Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Ο Θούριος του Ρήγα


sinantisi thourios
Ποίαν βαθεῖαν ἐντύπωσιν ἔκαμνον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τότε Ἑλλήνων τὰ ᾄσματα τοῦ Ρήγα καὶ τοῦ Κοραῆ, δυσκόλως δυνάμεθα νὰ φαντασθῶμεν ἡμεῖς σήμερον. Ἀλλ’ ἀκούσατε ἓν ἐπεισόδιον, τὸ ὁποῖον συνέβη τὸ 1817, τέσσαρα ἔτη  πρὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
Εἷς νέος Ἕλλην συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα καλόγηρον ἐταξίδευε τότε εἰς τὴν Μακεδονίαν. Ἔφθασαν εἰς ἓν χωρίον καὶ  κατέλυσαν εἰς τὸ ἀρτοποιεῖον, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε καὶ ὡς πανδοχεῖον.
Ἐντύπωσιν εἰς τοὺς ταξιδιώτας ἔκαμεν ὁ  ζυμωτή τοῦ ἀρτοποιοῦ. Ἦτο νέος ἀπὸ τὴν Ἤπειρον, μὲ ὑψηλὸν ἀνάστημα καὶ ὡραῖον πρόσωπον. Οἱ βραχίονές του καὶ τὸ γυμνὸν στῆθος του ἐδείκνυον σῶμα ἀθλητικόν. Ἀφοῦ  ἐκαιροφυλάκτησε κατάλληλον στιγμήν, ἐπλησίασε τὸν ὁδοιπόρον καὶ τὸν ἠρώτησε:
-Ξέρεις νὰ διαβάζῃς;
-Ναί, ἀπεκρίθη ὁ ταξιδιώτης.
-Ἔρχεσαι μαζί μου νὰ σοῦ εἰπῶ κάτι;
-Εὐχαρίστως, εἶπε μὲ περιέργειαν ὁ ταξιδιώτης.
Ὁ ζυμωτὴς τὸν ὡδήγησεν εἰς ἀπόκεντρον μέρος τοῦ κήπου, ὁ ὁποῖος ἦτο ὄπισθεν τοῦ ἀρτοποιείου. Ἐκεῖ ἐκάθισαν καὶ οἱ δύο ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν κάτωθεν ἑνὸς μεγάλου καὶ πυκνοφύλλου δένδρου. Ὁ νέος ἐξήγαγε τότε ἀπὸ τὸν κόλπον του μικρὸν καὶ πεπαλαιωμένον φυλλάδιον, τὸ ὁποῖον ἐκρέματο ἀπὸ τὸν τράχηλόν του μὲ λινὴν κλωστήν. Ἤτο τοῦ Ρήγα ὁ θούριος. Τὸν ἔδωσεν εἰς τὸν ξένον καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἀπαγγείλῃ μεγαλοφώνως.
Ὁ ὁδοιπόρος ἤρχισε νὰ ἀπαγγέλλῃ μὲ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον οἱ στίχοι τοῦ Ρήγα διήγειρον εἰς πᾶσαν ἑλληνικὴν καρδίαν. Μετ’ ὀλίγον ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν νέον, ἀλλ’ ἔμεινεν ἔκπληκτος. Ὁ νέος  Ἠπειρώτης εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ἐστέκετο ἐνώπιόν του ὡς ἄλλος ἄνθρωπος. Δὲν ἦτο πλέον ὁ ἁπλοϊκὸς ὑπηρέτης τοῦ  ἀρτοποιοῦ, ἀλλ’ εἶχε μεταμορφωθῆ εἰς ἥρωα. Τὸ πρόσωπόν του ἔλαμπεν, οἱ ὀφθαλμοί του ἐσπινθηροβόλουν, τὰ  χείλη του ἔτρεμον, δάκρυα θερμὰ ἔβρεχον τὰς παρειάς του.
-Πρώτην φορὰν ἀκούεις τοῦ Ρήγα τὸ τραγούδι; ἠρώτησεν ἔκπληκτος ὁ ταξιδιώτης.
-Ὄχι, ἀπεκρίθη ὁ νέος· κάθε φορὰν ποὺ περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ ἄνθρωποι, ποὺ ξέρουν γράμματα, τοὺς παρακαλῶ καὶ μοῦ τὸ διαβάζουν. Τὸ ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορές.
-Καὶ πάντοτε μὲ τὴν συγκίνησιν αὐτήν;
-Ναί, πάντοτε! Ἀπεκρίθη ὁ Ἠπειρώτης.

Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ

Ὤ παιδιά μου,
ὀρφανά μου,
σκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ,
διωγμένα,
ὑβρισμένα
ἀπ’ τὰ ἔθνη πανοικί!
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὣρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.

Ποὺ μὲ κόπους
κατὰ τόπους
τρέχετε μὲ μίαν τροφήν,
εἰς δεσπότας
κι ἰδιώτας,
δούλου δέχεσθε μορφήν.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός

Συναχθῆτε
νὰ ἰδῆτε
τὰς πληγάς μου ἐλεεινῶς,
πῶς τὸ αἷμα
τρέχει ρεῦμα
ἀπ’ τὰς φλέβας μου δεινῶς.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.

Τὴν στολήν μου
τὴν καλήν μου
ξεσχισμένην τὴν φορῶ.
Σφαλισμένην
καὶ δεμένην
μὲ ἁλύσους τὴν θωρῶ.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.

Δὲν βαστάζω,
ὅλο κράζω
θάνατόν μου τὸν πικρόν,
σὰν μ’ ἀφῆτε
κι ἀμελῆτε
σωτηρίας τὸν καιρόν.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι’ ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὀ Μυστικός.
Ρήγας Φεραῖος
 Αναγνωστικό ΣΤ΄Δημοτικού 1943
πηγη;http://www.kapodistrias.info/25-martiou/o-thoyrios-tou-riga

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου