Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Η Ελληνική εκκλησιαστική μουσική.


Οι απαρχές της διαμόρφωσής της
 ως ανεξάρτητου καλλιτεχνικού είδους



Η καταγωγή της πρώτης χριστιανικής μουσικής. Η σύνθεση Εβραϊκής και αρχαίας Ελληνικής μουσικής
Μετά τα δύο προηγούμενα σημειώματά μας, σχετικά με τα δύο  πολιτιστικά περιβάλλοντα –το Εβραϊκό και το αρχαίο Ελληνικό- που επηρέασαν  τη διαμόρφωση της πρώτης Εκκλησιαστικής μουσικής, ολοκληρώνουμε την τριλογία αυτή με το αποτέλεσμα της συνθέσεως. Όπως θα γίνει φανερό, το ποσοστό επιρροής δεν είναι ίσο, καθώς η μουσική παράδοση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού επηρέασαν καταλυτικά τη μουσική, όπως άλλωστε και όλους ρους τομείς της ζωής της νεοσύστατης Εκκλησίας, σε σημείο που ο όρος «Ελληνική Εκκλησιαστική Μουσική», αν και αφορά το σύνολο της Εκκλησίας, περά από σύνορα και επιμέρους παραδόσεις, να είναι απολύτως τεκμηριωμένος.

Με δεδομένο ότι οι πρώτοι Χριστιανοί προέρχονταν από τον λαό των Εβραίων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η πρώτη μουσική που έψελναν είχε επηρεαστεί από την μουσική της Παλαιάς Διαθήκης,  η οποία ακουγόταν στις Συναγωγές και ιδιαίτερα στον ναό του Σολομώντος. Όπως είναι γνωστό, οι Εβραίοι είχαν ως βάση της μουσικής τους τούς ψαλμούς του Δαυίδ, αλλά και άλλο ποιητικό και μουσικό υλικό από την Παλαιά Διαθήκη.  Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή ήταν η πρώτη ύλη των πρώτων ασμάτων των Χριστιανών στις ιδιαίτερες συναντήσεις τους. Αναμφίβολο είναι επίσης πως, ιδιαίτερα για τους Εβραίους που ζούσαν εκτός της Παλαιστίνης, η επίδραση της αρχαίας Ελληνικής μουσικής ήταν καταλυτική, ως αποτέλεσμα της ευρύτερης επιρροής του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού που είχε φτάσει στα μέρη εκείνα μέσω της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι Εβραίοι της διασποράς στις συναγωγές τους μεταχειρίζονταν την Ελληνική, διότι είχαν λησμονήσει την μητρική τους γλώσσα. Γίνεται έτσι εμφανές πώς αρχαία Ελληνική μουσική και Εβραϊκή μουσική παράδοση είναι τα δύο μεγάλα μουσικά ρεύματα που διαμόρφωσαν την πρώτη εκκλησιαστική μας μουσική. Ο χριστιανικός μάλιστα ύμνος της Οξυρρύγχου αποδεικνύει πως οι πρώτοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν και την αρχαία Ελληνική μουσική σημειογραφία.
Η εκκλησιαστική μουσική στη θεία λατρεία κατά τους αποστολικούς χρόνους
Πρώτος δημιουργός και θεμελιωτής της εκκλησιαστικής μουσικής πρέπει να θεωρείται ο ίδιος ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ως άνθρωπος με εβραϊκή καταγωγή, οπωσδήποτε θα έψελνε κάθε φορά που πήγαινε στην συναγωγή. Αυτό αποδεικνύεται και από την διήγηση του μυστικού δείπνου όπως περιγράφεται στα ευαγγέλια:
«Και υμνήσαντες εξήλθον εις το Όρος των Ελαιών» (Μτθ. 26,30)
Αυτή η φράση σημαίνει πώς η μουσική υπήρξε συνηθισμένη απασχόληση του Χριστού και των 12 Μαθητών του. Είναι βέβαιο πως η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε και μετά την Ανάληψη του Κυρίου εις τους ουρανούς. Άλλωστε, η μουσική αποτελούσε χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως της λατρείας όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων της εποχής. Δεν μπορούσε άλλωστε να είναι και διαφορετικά: Κατά την περίοδο των χρόνων της Καινής Διαθήκης ήταν δεδομένο πως η μουσική, είτε με τη μελωδία, είτε με τον ρυθμό, συγκινούσε την καρδιά του ανθρώπου και συνέβαλλε στην ενεργοποίηση της ευλάβειας, της κατάνυξης και της προσοχής κατά την διάρκεια της θρησκευτικής λατρείας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει:
«Αν εκπαιδεύουμε τη γλώσσα να ψάλλει, η ψυχή νιώθεις η στολή και ενισχύεται στο να επιλέγει αυτά που την ωφελούν».

Ο Απόστολος Παύλος, στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του, κάνει σαφείς αναφορές στη μουσική: Στον 7ο  στίχο χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον ήχο των μουσικών οργάνων για να υπογραμμίσει την ανάγκη να αποκτήσει η γλωσσολαλία, τάξη ανάλογη με εκείνη των μουσικών ήχων. Στον 15ο  στίχο επισημαίνει την ανάγκη, η ψαλτική να αφορά και τον νουν και την καρδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μουσική σε χριστιανικό περιβάλλον θα πρέπει να είναι μόνον μία εσωτερική υπόθεση, ούτε βέβαια ότι οι πρώτες χριστιανικές συνάξεις ήταν βουβές. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις, ομιλεί για τους Αποστόλους, οι οποίοι παρευρίσκοντο στο Ιερό «υμνούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (24,53). Σε άλλο σημείο, ο Απόστολος Παύλος ψάλλει μαζί με τον Σίλα τα μεσάνυχτα, όντες έγκλειστοι στους Φιλίππους (Πρ. 16,25). Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει:
«Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (Ιακ. 5,13).
 Οι αποστολικές διατάξεις καθορίζουν ψαλμωδίες κατά τις συνάξεις αλλά και κατά την διάρκεια του ενταφιασμού. Επιτάφιοι ύμνοι εψάλησαν στην κοίμηση της Θεοτόκου και στον ενταφιασμό του Στέφανου (Πρ. 8,2).
Οι πρώτες μορφές του εκκλησιαστικού άσματος είναι οι ψαλμοί, οι ύμνοι και οι πνευματικές ωδές, οι οποίες μάλλον δεν διασώθηκαν και χάθηκαν κατά την περίοδο των Διωγμών. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι στους διωγμούς του Διοκλητιανού, του Δεκίου και του Ιουλιανού, πολλά εκκλησιαστικά βιβλία χάθηκαν. Οι ειδωλολάτρες κατά τους διωγμούς έκαιγαν τα βιβλία των Χριστιανών όπως και οι Αρειανοί. Γνωρίζουμε ότι οι πνευματικές ωδές αναφέρονταν στην έλευση του Μεσσία, την Αγία Τριάδα, τον Κύριο, την Θεοτόκο κλπ. Γνωρίζουμε επίσης ότι είσαι μεγάλη χρήση βρισκόταν το ψαλτήρι το οποίον ο Μέγας Βασίλειος θεωρούσε ως την φωνή της Εκκλησίας.
Η μορφή της πρώτης χριστιανικής μελωδίας
Εξαιτίας των δοκιμασιών της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας και αργότερα των Διωγμών, ούτε η μουσική, ούτε η υμνολογία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα. Οι Χριστιανοί υφίσταντο μεγάλες δοκιμασίες και η λατρεία γινότανε τις περισσότερες φορές εν κρυπτώ. Είναι βέβαιο πώς εκείνη την εποχή, οι ύμνοι θα ήταν λίγοι αλλά και η μουσική θα ήτανε απλή και ανεπιτήδευτη. Οι Πατέρες μας πληροφορούν πως οι ύμνοι κατά την εποχή αυτή εκτελούντο με ταπεινή φωνή και εσωτερική κατάνυξη. Η μουσική δεν επεδίωκε να εντυπωσιάσει, η δε μελωδία θα ήταν απλή και θα μπορούσε να απομνημονευτεί με ευκολία από τους πιστούς. Πρέπει να υποθέσουμε με βεβαιότητα πώς την περίοδο αυτή είναι πολύ συνηθισμένη η μελισματικές αναγνώσεις, δηλαδή η απόδοση ενός κειμένου στηριγμένο σε λιτή μελωδική γραμμή με φθόγγους μεγάλης διάρκειας. Η μελισματική ανάγνωση αποτελεί, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, εικόνα και τύπο της ευταξίας των λογισμών και σύμβολο μιας απερίσπαστης διάνοιας. Ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Εφεσίους επιστολή του αναφέρει ότι όλοι ψάλλουν μαζί χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος ώστε να ενισχύεται η συμφωνία και η ομόνοια του πληρώματος της Εκκλησίας που, ως μία φωνή, απευθύνεται στον Πατέρα δια του Ιησού Χριστού. Φαίνεται λοιπόν από την φράση αυτή πως ήδη από την εποχή του Αγίου Ιγνατίου, είχαμε δύο χορούς, δεξιό και αριστερό, οι οποίοι έψαλλαν κατά αντιφωνία.
Από άλλες ιστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως τον συντονισμό των χορών ανελάμβαναν κάποια πρόσωπα με ιδιαίτερη εξοικείωση με τη μουσική. Αυτούς ακολουθούσε ο χορός των πιστών, είτε ακολουθώντας χαμηλόφωνα την μελωδία είτε ψέλνοντας τα ακροστίχια. Πάντως, είναι σαφής η προσπάθεια της Χριστιανικής κοινότητας να αποφύγει την κοσμική μουσική και να διαφυλάξει τη μουσική της από το να συγχέεται με αρμονίες που θύμιζαν χώρους κοσμικής διασκέδασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου