασκευὴ εἰκόνων, ἦταν «διὰ τὸ πρὸς τὴν
εἰδωλολατρείαν εὐόλισθον»15, καὶ πρωτίστως ὁ ἀσταθὴς χαρακτήρας
τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ συχνὰ ξεχνοῦσε τὸν εὐεργέτη του καὶ παρεκτρέπονταν σὲ προσκύνηση
τῶν εἰδώλων. «Ὁρᾶς ὡς τῆς εἴδωλολατρειας ἕνεκα ἀπαγορεύει τὴν εἰκονογραφίαν
καὶ ὅτι ἀδύνατον εἰκονίζεσθαι Θεόν, τὸν ἄποσον, καὶ ἀπερίγραπτον, καὶ ἀόρατον,
οὐδεὶς γὰρ εἶδος αὐτοῦ φησὶν ἐωράκατε… πῶς εἰκονισθήσεται τὸ ἀόρατον; πῶς
εἰκασθήσεται τὸ ἀνείκαστον; Πῶς γραφήσεται τὸ ἄποσον; καὶ ἀμέγεθες καὶ
ἀόριστον; πῶς ποιωθήσεται τὸ ἀνείδεον; πῶς χρωματουργηθήσεται τὸ ἀσώματον;
Δῆλον ὡς, ὅταν ἴδῃς διὰ σὲ γενόμενον ἄνθρωπον τὸν ἀσώματον, τότε δράσης τῆς
ἀνθρωπίνης μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, ὅταν ὁρατὸς σαρκὶ ὁ ἀόρατος γένηται, τότε
εἰκονίσεις τὸ τοῦ ὀραθέντος ὁμοίωμα»16. «Οἱ Ἑβδομήκοντα (Ὀ’)
ἀπέδωσαν ὡς εἰκόνα τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «τσέλεμ», ποὺ ἑρμηνεύεται μὲ βάση
παλαιοϊουδαϊκὲς καὶ Βαβυλωνιακὲς πηγὲς ὡς «ἐμφάνιση», «ἀντιπροσώπευση»,
«ἰσοτιμία», «ὑποκατάστατο». Ταυτόχρονα ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς πλαστικῆς
ἀπεικονίσεως τῆς διαστατικῆς ἀντιπροσωπευτικῆς παρουσίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ
ὅτι σὲ χωρία τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνος ταυτίζεται ἢ
ἑρμηνεύεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς «δόξης», τὸ Ἑβραϊκὸ «καβὸντ Γιαχβέ», ποὺ σημαίνει
κάτι τὸ ἀντικειμενικὰ μέγιστο ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο σὰν ἄμεση ἐμπειρία
καὶ αἴσθηση»17. Εἶναι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἁγιότητος
τοῦ Γιαχβέ, ποὺ γίνεται συνήθως αἰσθητὴ σὰν «φῶς» καὶ σὰν «δύναμη». Μὲ αὐτὴ τὴν
ἔννοια εἶναι καὶ ὁ Χριστὸς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», δηλαδὴ ἐμφάνιση
καὶ φανέρωση τοῦ Θεού18 καὶ ἡ κλήση τῶν πιστῶν εἶναι νὰ γίνουν «σύμμορφοι
τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»19. Ἀναμφίβολα ἡ ἀπαγόρευση στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη τῆς κατασκευῆς εἰκόνος, εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸν φόβο τῆς προσβολῆς
τῆς καθαρότητος τῆς λατρείας, δεδομένου ὅτι ὁ Ἰσραὴλ εἶχε πολλὲς φορὲς
φανερώσει μιὰ τάση εἰδωλολατρικῆς προσέγγισης τῆς εἰκόνος, ὅπως λέει ὁ
Δαμασκηνὸς Ἰωάννης20, ὅμως σημειώνει ὁ ἴδιος πατὴρ «εἰ σὺν ὁ
νόμος εἰκόνας ἀπαγορεύει, αὐτὸς δὲ εἰκόνος ἐστὶ προχάραγμα, τί φήσομεν; Εἰ ἡ
σκηνὴ σκιὰ καὶ τύπου τύπος, πῶς μὴ εἰκονογραφεὶν ὁ νόμος διακελεύεται; Ἀλλ’ οὐκ
ἔστιν οὕτω ταῦτα, οὐκ ἔστι. Καιρὸς δὲ μᾶλλον τῷ παντὶ πράγματι. Πάλαι μὲν ὁ
Θεός, ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος, οὐδαμῶς εἰκονίζετο. Νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος
Θεοῦ καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω Θεοῦ τὸ ὁρώμενον»21.
Ἡ μανιχαϊστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ σχέση κόσμου καὶ ὕλης
δὲν βρῆκε ἔδαφος στὸν Νέο Ἰσραήλ, ὅπου ὁ Θεὸς πλέον τοῦ διδάσκει τὸ μέτρο καὶ
τὴν αἰσθητικὴ τελειότητα, ὡς στοιχεῖα κοινωνίας καὶ σωτηρίας. «Ὅρα τί φησὶν
ἡ Γραφὴ» λέει ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς «ἰδοὺ ἀνακεκληκα ἐξ ὀνόματος
Βεσελεὴλ τὸν τοῦ Ὤρ, ἐκ φυλῆς Ἰούδα. Καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα θεῖον, σοφίας
καὶ συνέσεως καὶ ἐπιστήμης ἐν παντὶ ἔργῳ διανοεῖσθαι καὶ ἀρχιτεκτονεῖν καὶ
ἐργάζεσθαι τὸ χρυσίον καὶ τὸν ἄργυρον καὶ τὸν χαλκόν, καὶ τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν
πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον τὸ νηστὸν καὶ τὴν βύσσον τὴν κεκλωσμένην καὶ τὰ
λιθουργικὰ εἰς τὰ ἔργα καὶ τὰ τεκτονικὰ εἰς τὰ ξύλα, ἐργάζεσθαι κατὰ πάντα τὰ
ἔργα. Καὶ ἐγὼ δεδωκα αὐτὸν καὶ τὸν Ἐλιὰβ τὸν τοῦ Ἀχισαμάχ, ἐκ φυλῆς Δὰν καὶ
παντὶ συνετῷ καρδίᾳ ἐγὼ δέδωκα σύνεσιν καὶ ποιήσουσιν πάντα ὅσα σοὶ συνέταξα»22.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ποὺ μὲ τόση λεπτομέρεια παραγγέλλει ὁ Θεός, ὁ
χαλκός, ὁ χρυσός, ὁ ἄργυρος, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἀκόμη εὐτελέστερα ὡς πρὸς τὴν
ἀξία, μὲ τὴν δωρεὰ τῆς χάριτός Του καὶ τὴν σύνεση ποὺ δίδει στὸ λαὸ γίνονται
στοιχεῖα δοξολογικά, ἀλλὰ καὶ προσανατολιστικὰ τῆς νέας πορείας τοῦ νέου
Ἰσραήλ. «Ἐὰν τὸν νόμον τηρεῖτε, Χριστὸς οὐδὲν ὑμᾶς ὠφελήσει. Οἵτινες ἐν
νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε. Οὐχ ἐώρα Θεὸν ὁ πάλαι Ἰσραήλ, ἡμεῖς δὲ
ἀνακεκαλυμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα»23. Πολὺ
εὔστοχα σχολιάζει ὁ μέγας Πατὴρ Δαμασκηνὸς «καλὸς ὁ νόμος, ὡς λύχνος φαίνων
ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἀλλ’ ἕως ἡ ἡμέρα διαυγάζῃ. Ἤδη δὲ ἀνέτειλε φωσφόρος ἐν ταῖς
καρδίαις ἡμῶν καὶ ὕδωρ ζῶν τῆς θεογνωσίας, θαλάσσας ἐθνῶν ἐκάλυψε καὶ πάντες
Κύριον ἔγνωμεν. Παρῆλθε τὰ παλαιά, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά. Φησὶ γοῦν ὁ
θεῖος ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Πέτρον, τὴν κορυφαίαν ἀκρότητα τῶν ἀποστόλων: Εἰ σὺ
Ἰουδαῖος ὤν, ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ Ἰουδαϊκῶς, πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν;»
Καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας γράφει: «Μαρτύρομαι παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ, ὅτι
ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον πληρῶσαι»24. Αὐτὸ ποὺ ἴσως πρέπει
νὰ τονιστεῖ εἶναι ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ ἡ στροφή
του πρὸς τὴν ἀνεικονικότητα (π.χ. στὸ Ἰσλὰμ ἢ καὶ τὸν ἀρχαῖο Ἰσραήλ) φανερώνει
τὴν ἀπομάκρυνσή του κυρίως ἀπὸ τὴν ἀρχική του ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἑπομένως
μέσα στὴν πτωχεία του ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπείρου μὲ γεωμετρικὰ
σχήματα καὶ ἀραβουργήματα ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἐνισχύουν τὴν ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ
Θεοῦ. Ἀντίθετα ἡ τάξη τῶν ἀγγέλων ποὺ φύλαξε ἀνέπαφή τη φύση της καὶ ἐξακολούθησε
νὰ εἶναι δοχεῖο θείας δόξας, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κατασκευάστηκαν τὰ ὁμοιώματά
της καὶ τοποθετήθηκαν στὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ βιβλικὴ βάση τῆς εἰκόνος ἀνατρέχει στὴ δημιουργία
τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καὶ κυρίως ἐντοπίζεται στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως
ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς ὁ πρῶτος ποιητὴς εἰκόνος, τῆς εἰκόνος Του. Ὁ
πατερικὸς λόγος εἶναι ἐνδεικτικὸς τῆς θέσεως αὐτῆς καὶ μᾶς τὴν παραθέτει ὁ
Δαμασκηνός: «Αὐτὸς ὁ Θεὸς πρῶτος ἐγέννησε τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον
Αὐτοῦ, εἰκόνα Αὐτοῦ ζῶσαν, φυσικήν, ἀπαράλλακτον, χαρακτήρα τῆς Αὐτοῦ
ἀϊδιότητος. Ἐποίησέ τε τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»25.
Ἔτσι δημιουργημένος ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ
δημιουργοῦ, εἶναι ἐπίσης δημιουργός, καλλιτέχνης καὶ ποιητής. Ὁ Θεὸς εὐχαριστεῖται
μὲ κάθε ἔργο τέχνης ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ εἰκόνα τῆς δόξης Του καὶ τῆς
λαμπρότητάς Του. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς
του τὴν ὡραιότητα, τότε εἶναι σὰν νὰ περιποιεῖ τὸν χαρακτήρα τῆς ὁμοιώσεώς του26.
1.Γιανναρά Χ., Δεισίμων μορφή, περ. ΑΝΤΙ Αθήνα 1984, σ. 101.
BOBRINSKOY B., Προλεγόμενα στὸ M. QENOT, Εἰκόνα ἡ
θέα τῆς Βασιλείας, μτφρ. Στ. Γιαγκάζογλου, εκδ. Τέρτιος, 1993.
- Ὅπ.π.
49.
- Τσομπανη
Τ., Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος στὴν εἰκονογραφία, Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 21.
- Γρηγοριου
Θεολόγου, Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, PG 35,480.
- Mansi
XIII 300 α
- Mansi
XIII 377 C-380.
- Mansi
XIII 252 C.
- Ἀρχιμ.
Βασίλειου, Εἰσοδικόν, σ. 125.
- Γιανναρά
Χ., Εἰκονοκλάστες, περ. Σύνορο, τ. 36, σ. 99.
- Ιω.
Δαμασκηνού, Λόγος Α’ Ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τς ἁγίας
εἰκόνας,
Migne PG, 94,1232, ιζ’. - PG.
79,577.
- Λόγος
β’ PG 94,1296.
- βλ.
Παραλειπομένων Α’, κβ’ 8 καὶ PG 94,1296.
- PG
94,1237.
- PG
94,1240.
- Γιανναρά
Χ., ὅπ.π. σ. 95 π.χ. Ψαλμ. 8,6: «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλοις,
δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αύτόν…», ἢ Α’ Κορ. 11,7: «εἰκὼν καὶ δόξα τοῦ
Θεοῦ τοῦ ἀοράτου».
18.Β’ Κορ. 4,4.
- Ρωμ.
8,29.
- PG
94,1237.
- PG
94,1245.
- PG 94,
245-248.
- PG
94,1248.
- Ὅπ.π.,
1253.
- Ὅπ.π.
PG 94,1317.
- Π.
Ευδοκιμωφ, Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας, θεολογία τῆς ὡραιότητος, ἐκδ.
Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1980, σ. 23.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Θεολογία», τεῦχος δεύτερο τοῦ 2014.Ὁ
Τρύφων Τσομπάνης εἶναι Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ
Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολής Α.Π.Θ. Εικόνα: Ο Θεός και οι
άγγελοί Του στον ουρανό. Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο.
ΠΗΓΗhttps://antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου